Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 604/2020

Αριθμός     604/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η κρινόμενη από 28.11.2018 (αριθ.καταθ. ………/2018) έφεση του εναγομένου-ενάγοντος ήδη εκκαλούντος, η οποία φέρεται προς συζήτηση στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά της υπ’ αριθ. 4134/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθ. 592 παρ. 3 ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015), αρμόδια φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθ. 19, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν.3994/2011), έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από την επίδοση της απόφαση την 19.11.2018 στον εκκαλούντα-εναγόμενο-ενάγοντα έως την άσκηση της υπό κρίση εφέσεως την 5.12.2018 δεν παρήλθε χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών (άρθρα 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517, 518 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ.

Η εφεσίβλητη, με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και επιδόθηκε στον εκκαλούντα εμπρόθεσμα (βλ. την υπ’ αριθ. …./24.10.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ……….), ήτοι οκτώ ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης, άσκησε αντέφεση κατά της ιδίας ως άνω οριστικής απόφασης, με την οποία νίκησε εν μέρει, και ζητεί την μεταρρύθμιση της, προκειμένου να γίνει εν όλω δεκτή η από 22.1.2018 αγωγή της. Η από 14.10.2019 (αριθ.καταθ. ……../2019) αντέφεση, με την οποία πλήττονται τα πληττόμενα με την ένδικη έφεση κεφάλαια, είναι παραδεκτή (άρθ. 495 παρ. 1, 496, 523 παρ. 1 και 2, 591 παρ. 1 περ.ζ΄ ΚΠολΔ, μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 ΚΠολΔ) κατά την ως άνω ειδική διαδικασία (άρθ. 592 παρ. 3 ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015) και να συνενδικαστεί με την υπό κρίση από 28.11.2018 έφεση, λόγω της μεταξύ τους συναφείας (άρθ. 31, 246 ΚΠολΔ).

Α)Η ενάγουσα με την από 22.1.2018 (αριθ.καταθ. ………../2018) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζήτησε, κατόπιν του παραδεκτού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος σε εν μέρει αναγνωριστικό και εν μέρει καταψηφιστικό, α)να της ανατεθεί αποκλειστικά η άσκηση της επιμέλειας του ανηλίκου υιού της ………, που έχει αποκτήσει με τον εναγόμενο σύζυγό της, με τον οποίο τελεί σε διάσταση, β)να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σε αυτή ατομικά, μηνιαία σε χρήμα διατροφή 220 ευρώ, υποχρέωσή του να της καταβάλει μηνιαία σε χρήμα διατροφή ποσού 140 ευρώ, εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών από την κοινοποίηση της αγωγής, για τον λόγο ότι αυτός (εναγόμενος) είναι αποκλειστικά υπαίτιος για την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης τους και αυτή (ενάγουσα) αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της διατροφής της από εισοδήματα ή την περιουσία της, γ)να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει μηνιαία σε χρήμα διατροφή για τον ανήλικο ……….. ποσό 550 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτού (εναγομένου) να της καταβάλει μηνιαία σε χρήμα διατροφή ποσού 533,80 ευρώ την πρώτη ημέρα κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών από την επίδοση της αγωγής, για το λόγο ότι το τέκνο τους αυτό στερείται εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων και λόγω της ανηλικότητάς του αδυνατεί να αυτοδιατραφεί.

Β) Ο ενάγων-εναγόμενος με την από 23.1.2018 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζήτησε, να ανατεθεί σε αυτόν αποκλειστικά η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του ανηλίκου υιού του …. που έχει αποκτήσει από το γάμο του με την εναγομένη εν διαστάσει σύζυγο του άλλως να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του με τον ανήλικο υιό του κατά τον καθοριζόμενο σε αυτή (αγωγή) τρόπο. Οι ως άνω από 22.1.2018 και 23.1.2018 συνεκδικάστηκαν και με την υπ’ αριθ. 4134/2018 εκκαλούμενη απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και: α)έγινε δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη η από 22.1.2018 αγωγή,1)ανατέθηκε η επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων …….. αποκλειστικά στην ενάγουσα – μητέρα του, 2)υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα, την πρώτη ημέρα κάθε μήνα, μηνιαία σε χρήμα διατροφή ποσού 150 ευρώ, 3)υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα ως ασκούσας την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους ……….. και για λογαριασμό αυτού (ανηλίκου τέκνου) μηνιαία σε χρήμα διατροφή την πρώτη ημέρα κάθε μήνα ποσού 500 ευρώ, για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επίδοση της αγωγής, νομιμότοκα από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση και β)Δέχθηκε εν μέρει την από 23.1.2018 αγωγή του ενάγοντα και ρύθμισε το δικαίωμα επικοινωνίας αυτού με τον ανήλικο τέκνο του ………………. κατά τον αναφερόμενο ειδικότερα στο διατακτικό αυτής (απόφασης πρωτοβαθμίου δικαστηρίου τρόπο). Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα, Α)ο εκκαλών- εναγόμενος, με τους λόγους της εφέσεώς του που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τα κεφάλαια της εκκαλούμενης απόφασης με την οποία έγινε δεκτή η από 22.1.2018 αγωγή της ενάγουσας-εναγομένηςήδη εφεσίβλητης, και αφορούν την επιδίκαση διατροφής στην ιδία την ενάγουσα ατομικά και την επιδίκαση διατροφής για το ανήλικο τέκνο του ……………………., παραπονούμενος για εσφαλμένη εκτίμηση των μηνιαίων αναγκών διαβιώσεως του ανηλίκου τέκνου του και των μηνιαίων εισοδημάτων του ιδίου, χωρίς να προβάλλει κανένα παράπονο κατά της εκκαλούμενης απόφασης ως προς το κεφάλαιο που δέχθηκε: την από 22.1.2018 αγωγή και ανάθεσε την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων …………………. αποκλειστικά στην ενάγουσα μητέρα του, καθώς και την από 23.1.2018 αγωγή αυτού (εναγομένου) που ρύθμισε κατά τον αναφερόμενο σε αυτή (……/2018) τρόπο το δικαίωμα της επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο του, και ζητεί κατ’ ορθή νομική εκτίμηση, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και απορριφθεί η από 22.1.2018 αγωγή, ως προς τα κεφάλαια που πλήττονται με αυτή (έφεση),Β)η ηττηθείσα εν μέρει επίσης με αυτή ενάγουσα και ήδη αντεκκαλούσα με την ένδικη αντέφεσή της, για τους περιεχόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και να μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη, ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η από 22.1.2018 αγωγή της.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1390, 1391 και 1493 ΑΚ προκύπτει ότι οι σύζυγοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας. Το μέτρο δε της συνεισφοράς αυτής προσδιορίζεται από τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωση του γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματα και την περιουσία και την απρόσοδη ακόμη (Ολ ΑΠ 9/1991) των συζύγων (άρθρα 1389, 1390). Σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, η υποχρέωση διατροφής, που υποκαθιστά στην περίπτωση αυτή την υποχρέωση συνεισφοράς, διέπεται από τους ίδιους, όπως και η τελευταία, κανόνες των παραπάνω άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ (Ολ ΑΠ 9/1991). Η διατροφή, στην περίπτωση αυτή, προκαταβάλλεται σε χρήμα κατά μήνα και προσδιορίζεται λαμβανομένων, επί πλέον, υπόψη και των συνθηκών της χωριστής διαβίωσης (Ολ ΑΠ  2/1994 ΕλΔνη 95-352). Ακόμη, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε αναιρείται σε μεγάλο βαθμό η συγκλήρωση του βίου των συζύγων και συνεκλείπει το στοιχείο της “από κοινού” συμβολής τους στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, χωρεί ένα είδος συμψηφισμού των αμοιβαίων υποχρεώσεων για διατροφή, έτσι ώστε δικαιούχος  της χρηματικής διατροφής του άρθρου 1391 παρ. 1 του ΑΚ είναι ο σύζυγος, ο οποίος υπό τους όρους της έγγαμης συμβίωσης, όφειλε τη μικρότερη συνεισφορά, οπότε αν διέκοψε τη συμβίωση για εύλογη αιτία, του οφείλεται σε χρήμα ως διατροφή ή  διαφορά μεταξύ της μεγαλύτερης συνεισφοράς (ΑΠ 132/2003 ό.π, ΑΠ 613/1999 ΕλλΔνη 41.71, ΑΠ 804/1992 ΕλλΔ/νη 35.108, ΕφΘεσ 791/2005 α΄ δημ.ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2276/2003 ΕλλΔνη 2003.1405, ΕφΠειρ 544/2002, ΠειρΝομολ 2002.323). Όμως δεν υπάρχει υποχρέωση συνεισφοράς στη διατροφή όταν ο σύζυγος, στερείται παντελώς οικονομικών μέσων, οπότε ο άλλος σύζυγος είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει αυτός ολόκληρη τη διατροφή του απόρου, το μέτρο της οποίας, σύμφωνα με το άρθρο 130 εδ.β΄ του ΑΚ, προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής, που ασφαλώς περιλαμβάνουν και την οικονομική κατάσταση του υποχρέου (ΕφΠειρ 544/2002 ΠειρΝομολ 2002,323, Εφ.Πειρ. 544/2002 ΠειρΝομ 2002.23, ΕφΑθ 4454/1994 αδημ). Ωστόσο για τη θεμελίωση αυτής της αξίωσης (διατροφής) απαιτείται είτε ο δικαιούχος της διατροφής σύζυγος να διέκοψε ο ίδιος την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, όπως ρητά ορίζεται στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1391 του ΑΚ, είτε, κατ’  επέκταση, η διακοπή να προήλθε από την πλευρά του υπόχρεου για διατροφή συζύγου (ΑΠ 1217/2007, ΑΠ 613/1999, ΕφΔωδ. 169/2007 ΝΟΜΟΣ, Εφ.Α 83/2007 ΝΟΜΟΣ). Εύλογη αιτία για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης είναι οποιοδήποτε γεγονός που μπορεί να δικαιολογήσει τη διάσπαση της συμβίωσης. Ο τρόπος με τον οποίο επέρχεται η διάσπαση (εγκατάλειψη ή αποπομπή) δεν ενδιαφέρει. Η εύλογη αιτία μπορεί να οφείλεται σε υπαιτιότητα του ενός από τους συζύγους ή και σε κοινή υπαιτιότητα (ΑΠ 1031/1993 ΕΕΝ 1994-612), ΕφΛαμ 98/2009 Α΄ Δημοσίευση Νόμος, ΕφΔωδ 169/2007 Α΄ Δημοσίευση Νόμος, ΕφΠατρ 1115/2007 ΑΧΑΝΟΜ 2008 272, ΕφΘεσ 792/2005 Α΄ Δημοσίευση Νόμος). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, σε περίπτωση που η έγγαμη συμβίωση διακόπηκε, ο σύζυγος που είναι υπόχρεος σε διατροφή του άλλου, απαλλάσσεται από την υποχρέωση αυτή μόνο όταν η διάσταση επήλθε για λόγους που αποκλειστικά ανάγονται στο πρόσωπο του δικαιούχου, ο οποίος διακόπτει τη συμβίωση από ίδια πρωτοβουλία  και υπαιτιότητα παρά την αντίθετη θέληση του υπόχρεου, που επιθυμεί την εξακολούθηση της. Τέτοια, όμως, περίπτωση δεν συντρέχει όταν η διακοπή της συμβιώσεως έγινε κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων,  είτε με την πρόθεση αυτών να λύσουν συναινετικά το γάμο, είτε για άλλη αιτία, διότι  η ευθύνη της εν λόγω διακοπής βαρύνει και τον ίδιο τον υπόχρεο, που επιθυμεί την διακοπή, για την οποία υπάρχει πλέον εύλογος αιτία στο πρόσωπο του άλλου συζύγου, χωρίς τη συνδρομή περίστασης που να επιβάλλει την παύση ή τη μείωση της διατροφής αυτού (βλ. ΑΓ 662/990 ΑρχΝ 1990-649). Τέλος, ο σύζυγος, ο οποίος είναι υπόχρεος σε διατροφή και αν ακόμη αναγκάσθηκε στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής συζύγου του (ΑΠ 1207/2008 Δ 2008-1063). Στην τελευταία περίπτωση, αν το παράπτωμα τούτο συνιστά λόγω διαζυγίου, αναγόμενο σε υπαιτιότητα του δικαιούχου της διατροφής περιορίζεται η έκταση της οφειλόμενης αυτού διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρηση του (ελαττωμένη διατροφή),  μετ’ ένσταση του εναγομένου για την πληρότητα της οποίας απαιτείται αφ’ ενός η παράθεση των παραπτωμάτων του δικαιούχου συζύγου και αφ’ ετέρου αντίστοιχο αίτημα και επί πλέον προσδιορισμός, από τον ενιστάμενο σύζυγο, του ποσού της κατ’ αυτόν οφειλόμενης διατροφής (ΑΠ 528/2018, ΑΠ 873/2017, ΑΠ 1207/2008, Ο.Π, ΑΠ 132/2003, ΑΠ 1346/1995, Εφ.Αθ. 389/2019, Εφ.Αθ. 443/2019, Εφ.Αθ. 26/2018, Εφ.Αθ. 469/2018, Εφ.Πειρ. 126/2016, Εφ.Πειρ. 12/2015, ΕφΘεσσαλ 1831/2014 δημ.ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390 και 1391 του ΑΚ, η αγωγή διατροφής του ενός συζύγου κατά του άλλου, μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης τους, για να είναι ορισμένη, πρέπει να διαλαμβάνει, εκτός από την ύπαρξη νόμιμου γάμου μεταξύ των διαδίκων, τις συνθήκες της οικογενειακής τους ζωής,  όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης τους, την εύλογη, για τον ενάγοντα, αιτία της διακοπής της συμβίωσης, καθώς και τις ανάγκες του ενάγοντος, που είναι προσδιοριστικές του ύψους της διατροφής που πρέπει να του καταβάλλει ο εναγόμενος και οι οποίες, στην περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, μπορεί να είναι διαφορετικές (αυξημένες ή μειωμένες) από εκείνες  που  υπήρχαν κατά τη διάρκεια της συμβίωσης. Δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται με ακρίβεια το απαιτούμενο για την κάλυψη κάθε επιμέρους ανάγκης ποσό. Επίσης δεν είναι αναγκαίο, για να είναι ορισμένη η αγωγή, να διαλαμβάνεται σ’ αυτήν η αποτίμηση της συνεισφοράς του καθενός από του συζύγους για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, αφού η υποχρέωση για  την αντιμετώπιση  των αναγκών της οικογένειας, αφού η υποχρέωση για τη συνεισφορά αυτήν υπάρχει όσο διαρκεί η έγγαμη συμβίωση, ενώ όταν αυτή διακοπεί, αντικαθίσταται με τη χρηματική διατροφή, που προσδιορίζεται από την σύγκριση των εκατέρωθεν οικονομικών δυνατοτήτων (ΑΠ 804/1994 Δνη 27/97).

Από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486 παρ. 2, 1487, 1489 παρ. 2 και 14 93 ΑΚ, προκύπτει ότι τα ανήλικα τέκνα και αν έχουν περιουσία και εφόσον τα εισοδήματα της περιουσίας τους δεν επαρκούν για τη διατροφή τους, έχουν δικαίωμα διατροφής έναντι των δύο γονέων τους, οι οποίοι υποχρεούνται να  τα διατρέφουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του. Το μέτρο της διατροφής τους προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του τέκνου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για την ανατροφή και την εν γένει εκπαίδευση του. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβίωσης, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη επιτήρησης και εκπαίδευσης και την κατάσταση του υπόχρεου (ΑΠ 1384/2008 ΑΠ 823/2003). Κατέστησε δε ο νομοθέτης υπεύθυνους και τους δύο γονείς, ενόψει της ισότητας των δύο φύλλων και της αμοιβαίας υποχρέωσής τους, προς ανατροφή και εκπαίδευση του τέκνου. Για να καθορισθεί το ποσό της διατροφής, αξιολογούνται, κατ’ αρχήν, τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου. Καθοριστικό δε στοιχείο, είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή, οι όροι διαβίωσης του, χωρίς όμως να ικανοποιούνται οι παράλογες απαιτήσεις (ΑΠ 416/2007). Η δαπάνη για την εξυπηρέτηση στεγαστικών ή καταναλωτικών δανείων δεν προαφαιρούνται από το εισόδημα του υποχρέου αλλά λαμβάνεται υπόψη ως επί πλέον βιοτική ανάγκη (ΑΠ 120/2013, ΑΠ 837/2009). Στην  αγωγή δεν είναι απαραίτητο να γίνεται αναφορά στις οικονομικές δυνάμεις του άλλου γονέα (δηλαδή του μη εναγομένου που συνήθως είναι ο έχων την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου),  ούτε το Δικαστήριο υποχρεούται αυτεπαγγέλτως να ερευνήσει αυτές, προκειμένου να προβεί σε επιμερισμό της υποχρέωσης διατροφής του ανηλίκου μεταξύ των δύο γονέων του. Αυτές ο εναγόμενος δικαιούται να τις επικαλεσθεί κατ’ ένσταση, προκειμένου να επιτύχει τον περιορισμό της δικής του υποχρέωσης για τη διατροφή του τέκνου, κατά το ποσό του αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα και στη βάση αυτής υποχρέωση συνεισφοράς του άλλου γονέα (ΑΠ 2210/2017, ΑΠ 1156/2017, ΑΠ 1663/2014, ΑΠ 120/2013, Εφ.Αθ. 469/2018, Εφ.Αθ. 719/2018, Εφ.Αθ. 493/2018, Εφ.Δωδ. 195/2014 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχοντα στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια (τυχόν μνεία παρακάτω ορισμένων από αυτά είναι απλώς ενδεικτική, διότι κανένα από αυτά δεν παραλείφθηκε  να συνεκτιμηθεί) σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν κατά το θρησκευτικό τύπο νόμιμο γάμο στα Αμπελάκια Σαλαμίνας Αττικής στις 15.9.2007 και από το γάμο τους αυτό απέκτησαν ένα τέκνο τον ……………, που γεννήθηκε στις 12-4-2008. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλά, καθόσον ο εναγόμενος σταδιακά και εντονότερα τα τελευταία τουλάχιστον δύο έτη πριν την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, επεδείκνυε έναντι της συζύγου του – ενάγουσας με πράξεις και παραλείψεις του συμπεριφορά που συνιστά παράβαση της υποχρέωσης για συμβίωση (ΑΚ 1388), που εκδηλώνονταν συχνά και ενώπιον του ανηλίκου τέκνου τους, με ύβρεις, χρήση ψυχολογικής βίας, βίαιες αντιδράσεις, έλλειψη του προσήκοντος σεβασμού, αδιαφορίας για το πρόσωπο της συζύγου του και των αναγκών διαβιώσεώς της και επιπλέον επεδείκνυε, σε συνδυασμό με την ανωτέρω αντισυζυγική συμπεριφορά, συστηματικά συμπεριφορά που συνιστά παράβαση της αμοιβαίας υποχρέωση διατροφής της συζύγου του – ενάγουσας, όπως ψυχαγωγία, ένδυση, καλλωπισμό, συμμετοχή της στην κοινωνική ζωή, ή ό,τι άλλο είναι αναγκαίο για να ζήσει κανείς (ΑΚ 1390, βλ. Καράκωστας Αστ.Κωδ. άρθρα 1389-1390 αρ. 50), την οποία ήταν σε θέση να προσφέρει ο εναγόμενος στη συγκεκριμένη περίπτωση, βάσει της οικονομικής κατάστασης της οικογένειας, του επιπέδου ζωής και της επαγγελματικής κατάστασης αυτού (εναγομένου). Περί των ανωτέρω κατέθεσε μετά λόγου γνώσεως η μάρτυρας της ενάγουσας, μητέρα της, η οποία διαμένει στην ιδία πολυκατοικία στην οποία βρίσκονταν η συζυγική οικία. Μέσα σε αυτό το κλίμα εντάσεως, οξύτητας και συνεχών διαπληκτισμών και παρά την επιβαλλόμενη υπομονή της ενάγουσας, ως συζύγου, η έγγαμη συμβίωσή τους διακόπηκε οριστικά με την αποχώρηση του εναγομένου από τη συζυγική οικία στις 29.5.2017 και την εγκατάστασή του στην οικία που διαμένει η μητέρα του με πρόθεση οριστικής διάσπασης της συμβίωσης. Από τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, προκύπτει ότι η διάσπαση της έγγαμης συμβιώσεως των διαδίκων οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του εναγομένου, που την προκάλεσε με την ανωτέρω συμπεριφορά του, που είναι αντίθετη στις αρχές της ισότητας, συντροφικότητας, συμβιώσεως, συνεννόησης, συμπαράστασης και ενδιαφέροντος για τις ανάγκες της συζύγου του. Επίσης η συστηματική αποφυγή της εκπλήρωσης της υποχρέωσης αυτού κάλυψης όλων των βιοτικών αναγκών και διατροφής της συζύγου του (ΑΚ 1390 εδ.α΄) την οποία ήταν σε θέση, ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων, να παράσχει, έθιξε την οικονομική ισορροπία, συμπεριφορά η οποία συνδεόμενη άμεσα και αιτιωδώς και με όλες τις ανωτέρω ενέργειες αυτού (εναγομένου), και οι οποίες αντίκειται στο περιεχόμενο της συμβίωσης. Υπαιτιότητα της ενάγουσας ή συνυπαιτιότητα της στη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης δεν αποδείχθηκε, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο εναγόμενος ήδη εκκαλών, καθόσον τα ανωτέρω αναφερόμενα περιστατικά αντισυζυγικής συμπεριφορά αυτού (εναγομένου) δεν αναιρούνται ούτε από την κατάθεση του μάρτυρά του, ο οποίος ουδέν κατέθεσε περί αυτών (ανωτέρω περιστατικών αντισυζυγικής συμπεριφοράς). Από την συνεκτίμηση  όλων των ανωτέρω αποδεικτικών στοιχείων δεν αποδείχθηκε ότι η αυτή (ενάγουσα) πάσχει από διαρκή προβλήματα ψυχικής υγείας – συναισθηματικών μεταβολών τα οποία να επέφεραν είτε να ήταν ικανά να επιφέρουν κλονισμό της έγγαμης σχέσης, ούτε συγκεκριμένες ενέργειες από τις οποίες επίσης να προκύπτει ότι οι σχέσεις της ενάγουσας με τον οικογενειακό φίλο «…………» αποτελούν είτε παράβαση της υποχρέωσης πίστης είτε παράβαση της υποχρέωσης για συγκατοίκηση είτε ότι συντέλεσαν σε διατάραξη του συζυγικού βίου. Επομένως έσφαλε η εκκαλούμενη απόφαση που δέχθηκε συνυπαιτιότητα της ενάγουσας (ως προς το δεύτερο ως άνω περιστατικό που αφορά τον οικογενειακό φίλο) στην διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης και επιδίκασε σε αυτή μειωμένη διατροφή και πρέπει να γίνει δεκτός ως κατ’ ουσίαν βάσιμος ο συναφής λόγος αντεφέσεως της ενάγουσας – αντεκκαλούσας, και να απορριφθεί ο σχετικός (πρώτος) λόγος της υπό κρίση εφέσεως (περί αποκλειστικής υπαιτιότητας της ενάγουσας με την επίκληση των ανωτέρω περιστατικών) ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, καθόσον δεν επαναφέρει με λόγο έφεσης την ένσταση ελαττωμένης διατροφής, την οποία είχε προβάλει στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα περιστατικά, η έγγαμη σχέση των διαδίκων διακόπηκε από εύλογη για την ενάγουσα αιτία και κατά συνέπεια, δικαιούται έναντι του εναγομένου, πλήρους διατροφής σε χρήμα, εάν βεβαίως συντρέχουν και οι λοιπές, εξεταζόμενες κατωτέρω, προϋποθέσεις, ήτοι της αδυναμίας της να εξασφαλίσει τη διατροφή της από δικούς της πόρους και της υπό καθεστώς εγγάμου συμβιώσεως συμμετοχής της στο εισόδημα του εναγομένου-συζύγου της. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών απασχολείται στην εταιρεία «……………» από 1/5/2014 συνεχώς έως και σήμερα με την ειδικότητα του μηχανικού πλοίων-εφαρμοστή. Κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (από την 26.1.2018 και εντεύθεν, χρόνος επιδόσεως της από 22.1.2018 αγωγής της ενάγουσας), οι καθαρές ετήσιες αποδοχές του ανέρχονταν σε 17.054,72 ευρώ και οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονται σε 1420 ευρώ. Επιπλέον αυτός (εναγόμενος) παρέχει τις υπηρεσίες του τακτικά, με την ως άνω ειδικότητά του, για τι επισκευές πλοίων που βρίσκονται εν πλω ή ελλιμενισμένα στην αλλοδαπή, έναντι αμοιβής, την οποία καταχωρούσε ιδιογράφως σε τηρούμενα από αυτόν ημερολόγια, των οποίων δεν αμφισβητείται η γνησιότητα από αυτόν (εναγόμενος) (βλ.προσκομιζόμενα  ημερολόγια ετών 2012, 2013, 2014, 2015) ούτε ως προς την γραφή ούτε ως προς το περιεχόμενό τους (ΚΠολΔ 443, 445). Από τα ως άνω συνταγμένα από τον ίδιο ιδιόχειρα ημερολόγια (στα οποία αναγράφει τον χρόνο και τα χρηματικά ποσά που ελάμβανε, τον τόπο παροχής της υπηρεσίας του, την προέλευση της αμοιβής του ως αντάλλαγμα της εργασίας του) σε συνδυασμό και συνεκτίμηση με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, όπως συχνά ταξίδια στο εξωτερικό, ενδεικτικά Ντουμπάϊ, Νότιος Αφρική, Κίνα, τα οποία δεν δικαιολογούνταν ως ταξίδια αναψυχής ατομικά ή οικογενειακά, την εκπλήρωση από τον ίδιο ατομικά όλων των οικογενειακών αναγκών και δαπανών και των λοιπών οικονομικών υποχρεώσεων του ιδίου από την αρχή της έγγαμης συμβίωσης έως και τον χρόνο διασπάσεως αυτής, συνάγεται ότι αυτός (εναγόμενος) και κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα συνεχίζει να παρέχει τις ως άνω υπηρεσίες του τακτικά ως πρόσθετη εργασιακή απασχόληση με αντάλλαγμα την αμοιβή του και με μηνιαίες αποδοχές ανερχόμενες σε 3.000 ευρώ τουλάχιστον. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει ο σχετικός λόγος της υπό κρίση εφέσεως (τρίτος) να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Κατά συνέπεια, οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονται σε (1420 + 3.000) 4.420 ευρώ. Ο εναγόμενος είναι αποκλειστικά κύριος ενός διαμερίσματος από την εκμίσθωση του οποίου αποκερδαίνει τριακόσια (300) ευρώ μηνιαίως, την κυριότητα του οποίου έχει αποκτήσει με δάνειο από την τράπεζα «ALPHA BANK», στην οποία καταβάλει, όπως δεν αμφισβητείται κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα τοκοχρεωλυτικές μηνιαίες δόσεις ποσού 428 ευρώ, οι οποίες (δόσεις δανείου) δεν προαφαιρούνται από τα εισοδήματά του, απλά λαμβάνεται υπόψη ως στοιχείο προσδιοριστικό της αξίας της περιουσίας του, η οποία μειώνεται κατά το αντίστοιχο ποσό, καθώς και ως στοιχείο προσδιοριστικό των συνθηκών διαβίωσής του και ως επιπλέον βιοτική του ανάγκη. Λοιπές υποχρεώσεις (χρέη ληξιπρόθεσμα και απαιτητά, πέραν της αποπληρωμής εισφορών προς τον ΟΑΕΕ μέχρι τον Φεβρουάριο 2018 ποσού 681,91 ευρώ) δεν αποδείχθηκε ότι βαρύνουν τον υπόχρεο εναγόμενο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ζητείται η διατροφή. Κατά τα λοιπά οι δαπάνες διαβιώσεώς του είναι οι συνήθεις ανδρών αντίστοιχης με αυτόν ηλικίας και οικονομικής κατάστασης. Έχει επίσης στην κυριότητά του ΙΧΕ αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής «ALFA ROMEO 156» κυλινδρισμού 1.600κ.εκ., και δύο μοτοσυκλέτες, που χρησιμοποιεί για τις μετακινήσεις του. Μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, ο εναγόμενος φιλοξενείται στην οικία της μητέρας του και συνεπώς επιβαρύνεται αναλογικά μόνο με τις λειτουργικές δαπάνες της εν λόγω οικίας. Άλλη περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει ο εναγόμενος, ο οποίος δεν βαρύνεται κατά νόμο με τη διατροφή άλλων προσώπων πλην της ενάγουσας-συζύγου του και του ανηλίκου υιού του. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, η οποία γεννήθηκε το έτος 1971, δεν εργάζεται, καθώς από την αρχή της έγγαμης συμβίωσης προσέφερε τις προσωπικές υπηρεσίες της στην οικογενειακή τους στέγη για την  ικανοποίηση των οικογενειακών αναγκών, δεν έχει σταθερά εισοδήματα και μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης έχει εγγραφεί στο μητρώο ανέργων του Ο.Α.Ε.Δ. Η ενάγουσα, όπως δέχθηκε και η προσβαλλόμενη, χωρίς να προσβάλλεται με λόγω της έφεσης ή της αντέφεσης, ενόψει της ηλικίας της, της καταστάσεως της υγείας της, της προϋπηρεσίας της ως πωλήτριας πριν την τέλεση του γάμου της με τον εναγόμενο, και των προσωπικών περιστάσεων, δύναται να εξεύρει εργασία, ώστε να εξασφαλίσει το ποσό των 400 ευρώ μηνιαίως, έτσι ώστε να αποκτήσει σταθερό εισόδημα. Έχει την ψιλή κυριότητα διαμερίσματος επιφανείας μ.τ 80 το οποίο αποτελούσε την οικογενειακή στέγη και στο οποίο διαμένει με τον ανήλικο υιό της, χωρίς να επιβαρύνεται με δαπάνη μηνιαίου μισθώματος πλην των λειτουργικών δαπανών της εν λόγω οικίας (ηλεκτρικό ρεύμα, ύδρευση, θέρμανση κλπ), κατά το μέρος που της αναλογούν. Έχει στην κυριότητά της Ι.Χ.Ε επιβατικό αυτοκίνητο μάρκας «FIAT SEICENTO» μοντέλο 2006, το οποίο χρησιμοποιεί για τις μετακινήσεις της και επιβαρύνεται με τις συνήθεις δαπάνες λειτουργίας και συντήρησής του. Κατά τα λοιπά οι δαπάνες διαβιώσεώς της είναι οι συνήθεις γυναικών, αντίστοιχης με αυτήν ηλικίας και οικονομικής καταστάσεως. Άλλη περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει η ενάγουσα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, η ενάγουσα προσέφερε τις προσωπικές της υπηρεσίες στην οικογενειακή τους στέγη για την ικανοποίηση των οικογενειακών αναγκών και ο εναγόμενος συνεισέφερε τις εισοδήματά του από την εργασία του. Με τα δεδομένα αυτά η ενάγουσα, η οποία, κατά τα ανωτέρω, αφίσταται της έγγαμης συμβίωσης και αδυνατεί να διατρέφει τον εαυτόν της, δικαιούται διατροφής έναντι του εναγομένου, αφού και από τις συνθήκες της έγγαμης συμβίωσης είτε τέτοιο δικαίωμα. Ενόψει των παραπάνω πραγματικών περιστατικών και με βάση τις ανάγκες ζωής της (ενάγουσας), όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στο πλαίσιο της συμβίωσης καθώς και τις νέες προσωπικές της ανάγκες από τη χωριστή διαβίωση, η διατροφή της (ενάγουσας) πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Το προαναφερόμενο ποσό είναι αναγκαίο για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της, στις οποίες περιλαμβάνονται οι ανάγκες ένδυσης, ψυχαγωγίας, συμμετοχής στη κοινωνική ζωή, λειτουργικές δαπάνες οικίας (θέρμανση, ύδρευση, ηλεκτρικό ρεύμα), το οποίο αποτελεί την αναλογία, την οποία ο εναγόμενος ήταν υποχρεωμένος να συνεισφέρει και αντίστοιχα θα απολάμβανε η ενάγουσα στα πλαίσια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, δηλαδή τη διαφορά μεταξύ των συνεισφορών των διαδίκων που δικαιούται να αξιώσει μετά τη διακοπή της συμβίωσης, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην ως άνω νομική σκέψη. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που επιδίκασε στην ενάγουσα ως μηνιαία διατροφή της το ποσό των 150 ευρώ, έσφαλε στην κρίση του και δεν εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της αντέφεσης της ενάγουσας – αντεκκαλούσας ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμο. Περαιτέρω, το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, …………….., την επιμέλεια του προσώπου του οποίου ασκεί, όπως προαναφέρεται, η μητέρα του με την υπ’ αρ. 4134/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (η οποία δεν πλήττεται ως προς το κεφάλαιο αυτό με λόγο έφεσης), αδυνατεί να διαθρέψει τον εαυτό του, αφού δεν έχει δική του περιουσία, ούτε εισοδήματα από οποιαδήποτε άλλη πηγή και επιπλέον, δεν έχει τη δυνατότητα, λόγω της ηλικίας του και των αναγκών της εκπαιδεύσεως του να εργαστεί. Ως εκ τούτου κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, έχει αξίωση διατροφής και από τους δύο γονείς του, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητές τους (άρθ. 1489 εδ.β΄Α.Κ). Το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, …………………, ηλικίας δέκα (10) ετών, κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αγωγής, ήταν μαθητής της Δ΄ τάξης δημόσιου Δημοτικού σχολείου. Παρακολουθεί μαθήματα κατ’ οίκον εκμαθήσεως Αγγλικής και Γαλλικής γλώσσας με μηνιαία δαπάνη (60+40) 100 ευρώ, πλέον της δαπάνης αγοράς αντίστοιχων ξενόγλωσσων βιβλίων, καθώς και ενισχυτική διδασκαλία έναντι μηνιαίας δαπάνης ποσού πενήντα (50) ευρώ. Επίσης, παρακολουθεί μαθήματα ενόργανης γυμναστικής στο Γυμναστικό Όμιλο Νίκαιας «……», με μηνιαία δαπάνη ποσού 35 ευρώ, πλέον της δαπάνης αγοράς συναφών ειδών ένδυσης, υπόδησης, καθώς και μετακίνησης από και προς Σαλαμίνα. Το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, όπως προεκτέθηκε, διαμένει με τη μητέρα του στην προαναφερόμενη πρώην οικογενειακή στέγη ψιλής κυριότητας της μητέρας του, και ως εκ τούτου δεν βαρύνεται με δαπάνες μισθώματος κατοικίας, εκτός από τη συμμετοχή στα λειτουργικά έξοδα της κατοικίας τους κατά το μέρος που του αναλογεί. Οι λοιπές δαπάνες διαβιώσεώς του, όπως τροφής, ενδύσεως, υποδύσεως, ψυχαγωγία, ανατροφής, εκπαιδεύσεως, παραθερισμού και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης είναι οι συνήθεις δαπάνες διαβιώσεως τέκνων της ιδίας ηλικίας και περιουσιακής καταστάσεως των γονέων του. Με βάση επομένως τις ως άνω οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων και τις εν γένει περιστάσεις, η κατά μήνα διατροφή του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ανέρχεται σε εξακόσια (600) ευρώ. Το ποσό αυτό είναι ανάλογο με τις ανάγκες του, όπως προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του (ηλικία, τόπος κατοικίας, ανάγκες εκπαίδευσης, οικονομικές δυνατότητες των γονέων, ΑΠ 541/2015, ΑΠ 839/2009) και ανταποκρίνονται στα απαραίτητα έξοδα για τη συντήρηση, τη διατροφή, την ψυχαγωγία, την εκπαίδευση, την αναλογία συμμετοχής του στις λειτουργικές δαπάνες της κατοικίας που διαμένει, τον παραθερισμό, την ιατροφαρμακευτική του περίθαλψη. Στο ποσό αυτό συνυπολογίζεται και η προσφορά της προσωπικής εργασίας και απασχολήσεως της ενάγουσας για την περιποίηση και φροντίδα του, καθώς και η παροχή στέγης που αποτιμάται σε χρήμα. Από το παραπάνω ποσό, ο εναγόμενος ήδη εκκαλών-αντεκκαλούμενος, κατόπιν συνεκτιμήσεως όλων των ανωτέρω και σύμφωνα με τις οικονομικές του δυνατότητες, είναι σε θέση να καταβάλλει για το επίδικο χρονικό διάστημα στην ενάγουσα για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου του ………………., ως τακτική μηνιαία διατροφή, την πρώτη ημέρα κάθε μήνα, το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ. Το ποσό αυτό δύναται και οφείλει να καταβάλει ο εναγόμενος, ως συμμετοχή του και μέρος της ανάλογης διατροφής του ανηλίκου τέκνου του, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, με μέτρο τις ανάγκες του τέκνου του, και λαμβανομένων υπόψη των προσωπικών του εξόδων και μέρος των λειτουργικών δαπανών της οικίας που διαμένει, χωρίς να διακινδυνεύει η δική του διατροφή. Το υπόλοιπο ποσό της δικαιούμενης διατροφή του ανηλίκου οφείλει να το καλύψει η ενάγουσα. Ο επιμερισμός αυτός μεταξύ των γονέων του, γίνεται αυτεπαγγέλτως από το  Δικαστήριο σύμφωνα προς τα εκατέρωθεν αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά καθώς η επίκληση διαφορετικής αναλογίας συμμετοχής στις ανάγκες διατροφής του ανηλίκου από την επικαλούμενη στην αγωγή συνιστά άρνηση και όχι ένσταση (Εφ.Πειρ. 476/2016, Εφ.Πειρ. 749/2014, Εφ.Αθ. 856/2020). Επιπλέον, στη μηνιαία διατροφή περιλαμβάνονται όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του δικαιούχου (ΑΚ 1493) με αντικειμενικό σκοπό της, να καλύψει διαρκείς ανάγκες (ΑΚ 1496) επιβίωσης του δικαιούχου, οι οποίες κατανέμονται σε μηνιαία βάση ανεξαρτήτως του χρόνου πραγματοποίησής τους όπως π.χ δαπάνη θέρμανσης, εξωσχολικών δραστηριοτήτων, δαπάνες διακοπών. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ομοίως, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε το νόμο, και συνεπώς ο σχετικός λόγος        (δεύτερος) της υπό κρίση εφέσεως και της υπό κρίση αντεφέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα και αντεφέσεως προς έρευνα, πρέπει: Α)να απορριφθεί η από 28.11.2018 (αριθ.καταθ. ……./2018) έφεση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να δικασθεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του στα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντα βαθμού δικαιοδοσίας,(άρθρ. 183, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό, Β)Να γίνει δεκτή η από 14.10.2019 (αριθ.καταθ. ………../2019) αντέφεση ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, ακολούθως να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, ως προς τη διάταξη που αφορά τη διατροφή της ενάγουσας ατομικά για την ιδία και κατά την διάταξη της περί τοκογονίας, που δεν προσβάλλεται με λόγο αντέφεσης, ούτε κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της (άρθ. 535 παρ. 1, ΑΠ 1449/2014 δημ.ΝΟΜΟΣ), λόγω του ότι επιβάλλεται για την ενότητα της εκτέλεσης, η οποία θα επιτευχθεί μόνο με την εκτέλεση της παρούσας απόφασης (Εφ.Πειρ. 476/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αναγκαίως δεν και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή και, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ ουσίαν (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), η ένδικη από 22.1.2018 (αριθ.καταθ. ………./2018) αγωγή, να γίνει δεκτή ως εν μέρει βάσιμη κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει ως συνεισφορά στη διατροφή της ενάγουσας συζύγου του, το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ μηνιαία, για το χρονικό διάστημα τρών (3) ετών από την επίδοση της παρούσας αγωγής, προκαταβλητέα την πρώτη ημέρα κάθε μήνα, τούτο δε με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε δόσης μέχρι την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν κατά ένα μέρος, ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας καθενός από αυτούς και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, της από 22.1.2018 αγωγής στον εναγόμενο, λόγω της εν μέρει ήττας του (άρθ. 178 παρ. 1, 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την  Α)από 28.11.2018 (αριθ.καταθ. ………../5.12.2018) έφεση και Β) από 14.10.2019 (αριθ.καταθ. ………../2019) αντέφεση.

Α)Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 28.11.2018 (αριθ.καταθ. ………../2018) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 4134/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στη δικαστική δαπάνη της εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας και την ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.

Β)Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 14.10.2019 (αριθ.καταθ. …………../2019) αντέφεση κατά της υπ’ αριθ. 4134/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση, ως προς τη διάταξη που αφορά τη διατροφή της ενάγουσας ατομικά για την ιδία.

Κρατεί την υπόθεση και τη δικάζει κατ’ ουσίαν.

Δέχεται κατά ένα μέρος την από 22.1.2018 (αριθ.καταθ. ………../2018) αγωγή, ως προς το αίτημα της επιδικάσεως διατροφής στην ενάγουσα ατομικά για την ιδία.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα, την πρώτη ημέρα κάθε μήνα, ως μηνιαία διατροφή της, το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ, για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών από την επίδοση της από 22.1.2018 αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση της πληρωμής κάθε δόσης μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει τον εναγόμενο-αντεκκαλούμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – αντεκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  9 Οκτωβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ