Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 603/2020

Αριθμός    603 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 εδ.β του ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία ακυρώνεται μόνο κατά το σημείο που στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση (ΑΠ 907/2011, ΑΠ 736/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή, μετά την αναίρεση της αποφάσεως καταργείται κατά την αυτή έκταση και η συζήτηση, κατά την οποία είχε εκδοθεί η αναιρεθείσα απόφαση. Περαιτέρω,  κατά το άρθρο 581 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1220/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 580 παρ. 4 του ΚΠολΔ, οι αποφάσεις της Ολομέλειας και των Τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν. Τα νομικά ζητήματα, για τα οποία ομιλεί το άρθρο τούτο, μπορεί να ανάγονται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονομικό δίκαιο, γεγονός που προκύπτει τόσο από την αδιάστικτη διατύπωση της διατάξεως,  όσο και από το ότι η παραπομπή διατάσσεται επί αναιρέσεως, για παράβαση όχι μόνο του ουσιαστικού δικαίου, αλλά, με τους κατ’ ιδίαν λόγους αναιρέσεως που θεσπίζει το άρθρο 559 του ΚΠολΔ, και του δικονομικού δικαίου, ιδρύεται δε ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθμ. 18 ΚΠολΔ, όταν το δικαστήριο της παραπομπής δεν συμμορφωθεί προς την αναιρετική απόφαση, δηλαδή δεν ακολουθήσει, όσον αφορά στο νομικό ζήτημα για το οποίο απαγγέλθηκε η αναίρεση, τη λύση που δόθηκε από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 907/2011, ΑΠ 736/2011 ό.π). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει, ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 975/2000 ΕλλΔνη 42.81). Ειδικότερα η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το ότι το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως ολικής (ΑΠ 1308/2004 ΕλλΔνη 46.84, ΑΠ 1833/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε, μόνον ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτίνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, εκτός από τα κεφάλαια που συνδέονται αρρήκτως από τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται (ΑΠ 1717/2002 ΕλλΔνη 44.1563, Εφ.Θεσ. 1373/2009, Εφ.Αθ. 9/2018, Εφ.Πειρ. 626/2018, Εφ.Αθ. 146/2020 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 18/8/2018 (αριθ.καταθ. …………/2018) κλήση του καλούντος-εκκαλούντος, η από 23/6/2014 (αριθ.καταθ. ………../4.7.2014) έφεση του κατά της με αριθ. 2722/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, μετά την έκδοση της με αριθ. 687/2018 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε  η εκδοθείσα επ΄αυτής με αριθμό 747/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό της και παραπέμφθηκε η υπόθεση να δικαστεί στο Δικαστήριο τούτο συντιθέμενο από άλλη σύνθεση, το οποίο (Δικαστήριο της παραπομπής), θα δικάσει μέσα στα όρια που διαγράφονται με την άνω αναιρετική απόφαση.

Η ανακόπτουσα-εφεσίβλητη με την από 9.11.2012 (αριθ.καταθ. …………/2012) ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολΔ που άσκησε ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ισχυρίσθηκε ότι, με επίσπευση της ιδίας, πλειστηριάσθηκε η ακίνητη περιουσία του οφειλέτη της ……….. ., για την ικανοποίηση απαιτήσεών της που προέρχονται από εκδοθείσα σε βάρος του διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Ότι μετά τον διενεργηθέντα πλειστηριασμό και του καθ’ ου η ανακοπή (ήδη Καλούν – Εκκαλούν) «Ι.Κ.Α-Ε.Τ.Α.Μ» ανήγγειλε τις απαιτήσεις του, όπως και η ίδια ανήγγειλε το σύνολο των απαιτήσεών της κατά τον άνω οφειλέτη, ενώ, λόγω της ανεπάρκειας του επιτευχθέντος εκπλειστηριάσματος, η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο με αριθ. ………/25.10.2012 πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίο, μετά την προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, στο εναπομείναν εκπλειστηρίασμα 198.738,77 ευρώ κατέταξε οριστικά και προνομιακά το καθ’ ου η ανακοπή για το σύνολο της αναγγελθείσας απαίτησής του και δη για το ποσό των 84.728,13 ευρώ, τη Γ΄ Δ.Ο.Υ Πειραιά οριστικά και προνομιακά για μέρος της αναγγελθείσας απαίτησής της και δη για ποσό 38.003,55 ευρώ στο 1/3 του εναπομείναντος προς διανομή εκπλειστηριάσματος και την ίδια (ανακόπτουσα) για μέρος της απαίτησής της προνομιακά ως πρώτη προσημειούχο δανείστρια για ποσό 76.007,09 ευρώ στα 2/3 του εναπομείναντος προς διανομή εκπλειστηριάσματος. Ότι εσφαλμένα κατατάχθηκαν προνομιακά στον προσβαλλόμενο πίνακα οι απαιτήσεις του καθ’ ου η ανακοπή, διότι δεν υφίσταται απαίτηση του καθ’ ου η εκτέλεση, σε κάθε δε περίπτωση, το προνόμιο της απαίτησης αυτής του καθ’ ου κατ’ άρθρο 975 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 56 Ν. 3994/2011, αντίκειται στις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να μεταρρυθμιστεί ο ως άνω προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης, να αποβληθεί το καθ’ ου για το ποσό των 84.728,13 ευρώ, με αντίστοιχη κατάταξη της ιδίας (ανακόπτουσας ήδη εφεσίβλητης), προνομιακά, ως προσημειούχου δανείστριας και να καταδικαστούν οι καθών στην δικαστική της δαπάνη. Επί της ως άνω ανακοπής εκδόθηκε η εκκαλουμένη οριστική απόφαση με την οποία το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκανε δεκτό τον πρώτο λόγο της ανακοπής, κατά τον οποίο η γενική αμφισβήτηση από την ανακόπτουσα της ύπαρξης της αναγγελθείσας απαίτησης του Ι.Κ.Α-Ε.Τ.Α.Μ. Εμπεριέχει και την μερικότερη αμφισβήτηση της ευθύνης του οφειλέτη ………… με την ιδιότητα του Προέδρου του Δ.Σ και νομίμου εκπροσώπου της οφειλέτριας προς το ΙΚΑ εταιρείας με την επωνυμία «……………» η οποία (ιδιότητα) δεν αποδείχθηκε ότι υφίστατο κατά το κρίσιμο διάστημα έτσι ώστε να ελλείπει η προϋπόθεση της ύπαρξης απαίτησης του ΙΚΑ (καθού) σε βάρος του ως άνω οφειλέτη – καθού η κατάσχεση, έκανε δεκτή την ανακοπή, μεταρρύθμισε τον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης και κατέταξε την ανακόπτουσα (ήδη εφεσίβλητη) προνομιακά ως προσημειούχο δανείστρια στο ποσό των 84.728,13 ευρώ με την ταυτόχρονη αποβολή του καθού (ΙΚΑ δια του Διευθυντή του Α΄ Ταμείου Εσόδων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) από το ποσό αυτό. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το Εκκαλούν (ΝΠΔΔ Ε.Φ.Κ.Α ως οιονεί καθολικού διαδόχου του ΝΠΔΔ ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) και με τους λόγους της έφεσής του, που ανάγονται σε κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η ανακοπή. Επί της ως άνω έφεσης εκδόθηκε η με αριθ. 747/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου με την οποία, έγινε τυπικά δεκτή η παραπάνω έφεση, και απορρίφθηκε αυτή κατ’ ουσία. Η απόφαση αυτή αναιρέθηκε με την υπ΄ αριθ. 687/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, δεχόμενο ότι το Εφετείο υπέπεσε στην αποδιδόμενη πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 8 και παρέπεμψε δε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο με άλλη σύνθεση. Η ως άνω εκδοθείσα 687/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου ,έκανε δεκτά τα ακόλουθα:

Ι. «Από τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1, 585, 933, 979 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, αν ο λόγος ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης δανειστών, που ασκεί ο μη καταταγείς δανειστής προς τον σκοπό αποβολής άλλου καταταγέντος και αντίστοιχης κατάταξης αυτού, συνίσταται σε απλή αμφισβήτηση και άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαίτησης του καθ’ ου που έχει καταταγεί ή του προνομίου της, για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής αρκεί μόνο  η άρνηση αυτή, δεδομένου ότι ο καθ’ ου η ανακοπή βαρύνεται με την επίκληση και την απόδειξη των παραγωγικών της απαίτησής του ή του προνομίου της πραγματικών γεγονότων. Δηλαδή στην περίπτωση αυτή ο καθ’ ου η ανακοπή οφείλει κατά την πρώτη ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση να επικαλεσθεί κατά τρόπο ορισμένο (και να αποδείξει) την ύπαρξη, το περιεχόμενο και το μέγεθος της απαίτησής του για την οποία έχει καταταγεί, καθώς και τον προνομιακό χαρακτήρα της. Αν ο καθ’ ου η ανακοπή δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, η ανακοπή γίνεται δεκτή. Η αμφισβήτηση της ύπαρξης της απαίτησης του καθού η ανακοπή, επιτρέπεται ακόμα και αν αποδεικνύεται έναντι του καθού η εκτέλεση με έγγραφα, αφού η αποδεικτική δύναμη των εγγράφων αυτών δεν δεσμεύει και τους αναγγελθέντες δανειστές, ή με τελεσίδικη απόφαση που επιδικάζει στον κατατεγέντα απαίτηση σε βάρος του καθού η εκτέλεση ή αναγνωρίζει υπέρ αυτού προνόμιο, αφού οι μαχόμενοι κατά του κύρους του πίνακα δανειστές, ως τρίτοι έναντι του οφειλέτη, δεν δεσμεύονται, ούτε ωφελούνται από το δεδικασμένο μεταξύ αυτού και άλλου δανειστή (ΑΠ 99/2017, 1907/2011, 1311/2009). Τυχόν δε προβολή με την ανακοπή καταλυτικών ή αποσβεστικών της καταταγείσης απαιτήσεως γεγονότων, αποτελούν καθ’ υποφοράν απόκρουση των προβαλλομένων με τις προτάσεις του καθ’ ου η ανακοπή, θεμελιωτικών της απαιτήσεως του ισχυρισμών και δεν αποτελούν αναγκαίο περιεχόμενο του δικογράφου της ανακοπής, που επηρεάζει το ορισμένο αυτής (ΑΠ 183/02). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, της επικλήσεως δηλονότι από τον ανακόπτοντα καταλυτικών ή αποσβεστικών της απαιτήσεως του καθ’ ου ενστάσεων, ο ίδιος (ανακόπτων) φέρει κα το βάρος της αποδείξεως των θεμελιωτικών αυτών πραγματικών περιστατικών (ΑΠ 1516/2014). Εξ άλλου, ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠοΛΔ, ιδρύεται, όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα, που δεν προτάθηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής «πράγματα» θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως ,ή λόγο εφέσεως, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν αποτελούν περιεχόμενο λόγου έφεσης, ούτε οι αβάσιμοι ή οι απαράδεκτοι ισχυρισμοί (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 109/12). Στην κρινόμενη περίπτωση, από το δικόγραφο της ανακοπής της ανακόπτουσας και ήδη αναιρεσίβλητης, ελεγχόμενο για την έρευνα της βασιμότητας λόγου αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔικ, προκύπτει, ότι η ανακόπτουσα τράπεζα ισχυρίσθηκε τα εξής: «….το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ), όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή του ΙΚΑ ΕΤΑΜ και στην προκειμένη περίπτωση το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ), όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διευθυντή του Α΄ Ταμείου Είσπραξης Εσόδων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, δεν έχει απαίτηση κατά του καθού η εκτέλεση οφειλέτη μας ,αρνούμαστε δε παραδεκτά τόσο την αναγγελθείσα απαίτησή του όσο και τον προνομιακό της χαρακτήρα. Πρέπει, συνεπώς, για το λόγο αυτό να αποβληθεί από τον προσβαλλόμενο πίνακα το ως άνω Ν.Π.Δ.Δ και να καταταγεί για το ποσό της κατάταξής του, συνολικού ύψους 84.728,13 ευρώ, η τράπεζά μας, προνομιακά ως πρώτη προσημειούχος δανείστρια». Από το παρατεθέν περιεχόμενο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, προκύπτει, ότι η ανακόπτουσα και ήδη αναιρεσίβλητη, αρνήθηκε, αφ’ ενός μεν την αναγγελθείσα απαίτηση του καταταγέντος για το άνω ποσό καθ’ ου η ανακοπή και ήδη αναιρεσείοντος κατά του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη της, αφ’ ετέρου δε τον επικαλούμενο από το αντίδικό της προνομιακό χαρακτήρα της (αναγγελθείσας απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή και ήδη αναιρεσείοντος). Στην υπό το περιεχόμενο αυτό προβληθείσα από την ανακόπτουσα άρνηση της αναγγελθείσας απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή και ήδη αναιρεσείοντος και επομένως κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, στηρίζουσα το ανωτέρω αίτημα της ανακοπής της, δεν περιέχεται αναγκαία και άνευ άλλου τινός και η άρνηση της ιδιότητας του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη της, ως οφειλέτη και του ανακόπτοντος ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και ήδη ΕΦΚΑ, ώστε αυτό να βαρύνεται, εκτός από την επίκληση (δια των προτάσεων) και την απόδειξη των παραγωγικών της απαιτήσεών του ή του προνομίου αυτής γεγονότων και με την επίκληση και απόδειξη της ιδιότητας του καθ’ ου η εκτέλεση ………., ως προέδρου του ΔΣ και νομίμου εκπροσώπου της οφειλέτιδας αυτού (αναιρεσείοντος) εταιρείας με την επωνυμία «. ………….», και, εξ αιτίας της ιδιότητάς του αυτής, ευθυνομένου στην καταβολή της αναγγελθείσας απαιτήσεώς του (αναιρεσείοντος). Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο, καθ’ όσον αφορά τον ερευνώμενο λόγο αναίρεσης δέχθηκε, ανελέγκτως, τα εξής: «…..αποδείχθηκε ότι η απαίτηση 84.728,13 ευρώ, για την οποία κατετάγη το καθ’ ου η ανακοπή Ι.Κ.Α-Ε.Τ.ΑΜ στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, αφορά οφειλή της εταιρίας «……………» και προέρχονται από καθυστερούμενες κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2005 έως 31-1-2010 ασφαλιστικές εισφορές συνολικού ποσού 81.469,35 ευρώ, καθώς και επιπλέον ποσό 3.258,78 ευρώ για πρόσθετα τέλη και έξοδα μέχρι την 30-11-2012, όπως η συνολική αυτή απαίτηση προκύπτει από τις υπ’ αριθ. …../2006 Π.Ε.Π.Ε.Ε, υπ’ αριθ. ../2008 Π.Ε.Ε, υπ’ αριθ. …/2008 Π.Ε.Π.Ε.Ε, υπ’ αριθμ. …/2008 Π.Ε.Ε και τον υπ’ αριθ. Μ …./2009 χρηματικό κατάλογο που επισυνάφθηκαν στην άνω αναγγελία. Ειδικότερα, η παραπάνω απαίτηση αφορά: 1)ποσό 110,00 ευρώ κύριας εισφοράς λόγω εκπρόθεσμης καταβολής Α.Π.Δ για το χρονικό διάστημα από 1-7-2005 έως 31-7-2005  (…../2006 Π.Ε.Π.Ε.Ε), 2)ποσό 76.028,51 ευρώ κύριων εισφορών 43.319,42 ευρώ και πρόσθετων τελών 32.709,09 ευρώ λόγω μη καταβολής του συνόλου των εισφορών που δήλωσε με τις Α.Π.Δ για το χρονικό διάστημα από 1-7-2005 έως 30-9-2005 (……./2008 Π.Ε.Ε), 3)ποσό 797,351 ευρώ κύριας εισφοράς λόγω μη υποβολής Α.Π.Δ για το δώρο Χριστουγέννων έτους 2006 σε μισθωτούς για το χρονικό διάστημα από 1-12-2006 έως 31-12-2006 (……./2008 Π.Ε.Π.Ε.Ε), 4)ποσό 4.438,49 ευρώ κύριας εισφοράς 2.657,78 ευρώ και πρόσθετων τελών 1.780,71 ευρώ λόγω μη υπολογισμού δώρου Χριστουγέννων σε μισθωτούς για το χρονικό διάστημα από 1-12-2006 έως 31-12-2006 (……./2008 Π.Ε.Ε) και 5)ποσό 95,00 ευρώ για έξοδα κατάσχεσης για το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 31-1-2010 (Χ.Κ  Μ ……../2009). Σύμφωνα δε με έγγραφο του Ι.Κ.Α-Ε.Τ.Α.Μ που επισυνάπτεται στην άνω αναγγελία, υπεύθυνοι της οφειλέτριας εταιρίας είναι οι ………, Πρόεδρος, ………, Αντιπρόεδρος και Δ/νων Σύμβουλος και …………, μέλος. Ωστόσο, δεν αποδεικνύεται ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από 1-7-2005 έως 31-1-2010 κατά το οποίο κατέστησαν ληξιπρόθεσμες  οι άνω οφειλές ο καθ’ ου η εκτέλεση ………….. ήταν πρόεδρος του Δ.Σ και νόμιμος εκπρόσωπος της άνω εταιρίας, ευθυνόμενος συνακόλουθα αλληλέγγυα και προσωπικά για τα χρέη της κατ’ άρθρο 115 ν.2238/1994, σε συνδυασμό με άρθρο 69 ν.2496/2007. Το καθ’ ου η ανακοπή (εκκαλούν), το οποίο είχε το βάρος απόδειξης του άνω ισχυρισμού του, ενόψει της αμφισβήτησης εξαρχής της απαίτησής του από την ανακόπτουσα, κανένα στοιχείο δεν προσκόμισε ώστε να δικαιολογηθεί η αναγγελία της άνω απαίτησής του κατά του καθ’ ου η εκτέλεση και δεν αρκεί προς τούτο η επίκληση στην αναγγελία της ιδιότητας του τελευταίου ως προέδρου της άνω οφειλέτριας εταιρίας. Ήδη ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής του ότι η εκκαλουμένη απόφαση κατά παράβαση του νόμου απεφάνθη επί λόγου ανακοπής που ουδέποτε προτάθηκε, καθώς δεν προβλήθηκε ως λόγος ανακοπής η μη ευθύνη του καθ’ ου η κατάσχεση κατ’ άρθρο 115 ν.2238/1994 και 69 ν.2496/2007 λόγω έλλειψης της ιδιότητάς του ως προέδρου του Δ.Σ και νομίμου εκπροσώπου της άνω εταιρίας κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, παρά μόνο αμφισβητήθηκε η ύπαρξη της αναγγελθείσας απαίτησης του Ι.Κ.Α-Ε.Τ.Α.Μ εναντίον του. Ο άνω λόγος της έφεσης είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι η γενική αμφισβήτηση από την ανακόπτουσα της ύπαρξης της άνω αναγγελθείσας απαίτησης του Ι.Κ.Α-Ε.Τ.Α.Μ κατά του καθ’ ου η εκτέλεση εμπεριέχει και την μερικότερη αμφισβήτηση της σχετικής ευθύνης του τελευταίου υπό την παραπάνω ιδιότητα, η οποία (ευθύνη του), αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση της ύπαρξης της αναγγελθείσας απαίτησης εναντίον του». Με αυτά, που δέχθηκε το Εφετείο, ότι δηλαδή στην, υπό το παραπάνω περιεχόμενο, προβληθείσα, από την αναιρεσίβλητη με την ανακοπή, ως λόγο ανακοπής, άρνηση της αναγγελθείσας απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή και ήδη αναιρεσείοντος και του προνομίου της, περιέχεται και η αμφισβήτηση της ιδιότητας του καθ’ ου η κατάσχεση ως προέδρου του Δ.Σ και νομίμου εκπροσώπου της άνω οφειλέτιδας εταιρίας, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, που κατέστη ληξιπρόθεσμη η απαίτηση του αναιρεσείοντος και εξ αυτού του λόγου ευθυνομένου αυτού (καθ’ ου η κατάσχεση) και, ακολούθως, υπό την παραδοχή αυτή απέρριψε ως μη νόμιμο τον πρώτο λόγο έφεσης του αναιρεσείοντος, με τον οποίον αυτό υποστήριζε τα αντίθετα, έλαβε υπόψη «πράγμα», που είχε ουσιώδη επίδραση στη δίκη και δεν είχε προταθεί από την ανακόπτουσα και ήδη αναιρεσίβλητη, ήτοι ότι στην ανωτέρω αμφισβήτηση της απαίτησης του αναιρεσείοντος και του προνομίου της, περιέχεται και η αμφισβήτηση της ευθύνης του καθ’ ου η εκτέλεση λόγω της ιδιότητάς του ως προέδρου του Δ.Σ και νομίμου εκπροσώπου της άνω οφειλέτιδας εταιρίας, κατά τον χρόνο, που κατέστη ληξιπρόθεσμη η απαίτηση του αναιρεσείοντος. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αίτησης, με τον οποίον αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η, υπό τα ανωτέρω περιστατικά, πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 8 (α) είναι βάσιμος».

Από το προεκτεθέν περιεχόμενο της ως άνω αναιρετικής αποφάσεως, σαφώς προκύπτει ότι η απόφαση 747/2015 του Δικαστηρίου αυτού, αναιρέθηκε στο σύνολό της, κατά το λόγο που κρίθηκε μη νόμιμος, και έγινε δεκτή η ανακοπή ως προς την ανυπαρξία της απαίτησης του Ι.Κ.Α-Ε.Τ.Α.Μ σε βάρος του καθ’ ου η εκτέλεση. Η ως άνω κρίση της απόφασης του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο της παραπομπής.

Με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής επικαλούμενη η ανακόπτουσα (ήδη καθ’ ου η κλήση – εφεσίβλητη – αναιρεσίβλητη), ότι το ΙΚΑ, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή του ΙΚΑ ΕΤΑΜ, δεν έχει απαίτηση κατά του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη τους, αρνείται παραδεκτά τόσο την αναγγελθείσα απαίτηση όσο και τον προνομιακό της χαρακτήρα (καθ’ ου η ανακοπή – καλούντος – εκκαλούντος). Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη παραπάνω με αριθμό 687/2018 απόφαση του Α.Π, ο ως άνω λόγος της ανακοπής, είναι νόμιμος, και κατά συνέπεια πρέπει να ερευνηθεί κατά την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από όλα ανεξαιρέτως τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθ. …../30-11-2010 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………. κατασχέθηκε αναγκαστικά, με επίσπευση της ανακόπτουσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας «………….», σε εκτέλεση της υπ’ αριθ. ……../2010 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η λεπτομερώς περιγραφόμενη στην ως αν κατασχετήρια έκθεση ακίνητη περιουσία του καθ’ ου η εκτέλεση ……… Δυνάμει της υπ’ αριθ. …/2012 Δ΄, επαναληπτικής περίληψης κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, με επίσπευση της ανακόπτουσας, εκπλειστηριάστηκε δημόσια στις 27-6-2012, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αίγινας ……….., ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού, η ως άνω ακίνητη περιουσία του καθ’ ου η εκτέλεση, αντί πλειστηριάσματος ποσού 210,500,00 ευρώ και συντάχθηκε η υπ’ αριθ. ………../27-6-2012 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού της ίδιας συμβολαιογράφου. Υπερθεματίστρια αναδείχθηκε η επισπεύδουσα τράπεζα, στην οποία κατακυρώθηκε η προαναφερόμενη ακίνητη περιουσία. Στον πλειστηριασμό αυτό αναγγέλθηκαν, ζητώντας να καταταγούν προνομιακά και οριστικά: α) το Ελληνικό Δημόσιο, δια του Προϊσταμένου της Γ΄ Δ.Ο.Υ Πειραιά, με την υπ’ αριθ.πρωτ. ……./29-6-2012 αναγγελία του για ποσό 84.408,14 ευρώ, ήτοι για ληξιπρόθεσμες οφειλές του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, σύμφωνα με το συνημμένο στην αναγγελία πίνακα χρεών, β)το Ι.Κ.Α-Ε.Τ.Α.Μ δια του Διευθυντή του Α΄ Ταμείου Είσπραξης Εσόδων Ι.Κ.Α-Ε.Τ.Α.Μ, με την υπ’ αριθ.πρωτ. ……../2/4.7.2012 αναγγελία του για ποσό 81.469,35 ευρώ, πλέον πρόσθετων τελών και λοιπών εξόδων, ήτοι για ληξιπρόθεσμες οφειλές του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, σύμφωνα με το συνημμένο στην αναγγελία πίνακα χρεών, και 2)η επισπεύδουσα «…………..», με την από 2-7-2012 αναγγελία της για ποσό 552.910,97 ευρώ, για την οποία απαίτηση εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ………/2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Επειδή, το ανωτέρω επιτευχθέν εκπλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για το ικανοποιηθούν η επισπεύδουσα δανείστρια και οι αναγγελθέντες δανειστές, η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθ. ………./25-10-2012 πίνακα κατάταξης πιστωτών. Με αυτόν, αφού αφαίρεση από το εκπλειστηρίασμα έξοδα εκτέλεσης συνολικού ύψους 11.761,23 ευρώ κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα σ’ αυτή, κατέταξε στο εναπομείναν υπόλοιπο των 198.738,77 ευρώ: 1) Το Ι.Κ.Α-Ε.Τ.Α.Μ δια του Διευθυντή του Α΄ Ταμείου Εσόδων Ι.Κ.Α-Ε.Τ.Α.Μ, προνομιακά και οριστικά, ως γενικό προνομιούχο δανειστή, για απαίτησή του, συνολικού ποσού 84.728,13 ευρώ (81.469,35 ευρώ κύρια οφειλή + 3.258,78 ευρώ πρόσθετα τέλη και λοιπά έξοδα). 2)Το Ελληνικό Δημόσιο για μέρος τη απαίτησής του, ποσού 38.003,55 ευρώ και 3)Την ανακόπτουσα «…………..», προνομιακά και οριστικά στο υπόλοιπο ποσό 76.007,09 ευρώ, ως ενυπόθηκη δανείστρια. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ανακόπτουσα «…………» έχει κατά του καθ’ ου η εκτέλεση …………. απαίτηση ύψους 552.910,97 ευρώ, από τα οποία 471.589,73 ευρώ αφορούν υπόλοιπο στεγαστικού δανείου για το οποίο εκδόθηκε η προαναφερθείσα με αριθ. …………../2010 διαταγή πληρωμής, 59.783,45 ευρώ αφορούν τόκους υπερημερίας από 26-8-2010 μέχρι 27-6-2012 (ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού), 7.435,00 ευρώ αφορούν κονδύλια της από 15.9-2010 κοινοποιηθείσας επιταγής και 14.102,79 ευρώ αφορούν κονδύλι δικαστικών εξόδων. Η απαίτηση αυτή είναι ασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης πρώτης σειράς, ποσού 960.000,00 ευρώ, δυνάμει της με αριθ. 34.715/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), που μεταγράφηκε νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείου Αίγινας, στον τόμο …, με αριθ. …….. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η απαίτηση 84.728,13 ευρώ, για την οποία κατετάγη το καθ’ ου η ανακοπή Ι.Κ.Α-Ε.Τ.Α.Μ στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, αφορά οφειλή της εταιρείας «…………….» και προέρχονται από καθυστερούμενες κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2005 έως 31-1-2010 ασφαλιστικές εισφορές συνολικού ποσού 81.469,35 ευρώ, καθώς και επιπλέον ποσό 3.258,78 ευρώ για πρόσθετα τέλη και έξοδα μέχρι την 30-11-2012, όπως η συνολική αυτή απαίτηση προκύπτει από τις υπ’ αριθ. ………./2006 Π.Ε.Π.Ε.Ε, υπ’ αριθ. ………/2008 Π.Ε.Ε, υπ’ αριθ. ………./2008 Π.Ε.Π.Ε.Ε , υπ’ αριθμ. ………./2008 Π.Ε.Ε και τον υπ’ αριθ. Μ ………/2009 χρηματικό κατάλογο που επισυνάφθηκαν στην άνω αναγγελία. Ειδικότερα, η παραπάνω απαίτηση αφορά: 1)ποσό 110,00 ευρώ κύριας εισφοράς λόγω εκπρόθεσμης καταβολής Α.Π.Δ για το χρονικό διάστημα από 1-7-2005 έως 31-7-2005  (……../2006 Π.Ε.Π.Ε.Ε), 2)ποσό 76.028,51 ευρώ κύριων εισφορών 43.319,42 ευρώ και πρόσθετων τελών 32.709,09 ευρώ λόγω μη καταβολής του συνόλου των εισφορών που δήλωσε με τις Α.Π.Δ για το χρονικό διάστημα από 1-7-2005 έως 30-9-2005 (……../2008 Π.Ε.Ε), 3)ποσό 797,351 ευρώ κύριας εισφοράς λόγω μη υποβολής Α.Π.Δ για το δώρο Χριστουγέννων έτους 2006 σε μισθωτούς για το χρονικό διάστημα από 1-12-2006 έως 31-12-2006 (………/2008 Π.Ε.Π.Ε.Ε), 4)ποσό 4.438,49 ευρώ κύριας εισφοράς 2.657,78 ευρώ και πρόσθετων τελών 1.780,71 ευρώ λόγω μη υπολογισμού δώρου Χριστουγέννων σε μισθωτούς για το χρονικό διάστημα από 1-12-2006 έως 31-12-2006 (………../2008 Π.Ε.Ε) και 5)ποσό 95,00 ευρώ για έξοδα κατάσχεσης για το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 31-1-2010 (Χ.Κ  Μ ………/2009).

Σύμφωνα με τα ανωτέρω πλήρως αποδείχθηκε η ύπαρξη απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή ήδη καλούντος – εκκαλούντος κατά του καθ’ ου η εκτέλεση – οφειλέτη για την οποία κατετάγη, καθώς και ο προνομιακός της χαρακτήρας (ΚΠολΔ 975 παρ. 3, Α.Π 1504/2018, ΑΠ 1487/2018, ΑΠ 1291/2017) και συνεπώς νομίμως κατετάγη στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης της συμβολαιογράφου Αίγινας ………. (……../2012)  και ως εκ τούτου ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε την ένδικη ανακοπή κατά τον ως άνω λόγο της ως βάσιμο, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων,  και πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση. Στη συνέχεια, πρέπει η ένδικη από 9/11/2012 (αριθ.καταθ. ………./2012) ανακοπή (κατά το μέρος που μεταβιβάσθηκε στο παρόν Δικαστήριο) να κρατηθεί και να δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό και να απορριφθεί. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου η ανακοπή – καλούντος – εκκαλούντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει λόγω της νίκης του, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (άρθ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένων, όμως, κατά τα άρθρα 6 παρ. 3 περ.θ ν.4387/2016 (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 31 ν.4445/2016) και 22 παρ. 1 ν.3693/1957 (που διατηρήθηκε σε ισχύ με το  άρθρο 52 αριθ. 18 ΕισΝΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 12 ν.1738/1987 και αριθ. 2 της 134423οικ/8.12.1992 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ 11/Β/20.1.1993), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 2722/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρατεί την από 9/12/2012 (αριθ.καταθ. …../12.11.2012) ανακοπή.

Δικάζει την ανακοπή και

Απορρίπτει αυτή.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου η ανακοπή – καλούντος – εκκαλούντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της ανακόπτουσας – καθ’ ης η κληση – εφεσίβλητης και τα ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  9 Οκτωβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ