Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 607/2020

Αριθμός    607/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2269/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρο 614 και 621 επ. ΚΠολΔ ,όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθου 1 του Ν. 4335/2015) επί της από 20/7/2016 (αριθ.καταθ. ………./2016) αγωγής των εναγόντων ήδη εφεσιβλήτων, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 19 όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν. 3994/2011), έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως την 23/11/2016 και άσκηση της υπό κρίση έφεσης με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του αρμοδίου Δικαστηρίου που εξέδωσε αυτή (εκκαλουμένη απόφαση) την 13/12/2016, ήτοι πριν την πάροδο τριάντα ημερών από την επίδοση της (απόφασης που περάτωσε τη δίκη) (άρθρα 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 518 παρ. 1, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ιδία διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.τελευταίο ΚΠολΔ, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς (αφορά εργατική διαφορά).

Οι ενάγοντες στην υπό κρίση αγωγή τους ιστορούν ότι, συνδέονταν με τον ΕΟΠΠΥ με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου από 30/4/1991 και 1/6/1995 αντίστοιχα και ότι έκτοτε παρείχαν τις υπηρεσίες τους σε αυτόν ως ιατροί, με την ειδικότητα του χειρουργού και του καρδιολόγου. Ότι παράλληλα ασκούσαν και ελεύθερο επάγγελμα, ως είχαν δικαίωμα, λειτουργώντας ιδιωτικό ιατρείο. Ότι δυνάμει των διατάξεων του Ν. 4238/2014 τέθηκαν στις 18.2.2014 σε καθεστώς διαθεσιμότητας και υπέβαλαν εμπροθέσμως αιτήσεις για την μεταφορά των εργασιακών τους σχέσεων στην οικεία Διοίκηση Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.ΠΕ) όμως κατά την λήξη του χρόνου διαθεσιμότητας δεν εντάχθηκαν σε συσταθείσα κενή οργανική θέση και δεν μεταφέρθηκε, η εργασιακή τους σχέση στην οικεία Δ.Υ.ΠΕ, λόγω μη υποβολής σχετικής αιτήσεως με προσκομιδή της σχετικής βεβαίωσης διακοπής δραστηριότητάς τους από το ελεύθερο επάγγελμα του ιατρού. Ότι η ένταξή τους σε καθεστώς διαθεσιμότητας και η αιφνίδια μεταβολή των εργασιακών τους σχέσεων ιδίως ως προς το δικαίωμα άσκησης του ελευθέρου επαγγέλματος αντίκειται σε συνταγματικές και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις  και αρχές. Ότι, κατόπιν άσκησης αίτησης ασφαλιστικών μέτρων αυτών (εναγόντων ήδη εφεσιβλήτων) καθώς και μη διαδίκου ιατρού που υπηρετούσε στα ιατρεία ΕΟΠΥΥ Πλατεία Αττικής σε βάρος του ΕΟΠΥΥ και της 1ης Δ.Υ.ΠΕ, λόγω μη διαχωρισμού του ΕΟΠΥΥ και συστάσεως κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο των κατά τόπους αρμόδιων – περιφερειακών Δ.Υ.ΠΕ, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 9253/2014 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η συζήτηση της αίτησης ως προς τον ΕΟΠΥΥ και υποχρεώθηκε το ως άνω καθ’ ου να αποδέχεται προσωρινά τις υπηρεσίες τους, χωρίς διακοπή του ελευθέρου επαγγέλματός τους. Ότι αυτοί (ενάγοντες ήδη εφεσίβλητοι) δυνάμει της ως άνω αποφάσεως παρείχαν πραγματικά και προσηκόντως τις ιατρικές υπηρεσίες τους στην ήδη διαμορφωθείσα και αρμοδία κατά τόπο 2η Δ.Υ.ΠΕ, η οποία και αποδέχθηκε αναντίρρητα αυτές (προσφερθείσες και παρασχεθείσες υπηρεσίες) χωρίς όμως να καταβάλλει τις οφειλόμενες έως σήμερα δεδουλευμένες αποδοχές τους.

Με βάση τα ανωτέρω ιστορούμενα και κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει αναγνωριστικό και εν μέρει καταψηφιστικό, οι ενάγοντες ζήτησαν, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, Α) Ο πρώτος ενάγων, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει δεδουλευμένες αποδοχές από Σεπτέμβριο 2015 έως και Ιούνιο 2016 ανερχόμενες σε 18.274,90 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτού (εναγομένου) να του καταβάλει το ποσό των 21.929,88 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές από Σεπτέμβριο 2014 έως και Αύγουστο 2015, Β) Ο δεύτερος ενάγων, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει το ποσό των 18.274,90 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές από Σεπτέμβριο 2015 έως και Ιούνιο 2016 και να αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτού (εναγομένου) να του καταβάλει το ποσό των 21.929,88 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές από Σεπτέμβριο 2014 έως και Αύγουστο 2015, νομιμοτόκως από το χρόνο που κάθε κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη δέχτηκε αυτή (αγωγή) ως κατ’ ουσία βάσιμη, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή και καταδίκασε το εναγόμενο, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα του εναγομένου που τα όρισε σε 500 ευρώ.

Ι) Σύμφωνα με το αρ. 520 παρ. 1 ΚΠολΔ το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα απαιτούμενα κατά το αρ. 118-120 στοιχεία, και τους λόγους της έφεσης, οι οποίοι αποτελούν παράπονα κατά της εκκαλουμένης απόφασης που αναφέρονται είτε σε πραγματικά ή νομικά σφάλματα του δικαστηρίου είτε ενιοτε σε παραδρομές του ίδιου του εκκαλούντος. Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, να καθορίζονται δηλ. με πληρότητα οι αιτιάσεις που αποδίδονται στην εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να είναι δυνατόν να οριοθετηθεί η εξουσία του Εφετείου και να μπορεί το Εφετείο να κρίνει για τη νομιμότητα και βασιμότητά τους. Έτσι είναι αόριστος και κατά συνέπεια απορριπτέος ως απαράδεκτος ο λόγος της έφεσης περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου από την εκκαλούμενη απόφαση, όταν δεν καθορίζεται η παραβιασθείσα ουσιαστική διάταξη (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2003 παρ. 540, 5441, Μαργαρίτης, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμ.ΚΠολΔ, τ.ΙΙ, σελ. 926-7, ΑΠ 1574/2014, ΑΠ 172/2003, Εφ.Πειρ. 38/2015, Εφ.Λαρ. 409/2015, Εφ.Πειρ. 541/2015, Εφ.Δωδ. 204/2009, Εφ.Δωδ. 96/2007, Εφ.Δωδ. 313/2005, Εφ.Δωδ. 39/2004, Εφ.Αθ. 973/2003, Εφ.Θεσσαλ. 1592/2003, Εφ.Δωδ. 64/2002, Εφ.Πειρ. 278/2002 Δημ.ΝΟΜΟΣ).

Τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επιστημονική έρευνα και την εν γένει επαγγελματική ενασχόληση, μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για να εξακριβωθεί η βασιμότητα των πραγματικών περιστατικών, που αποτέλεσαν το αντικείμενο της αποδείξεως (ΚΠολΔ 336 παρ. 4), είτε για να γίνει, μετά την εξακρίβωση της βασιμότητας αυτών, η υπαγωγή τους σε νομικούς κανόνες (ΚΠολΔ 559 αριθ. 1). Αν, στην πρώτη περίπτωση, χρησιμοποιώντας τα διδάγματα της κοινής πείρας ή τα πορίσματα της επιστήμης αντίθετα προς τις αρχές της λογικής, το δικαστήριο διαγνώσει εσφαλμένως ότι συνέτρεξαν ή όχι τα περιστατικά που στηρίζουν το δικαίωμα, δεν υπάρχει παράβαση κανενός νόμου και, άρα, δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Αν πάλι το δικαστήριο παραλείψει εντελώς να τα χρησιμοποιήσει, η παράληψη αυτή δεν ελέγχεται ως πλημμέλεια από το εδάφιο 11 του άρθρου 559, καθόσον, όπως συνάγεται από τα άρθρα 336 παρ. 4 και 339 του ΚΠολΔ, τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν καταλέγονται στα αποδεικτικά μέσα (Ολ. ΑΠ 8/2005, ΑΠ 316/2011, ΑΠ 87/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ) Από τη διάταξη του άρθρου 516 ΚΠολΔ ,συνάγεται ότι για την άσκηση έφεσης απαιτείται έννομο συμφέρον, το οποίο κρίνεται από το χρόνο άσκησης του ένδικου μέσου, ελέγχεται αυτεπαγγέλτως και υπάρχει, όταν ο διάδικος ηττήθηκε εν όλω ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, διότι απορρίφθηκαν οι αιτήσεις και οι προτάσεις του ή αντιθέτως έγιναν δεκτές οι αιτήσεις και οι προτάσεις του αντιδίκου του. Έτσι, όταν η αγωγή απορρίφθηκε, από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως παθητικά ανομιμοποίηση, ο εναγόμενος με αυτήν δε έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης κατά της απορριπτικής αυτής απόφασης (βλ.Σαμουήλ, Η έφεση έκδ.Ε΄παρ. 303, ΑΠ 503/1989 ΝοΒ 38.812, Εφ.Αθ 3729/2004). Εξάλλου, κατά το άρθρο 532 ΚΠολΔ, η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν έχει έννομο συμφέρον (Σαμουήλ ό.π παρ. 315, Εφ.Δωδ. 30/2006 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το ηττηθέν εναγόμενο ΝΠΔΔ με την επωνυμία «2η Διοίκηση Υγειονομικής Περιφέρειας (Δ.Υ.ΠΕ) Πειραιώς και Αιγαίου», το οποίο αποδίδει κατ’ ορθή νομική εκτίμηση, στην εκκαλουμένη απόφαση, Α) με τον πρώτο και τρίτο λόγο της εφέσεως παραπονείται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα, με εσφαλμένη ερμηνεία και αιτιολογία που αντίκειται στο νόμο και την «κοινή λογική» ήτοι κατ’ ορθή εκτίμηση στα διδάγματα της κοινής πείρας δέχτηκε ότι αποδέχτηκε  αυτό (εναγόμενο ήδη εκκαλών ΝΠΔΔ) τις υπηρεσίες των εναγόντων ήδη εφεσιβλήτων ιατρών. Με τους λόγους όμως αυτούς της έφεσης δεν καθορίζονται οι αιτιάσεις που αποδίδονται στην εκκαλουμένη απόφαση, που να αποδίδονται σε νομικό ή πραγματικό σφάλμα ή παραδρομή του εκκαλούντος, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του Δικαστηρίου τούτου και να είναι σε θέση να κριθεί η νομιμότητα και βασιμότητά τους. Επίσης η αόριστη και ασαφής επίκληση εσφαλμένης ερμηνείας και αντίθεσης στην «κοινή λογική» λυσιτελώς, καθώς και της αποφάσεως των ασφαλιστικών μέτρων προβάλλονται, αφού δεν υπάρχει συγκεκριμένη αιτίαση – λόγος, η παραδοχή της οποίας να οδηγεί στην εν λόγω ή εν μέρει εξαφάνιση της εκκαλουμένης. Συνεπώς, οι ως άνω λόγοι έφεσης, που διατυπώνονται με ασάφεια χωρίς να καθορίζονται τα νομικά ή πραγματικά σφάλματα της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία να δικαιολογούν την εξαφάνιση του διατακτικού της και την δυνατότητα διαμόρφωσης της δικαστικής κρίσης προς όφελος του εκκαλούντος (έννομο συμφέρον) και ως εκ τούτου είναι αόριστοι ως απαράδεκτοι.

Το εναγόμενο-εκκαλών με τον δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσης ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, με σχετική διάταξή της κήρυξε προσωρινά εκτελεστή την καταψηφιστική της διάταξη, καθόσον το άρθρο 909 παρ. 1 ΚΠολΔ δεν θεωρείται καταργημένο, αλλά συνεχίσει να ισχύει, πλην όμως ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι το αίτημα αυτό και η σχετική στη συνέχεια διάταξη της απόφασης που κηρύσσει προσωρινώς εκτελεστή αυτήν σημειώνεται ότι αυτό το αίτημα είναι νόμιμο, στηριζόμενο στις διατάξεις των άρθρων 907, 908  παρ. 1 ΚΠολΔ, διότι το άρθρο 909 περ. 1 ΚΠολΔ, το οποίο απαγορεύει την προσωρινή εκτέλεση κατά του Δημοσίου, Δήμων ή Κοινοτήτων αντιβαίνει στις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου, της παροχής πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και νομιμότητας, καθώς και στη συνταγματική επιταγή για δημοκρατική νομιμοποίηση και νομιμότητα της άσκησης της δικαστικής λειτουργίας που θεμελιώνονται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1, 26 παρ. 3, 94 παρ. 4, 95 παρ. 5 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, 2 παρ. 3 και 14 παρ. 1 του με το ν. 2462/1997 κυρωθέντος Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, επιβάλλουν το επιτρεπτό της κατά του Δημοσίου κλπ, αναγκαστικής εκτέλεσης, ανεξάρτητα από το είδος του εκτελεστού τίτλου, που αποτελεί το θεμέλιο αυτής. Οι διατάξεις αυτές, που δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλόμενων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων, που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι ανωτέρω διατάξεις εγγυώνται, όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε Δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος, που επιδικάζεται από το Δικαστήριο. Το δικαίωμα δηλαδή αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο Δικαστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητά της. Από τους πιο πάνω κανόνες δικαίου, που καθιερώνουν την αποτελεσματική δικαστική προστασία, στην οποία περιλαμβάνεται, εκτός από την οριστική, και προσωρινή δικαστική προστασία, έπεται, ότι δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 909 ΚΠολΔ, διότι με βάση τους παραπάνω νόμους επιβάλλεται το επιτρεπτό της κατά του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ και τους Ο.Τ.Α, αναγκαστικής εκτέλεσης, ανεξάρτητα από το είδος του εκτελεστού τίτλου, που αποτελεί το θεμέλιο αυτής. Τίτλο δε εκτελεστό αποτελούν και οι οριστικές αποφάσεις, που έχουν κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστές (άρθρο 904 παρ. 2α ΚΠολΔ), η εκτέλεση των οποίων εξάλλου υλοποιείται μετά ίδια μέσα. Η βασική δικονομική προϋπόθεση της ισότητας των δια δικών δεν συγχωρεί τη μη δυνατότητα εκτέλεσης σε βάρος των παραπάνω. Η διοίκηση δεν επιτρέπεται, να μειώνει την δραστικότητα δικαστικής απόφασης, που κρίθηκε προσωρινά εκτελεστή και εκδόθηκε σε βάρος της και της οποίας η ορθότητα μόνο δικαστικοί μπορεί να ελεγχθεί δηλ.από ιεραρχικά ανώτερο Δικαστήριο (Ολ ΑΠ 17/2002, ΟλΑΠ 21/2001, Εφ.Αθ. 552/2018, Εφ.Αθ 6457/2011, Π.Πρωτ.Αθ. 763/2012, Μ.Πρ.Καβ. 34/2017, Μ.Πρ.Πειρ. 5243/2013, Μ.Πρ.Σαμ. 26/2009 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, συμπληρωματικός τόμος, έκδοση 2001, υπό το άρθρο 909 παρ. 2, σελ. 844). Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκκρινε ομοίως ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, όσα δεν αντίθετα υποστηρίζει το εκκαλών με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Ενόψει όλων των παραπάνω, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας των εφεσιβλήτων στο εκκαλούν λόγω της ήττας του (άρθ. 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 7/12/2016 (αριθ.καταθ. ………./ 16.10.2018) έφεση.

Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.

Καταδικάζει το εκκαλούν στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  9 Οκτωβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ