Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 611/2020

 

Αριθμός     611/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Α)Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από 28.6.2019 (αριθ.καταθ. …………./28.6.2019) έφεση της εκκαλούσας ………… κατά της υπ’ αριθ. 5016/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων επί της από 2716/2017 (αριθ.καταθ. ………./2017) αγωγής των εναγουσών, ………….. ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αποβιώσαντος ……….. και ήδη εφεσιβλήτων. Από την με αριθ. ………/28.6.2019 πράξη κατάθεσης της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία υπάρχει αναγεγραμμένη στην ένδικη έφεση, προκύπτει ότι στις 28.6.2019 η δικηγόρος Αθηνών …………… κατέθεσε την ανωτέρω έφεση στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά. Από την έκθεση κατάθεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό ……/2019 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιά, η οποία υπάρχει συνημμένη στην ανωτέρω έφεση, προκύπτει ότι με μέριμνα της ιδίας ως άνω δικηγόρου ορίστηκε νόμιμα δικάσιμος για την εκδίκαση της έφεσης αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας (7.11.2019). Όμως πέραν του ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει κατά τρόπο σαφή ότι η …………. είναι πληρεξουσία δικηγόρος της πρώτης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας για την άσκηση της κρινόμενης έφεσης, δεν προκύπτει και ότι την συζήτηση αυτής (κρινόμενης έφεσης) επέσπευσε η πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με επίδοση αντιγράφου της, κάτω από την οποία υπήρχε αναγεγραμμένη η πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό ……../2019 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιά και κλήση προς τις εφεσίβλητες, ως παραλήπτριες του δικογράφου, να παραστούν κατά την ανωτέρω δικάσιμο (7.11.2019) και να συμμετάσχουν στη συζήτηση της ένδικης έφεσης. Από τα ανωτέρω αναφερόμενα συνάγεται ότι από την έρευνα των στοιχείων της δικογραφίας δεν προκύπτει νόμιμη κλήτευση της απολειπομένης εκκαλούσας είτε η επίσπευση της συζήτησης από την τελευταία και συνεπώς, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα στη προηγηθείσα νομική σκέψη, πρέπει να κηρυχτεί απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόμενης από 28.6.2019 έφεσης, χωρίς να διαταχθεί η συνεκδίκαση αυτής (από 28.6.2019 έφεσης) με την από 28.12.2018 έφεση, διότι δεν συντρέχουν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, οι προϋποθέσεις κατ’ άρθρο 246 ΚΠολΔ συνεκδικάσεως, αφού στην προκειμένη περίπτωση δεν διευκολύνεται ούτε επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ούτε επέρχεται μείωση των εξόδων (ΑΠ 383/2009, ΑΠ 384/2009, ΑΠ 1407/2000, Εφ.Αθ. 6312/2010 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 272 παρ. 1-2 και 524 παρ. 1-3 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι επί ερημοδικίας του εκκαλούντος στην κατ’ έφεση δίκη, εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις που ισχύουν επί ερημοδικίας του ενάγοντος κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και συνεπώς το δικαστήριο ερευνά, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών ή ο εφεσίβλητος και η έφεση απορρίπτεται ερήμην του εκκαλούντος, που επιμελήθηκε, για τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως γι’ αυτή. Ειδικότερα, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εφεσίβλητος ερευνάται εάν ο απολειπόμενος εκκαλών κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και στην αποφατική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και διατάσσεται νέα κλήτευση (άρθρα 524 παρ. 1 και 3, 272 παρ. 1 και 2, 271 ΚΠολΔ), στην καταφατική δε περίπτωση απορρίπτεται η έφεση ως ανυποστήρικτη ,χωρίς να ερευνηθεί η ουσία της υπόθεσης. Προϋπόθεση του παραδεκτού της συζήτησης της έφεσης είναι η κατά τους ορισμούς του άρθρου 271 ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, έρευνα της νόμιμης κλήτευσης του απολειπόμενου διαδίκου ή της επίσπευσης της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο, αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτηση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδ.3 και 4 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη, κατ’ άρθρο 498 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος, αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης, να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν, κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και επομένως δεν χρειάζεται νέα κλήτευση των διαδίκων. Προϋπόθεση, όμως, της εγκυρότητας της κλήτευσης αυτής, συνεπεία της αναβολής της υπόθεσης και της εγγραφής αυτής στο πινάκιο, είναι ότι ο απολειπόμενος κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο διάδικος, είτε είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση, είτε είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί για τη δικάσιμο, κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση, είτε είχε παραστεί νομίμως κατά την πρώτη αυτή δικάσιμο και, επομένως, με τη νόμιμη παράσταση και τη μη εναντίωσή του, καλύφθηκε η ακυρότητα της κλητεύσεως του κατά την αρχική δικάσιμο. Η απόρριψη της έφεσης, λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, γίνεται κατ’ουσίαν και όχι για τυπικό λόγο, παρότι στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για το λόγο αυτό είναι πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίνεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί της παραδοχής τους (Ολ ΑΠ 16/1990 Δνη 41.804, ΑΠ 268/2016, ΑΠ 355/2016, ΑΠ 467/2016, ΑΠ 322/2015, ΑΠ 1192/2015, ΑΠ 693/2014, ΑΠ 2221/2014, Εφ.Πατρών 62/2017 ΝΟΜΟΣ).

Από τη διάταξη του άρθρου 110 παρ. 2 ΚΠολΔ, απορρέει η θεμελιώδους δικονομική αρχή της ακρόασης όλων των διαδίκων.

Η τήρηση της αρχής αυτής επιβάλλει στο Δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως, αν ο διάδικος που απουσιάζει κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπόθεσης, έχει κλητευθεί να παραστεί σ’ αυτήν νομοτύπως και εμπροθέσμως και να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση, εφόσον διαπιστώσει ότι δεν έγινε τέτοια κλήτευση ή ότι αυτή δεν έγινε εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις.

Πριν από την πιο πάνω έρευνα, όμως, πρέπει να προηγηθεί από το Δικαστήριο η διακρίβωση για το ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει την συζήτηση, διότι αν ο επισπεύδων είναι ο απολειπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευσή του, ενώ αντιθέτως απαιτείται τέτοια κλήτευση, όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος διάδικος.

Σε περίπτωση αδυναμίας διακρίβωσης του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη, διότι λείπει η απαιτούμενη προδικασία, δηλαδή της κλήσης προς συζήτηση (άρθρα 106, 110 παρ. 3, 111 παρ. 1, 217, 226 παρ. 1, 228, 229, 498 ΚΠολΔ, Εφ.Λαρ. 68/2006 Δικογρ. 2007, 374, Εφ.Αθ. 1535/2001 ΑρχΝ 2001.563, ΕφΑθ 14831/1988 ΕλλΔνη 31.1048).

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων, και οι διατάξεις του άρθρου 271 ΚΠολΔ, προϋπόθεση δε του παραδεκτού της συζήτησης της έφεσης, είναι, κατά τους ορισμούς του άρθρου 271 ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 524 ΚΠολΔ, η έρευνα της νόμιμης κλήτευσης του απολειπομένου εκκαλούντος ή της επίσπευσης της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο, αλλιώς η συζήτηση είναι απαράδεκτη.

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 260 παρ. 1 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη, αν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης δεν εμφανίζονται όλοι οι διάδικοι ή εμφανίζονται, αλλά δεν μετέχουν κανονικά στη συζήτηση αυτή, ματαιώνεται.

Συνεπώς ,αν απουσιάζει τόσο ο εκκαλών, όσο και ο εφεσίβλητος, η συζήτηση ματαιώνεται (ΕφΑθ 7480/1998 ΕλλΔνη 40,1118).

Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 75 παρ. 1 ΚΠολΔ ορίζεται ότι, στις περιπτώσεις απλής ομοδικίας, κατά το άρθρο 74 του ιδίου Κώδικα, κάθε ομόδικος, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ενεργεί στη δίκη, ανεξάρτητα από τους άλλους και ότι οι πράξεις και οι παραλείψεις κάθε ομοδίκου δεν βλάπτουν ούτε ωφελούν τους άλλους.

Από την άνω ρύθμιση, με την οποία καθιερώνεται ο κανόνας της υποκειμενικής ενέργειας των διαδικαστικών πράξεων των ομοδίκων, προκύπτει ότι επί απλής ομοδικίας η δικονομική θέση καθενός των ομοδίκων, είναι ανεξάρτητη έναντι των λοιπών, οι δεν πράξεις και παραλείψεις αυτού, ούτε ωφελούν ούτε βλάπτουν τους λοιπούς (ΑΠ 111/1989 ΕλλΔνη 40.805, ΑΠ 251/1997 ΝοΒ 46,1229, ΕφΘεσσαλ. 632/2009 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 115 παρ. 3, 237 παρ. 1, 271 παρ. 1 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, για την προσήκουσα παράσταση των διαδίκων στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κατά τη συζήτηση υποθέσεως εκδικαζομένης, πλην άλλων, και κατά την τακτική διαδικασία, είναι απαραίτητη η εμπρόθεσμη κατάθεση εγγράφων προτάσεων, η παράλειψη της οποίας (κατάθεσης) συνεπάγεται την ερημοδικία του (υποχρέου) διαδίκου αυτού και την υποχρέωση του δικαστηρίου να ερευνήσει αν η έφεση και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σ’ αυτόν νομίμως και εμπροθέσμως και σε αρνητική μεν περίπτωση να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση, σε θετική δε να εφαρμόσει τα οριζόμενα στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 524 ΚΠολΔ (ΑΠ 948/01 Δνη 44.189, ΕφΑθ 3410/04 Δνη 46.586).

Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών, ανάμεσα στους ίδιους ή περισσότερους διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (ΑΠ 876/96 Δνη 1996.1562). Η συνεκδίκαση αυτή, η οποία είναι δυνητική για το δικαστήριο χωρίς η σχετική κρίση του να ελέγχεται αναιρετικά, δεν επιφέρει ανατροπή της αυτοτέλειας κάθε έννομης σχέσης (ΕΑ 2726/80 ΝοΒ 28.1216) της σύνθετης δίκης, αλλά κάθε αγωγή ή ένδικο μέσο κρίνεται χωριστά ως προς τις προϋποθέσεις του παραδεκτού και της βασιμότητας του και, επομένως, καμία μεταβολή δεν επέρχεται στις σχέσεις των διαδίκων μεταξύ τους και των διαδίκων με το δικαστήριο, πλην 1)της διεξαγωγής της σύνθετης δίκης σε κοινή διαδικασία, 2)της έκδοσης κοινής απόφασης, 3)της υποβολής κοινών, μετά όμως τη διαταχθείσα συνεκδίκαση, προτάσεων αφού, πριν απ’ αυτή (συνεκδίκαση), η οποία δεν είναι βέβαιη για τους διαδίκους, ενόψει του ότι η σχετική δυνατότητα εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου, απαιτείται η κατάθεση χωριστών για κάθε συνεκδικαζόμενη υπόθεση προτάσεων (ΕΑ 3587/08 Δνη 49.1525, 64 3651/70 Αρμ. 25.336, Μπέης υπ’ αριθ. 246 ΚΠολΔ) και 4)της έλλειψης δικαιώματος του αντιδίκου για επίσπευση της μεταγενέστερης συζήτησης για μια μόνο από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις (Βαθρακοκοίλης υπ’ αρθ. 246 αρ. 8, Εφ.Αθ. 2527/2009 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Β) 1.Η κρινόμενη από 28.12.2018 έφεση, κατά της υπ’ αριθ. 5016/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού η εκκαλουμένη κοινοποιήθηκε επιμελεία των εναγουσών ήδη εφεσιβλήτων στις 30.11.2018 στις εκκαλούσες οι οποίες άσκησαν την υπό κρίση έφεση την 28.12.2018 (αριθ.καταθ. …………/2018) πριν την πάροδο τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της ως άνω αποφάσεως που περάτωσε τη δίκη (άρθρ. 495 παρ. 1, 518 παρ. 1), αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθ. 511, 513 παρ. 1, 518, 19, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3944/2011, ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) καθόσον για το παραδεκτό της άσκησης αυτής οι εκκαλούσες κατέβαλαν, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, το αναλογούν νόμιμο παράβολο.

Στην προκειμένη περίπτωση, από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό ……./2018 της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία υπάρχει αναγεγραμμένη στην ένδικη έφεση, προκύπτει ότι στις 28.12.2019 η πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλουσών κατέθεσε την ανωτέρω έφεση στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά. Εξάλλου, από την έκθεση κατάθεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό …./2019 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιά, η οποία υπάρχει συννημένη στην ανωτέρω έφεση, προκύπτει ότι με μέριμνα του πληρεξουσίου δικηγόρου των εναγουσών, ήδη εφεσιβλήτων, ……….. και …….. εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αποβιώσαντα …….. και ήδη τριών πρώτων εφεσιβλήτων, ορίστηκε νόμιμα δικάσιμος για την εκδίκαση της έφεσης αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, ήτοι την συζήτηση της υπό κρίση έφεσης επέσπευσαν οι τρεις πρώτες των εφεσιβλήτων, οι οποίες επέδωσαν ακριβές αντίγραφο της με την πράξη κατάθεσης της γραμματέως του Εφετείου Πειραιά και κλήση προς συζήτηση να παραστεί κατά την ανωτέρω δικάσιμο, στην δεύτερη εκκαλούσα ………. (βλ. ……/4.10.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Αθηνών, …….), η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατ΄άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση στο ακροατήριο, με έγγραφες προτάσεις. Επομένως, εφόσον η δεύτερη εκκαλούσα, ερημοδικεί, πρέπει η έφεση ως προς αυτή να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα των λόγων της. Τα δικαστικά έξοδα των παρισταμένων εφεσιβλήτων, πρέπει να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, σε βάρος της ηττηθείσας δεύτερης εκκαλούσας (άρθ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό. Για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την ερήμην δικασθείσα δεύτερη εκκαλούσα πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθ. 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα επίσης οριζόμενα στο διατακτικό.

Από το άρθρο 517 σε συνδυασμό με τα άρθρ. 74-77 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με εξαίρεση την περίπτωση της αναγκαστικής ομοδικίας ο εκκαλών δεν είναι απαραίτητο να απευθύνει την έφεση εναντίον όλων των αντιδίκων του στην πρωτοβάθμιο δίκη, αλλά μπορεί να την απευθύνει μόνο εναντίον εκείνων ως προς τους οποίος εκτιμά ότι έχει συμφέρον να επιτύχει την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης αποφάσεως (Εφ.Αθ. 7906/1980, ΕλλΔνη 1980.707, Εφ.Αθ. 8532/1989, ΕλλΔνη 1990.1461). Αντίθετα η έφεση είναι απαράδεκτη απευθυνόμενη εναντίον των ομοδίκων του εκκαλούντος στον πρώτο βαθμό, είτε πρόκειται για απλούς είτε για αναγκαίους ομοδίκους (πρβλ.Ολ ΑΠ 11/1992, ΕλλΔνη  1992.759), εκτός αν συντρέχει εξαιρετική περίπτωση, όπως στη δίκη διανομής (Ολ ΑΠ 63/1981, Δ 1981.314, Ολ ΑΠ 32/1983, ΝοΒ 1983.1575) ή όταν συντρέχει στην πρωτόδικη απόφαση διάταξη απορριπτική αιτήματος του ενός ομοδίκου κατά του άλλου και γενικότερα διάταξη βλαπτική για τον εκκαλούντα και ευνοϊκή για τους ομοδίκους του (ΑΠ 1495/1984, ΕλλΔνη 1985.417, ΑΠ 1/1993, ΝοΒ 1993.1062, ΕφΑθ 4087/1992, ΕλλΔνη 1995.1145, Εφ.Αθ. 4485/1993, ΕλλΔνη 1995.217, ΕφΑθ 9398/1996, ΕλλΔνη 1998.1630), ή κατ’ επέκταση για τον προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβαίνοντα (Εφ.Αθ. 244/1998, ΝοΒ 1988.1088), ανεξάρτητα αν πρόκειται για απλή ή αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση (άρθρ. 80, 83 ΚΠολΔ) (ΑΠ 177/2017, Εφ.Λαρ. 152/2014, Εφ.Αθ. 372/2010, Εφ.Αθ. 7553/2004, Εφ.Θες. 1852/2003, Εφ.Πειρ. 905/2001, Κυριάκος Οικονόμου Η ΕΦΕΣΗ Συστηματική Κατ’ άρθρο ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθ. 517 σελ. 98-99, ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Χαρούλα Απαλαγάκη, άρθ. 517 σελ. 1414-1415, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθ. 517 σελ. 916).

2) Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η από 28.12.2018 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 5016/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία επί της από 27.6.2017 αγωγής των εναγουσών, ………. κατά των, ………, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, κατά τα προεκτεθέντα, αφού τέταρτη και πέμπτη των εφεσιβλήτων (………….) διετέλεσαν ομόδικοι των εκκαλουσών και ήταν συνεναγόμενες στην αγωγή των εναγουσών ήδη εφεσιβλήτων και συνεπώς δεν έχουν έννομο συμφέρον έναντι αυτών, δεδομένου ότι στη προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχει καμία από τι παραπάνω περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται η άσκηση έφεσης και εναντίον των συνεναγομένων ομοδίκων των εκκαλουσών. Τα δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται σε βάρος της παρισταμένης εκκαλούσας, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, διότι ελλείπει σχετική προς τούτο αίτημα.

Με την ένδικη αγωγή οι ενάγοντες ιστορούν ότι τυγχάνουν μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμου του …….., ο οποίος απεβίωσε την 7-5-2015 στην Αθήνα, και δη η πρώτη εξ αυτών ως σύζυγος του κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου, η δεύτερη εξ αυτών ως τέκνο του κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου και η τρίτη εξ αυτών ως τέκνο του επίσης κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου, όπως τούτο πιστοποιείται από διάταξη κληρονομητηρίου. Ότι κατά τους χρόνους και τόπους που αναφέρεται στην αγωγή η πρώτη και δεύτερη των εναγομένων και ο …………., ενεργώντας από κοινού και με κοινό δόλο και έχοντας ενωθεί με σκοπό να διαπράξουν κακουργηματικές απάτες κατ’ επάγγελμα, εξαπάτησαν τον …… πείθοντάς τον να τους καταβάλει το τμηματικά το συνολικό ποσό των 35.015 ευρώ στον ………….., με την εν γνώσει τους παράσταση σε εκείνον των ως άνω ψευδών γεγονότων σαν αληθινών με σκοπό να αποκομίσουν το εν λόγω παράνομο περιουσιακό όφελος σε ισόποση έτσι βλάβη της περιουσίας του. Ότι σε βάρος της πρώτης και δεύτερης των εναγομένων και του ……….. ασκήθηκε ποινική δίωξη για τα αδικήματα της απάτης από κοινού και κατ’ εξακολούθηση από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα και το συνολικό όφελος και ζημία υπερβαίνουν τα 30.000 ευρώ (τετελεσμένη και σε απόπειρα), της εκβίαση από κοινού και κατ’ εξακολούθηση (τετελεσμένη και σε απόπειρα) και της συμμορίας και, κατόπιν διενέργειας κυρίας ανακρίσεως, παραπέμφθηκαν με το υπ’ αριθμ. …../2014 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών να δικαστούν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για τα ανωτέρω αδικήματα. Ότι κατά της προδικασίας της σχετικής ποινικής διαδικασίας, και δη την 27-3-2013, ο …….. δήλωσε ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών παράσταση πολιτικής αγωγής για τη χρηματική ικανοποίηση ένεκα ηθικής βλάβης την οποία υπέστη από τις εις βάρος του προπεριγραφόμενες παράνομες πράξεις της πρώτης και δεύτερης εναγομένης και του …….. για το ποσό των 45 ευρώ με επιφύλαξη καθ’ εκάστου εξ αυτών. Ότι ακολούθως την 7-5-2015 απεβίωσε ο …… ., και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου, από τις ενάγουσας, σύζυγο και θυγατέρες του ως μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, ενώ στη συνέχεια, δη στις 16-9-2016, απεβίωσε και ο ……… και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τις αδερφές του – τρίτη και τέταρτη των εναγομένων κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου η κάθε μια, ως μοναδικοί πλησιέστεροι συγγενείς του κατά το χρόνο του θανάτου του, ενόψει του ότι ο αδελφός του ……. καθώς και τα τέκνα αυτού (…………) αποποιήθηκαν την κληρονομιά του αποβιώσαντος ……….. Ότι δυνάμει της υπ’ αριθμ. 677/2017 απόφασης του Ε΄ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, αφενός έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη για τον …….. λόγω του θανάτου του, αφετέρου δε οι πρώτη και δεύτερη των εναγομένων κηρύχθηκαν ένοχες για τα προαναφερόμενα αδικήματα (κακουργηματική απάτη, εκβίαση, συμμορία) και επιβλήθηκε σε βάρος κάθε μιας συνολική ποινή κάθειρξης 7 ετών, ενώ περαιτέρω με την ίδια απόφαση υποχρεώθηκε κάθε μια εξ αυτών να καταβάλει στις ενάγουσες, ως κληρονόμους του αποβιώσαντος αρχικώς πολιτικώς ενάγοντος, ……….. που παραστάθηκαν ως πολιτικώς ενάγουσες κατά την εν λόγω ποινική δίκη, το ποσό των 45 ευρώ στην κάθε μία, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη. Ότι συνεπεία της εκ προθέσεως παράνομης και υπαίτιας προπεριγραφόμενης συμπεριφοράς της πρώτης και δεύτερης των εναγομένων και του ……… σε βάρος του ………., προκλήθηκε στον ……….. ισόποση οικονομική ζημία, συνολικού ύψους 35.015 ευρώ, την οποία και θα πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να τους καταβάλουν, υπό την ιδιότητά τους ως κληρονόμων του αποβιώσαντος κατά το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας στην κληρονομιά του και δη κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου στην πρώτη ενάγουσα και κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου σε κάθε μια από τις δεύτερη και τρίτη των εναγουσών. Τέλος, εκθέτουν ότι εξαιτίας της ως άνω παράνομης και υπαίτιας με πρόθεση συμπεριφοράς των πρώτης και δεύτερης των εναγομένων και του ……, προξενήθηκε στον αποβιώσαντα συγγενή τους ………..  ηθική βλάβη, προς ικανοποίηση της οποίας θα πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να τους καταβάλουν το εύλογο χρηματικό ποσό των 10.000 ευρώ ,υπό την ιδιότητά τους ως κληρονόμων του αποβιώσαντος ……….. κατά το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας στην κληρονομιά του, καθότι εκείνοι με την προπεριγραφόμενη συμπεριφορά τους του προκάλεσαν έντονη ανησυχία, ταραχή, φόρο και αναστάτωση, εξουθενώνοντάς τον κυριολεκτικά, με αποτέλεσμα να διαταχτεί εντελώς ξαφνικά η ήρεμη οικογενειακή και κοινωνική του ζωή και να του προκληθεί για το λόγο αυτό μεγάλη ψυχική αναστάτωση, ταλαιπωρία, πίεση και στενοχώρια. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγουσες με την ιδιότητά τους ως κληρονόμων του ……….. ζητούν να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να τους καταβάλουν α)ως αποζημίωση λόγω περιουσιακής ζημίας το συνολικό ποσό των 35.015 ευρώ, κατά το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας στην κληρονομιά του και δη κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου στην πρώτη ενάγουσα και κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου σε εκάστη των δεύτερης και τρίτης των εναγουσών, ήτοι να υποχρεωθούν οι αντίδικοι να καταβάλουν το ποσό των 8.753,75 ευρώ στην πρώτη ενάγουσα και το ποσό των 13.130,62 ευρώ σε εκάστη των δεύτερης και τρίτης των εναγουσών, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, και ειδικότερα να υποχρεωθούν να τους καταβάλουν τα ανωτέρω ποσά αφενός μεν οι πρώτη και δεύτερη των εναγομένων, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον εκάστη, αφετέρου δε οι Τρίτη και τέταρτη των εναγομένων, ως κληρονόμοι του αποβιώσαντος …………, επίσης αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τις πρώτη και δεύτερη των εναγομένων και μεταξύ τους κατά το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας στην κληρονομιά του ……….. ήτοι κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου εκάστη εκ των τρίτης και τέταρτης των εναγομένων, β)ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 10.000 ευρώ, υπό την ιδιότητά τους ως κληρονόμων του αποβιώσαντος ……. κατά το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας στην κληρονομικά του και δη κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου στην πρώτη ενάγουσα και κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου σε κάθε μια από τις δεύτερη και τρίτη των εναγουσών, ήτοι να υποχρεωθούν να καταβάλουν το ποσό των 2.500 ευρώ στην πρώτη ενάγουσα και το ποσό των 3.750 ευρώ σε εκάστη των δεύτερης και τρίτης των εναγουσών, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον εκάστη, αφετέρου δε οι τρίτη και τέταρτη των εναγομένων, ως κληρονόμοι του αποβιώσαντος ………., επίσης αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τις πρώτη και δεύτερη των εναγομένων και μεταξύ τους κατά το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας στην κληρονομιά του ………….. ήτοι κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου εκάστη εκ των τρίτης και τέταρτης των εναγομένων.

Σύμφωνα με το άρθρο 68 του ΚΠολΔ, δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ενεργητικά μεν νομιμοποιείται να ζητήσει έννομη προστασία εκείνος που ισχυρίζεται ότι είναι δικαιούχος του επίδικου δικαιώματος, παθητικά δε εκείνος, που κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντα μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση (Κ.Μπέης, ΠολΔ, υπ’ άρθρο 68 τ.2, σελ. 360 και εκεί παραπομπές). Για τη νομιμοποίηση δηλαδή αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς, κατ’ αρχήν, να ασκεί επιρροή αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αναληθής. Η έλλειψη, εξάλλου, νομιμοποίησης, γεγονός που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης (Κ.Μπέης, όπου προηγ. Σελ. 365, Β. Βαθρακοκοίλης, Ερμην.ΚΠολΔ ικ, υπ’ άρθρο 68, τ.α, σελ. 304, επ. 397 και εκεί παραπομπές). Ενόψει, εξάλλου, της φύσεως της νομιμοποίησης, ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, για κάθε αίτηση παροχής έννομης προστασίας, η από τον εναγόμενο αμφισβήτηση των επικαλουμένων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποίησης περιστατικών, συνιστά όχι ένσταση ελλείψεως νομιμοποίησης, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής του ενάγοντος, ο οποίος φέρει προς τούτο το σχετικό βάρος αποδείξεως, με συνέπεια και σε περίπτωση που δεν αποδείξει τον περί νομιμοποιήσεώς του ισχυρισμό, την απόρριψη της αγωγής, για έλλειψη (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως, κατά τον δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντας του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Το θεμελιωτικό, εξάλλου, στοιχείο της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει ν’ αναγνωρίζεται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, γιατί ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο αυτής (Β. Βαθρακοκοίλης, όπου προηγ. Σελ. 395 και εκεί παραπομπές, Εφ.Θεσσαλ. 133/2017, Εφ.Θεσσαλ. 1221/2017, Εφ.Πειρ. 267/2015, Εφ.Πειρ. 533/2014, Εφ.Αθ. 8511/2005, Εφ.Αθ. 5685/1999 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Λόγους έφεσης, κατά την έννοια το άρθρου 520 ΚΠολΔ, που απαιτεί με ποινή ακυρότητας την ύπαρξη αυτών στο δικόγραφο της έφεσης, μπορούν να αποτελέσουν παράπονα κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του Δικαστή. Τα τελευταία μπορεί να είναι παραβιάσεις Δικονομικών Κανόνων, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή εγκατάλειψη  αιτήσεως αδίκαστης (βλ. Εφ.Αθ 2575/2009, ΕφΔωδ 70/2008 Νόμος, Σ. Σαμουήλ, ό.π, παρ. 540). Έτσι η απόρριψη του αιτήματος για αναβολή της συζήτησης, κατά το άρθρο 250 ΚΠολΔ, δεν αποτελεί σφάλμα δεκτικό έφεσης, διότι η αναβολή απόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου (βλ. ΑΠ 1247/1982, ΔΕΝ 39.1102, ΕφΠατρ 421/2006 Νόμος, ΕφΑθ 12638/1987, Αρμ ΜΒ, 1016, ΕφΘες 457/2011, Αρμ 2011/1022), ούτε θεμελιώνει τέτοιο (λόγος έφεσης) η απόρριψη του αιτήματος αναβολής της δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 249 ΚΠολΔ, αφού το δικαστήριο, έχοντας, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, διακριτική ευχέρεια να δεχθεί ή να απορρίψει αυτό (αίτημα αναβολής), δεν υποπίπτει στο σφάλμα της παράλειψης να αποφανθεί, ούτε πρόκειται για σφάλμα του διαδίκου που μπορεί να επανορθωθεί, πολύ δε περισσότερο αφού το διατακτικό της απόφασης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δεν θεμελιώνεται στην παραδοχή ή απόρριψη του αιτήματος αυτού (πρβλ.και ΑΠ 679/1973, ΝοΒ 22.68 (βλ.ΕφΘες 907/1993), ΕφΑθ 9117/1989 Νόμος, ΕφΑθ 8701/1989, ΝοΒ 29,357, ΕφΑθ 1610/1972, Αρμ 26.910, αντίθετα ΕφΑθ 12901/1987, Δνη 31.587, Σ. Σαμουήλ, ό.π, παρ. 540 περ.1ε, Εφ.Πατρ. 144/2018, Εφ.Δωδ. 204/2017, Εφ.Πειρ. 514/2015, Εφ.Λαρ. 292/2015, Εφ.Αθ. 12901/1987 δημ. ΝΟΜΟΣ, Κεραμέας /Κονδύλης/ Νίκας Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθ. 520 σελ. 928 αρ. 20).

Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, πλην του αιτήματος χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης των εναγουσών υπό την ιδιότητά τους ως κληρονόμων του αποβιώσαντος ……….., δέχτηκε κατά τα λοιπά την αγωγή εν μέρει ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τις εναγόμενες να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρο κάθε μία α)στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 8.753,75 ευρώ, β)στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 13.130,62 ευρώ και στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των 13.130,62 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και έως εξοφλήσεως και ειδικότερα η τρίτη και τέταρτη εναγομένη αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με την πρώτη και δεύτερη εναγομένη έως το μέτρο της κληρονομικής τους μερίδας (τρίτης και τέταρτης εναγομένης), ήτοι κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου η κάθε μια.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση η πρώτη εκκαλούσα: Α) διατείνεται με το σχετικό λόγο της εφέσεως της ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση, απέρριψε το αίτημά της για αναστολή της δίκης κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ, λόγω εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας που επηρεάζει τη διάγνωση της υπό κρίση διαφοράς. Ο λόγος όμως αυτός της εφέσεως ,πρέπει, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, να απορριφθεί ως απαράδεκτος, Β) Με τους λοιπούς σχετικούς λόγους της εφέσεως παραπονείται ότι εσφαλμένα και παρά το νόμο η εκκαλουμένη απόφαση έκανε δεκτή την αγωγή των αντιδίκων (εναγουσών ήδη τριών πρώτων εφεσιβλήτων), η οποία (αγωγή) πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη, καταχρηστική, νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη. Ειδικότερα, 1) οι λόγοι της εφέσεως με τους οποίους παραπονείται η εκκαλούσα ότι εσφαλμένα και παρά το νόμο απορρίφθηκε η ένσταση έλλειψης νομιμοποίησης για την άσκηση της υπό κρίση αγωγής και ως προς αυτή (τρίτη εναγομένη ήδη πρώτη εκκαλούσα) είναι απαράδεκτοι λόγω αοριστίας και πρέπει να απορριφθούν, αφού δεν καθορίζονται οι αιτιάσεις που αποδίδονται στην εκκαλουμένη απόφαση, ήτοι παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου και του συγκεκριμένου σφάλματος, είτε κακή εκτίμηση των αποδείξεων είτε μη αναφορά στο αγωγικό δικόγραφο των θεμελιωτικών στοιχείων από τα οποία να προκύπτει ο σύνδεσμος εναγουσών – εναγομένων, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του Δικαστηρίου και να μπορεί να κριθεί η νομιμότητα και βασιμότητα των σχετικών λόγων (δεύτερος/ τρίτος/τέταρτος). Για τον ίδιο ως άνω λόγο, είναι απαράδεκτοι λόγω αοριστίας και απορριπτέοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης περί αναπόδεικτου των ισχυρισμών των αντιδίκων – εναγουσών και εσφαλμένης επιδικάσεως σε βάρος τους του ποσού των 35.015 ευρώ αλληλεγγύως και εις ολόκληρον και μάλιστα κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας χωρίς ειδικότερα προσδιορισμό, καθόσον δεν καθορίζονται οι αιτιάσεις που αποδίδονται στην απόφαση, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του Δικαστηρίου και να είναι σε θέση ο δικαστής να κρίνει για τη νομιμότητα και τη βασιμότητά τους (Χαρούλα Απαλαγάκη, ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 520 σελ. 1428-1429, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθ. 520 σελ. 926), 2) Ο λόγος της έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή απορρίφθηκε η προβληθείσα ένσταση καταχρηστική ασκήσεως του δικαιώματος του άρθρου 281 ΑΚ, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον δεν καθορίζονται οι αιτιάσεις και τα σφάλματα που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση που δικαιολογούν την εξαφάνιση του διατακτικού της, είτε (σφάλματα) στην εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, που πρέπει να αναφέρονται και οι πραγματικές διαπιστώσεις (παραδοχές) της ελάσσονος προτάσεως που θεμελίωσαν την κρίση του δικαστηρίου για την αβασιμότητα της ενστάσεως και που ακριβώς εντοπίζεται η παράβαση του κανόνα δικαίου (Ολ ΑΠ 27/1998, Ολ ΑΠ 1/1995, απ 859/2002, Εφ.Δωδ. 96/2007, Εφ.Πειρ. 241/2015 δημ. ΝΟΜΟΣ), ή του δικονομικού δικαίου ή στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, 3) Ο λόγος της έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι αναιτιολόγητα απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο η ένσταση αοριστίας της υπό κρίση αγωγή, είναι προεχόντως αόριστος και πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι ο ισχυρισμός για αοριστία αγωγής προτεινόμενος ή επαναφερόμενος ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί να διαλαμβάνει απλώς ότι η αγωγή είναι αόριστη, αλλά πρέπει να αναφέρει τις συγκεκριμένες αοριστίες σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά, που είναι ουσιώδη και απαραίτητα για τη στήριξη του αγωγικού δικαιώματος, εξαιτίας των οποίων δεν παρέχεται το δικαίωμα στον μεν εναγόμενο να αμυνθεί, στο δε δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις (ΑΠ 1271/1995, Εφ.Λαρ. 160/2007, Εφ.Λαμ. 187/2010, Εφ.Θεσσαλ. 66/2010, Εφ.Πατρών 201/2011, Εφ.Πατρών 160/2019, δημ.ΝΟΜΟΣ), 4) Ο λόγος της έφεσης με τον οποίο ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα επιδικάσθηκε δικαστική δαπάνη ποσού 1450 ευρώ, αφού παρίστατο με το ευεργέτημα της πενίας, είναι μεν παραδεκτός, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης, είναι όμως αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος, καθόσον δεν αναφέρεται ο νομικός κανόνας που παραβιάσθηκε και ο τρόπος παραβίασης αυτού, συνεπεία της οποίας (παραβίασης) καθίσταται η επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη μη νόμιμη (Εφ.Πατρών, ό.π, Εφ.Πειρ. 24/2016 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της. Η δικαστική δαπάνη των τριών πρώτων εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της πρώτης εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό. Πρέπει δε να λεχθεί ότι η παροχή του ευεργετήματος πενίας ή της παροχής νομικής βοήθειας, θεσμός που προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 198 επ. ΚΠολΔ και 1,2,4 και 9 του ν.3226/2004 «νομική βοήθεια σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος», αντίστοιχα, δεν εμποδίζει το δικαστήριο, σε περίπτωση ήττας εκείνου που έτυχε του ευεργετήματος πενίας ή έλαβε τη νομική βοήθεια, όπως η πρώτη εκκαλούσα, σύμφωνα με την ……/2019 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, να επιβάλει σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα των αντιδίκων της. Η είσπραξη όμως, αυτών δεν μπορεί να επιδιωχθεί με αναγκαστική εκτέλεση πριν πάψουν να υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την παροχή του ευεργετήματος πενίας ή της νομικής βοήθειας και βεβαιωθεί τούτο με απόφαση του αρμόδιου δικαστή (ΑΠ 1403/2012, 2069/2013, ΑΠ 724/2017 δημ.ΝΟΜΟΣ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100) ευρώ που καταβλήθηκε κατά την άσκηση της έφεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Α)Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 28.6.2019 (αριθ.καταθ. ……./28.6.2019) έφεσης της εκκαλούσας ……….. κατά της υπ’ αριθ. 5016/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την οποία δεν συνεκδικάζει με την από 28.12.2018 (αριθ.καταθ. ……../28.12.2018) έφεση.

Β)1: Δικάζει ερήμην της δεύτερης εκκαλούσας . ………..

Ορίζει παράβολο διακόσια ενενήντα (290) ευρώ, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας.

Απορρίπτει την από 28.12.2018 (αριθ.καταθ. …/2018) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 5016/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των παρισταμένων εφεσιβλήτων του παρόντα βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.

2.Δικάζει αντιμωλία της πρώτης εκκαλούσας και των τριών πρώτων εφεσιβλήτων.

Απορρίπτει την από 28.12.2018 (αριθ.καταθ. ……/2018) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 5016/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ως προς την ……. και ………..

3.Δικάζει αντιμωλία της πρώτης εκκαλούσας των τριών πρώτων εφεσιβλήτων.

Απορρίπτει την από 28.12.2018 (αριθ.καταθ. ……../2018) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 5016/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Επιβάλλει σε βάρος της πρώτης εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των παρισταμένων εφεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100) ευρώ, που καταβλήθηκε κατά την άσκηση της έφεσης.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  9 Οκτωβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων, όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ