Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 571/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης    571 /2020

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οπως προκύπτει από τις με αριθμούς …….. εκθέσεις επίδοσης που συνέταξαν  η Δικαστική επιμελήτρια της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, …….., (πρώτη και τρίτη έκθεση επίδοσης) και ο  Δικαστικός Επιμελητής της περιφέρειας του Εφετείου Δωδεκανήσου, ………, τις λοιπές, ακριβές αντίγραφο της ακσηθείσας ανακοίνωσης δίκης, με κλήση να παραστούν στη συζήτηση της υπόθεσης κατά τη δικάσιμο που στην αρχή της παρούσας αναφέρεται επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους καθών η ανακοίνωση δίκης, οι οποίοι δεν εκπροσσωπήθηκαν απο πληρεξούσιο δικηγόρο.                Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εισάγονται τα ακόλουθα δικόγραφα: α) από 29.5.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2018 κλήση, με την οποία επαναφέρεται προς επανάληψη συζήτησης, μετά από βίαιη διακοπή της δίκης λόγω θανάτου του εκκαλούντος, η από 11.7.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2017 έφεση αυτού και β) από 12.7.2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2019 ανακοίνωση δίκης, τα οποία πρέπει να συνεκδιαστούν λόγω της συνάφειας αυτών και επειδή από την ένωσή τους επιταχύνεται η  διεξαγωγή της δίκης και μειώνονται τα έξοδα αυτής. (άρθρα 246, 524 ΚΠολΔ).    Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α`, 287, 291 §§ 1 και 2 και 292 KΠολΔ  σε συνδυασμό και με αυτές των άρθρων 1846 και 1847 ΑΚ,  προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται, εκτός από άλλες περιπτώσεις, και σε πρίπτωση που πεθάνει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής προς τον αντίδικο με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξης από εκείνον που έχει το δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και από εκείνον που μέχρι τη στιγμή της επέλευσης του θανάτου ήταν πληρεξούσιος του θανόντα διαδίκου. Ο αντίδικος εκείνου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης (και ο ομόδικος του), μπορεί να προκαλέσει την επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί, προσκαλώντας τον τελευταίο για το σκοπό αυτό με κοινοποίηση δικογράφου, ενώ μπορεί να του γνωστοποιήσει την πρόσκληση και πριν από τη γνωστοποίηση του γεγονότος που προκάλεσε τη διακοπή (θανάτου), θεωρώντας ότι αυτή επήλθε, οπότε, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η δίκη επαναλαμβάνεται αυτοδικαίως τριάντα ημέρες μετά την κοινοποίηση της πρόσκλησης (ΑΠ 392/2009). Ως διάδικος υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης στην περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου νοείται μόνον ο καθολικός του διάδοχος (κληρονόμος του), ενώ παθητικώς ομόδικος των λοιπών συγκληρονόμων είναι και ο κληρονόμος επί δήλου πράγματος κατά το λόγο της αξίας του δήλου ο οποίος, όμως, δεν μπορεί να κληθεί για επανάληψη της διακοπείσας δίκης πριν περάσει η τετράμηνη προθεσμία της αποποίησης ή πριν χάσει με οποιονδήποτε άλλον τρόπο το δικαίωμα της αποποίησης, διαφορετικά απορρίπτεται η κλήση προς συζήτηση (ΑΠ 783/2010). Και αυτά ανεξάρτητα από το εάν, κατά την κρίση του επισπεύδοντα (προσκαλούντα), ο κληρονόμος του αρχικού διαδίκου του, έχει ή όχι έννομο συμφέρον να συνεχίσει τη δίκη, εφόσον γι` αυτό θα αποφανθεί το δικαστήριο μετά από ακρόαση και του τελευταίου. Η πρόσκληση, εξάλλου, προς αναγκαστική επανάληψη της δίκης γίνεται όχι μόνο με κοινοποίηση δικογράφου που περιέχει τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 118  KΠολΔ  στοιχεία και κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η διακοπείσα δίκη, αλλά και με οποιοδήποτε άλλο αυτοτελές δικόγραφο, όπως λ.χ. με την κλήση προς περαιτέρω συζήτηση της υπόθεσης (ΑΠ 1314/2010, ΑΠ 72/2009).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1710 επ., 1714, 1716, 1721, 1967 επ. ΑΚ, προκύπτει ότι κληροδοσία αποτελεί κάθε νόμιμη και δυνατή παροχή ειδικών αντικειμένων προς τρίτο, που γίνεται με διάταξη διαθήκης του κληρονομούμενου και η οποία μπορεί να αφορά ακόμη και σε αναγνώριση ή εξασφάλιση δικαιώματος του τρίτου, ή σε παροχή κάποιας απαίτησης ή και όλων των απαιτήσεων του κληρονομούμενου, ή σε απαλλαγή από χρέος του τρίτου έναντι του διαθέτη, εφόσον αφενός δεν συνάγεται ότι πρόκειται για εγκατάσταση σε δήλα πράγματα (1800 § 2  ΑΚ)  και αφετέρου η παροχή αυτή δεν αφορά ολόκληρη την κληρονομιά ή ποσοστό αυτής. Ο κατά το άρθρο 1714 ΑΚ  αρνητικός ορισμός της έννοιας της κληροδοσίας, ήτοι, «ο κληρονομούμενος μπορεί με διαθήκη να προσπορίσει σε άλλον περιουσιακή ωφέλεια, χωρίς να τον εγκαταστήσει κληρονόμο (κληροδοσία)», είναι σκόπιμος, προκειμένου να καταστεί σαφές το κοινό στοιχείο όλων των ειδών κληροδοσιών, που είναι, ότι ο κληροδόχος δεν αποκτά μερίδα από την κληρονομιά και έτσι δεν εγκαθίσταται ως κληρονόμος, δηλαδή δεν γίνεται καθολικός διάδοχος αλλά παραμένει πάντα ειδικός διάδοχος ως προς τα ειδικά αντικείμενα της κληροδοσίας και συνακόλουθα δεν ευθύνεται για τα χρέη της. Από την ίδια διάταξη προκύπτει ότι η με τη διαθήκη σύσταση της κληροδοσίας έχει την έννοια, ότι ο διαθέτης αφήνει σε κάποιον ορισμένο αντικείμενο της κληρονομιαίας περιουσίας του, χωρίς ωστόσο να τον θέλει καθολικό διάδοχο. Ειδικότερα, αντικείμενο της κληροδοσίας είναι δυνατό να είναι κάθε περιουσιακή ωφέλεια χωρίς αντάλλαγμα ή και με αντάλλαγμα και γενικότερα κάθε παροχή αποτιμητή σε χρήμα ή και μη αποτιμητή. Το κριτήριο διάκρισης ανάμεσα στον εγκατάστατο σε δήλο πράγμα κληρονόμο και στον κληροδόχο είναι το περιεχόμενο της βούλησης του διαθέτη και συγκεκριμένα αν ο τελευταίος ήθελε τον τιμώμενο καθολικό ή ειδικό διάδοχο του. Σε αμφισβητούμενες περιπτώσεις, ισχύει ο ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 1800 ΑΚ, κατά τον οποίο, αν ο διαθέτης άφησε στον τιμώμενο ολόκληρη την περιουσία του ή ποσοστό αυτής, ο τιμώμενος θεωρείται ότι έχει εγκατασταθεί ως κληρονόμος, ακόμη και αν δεν ονομάστηκε κληρονόμος ενώ αν έχουν αφεθεί μόνο ειδικά αντικείμενα στον τιμώμενο, σε περίπτωση αμφιβολίας, θεωρείται κληροδόχος, ακόμη και αν ονομάστηκε κληρονόμος. Σημαντικό ερμηνευτικό κριτήριο της διάκρισης ανάμεσα στον εγκατάστατο σε δήλο και στον κληροδόχο είναι η σπουδαιότητα που έχει το ειδικό αντικείμενο σε σύγκριση με τα άλλα στοιχεία της κληρονομιάς. Αν πρόκειται για το πιο αξιόλογο περιουσιακό στοιχείο του διαθέτη, μάλλον θα συνάγεται βούληση εγκατάστασης κληρονόμου. Εξάλλου, η διαθήκη χρειάζεται ερμηνεία, όταν δεν είναι πλήρως σαφής, αλλά εμφανίζει σημεία ασαφή και αμφίβολα, που είναι δεκτικά αποσαφήνισης με ερμηνεία. Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 ΑΚ,  στην ερμηνεία των διαθηκών αναζητείται χωρίς προσήλωση στις λέξεις, η αληθινή βούληση του διαθέτη, με σκοπό την υποκειμενική άποψη αυτού μόνο, αδιάφορα από την αντικειμενική έννοια με την οποία αντιλαμβάνονται τη δήλωση οι τρίτοι κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, δηλαδή σύμφωνα με το άρθρο 200 ΑΚ,  το οποίο δεν εφαρμόζεται κατά την ερμηνεία των διαθηκών. Σχετικά πρέπει να ληφθούν υπόψη η εποχή που συντάχθηκε η διαθήκη, το κοινωνικό περιβάλλον του διαθέτη, οι προσωπικές συνήθειές του, η πνευματική και κοινωνική του ανάπτυξη, η παιδεία του κλπ, ενώ συγχωρείται η αναζήτηση ακόμη και της εικαζόμενης βούλησής του. Η αναζητούμενη, με την ερμηνεία, αληθινή βούληση του διαθέτη θα πρέπει να βρίσκει κάποιο, έστω και έμμεσο, στήριγμα στο ίδιο το κείμενο της διαθήκης, γιατί αλλιώς θα παραβιάζονταν οι διατάξεις για τον τύπο των διαθηκών, ενώ θα υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος να αλλοιωθεί πλήρως η βούληση του διαθέτη με τη βοήθεια ψευδομαρτύρων. Με την παραπάνω προϋπόθεση, επιτρέπεται κατά την αναζήτηση της αληθινής βούλησης του διαθέτη η προσφυγή και σε όλα τα προσιτά γεγονότα ή στοιχεία που βρίσκονται έξω από τη διαθήκη, λ. χ. έγγραφα, συνομιλίες ή άλλες εκδηλώσεις του διαθέτη, οι σχέσεις του με ορισμένα πρόσωπα κλπ, χωρίς να χρειάζεται να αναφέρονται, έστω και υπαινικτικά, στο κείμενο της διαθήκης.

Η καλούσα – εφεσίβλητη με την από 29.5.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../2018 κλήση, επαναφέρει προς συζήτηση,την από 11.7.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2017 έφεση που άσκησε ο αρχικός εναγόμενος ……….., κατά της με αριθμό 3264/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μετά από βίαιη διακοπή της δίκης που επήλθε λόγο θανάτου του εκκαλούντος την 10.11.2017, την οποία συνεχίζει σε βάρος της εκ διαθήκης κληρονόμου –συζύγου του θανόντος ………… Η τελευταία με τις προτάσεις που κατέθέσε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, ισχυρίζεται οτι πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης επειδή με αυτήν δεν επαναλήφθηκε η δίκη και προς τους συγκληρονόμους- αναγκαίους ομοδίκους της. Ισχυρίζεται συγκεκριμένα, οτι με την ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος, που δημοσιεύθηκε με το με αριθμό ……./2017 πρακτικό δημοσίευσης διαθήκς του Ειρηνοδίκη Καλλιθέας, ο τελευταίος εγκατέστησε κληρονόμους του σε δήλα πράγματα με αντίστοιχη συμμετοχή τους και στα χρέη της κληρονομίας τους, προς ων η ανακοίνωση δίκης, οι οποίοι δεν αποποιήθηκαν την κληρονομία. Ο παραπάνω ισχυρισμός είναι νόμιμος βασιζόμενος στις διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι τα οποία είναι πρόσφορα για την εκτίμηση του ως άνω ισχυρισμού αποδείχθηκε οτι: Ο αρχικός εναγόμενος-εκκαλών απεβίωσε την 10.11.2017, όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτοκόλλου ………./2019 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου που συνέταξε ο Ληξίαρχος Χολαργού. Ο θανών, την  20.3.2011 είχε συνταξει την με αυτή ημερομηνία ιδιόγραφη διαθήκη του, η οποία δημοσιεύθηκε με το με αριθμό ……../2017 πρακτικό του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας. Εκτός της διαθήκης αυτής, το περιεχόμενο της οποίας θα εκτεθεί κατωτέρω, δεν έχει δημοσιευθεί άλλη διαθήκη του αποβιώσαντος. Με την δημοσιευθείσα διαθήκη του, διατηρούμενης της ορθογραφίας του κειμένου, ο αποβιώσας όριζε τα ακόλουθα « Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ Ο κάτωθι υπογεγραμμένος ……….., εκ Κω Δωδεκανήσου έχω σώας τας φρένας και επιθυμώ να τακτοποιήσω την τύχη των περιουσιακών μου στοιχείων μετά του θανάτου μου ορίζω, σήμερα 20 Μαρτίου 2011, στην Κηφισιά …. , όπου διαμένω, τα κάτωθι και επιθυμώ να τα σεβαστούν οι κληρονόμοι μου. Στην πολυαγαπημένη μου σύζυγο ……., αφήνω όλη μου την περιουσία κινητή και ακίνητη λόγω ιδιαίτερης ευγνωμοσύνης και αγάπης. Πέραν τούτου σε σειρά περιπτώσεων άνευ αυτής και όσων έπραξε για να με σώζει με κίνδυνο της ίδιας αυτής ζωής θα είχα προ πολλού χάσει τη ζωή μου. Εντέλλω τους λοιπούς κληρονόμους μου να σεβαστούν απόλυτα αυτή μου την επιθυμία. Η  μόνη εξαίρεση είναι η ακόλουθη: Τυγχάνω μέτοχος της εταιρείας …………. , ιδιοκτήτριας του ξενοδοχείου ………., και έχω το 37,5 % των μετοχών του εκ 1.160.000.000 μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας αυτής. Στην σύζυγό μου ….. αφήνω το 30% αυτού.  Το υπόλοιπο 7,5% να μοιρασθεί σε ίσα μερίδια εις τα ανήψια μου ……… καθώς και στον βαπτιστικό μου ……. Η πολυαγαπημένη μου σύζυγος …….. μπορεί να χαρίσει βιβλία της βιβλιοθήκης μοτ είτε στην ανεψιά μου ………. είτε στην Δημοτική Βιβλιοθήκη Κω στον καθηγητή ………., ή όπου κρίνει εκείνη. Κηφισιά , 20 Μαρτίου 2011. Ο διαθέτης. (ακολουθεί υπογραφή) ……… ……….-Κηφισιά. ΥΓ. Στους δυο πολυαγαπημένους μου προγονούς αφήνω την ευχή μου να αγαπούν πάντα αλλήλους και να προσέχουν τη μητέρα τους, όπως πάντα. Στα ανήψια μου αφήνω επίσης τις ανάλογες ευχές μου. Στην αγαπημένη μου συνεργάτιδα ……… να δοθούν δυο πίνακες –γκραβούρες από το χώρο του γραφείου μου μαζί με τις ευχαριστίες μου, για τη μακρά γόνιμη συνεργασία μας και θερμές ευχές για το μέλλον της. Οι διατάξεις αυτές της διαθήκης δεν είναι πλήρως σαφείς, ώστε να αποδίδουν μόνες τους αυτό που θέλησε ο διαθέτης. Ειδικότερα, ενώ προκύπτει με σαφήνεια, ότι εγκατάστησε την σύζυγό του . . ως γενικό κληρονόμο του, δεν προκύπτει, αν ο διαθέτης θέλησε να εγκαταστήσει τους προς ων η ανακοίνωση δίκης, αναφερόμενους στη διαθήκη, ως κληρονόμους επί δήλων αντικειμένων δηλαδή επί ποσοστού 7,5 % των μετοχών της εταιρείας «………….» που του ανήκαν, ή κληροδόχους αυτού σε ειδικά αντικείμενα της κληρονομιάς.  Συνεπώς, ενόψει των ασαφειών αυτών καθίσταται αναγκαία η ερμηνεία της διαθήκης. Από την ερμηνεία αυτή σε συνδυασμό αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο διαθέτης, ο οποίος ήταν δικηγόρος με πολυετή εμπειρία, αφού αφήνει όλη του την περιουσία στην σύζυγό του καθιστώντας την κληρονόμο του, αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο στοιχείο της κληρονομιαίας περιουσίας του και δη στο ποσοστό του 37,5% των μετοχών της εταιρείας «…………» που του ανήκουν. Το 30% των μετοχών αυτών αφήνει στην κληρονόμο, σύζυγό του, ενώ στους έξι υπόλοιπους τιμώμενους με την διαθήκη του αφήνει ποσοστό 7,5% προκειμένου να μορασθεί σε ίδα μερίδια. Από τα ανωτέρω, κατ` αρχή, συνάγεται, κατ` άρθρο 1800 ΑΚ,  ότι η κατάληψη των ως άνω μετοχών στα τιμώμενα φυσικά πρόσωπα, έγινε με τη μορφή της κληροδοσίας, γιατί αφορά ειδικά αντικείμενα της κληρονομιάς, τα οποία δεν αποτελούν το σπουδαιότερο τμήμα αυτής, σε σχέση με τα καταλειφθέντα στην σύζυγο κληρονόμο του και ο κληρονομηθείς δεν θέλησε να ευθύνονται τα εν λόγω πρόσωπα για το παθητικό της κληρονομιάς ως κληρονόμοι της. Περαιτέρω, η εγκατάστασή τους δεν είναι άμεση καθώς δεν χρησιμοποιεί τις συνήθεις εκφράσεις όπως αφήνω, εγκθιστώ, αλλά σημειώνει το ως άνω ποσοσό να μοιρασθεί μεταξύ των ανηψιών του. Ρητά επίσης αναφέρει στην διαθήκη του οτι αφήνει όλη την περιουσία του, κινητή και ακίνητη,  στην σύζυγό του, και καλεί τους λοιπούς κληρονόμους να σεβαστούν τη βούλησή του αυτή, φράση η οποία δεν καταδεικνύει την εγκατάσταση και άλλων κληρονόμων αλλά την έκληση προς τους λοιπούς εν δυνάμει εξ αδιαθέτου κληρονόμους του να αποδεχθούν τη βούλησή του αυτή, την οποία αιτιολογεί αναφερόμενος στην προσφορά της συζύγου του απέναντί του. Εφόσον, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα οι πρως ως η ανακοίνωση δίκης είναι κληροδοχοι και οχι κληρονόμοι του αποβιώσαντος διαδίκου, παραδεκτά η καλούσα-εφεσίβλητη επαναλαμβάνει τη δίκη μόνο ως προς την κληρονόμο αυτού, η οποία δεν αποποιήθηκε την κληρονομία του αποβιώσαντος, ούτε αμφισβητήθηκε το κληρονομικό της δικαίωμα, όπως προκύπτει από τα με αριθμούς ………/ 24.1.2019 πιστοποιητικό του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου και …….. πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίστοιχα.

Η υπό κρίση, από 11.7.2017 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2017 έφεση, κατά της με αριθμό 3264/2017  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία δίκασε  κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε  νομότυπα [άρθρα 495 παρ. 1,511,513 παρ 1β, 514, 520 παρ.1 ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός της κατ’ άρθρο 518 παρ1 ΚΠολΔ τασσομένης προθεσμίας, καθώς αντίγραφο της εκκαλουμένης απόφασης επιδόθηκε στον εναγόμενο την 11.7.2017 και η έφεση ασκήθηκε με την κατάθεσή της στην Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 11.9.2017, αναστελλομένης της προθεσμίας κατά την διάρκεια του μηνός Αυγούστου, και παρεκτεινόμενης αυτής κατά μια επιπλέον ημέρα καθώς η καταληκτική ημερομηνία της προθεσμίας, συνέπιπτε με ημέρα Κυριακή.. Πρέπει επομένως να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το νόμιμο και βάσιμο των λόγων της.

Με την από 2.3.2016 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ /………/2016 αγωγή της η ενάγουσα και ηδη εφεσίβλητη ισχυρίστηκε οτι την 26.11.1986, προσελήφθη από τον αρχικό διάδικο, ………., με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες της ως γραμματέας στο δικηγόρικό του γραφείο. Οτι παρείχε τις υπηρεσίες της, συνεχώς επί πενθήμερο εβδομαδιαίως με οκτάωρη ημερήσια απασχόληση, και αποδοχές που είχαν ανέλθει στο ποσό των 1.400 ευρώ μεικτά, μέχρι την 19.11.2011 οπότε ο εναγόμενος προέβη σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, χωρίς να της καταβάλλει την οφειλόμενη αποζημίωση ποσού 34.300 ευρώ.  Οτι ο ίδιος της υποσχέθηκε οτι θα προβεί στην καταβολή της αποζημίωσης σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα όταν θα έχει την ευχέρεια προς τούτο και παράλληλα της υποσχέθηκε οτι θα συνεχίσει να την απασχολεί με μειωμένες καταβολές, Οτι υπό τους όρους αυτούς συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες της, με αμοιβή 1.000 ευρώ μηνιαίως, μέχρι την 3.9.2015 oπότε ο εναγόμενος έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες της, λύνοντας την μεταξύ τους εργασιακή σχέση και αρνούμενος να της καταβάλλει την οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης ποσού 34.300 ευρώ, αλλά και τα επιδόματα εορτών ετών 2012, 2013, και 2014, το δώρο Πάσχα έτους 2015, την αναλογία δώρου Χριστουγεννων έτους 2015 καθώς και τα επιδόματα αδείας των ετών 2012 έως 2015, συνολικού ύψους, ποσού 7.800 ευρώ. Μετά από παραδεκτή εν μέρει τροπή αιτήματός της σε αναγνωριστικό, ζήτησε να αναγνωριστεί οτι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλλει το ποσό των 34.300 ευρώ και να της καταβάλλει το ποσό των 7.800 ευρώ, επικουρικά και με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η ως άνω αγωγή εκδικάστηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.  O εναγομένoς αντικρούοντας την αγωγή προέβαλε την ένσταση απαραδέκτου της ένδικης αξίωσης για το λόγο ότι η αγωγή δεν κοινοποιήθηκε μέσα στην εξάμηνη ανατρεπτική προθεσμία του άρθρου 6 §2 του Ν. 3198/1955. Πράγματι η αγωγή κοινοποιήθηκε μετά την πάροδο έξι και πλέον μηνών. Η ενάγουσα όμως με την αγωγή προέβαλλε καθ` υποφοράν την αντένσταση αναστολής της αποσβεστικής αυτής προθεσμίας, ισχυριζόμενη, ότι ο εναγόμενος με δόλιες και παραπλανητικές ενέργειές του, την απέτρεψε να ασκήσει εμπρόθεσμα το δικαίωμά της. Η ως άνω αντένσταση έγινε δεκτή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο εν συνεχεία έκρινε ως εν μέρει ουσία βάσιμη την αγωγή και αναγνώρισε την  υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των 34.300 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ενώ καταδικάστηκε στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας ποσού 800 ευρώ. Κατά της εκκαλουμένης απόφαση παραπονείται ο εκκαλών για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, ισχυρίζεται οτι ασφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση δεν απέρριψε την ασκηθείσα αγωγή, ως προς την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης στην ενάγουσα, δοθέντος οτι από την καταγγελία της σύμβασής της, μέχρι την άσκηση της αγωγής είχε παρέλθει η προβλεπόμενη από το άρθρο 6 παρ.2 Ν. 3198/1955 εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία, δεχόμενη οτι επήλθε αναστολή αυτής επειδή ο εναγόμενος απέτρεψε με δόλο την ενάγουσα από την άσκηση της αξίωσής της.

Κάθε αξίωση του μισθωτού (εργαζομένου), για την καταβολή ή τη συμπλήρωση της αποζημίωσης που οφείλεται κατά το ν. 2112/1920 ή το β.δγμα της 16/18.7.1920, είναι απαράδεκτη, του απαραδέκτου λαμβανομένου υπόψη αυτεπαγγέλτως υπό του δικαστηρίου (άρθρο 280 ΑΚ)  αν η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί εντός εξαμήνου, αφότου η αξίωση έγινε απαιτητή (άρθρο 6 §2 του ν. 3198/1955 ). Η εν λόγω αποσβεστική προθεσμία υπόκειται σε αναστολή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 255 έως και 259 ΑΚ  και διακοπή, κατά τις αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 260 έως και 270 ΑΚ,  αφού και στις αποσβεστικές προθεσμίες εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την παραγραφή (άρθ. 279  ΑΚ)  και ειδικότερα εκείνες που συμβιβάζονται με τη φύση της συγκεκριμένης αποσβεστικής προθεσμίας και το σκοπό που αυτή υπηρετεί (ΑΠ 1284/2010 δημ. Νόμος, ΑΠ 1256/2004 ΕλΔ 48, 811, ΕΑ 1928/2009 δημ. Νόμος, ΕΑ 7193/2007 ΕλΔ 49, 920). Έτσι, η ως άνω αποσβεστική προθεσμία αναστέλλεται κατά το άρθρο 255 εδ. β’ ΑΚ  και αν μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της ο δικαιούχος εμποδίστηκε να ασκήσει την αξίωσή του με δόλια συμπεριφορά του υποχρέου. Υπάρχει δε δόλια συμπεριφορά και όταν ο υπόχρεος, εντός του εξαμήνου από την απόλυση, υπόσχεται στον απολυόμενο μισθωτό, ότι θα του καταβάλει σύντομα την αποζημίωση απόλυσης, αυτή δε η υπόσχεση γίνεται μόνο φαινομενικά, γιατί στην πραγματικότητα τέτοια πρόθεση δεν υπάρχει (ΑΠ 1247/2008 δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 699/2010 δημ. ΤΝΠΔΣΑ, ΕφΠατρ 606/2001 δημ. Νόμος). Κατά την αντιδικία, η επίκληση της μεν παρόδου της αποσβεστικής προθεσμίας εισάγει ένσταση του εναγομένου, της δε δολίας αποτροπής του δικαιούχου εκ μέρους του υποχρέου εισάγει αντένσταση του ενάγοντος  (ΑΠ 830/2015 Αρμ 2015.1543 Εφ. Θεσ.1385/2016 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ ).

Από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβαθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, τις με αριθμούς …….. ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά, ……….., οι οποίες λήφθηκαν επιμελεία της εφεσίβλητης, μετά από νόμιμη κλήτευση της καθής η κλήση όπως προκύπτει από τη με αριθμό ………/7.1.2019 έκθεση επίδοσης που συνέταξε η Δικαστική Επιμελήτρια της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, ………, οι οποίες παραδεκτώς προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, ληφθείσες μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία είναι πρόσφορα είτε προς πληρη απόδειξη, είτε προς τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων,  μερικών μάλιστα των οποίων (εγγράφων) γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών (Εφ.Πειρ. 418/2000, Πειρ.Νομ. 2000/323, Εφ.Θεσσαλονίκης 507/1999, Αρμ. 2002/248, πρβλ. Ολομ. Α.Π. 848/1981, ΝοΒ 30.441) και να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως (Α.Π. 1856/2009, Α.Π. 139/2009, Α.Π. 641/2006) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336§4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η εφεσίβλητη, την 20.11.1986, προσελήφθη από τον ήδη αποβιώσαντα εναγόμενο-εκκαλούντα, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να παράσχει τις υπηρεσίες της στο δικηγορικό του γραφείο με την ιδιότητα της υπαλλήλου γραφείου-γραμματέως, έναντι μηνιαίου μισθού, ο οποίος είχε διαμορφωθεί κατά το έτος 2011 στο ποσό των  1.400 ευρώ μεικτά. Τον Δεκέμβριο του έτους 2011, ο εναγόμενος εξέθεσε στην εναγομένη οτι θα προέβαινε στην καταγγελία της εργασιακής της σχέσης, προκειμένου να μην επιβαρύνεται με εργοδοτικές εισφορές, πλην όμως θα συνέχιζε να την απασχολεί με μειωμένες αποδοχές, και χωρίς ασφάλιση, ενώ και η ίδια θα αντιστάθμιζε την μείωση των αποδοχών της, εισπράττοντας το επίδομα του ΟΑΕΔ, όπου θα εγγραφόταν ως άνεργη. Την 19.12.2011 πράγματι, ο εναγόμενος κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας, ενώ η ενάγουσα συναίνεσε στη λύση της σχέσης εργασίας της, υπογράφοντας οτι έλαβε γνώση της απόλυσής της στην έγγραφη καταγγελία, χωρίς να λάβει την οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης, για τα 25 έτη εργασίας της. Ειδικότερα, η ενάγουσα δικαιούνταν αποζημίωση απόλυσης ποσού 34.300 ευρώ, ήτοι 21 μήνες (12 μήνες για 16 έτη συμπληρωμένα και άνω + 9 μήνες για 25 έτη συμπληρωμένα στον ίδιο εργοδότη, αφού στις 12.11.2012 κατά τη δημοσίευση του Ν.4093/2012 –παρ 1Α,12,3-είχε συμπληρώσει στον ίδιο εργοδότη υπηρεσία άνω των 17 ετών ) Χ1400 ευρώ = 29.400 ευρώ (29.400Χ1/6:προσαύξηση δώρων εορτών και επιδόματος αδείας)= 34.300 ευρώ. Ως προς την αποζημίωση απόλυσης ο εναγόμενος την διαβεβαίωσε οτι θα της καταβληθεί τμηματικά σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, ανάλογα και με τις οικονομικές του δυνατότητες. Ο εκκαλών πρωτοδίκως αλλά και με την κρινόμενη έφεσή του ισχυρίστηκε οτι κατέβαλε την αποζημίωση απόλυσης στην ενάγουσα, χωρίς τούτο να επιβεβαιώνεται από κάποιο αποδεικτικό μέσο, καθώς δεν προσκομίζεται κάποια απόδειξη καταβολής ή εξόφλησης ή κατάθεσης του ποσού αυτού υπερ της ενάγουσας, ούτε ο μάρτυράς του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που είχε την ιδιότητα του λογιστή του, μπόρεσε να επιβεβαιώσει παρόμοια καταβολή. Παρά την καταγγελία της σχέσης εργασίας και την μη καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης, η ενάγουσα, όπως είχε συμφωνηθεί  συνέχισε να απασχολείται στο δικηγορικό γραφείο του εναγομένου, χωρίς όμως  να έχει συγκεκριμένο ωράριο και τακτική ημερήσια απασχόληση. Κατά το διάστημα πλέον αυτό, οι δικηγορικές εργασίες του εναγομένου, λόγω της οικονομικής κρίσης αλλά και του γεγονότος οτι πλησίαζε ο καιρός της συνταξιοδότησής του, ήταν μειωμένες και η εναγουσα μετέβαινε στο γραφείο του σε κάποιες συγκεκριμένες ημερομηνίες μετά απο συνεννόηση με τον ίδιο προκειμένου να διεκπεραιώσει εργασίες σε σχέση με συνεργάτες και πελάτες του, γνωρίζοντας η ίδια τόσο τα πρόσωπα αυτά όσο και της υποθέσεις του γραφείου, λόγω της συνεχούς εργασίας της σε αυτό για χρονικό διάστημα άνω των 25 ετών. Για την εργασία που παρείχε κατά το ως άνω χρονικό διάστημα συμφωνήθηκε να λαμβάνει και ελάμβανε το ποσό των 1.000 ευρω μηνιαίως, όπως συνομολογεί και η ίδια, ενώ η συνεργασία της με τον εναγόμενο συνεχίστηκε κατ αυτον τον τρόπο μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου 2015, όταν ο εναγόμενος της δήλωσε οτι δεν θα την απασχολεί πλέον, ενώ για πρώτη φορά περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 2015 της δήλωσε οτι δεν θα της καταβάλει την οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης. Για το χρονικό αυτό διάστημα απασχόλησής της η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε οτι δεν απασχολείτο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας από τον εναγόμενο, ώστε να δικαιούται των αιτούμενων επιδομάτων και δώρων, απορρίπτοντας το σχετικό αγωγικό κονδύλι, χωρίς να προσβάλλεται προς τούτο με λόγο έφεσης. Εν συνεχεία η ενάγουσα προέβη την άσκηση της ένδικης αγωγής, την οποία επέδωσε την 3.3.2016 στον εναγόμενο, όπως προκύπτει από την με αριθμό ……/3.3.2016 έκθεση επίδοσης που συνέταξε η Δικαστική Επιμελήτρια στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……………..  Η άσκηση της ως άνω αγωγής έλαβε χώρα πλέον των τεσσάρων ετών από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, ήτοι μετά την πάροδο της εξαμηνης αποσβεστικής προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 6 παρ.2 Ν. 3198/1955, γεγονός που λαβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο αλλά πρότεινε και ο εναγόμενος πρωτοδίκως. Η ενάγουσα καθ υποφοράν με την αγωγή της είχε προτείνει την αντένσταση της αναστολής της αποσβεστικής προθεσμίας επειδή συννάμα με την καταγγελία της 19.12.2011 ο εναγόμενος της υποσχέθηκε οτι θα συνεχίσει να την απασχολεί και οτι θα της καταβάλλει την οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης μεταγενέστερα όταν θα έχει την οικονομική ευχέρεια, και σε κάθε περίπτωση κατά την οριστική λύση της συνεργασίας τους, εμποδίζοντάς την δολίως να ασκήσει τη σχετική της αξίωση. (άρθρο 255 παρ 2ΑΚ). Από τα αποδεικτικα μέσα που αναφέρονται ανωτέρω, αποδείχθηκε οτι λόγω της μακράς συνεργασίας των διαδίκων, οι σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ τους εξέφευγαν του τυπικού πλαισίου της σχέσης εργοδότη-εργαζόμενου, καθώς η ενάγουσα είχε εξελιχθεί σε απαραίτητο συνεργάτη του εναγομένου, επικουρώντας τον και σε ασχολίες πέραν του επαγγελματός του, όπως στη συγγραφή του βιβλίου του, επιπλέον δε είχαν συνδεθεί και με έντονους φιλικούς δεσμούς. Στο πλαίσιο της σχέσης αυτής και της εμπιστοσύνης που αισθανόταν η ενάγουσα προς τον εναγόμενο, αλλά και της ανασφάλειας  που αισθανόταν στην προοπτική αλλαγής εργασίας μετά την 25 ετή συνεργασία τους, αποδέχθηκε την πρότασή του τελευταίου για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, και την συνέχιση της απασχόλησής της με μειωμένες απολαβές. Καθώς κατά την καταγγελία της σύμβασης, τέθηκε και το ζήτημα της καταβολής της σχετικής αποζημίωσης, ο εναγόμενος υποσχέθηκε στην ενάγουσα την τμηματική καταβολή αυτής σε μεταγενέστερο χρόνο, υπόσχεση για την οποία η ενάγουσα δεν είχε λόγο να αμφιβάλλει με δεδομένη την εμπιστοσύνη της στο πρόσωπο του εναγομένου, αλλά και του γεγονότος οτι μέχρι το σημείο εκείνο ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις του απέναντί της, ομοίως δε και στις υποσχέσεις του αφού συνέχισε να την απασχολεί και της κατέβαλλε τις έστω μειωμένες αποδοχές της.  Με βάση την εμπιστοσυνη αυτή η ενάγουσα εφησύχασε, παρά την πάροδο μακρού χρονικού διαστήματος, καθώς ο εναγόμενος συνέχιζε να την διαβεβαιώνει ανά τακτά χρονικά διαστήματα οτι θα λάβει την αποζημίωσή της σε κάθε περίπτωση με τη λήξη της συνεργασίας τους, η οποία ηταν πλέον ορατή καθώς ο εναγόμενος προετοίμαζε την συνταξιοδότησή του. Ο εναγόμενος λόγω της ιδιότητάς του ως δικηγόρος γνώριζε πολύ καλά οτι η αξίωση της ενάγουσας υπόκεται σε σύντομη αποσβεστική προθεσμία και εκμεταλλευόμενος την στενή τους φιλική σχέση, της επαναλάμβανε οτι δεν επρόκειτο να χάσει από αυτόν, πεποίθηση η οποία είχε δημιουργηθεί και στην ίδια την ενάγουσα,για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Σημειωτέον δε οτι όπως προκύπτει απο το προσκομιζόμενο έντυπο καταγγελίας της 19.12.2011 ο εναγόμενος είχε ήδη δηλώσει οτι η αποζημίωση απόλυσης της ενάγουσας ποσού 34.300 ευρώ είχε καταβληθεί από την 19.12.2011, γεγονός που είχε δηλωθεί και στις αρμόδιες αρχές μέσω του λογιστή αυτού, ο οποίος ανέφερε στην κατάθεσή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οτι διεκπεραίωσε τις ενέργειες που σχετίζονταν με την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας και επομένως εύλογα προσπαθούσε να αποτρέψει την ενάγουσα από την άμεση διεκδίκηση της αποζημίωσής της, μεταθέτωντας την ικανοποίηση αυτής στο μέλλον, και προς αποφυγή έννομων συνεπειών της ως άνω δήλωσής του. Η παραπάνω συμπεριφορά του εναγόμενου συνεχίστηκε μέχρι τον Σεπτέμβριο του έτους 2015, οπότε στις αρχές του μήνα δήλωσε στην ενάγουσα οτι δεν θα συνεχιστεί η συνεργασία τους και περί τις 20 του ίδιου μηνός, σε τηλεφωνική συνομιλία της ενάγουσας με την σύζυγο του εναγομένου, ανακοινώθηκε στην ενάγουσα οτι ο εναγόμενος δεν προτίθεται να προβεί στην καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης, οπότε σταμάτησε και η προβλεπόμενη κατά το άρθρο 255 εδβ ΑΚ αναστολή. Το γεγονός οτι ο εναγόμενος δεν προτίθετο να προβεί στην καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης της ενάγουσας, καθίσταται σαφές, καθώς ολόκληρο το διάστημα κατά το οποίο συνεχίστηκε η συνεργασία τους, ήτοι σχεδόν τέσσερα έτη μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ένάγουσας, σε καμμία καταβολή προέβη, όπως θα μπορούσε ευχερώς να πράξει. Ο εναγόμενος –εκκαλών με την έφεσή του ισχυρίζεται επικουρικά οτι σε κάθε περίπτωση η συνεργασία του με την ενάγουσα διεκόπη οριστικά τον Ιούλιο του έτους 2015 και επομένως αρχόμενη από το ως άνω χρονικό σημείο η εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία συμπληρώθηκε πριν την άσκηση της αγωγής. Ο εν λόγω ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, αφού οι μάρτυρες της ενάγουσας, έχοντας ιδία αντίληψη, καταθέτουν οτι τις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου του έτους 2015, μέχρι και τις 3 Σεπτεμβρίου, η ενάγουσα βρισκόταν στο γραφείο του εναγομένου, συνεργαζόμενη μαζί του και βοηθώντας τον και στην διεκπεραίωση εξωτερικών εργασιών και επομένως χωρίς να έχει διακοπεί μέχρι το σημείο αυτό  η συνεργασία τους. Ορθώς επομένως σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε οτι η αξιώση της ενάγουσας δεν έχει αποσβεστεί επειδή κατά το τελευταίο εξάμηνο πριν τη συμπλήρωση της αποσβεστικής προθεσμίας, ήτοι αμέσως μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, εμποδίστηκε στην άσκηση της αξίωσής της από δόλια συμπεριφορά του υπόχρεου εναγομένου η οποία συνεχίστηκε μέχρι και τατέλη Σεπτεμβρίου του έτους2015 και επομένως η κρινόμενη έφεση τυγχάνει απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Πρέπει συνεπώς να  καταδικασθεί η καθής η κλήση, με την ιδιότητα της καθολική διαδόχου του αποβιώσαντος εκκαλούντος λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση  κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων και την ανακοίνωση δίκης με απόντες τους καθών αυτής .

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την έφεση

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθής η κλήση, με την ιδιότητα της καθολική διαδόχου, ως κληρονόμου του εκκαλούντος στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των  τετρακοσίων (400) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειριαά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  15 Σεπτεμβριου  2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

     Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ