Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 581/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

581/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα E.T..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τα κάτωθι αναφερόμενα δικόγραφα: α) Η από 30.4.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../15.5.2018 και ………/15.5.2018) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό αιτούσας/ναυτικής εταιρίας της στηριζομένης στη διάταξη του άρθρου 791 του ΚΠολΔ από 28.3.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/29.3.2017) αίτησης, που ασκήθηκε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της υπ’αριθμ.1551/2018 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε στο σύνολό της η εν λόγω αίτηση ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, και β) η ασκηθείσα το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου από 19.9.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../19.9.2018) κύρια παρέμβαση του …………, προσθέτως παρεμβάντος στον πρώτο βαθμό υπέρ του κυρίως παρεμβάντος στην ανοιγείσα με την άσκηση της αίτησης δίκη Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία (δικόγραφα) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).

Η έννοια του διαδίκου, όπως αυτή καθορίζεται στα πλαίσια της αμφισβητουμένης δικαιοδοσίας, δεν προσαρμόζεται στη ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 741-781 του ΚΠολΔ διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, στην οποία δεν υπάρχει αντιδικία, αλλά μετέχουν στην διαδικασία αυτή οι ενδιαφερόμενοι για το ρυθμιστικό μέτρο, οι οποίοι αποκτούν την ιδιότητα του διαδίκου α) με την υποβολή της αίτησης για την εκδίκαση ορισμένης υπόθεσης της εκουσίας δικαιοδοσίας, β) με την κλήτευσή τους στη διαδικασία αυτή κατόπιν διαταγής του αρμοδίου δικαστηρίου (άρθρο 748 παρ.3 του ΚΠολΔ), γ) με την άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 752 του ΚΠολΔ), δ) με την προσεπίκλησή τους, που γίνεται με πρωτοβουλία κάθε διαδίκου ή αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρο  753 του ΚΠολΔ). Συνεπώς, κατά την ανωτέρω διαδικασία ο καθ’ου η αίτηση δεν προσλαμβάνει την ιδιότητα του διαδίκου με μόνη την απεύνθυνση της αίτησης εναντίον του, αν δεν κλητεύθηκε ύστερα από διαταγή του δικαστηρίου, δεν προσκλήθηκε ή δε άσκησε παρέμβαση, ακόμη και όταν, χωρίς πάντως να ασκήσει παρέμβαση, παραστεί στη δίκη (ΑΠ 546/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 762 του ΚΠολΔ, που ρυθμίζει την παθητική νομιμοποίηση της έφεσης κατά των αποφάσεων, οι οποίες εκδίδονται κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, “αν περισσότεροι έλαβαν μέρος στην πρωτόδικη δίκη, η έφεση που ασκεί ένας από αυτούς απευθύνεται κατά των άλλων ή των καθολικών διαδόχων ή των κληρονόμων τους”.  Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι το ένδικο μέσο κατά απόφασης που εκδίδεται κατά την εκουσία δικαιοδοσία, πρέπει να απευθύνεται καθ’όλων εκείνων που έλαβαν μέρος στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, ανεξάρτητα αν μεταξύ τους υπήρχαν αντίθετα συμφέροντα (βλ. σχετ. ΑΠ 1477/2018 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, η οποία αναφέρεται στην αναίρεση κατά απόφασης εκδοθείσας κατά την εκουσία δικαιοδοσία, και με την οποία κρίθηκε ότι η ως άνω αναίρεση θα έπρεπε να απευθύνεται και κατά του ασκήσαντος στον πρώτο βαθμό πρόσθετη παρέμβαση στην υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 769 εδαφ. γ΄ του ΚΠολΔ, που προβλέπει την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 762 του ΚΠολΔ και για την παθητική νομιμοποίηση της αναίρεσης κατά αποφάσεων, που εκδίδονται κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, και διατάχθηκε η κλήτευση του προσθέτως παρεμβάντος). Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό αιτούσας ναυτικής εταιρίας κατά της υπ’αριθμ. 1551/2018 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν, αφενός μεν η στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 791 του ΚΠολΔ από 28.3.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………./29.3.2017) αίτηση της ανωτέρω διαδίκου, με την οποία ζητήθηκε να αρθεί η εκκρεμότητα, που δημιουργήθηκε εξαιτίας της εγγράφως διατυπωθείσας άρνησης του Νηολόγου και Ναυτικού Υποθηκοφύλακα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά με σχετικώς συνταχθείσα έκθεσή του, επί υποβληθείσας αίτησής της μετά των συνημμένων σ’αυτήν εγγράφων, να εκδώσει έγγραφο εθνικότητας του, ήδη καταχωρηθέντος στο νηολόγιο του ως άνω Λιμεναρχείου ως ναυπηγούμενου, ρυμουλκού πλοίου, πλοιοκτησίας της, λόγω αποπεράτωσης της ναυπήγησής του, και να υποχρεωθεί ο ανωτέρω Νηολόγος να εκδώσει και να της χορηγήσει το συγκεκριμένο έγγραφο, αφετέρου δε η από 25.4.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./25.4.2017) κύρια παρέμβαση στην εκκρεμή επί της αίτησης δίκη του Ελληνικού Δημοσίου ως κατά νόμο εκπροσώπου του ανωτέρω Νηολόγου και Ναυτικού Υποθηκοφύλακα, με την οποία ζητήθηκε η απόρριψη της αίτησης, καθώς και η από 12.6.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./12.6.2017) πρόσθετη υπέρ του κυρίως παρεμβάντος παρέμβαση του . ………… ως εργολάβου/κατασκευαστή του εν λόγω ρυμουλκού δυνάμει έγγραφης σύμβασης, καταρτισθείσας μεταξύ του ιδίου και της πλοιοκτήτριας/αιτούσας, αντιμωλία απάντων αυτών, κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, στη συνέχεια απορρίφθηκε η αίτηση στο σύνολό της ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, ενώ η κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου (απορρίφθηκε) ως απαράδεκτη, και, συνακόλουθα, και η υπέρ αυτού πρόσθετη παρέμβαση του ως άνω φυσικού προσώπου ως καταστάσα πλέον άνευ αντικειμένου, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2 520 παρ.1, 591 παρ.1 εδαφ.α΄, 760, 761, και 762 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 15.5.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………..15.5.2018), καθώς ουδείς επικαλείται ότι έχει λάβει χώρα επίδοση της πρωτόδικης απόφασης, ούτε άλλωστε τέτοια επίδοση προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 27.3.2018  [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 15.5.2018, ήτοι μετά την 1η.1.2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.2 του ίδιου νόμου), αλλά και η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί στις 27.3.2018, όπως προεκτέθηκε, δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (στις 23.7.2015)], ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο του ένδικου μέσου, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, με την επισήμανση ότι, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, η έφεση θα έδει να απευθύνεται κατά όλων όσων έλαβαν μέρος στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του ………….., πρωτοδίκως κυρίως παρεμβάντος και προσθέτως υπέρ του τελευταίου παρεμβάντος αντίστοιχα, οι οποίοι, τοιουτοτρόπως, κατέστησαν διάδικοι στον πρώτο βαθμό, όπερ δε συνέβη εν προκειμένω (η έφεση δεν απευθύνεται κατ’αυτών, αλλά αναφέρονται στο εφετήριο ως προς ους το εν λόγω δικόγραφο θα κοινοποιηθεί), διαταχθείσης όμως της κλήτευσής τους στην έκκλητη δίκη με διαταγή του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου κατά τον προσδιορισμό της έφεσης προς συζήτηση, και πράγματι κοινοποιηθέντος προς αυτούς αντιγράφου του εφετηρίου εντός της ταχθείσας από τον ανωτέρω Δικαστή προθεσμίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 748 παρ.3 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στα ένδικα μέσα στη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρο 760 παρ.1 εδαφ. α΄του ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες υπ’αριθμ………../29.5.2018 και ……./4.6.2018 εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή …………… (στο Ελληνικό Δημόσιο και στο Νηολόγο και Ναυτικό Υποθηκοφύλακα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς) και υπ’αριθμ………./4.6.2018 έκθεση επίδοσης του ιδίου Δικαστικού Επιμελητή (στο ………..), κατέστησαν ομοίως αυτοί διάδικοι και στη δίκη της έφεσης. Περαιτέρω, η ανωτέρω εκκαλούσα ναυτική εταιρία με τις νομόπυπα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις της άσκησε παραδεκτά, λόγω της ειδικής διαδικασίας της εκουσίας δικαιοδοσίας, κατά την οποία εκδικάζεται η υπόθεση και στο δεύτερο βαθμό (άρθρο 764 παρ.1 του ΚΠολΔ), πρόσθετους λόγους έφεσης, με τους οποίους πλήττει το ήδη προσβληθέν με το δικόγραφο της έφεσης κεφάλαιο της εκκαλουμένης, που αφορά στην απόρριψη της αίτησής της ως ουσιαστικά αβάσιμης (άρθρο 520 παρ.2 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, καθώς και το δικόγραφο των προσθέτων λόγων αυτής, τα οποία παραδεκτά φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμοδίου προς εκδίκασή τους, ενόψει και της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 19 και 31 παρ.1 του ΚΠολΔ, και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνουν τυπικά δεκτά και να διερευνηθούν περαιτέρω κατά το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενα (άρθρο 246 του ΚΠολΔ) κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση.

Ο ………….., προσθέτως παρεμβάς στον πρώτο βαθμό κατά την εκδίκαση της αίτησης υπέρ του κυρίως παρεμβάντος Νηολόγου και Ναυτικού Υποθηκοφύλακα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, νόμιμα εκπροσωπηθέντος από το Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη αναφερθεί, άσκησε το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη δίκη επί της ασκηθείσης έφεσης της αιτούσας/ναυτικής εταιρίας σε βάρος της απορριπτικής της αίτησής της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κύρια παρέμβαση, με την οποία, επικαλούμενος ότι δυνάμει σύμβασης έργου, εγγράφως καταρτισθείσας με την αιτούσα και ήδη εκκαλούσα, ανέλαβε ως εργολάβος την εκτέλεση του συνόλου των ελασματουργικών και σωληνουργικών εργασιών του υπό ναυπήγηση τελούντος ρυμουλκού της με την ονομασία «Χ», με δικά του μέσα, εξοπλισμό και εξειδικευμένο προσωπικό, και με υλικά της ανωτέρω, αντί συμφωνηθείσης αμοιβής, ότι, παρότι εκτέλεσε προσηκόντως τις αναληφθείσες εργασίες, που αφορούσαν στην κατασκευή ολοκλήρου του κυρίου σώματος (hull) του εν λόγω ρυμουλκού, η αντίδικός του εξακολουθεί να του οφείλει το ποσό των 342.681,36 ευρώ ως υπόλοιπο της εργολαβικής αμοιβής του, με αποτέλεσμα να αρνηθεί να υπογράψει το συνταχθέν απ’αυτήν πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής του ρυμουλκού, που αποτελεί το κατά νόμο απαιτούμενο δικαιολογητικό, αποδεικνύον την αποπεράτωση της ναυπήγησής του, για την έκδοση εγγράφου εθνικότητας αυτού από το Νηολόγο και Ναυτικό Υποθηκοφύλακα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, καθώς και ότι ο τελευταίος, ακριβώς λόγω της μη προσκόμισης του ως άνω εγγράφου από την πλοιοκτήτρια, ορθά απέρριψε εγγράφως με έκθεσή του υποβληθείσα αίτησή της με αυτό το αίτημα, όπως – επίσης ορθά – έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, που εκδόθηκε επί της ενώπιόν του ασκηθείσας αίτησής της, ελέγχοντας το σύννομο ή μη της άρνησης του νηολόγου, ζήτησε την απόρριψη της κρινόμενης έφεσης. Η ανωτέρω κύρια παρέμβαση, όπως χαρακτηρίζεται η παρέμβαση στη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, κατά την οποία εκδικάζεται και η ένδικη υπόθεση επί της ασκηθείσης έφεσης, όταν ο παρεμβαίνων επιδιώκει την απόρριψη της αίτησης, με την οποία ανοίχθηκε η δίκη, ή τη ρύθμιση του επιδίκου αντικειμένου κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον που ζητείται με την αίτηση, καθώς υφίσταται στην περίπτωση αυτή το στοιχείο του αμοιβαίου αποκλεισμού των εκατέρωθεν υποβληθέντων αιτημάτων, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, ειδικότερα δε κύρια παρέμβαση είναι αυτή με την οποία ο παρεμβαίνων αντιδικεί με τον αιτούντα, είτε ζητώντας μόνον την απόρριψη της αρχικής αίτησης, δίχως υποβολή νέου αυτοτελούς αιτήματος, είτε ζητώντας, εκτός από την απόρριψή της, και την παραδοχή ενός νέου αυτοτελούς αιτήματος, ενώ, εφόσον ο παρεμβαίνων υποστηρίζει την αίτηση εκείνου που κίνησε τη διαδικασία, πρόκειται για άσκηση πρόσθετης παρέμβασης (ΑΠ 208/2017, ΑΠ 148/2014, ΑΠ 1076/2002, ΕφΑθ 4613/2019, ΕφΠατρ 9/2017, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος), απορριπτέα τυγχάνει ως απαράδεκτη, πρωτίστως διότι δε μπορεί να ασκηθεί το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, καθώς αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 79 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως η παρ.1 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο πρώτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 και ισχύει εν προκειμένω, καθώς η ένδικη παρέμβαση ασκήθηκε μετά την 1η1.2016 (ΦΕΚ Α 87΄, με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το  άρθρο ένατο  παρ.4 του αυτού άρθρου και νόμου, από 1.1.2016), σύμφωνα με την οποία «αν τρίτος αντιποιείται ολόκληρο ή ένα μέρος από το αντικείμενο της δίκης που εκκρεμεί ανάμεσα σε άλλους, έχει δικαίωμα να παρέμβει κυρίως στον πρώτο βαθμό.”, αλλά και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι ο ανωτέρω παρεμβαίνων δεν είναι τρίτος, μη διάδικος σε σχέση με την εκκρεμούσα δίκη επί της κρινόμενης έφεσης, όπως απαιτείται να ισχύει σε οποιοδήποτε είδος παρέμβασης, αλλά έχει ήδη καταστεί διάδικος στην παρούσα δίκη, αφού την κλήτευσή του διέταξε ο δικαστής κατά τον προσδιορισμό της έφεσης προς συζήτηση, όπερ και εγένετο, διά της επίδοσης σ’αυτόν του εφετηρίου με κλήση προς συζήτηση κατά την ορισθείσα δικάσιμο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην απόφαση και στη μείζονα σκέψη (άρθρα 748 παρ.3 και 760 του ΚΠολΔ), με αποτέλεσμα η ασκηθείσα κύρια παρέμβασή του να είναι απαράδεκτη και ελλείψει εννόμου συμφέροντός του να παρέμβει και συμμετάσχει στην έκκλητη δίκη, στην οποία έχει ήδη αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου. Τέλος, διάταξη περί επιβολής σε βάρος του κυρίως παρεμβαίνοντος, που ηττήθηκε, καθώς απορρίφθηκε η ασκηθείσα κύρια παρέμβασή του, της δικαστικής δαπάνης της καθ’ης η κύρια παρέμβαση, δεν θα περιληφθεί στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, ελλείψει υποβολής σχετικού αιτήματος από πλευράς της ανωτέρω (άρθρο 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).

Η αιτούσα ναυτική εταιρία με την από  28.3.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../29.3.2017) αίτησή της, την οποία άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε, αφενός μεν να αρθεί η εκκρεμότητα, που δημιουργήθηκε, εξαιτίας της μη σύννομης άρνησης του Νηολόγου και Ναυτικού Υποθηκοφύλακα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά περιληφθείσα σε έκθεσή του επί υποβληθείσας αίτησής της, να εκδώσει και της χορηγήσει έγγραφο εθνικότητας του ήδη νηολογηθέντος στο ανωτέρω νηολόγιο ως ναυπηγούμενου ρυμουλκού πλοίου, πλοιοκτησίας της, με την ονομασία «Χ», λόγω αποπεράτωσης της ναυπήγησής του, με την αβάσιμη επίκληση  στην απορριπτική έκθεσή του της μη προσκόμισης από πλευράς της, μεταξύ των λοιπών υποβληθέντων κατά την κατάθεση της αίτησής της εγγράφων, πρωτοκόλλου παράδοσης – παραλαβής του πλοίου με θεώρηση του γνησίου των υπογραφών του νομίμου εκπροσώπου της ιδίας και του διατηρούντος ατομική επιχείρηση ………., ο οποίος, δυνάμει εγγράφως καταρτισθείσας μεταξύ τους σύμβασης έργου, ανέλαβε την υποχρέωση της αντί αμοιβής εκτέλεσης των ελασματουργικών και σωληνουργικών εργασιών επί του πλοίου, ως, σύμφωνα με τα ειδικότερα στην εν λόγω έκθεση αναφερόμενα, κατά νόμο «απαιτούμενου», αλλά και «συμπεφωνημένου» στο σχετικώς συνταχθέν ιδιωτικό συμφωνητικό, δικαιολογητικού για την απόδειξη του γεγονότος της οριστικής αποπεράτωσης των εργασιών ναυπήγησης, καθώς, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, το γεγονός αυτό και, συνακόλουθα, η κατ’ουσίαν παράδοση του ρυμουλκού ως αποπερατωθέντος και η παραλαβή του από την ίδια, προκύπτει εν προκειμένω αδιαμφισβήτητα από άλλα στοιχεία, και δη από την έκδοση πιστοποιητικού καταμέτρησης αυτού, αλλά και πρωτοκόλλου παράδοσης  – παραλαβής της έτερης εργολάβου, που ενεπλάκη στην κατασκευή του ιδίου πλοίου, εταιρίας με την επωνυμία «…………..», ενώ η άρνηση υπογραφής τέτοιου πρωτοκόλλου και από τον εργολάβο ………, ούτως ώστε να προσκομισθεί στο νηολόγο, οφείλεται σε αόριστη προβολή εκ μέρους του επιπλέον οικονομικών αξιώσεων, ποσού 100.000 ευρώ, παρότι η συμφωνηθείσα αμοιβή του έχει πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί, αφετέρου δε να υποχρεωθεί ο ανωτέρω Νηολόγος, που σε κάθε περίπτωση δεν έχει κατά νόμο την εξουσία να υπεισέλθει στις όποιες τυχόν διαφορές μεταξύ κατασκευαστή και πλοιοκτήτη/εργοδότη από τη σύμβαση ναυπήγησης του πλοίου ούτως ώστε να αποφανθεί επί της ενώπιόν του κατατεθείσας αίτησής της, να εκδώσει και της χορηγήσει το αιτηθέν έγγραφο. Περαιτέρω, το Ελληνικό Δημόσιο, ως κατά νόμο εκπρόσωπος του Νηολόγου και Ναυτικού Υποθηκοφύλακα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, και ευθυνόμενο κατά τη διάταξη του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ για τις πράξεις και παραλείψεις του, με το από 25.4.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../25.4.2017) δικόγραφό του, που άσκησε ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, παρενέβη κυρίως στην εκκρεμή επί της προαναφερθείσας αίτησης δίκη, ζητώντας, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους σ’αυτό λόγους, που αφορούν στο σύννομο της άρνησης του ως άνω νηολόγου να εκδώσει και χορηγήσει στην αιτούσα έγγραφο εθνικότητας του ρυμουλκού πλοίου, κυριότητάς της, συνεπεία της αποπεράτωσης της ναυπήγησής του, την απόρριψη της αίτησης. Τέλος, ο ……… με το από 12.6.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../12.6.2017) ιδιαίτερο δικόγραφο, που άσκησε ενώπιον του αυτού ως άνω Δικαστηρίου, επικαλούμενος έννομο συμφέρον, ειδικότερα συνιστάμενο στο ότι η αιτούσα εξακολουθεί να του οφείλει το ποσό των 368.191,08 ευρώ, πλέον τόκων, ως υπόλοιπο συμφωνηθείσης εργολαβικής αμοιβής του, για την προσήκουσα εκτέλεση του συνόλου των ελασματουργικών και σωληνουργικών εργασιών στο υπό ναυπήγηση ρυμουλκό πλοίο της, που ανέλαβε δυνάμει εγγράφως καταρτισθείσας μεταξύ τους σύμβασης έργου, με αποτέλεσμα βασίμως να μην υπογράφει το αναγκαίο για την έκδοση από το Νηολόγο του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά του αιτηθέντος από την πλοιοκτήτρια εγγράφου εθνικότητας του πλοίου αυτού πρωτόκολλο παράδοσης  – παραλαβής λόγω αποπεράτωσης της ναυπήγησής του, και ο Νηολόγος βασίμως να αρνηθεί να εκδώσει και χορηγήσει το συγκεκριμένο έγγραφο ως εκ της μη προσκόμισης ενώπιόν του όλων των απαραίτητων δικαιολογητικών, παρενέβη προσθέτως υπέρ του κυρίως παρεμβάντος Ελληνικού Δημοσίου, που διώκει την απόρριψη της αίτησης, στην εκκρεμή επί της αίτησης αυτής δίκη. Επί απάντων των ανωτέρω δικογράφων εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 1551/2018 οριστική απόφαση, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν αυτά, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, απορρίφθηκαν η κύρια παρέμβαση ως απαράδεκτη, και ακολούθως, και η πρόσθετη υπέρ του κυρίως παρεμβάντος παρέμβαση, καθώς και η αίτηση ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι έγινε δεκτό ότι σύννομα ο Νηολόγος και Ναυτικός Υποθηκοφύλακας του Κεντρικού Λιμεναρχείου του Πειραιά αρνήθηκε εγγράφως να εκδώσει και χορηγήσει στην αιτούσα έγγραφο εθνικότητας του ήδη καταχωρηθέντος στο ως άνω νηολόγιο ως ναυπηγούμενου ρυμουλκού πλοίου, κυριότητάς της, λόγω αποπεράτωσης των εργασιών ναυπήγησής του, αφού δεν προσκομίσθηκε απ’αυτήν, μεταξύ των λοιπών απαιτουμένων δικαιολογητικών, πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής του πλοίου υπογεγραμμένο από τον εργολάβο/κατασκευαστή του ………., όπερ συνιστά «ουσιωδέστατη έλλειψη» στα υποβληθέντα έγγραφα της αιτούσας, υπό την έννοια του άρθρου 37 του Β.Δ. 10/17.7.1910, που δικαιολογεί τοιαύτη άρνηση, καθώς και ότι ο προβληθείς ισχυρισμός της αιτούσας περί ουσιαστικής αποπεράτωσης της ναυπήγησης και παράδοσης του πλοίου, χωρίς παρόλα αυτά να συνταχθεί σχετικό πρωτόκολλο λόγω προβολής περαιτέρω οικονομικών αξιώσεων από τον εργολάβο, ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί, ανεξαρτήτως της βασιμότητάς του, αφού το δικαστήριο, προκειμένου να άρει την ανακύψασα εκ της άρνησης του ως άνω Νηολόγου εκκρεμότητα, και να τον υποχρεώσει να προβεί στην έκδοση του συγκεκριμένου εγγράφου, που αιτήθηκε η πλοιοκτήτρια, κατ’άρθρο 791 του ΚΠολΔ, οφείλει και δικαιούται να εξετάσει ό,τι ακριβώς έλαβε υπόψη του και αυτός για να αποφανθεί επί της υποβληθείσης αίτησης, και όχι την ουσία της διαφοράς μεταξύ της αιτούσας και του εργολάβου ………., και δη να διευρευνήσει το εάν οι εργασίες ναυπήγησης του εν λόγω πλοίου, που ανέλαβε αυτός να εκτελέσει, πράγματι αποπερατώθηκαν και το πλοίο όντως έχει παραδοθεί στην πλοιοκτήτρια, ούτε βέβαια τη βασιμότητα των προβαλλομένων οικονομικών αξιώσεών του. Για το κεφάλαιο της εκκαλουμένης, που αφορά στην απόρριψη της αίτησής της ως ουσιαστικά αβάσιμης, παραπονείται η αιτούσα με την έφεσή της, καθώς και τους ασκηθέντες με τις κατατεθείσες κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις της πρόσθετους λόγους, που πλήττουν το αυτό  – ήδη εκκληθέν – κεφάλαιο, προβάλλοντας αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την απορριπτική του αυτή κρίση, ζητώντας την παραδοχή της έφεσής της και κατ’ουσίαν, ούτως ώστε, αφού εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το πληττόμενο κεφάλαιο, και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει δεκτή η αίτησή της και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας.

Σύμφωνα με το άρθρο 791 παρ.1 και 2 του ΚΠολΔ, όποιος τηρεί δημόσια βιβλία στα οποία καταχωρίζονται πράξεις ή αποφάσεις που έχουν σχέση με τη σύσταση, μεταβίβαση ή κατάργηση δικαιωμάτων ιδιωτικού δικαίου, ή εγγράφονται ή εξαλείφονται κατασχέσεις, ή εγγράφονται αγωγές ή ανακοπές, ή γίνονται σημειώσεις γι’αυτές, αν αρνείται να ενεργήσει όπως του ζητείται, οφείλει το αργότερο μέσα στην επόμενη από την υποβολή της αίτησης ημέρα να σημειώσει περιληπτικά στο σχετικό βιβλίο την άρνηση του και τους λόγους της. Η εκκρεμότητα που δημιουργείται με την άρνηση αίρεται με απόφαση του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει εκείνος που τηρεί τα βιβλία, με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Με την ως άνω διάταξη καθιερώνεται πλάσμα νόμου. Δυνάμει αυτού, ο νομοθέτης διασφαλίζει πλήρη προστασία του δανειστή, του οποίου το δικαίωμα πλήττεται από την άρνηση του τηρούντος δημόσια βιβλία, με την κανονιστική εξομοίωση δύο εν επιγνώσει του διαφορετικών περιπτώσεων: Την περίπτωση που ο τηρών τα δημόσια βιβλία προβαίνει οικειοθελώς στην αιτούμενη καταχώριση με την περίπτωση που αυτός, αρνούμενος να προβεί στην οικεία καταχώριση, καταδικάζεται σε επιχείρησή της. Ο νομοθέτης, με το νομοτεχνικό μέσο του πλάσματος, αποκαθιστά την διαταραχή, που προκύπτει λόγω της άρνησης του τηρούντος δημόσια βιβλία να καταχωρίσει κατά νόμον καταχωρητέες πράξεις και αποφάσεις, συνάπτοντας στην απόφαση, η οποία καταδικάζει τον τηρούντα δημόσια βιβλία να επιχειρήσει την εγγραφή, τις έννομες συνέπειες που θα επέφερε η καταχώριση, αν είχε επιχειρηθεί οικειοθελώς από αυτόν. Ως εκ τούτου, αντικείμενο της δίκης, η οποία ανοίγει με την αίτηση του ενδιαφερομένου να διαταχθεί ο τηρών δημόσια βιβλία να προβεί στην οικεία καταχώριση, σε περίπτωση άρνησης αυτού, είναι η διάγνωση του συννόμου ή μη της άρνησης κατά τον χρόνο, κατά τον οποίον αυτή εκδηλώθηκε, και συγκεκριμένα κατά το χρόνο που υποβλήθηκε σ’αυτόν η σχετική αίτηση (ΑΠ 155/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 2 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ, ν.3816/1958) ορίζεται ότι: « Το ελληνικόν πλοίον εγγράφεται εις νηολόγιον του κράτους.  Η πράξις της νηολογήσεως αναγράφει το όνομα και την ιθαγένειαν του πλοιοκτήτου, διορισμός  αντικλήτου  κατοικούντος εν Ελλάδι, τον τίτλον της κτήσεως κυριότητος, το όνομα του πλοίου, το διεθνές σήμα,  τας  επί  τη  βάσει επισήμου  καταμετρήσεως  διαστάσεις  και  χωρητικότητα,  το  είδος της κινητηρίου δυνάμεως, προκειμένου δε περί μηχανοκινήτου πλοίου και  την δύναμιν  της  μηχανής. Η  πράξις  της  νηολογήσεως χρονολογείται και υπογράφεται υπό του φύλακος του νηολογίου. Κεκυρωμένον αντίγραφον  του τίτλου  της  κυριότητος  κατατίθεται  και  τηρείται παρά τω φύλακι του νηολογίου», ενώ στη διάταξη του άρθρου 4 του ιδίου Κώδικα ότι: «Δύναται να νηολογηθή και το ναυπηγούμενον πλοίον. “Ναυπηγούμενον πλοίον υπάρχει και όταν προσάγεται η περί ναυπηγήσεώς του οριστική σύμβασις ή έγγραφος δήλωσις διατηρούντος ναυπηγικής επιχείρησιν εν Ελλάδι ότι απεφάσισε την κατασκευήν πλοίου δι’ ίδιον λογαριασμόν”. Η πράξις της νηολογήσεως αναγράφει το ναυπηγείον και τον τόπον της ναυπη- γήσεως, το όνομα και την ιθαγένειαν του προσώπου δια λογαριασμόν του οποίου ναυπηγείται το πλοίον, διορισμόν αντικλήτου  κατοικούντος  εν Ελλάδι, την ύλην εξ ης κατασκευάζεται το πλοίον, το όνομα αυτού ως και τας προβλεπομένας διαστάσεις και χωρητικότητα,  το είδος της κινητηρίου δυνάμεως, προκειμένου δε περί μηχανοκινήτου πλοίου, το είδος και την δύναμιν της μηχανής». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 19 του Β.Δ. 10/17.7.1910: «Εάν ο ναυτικός υποθηκοφύλαξ κρίνη ως απορριπτέαν την αιτουμένην καταχώρησιν, ένεκα ελλείψεως των νομίμων στοιχείων της καταχωρήσεως, απορρίπτει την αίτησιν εγγραφής, συντάσσων απορριπτικήν έκθεσιν καταχωριζομένην εις το υπ’αυτού τηρούμενον ειδικόν βιβλίον απορριπτικών εκθέσεων, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των εν άρθρω 791 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας οριζομένων», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 37 του ιδίου Β.Δ.: «Εάν ο τηρών το νηολόγιον ήθελεν αρνηθή εγγραφήν τινά ένεκα ουσιωδεστάτων ελλείψεων εν τοις εγγράφοις του αιτούντος την εγγραφήν, οφείλει να σύνταξη έκθεσιν, είτε εν τω βιβλίω εκθέσεων, εν τοις κεντρικοίς λιμεναρχείοις, είτε εν ιδίω φύλλω χάρτου, εν ταις λοιπαίς λιμενικαίς Αρχαίς. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται το άρθρον 19 του παρόντος». Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι ο νηολόγος δεν έχει εξουσία να εξετάσει τη νομιμότητα, το κύρος και την ουσιαστική ή μη βασιμότητα των προσκομιζομένων προς μεταγραφή νομικών πράξεων και να αρνηθεί την καταχώρησή τους, αλλά περιορίζεται μόνον στον έλεγχο των τυπικών στοιχείων της δικαιοπραξίας και της προσκομιδής ή μη των απαραίτητων, για τη μεταγραφή της πράξης, εγγράφων και λοιπών στοιχείων. Τέτοιος ουσιαστικός έλεγχος του περιεχομένου των ως άνω πράξεων θα ήταν επιβεβλημένος μόνο εάν η στο νηολόγιο εγγραφή του πλοίου, πέραν του πληροφοριακού της χαρακτήρα και του γεγονότος ότι είναι απαραίτητη, κατ’άρθρο 6 του ΚΙΝΔ, για τη μεταβίβαση της κυριότητας αυτού, είχε και δημιουργικό του δικαιώματος αποτέλεσμα. Τέτοιο όμως αποτέλεσμα δεν έχει η εγγραφή στο νηολόγιο (ΜονΕφΠειρ 192/2014 ΕλλΔνη 2015.515,  ΕφΠειρ 348/1980 ΕΝΔ 8.265). Ο νόμος δε διευκρινίζει ποιες θεωρεί ουσιώδεις ελλείψεις στα έγγραφα του αιτούντος την εγγραφή, λόγω των οποίων δικαιολογείται η σύνταξη απορριπτικής έκθεσης. Η μη υποβολή των απαιτουμένων δικαιολογητικών ή τυπικές παραλείψεις σ’αυτά δικαιολογούν τη σύνταξη απορριπτικής έκθεσης από το Νηολόγο – Ναυτικό Υποθηκοφύλακα (βλ. σχετ. Π. Λύκος, Νηολόγια – Ναυτικά Υποθηκολόγια –  Κατασχέσεις επί πλοίων, έκδοση 1965, σελ.14). Εξάλλου, στην υπ’αριθμ. πρωτ.Μ.1341/11/98 από 8.12.1998 Εγκύκλιο του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας (Διεύθυνση Π.Ν.Σ. Τμήμα 5ο), η οποία αναφέρεται στα «Δικαιολογητικά για Πράξεις Νηολογίου», προβλέπεται ως αναγκαίο δικαιολογητικό για την καταχώριση πράξης αποπεράτωσης ναυπήγησης νηολογηθέντος ως υπό ναυπήγηση τελούντος πλοίου και την έκδοση εγγράφου εθνικότητας το σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής μεταξύ των συμβαλλομένων στη σύμβαση ναυπήγησης (η οποία επίσης προβλέπεται στην ίδια Εγκύκλιο ως απαιτούμενο δικαιολογητικό για τη νηολόγηση πλοίου υπό ναυπήγηση) ιδιοκτήτη – εργολάβου, με θεώρηση του γνησίου των υπογραφών τους (βλ. επίσης σχετ. Λύκος, ό.π., σελ. 24 και 41, και Ν.Χαμηλάκης, Εγχειρίδιο Νηολογίων, Ναυτικών Υποθηκολογίων και Βιβλίο Κατασχέσεων Πλοίων, έκδ.1994, σελ.29 και 33). Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 7 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (ν.δ.187/1973) προβλέπεται ότι:« 1.Υπό της αναγνωρισάσης το πλοίον Αρχής εκδίδεται έγγραφον εθνικότητος περιλαμβάνον τα κύρια χαρακτηριστικά εξειδικεύσεως του πλοίου (όνομα, χωρητικότης, αριθμός και λιμήν νηολογήσεως κλπ.), στοιχεία πλοιοκτήτου ως και άλλα στοιχεία διά Π. διατάγματος οριζόμενα, αναγόμενα εις την τεχνικήν περιγραφήν τού πλοίου. 2. Το έγγραφον εθνικότητος φυλάσσεται πάντοτε επί του πλοίου». Περαιτέρω, η εγκύκλιος, ιδίως η ερμηνευτική, δε θέτει εξ αντικειμένου δίκαιο, το οποίο αντιθέτως προϋποθέτει, αλλά εξαντλεί την ισχύ της εντός του πλαισίου της διοίκησης, στην εναρμόνιση της δράσης της οποίας η έκδοσή της αποσκοπεί (βλ. ΟλΣτΕ 3912/2015, ΣτΕ 2257/2014, πρώτη δημοσίευση αμφοτέρων σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ε. Πρεβεδούρου, Το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακύρωσης. Οι λόγοι ακύρωσης, μελέτη προσβάσιμη στην ιστοσελίδα της συγγραφέως στο Διαδίκτυο, Π. Δαγτόγλου, γενικό διοικητικό δίκαιο, 1984, αρ. 166, σελ. 59 και αρ. 967, σελ. 352). Τέλος, από την ενδοτικού δικαίου διάταξη του άρθρου 5 του ΚΙΝΔ, που ορίζει ότι «Επί συμβάσεως ναυπηγήσεως, εκτός αντιθέτου συμφωνίας, εφαρμόζονται αι περί μισθώσεως έργου διατάξεις του Αστικού Κώδικος, πλην των άρθρων 683, 693 και 695», συνάγεται ότι η συμφωνία, δυνάμει της οποίας ο ναυπηγός αναλαμβάνει έναντι αντιπαροχής την κατασκευή πλοίου για λογαριασμό άλλου, που συμβάλλεται ως κύριος αυτού και χορηγεί τα υλικά που απαιτούνται, αποτελεί υποσχετική και αμφοτεροβαρή σύμβαση, στην οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 681 επομ.  του ΑΚ, πλην όσων ρητώς αποκλείονται (ΕφΠειρ 499/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 3367/1998 ΕΕμπΔ 1999/577, Λ. Γεωργακόπουλος, Ναυτικό Δίκαιο, 2006, § 22, σελ. 163 – 165, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρα 4 – 5, αρ. 2, σελ. 51, Ν. Δελούκας, Ναυτικόν Δίκαιον, 1979, § 61, σελ. 108). Τη νομική φύση της μίσθωσης έργου έχει και κάθε συμφωνία με την οποία ο εργολάβος αναλαμβάνει την εκτέλεση μέρους του συνόλου των εργασιών που απαιτούνται για την αποπεράτωση της ναυπήγησης του πλοίου. Πάντως η σύμβαση ναυπήγησης αποτελεί σύμβαση έργου ακόμα και αν τα υλικά κατασκευής χορηγεί ο ναυπηγός, αφενός επειδή κατευθύνεται στην παραγωγή μη αντικαταστατού πράγματος, που κατασκευάζεται σύμφωνα με τις επιθυμίες του αντισυμβαλλομένου του ναυπηγού (παραγγελέα) και αφετέρου διότι η εργασία του έχει πολύ μεγαλύτερη οικονομική αξία από την ύλη που χρησιμοποιήθηκε (Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, 2020, αρ. 329, σελ. 173, Α. Αντάπασης, Κτήση κυριότητας σε ναυπηγούμενο πλοίο, σε Αφιέρωμα στην Αλίκη Κιάντου – Παμπούκη, Επιστημονική Επετηρίδα της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 1998, σελ. 25 – 55 (37)].

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Τις ένορκες καταθέσεις του μάρτυρος της αιτούσας ……….., καθώς και του μάρτυρος του ……….., προσθέτως παρεμβάντος στον πρώτο βαθμό υπέρ του κυρίως παρεμβάντος πρωτοδίκως Ελληνικού Δημοσίου, ………., οι οποίες δόθηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, και περιέχονται, απομαγνητοφωνηθείσες, στα ταυτάριθμα με την ανωτέρω απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Στις 9.6.2015 το ρυμουλκό πλοίο με την ονομασία «Χ» εγγράφηκε στο Νηολόγιο Α/Π, κλάσης Β΄, του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς, με αριθμό εγγραφής …., στο όνομα της αιτούσας ναυτικής εταιρίας, ως τελούν υπό ναυπήγηση, κατόπιν υποβολής της από 8.5.2015 αίτησής της. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ανωτέρω εγγραφή το εν λόγω πλοίο «που τελεί υπό ναυπήγηση από χάλυβα στα ….. Σαλαμίνας από την κατασκευάστρια ατομική επιχείρηση “…………”, που εδρεύει στο Πέραμα Αττικής (……….) στο χώρο της εταιρίας με την επωνυμία “……………”, σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο από 25.4.2018 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της προαναφερόμενης εταιρίας και της πλοιοκτήτριας, με προβλεπόμενες διαστάσεις μήκος 27 μ., πλάτος 10,20 μ., κοίλο 4,20 μ., και χωρητικότητας: ολική 250 και καθαρά 75, θα φέρει τρεις (3) ΜΕΚ ιπποδυνάμεως 1200 HP εκάστης, ανήκει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στην εδρεύουσα στο Δήμο Σαλαμίνας (Κάτω Πούντα, Αμπελάκια) εταιρία με την επωνυμία “……………..” ν.959/1979, στην οποία περιήλθε ύστερα από αγορά από την κατασκευάστρια εταιρία, αντί ποσού ευρώ εβδομήντα χιλιάδων (70.000) σύμφωνα με: 1) το από 15.4.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό…» (βλ.σχετ. το προσκομιζόμενο από 14.10.2019 ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο εκ της μερίδας του ως άνω πλοίου του Τμήματος Νηολογίων και Ναυτικών Υποθηκολογίων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά). Περαιτέρω την ίδια ημέρα εκδόθηκε και πιστοποιητικό κυριότητας του ως άνω πλοίου, σύμφωνα με το οποίο αυτό νηολογήθηκε στις 9.6.2015, με αριθμό εγγραφής ….., ως τελούν υπό ναυπήγηση στο όνομα της αιτούσας. Κατά την υποβολή της αίτησης για τη νηολόγηση του εν λόγω πλοίου στον Τομέα Νηολογίων και Ναυτικών Υποθηκολογίων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά ως τελούντος υπό ναυπήγηση κατατέθηκαν από την τότε και νυν αιτούσα  –  μεταξύ άλλων δικαιολογητικών και εγγράφων – τα από 15.4.2015 και 29.4.2015 ιδιωτικά συμφωνητικά, τα οποία, όπως αναφέρεται στο προσκομιζόμενο από την ανωτέρω υπ’ αριθμ. πρωτ. Φ.2214/34/19/15.1.2019 έγγραφο, που υπογράφει ο Προϊστάμενος του Τομέα αυτού ………. – Πλωτάρχης του Λιμενικού Σώματος, «έτυχαν καταχώρισης – κατόπιν ελέγχου της πληρότητας του υποβληθέντος φακέλου – στα πλαίσια του άρθρου 4 του Κ.Ι.Ν.Δ. και της αριθμ.πρωτ.Μ.1341/11/98 από 8.12.1998 Εγκυκλίου του Υ.Ε.Ν./Δ.Π.Ν.Σ. 5ο (“Δικαιολογητικά για πράξεις Νηολογίου”), με την οποία καθορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις για τις νηολογήσεις υπό ναυπήγηση πλοίων στα Ελληνικά Νηολόγια». Ειδικότερα, σύμφωνα με το από 15.4.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό, η αιτούσα, προτιθέμενη να προβεί στην ναυπήγηση ενός νέου ρυμουλκού πλοίου, ανέθεσε στον προσθέτως στον πρώτο βαθμό κατά την εκδίκαση της αίτησης παρεμβάντα υπέρ του κυρίως παρεμβάντος στην αυτή εκκρεμή δίκη Ελληνικού Δημοσίου …….. την εκτέλεση των ελασματουργικών και σωληνουργικών εργασιών, ήτοι την πλήρη κατασκευή του hull (του κυρίου σώματος) του υπό ναυπήγηση ρυμουλκού της, το οποίο θα ονομαζόταν «Χ», με δικά του μέσα, εξοπλισμό και εξειδικευμένο εργατοτεχνικό προσωπικό, αλλά με υλικά της ιδίας, και με τις αναφερόμενες στο επισυναφθέν στο συμφωνητικό παράρτημα τεχνικές προδιαγραφές, καθώς και τη δημιουργία βάσεων για την εγκατάσταση των μηχανημάτων επί του πλοίου, αντί συμφωνηθείσης αμοιβής του, με ορισθέντα από τα συμβαλλόμενα μέρη τόπο κατασκευής του ρυμουλκού την έδρα της εταιρίας με την επωνυμία «………………..», όπου συμφωνήθηκε ότι αυτό θα παραμείνει καθ’όλο το χρονικό διάστημα της ναυπήγησής του. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το από 29.4.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό, που καταρτίσθηκε στη συνέχεια μεταξύ της αιτούσας και της εταιρίας με την επωνυμία «…………..» η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση εκτέλεσης όλων των απαραίτητων εργασιών για τη ναυπήγηση του ίδιου ρυμουλκού, πλην των εργασιών, που ανατέθηκαν από την αιτούσα σε εξειδικευμένο εργολαβικό συνεργείο (γίνεται μνεία στις εργασίες, που διαλαμβάνονται στο προαναφερθέν συμφωνητικό μεταξύ της αιτούσας και του ………..), και ειδικότερα ανέλαβε να κατασκευάσει ή τοποθετήσει τα κάτωθι: «άλμπουρο φανών ναυσιπλοΐας, ανθρωποθυρίδες με μποζώνια και ανοξείδωτα παξιμάδια, δέστρες καταστρώματος, ζωνάρια σκάφους και ξυλουργικές εγκαταστάσεις, μηχανολογικές/υδραυλικές και ηλεκτρολογικές εργασίες, καθώς και τα ηλεκτρονικά συστήματα του σκάφους, που θα απαιτηθούν», ομοίως αντί συμφωνηθείσης αμοιβής. Σε αμφότερα τα ανωτέρω ιδιωτικά συμφωνητικά περιλήφθηκε ο όρος περί κυριότητας της αιτούσας στο υπό ναυπήγηση ρυμουλκό καθ’όλη τη διάρκεια της ναυπήγησής του, και, επιπροσθέτως, ορίσθηκε ότι με την ολοκλήρωση των εργασιών, που ανατέθηκαν στον κάθε εργολάβο, θα υπογραφεί μεταξύ αυτού και της αιτούσας σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής. Ειδικότερα δε στο από 15.4.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό (μεταξύ αιτούσας και ………….), και δη στον υπό στοιχείο Δ όρο αυτού, που αφορά στον τρόπο πληρωμής του συμβληθέντος ανωτέρω εργολάβου, συμφωνήθηκε ότι «για το σύνολο του εργολαβικού ανταλλάγματος o “ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ” θα εκδώσει και παραδώσει στην “ΠΛΟΙΟΚΤΗΤΡΙΑ” το σχετικό τιμολόγιο με την ολοκλήρωση των εργασιών, ότε και θα υπογραφεί από τα δύο μέρη πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής» (αντίστοιχος όρος περιλήφθηκε και στο έτερο ιδιωτικό συμφωνητικό, που καταρτίσθηκε αναφορικά με την ναυπήγηση του συγκεκριμένου ρυμουλκού με την εταιρία με την επωνυμία «…………..», και προσκομίσθηκε – μεταξύ άλλων εγγράφων – από την αιτούσα ως δικαιολογητικό για την εγγραφή του εν λόγω πλοίου στο νηολόγιο του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά ως τελούν υπό ναυπήγηση, κατά τα προεκτεθέντα). Σημειωτέον ότι στην αριθμ.πρωτ. Μ.1341/11/98 από 8.12.1998 Εγκύκλιο του Υ.Ε.Ν./Δ.Π.Ν.Σ. 5ο (“Δικαιολογητικά για πράξεις Νηολογίου”), με την οποία καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για τις νηολογήσεις υπό ναυπήγηση πλοίων στα Ελληνικά Νηολόγια, ρητά προβλέπεται ότι οι ανωτέρω όροι (περί κυριότητας της αγοράστριας επί του υπό ναυπήγηση πλοίου καθόλη τη διάρκεια της εκτέλεσης των σχετικών εργασιών, καθώς και περί σύνταξης με την ολοκλήρωση της κατασκευής πρωτοκόλλου παράδοσης – παραλαβής από τα συμβαλλόμενα στη σύμβαση ναυπήγησης πρόσωπα) θα πρέπει να περιλαμβάνονται στην εν λόγω σύμβαση, ως προς την οποία επίσης ορίζεται ότι συνιστά απαιτούμενο δικαιολογητικό για τη νηολόγηση ναυπηγούμενου πλοίου, υποχρεωτικά προσκομιζόμενο με την αίτηση ναυπήγησης, και λαμβανόμενο υπόψη από τον αποδέκτη της εγκυκλίου νηολόγο, ο οποίος, συνακόλουθα, και δεσμεύεται απ’αυτήν κατά τον έλεγχο των αναγκαίων δικαιολογητικών, που υποβάλλονται ενώπιόν του, προκειμένου να προβεί στη σχετική εγγραφή. Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι το εν λόγω πλοίο νηολογήθηκε ως ναυπηγούμενο, όπως προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 4 του Κ.Ι.Ν.Δ., που τέθηκε για να διευκολύνει τη χρηματοδότηση της ναυπήγησης δια της παροχής δυνατότητας σύστασης εμπραγμάτων δικαιωμάτων και επί σκάφους που δεν αποτελεί ακόμη πλοίο κατά την έννοιά του (βλ. σχετ. Δ. Καμβύση, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 4, σελ. 47 – 48), βάσει της σύμβασης ναυπήγησής του, που καταρτίσθηκε με το από 15.4.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό, μεταξύ της αιτούσας και του ……………, ο οποίος και ανέλαβε να εκτελέσει το σύνολο των ελασματουργικών και σωληνουργικών εργασιών επ’αυτού (ήτοι να προβεί στην κατασκευή ολοκλήρου του σκελετού, της γάστρας του – hull) εγγράφηκε ως πλοιοκτησίας της ανωτέρω εταιρίας, για λογαριασμό της οποίας και ναυπηγείτο, δυνάμει αγοράς του από την κατασκευάστρια ατομική επιχείρηση του προαναφερθέντος φυσικού προσώπου, και καταχωρήθηκε ως τίτλος απόκτησης του δικαιώματος κυριότητάς της επί του υπό ναυπήγηση τελούντος πλοίου το συγκεκριμένο ιδιωτικό συμφωνητικό, και ως τίμημα της πώλησης το σ’αυτό αναγραφέν ως εργολαβικό αντάλλαγμα ποσό των 70.000 ευρώ.  Αποδείχθηκε επίσης ότι η αιτούσα υπέβαλε στις 24.3.2017 προς τον Νηολόγο και Ναυτικό Υποθηκοφύλακα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά  την υπ’αριθμ.πρωτ………/24.3.2017 αίτησή της, με την οποία ζήτησε, αφού καταχωρηθούν στο νηολόγιο τα συνημμένα στην ως άνω αίτηση έγγραφα, που επίσης παρατίθεντο σ’αυτήν αναλυτικά, και αφορούσαν στην οριστική αποπεράτωση των εργασιών ναυπήγησης του εν λόγω ρυμουλκού πλοίου της, να εκδοθεί ακολούθως έγγραφο εθνικότητας αυτού. Ειδικότερα η αιτούσα συνυπέβαλε τα εξής έγγραφα: 1) Αίτηση του νομίμου εκπροσώπου της, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του, συνοδευόμενη από τα νομιμοποιητικά της εταιρίας έγγραφα, 2) τιμολόγια αγοράς α) του VHF, β) των μηχανών, και γ) του πλοίου, εκδοθέντα από αμφότερους τους εργολάβους, που ενεπλάκησαν στη ναυπήγηση αυτού, και εξοφληθέντα, και δη από την ατομική επιχείρηση του …….., και από την εταιρία με την επωνυμία “…………..”, ποσού 70.000 ευρώ και 97.000 ευρώ αντίστοιχα, ήτοι ισόποσα της συμφωνηθείσης αμοιβής εκάστου, όπως το ύψος αυτής αναφέρεται στα προσκομισθέντα από την ίδια κατά τη νηολόγηση του πλοίου ως ναυπηγούμενου ιδιωτικά συμφωνητικά, που συνήψε μαζί τους, 3) πιστοποιητικό καταμέτρησης, 4) τα αναλογούντα παράβολα, και 5) πρωτόκολλο παράδοσης – παράδοσης παραλαβής, υπογεγραμμένο από τους νομίμους εκπροσώπους της αιτούσας και της εταιρίας με την επωνυμία “…………..”, με κατά νόμο θεώρηση του γνησίου των υπογραφών των ανωτέρω προσώπων. Όσον αφορά δε τη μη υποβολή στο νηολόγο πρωτοκόλλου – παράδοσης παραλαβής υπογεγραμμένου και από τον έτερο εργολάβο/κατασκευαστή του πλοίου ……….., η αιτούσα αιτιολόγησε το γεγονός αυτό στην εν λόγω αίτησή της, διαλαμβάνοντας ειδικότερα ότι αυτός, παρότι η συμφωνηθείσα αμοιβή του έχει πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί από πλευράς της, όπως προκύπτει από τα προσκομισθέντα τιμολόγια, που ο ίδιος εξέδωσε, και το εν λόγω πλοίο έχει στην πραγματικότητα ουσιαστικά παραδοθεί και παραληφθεί, εντούτοις αρνείται να συνυπογράψει σχετικό πρωτόκολλο, αξιώνοντας προφορικώς και αορίστως να λάβει το ποσό των 100.0000 ευρώ επιπλέον ως αμοιβή του, χωρίς να επακολουθήσουν άλλες ενέργειές του για τη διεκδίκηση του ποσού αυτού, επισημαίνοντας περαιτέρω ότι για την απόδειξη της κατ’ουσίαν παράδοσης και παραλαβής ενός αποπερατωθέντος πλοίου δεν απαιτείται η προσκόμιση ενός τέτοιου πρωτοκόλλου, εάν τούτο αποδεικνύεται από το σύνολο των λοιπών συνυποβληθέντων εγγράφων, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, καθώς και ότι η ίδια, ούσα αποκλειστική κυρία του ναυπηγηθέντος ρυμουλκού, νομιμοποιείται, αλλά και δικαιούται, να της χορηγηθεί το αιτούμενο έγγραφο εθνικότητας αυτού, ανεξαρτήτως της προβολής τυχόν οικονομικών αξιώσεων εκ μέρους του ως άνω εργολάβου. Επί της αίτησης αυτής ο ανωτέρω Νηολόγος εξέδωσε την υπ’αριθμ. …../24.3.2017 απορριπτική έκθεσή του, η άρση της δημιουργηθείσας εκ της οποίας εκκρεμότητας ζητείται με την ένδικη αίτηση και ο έλεγχος του συννόμου η μη της άρνησης αυτού, αναφέροντας ειδικότερα ότι η μη κατάθεση – μεταξύ των λοιπών προσκομισθέντων εγγράφων – εκ μέρους της αιτούσας του σχετικού πρωτοκόλλου παράδοσης – παραλαβής μεταξύ της ιδίας και της κατασκευάστριας του σκελετού του πλοίου (του hull) ατομικής επιχείρησης (εννοείται του …………, το μεταξύ του οποίου και της αιτούσας από 15.4.2015 συναφθέν ιδιωτικό συμφωνητικό μνημονεύεται σε προγενέστερο χωρίο της ίδιας έκθεσης), το οποίο (πρωτόκολλο) συνιστά συμπεφωνημένο όρο, περιληφθέντα στο εν λόγω συμφωνητικό, αλλά και προαπαιτούμενο, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην αριθμ.πρωτ. Μ.1341/11/98 από 8.12.1998 Εγκύκλιο του Υ.Ε.Ν./Δ.Π.Ν.Σ. 5ο (“Δικαιολογητικά για πράξεις Νηολογίου”) δικαιολογητικό, για την απόδειξη της αποπεράτωσης της ναυπλήγησης του πλοίου, «δεν καθιστά δυνατή» την έκδοση του αιτούμενου εγγράφου εθνικότητας, με την περαιτέρω επισήμανση ότι αυτός δε δικαιούται να υπεισέλθει στις «ιδιωτικές – οικονομικές διαφορές» των συμβαλλομένων στην ως άνω σύμβαση ναυπήγησης του ρυμουλκού μερών, τις οποίες επικαλέσθηκε η αιτούσα στην υποβληθείσα ενώπιόν του αίτησή της, προκειμένου να αιτιολογήσει τη μη προσκόμιση και του πρωτοκόλλου αυτού. ‘Οσον αφορά το σύννομο ή μη της άρνησης του ως άνω Νηολόγου να εγγράψει στο Νηολόγιο του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά το εν λόγω ρυμουλκό ως κατασκευασμένο (ήδη εγγραφέν στο ίδιο νηολόγιο ως τελούν υπό ναυπήγηση στο όνομα της αιτούσας), και ακολούθως, λόγω ολοκλήρωσης της κατασκευής του, να εκδώσει έγγραφο εθνικότητας αυτού, όρος απαραίτητος για την έναρξη, αφενός της εμπορικής του εκμετάλλευσης, και αφετέρου της επιβολής φορολογίας επ’αυτού κατά το άρθρο 14 του Ν. 27/1975, λεκτέα τα κάτωθι: Το πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής κατασκευασμένου πλοίου με θεώρηση του γνησίου των υπογραφών των συμβαλλομένων στη σύμβαση ναυπήγησης αυτού προσώπων, η οποία πρέπει να προσκομίζεται κατά την αρχική καταχώρηση του πλοίου στο νηολόγιο ως υπό ναυπήγηση τελούντος, και μνημονεύεται στην αντίστοιχη εγγραφή στη μερίδα του, όπως συνέβη και εν προκειμένω, προβλέπεται καταρχάς ως αναγκαίο δικαιολογητικό για την καταχώρηση, μετά το πέρας των σχετικών εργασιών από τον αναφερόμενο ως συμβληθέντα στην εν λόγω σύμβαση εργολάβο/κατασκευαστή, στο αυτό νηολόγιο πράξης αποπεράτωσης της ναυπήγησης του ιδίου πλοίου, και, ακολούθως, την έκδοση εγγράφου εθνικότητας αυτού, στην υπ’αριθμ. πρωτ. Μ.1341/11/98 από 8.12.1998 Εγκύκλιο του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας (Διεύθυνση Π.Ν.Σ. Τμήμα 5ο) «Δικαιολογητικά για Πράξεις Νηολογίου»,  στην οποία, χωρίς να μνημονεύονται εξουσιοδοτικές, για την έκδοσή της, νομοθετικές διατάξεις και χωρίς να δίδεται εντολή για δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αναφέρονται ομοιόμορφες ρυθμίσεις για τις προϋποθέσεις και τους όρους καταχώρησης πράξεων στα δημόσια βιβλία νηολογίων, που τηρούνται από τις λιμενικές αρχές της Χώρας, συμβατές με όσα είχαν ήδη επικρατήσει πριν την έκδοσή της δια της από μακρού χρόνου και επανειλημμένης υποβολής του εν λόγου πρωτοκόλλου για τη νηολόγηση ναυπηγηθέντος στην Ελλάδα πλοίου (βλ. σχετ. Ν. Χαμηλάκη, Εγχειρίδιο νηολογίων, ναυτικών υποθηκολογίων και βιβλίο κατασχέσεως πλοίων, 1994, σελ. 29 και 33). Και ναι μεν η προαναφερθείσα εγκύκλιος του ΥΕΝ δε συνιστά νόμο, αφού δεν έχει κανονιστικό περιεχόμενο και δε θέτει εξ αντικειμένου δίκαιο, όπως άλλωστε οποιαδήποτε εγκύκλιος, η οποία, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, αφορά στην έκδοση διαταγών, οδηγιών και κατευθύνσεων για τη ρύθμιση θεμάτων εσωτερικής οργάνωσης και λειτουργίας μίας υπηρεσίας, στο εσωτερικό της οποίας και εξαντλείται η ισχύς της, αποσκοπώντας στην εναρμόνιση της δράσης των οργάνων της, με αποτέλεσμα να μη γεννώνται δικαιώματα και υποχρεώσεις απ’αυτήν, πλην όμως (η συγκεκριμένη Εγκύκλιος), θέτοντας ομοιόμορφους κανόνες επί των προϋποθέσεων και των όρων διενέργειας και καταχώρισης πράξεων στα τηρούμενα από τις αρμόδιες Λιμενικές Αρχές βιβλία Νηολογίων, Ναυτικών Υποθηκολογίων και Κατασχέσεων, δεσμεύει κάθε νηολόγο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του σε σχέση με τα απαιτούμενα δι’εκάστη περίπτωση καταχώρισης στα εν λόγω βιβλία δικαιολογητικά, που πρέπει κάθε φορά να κατατίθενται ενώπιόν του, όπως αυτά προβλέπονται αναλυτικά στην εν λόγω Εγκύκλιο, ως προς τα οποία, συνεπώς, και υποχρεούται να ελέγχει επισταμένα κατά πόσον έχουν προσκομισθεί από τον εκάστοτε αιτούντα, οφείλοντας διαφορετικά να ζητά να υποβληθεί στην υπηρεσία του το ελλείπον έγγραφο εκ των υστέρων, και, τα οποία και μόνον πρέπει να λάβει υπόψη του, εκτιμήσει, και αξιολογήσει, προκειμένου να προβεί στην αιτούμενη εγγραφή ή όχι. Ενόψει τούτων, όσον αφορά στην κρινόμενη περίπτωση, η ανωτέρω εγκύκλιος πράγματι δέσμευε και τον επιληφθέντα Νηολόγο του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, σχετικά με τα έγγραφα, τα οποία προβλέπονται σ’αυτήν ότι θα έπρεπε να προσκομίζονται από την πλοιοκτήτρια/νυν αιτούσα ως απαιτούμενα δικαιολογητικά ομού μετά της υποβληθείσας αίτησής της, με αντικείμενο την έκδοση εγγράφου εθνικότητας του ήδη νηολογηθέντος ως τελούντος υπό ναυπήγηση πλοίου της, λόγω αποπεράτωσης της ναυπήγησής του, και τα οποία υποχρεούτο να ελέγξει κατά πόσον έχουν υποβληθεί εν προκειμένω στο σύνολό τους, απορρίπτοντας σε διαφορετική περίπτωση την αίτηση για το λόγο αυτό, με την επισήμανση ότι σε κάθε περίπτωση η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου επί της παρούσας αίτησης εξαντλείται στην άρση της εκκρεμότητας, που δημιουργήθηκε από την άρνηση του ως άνω Νηολόγου να χορηγήσει στην αιτούσα το συγκεκριμένο έγγραφο, διά του ελέγχου του συννόμου ή μη της άρνησής του, που θα διενεργηθεί όμως με βάση ό,τι ακριβώς όφειλε αυτός να εξετάσει, όπως το δέον τούτο καθορίζεται από το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, που διέπει τη λειτουργία της υπηρεσίας του, και υποχρεούται να εφαρμόσει, των οριζομένων στην άνω Εγκύκλιο σαφώς συμπεριλαμβανομένων, προκειμένου ν’αποφανθεί επί της βασιμότητας της αίτησης, διότι σε διαφορετική περίπτωση, αξιώνοντας περισσότερα ή λιγότερα έγγραφα των προβλεπομένων ως δικαιολογητικά σαφώς λειτουργεί παρά το νόμο και παραβαίνει το καθήκον του. Επιπροσθέτως στο μεταξύ της αιτούσας και του ………. καταρτισθέν από 15.4.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο προσκομίσθηκε από την αιτούσα στον Νηολόγο του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά για την εγγραφή του πλοίου στο οικείο νηολόγιο ως ναυπηγούμενου στο όνομα της ιδίας (ομού βέβαια μετά του έτερου ιδιωτικού συμφωνητικού με την εταιρία με την επωνυμία «………….»), όπως απαιτείται για τη συγκεκριμένη εγγραφή από τη διάταξη του άρθρου 4 του Κ.Ι.Ν.Δ., και καταχωρήθηκε στη μερίδα του πλοίου (αυτό και μόνο) ως η σύμβαση ναυπήγησης, που αναφέρεται ως αναγκαίο δικαιολογητικό στην ανωτέρω διάταξη (προφανώς διότι αφορούσε στην κατασκευή ολοκλήρου του σκελετού του ρυμουλκού), ρητά προβλέφθηκε η σύνταξη πρωτοκόλλου παράδοσης – παραλαβής, και η υπογραφή του από αμφότερους τους αντισυμβαλλομένους, με την ολοκλήρωση από τον ανωτέρω εργολάβο των εργασιών, τις οποίες ανέλαβε αντί αμοιβής να εκτελέσει στο πλοίο αυτό, και αποτελούσαν μέρος του συνόλου των εργασιών, που απαιτούντο για την αποπεράτωση της ναυπήγησής του, και ειδικότερα στο κεφάλαιο, που αναφέρεται στην περιγραφή των συμβατικά αναληφθεισών από τον εργολάβο εργασιών (υπό στοιχεία Β) και στον υπ’αριθμ.5 όρο του κεφαλαίου αυτού, όπου ορίζεται ότι «…με την ολοκλήρωση της κατασκευής των εργασιών, που αντιστοιχούν κατά τα ως άνω στον “ΕΡΓΟΛΑΒΟ”, θα υπογραφεί σχετικό Πρωτόκολλο Παράδοσης Παραλαβής μεταξύ του τελευταίου και της “ΠΛΟΙΟΚΤΗΤΡΙΑΣ”», αλλά, επιπροσθέτως, και στο κεφάλαιο του ιδίου συμφωνητικού, που αναφέρεται στον τρόπο καταβολής της εργολαβικής αμοιβής του (υπό στοιχεία Δ), όπου επίσης ορίζεται ότι: «Για το σύνολο του εργολαβικού ανταλλάγματος o “ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ” θα εκδώσει και παραδώσει στην “ΠΛΟΙΟΚΤΗΤΡΙΑ” το σχετικό τιμολόγιο με την ολοκλήρωση των εργασιών, ότε και θα υπογραφεί από τα δύο μέρη Πρωτόκολλο Παράδοσης – Παραλαβής». Εξ όσων αναφέρθηκαν παρέπεται ότι η σύνταξη και υπογραφή του εν λόγω πρωτοκόλλου εγκύρως ανήχθη από τους συμβληθέντες στη ως άνω καταρτισθείσα σύμβαση έργου σε αναγκαίο και απαιτούμενο όρο για την πιστοποίηση της επέλευσης του γεγονότος της αποπεράτωσης των εργασιών επί του υπό ναυπήγηση πλοίου, που ανέλαβε να εκτελέσει ο συγκεκριμένος εργολάβος. Ενόψει τούτων, η μη προσκομιδή από την αιτούσα κατά την υποβολή της αίτησής της στον ανωτέρω Νηολόγο, με την οποία ζήτησε την καταχώριση του ήδη νηολογηθέντος ως τελούντος υπό ναυπήγηση πλοίου της ως πλέον αποπερατωθέντος και την έκδοση εγγράφου εθνικότητας αυτού, πρωτοκόλλου παράδοσης παραλαβής του, υπογεγραμμένου από το νόμιμο εκπρόσωπο της ιδίας και τον ……….., αντισυμβαλλόμενό της (εργολάβο/κατασκευαστή) στη σύμβαση ναυπήγησης αυτού, που αναφέρεται στην αντίστοιχη εγγραφή στη μερίδα του πλοίου κατά τη νηολόγησή του ως ναυπηγούμενου, όπερ αποτελεί απαιτούμενο δικαιολογητικό σε περίπτωση υποβολής αίτησης με τέτοιο αντικείμενο, όπως προεκτέθηκε, αλλά επίσης προβλέπεται και στο μεταξύ των προσώπων αυτών καταρτισθέν ιδιωτικό συμφωνητικό  ως αναγκαίο να συνταχθεί άμα το πέρας των εργασιών κατασκευής του πλοίου, που ο εργολάβος αυτός ανέλαβε να εκτελέσει, συνιστά «ουσιωδέστατη έλλειψη», κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 37 του Β.Δ. 10/17.7.1910, που δικαιολογεί την άρνηση του νηολόγου να προβεί στην αιτούμενη ενέργεια και την έκδοση σχετικώς απορριπτικής έκθεσής του. Σημειωτέον ότι η μη προσκομιδή από την αιτούσα στον ανωτέρω Νηολόγο του συγκεκριμένου πρωτοκόλλου παράδοσης – παραλαβής δε μπορεί να υποκασταθεί από την υποβολή έτερων εγγράφων, και δη του πιστοποιητικού καταμέτρησης του πλοίου, καθώς και του πρωτοκόλλου παράδοσης  – παραλαβής μεταξύ της αιτούσας και της εταιρίας με την επωνυμία «…………..», που επίσης ανέλαβε εργολαβικά να εκτελέσει μέρος των εργασιών ναυπήγησης του εν λόγω ρυμουλκού, εκ των οποίων, κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσας, σαφώς προκύπτει ότι το πλοίο έχει στην πραγματικότητα όντως παραδοθεί και παραληφθεί, διότι, όσον αφορά το πιστοποιητικό καταμέτρησης, αφενός μεν, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην προαναφερθείσα Εγκύκλιο, η οποία δεσμεύει το νηολόγο κατά την άσκηση των καθηκόντων του, και την οποία υποχρεούται αυτός να εφαρμόσει αναφορικά με τα απαραίτητα κατά περίπτωση να κατατεθούν δικαιολογητικά για τις εκάστοτε αιτούμενες εγγραφές στα τηρούμενα από τον ίδιο βιβλία, για την αποπεράτωση της ναυπήγησης και την έκδοση εγγράφου εθνικότητας νηολογημένου υπό ναυπήγηση πλοίου απαιτείται σωρευτικά, τόσο η προσκόμιση πρωτοκόλλου παράδοσης – παραλαβής του αποπερατωθέντος πλοίου με θεώρηση του γνησίου των υπογραφών των συμβαλλομένων, όσο και πιστοποιητικού καταμέτρησης, εκδοθέντος από την αρμόδια αρχή, αφετέρου δε ο σκοπός και η φύση των ως άνω εγγράφων διαφέρουν εξ αντικειμένου, και έκαστο εξ αυτών επιτελεί διαφορετική λειτουργία (το μεν πρωτόκολλο παράδοσης παραλαβής αποσκοπεί στην απόδειξη της ομαλής εξέλιξης της σύμβασης ναυπήγησης και της εκπλήρωσης από τα μέρη των εξ αυτής απορρεουσών υποχρεώσεων, πολλώ δε μάλλον που εν προκειμένω συνιστά και ρητή συμβατική δέσμευση αιτούσας και εργολάβου ……….., περιληφθείσα στο μεταξύ τους καταρτισθέν ιδιωτικό συμφωνητικό, το δε πιστοποητικό καταμέτρησης αποτελεί την τεχνική περιγραφή και απεικόνιση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και γνωρισμάτων του πλοίου, εξατομικεύοντάς το και προσδιορίζοντας παράλληλα τα ειδικότερα στοιχεία του), με αποτέλεσμα η κατάθεση του ενός να μην αναπληρώνει επ’ουδενί τρόπο την απουσία του άλλου, αφού η χρησιμότητα και ο ρόλος εκάστου τυγχάνει διακριτός, τόσο κατά την ουσία, όσο και κατά τον τύπο, ενώ, όσον αφορά το έτερο πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής, λεκτέον ότι η υποβολή του δεν επαρκεί, διότι δεν αφορά στους συμβαλλομένους στη σύμβαση ναυπήγησης, που καταχωρήθηκε στη μερίδα του πλοίου κατά τη νηολόγησή του ως ναυπηγούμενου, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 4 του Κ.Ι.Ν.Δ. (ως τέτοια σύμβαση αναφέρεται στη σχετική εγγραφή στο νηολόγιο του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά μόνον η καταρτισθείσα με τον …………., προφανώς αφού αυτός ανέλαβε να εκτελέσει το σύνολο των ελασματουργικών και σωληνουργικών εργασιών επί του πλοίου, ήτοι να κατασκευάσει ολόκληρο το σκελετό του), σε κάθε δε περίπτωση η εταιρία «……….», το εργολαβικό ιδιωτικό συμφωνητικό της οποίας  με την αιτούσα επίσης προσκομίσθηκε από την τελευταία μεταξύ των λοιπών εγγράφων κατά τη νηολόγηση του πλοίου ως τελούντος υπό ναυπήγηση, δεν είναι ο μοναδικός εργολάβος, που ενεπλάκη στην κατασκευή του ρυμουλκού, δυνάμει σύμβασης έργου με την πλοιοκτήτρια/αιτούσα, όπως έχει ήδη αναλυτικά εκτεθεί. Ο ισχυρισμός της αιτούσας, που προβάλλεται με τον περιληφθέντα στις κατατεθείσες κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις της δεύτερο πρόσθετο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι ήταν απαραίτητη, για την παραδοχή της αίτησής της στο Νηολόγο του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά με αντικείμενο να εκδοθεί έγγραφο εθνικότητας του ήδη νηολογηθέντος ως ναυπηγούμενου ρυμουλκού της, λόγω αποπεράτωσης της ναυπλήγησής του, η προσκομιδή πρωτοκόλλου παράδοσης – παραλαβής, θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη και να αξιολογηθεί ως επαρκές το προσκομισθέν πρωτόκολλο, το οποίο έχει υπογραφεί από τους νομίμους εκπροσώπους της ιδίας και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………………», διότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 του Κ.Ι.Ν.Δ., προκειμένου να νηολογηθεί ένα ναυπηγούμενο πλοίο απαιτείται να προσκομισθεί στο νηολόγο σύμβαση ναυπήγησης ή έγγραφη δήλωση «διατηρούντος ναυπηγική επιχείρηση εν Ελλάδι» και εν προκειμένω μόνον η ανωτέρω εταιρία διατηρεί τέτοια επιχείρηση, και όχι ο ……….., ο οποίος αναλαμβάνει μεν εργολαβικά ελασματουργικές εργασίες με δικό του συνεργείο, αλλά δεν εκμεταλλεύεται ναυπηγείο, με αποτέλεσμα ο Νηολόγος παρά το νόμο να αξιώσει την υποβολή αντίστοιχου πρωτοκόλλου από τον ….. και να απορρίψει την αίτησή της λόγω μη κατάθεσής του, ενώ θα έπρεπε να δεχθεί ότι το προσκομισθέν πρωτόκολλο της προαναφερθείσας ανώνυμης εταιρίας ήταν το μόνο που απαιτείτο, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του αποφάνθηκε υπέρ του συννόμου της ενέργειας αυτής του Νηολόγου, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε την ως άνω διάταξη και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεν ευσταθεί, και τυγχάνει απορριπτέος. Και τούτο διότι, όπως σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 4 του Κ.Ι.Ν.Δ., στην οποία επιχειρεί αβάσιμα να θεμελιώσει τον ισχυρισμό της η αιτούσα και ήδη εκκαλούσα, και στην οποία προβλέπεται ότι:  «Δύναται να νηολογηθή και το ναυπηγούμενον πλοίον. Ναυπηγούμενον πλοίον υπάρχει και όταν προσάγεται η περί ναυπηγήσεώς του οριστική σύμβασις ή έγγραφος δήλωσις διατηρούντος ναυπηγικής επιχείρησιν εν Ελλάδι ότι απεφάσισε την κατασκευήν πλοίου δι’ ίδιον λογαριασμόν», ο αιτών τη νηολόγηση πλοίου τελούντος υπό ναυπήγηση οφείλει να προσκομίσει στο νηολόγο, είτε μία σύμβαση ναυπήγησης μεταξύ του ιδίου, για λογαριασμό του οποίου και κατασκευάζεται το πλοίο, και του εργολάβου/κατασκευαστή, ο οποίος αναλαμβάνει να εκτελέσει τις συμφωνηθείσες εργασίες ναυπήγησης αντί αμοιβής, και ο οποίος δεν απαιτείται να διατηρεί ναυπηγική επιχείρηση, όπως συνέβη εν προκειμένω, που η αιτούσα προσεκόμισε – μεταξύ άλλων εγγράφων – και το ιδιωτικό συμφωνητικό, που συνήψε με το ……….., με το οποίο αυτός ανέλαβε την υποχρέωση κατασκευής ολοκλήρου του σκελετού του ρυμουλκού, και το οποίο σύννομα καταχωρήθηκε στη μερίδα του ως άνω πλοίου ως η προβλεπόμενη στην προαναφερθείσα διάταξη σύμβαση ναυπήγησης, είτε διαζευκτικά, σε περίπτωση που ναυπηγείο κατασκευάζει πλοίο για δικό του λογαριασμό, προκειμένου στη συνέχεια να το κρατήσει ή να το μεταβιβάσει περαιτέρω, έγγραφη δήλωση του ιδίου του ναυπηγείου, δεδομένης της δυνατότητας των ναυπηγικών επιχειρήσεων να κατασκευάζουν πλοία δι’ίδιον λογαριασμό, και όχι για λογαριασμό άλλων σε εκτέλεση συμβατικά αναληφθείσας υποχρέωσής τους, καθώς στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται αντισυμβαλλόμενος του ναυπηγείου, ώστε να κατατεθεί στο νηολόγιο σύμβαση ναυπήγησης μεταξύ τους. Ενόψει τούτων εκ της ανωτέρω διάταξης, που προβλέπει εναλλακτικά τις συγκεκριμένες δύο δυνατότητες, ουδόλως συνάγεται ότι η σύμβαση ναυπήγησης, που απαιτείται να προσκομίζεται για τη νηολόγηση πλοίου ως τελούντος «υπό ναυπήγηση», πρέπει να συνάπτεται μόνον με διατηρούντα ναυπηγική επιχείρηση, αλλά μπορεί να καταρτισθεί με οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχει βέβαια τη δυνατότητα εκτέλεσης τέτοιου είδους εργασιών. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι ο επιληφθείς Νηολόγος, προκειμένου να αποοφανθεί επί της υποβληθείσης αίτησης της αιτούσας, με την οποία ζητήθηκε να εκδοθεί και να της χορηγηθεί έγγραφο εθνικότητας του ρυμουλκού πλοίου της, ήδη νηολογηθέντος ως ναυπηγούμενου, λόγω αποπεράτωσης πλέον των εργασιών ναυπήγησής του, υποχρεούτο και εδικαιούτο να περιορισθεί στον τυπικό έλεγχο της προσκομιδής ή μη από την ανωτέρω των απαραίτητων για τη συγκεκριμένη εγγραφή εγγράφων και στοιχείων, και σε περίπτωση μη υποβολής ενός εκ των απαιτούμενων δικαιολογητικών (τέτοιο δε συνιστά και το πρωτοκόλλο παράδοσης – παραλαβής του πλοίου, υπογεγραμμένο από τον εργολάβο/κατασκευαστή του ………., το καταρτισθέν μεταξύ του οποίου και της αιτούσας ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ανέλαβε αυτός να κατασκευάσει ολόκληρο το σκελετό του πλοίου, καταχωρήθηκε στη μερίδα του ρυμουλκού κατά τη νηολόγησή του ως τελούντος υπό ναυπήγηση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 4 του Κ.Ι.Ν.Δ., διότι προβλέπεται ως δικαιολογητικό στην προαναφερθείσα εγκύκλιο, που δεσμεύει το νηολόγο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, και επιπροσθέτως αποτελεί και συμβατική δέσμευση αιτούσας και ………..) όφειλε ν’απορρίψει την αίτηση, όπερ σύννομα έπραξε εν προκειμένω διαπιστώσας ότι το εν λόγω πρωτόκολλο δεν έχει κατατεθεί από την αιτούσα, με την επίκληση οικονομικών διαφορών μεταξύ αυτής και του ανωτέρω εργολάβου, και όχι να διερευνήσει την ουσία της υπόθεσης, ήτοι το εάν το πλοίο έχει στην πραγματικότητα παραδοθεί και παραληφθεί ή όχι, ούτε να συναγάγει επ’αυτού συμπέρασμα εκ των λοιπών προσκομισθέντων εγγράφων (και δη από το πιστοποιητικό καταμέτρησης του πλοίου, και το πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής της εταιρίας με την επωνυμία «……………..», τα οποία σε κάθε περίπτωση δεν υποκαθιστούν το μη υποβληθέν πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής του ….., όπως έχει ήδη αναλυτικά εκτεθεί), παραβλέποντας την έλλειψη του ως άνω απαιτούμενου δικαιολογητικού. Κατ’ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης έκρινε ότι ο ανωτέρω Νηολόγος, σύννομα ενεργήσας, απέρριψε εγγράφως με έκθεσή του, που εξέδωσε σχετικώς, την ενώπιόν του υποβληθείσα αίτηση της αιτούσας, και στη συνέχεια απέρριψε τη στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 791 του ΚΠολΔ ασκηθείσα αίτηση της ιδίας, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε, και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ανωτέρω ηττηθείσα διάδικο με τους λόγους, που περιέχονται στην έφεσή της, και με τους αναφερομένους στις προτάσεις της πρόσθετους λόγους έφεσης, απορριπτομένων ως αβασίμων, και, συνακόλουθα, και της έφεσης στο σύνολό της και των προσθέτων αυτών λόγων. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων της δίκης ………….. και Ελληνικού Δημοσίου, παρασταθέντος ως εκπροσώπου του Νηολόγου και Ναυτικού Υποθηκοφύλακα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ως προς την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, που απορρίφθηκαν, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματός τους (άρθρα 176 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, και τέλος πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της απορριφθείσης  έφεσης παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο  495 παρ.3 εδαφ. ε΄ του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του άρθρου τρίτου του Ν.4335/2015).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 30.4.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../15.5.2018 και ………./15.5.2018) έφεση, και τους ασκηθέντες με τις προτάσεις της εκκαλούσας πρόσθετους λόγους έφεσης, κατά της υπ’αριθμ.1551/2018 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και β) την από 19.9.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./19.9.2018) κύρια παρέμβαση στην επί της έφεσης εκκρεμή δίκη του . ………

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης και απορρίπτει αυτούς κατ’ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου του ένδικου μέσου στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας των διαδίκων στη δίκη της έφεσης ……………. και Ελληνικού Δημοσίου, ως εκπροσώπου του Νηολόγου και Ναυτικού Υποθηκοφύλακα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ για τον καθέναν.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την κύρια παρέμβαση.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 23-9-2020

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ