Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 575/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Αριθμός απόφασης

575/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ιωάννη Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη (κωλυομένων των υπηρετούντων Προέδρων Εφετών και των αρχαιότερων Εφετών), Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη και Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη- Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 9-5-2018 (υπ’αύξ.αριθμ. εκθ. καταθ. ………./11-5-2018) κλήση της εφεσίβλητης τράπεζας, νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση, η από 6-3-2013 (υπ’αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../11-3-2013) έφεση της εκκαλούσας, μετά την έκδοση της υπ’αριθμ. 573/2017 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου,που διέταξε την επανάληψη της συζήτησής της, προκειμένου να προσκομιστούν τα μνημονευόμενα στο διατακτικό της έγγραφα, στις σκέψεις και παραδοχές της οποίας ως προς το παραδεκτό της το παρόν Δικαστήριο αναφέρεται. Σημειώνεται ότι δεν συντρέχει λόγος συνεκδίκασής της με την συνεκφωνηθείσα με αυτήν, από 25-5-2018 (υπ’αύξ.αριθμ. εκθ. καταθ. ………/4/5-6-2018) ανακοπή ερημοδικίας της ……….., εφόσον δεν στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης ούτε κατ’αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων, ενώ δεν υφίσταται και κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων (άρθρο 246 του ΚΠολΔ). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 § 2, 118 εδ. 4 και 216 § 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής (ή ανταγωγής), πρέπει, το δικόγραφο αυτής, εκτός από τα άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξ άλλου, πέραν της νομικής αοριστίας της αγωγής, δηλαδή εκείνης που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα και που ελέγχεται με την διάταξη του άρθ. 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, η αοριστία της αγωγής μπορεί να είναι ποσοτική, όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο σύμφωνα με το άρθ. 216 παρ. 1 στοιχ. α` και β` ΚΠολΔ στηρίζεται το αίτημα της αγωγής, ή ποιοτική, όταν γίνεται απλά επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς ν’ αναφέρονται τα θεμελιούντα την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 5/2020, ΑΠ 1162/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ».Περαιτέρω, με το άρθρο 1 ν. 1266/1982 καταργήθηκε η Νομισματική Επιτροπή, η οποία με βάση την εξουσιοδότηση που είχε παρασχεθεί από το άρθρο 2 παρ. 3 του ν.δ. 588/1948 “περί ελέγχου πίστεως”, καθόριζε με απόφασή της (ΝΕ) τα “τραπεζικά επιτόκια” και παράλληλα ορίσθηκε ότι οι αρμοδιότητές της μεταβιβάσθηκαν αυτοδικαίως στην Τράπεζα της Ελλάδος και ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της. Έκτοτε με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ) καθορίζονταν τα “τραπεζικά επιτόκια”, τα επιτόκια, δηλαδή, που συνομολογούνται ή προέρχονται από τραπεζικές συμβάσεις ή συναλλαγές. Ο Διοικητής ειδικότερα καθόριζε το ελάχιστο και το ανώτατο όριο των τραπεζικών επιτοκίων και οι τράπεζες ήσαν υποχρεωμένες να προσδιορίζουν τα επιτόκια των διαφόρων μορφών χορηγήσεων ή καταθέσεων μέχρι του ύψους αυτού. Τα οριζόμενα με βάση τις παραπάνω διατάξεις τραπεζικά επιτόκια μπορεί να ήταν, και πολλές φορές συνέβαινε αυτό, ανώτερα των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων, δηλαδή των επιτοκίων των λοιπών, πλην των τραπεζικών συναλλαγών, αφού ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να λειτουργεί, σύμφωνα με την παραπάνω νομοθετική εξουσιοδότηση, και “κατά παρέκκλιση από πάσης γενικής ή ειδικής διατάξεως περί του ύψους του τόκου…”. Μέχρι τον Ιανουάριο του έτους 1987 τα τραπεζικά επιτόκια τόσο ως προς το ανώτατο όσο και ως προς το κατώτερο όριο υπάγονταν σε αυστηρό διοικητικό προσδιορισμό από το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και οι τράπεζες δεν είχαν το δικαίωμα να ορίζουν μικρότερα ή μεγαλύτερα επιτόκια, αλλά σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 6 του ν.δ. 548/1948 τα οριζόμενα αυτά επιτόκια ήταν υποχρεωτικά και για τις τράπεζες και για τους δανειζόμενους. Με την υπ` αριθ. 1087/1987 ΠΔ/ΤΕ, με στόχο την, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω, αλλά και προς εναρμονισμό με τα ισχύοντα αντίστοιχα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρχισε η μερική απελευθέρωση του τρόπου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων στις βραχυπρόθεσμες αρχικά χορηγήσεις και καθορίσθηκε για πρώτη φορά με την άνω πράξη μόνο το ελάχιστο όριο των επιτοκίων αυτών. Η πράξη αυτή τροποποιήθηκε με διάφορες άλλες, που καθόρισαν το ελάχιστο τραπεζικό επιτόκιο σε διάφορες μορφές χορηγήσεων (ΑΠ 994/2018, ΕφΑθ (Μον) 809/2018, ΕφΠατρ(Μον) 364/2017  αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).  Συγκεκριμένα, η παραπάνω πράξη (1087/1987) τροποποιήθηκε με διάφορες άλλες, που καθόρισαν το ελάχιστο (τραπεζικό) επιτόκιο σε διάφορες μορφές χορηγήσεων, καθώς και το επιτόκιο υπερημερίας [1088/29.6.87, 1108/21.7.87, 1143/87, 1183/87, 1574/89, 1715/90, 1969/91, 2007/91, 1976/91, 2091/92]. Στη συνέχεια με την υπ` αριθμό 2326/94 ΠΔ/ΤΕ καταργήθηκαν και τα ελάχιστα όρια όλων σχεδόν των “τραπεζικών” επιτοκίων χορηγήσεων, ενώ με την υπ` αριθμό 2393/96 ΠΔ/ΤΕ καθορίσθηκε “πλαφόν” προς τα άνω μόνο για το επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο δεν μπορούσε να ήταν μεγαλύτερο του 2,5% του συμφωνηθέντος (συμβατικού) επιτοκίου. Με προηγούμενη πράξη του (1574/89) ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος είχε ορίσει, ότι το επιτόκιο υπερημερίας για τις χορηγήσεις σε δραχμές του πιστωτικού ιδρύματος δεν έπρεπε να υπολείπεται κατά κατώτατο όριο του προβλεπόμενου ελαχίστου ορίου του επιτοκίου των δανείων που χορηγούνται για κεφάλαια κίνησης προσαυξημένο κατά τέσσερις εκατοστιαίες μονάδες ΑΠ 2037/2014 ΕΕμπΔ 2015.120, ΕφΘεσ 144/2016, Αρμ 2016.1118, ΕφΔωδ (Μον) 228/2018αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Πλέον αυτών, κατά το άρθρο 2 του ΑΚ, ο νόμος ορίζει για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική δύναμη, δηλαδή δεν εφαρμόζεται σε σχέσεις που είχαν δημιουργηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του. Παρά ταύτα δεν υπάρχει στο Σύνταγμα γενική απαγόρευση αναδρομικότητας του νόμου αρκεί να μη παραβιάζονται το άρθρο 4 παρ. 1 «περί ισότητας» και το άρθρο 17 του Συντάγματος «περί προστασίας της ιδιοκτησίας». Έτσι, δεν αποκλείεται, παρά την κατευθυντήρια διάταξη του άρθρου 2 του ΑΚ, ένας νόμος να έχει αναδρομική ισχύ, αν αυτό ορίζεται ρητώς με διάταξή του ή αν η αναδρομικότητα προκύπτει σαφώς από το όλο περιεχόμενο του νόμου. Εξάλλου, από το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν.1083/1980, την υπ’αριθμ. 289/1980 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ως άνω νόμου, το άρθρο 296 του ΑΚ και τα άρθρα 110, 111 και 112 ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι ο ανατοκισμός των οφειλόμενων σε τραπεζικούς ή άλλους πιστωτικούς οργανισμούς ληξιπρόθεσμων τόκων, δικαιοπρακτικών ή νομίμων, δεδουλευμένων ή μη, ακόμη δε και τέτοιων επί οριστικού καταλοίπου αλληλοχρέου λογαριασμού, μπορεί να γίνει από την πρώτη ημέρα της καθυστερήσεως χωρίς οποιονδήποτε χρονικό ή άλλο περιορισμό, όχι όμως αυτοδικαίως ή με σχετική μονομερή δήλωση του δανειστή, αλλά με σχετική συμφωνία μεταξύ δανειστή και οφειλέτη (ΟλΑΠ 8 και 9/1998, Νοβ 1998.496 και 629, αντίστοιχα). Ωστόσο αλλαγές στην ως άνω ρύθμιση επέφερε ο Ν. 2601/1998 που, σύμφωνα με το άρθρο 20 αυτού, άρχισε να ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 15-4-1998 και στο άρθρο 12 του οποίου ορίζονται τα ακόλουθα: παρ. 1 Από την ισχύ του παρόντος νόμου, οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα σε καθυστέρηση τόκοι ανατοκίζονται εφόσον τούτο συμφωνηθεί, από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης. Οι τόκοι που προκύπτουν προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο κατ΄ ελάχιστο όριο είτε πρόκειται για συμβάσεις δανείων είτε για συμβάσεις αλληλοχρέου λογαριασμού και το προσωρινό ή οριστικό κατάλοιπο αυτού. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 112 του Εισαγωγικού Νόμου ΑΚ. Εάν δεν υπάρχει συμφωνία ανατοκισμού, ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του αστικού Κώδικα και του Εισαγωγικού Νόμου. Παρ. 2. Υφιστάμενες συμφωνίες περί ανατοκισμού για συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού εξακολουθούν να ισχύουν. Εάν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, γίνεται αυτοδίκαια ανατοκισμός ανά εξάμηνο κατ΄ ελάχιστο όριο….. παρ. 3 Οι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται και στις οφειλές για καθυστερούμενους τόκους από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων που έχουν καταγγελθεί ή οι εξ αυτών λογαριασμοί έχουν κλείσει από την έναρξη ισχύος του Ν.1083/1980, μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου παρ. 4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν όσα κρίθηκαν τελεσιδίκως ή ρυθμίστηκαν με συμβιβασμό ή αναγνώριση χρέους ή άλλη συμφωνία μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και οφειλετών, αναφορικά με συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Από τις διατάξεις αυτές και ιδίως της παρ. 3 σε συνδυασμό με την παρ. 2 προκύπτει, ότι επί προϋφισταμένων του Ν.2601/1998 συμβάσεων δανείου, που έχουν καταγγελθεί μέχρι τη δημοσίευσή του, εάν δεν υπάρχει συμφωνία περί ανατοκισμού, γίνεται αυτοδικαίως ανατοκισμός των καθυστερούμενων τόκων ανά εξάμηνο κατ΄ ελάχιστο όριο. Δηλαδή, ο εν λόγω νόμος έχει αναδρομική ισχύ – η οποία δεν είναι αντίθετη σε καμία συνταγματική ή άλλη, υπερκείμενη των νόμων διάταξη – έως την έναρξη ισχύος του Ν.1083/1980, εφαρμοζόμενος μάλιστα και σε σχετικές εκκρεμείς δίκες, όχι μόνον ενώπιον πρωτοβαθμίων, αλλά και ενώπιον δευτεροβαθμίων δικαστηρίων, παραμερίζονται βέβαια, ως τέτοιος, ειδικού χαρακτήρα, την γενικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ, κατά την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε όταν δημοσιεύθηκε η εκκαλουμένη πρωτόδικη απόφαση (ΟλΑΠ 6/2013 ΔΙΚΗ 2006.1144).

Στην κρινόμενη περίπτωση, η εκκαλούσα, με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό της περί αοριστίας της αγωγής, για τον λόγο ότι δεν αναγράφεται στο δικόγραφό της το εφαρμοσθέν στην επίδικη σύμβαση επιτόκιο, συμβατικό και υπερημερίας, ώστε να μπορεί ακολούθως να υπολογιστεί η ορθότητα του υπολογισμού του ποσού των τόκων υπερημερίας και των τόκων αυτών, που αναζητούνται με αυτήν, καθώς επίσης και οι γενόμενες καταβολές, κατ’είδος και ποσό, που έλαβαν χώρα μετά το οριστικό κλείσιμο των αλληλόχρεων λογαριασμών που τηρήθηκαν για την επίδικη πίστωση. Σημειώνεται ότι στην αγωγή εκτίθετο ότι, από το ποσό της συνολικής πίστωσης, η ήδη εκκαλούσα βαρύνεται, με βάση το ποσό για το οποίο ευθύνετο ο εκ των εγγυητών, …………., στην κληρονομιαία περιουσία του οποίου η ίδια υπεισήλθε, κατά το ποσοστό των 3/8 εξ αδιαιρέτου, ευθυνόμενη κατά το ίδιο ποσοστό και για τα χρέη αυτής, για το επιμέρους ποσό του 1.293.750.000 δραχμών και ήδη 3.796.771,83 ευρώ. Στο ποσό αυτό προστέθηκαν οι δεδουλευμένοι και υπολογισθέντες με εξαμηνιαίο ανατοκισμό, τόκοι υπερημερίας, για το χρονικό διάστημα από την 1-1-1991 έως τις 30-11-2002, ανερχόμενοι στο ποσό των 62.878.437,51 ευρώ (άλλως 21.425.827.581), ώστε το ποσό της οφειλής της να έχει διαμορφωθεί συνολικά από τις παραπάνω αιτίες σε 66.675.209,34 ευρώ (άλλως 22.719.577.581 δραχμές). Από το ποσό αυτό, με την αγωγή ζητείτο η καταβολή του επιμέρους ποσού των 4.402.054,29ευρώ (άλλως 1.500.000.000 δραχμών), εντόκως με το ανώτατο επιτρεπόμενο τραπεζικό επιτόκιο υπερημερίας και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως. Συνεπώς, εκ του παραπάνω συνολικά αιτούμενου ποσού (1.500.000.000 – 1.293.750.000) 206.250.000 δραχμές και ήδη 605.282,46 ευρώ, αφορούν σε τόκους υπερημερίας, υπολογισθέντες με εξαμηνιαίο ανατοκισμό.  Αναφορικά με την πρώτη αιτίαση, από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής αποδεικνύεται ότι πράγματι, δεν μνημονεύεται το επιτόκιο υπερημερίας, που εφαρμόστηκε από την εφεσίβλητη τράπεζα για τον υπολογισμό των τόκων υπερημερίας, μετά το οριστικό κλείσιμο των αλληλόχρεων λογαριασμών,οι οποίοι τηρήθηκαν για την επίδικη πίστωση, και συγκεκριμένα από την 1-1-1991.Το στοιχείο αυτό ήταν αναγκαίο, διότι παρ’ ότι στην υπ’αριθμ. ………../7-11-1961 σύμβαση γίνεται μνεία ότι η πίστωση παρέχεται στο ανώτατο επιτρεπόμενο όριο του τραπεζικού τόκου και προμήθειας και το οφειλόμενο υπόλοιπο του κλεισίματος είναι αμέσως απαιτητό στο επιτρεπόμενο όριο του τραπεζικού τόκου υπερημερίας, ο όρος αυτός αφορούσε χρονικό διάστημα, που το τραπεζικό επιτόκιο, συμβατικό και υπερημερίας, καθοριζόταν αρχικά με αποφάσεις της Νομισματικής Επιτροπής και στη συνέχεια του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας και ήταν καθορισμένο σε συγκεκριμένο ποσοστό. Αντιθέτως, για το μετέπειτα χρονικό διάστημα δεν είναι δυνατός ο υπολογισμός των τόκων υπερημερίας, διότι αφορά το χρονικό διάστημα μετά την απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων, κατά το οποίο πλέον κάθε Τράπεζα διαμορφώνει ελεύθερα το συμβατικό επιτόκιο που εφαρμόζει, βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων, περιοριζόμενη μόνον ως προς το ανώτατο ποσοστό του τόκου υπερημερίας, που τελεί, ωστόσο και αυτό σε συνάρτηση με το συμβατικό επιτόκιο. Με δεδομένο ότι υπήρχαν περισσότερες κατηγορίες βιομηχανικών πιστώσεων, χορηγούμενων από την ενάγουσα, με διαφοροποίηση του ποσοστού του τόκου, ανά κατηγορίακαι κυρίως ανά χρονική περίοδο, εντός του επίδικου χρονικού διαστήματος δηλαδή από 1-1-1991 έως 30-11-2002 (χαρακτηριστική είναι και η σχετική μνεία του ορισθέντος με την 5259/2006 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πραγματογνώμονα, …………. στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης του, σύμφωνα με την οποία η ενάγουσα εφάρμοσε τρεις διαφορετικές καταστάσεις-κατηγορίες επιτοκίων, και ειδικότερα μία που αφορά σε «πάγια-ίδια διαθέσιμα χορηγήσεις προς βιομηχανία», μία που αφορά σε «κεφάλαια κίνησης-ίδια διαθέσιμα χορηγήσεις προς βιομηχανία» και μία «κεφάλαια κίνησης-ίδια διαθέσιμα χορηγήσεις προς βιομηχανία έναντι συν/κων ειδών διαρκείας», εκ των οποίων τα επιτόκια της δεύτερης και τρίτης κατηγορίας συμπίπτουν, διαφοροποιούμενα από εκείνα της πρώτης, χωρίς ο ίδιος να μπορεί να διαπιστώσει ποιό επιτόκιο εφάρμοσε η ενάγουσα, παρά μόνον ότι ο υπολογισμός των τόκων ήταν συμβατός μετά την απελευθέρωση της αγοράς σε σχέση με τα τρέχοντα επιτόκια χορηγήσεων της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ), η ενάγουσα, όφειλε, κατά την άποψη που επικράτησε στο Δικαστήριο αυτό, να προσδιορίσει στο αγωγικό δικόγραφο, προκειμένου να είναι αυτό ορισμένο, σύμφωνα με τις σχετικές σκέψεις που προεκτέθηκαν, την ειδικότερη κατηγορία, στην οποία ενέπιπτε η επίδικη βιομηχανική πίστωση, ή το ακριβές ποσοστό του τόκου υπερημερίας-ή του συμβατικού έστω-που η ίδια εφάρμοζε ανά επιμέρους χρονικό διάστημα της χρονικής περιόδου από 1-1-1991 έως 30-11-2002, ώστε να μπορεί να ανευρεθεί το ποσοστό του και να ελεγχθεί η ορθότητα του αιτούμενου ποσού των τόκων υπερημερίας, με ανατοκισμό αυτών ανά εξάμηνο,που ήταν κατ’αρχήν επιτρεπτός κατά το ίδιο διάστημα, με βάση τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε. Δηλαδή, ναι μεν γενικώς είναι δυνατή η ανεύρεση του ποσοστού του επιτοκίου υπερημερίας που εφαρμόζεται για τον υπολογισμό των τόκων και των τόκων αυτών, μετά από ανατοκισμό, εφόσον καθορίζεται το ποσό του κεφαλαίου και το χρονικό διάστημα που αυτοί οφείλονται, πλην όμως αυτό προϋποθέτει είτε ότι αυτό το ποσοστό καθορίζεται από τον νόμο, που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, είτε ότι παραμένει σταθερό καθ’όλο το επίδικο διάστημα, γεγονός του οποίου επίσης δεν γίνεται επίκληση στην αγωγή. Συνακόλουθα, αόριστο τυγχάνει και το αίτημα της ένδικης αγωγής περί επιδικάσεωςτόκων υπερημερίας επί του συνολικά αιτούμενου από την εκκαλούσα ποσού, με εξαμηνιαίο ανατοκισμό αυτών, από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.Συνεπώς, έσφαλε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε την αγωγή ως ορισμένη, ως προς τα προαναφερθέντα αιτήματά της και πρέπει, κατά παραδοχή (μερικώς) του παραπάνω λόγου εφέσεως, ως βάσιμου και κατ’ουσίαν, και παρελκούσης της εξέτασης του έτερου λόγου αυτής (ΕφΑθ 224/2016, ΔΕΕ 2016.355, ΕφΔωδ 70/2015, ΕφΠειρ 225/2014 αδημ.), να εξαφανιστούν οι εκκαλούμενες, υπ’αριθμ. 5259/2006 μη οριστική και 4939/2012 οριστική αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αποκλειστικώς, ως προς την εκκαλούσα – τέταρτη εναγομένη,στο σύνολό τους,  κατ’άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ, δηλαδή και κατά το μέρος που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης και συγκεκριμένα ως προς το αναγνωρισθέν ως οφειλόμενο ποσό κεφαλαίου των 3.796.771,83 ευρώ, διότι τούτο επιβάλλεται για την ενότητα της δικαστικής κρίσης, αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξη της ως άνω οριστικής απόφασης (ΕφΑνΚρ 79/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014, Αρμ 2015.208). Ως εκ τούτου, πρέπει, να κρατηθεί προς εκδίκαση η ένδικη από 18-12-2002 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. …………/20-12-2002) αγωγή, αποκλειστικώς ως προς το ως άνω μέρος της που εξαφανίσθηκαν οι εκκαλούμενες αποφάσεις, και να γίνει αυτή (αγωγή)εν μέρει δεκτή, καθώς και να αναγνωρισθεί ότι η τέταρτη εναγομένη –εκκαλούσα οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα-εφεσίβλητη το ποσό των 3.796.771,83 ευρώ (4.402.054,29 – 605.282,46).Ωστόσο κατά τη γνώμη της Εφέτη – Εισηγήτριας, Εμμανουηλίας-Αλεξάνδρας Κεχαγιά, ο ανωτέρω λόγος της εφέσεως περί αοριστίας τυγχάνει αβάσιμος στο σύνολό του, αφού η ανεύρεση του εφαρμοσθέντος στην ένδικη περίπτωση επιτοκίου ανάγεται στις αποδείξεις και αποτελεί ζήτημα μαθηματικού υπολογισμού, ώστε η παράλειψη επίκλησής του να μην καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο. Έτσι, κατά την άποψη αυτή (που δεν επικράτησε στο Δικαστήριο τούτο), θα έπρεπε να διαταχθεί συμπληρωματική πραγματογνωμοσύνη, ώστε να διαπιστωθεί περαιτέρω, στο πλαίσιο ελέγχου της βασιμότητας του έτερου λόγου εφέσεως, το ακριβές ποσοστό τόκου υπερημερίας που η ενάγουσα εφάρμοσε στην επίδικη πίστωση από την 1-1-1991 έως τις 30-11-2002 και αν μετά το κλείσιμο των 29 ενήμερων λογαριασμών χορηγήσεων της σύμβασης και τη μεταφορά της οφειλής σε λογαριασμούς οριστικής καθυστέρησης, έλαβε χώρα ανατοκισμός των τόκων αυτών υπερημερίας και δη ανά εξάμηνο, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, όπως επιτρεπόταν, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε και τις εκεί αναφερόμενες διατάξεις, στοιχείο που δεν προκύπτει από την επισκόπηση των ενσωματωμένων στην αγωγή καταστάσεων λογαριασμών, ούτε διευκρινίζεται από τον ορισθέντα πραγματογνώμονα στη σχετική έκθεσή του, παρ’ότι αποτελούσε ζήτημα ερευνητέο  από αυτόν, σύμφωνα με την εκκαλουμένη, υπ’αριθμ. 5259/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το στοιχείο αυτό θα επέτρεπε τον σχηματισμό ασφαλούς δικανικής κρίσης ως προς την ορθότητα του υπολογισμού του κονδυλίου των τόκων υπερημερίας και των επ’αυτών τόκων, που αφορούν την ενάγουσα, ανεξαρτήτως του ότι το αιτηθέν συνολικό ποσό τους, αποτελεί μέρος του συνολικώς οφειλόμενου κατά το άνω επίδικο χρονικό διάστημα, διότι θα έπρεπε να υπάρχει βεβαιότητα ότι το περιορισμένο αυτό ποσό πράγματι οφείλεται και να προσδιοριστεί η αιτία του.  Εξάλλου,πρέπει να διαταχθεί, κατ’άρθρο 495 παρ. 4 εδ.ε΄ του ΚΠολΔ, η επιστροφή του παραβόλου,που κατέθεσε η εκκαλούσα κατά την άσκηση της έφεσηςκαι να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της δυσχέρειας του νομικού ζητήματος που προέκυψε, ως προς το οποίο άλλωστε η κρίση του Δικαστηρίου δεν ήταν ομόφωνη(άρθρα 106, 179 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 6-3-2013 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../11-3-2013) έφεση της εναγομένης . ……., κατά της υπ’αριθμ. 5259/2006 μη οριστικής απόφασης (όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’αριθμ. 2399/2010 απόφαση), και της υπ’αριθμ. 4939/2012 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου (υπ’αριθμ. ……../11-3-2013, σειρά VI, τύπου Β διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ Γ΄Πειραιά), που κατέθεσε κατά την άσκησή της.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τις ανωτέρω εκκαλούμενες αποφάσεις, αποκλειστικώς, ως προς την προαναφερθείσα εναγομένη-εκκαλούσα.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 18-12-2002 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ……../20-12-2002) αγωγή, ως προς το ως άνω μέρος της που εξαφανίσθηκαν οι εκκαλούμενες αποφάσεις.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανωτέρω αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η τέταρτη εναγομένη –εκκαλούσα οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα-εφεσίβλητη το ποσό των τριών εκατομμυρίων, επτακοσίων ενενήντα έξι χιλιάδων, επτακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (3.796.771,83).

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στις 3-9-2020 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις  18-9 -2020.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΕΦΕΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ