ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης: 593/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
[Τακτική Διαδικασία]
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 08/06/2018 έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../12-06-2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../12-06-2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 16-08-2018, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2018, κατά της με αριθμ. 2507/31-05-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, επί της από 06/08/2013 και με αριθμ. κατάθ. …../9-9-2013 αγωγής, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 10/05/2017, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον η ως άνω έφεση κατατέθηκε, στις 12/06/2018, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς (βλ. με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../12-06-2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../12-06-2018 έκθεση κατάθεσης δικογράφου) και η εκκακλουμένη επιδόθηκε, μ’ επιμέλεια της εκκαλούσας, στις 21-06-2018, στους εφεσιβλήτους (βλ. σχετ. με αριθμ. …./21-06-2018 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ………). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495 § 3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, στους τόπους, χρόνους και υπό τις συνθήκες, που αναφέρει ειδικότερα στην αγωγή της, ο πρώτος των εναγομένων, πρώην σύζυγός της, και ο δεύτερος εξ αυτών, αδελφός του πρώτου, διατύπωσαν τους αναφερόμενους στην αγωγή ισχυρισμούς, σε βάρος της, ο μεν πρώτος με την κατάθεση, στις 16/3/2012, ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, της με αριθμ. ΑΒΜ …….. μήνυσής του, στις 4/4/2013, κατά τη συζήτηση της με αριθμ. …../2012 αγωγής, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στις 16/5/2013, κατά τη συζήτηση της με αριθμ. …../2013 αγωγής, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και με τις προτάσεις, που κατέθεσε, στις 17/5/2013, ως διάδικος, κατά τη συζήτηση της με αριθμ. κατάθ. …../2011 αγωγής της περί απαγγελίας της λύσης του γάμου τους, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο δε δεύτερος κατά την ένορκη κατάθεσή του, στις 17/5/2013, κατά τη συζήτηση της τελευταίας αυτής αγωγής, και, συγκεκριμένα, ότι, η ενάγουσα, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβιώσεώς της με τον πρώτο των εναγομένων, διατηρούσε με τρίτο, μη διάδικο στην προκειμένη δίκη, εξωσυζυγικές σχέσεις. Ότι, κατ’ ορθή εκτίμηση του αγωγικού δικογράφου, ηθικός αυτουργός των παραπάνω ενεργειών του δευτέρου των εναγομένων, ήταν ο πρώτος εξ αυτών, ο οποίος έπεισε το δεύτερο να καταθέσει ψευδώς, ενώπιον των δικαστηρίων, προκειμένου να τον υποστηρίξει. Ότι οι ισχυρισμοί αυτοί ήταν στο σύνολό τους, εν γνώσει των εναγομένων, ψευδείς και διατυπώθηκαν, με σκοπό να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της ενάγουσας. Ότι, περαιτέρω, ο πρώτος των εναγομένων τοποθέτησε, κατά τον αναφερόμενο στην αγωγή χρόνο και υπό τις ειδικότερα μνημονευόμενες συνθήκες, εντός της έως τότε οικογενειακής τους στέγης, στη Νίκαια Αττικής, συσκευή παρακολούθησης, με την οποία κατέγραφε, χωρίς η τελευταία να το γνωρίζει, τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις της. Ότι, με τις παραπάνω παράνομες και υπαίτιες πράξεις, οι οποίες έγιναν εν γνώσει του άδικου χαρακτήρα τους και με σκοπό να τη βλάψουν, οι εναγόμενοι, εκτός των άλλων, τέλεσαν και τις ποινικά κολάσιμες πράξεις της ψευδορκίας ο δεύτερος και της ηθικής αυτουργίας σε αυτήν ο πρώτος, της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης ο πρώτος, της συκοφαντικής δυσφήμισης αμφότεροι και της ηθικής αυτουργίας σε αυτήν ο πρώτος, και της παραβίασης του νόμου «περί προσωπικών δεδομένων» ο πρώτος. Ότι οι παραπάνω παράνομες και υπαίτιες πράξεις των εναγομένων προσέβαλαν την προσωπικότητά της και έβλαψαν την τιμή και την υπόληψή της, ενώ, επιπλέον, ο πρώτος των εναγομένων, με την τοποθέτηση εν αγνοία της, μέσων παρακολούθησης στην κατοικία της, παραβίασε την ιδιωτική της ζωή. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε, όπως το αγωγικό αίτημα ετράπη, παραδεκτά, εξ ολοκλήρου από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και με τις προτάσεις, που κατέθεσε, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, παραιτούμενη από τα παρεπόμενα αγωγικά αιτήματα περί κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής και απαγγελίας της προσωπικής κράτησης των εναγομένων, ως μέσου εκτέλεσης της αποφάσεως, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν σε αυτήν τα εξής ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής: ο πρώτος το ποσό των 100.044,00 ευρώ, για τους ψευδείς ισχυρισμούς του (πλην της με ΑΒΜ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ………… μήνυσής του), καθώς και το ποσό των 50.044,00 ευρώ, για την παράνομη καταγραφή και παρακολούθηση των συνδιαλέξεών της, επιφυλασσόμενη να διεκδικήσει το ποσό των 44,00 ευρώ για κάθε πράξη, ήτοι συνολικά το ποσό των 88,00 ευρώ, παριστάμενη ως πολιτικώς ενάγουσα, ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, και ο δεύτερος το ποσό των 70.044,00 ευρώ, για όσα ψευδώς κατέθεσε εξεταζόμενος, ενώπιον δικαστηρίου, επιφυλασσόμενη να διεκδικήσει το ποσό των 44,00 ευρώ από καθέναν, παριστάμενη ως πολιτικώς ενάγουσα, ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, καθώς επίσης να επιβληθούν σε βάρος των εναγόμενων τα δικαστικά της έξοδα.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 2507/31-05-2018 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 10-05-2017, κατά την τακτική διαδικασία, αφού απέρριψε, αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτη την αγωγή, λόγω αοριστίας, ως προς το αγωγικό κεφάλαιο, που αναφέρεται στους φερόμενους ως ψευδείς ισχυρισμούς των εναγομένων, περί εξωσυζυγικών σχέσεων της ενάγουσας, όσο διαρκούσε ο γάμος της με τον πρώτο εναγόμενο και αναφορικά με το αμέσως ανωτέρω αγωγικό κεφάλαιο, κατά το οποίο θεωρήθηκε ότι ηττήθηκε η ενάγουσα, επέβαλε σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, κατόπιν νομίμου αιτήματος των τελευταίων, τα οποία όρισε στο ποσό των τριών χιλιάδων επτακοσίων (3.700,00) ευρώ, κατά τα λοιπά, έκρινε την υπό κρίση αγωγή νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 297, 299, 346, 914 επ., 932 ΑΚ, 370Α ΠΚ, 70, 176 ΚΠολΔ, έκανε αυτήν δεκτή εν μέρει, ως κατ’ ουσία βάσιμη, αναγνώρισε δε την υποχρέωση του πρώτου εναγομένου να καταβάλει στην ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητάς της από τον πρώτο των εναγομένων με την παράνομη καταγραφή και παρακολούθηση των συνδιαλέξεών της, το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή του εξόφληση και επέβαλε σε βάρος του πρώτου των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο όρισε στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350,00) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεσή της, ως προς τα κεφάλαια της εκκαλουμένης, με τα οποία απορρίφθηκε αφενός μεν ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, η αγωγή της, ως προς το αγωγικό κεφάλαιο, που αναφέρεται στους φερόμενους ως ψευδείς ισχυρισμούς των εναγομένων περί εξωσυζυγικών σχέσεων της ενάγουσας, όσο διαρκούσε ο γάμος της με τον πρώτο εναγόμενο και επεβλήθησαν σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, ύψους τριών χιλιάδων επτακοσίων (3.700,00) ευρώ, αφετέρου δε ως προς το ύψος της επιδικασθείσας σε αυτήν χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, για τους αναφερόμενους στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ως άνω αγωγή.
Από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914 και 932 του ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι, σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας φυσικού προσώπου ή της φήμης νομικού προσώπου από παράνομη και υπαίτια πράξη του προσβάλλοντος, μπορεί να επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση, αν εξαιτίας της προσβολής αυτής επήλθε οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητας ή της φήμης. Επί προσβολής της προσωπικότητας για την αξίωση αποζημίωσης, καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια, αρκεί δε κάθε είδους υπαιτιότητα, από δόλο ή από αμέλεια (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος). Προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση, που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής. Η προσβολή είναι παράνομη όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται καταχρηστικά. Ενόψει της συγκρούσεως των προστατευόμενων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας των άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα για την διακρίβωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της. Τα έννομα αγαθά, που περικλείονται στο δικαίωμα της προσωπικότητας (η τιμή, δηλαδή η ηθική αξία και υπόληψη, η κοινωνική αξία δηλαδή κάθε ανθρώπου, αντικατοπτριζόμενες στην αντίληψη και την εκτίμηση, που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος του ατόμου, η ιδιωτική ζωή, η εικόνα, η σφαίρα του απορρήτου κ.ά.), δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις, εκφάνσεις ή πλευρές του ενιαίου δικαιώματος επί της ιδίας προσωπικότητας, έτσι, ώστε, η προσβολή οποιασδήποτε εκφάνσεως της προσωπικότητας να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας προσωπικότητα (ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 920/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 Δημ. Νόμος). Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη (πρβλ. Ολ ΑΠ 3/2008, ΑΠ 220/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1056/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 57, 59, 480-482, 914, 926 και 932 Α.Κ. συνάγεται ότι, σε περίπτωση παράνομης από πρόθεση προσβολής της προσωπικότητας, αν η προσβολή επήλθε με περισσότερες πράξεις ενός ή περισσότερων προσώπων, οι οποίες, όμως, ενόψει των περιστάσεων, εμφανίζουν ενότητα, δηλαδή, πρόκειται για το αυτό βιοτικό συμβάν, οφείλεται, ως χρηματική ικανοποίηση του παθόντος, μια παροχή και, επομένως, ενιαίο ποσό, το οποίο αυτός μπορεί, κατ` επιλογήν του, να ζητήσει με αγωγή διαιρετώς ή εις ολόκληρον από τον καθένα από τους αντιδίκους του, αφού τότε είναι, αντίστοιχα, ενιαία και η βλάβη, που αυτός υπέστη, και την οποία αποσκοπεί να καλύψει η χρηματική ικανοποίησή του στο πλαίσιο ενός και του αυτού συμφέροντός του. Στην περίπτωση αυτή, για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, που θα επιδικασθεί, θα ληφθεί ασφαλώς υπόψη και ο εξακολουθητικός χαρακτήρας της γενομένης προσβολής, έτσι ώστε η χρηματική ικανοποίηση να ανταποκρίνεται στην ένταση και στην απαξία της προσβολής (ΑΠ 1854/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2027/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1805/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1095/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 518/2008 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 926 Α.Κ., αν από κοινή πράξη περισσοτέρων προήλθε ζημία ή αν από την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, ενέχονται όλοι εις ολόκληρον. Το ίδιο ισχύει και αν έχουν ενεργήσει περισσότεροι συγχρόνως ή διαδοχικά και δεν μπορεί να εξακριβωθεί τίνος η πράξη επέφερε τη ζημία. Ως ζημία νοείται τόσο η περιουσιακή όσο και η ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη που προξενήθηκε από την αδικοπραξία, για τις οποίες οφείλεται χρηματική ικανοποίηση κατ` άρθρο 932 Α.Κ., και για την πληρωμή της οποίας ευθύνονται όλοι οι υπαίτιοι εις ολόκληρον. Με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 926 Α.Κ., η οποία αναφέρεται στην περίπτωση ύπαρξης περισσοτέρων υπόχρεων, καθιερώνεται η εις ολόκληρον ευθύνη περισσοτέρων προσώπων είτε επειδή η ζημία προκλήθηκε από κοινή πράξη αυτών, είτε επειδή τα περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται κατά το νόμο το καθένα αυτοτελώς για την αποκατάσταση της ζημίας, αντικειμενικά ή υποκειμενικά, είτε, στην περίπτωση της σωρευτικής ή διαζευκτικής αιτιότητας, ήτοι, όταν η ζημία προήλθε από αυτοτελείς και διακεκριμένες ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) περισσοτέρων προσώπων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, που η καθεμία από αυτές από μόνη της, συνιστά αιτιώδη όρο επαγωγής της ζημίας, με την έννοια της προσφορότητας να προκαλέσει, αυτή καθ` εαυτή, ολόκληρη τη ζημία, χωρίς ωστόσο, να είναι εφικτή ή εξακρίβωση ποιος αληθινά είναι ο πρόξενος της ζημίας ή ποιο το ποσοστό συμβολής του κάθε δράστη στο επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα (ΑΠ 1354/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 96/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1694/2017 Δημ. Νόμος). Η πρώτη κατηγορία αφορά την περίπτωση της επέλευσης της ζημίας από κοινή πράξη περισσότερων προσώπων. Ως κοινή πράξη, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, νοείται κάθε μορφή συμμετοχής στην τέλεση της πράξεως ή την επαγωγή της ζημίας, αδιαφόρως από το αν οι ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) των περισσότερων προσώπων έγιναν ταυτοχρόνως, παραλλήλως ή διαδοχικώς. Αρκεί κάθε ενέργεια να συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα, δηλαδή την επαγωγή της ζημίας. Ο βαθμός δε της αιτιώδους συμβολής ή του πταίσματος καθενός από τους περισσότερους δράστες, το αν δηλαδή ο ένας ενήργησε με δόλο και ο άλλος από αμέλεια, δεν ενδιαφέρει για την θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης, αλλά μόνο για την αναγωγή μεταξύ των συνοφειλετών, κατ’ άρθρο 927 Α.Κ. (ΑΠ 1206/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1170/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 96/2018 ό.π., ΑΠ 1694/2017 ό.π., ΑΠ 345/2017, ΑΠ 299/2007), και γι` αυτό δεν συνιστά αναγκαίο στοιχείο της αγωγής (ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1124/2015, ΑΠ 1804/2014). Στην ανωτέρω περίπτωση η παθητική εις ολόκληρον ενοχή στηρίζεται στο νόμο και οι περισσότεροι οφειλέτες ευθύνονται σε εκπλήρωση της ίδιας παροχής. Υπάρχει δηλαδή ταυτότητα παροχής, που δεν προϋποθέτει αναγκαστικά ταυτότητα του νομικού και πραγματικού λόγου γενέσεως αυτής και ως εκ τούτου η υποχρέωση ή κοινή ευθύνη των συνοφειλετών μπορεί να πηγάζει από διαφορετική αιτία και να γεννήθηκε σε διαφορετικό χρόνο. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται όχι μόνο όταν περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται για αδικοπραξία, με την έννοια του άρθρου 914 Α.Κ., αλλά και όταν όλα ή μερικά από αυτά ευθύνονται αντικειμενικά και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν η αντικειμενική ευθύνη ρυθμίζεται στον Α.Κ. ή σε ειδικούς νόμους. Ο δανειστής έχει το δικαίωμα επιλογής του συνοφειλέτη από τον οποίο θα απαιτήσει την παροχή. Εφόσον ασκήσει το δικαίωμα αυτό, εάν ικανοποιηθεί πλήρως από το συνοφειλέτη κατά του οποίου έχει στραφεί, το δικαίωμα αναλίσκεται, αφού μόνο μία φορά μπορεί να αξιώσει την εκπλήρωση της παροχής και δεν μπορεί αυτός να αξιώσει εκ νέου την παροχή ή μέρος της από τους λοιπούς συνοφειλέτες. Εάν, όμως, η παροχή εκπληρωθεί κατά ένα μόνο μέρος, η οφειλή εξακολουθεί να υπάρχει για το ανεκπλήρωτο τμήμα της εις ολόκληρον μεταξύ των οφειλετών. Συνεπώς ο δικαιούχος έχει το δικαίωμα να εναγάγει ή όλους τους υπαίτιους ταυτόχρονα, ή διαδοχικά, απαιτώντας από καθένα τους ολόκληρη τη χρηματική ικανοποίηση (ΑΠ 1354/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1170/2019 ό.π., ΑΠ 1694/2017 ό.π.). Στην περίπτωση δε, κατά την οποία ενάγονται δύο ή περισσότεροι, ως υπεύθυνοι για τη ζημία που προξένησαν από κοινού σε τρίτον, αντικείμενο της δίκης είναι μόνον η αξίωση του τρίτου προς αποζημίωση και όχι η εξ αναγωγής ευθύνη του ενός συνυπαιτίου προς τον άλλο. Ως εκ τούτου, στη δίκη αυτή οι εναγόμενοι (οι από κοινού υπαίτιοι) δεν μπορούν να αντιδικήσουν μεταξύ τους ούτε ως προς την ύπαρξη ούτε ως προς την έκταση της ευθύνης τους και η απόφαση δεν παράγει δεδικασμένο μεταξύ των ομοδίκων, ενόψει και του ότι η τυχόν εξέταση του επιμερισμού της υπαιτιότητας στην κατ’ έφεση δίκη δε θα δημιουργούσε δεδικασμένο για τις εσωτερικές σχέσεις, που θα ανακύψουν στη δίκη της αναγωγής (άρθρο 927 Α.Κ.), αφού δεν είναι αναγκαία για τη στήριξη του διατακτικού (ΚΠολΔ 331) (βλ. σχετ. ΑΠ 102/2019 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 21/2019 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 36/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 39/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 245/2006 Δημ. Νόμος, Εφ.ΑΘ 8251/99 δημ. Νόμος, Κονδύλη «Το Δεδικασμένο» § 26 σελ. 307, 308, Κρητικού «Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα» § 2568 επ.). Ούτε και η κρίση για την ύπαρξη ή μη ευθύνης ενός ή όλων των εις ολόκληρον ευθυνομένων για αποζημίωση δημιουργεί μεταξύ τους δεδικασμένο, γιατί αυτό προϋποθέτει κατ’ αντιδικία διάγνωση και δεν ισχύει μεταξύ των ομοδίκων (βλ. ΕφΠατρ 21/2019 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 39/2011 ό.π., ΕφΔωδ 245/2006 ό.π.). Κατά συνέπεια, εφόσον για έκαστο των συνυπαιτίων και εις ολόκληρον ευθυνομένων προσώπων προσδιοριστεί η οφειλόμενη χρηματική ικανοποίηση, ενιαία ή διαδοχικά, στο αυτό χρηματικό ποσό, υπάρχει πλήρης ταυτότητα παροχής και ο δικαιούχος μπορεί να αξιώσει ολόκληρο το ποσό αυτό από οποιονδήποτε υπόχρεο, ενώ σε περίπτωση που καθοριστεί, ενιαία ή διαδοχικά, ως χρηματική ικανοποίηση διαφορετικό ποσό για έκαστο υπόχρεο, εις ολόκληρον οφειλή υφίσταται μόνο στο βαθμό που οι υποχρεώσεις αλληλοκαλύπτονται, ήτοι μόνο κατά το ποσό που ευθύνονται όλοι οι υπόχρεοι (ΑΠ 1170/2019 ό.π.). Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 480 και 481 του Α.Κ, σύμφωνα με τις οποίες, εφ’ όσον περισσότεροι οφείλουν διαιρετή παροχή, όπως είναι η χρηματική, και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 926 Α.Κ., ούτε υπάρχει συμφωνία για ενοχή σε ολόκληρο (άρθρο 481 ΑΚ), έχει εφαρμογή ο από το άρθρο 480 του ιδίου Κώδικα καθιερούμενος κανόνας, από τον οποίο συνάγεται ότι, όταν ενάγονται ορισμένοι από τους περισσοτέρους συνοφειλέτες προς εκπλήρωση, χωρίς να συντρέχει νόμιμη περίπτωση οφειλής σε ολόκληρο (από το νόμο ή από σύμβαση), τότε η καταψήφιση των εναγομένων περιορίζεται στο μέρος που αναλογεί στο πρόσωπο εκάστου, σε σχέση με τους λοιπούς συνοφειλέτες. Στην περίπτωση αυτή δεν πάσχει έλλειμμα η αγωγή, επαγόμενο αοριστία του δικογράφου της (άρθρο 216 ΚΠολΔ), αν δεν προσδιορίζεται το ποσοστό (μερίδιο) της υποχρεώσεως κάθε οφειλέτη, αφού το Δικαστήριο, ακόμη και αν δεν διατυπώνεται επικουρική αίτηση για σύμμετρη ή ανάλογη, προκύπτουσα εκ της σχέσεως, καταδίκη εκάστου των εναγομένων, δεχόμενο την αγωγή θα υποχρεώσει καθένα των εναγομένων σε ίση ή ανάλογη, προκύπτουσα εκ της μεταξύ των διαδίκων σχέσεως, προς τον νικώντα ενάγοντα καταβολή (ΑΠ 721/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111 παρ. 2, 118 εδ. 4, 216 παρ. 1 και 335 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής, πρέπει, το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, καθώς και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1366/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1864/2011, σχετ. ΑΠ 862/2015, AΠ 291/2015). Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με την εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, συντρέχει αν το δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο κανόνας αυτός προς θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο αγωγή (ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 101/2018 ό.π., ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος). Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά δηλαδή περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης (ΑΠ 419/2018 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της έφεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, απέρριψε, με αυτεπάγγελτη ενέργειά του, ως απαράδεκτη την αγωγή, λόγω αοριστίας, ως προς το αγωγικό κεφάλαιο, που αναφέρεται στους φερόμενους ως ψευδείς ισχυρισμούς των εναγομένων περί εξωσυζυγικών σχέσεων της ενάγουσας, όσο διαρκούσε ο γάμος της με τον πρώτο εναγόμενο, ενώ έπρεπε να κρίνει αυτήν αρκούντως ορισμένη, καθώς 1) ο πρώτος εναγόμενος δεν εγκαλείται ως ηθικός αυτουργός του δεύτερου εναγόμενου, παρά μόνο για την τελευταία αυτοτελή πράξη του ιστορικού, ήτοι την ένορκη κατάθεση του δεύτερου εναγόμενου στο ακροατήριο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 17-5-2013, 2) οι περισσότερες πράξεις του εν λόγω κεφαλαίου της αγωγής δεν εμφανίζουν ενότητα, δεν συνιστούν το αυτό βιοτικό συμβάν και δεν προκάλεσαν ενιαία βλάβη, συγκεκριμένα: α) πρόκειται για τέσσερις (4) διαφορετικές πράξεις, β) που έλαβαν χώρα σε τρεις (3) διαφορετικές ημερομηνίες (4-4-2013, 16-5-2013 και 17-5-2013), γ) εκ των οποίων οι τρεις (3) πρώτες (ανώμοτη κατάθεση στις 4-4-13, συζήτηση αγωγής στις 16-5-2013 και κατάθεση προτάσεων στις 17-5-2013) τελέστηκαν μόνο από τον 1° εναγόμενο, ενώ η τέταρτη τελέστηκε από τον 2° εναγόμενο μετά από παρότρυνση του πρώτου, δ) οι πράξεις αυτές έλαβαν χώρα ενώπιον τριών (3) διαφορετικών φορέων, ε) η μεν ανώμοτη κατάθεση του πρώτου εναγόμενου έλαβε χώρα ενώπιον του ακροατηρίου (πλήθους ανθρώπων) της 4-4-13, ενώ η ένορκη κατάθεση του 2ου εναγόμενου ενώπιον του ακροατηρίου (πλήθους ανθρώπων) της 17-5-13, στ) οι διαφορετικές πράξεις των εναγομένων στοιχειοθετούν την τέλεση διαφορετικών ποινικών αδικημάτων και συγκεκριμένα της ψευδορκίας (224 ΠΚ) ο δεύτερος και της ηθικής αυτουργίας σε αυτήν ο πρώτος (για την κατάθεση της 17-5-13), της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης (225 ΠΚ) ο πρώτος (για την ανώμοτη κατάθεσή του της 4-4-13), της συκοφαντικής δυσφήμισης (363 ΠΚ) αμφότεροι (για όλες τις πράξεις), 3) δεν υπάρχει ούτε ενότητα σκοπού μεταξύ των περισσότερων διαφορετικών πράξεων, που περιγράφονται στο εν λόγω κεφάλαιο της αγωγής, 4) δεν είναι ορθό και δυνατό να επιδικασθεί ένα ενιαίο ποσό ως χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης, όταν υπάρχει διαφοροποίηση των κριτηρίων, τα οποία, κατά πάγια νομολογία, λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του εύλογου ύψους αυτής και 5) στην απίθανη περίπτωση, που εθεωρείτο ότι ειδικά για την 4η πράξη (ένορκη κατάθεση του 2ου εναγόμενου στις 17-5-13) πρέπει να επιδικασθεί ένα ενιαίο ποσό, αφενός μεν, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής της, θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι έχει ασκήσει το δικαίωμα διαίρεσης του ενιαίου ποσού, τα μέρη του οποίου περιέχονται στα διαφορετικά ποσά των 100.000 ευρώ για τον 1° εναγόμενο και των 70.000 ευρώ για τον 2° εναγόμενο (της τελικής διαφοράς οφειλομένης στην αυτοτέλεια και διαφοροποίηση των λοιπών πράξεων, που βαρύνουν αποκλειστικά τον 1° εναγόμενο), αφετέρου δε, όλως επικουρικώς, ακόμη και εάν δεν γινόταν δεκτή ούτε αυτή η εκδοχή, θα μπορούσε το δικαστήριο να επιδικάσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση για τις τρεις πρώτες πράξεις, που βαρύνουν μόνο τον 1° εναγόμενο. Ο ως άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθ’ όλα του τα σκέλη, διότι το αίτημα να αναγνωρισθεί ότι ο πρώτος εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των 100.000 ευρώ και ο δεύτερος εναγόμενος το ποσό των 70.000 ευρώ, για τις αναφερόμενες στην αγωγή πράξεις τους, που σχετίζονται με τη διατύπωση, ενώπιον των δικαστηρίων, του ισχυρισμού ότι, η ενάγουσα, κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον πρώτο των εναγόμενων, διατηρούσε εξωσυζυγικό δεσμό, όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη, τυγχάνει μη νόμιμο, διότι, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, οι φερόμενες ως αξιόποινες εκδηλώσεις των εναγομένων, μη απέχουσες χρονικώς σημαντικά, συγκροτούν στην πραγματικότητα μία ενιαία πράξη και ειδικότερα, αναφορικά με τον ανωτέρω ισχυρισμό, ο πρώτος των εναγομένων φέρεται ως ηθικός αυτουργός των άδικων πράξεων, που καταλογίζονται στον δεύτερο εξ αυτών (ψευδορκία και συκοφαντική δυσφήμιση), έχοντας καταπείσει τον τελευταίο να προχωρήσει στην τέλεσή τους και είχαν, κατά τα ουσιώδη στοιχεία, το ίδιο περιεχόμενο, καθώς αφορούσαν την ίδια συμπεριφορά (υποτιθέμενη) της ενάγουσας, γεγονός, που συνεπάγεται ότι, υφίσταται κοινή πράξη, κατ’ άρθρο 926 Α.Κ., με τη μορφή της συμμετοχής στην τέλεση των φερομένων ως αξιόποινων πράξεων των εναγομένων, που σχετίζονται με τον ισχυρισμό ότι η ενάγουσα διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις, αδιαφόρως από το αν οι ενέργειες (πράξεις) των περισσότερων προσώπων έγιναν ταυτοχρόνως, παραλλήλως ή διαδοχικώς, οπότε μία χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, οφείλεται, συγκεντρούμενη, ως εκ της ταυτότητας του σκοπού της, συνισταμένου στην ικανοποίηση της φερομένης ως προσβληθείσας στην προσωπικότητά της για την ενιαία βλάβη, την οποία εκείνη φέρεται ότι υπέστη, ήτοι στην ικανοποίηση ενός και του αυτού συμφέροντος, σε μία παροχή (ενιαίο χρηματικό ποσό), για τον προσδιορισμό του ύψους της οποίας θα ληφθεί υπόψη και ο εξακολουθητικός χαρακτήρας της γενομένης προσβολής, εκ μέρους του πρώτου εναγομένου, σε τέτοιο τρόπο, ώστε η χρηματική ικανοποίηση, που θα επιδικασθεί, να ανταποκρίνεται και στην ένταση και την απαξία της προσβολής. Την παροχή αυτή (ενιαίο χρηματικό ποσό) η δανείστρια μπορεί, κατ’ επιλογή της, να ζητήσει με αγωγή διαιρετώς ή εις ολόκληρον από τον καθένα από τους αντιδίκους της. Εν προκειμένω, μη νόμιμα η ενάγουσα ζητεί δύο παροχές, μία από κάθε εναγόμενο, θεωρώντας ως αυτοτελή προσβολή κάθε μία από τις φερόμενες ως αδικοπρακτικές εκδηλώσεις των εναγομένων, οι οποίες, όμως, συνιστούν μία ενότητα. ΄Αλλωστε, για την ενιαία πράξη ζητούνται διαφορετικά ποσά από κάθε εναγόμενο και δη 100.000 ευρώ από τον πρώτο και 70.000 ευρώ από το δεύτερο. Δεν δύναται δε το Δικαστήριο να σχηματίσει τέσσερις κατηγορίες πράξεων των εναγομένων και να επιδικάσει χωριστή χρηματική ικανοποίηση για κάθε κατηγορία και συνολικώς το άθροισμα αυτών (βλ. σχετ. ΑΠ 1095/2009 ό.π., ΑΠ 518/2008 ό.π.). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 526 του ΚΠολΔ «Είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (ΕφΑθ 539/2019 ό.π.). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 525 παρ. 2 και 526 ΚΠολΔ, συνάγεται, περαιτέρω, ότι αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας η δικονομική αξίωση, που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκφράζεται με αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, με απόφαση του δικαστηρίου, σύμφωνη προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο της δίκης, αλλά αποτελεί, ανάλογα με το εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικανικής πιο πάνω αξίωσης με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση (βλ. ΑΠ 1867/2017, ΑΠ 821/2010, Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 539/2019 Δημ. Νόμος). Σημειώνεται, επίσης, ότι, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, στην περίπτωση, κατά την οποία ενάγονται δύο ή περισσότεροι, ως υπεύθυνοι για τη ζημία που προξένησαν από κοινού ζημία σε τρίτον, αντικείμενο της δίκης είναι μόνον η αξίωση του τρίτου προς αποζημίωση και όχι η εξ αναγωγής ευθύνη του ενός συνυπαιτίου προς τον άλλο. Ως εκ τούτου, στη δίκη αυτή οι εναγόμενοι (οι από κοινού υπαίτιοι) δεν μπορούν να αντιδικήσουν μεταξύ τους ούτε ως προς την ύπαρξη ούτε ως προς την έκταση της ευθύνης τους και η απόφαση δεν παράγει δεδικασμένο μεταξύ των ομοδίκων, ενόψει και του ότι η τυχόν εξέταση του επιμερισμού της υπαιτιότητας στην κατ’ έφεση δίκη δε θα δημιουργούσε δεδικασμένο για τις εσωτερικές σχέσεις που θα ανακύψουν στη δίκη της αναγωγής (άρθρο 927 Α.Κ.), αφού δεν είναι αναγκαία για τη στήριξη του διατακτικού (ΚΠολΔ 331). Ούτε και η κρίση για την ύπαρξη ή μη ευθύνης ενός ή όλων των εις ολόκληρον ευθυνομένων για αποζημίωση δημιουργεί μεταξύ τους δεδικασμένο, γιατί αυτό προϋποθέτει κατ’ αντιδικία διάγνωση και δεν ισχύει μεταξύ των ομοδίκων. Συνεπώς, η αγωγή στερείται πλέον ορισμένου αιτήματος και δεν μπορεί να εκτιμηθεί δικαστικώς. Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απορρίπτοντας, με αυτεπάγγελτη ενέργειά του, ως απαράδεκτη την αγωγή, λόγω αοριστίας, ως προς το αγωγικό κεφάλαιο, που αναφέρεται στους φερόμενους ως ψευδείς ισχυρισμούς των εναγομένων περί εξωσυζυγικών σχέσεων της ενάγουσας, όσο διαρκούσε ο γάμος της με τον πρώτο εναγόμενο, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις και δεν απαίτησε περισσότερα στοιχεία.
Περαιτέρω, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι, σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον Δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ` εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου, που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ` αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των Δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το Δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι, η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό, την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ από τους αρ. 1 ή 19, αντίστοιχα και, αν πρόκειται για αποφάσεις των ειρηνοδικείων: άρθρο 560 ΚΠολΔ, από τους αριθμούς 1 ή 6, αντίστοιχα), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 79/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 132/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 65/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 142/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 276/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1170/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1146/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 80/2018, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 464/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π.). Κρίσιμος δε χρόνος για τον υπολογισμό των εύλογων αυτών χρηματικών ποσών είναι ο χρόνος της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 142/2019 ό.π., ΑΠ 989/2018, ΑΠ 213/2017).
Τέλος, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ ΑΠ 1/2016, Ολ ΑΠ 2/2013, Ολ ΑΠ 7/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/2006, ΑΠ 997/2017 ό.π.). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 997/2017 ό.π., ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Εξάλλου, από το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δηλ. μόνον κατά τα προσβαλλόμενα “κεφάλαια” (ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1163/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 755/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος), κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 1290/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 487/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 501/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 235/2014 Δημ. Νόμος). Από τα άρθρα 522, 524, 535 παρ. 1, 536 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής και μπορεί αν ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του να εξετάσει αυτεπάγγελτα και να την απορρίψει μετ’ εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ως μη νόμιμη, χωρίς έτσι να γίνεται η εκδιδόμενη απόφαση επιβλαβέστερη γι’ αυτόν (ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος). «Κεφάλαιο» θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης (ΑΠ 1290/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 579/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017, ΑΠ 2185/2013, ΑΠ 842/2010, ΑΠ 132/2004). Επί αγωγής δε αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία (άρθρα 914, 297, 298, 299 ΑΚ), αν ο εκκαλών με την έφεση προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς την υπαιτιότητα, στο εκκληθέν κεφάλαιο της υπαιτιότητας περιλαμβάνονται και εκείνα της αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. Δεν ισχύει, όμως, και το αντίστροφο, δηλαδή αν εκκαλείται μόνον το κεφάλαιο της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποιήσεως, μόνον αυτό μεταβιβάζεται στο Εφετείο, όχι δε και το κεφάλαιο της υπαιτιότητας, διότι το τελευταίο δεν συνέχεται αναγκαστικώς με τα εν λόγω εκκληθέντα ως άνω κεφάλαια της αποφάσεως. Τούτο διότι στην περίπτωση αυτή μεταβιβάζονται στο Εφετείο μόνο τα κεφάλαια της αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως από απόψεως ποσοτικού προσδιορισμού τους, η επί των οποίων διάφορη κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν επιδρά επί εκείνου του μη εκκληθέντος κεφαλαίου της υπαιτιότητας και με την έννοια αυτή δεν συνέχονται αναγκαστικώς μετ` αυτού (ΟλΑΠ 10/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 504/2018 Δημ. Νόμος). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της υπό κρίση εφέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατ’ ορθή εκτίμηση, η πλημμέλεια ότι, με το να επιδικάσει στην εκκαλούσα – ενάγουσα, ως χρηματική της ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 1.000 ευρώ, λόγω προσβολής της προσωπικότητάς της από την παραβίαση του ιδιωτικού απορρήτου, παραβίασε ευθέως, κατά τον προσδιορισμό του, την αρχή της αναλογικότητας του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, καθόσον το επιδικασθέν ποσό υπολείπεται κατά πολύ των συνήθως επιδικαζομένων σε παρόμοιες περιπτώσεις. Tο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 2507/2018 απόφασή του, προκειμένου να καθορίσει και να επιδικάσει τα ανωτέρω ποσά χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, δέχθηκε, ως προς τις συνθήκες της αδικοπραξίας, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στο ερευνώμενο με τον ανωτέρω λόγο έφεσης ζήτημα της χρηματικής ικανοποίησης, τα ακόλουθα: «…Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος απόδειξης, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν νόμιμα με επίκληση οι διάδικοι, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα και ο πρώτος των εναγομένων συνήψαν γάμο το Νοέμβριο του 1997, από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα οπότε και άρχισαν να βρίσκονται σε διάσταση. Ο πρώτος των εναγομένων, μετά τη ρήξη του με την ενάγουσα, τοποθέτησε στην έως τότε συζυγική τους κατοικία μία συσκευή παρακολούθησης, με την οποία κατέγραφε τις τηλεφωνικές συνομιλίες της. Τα παραπάνω ομολόγησε ο ίδιος ο πρώτος των εναγομένων, στις 4-4-2013, εξεταζόμενος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τη συζήτηση της με αριθμό καταθέσεως ……/2012 αγωγής της και εδώ ενάγουσας καταθέτοντας τα εξής: «είχα βάλει στο σπίτι ένα μικρό μαγνητοφωνάκι να δω τον … που με χώρισε. Το μαγνητοφωνάκι δεν το ξέρει ούτε ο αδερφός μου, το είπα μόνο στον κουμπάρο να πάει, το είχα πίσω από το φαξ, να κάτσει να μαγνητοφωνήσει τι λέγανε στο τηλέφωνο. Γυρνάει και λέει ο πεθερός, ο προηγούμενος, βάζεις μου λέει μαγνητοφωνάκι και μας μαγνητοφωνείς; Ο κουμπάρος μίλαγε με τον πεθερό, τα λέγανε όλα». Στην προκειμένη περίπτωση, από τα παραπάνω, που κατέθεσε ο πρώτος των εναγομένων ενώπιον του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο άλλης δίκης, σε συνδυασμό και με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, στο Δικαστήριο δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία περί του ότι ο ανωτέρω τέλεσε πράγματι την πράξη, που προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 370Α παρ. 2 ΠΚ, γεγονός, άλλωστε, που ουδόλως αρνείται ο ίδιος με τις προτάσεις που κατέθεσε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του. Ειδικότερα, κατά το διάστημα μετά τη ρήξη στις σχέσεις του με την ενάγουσα, ήτοι μετά το Μάιο του έτους 2011, τοποθέτησε στην έως τότε κοινή τους κατοικία, και μετέπειτα κατοικία της ενάγουσας, στη Νίκαια Αττικής, στην οδό ….., χωρίς τη γνώση, και κατά μείζονα λόγο, χωρίς τη συναίνεση της τελευταίας, συσκευή παρακολούθησης με σκοπό να ηχογραφεί όλες τις συνομιλίες της και, κυρίως, τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις της, που γίνονταν στον παραπάνω ιδιωτικό χώρο και να λαμβάνει γνώση του περιεχομένου τους. Με τον τρόπο αυτό ο πρώτος των εναγομένων προσέβαλε τη σφαίρα του ιδιωτικού απορρήτου της ενάγουσας, η οποία αποτελεί στοιχείο της προσωπικότητας, προστατευόμενο από το Νόμο, καθώς και το δικαίωμά της να προσδιορίζει το βαθμό και την έκταση διατήρησης σε υλικό φορέα των όσων εκείνη εκφράζει προφορικώς. Κατόπιν τούτων, αποδείχθηκε ότι εναγόμενος τέλεσε αδικοπραξία σε βάρος της ενάγουσας με τη μορφή της παράβασης της ποινικής διάταξης του άρθρου 370Α ΠΚ και, συνεπώς, η ενάγουσα δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, το ύψος της οποίας, το Δικαστήριο, εκτιμώντας το είδος και, ιδίως, την βαρύτητα της προσβολής που υπέστη η ενάγουσα, κατά της οποίας ο πρώτος των εναγόμενων διέπραξε το παραπάνω αδίκημα, το βαθμό υπαιτιότητας του πρώτου των εναγομένων, καθώς και την κοινωνική θέση και την οικονομική κατάσταση των μερών, κρίνει ότι αποτιμάται στο εύλογο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ…». Ως προς το εκκληθέν, με το δεύτερο λόγο της έφεσης, κεφάλαιο της εκκαλουμένης περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστη η ενάγουσα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με το να επιδικάσει στην ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που αυτή υπέστη από την αναφερόμενη στην εκκαλούμενη απόφαση παράνομη και υπαίτια προσβολή της σφαίρας του ιδιωτικού απορρήτου της, εκ μέρους του ήδη εφεσιβλήτου, εναγομένου, το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, κατά την εφαρμογή του κανόνα, ουσιαστικού δικαίου, του άρθρου 932 του ΑΚ, δεδομένου ότι το ποσό αυτό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, υστερεί, καταφανώς, εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης και προκύπτουν από τις συνθήκες της αδικοπραξίας. Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος της έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός εν μέρει ως ουσία βάσιμος. Περαιτέρω, εφόσον από την εκτίμηση του ίδιου ως άνω αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και ιδίως από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως αυτή περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣΑθ, ΜονΕφΑθ 407/2018 Δημ. Νόμος), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς, όμως, να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την επανεκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, ΑΠ 250/2000 ΕλλΔνη 41.980, ΜονΕφΑθ 407/2018 ό.π.), μεταξύ των οποίων (εγγράφων) περιλαμβάνονται οι φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται και οι οποίες θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα (ΑΠ 378/1997 ΕλλΔνη 1997.1789, άρθρα 444 αριθ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), από όλα τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας, που εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια (άρθρο 395 ΚΠολΔ) (ΑΠ 64/2019 Δημ. Νόμος), τα όσα συνομολογούν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής λογικής και πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ. 4 ΚΠολΔ), την εν γένει αποδεικτική διαδικασία και τους ισχυρισμούς των διαδίκων, όσους νόμιμα και παραδεκτά επανυποβάλλουν, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι, προς απάμβλυνση της ηθικής βλάβης της η ενάγουσα δικαιούται, εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως, κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ, για την προσβολή της προσωπικότητάς της, συνεπεία παραβίασης του ιδιωτικού απορρήτου της. Η έκταση αυτής, ενόψει όλων των προαναφερθέντων περιστάσεων και αφού ληφθούν υπόψιν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η ένδικη αδικοπραξία, η διάρκεια αυτής από το Μάϊο του έτους 2011 έως τον Απρίλιο του έτους 2013, η ηλικία της ενάγουσας και του πρώτου εναγομένου, ο βαθμός υπαιτιότητας του τελευταίου και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών, πρώην συζύγων, (εκ των οποίων η μεν ενάγουσα, είναι βοηθός φαρμακοποιού, ο δε πρώτος εναγόμενος, εργολάβος οικοδομών και διαθέτει ακίνητη περιουσία, την οποία εκμισθώνει), πρέπει να καθορισθεί, σταθμίζοντας το είδος και τη βαρύτητα της προσβολής και της βλάβης, που επήλθε, και εκτιμώντας τα προαναφερθέντα στοιχεία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, τον ορθό λόγο και τους κανόνες της λογικής, στο ποσό των 5.000 ευρώ, το οποίο (ποσό) κρίνεται δίκαιο και εύλογο, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας. Σημειώνεται ότι το ανωτέρω ποσό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της ενάγουσας επιδικάζεται, όπως έχει περιοριστεί νόμιμα κατά το ποσό των 44,00 ευρώ, ύστερα από αίτημα της τελευταίας, προκειμένου να παρασταθεί αυτή ως πολιτικώς ενάγουσα για την ίδια αιτία ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου. Περαιτέρω, όσον αφορά στον τρίτο λόγο της έφεσης, σχετικά με την επιβολή σε βάρος της ενάγουσας των δικαστικών εξόδων των εναγομένων, αναφορικά με το ανωτέρω αναφερόμενο κεφάλαιο της αγωγής, ως προς το οποίο απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, τα οποία ορίστηκαν με την εκκαλουμένη στο ποσό των τριών χιλιάδων επτακοσίων (3.700,00) ευρώ και το μη συμψηφισμό με την εκκαλουμένη της δικαστικής δαπάνης μεταξύ των διαδίκων, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 179 εδ. τελ. ΚΠολΔ, σημειώνεται ότι, από τη διάταξη του άρθρου 193 Κ.Πολ.Δ προκύπτει, ότι, δεν επιτρέπεται, προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης. Η προαναφερόμενη διάταξη δεν καθιστά απρόσβλητη από τα ένδικα μέσα της διάταξης της απόφασης περί δικαστικών εξόδων, αλλά απλώς ορίζει ότι, δεν είναι παραδεκτή αυτοτελής προσβολή αυτής με ένδικο μέσο μόνον ως προς τα έξοδα, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή και ως προς την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 555/2017 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 83/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 46/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 2375/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 462/2016 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠατρ 85/2015 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 176 του ΚΠολΔ, ο διάδικος που νικήθηκε καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα, κατά δε το άρθρο 178 του ίδιου κώδικα σε περίπτωση μερικής νίκης ή μερικής ήττας κάθε διαδίκου το δικαστήριο επιβάλει τα δικαστικά έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης ή ήττας, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 179 του ΚΠολΔικ, το Δικαστήριο μπορεί να συμψηφίζει όλα τα δικαστικά έξοδα ή ένα μέρος τους, όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (βλ. σχετ. ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 46/2019 ό.π.). Στην περίπτωση έτσι αυτή, ο συμψηφισμός ή μη των δικαστικών εξόδων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας, και άρα η σχετική κρίση του δεν είναι δεκτική αναιρετικού ελέγχου (ΑΠ 85/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 467/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 773/2009, ΜονΕφΑθ 46/2019 Δημ. Νόμος). Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου, που νικήθηκε, και η επιδίκαση δικηγορικής αμοιβής πάνω από τα καθοριζόμενα από τον Κώδικα περί δικηγόρων κατώτατα όρια δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, αλλά είναι συνέπεια της αρχής της ήττας και ανάγεται σε εκτίμηση πραγμάτων, ενώ ο συμψηφισμός εν όλω ή εν μέρει της δικαστικής δαπάνης λόγω μερικής ήττας ή λόγω ιδιαίτερης δυσχέρειας της διάταξης, που εφαρμόστηκε κατά τα άρθρα 178 παρ. 1 και 179 ΚΠολΔ, απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας που δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΑΠ 97/2018 ό.π., ΑΠ 1668/2014, ΑΠ 19/2014, ΑΠ 613/2010). Σε περίπτωση που η ήττα είναι μερική με αντίστοιχης έκτασης νίκη του αντιδίκου, το δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας του καθενός διαδίκου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 178 § 2 ΚΠολΔ, κατ’ εφαρμογή της οποίας κατανέμονται μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα και στην περίπτωση που ο καθορισμός του μεγέθους της απαιτήσεως, που επιδικάζεται εξαρτάται από την κρίση του δικαστή, όπως συμβαίνει επί εύλογης αποζημίωσης ή επί χρηματικής ικανοποίησης ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, αρ. 1167, σελ. 306, ΤριμΕφΠειρ 83/2019 Δημ.Ιστοσελ ΕφΠειρ). Ο λόγος αυτός της κρινόμενης έφεσης, ο οποίος είναι παραδεκτός, αφού με τους δύο πρώτους λόγους της έφεσης προσβάλλεται και η ουσία της υπόθεσης (άρθρο 193 ΚΠολΔ) και νόμιμος (άρθρα 106, 179, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κρίνεται ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν. Τούτο, δε, διότι, από τα προεκτεθέντα, προέκυψε η πλοκή των νομικών θεμάτων της εν λόγω υπόθεσης και η δυσχέρεια ως προς την υπαγωγή των σχετικών περιστατικών στην εφαρμογή των προαναφερθέντων κανόνων δικαίου (βλ. σχετ. ΕφΑθ 539/2019 ό.π., ΕφΠειρ 60/2015 Δημ. Νόμος). Συνακόλουθα, συντρέχει περίπτωση ολικού συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων, κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, δεν προέβη σε ολικό συμψηφισμό των δικαστικών εξόδων, αλλά καταδίκασε την ενάγουσα, που ηττήθηκε στη δίκη, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων, συνολικού ποσού 3.700 ευρώ, κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματος των τελευταίων, ενώ έπρεπε να συμψηφισθούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, έσφαλε κατά το βάσιμο περί αυτού τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει, χάριν της ενότητος της εκτελέσεως εν ευρεία εννοία, να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη με αριθμ. 2507/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία καθ’ όλες τις διατάξεις της, ήτοι κατά τα προαναφερθέντα κεφάλαιά της, περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποίησης, ύψους χιλίων (1.000) ευρώ, λόγω ηθικής βλάβης για την προσβολή της προσωπικότητάς της, συνεπεία παραβίασης του ιδιωτικού απορρήτου της, περί επιβολής σε βάρος των εναγομένων δικαστικής δαπάνης ύψους τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ, δοθέντος ότι το σχετικό κεφάλαιο της εκκαλούμενης αποφάσεως συνέχεται αναγκαίως με την ουσία της υποθέσεως (βλ. Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» εκδ. Ε’ παρ. 193Α σελ. 74, ΑΠ 1037/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 618/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 664/2013 Δημ. Νόμος), περί επιβολής σε βάρος της ενάγουσας δικαστικής δαπάνης ύψους τριών χιλιάδων επτακοσίων (3.700 ευρώ), καθώς και κατά τις μη θιγόμενες διατάξεις αυτής, προκειμένου η παρούσα απόφαση να έχει ενιαίο διατακτικό (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔικ 26.642, ΕφΠειρ 664/2013). Εν συνεχεία, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση στο δικαστήριο αυτό, αφού απορριφθεί δε, ως απαράδεκτη για τους ως άνω λόγους, ως προς το δεύτερο των εναγομένων, να γίνει εν μέρει δεκτή, ως προς τον πρώτο των εναγομένων, ως ουσία βάσιμη, και ν’ αναγνωριστεί η υποχρέωση του πρώτου εναγομένου να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή του εξόφληση. Τέλος, για τους ίδιους ως άνω λόγους, πρέπει να συμψηφισθούν, στο σύνολό τους, κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ, τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης στην εκκαλούσα, λόγω της μερικής νίκης της τελευταίας στην παρούσα (δευτεροβάθμια) δίκη (βλ. σχετ. (ΜονΕφΠειρ 462/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 60/2015 Δημ. Νόμος), την οποία αυτό αφορά (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 2507/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στην εκκαλούσα του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε για την άσκηση της υπό κρίση εφέσεως.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς το δεύτερο εναγόμενο.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή, ως προς τον πρώτο εναγόμενο.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση του πρώτου εναγομένου να καταβάλει στην ενάγουσα, το ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 30/09/2020, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ