Περίληψη
Αντικείμενο της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου διαζυγίου, που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσης του γάμου. Επομένως στην περίπτωση συνεκδίκασης αντίθετων αγωγών διαζυγίου, με τις οποίες καθένας από τους συζύγους ζητεί τη λύση του γάμου για ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης από λόγο που αφορά το πρόσωπο του άλλου συζύγου, αν η μία από αυτές (αγωγές) γίνει δεκτή και η άλλη απορριφθεί, ο διάδικος του οποίου η αγωγή απορρίφθηκε δεν έχει έννομο συμφέρον, κατά τα άρθρα 68 και 516 ΚΠολΔ, να ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης και να ζητήσει την εξαφάνισή της, με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου του και να γίνει δεκτή η δική του αγωγή, καθόσον η έννομη συνέπεια που και αυτός επιδίωξε με την αγωγή του, δηλαδή η λύση του γάμου, στην οποία εμμένει, έχει ήδη επέλθει. Από τις διατάξεις των άρθρων 68, 73 και 532 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το έννομο συμφέρον αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η συνδρομή του ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, η δε έλλειψή του συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου. Απορρίπτει την έφεση της ενάγουσας-εναγόμενης ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος.
Αριθμός 613 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./22.5.2020 κλήση του εφεσίβλητου ……… παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση η κρινόμενη από 11.9.2019 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……./11.9.2019) έφεση της αντιδίκου του, εκκαλούσας ………., κατά της υπ’ αριθ. 2262/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 επ. ΚΠολΔ), με την οποία (απόφαση) έγινε δεκτή η από 2.4.2018 αγωγή αυτού (καλούντος-εφεσίβλητου) περί διαζυγίου λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης των διαδίκων και απαγγέλθηκε η λύση του μεταξύ τους γάμου, ενώ απορρίφθηκε η αντίθετη από 6.6.2018 αγωγή της αντιδίκου του (καθ’ ης η κλήση-εκκαλούσας). Η έφεση αυτή, η οποία έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Σημειώνεται, ότι, αν και για το παραδεκτό της ως άνω έφεσης δεν απαιτείται κατάθεση παραβόλου του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, αφού η σχετική υποχρέωση δεν ισχύει στις διαφορές του άρθρου 592 αριθ. 1 ΚΠολΔ, όπως είναι η προκείμενη που αφορά διαζύγιο (βλ. άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευταίο ΚΠολΔ, όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο Ν. 4335/2015), κατατέθηκε από την εκκαλούσα το παράβολο των 100 ευρώ (βλ. την σχετική έκθεση κατάθεσης της έφεσης και τη διαλαμβανόμενη σ’ αυτήν από 11.9.2019 βεβαίωση της Γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου περί του ότι κατατέθηκε τα υπ’ αριθ. ……………../2019 ηλεκτρονικό παράβολο του Δημοσίου, ποσού 100 ευρώ). Περαιτέρω, προκειμένου να κριθεί εάν η κρινόμενη έφεση είναι παραδεκτή, πρέπει προηγουμένως να εξετασθεί η συνδρομή άμεσου εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο της εκκαλούσας (άρθρο 68 ΚΠολΔ), ως διαδικαστική προϋπόθεση που ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η εκκαλούσα παραπονείται κατά της πρωτόδικης απόφασης για τη λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου, την οποία ζητούσε και η ίδια με την (απορριφθείσα πρωτοδίκως) αντίθετη αγωγή της. Πρέπει, επίσης, να αναφερθεί ότι η υπόθεση αυτή είχε προσδιορισθεί αρχικά, με επιμέλεια της εκκαλούσας, προς εκδίκαση για τη δικάσιμο της 21.5.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε, σύμφωνα με το άρθρο τέταρτο παρ. 1 στοιχ. α΄ της Κ.Υ.Α. με αριθ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 30340 (ΦΕΚ 1857/15.5.2020, τ. Β΄), λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα από 16.5.2020 έως 1.6.2020, για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας, κατά τα αναφερόμενα στην από 13.5.2020 εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, και, ακολούθως, με την προαναφερθείσα (υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ……………./22.5.2020) κλήση του εφεσίβλητου, με επιμέλειά του, η υπόθεση προσδιορίστηκε προς εκδίκαση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 9.7.2020), ενώ η κλήση αυτή επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην εκκαλούσα (βλ. την υπ’ αριθ. …………..΄/27.5.2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς, ……….), η οποία, κατά τη δικάσιμο αυτή, εκπροσωπήθηκε από τον αναφερόμενο στα πρακτικά συνεδρίασης πληρεξούσιο δικηγόρο της, ο οποίος ζήτησε την αναβολή της υπόθεσης, επικαλούμενος ότι, λόγω προβλημάτων υγείας της εντολέως του, δεν είχε τον χρόνο να προετοιμαστεί για να ασκήσει πρόσθετους λόγους έφεσης, πλην όμως το Δικαστήριο τούτο απέρριψε το ανωτέρω αίτημα, ως αβάσιμο, αφού η έφεση της ενάγουσας κατατέθηκε, από τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο της, πριν δέκα μήνες έτος (ήτοι την 11.9.2019), με αποτέλεσμα η εκκαλούσα να έχει όλο το χρονικό περιθώριο να προετοιμασθεί εγκαίρως για την άσκηση, εφόσον το επιθυμούσε, πρόσθετων λόγων έφεσης. Η τελευταία, με τις προτάσεις της, επικαλείται ότι η ανωτέρω κλήση του εφεσίβλητου είναι μη νόμιμη και, συνακόλουθα, ο με αυτήν προσδιορισμός δικασίμου για τη σημερινή δικάσιμο δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, γιατί, με την σχετική νομοθετική πρόβλεψη για τη ματαίωση της δικασίμου της 21.5.2020 λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19, καθορίστηκε, ως αποκλειστικός τρόπος προσδιορισμού της νέας δικασίμου, ο οίκοθεν προσδιορισμός από την γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση και όχι ο προσδιορισμός με κλήση ενός εκ των διαδίκων, όπως έγινε στην προκείμενη περίπτωση. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός της εκκαλούσας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί ναι μεν με το άρθρο 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ 104/30.5.2020, τ. Α΄) ορίσθηκε, ως κανόνας, η οίκοθεν επαναφορά (δηλαδή με πρωτοβουλία του δικαστηρίου, χωρίς να απαιτείται επίδοση κλήσης) των υποθέσεων, των οποίων η συζήτηση ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων (ήτοι από 13.3.2020 έως 31.5.2020), για λόγους διευκόλυνσης των διαδίκων και εξοικονόμησης της δαπάνης επαναπροσδιορισμού της ματαιωθείσας υπόθεσης που θα βάραινε κανονικά τον επιμελέστερο διάδικο, πλην όμως διατηρήθηκε η δυνατότητα των ενδιαφερομένων διαδίκων αφενός να κλητεύσουν τον αντίδικό τους μέσω των μεθόδων επίδοσης των άρθρων 122 επ. ΚΠολΔ και αφετέρου να υποβάλουν αίτηση-κλήση για τον ορισμό δικασίμου για τον επαναπροσδιορισμό της υπόθεσης (βλ. σχετικά σε ενημερωτικό σημείωμα των Κ. Καλαβρού-Σ. Τσαντίνη-Π. Γιαννόπουλου για τις ρυθμίσεις της υπ’ αρ. 316/27.5.2020 τροπολογίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης επί του ΣχΝ του Υπουργείου Υγείας για την Κύρωση της από 13.4.2020 ΠΝΠ «Μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 κλπ») και ιδίως στις σελίδες 9-10 αυτού, δημοσιευμένο την 9.6.2020 στην ιστοσελίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών).
ΙΙ. Κατά το άρθρο 1439 παρ. 1 του ΑΚ «Καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα». Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται, ως λόγος διαζυγίου, ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσης χωρίς να απαιτείται το στοιχείο της υπαιτιότητας για να δύναται να ζητηθεί το διαζύγιο. Έτσι ο ενάγων, για τη θεμελίωση και παραδοχή της αγωγής του, θα πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο γάμος έχει κλονισθεί από ορισμένα γεγονότα που αναφέρονται στο πρόσωπο του εναγόμενου ή και των δύο συζύγων, με την έννοια της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στα αντικειμενικώς πρόσφορα κλονιστικά της έγγαμης σχέσης γεγονότα και στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου του ή και των δύο και ότι ο κλονισμός είναι τόσο ισχυρός, ώστε βασίμως η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης να έχει καταστεί γι` αυτόν αφόρητη. Αν το κλονιστικό γεγονός αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται ανεξαρτήτως από το ποιόν από τους δύο βαρύνει περισσότερο η ύπαρξή του και από το αν υπάρχει υπαιτιότητα στο πρόσωπο του ενός μόνο. Αν, όμως, το κλονιστικό γεγονός συνδέεται αποκλειστικώς με το πρόσωπο του ενάγοντος, δεν γεννάται υπέρ αυτού δικαίωμα διάζευξης με βάση την ως άνω διάταξη του άρθρου 1439 παρ. 1 ΑΚ. Το ότι για τη λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός, σημαίνει ότι στη δίκη διαζυγίου δε δικαιολογείται σε καμία πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, το δε δεδικασμένο της διαπλαστικής απόφασης του διαζυγίου δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας σε καμία περίπτωση, ούτε και στη δίκη διατροφής μετά το διαζύγιο, όπως προβλέπει το άρθρο 1442 ΑΚ, ενόψει της διάταξης του άρθρου 1444 παρ. 1 ΑΚ. Αντικείμενο δε της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου διαζυγίου, που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσης του γάμου (ΑΠ 730/2019, ΑΠ 921/2018, ΑΠ 428/2016, ΑΠ 1228/2015, ΕφΑθ 467/2018 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως στην περίπτωση συνεκδίκασης αντίθετων αγωγών διαζυγίου, με τις οποίες καθένας από τους συζύγους ζητεί τη λύση του γάμου για ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης από λόγο που αφορά το πρόσωπο του άλλου συζύγου, αν η μία από αυτές (αγωγές) γίνει δεκτή και η άλλη απορριφθεί, ο διάδικος του οποίου η αγωγή απορρίφθηκε δεν έχει έννομο συμφέρον, κατά τα άρθρα 68 και 516 ΚΠολΔ, να ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης και να ζητήσει την εξαφάνισή της, με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου του και να γίνει δεκτή η δική του αγωγή, καθόσον η έννομη συνέπεια που και αυτός επιδίωξε με την αγωγή του, δηλαδή η λύση του γάμου, στην οποία εμμένει, έχει ήδη επέλθει, και, ως εκ τούτου, το εκατέρωθεν υποβληθέν αίτημα δικαστικής διάπλασης έχει ικανοποιηθεί με την απαγγελία διαζυγίου, έστω και με βάση διάφορα περιστατικά, που συγκροτούν όμως τον ίδιο λόγο, ήτοι τον αντικειμενικό κλονισμό του γάμου (ΑΠ 921/2018, ΑΠ 599/2015, ΑΠ 50/2013, ΑΠ 1242/2011 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 491/2010 ΝοΒ 2011.947, ΕφΑθ 480/2020, ΕφΑθ 467/2018, ΕφΑθ 217/2018, ΕφΘεσ 354/2019, ΕφΠειρ 208/2016, ΕφΠειρ 741/2015 δημοσιευμένες στην ΝΟΜΟΣ). Τέλος από τις διατάξεις των άρθρων 68, 73 και 532 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το έννομο συμφέρον αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η συνδρομή του ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, η δε έλλειψή του συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου (ΑΠ 471/2019 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων …… (ήδη εφεσίβλητος), με την από 2.4.2018 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/11.4.2018, ζήτησε να λυθεί ο γάμος του με την εναγόμενη (ήδη εκκαλούσα), επειδή οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγους που αφορούν το πρόσωπο της τελευταίας, ενώ και η ενάγουσα ……… (ήδη εκκαλούσα), με την από 6.6.2018 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του ιδίου άνω Δικαστηρίου με αριθμό ………../7.6.2018, ζήτησε να λυθεί ο γάμος της με τον εναγόμενο (ήδη εφεσίβλητο), γιατί οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγους που αφορούν το πρόσωπο του τελευταίου, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης να είναι αφόρητη για τους διαδίκους. Το ανωτέρω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 2262/2019 οριστική απόφασή του, αφού, συνεκδίκασε αμφότερες τις αγωγές, απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, την από 6.6.2018 αγωγή της ενάγουσας και δέχθηκε, ως ουσιαστικά βάσιμη, την από 2.4.2018 αγωγή του ενάγοντος, κρίνοντας ότι οι μεταξύ των διαδίκων σχέσεις έχουν κλονιστεί ισχυρά για λόγους που αφορούν αποκλειστικά το πρόσωπο της ενάγουσας-εναγόμενης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η τελευταία, με την υπό κρίση έφεσή της, για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου της και γίνει δεκτή μόνο η δική της αγωγή, δηλαδή να απαγγελθεί η λύση του γάμου λόγω ισχυρισμού κλονισμού της έγγαμης σχέσης των διαδίκων από λόγους που αφορούν μόνο το πρόσωπο του εναγόμενου (ήδη εφεσίβλητου). Σύμφωνα, όμως, με τα εκτεθέντα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, η κρινόμενη έφεση πρέπει, κατόπιν αυτεπάγγελτης έρευνας του Δικαστηρίου τούτου, να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος της εκκαλούσας στην άσκηση αυτής (άρθρα 68, 73, 516 και 532 ΚΠολΔ), καθόσον η έννομη συνέπεια, δηλαδή η λύση του γάμου, που επεδίωξαν αμφότεροι οι διάδικοι και στην οποία εξαντλείται η δίκη διαζυγίου, έχει ήδη επέλθει με την εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δέχθηκε τη μία από τις δύο αντίθετες αγωγές των διαδίκων, που έχουν το αυτό αντικείμενο και αίτημα, δηλαδή τη λύση του γάμου. Το γεγονός δε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει δυσμενείς για την εκκαλούσα (ενάγουσα – εναγόμενη) αιτιολογίες, δηλαδή δέχεται δηλαδή ότι ο ισχυρός κλονισμός επήλθε εξαιτίας γεγονότων που αφορούν μόνο το πρόσωπό της, δεν έχει καμία δυσμενή επίδραση στις έννομες σχέσεις της, ώστε να δικαιολογείται έννομο συμφέρον για άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης, αφού, όπως εκτέθηκε στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, από τις αιτιολογίες αυτές, που δεν έχουν προσόντα διατακτικού, δεν δημιουργείται δεδικασμένο. Τέλος, αν και η εκκαλούσα ηττήθηκε, αφού η έφεσή της απορρίφθηκε και, συνεπώς, θα έπρεπε, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδάφιο προτελευταίο του ΚΠολΔ, να διαταχθεί η εισαγωγή των προκατατεθέντος από αυτήν, για την άσκηση της έφεσης, ηλεκτρονικού παραβόλου, ποσού 100 ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο, επειδή στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, δεν υπήρχε υποχρέωση για κατάθεση παράβολου, αφού επρόκειτο για διαφορά εκ του άρθρου 592 αριθ. 1 ΚΠολΔ, θα πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του ως άνω κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης, παράβολου, στην εκκαλούσα (ΑΠ 200/2020, ΕφΘεσ 354/2019 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, πρέπει να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων, λόγω της σχέσης αυτών ως συζύγων (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την από 11.9.2019 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./2019) έφεση της ……… κατά της υπ’ αριθ. 2262/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση.
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος απ’ αυτήν παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 12 Οκτωβρίου 2020 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ