Αριθμός 616/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 30/7/2018 (αριθ.καταθ. ………../30.7.2018) έφεση, κατά της υπ’ αριθμ. 3084/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 25/1/2012 (αριθ.καταθ. …../2012) αγωγής των εκκαλούντων …….. ως και …………., ο οποίος απεβίωσε μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, νόμιμοι κληρονόμοι του οποίου είναι η δεύτερη ατομικά και ως ασκούσα τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου της και τρίτη των εκκαλούντων, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν. 3994/2011). Έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, και συγκεκριμένα κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 30.7.2018, ήτοι εντός της προθεσμίας των τριών ετών από την ημερομηνία δημοσίευσης της ως άνω απόφασης (30.7.2018), δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση αυτής (άρθ. 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 ,όπως η διάταξη αυτή ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015), ενώ οι εκκαλούντες κατέθεσαν το παράβολο που ορίζεται από το άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει, μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν.4055/2012 (βλ.την από 30.7.2018 πράξη καταθέσεως παραβόλων των γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με την κρινόμενη από 25/1/2012 (αριθ.καταθ. ……./2012) αγωγή τους οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, ισχυρίζονται κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, και, όπως αυτό παραδεκτά διορθώθηκε και περιορίστηκε με τις προτάσεις της πρώτης συζήτησης ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ότι είναι συγκύριοι, καθένας κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα εξ αδιαιρέτου ποσοστά, ενός εκτός σχεδίου αγροτεμαχίου επιφανείας 728,47 τ.μ, με την εντός αυτού οικοδομή, που βρίσκεται στη θέση «…..» της περιοχής ….. του δημοτικού διαμερίσματος Αμπελακίων του Δήμου Σαλαμίνας, που περιήλθε σε αυτούς, λόγω δωρεάς εν ζωή του θείου από τη μητέρα τους ………….., δυνάμει του αναφερομένου τίτλου, νόμιμα μεταγεγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας. Ότι το ως άνω αγροτεμάχιο, το οποίο αποτελούσε τμήμα μεγαλύτερης έκτασης, περιήλθε στον άμεσο και απώτερους δικαιοπαρόχους τους, με παράγωγο τρόπο δυνάμει των αναφερομένων συμβολαιογραφικών τίτλων αγοραπωλησίας μεταγραφέντων στα οικεία βιβλία μεταγραφών, καθώς και δυνάμει κληρονομικής διαδοχής, που έλαβε χώρα πριν την εισαγωγή του Α.Κ, αλλά και με πρωτότυπο τρόπο με τα προσόντα της τακτικής άλλως έκτακτης χρησικτησίας, χωρίς ποτέ το Ελληνικό Δημόσιο να οχλήσει και να αμφισβητήσει την κυριότητα επί αυτού, τόσο αυτούς (ενάγοντες) όσο και τους άμεσους και απώτερους δικαιοπαρόχους τους από το 1860 έως και σήμερα, το οποίο (επίδικο αγροτεμάχιο) ουδέποτε αποτέλεσε δημόσιο κτήμα, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σε αυτή (αγωγή). Ότι κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης, τμήμα του εν λόγω ακινήτου εμβαδού 132,67 τ.μ έλαβε ΚΑΕΚ …………….. και καταχωρήθηκε ορθά ως προς τα εμπράγματα δικαίωμα τους, όμως τμήμα εμβαδού 204 τ.μ του εν λόγω ακινήτου τους καθώς και τμήμα εμβαδού αυτού (επίδικου ακινήτου του) μ.τ 455,93, έλαβαν ΚΑΕΚ (αντιστοίχως) ………….. και ………….. και στις πρώτες εγγραφές καταχωρήθηκε ως δικαιούχος δικαιώματος πλήρους κυριότητας το εναγόμενο, κατά ποσοστό 100%. Με βάση το ιστορικό αυτό, ισχυριζόμενοι ότι η πρώτη αυτή εγγραφή που έχει λάβει αντιστοίχως τους προαναφερόμενους αριθμούς ΚΑΕΚ είναι ανακριβής και προσβάλλει το εμπράγματο δικαίωμά τους επί του επιδίκου ακινήτου, ζητούν: α)να αναγνωριστεί η πλήρης κυριότητά τους κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας στα τμήματα επιφανείας εμβαδού 132,67 τ.μ και 204 τ.μ με ΚΑΕΚ …….. ΚΑΙ …………, τα οποία αποτελούν τμήμα του προαναφερόμενου ακινήτου τους συνολικού εμβαδού 728,47 τ.μ, με το αναφερόμενο παράγωγο άλλως πρωτότυπο τρόπο, β)να διαταχθεί η διόρθωση της πρώτης εγγραφής στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε να εγγραφεί στο όνομά τους ως μόνων κυρίων τα ανωτέρω τμήματα του ακινήτου τους, και γ)να διαταχθεί η διόρθωση των γεωμετρικών στοιχείων, ώστε να συνενωθούν τα γεωτεμάχια με τους προαναφερόμενους ΚΑΕΚ με το γεωμεμάχιο με τον ΚΑΕΚ …………… Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3084/2015 οριστική απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως α)απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ως προς τη βάση αυτής την επιστηριζομένη στον παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας του επίδικου ενιαίου αγροτεμαχίου, διότι δεν προσδιόρισαν τη θέση του επίδικου ενιαίου αγροτεμαχίου μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο των απώτερων και απώτατων δικαιοπαρόχων τους, έκτασης 8.113,39 τ.μ και 9 στρεμμάτων περίπου, β)ως μη νόμιμη την βάση της αγωγής την επιστηριζομένη στον πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας του επιδίκου ενιαίου ακινήτου. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την προαναφερόμενη έφεση οι ηττηθέντες διάδικοι (ενάγοντες, οι δεύτερη και τρίτη μετά τον θάνατο του δεύτερου ενάγοντα ……………), οι οποίοι αποδίδουν σε αυτή (εκκαλουμένη απόφαση), με τους διαλαμβανόμενους λόγους, πλημμέλειες που αφορούν, κατ’ ορθή νομική εκτίμηση εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, προκειμένου να γίνει δεκτή η υπό κρίση αγωγή τους.
Κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Η συνδρομή του εννόμου συμφέροντος, που αξιώνει η παραπάνω διάταξη για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής και το οποίο πρέπει να είναι άμεσο, επιτελεί νομιμοποιητικό λειτουργία στην αναγνωριστική αγωγή και συνιστά ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού της. Ως εκ τούτου, ενόψει και των διατάξεων του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, για το ορισμένο της αγωγής αυτής, πρέπει το έννομο συμφέρον να εκτίθεται με επίκληση από τον ενάγοντα στο δικόγραφό της. Το έννομο συμφέρον μπορεί να είναι υλικό ή ηθικό και θεωρείται, ότι υπάρχει, όταν, από τη συμπεριφορά του εναγομένου ή τρίτου, η οποία μπορεί να συνίσταται και σε προφορική άρνηση ή και αμφισβήτηση του οικείου δικαιώματος, δημιουργείται αντικειμενικά αβεβαιότητα ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία του δικαιώματος αυτού του ενάγοντα, η οποία αβεβαιότητα δημιουργεί άμεσα ή έμμεσα κινδύνους για τα συμφέροντά του, που δεν μπορούν να αποτραπούν, παρά μόνο με την αναγνωριστική απόφαση. Συνεπώς, για το ορισμένο, ως προς το έννομο συμφέρον, της αναγνωριστικής αγωγής, απαιτείται, αλλά και αρκεί, να εκτίθεται στο δικόγραφό της, η άρνηση ή αμφισβήτηση από τον εναγόμενο του δικαιώματος του ενάγοντα, την προστασία του οποίου ζητά, με την αιτούμενη με την αγωγή αναγνώρισή του (ΑΠ 1181/2013, ΑΠ 1420/2011). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αριθ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, για να είναι ορισμένη, πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και δεκτικού δικαστικής εκτιμήσεως και πρέπει, για το λόγο αυτό, όταν αφορά αντικείμενο, να προσδιορίζεται το αντικείμενο αυτό. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη, σαφή και δεκτική εκτελέσεως, γι’ αυτό η αγωγή, που δεν έχει τα παραπάνω στοιχεία, απορρίπτεται ως αόριστη (ΑΠ 384/201). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων με εκείνες του άρθρου 1094 ΑΚ, συνάγεται ότι για το ορισμένο αγωγής διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου απαιτείται, αλλά και αρκεί, ως προς την περιγραφή του πράγματος, να προσδιορίζεται τούτο στο δικόγραφο της αγωγής κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, ώστε ουδεμία αμφιβολία να γεννάται για την ταυτότητά του. Αν, δε, φέρεται ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, απαιτείται και ο προσδιορισμός της θέσης του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο (ΑΠ 299/2011). Η περιγραφή αυτή του ακινήτου μπορεί να γίνεται και με την αποτύπωσή του σε τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα, εφ’ όσον τούτο ενσωματώνεται στο δικόγραφο της αγωγής (ΑΠ 933/2012, ΑΠ 1442/2019, ΑΠ 403/2019, ΑΠ 860/2018, ΑΠ 301/2017, ΑΠ 1203/2012, ΑΠ 299/2011, Εφ.Αθ. 212/2018, Εφ.Δωδεκ. 97/2018, Εφ.Δωδεκ. 185/2015 δημ.ΝΟΜΟΣ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974, 976, 1045, 1051, 1094 ΑΚ, 70 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία για το ορισμένο αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής που στηρίζεται στην έκτακτη χρησικτησία είναι, εκτός των άλλων, η επίκληση της άσκησης νομής στο επίδικο ακίνητο επί συνεχή εικοσαετία, συνυπολογιζομένου και του χρόνου νομής χρησικτησίας του προκατόχου του νομέως. Ως πράξεις νομής, οι οποίες πρέπει να αναφέρονται στην αγωγή, νοούνται οι εμφανείς υλικές ενέργειες που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου (όπως η επίβλεψη, καλλιέργεια, εκμίσθωση, βόσκηση ζώων) και με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει (ΑΠ 1077/2012), δεν απαιτείται δε να αναφέρεται στην αγωγή ότι το πράγμα είναι δεκτικό χρησικτησίας ή ότι εξαιρείται από αυτή. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 983 και 1051 ΑΚ, προκύπτει ότι με το θάνατο του κληρονομούμενου η νομή ακινήτου που είχε αυτός μεταβιβάζεται στον κληρονόμο αυτοδικαίως από το νόμο και χωρίς αποδοχή της κληρονομιάς και μεταγραφή της σχετικής δήλωσης ή του κληρονομητηρίου. Ο καθολικός και ο ειδικός διάδοχος δικαιούται να συνυπολογίσει και το χρόνο νομής του προκτήτορά του στο δικό του χρόνο, εφόσον τόσον αυτός, όσο και οι διάδοχοι έχουν νομή χρησικτησίας και δεν εχώρησε διακοπή στη διαδοχή της νομής ανάμεσά τους. Στην έκτακτη χρησικτησία για τον συνυπολογισμό της νομής των προκτητόρων αρκεί ειδική διαδοχή στο νομή, η οποία επέρχεται ακόμη και αν πρόκειται για μεταβίβαση του ακινήτου με άτυπη και αφηρημένη ή αναιτιώδη σύμβαση (ΑΠ 165/2004) ή αν δεν υπάρχει καλή πίστη του νομέα ή αν δεν έχει μεταγραφεί ο μεταβιβαστικός τίτλος. Αρκεί η διαδοχή να στηρίζεται στη βούληση του δικαιοπαρόχου του νομέα, χωρίς να εξετάζεται αν η σύμβαση είναι άκυρη για κάποιον λόγο.
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Βας (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες, κατά το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για τον πριν από την εισαγωγή του ΑΚ χρόνο, μπορούσε να αποκτηθεί κυριότητα επί ακινήτου και με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν ασκήσεως επ’ αυτού νομής με καλή πίστη και με διάνοια κυρίου επί συνεχή τριακονταετία, εκείνος δε που χρησιδέσποζε μπορούσε να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο όμοιας νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Η ειδική διαδοχή επί ακινήτου επερχόταν μόνο με έγκυρη δικαιοπραξία υποβαλλόμενη στο συμβολαιογραφικό τύπο, κατά την ισχύουσα πριν από την εισαγωγή του ΑΚ διάταξη του άρθρου 45 του Κώδικα Χαρτοσήμου, η οποία αποτελεί απαραίτητο κατά νόμο σύνδεσμο μεταξύ του ήδη νομέα και των προκτητόρων του για τον ως άνω συνυπολογισμό του χρόνου χρησικτησίας και η οποία αν λείπει αποκλείει το συνυπολογισμό αυτό (ΑΠ 497/1981), ενώ η καθολική διαδοχή επερχόταν, ανάλογα με το αν ο κληρονόμος ήτα, κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου, ανήλικος και τελούσε υπό την άμεση πατρική εξουσία ή με το αν αυτός ήταν ενήλικος. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν.12 Πανδ (28.7), ν.14 παρ. 8 Πανδ. (11.7) και ν.69 Πανδ. (29.2) του προϊσχύσαντος του ΑΚ, βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι εκούσιοι ή εξωτικοί κληρονόμοι, στους οποίους περιλαμβάνονται η σύζυγος, καθώς και οι μη υπεξούσιοι κατιόντες του κληρονομούμενου, δηλαδή οι ενήλικοι κατιόντες, αποκτούν την κληρονομία με μονομερή δήλωση της βούλησής τους για αποδοχή αυτής, που αποτελεί δικαιοπραξία μη απευθυντέα (υπεισέλευση στην κληρονομία). Η δήλωση αυτή μπορεί να είναι είτε ρητή (έγγραφη ή προφορική), είτε σιωπηρή, συναγόμενη από συμπεριφορά ή πράξεις που φανερώνουν την πρόθεση εκείνου που καλείται στην κληρονομία για ανάμειξη σ’ αυτή και απόκτησή της. Σύμφωνα επίσης, με τις διατάξεις των ν.2 Εις (2.19), 3 Εις. (3-1), 14 Πανδ. (36.16), οι οικείοι (sul) δηλαδή τα ανήλικα τέκνα του κληρονομούμενου, που τελούσαν υπό την άμεση πατρική εξουσία του τελευταίου, κατά το χρόνο του θανάτου του, αποκτούσαν αυτοδικαίως την κληρονομία του εξουσιαστή πατέρα του, χωρίς τη γνώση ή βούλησή τους, είτε επρόκειτο για κληρονομική διαδοχή από το νόμο (εξ αδιαθέτου), είτε από διαθήκη. Επί κληρονομικής, επομένως, διαδοχής, που έλαβε χώρα υπό την ισχύ του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, πρέπει, για την πληρότητα, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, της διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας αγωγής, να αναφέρονται σ’αυτή τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για την επαγωγή της κληρονομίας στον κληρονόμο, δηλαδή είτε το ότι ο τελευταίος ήταν, κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου, ανήλικος και τελούσε υπό την άμεση πατρική εξουσία αυτού, οπότε η κληρονομία επάγεται αυτοδικαίως σ’ αυτόν, είτε ότι ο ίδιος υπεισήλθε στην κληρονομικά με ρητή ή σιωπηρή δήλωσή του και αναμείχθηκε σ’ αυτή με πρόθεση κληρονόμου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση απαιτείται η επίκληση στην αγωγή συγκεκριμένων υλικών πράξεων, από τις οποίες εμφαίνεται η βούληση του κληρονόμου να αποκτήσει την κληρονομιά, ενώ μόνη η επίκληση του γεγονότος ότι το κληρονομιαίο ακίνητο περιήλθε στον κληρονόμο από κληρονομική διαδοχή δεν αρκεί για το ορισμένο της αγωγής (ΑΠ 217/2008).
Σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), ν.9 παρ. 1 Πανδ. (50.4), ν.2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν.6 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, με τις οποίες κρίνεται η απόκτηση του δικαιώματος κυριότητας πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, κατά το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία, μετά από άσκηση νομής με καλή πίστη και διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού, ο οποίος χρησιδέσποζε, να συνυπολογίζει στο χρόνο της νομής του και εκείνο του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Ως «καλή πίστη» νοείται, κατά τις διατάξεις των ν.27 Πανδ. (18.1), 15 παρ. 3, 48 Πανδ. (41.3), 11 (51.4), 5 παρ. 5, 1 (41.10) και 109 Πανδ. (50.16) η ειλικρινής πεποίθηση, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου επ’ αυτού. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 1 του β.δ της 16/11/1836 «περί ιδιωτικών δασών», σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 2 και 3 του ίδιου διατάγματος, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες και των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας ήθελαν αναγνωρισθεί από το Υπουργείο Οικονομικών, στο, οποίο έπρεπε να υποβληθούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του ανωτέρω διατάγματος, που έχει ισχύ νόμου. Με τις διατάξεις αυτές θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας επί των δασών, που υπήρχαν στο όριο του Ελληνικού Κράτους κατά το χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίστηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του διατάγματος αυτού (ΑΠ 191/1997). Εξάλλου, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, θεωρείται δάσος, κάθε έκταση εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά από οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους που περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 1 του ν.ΑΧΝ/1888 «περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών», η οποία περιλήφθηκε ως άρθρο 57 στο ν.3077/1924 «περί δασικού κώδικος» και βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν.998/1979. Το άρθρο 3 του ν.998/1979 ορίζει ειδικότερα τα εξής: «1. Ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεως οργανική ενότητα και η οποία δύναται να προσφέρει προϊόντα εκ των ως άνω φυτών εξαγόμενα ή να συμβάλει εις την διατήρησιν της φυτικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος. 2.Ως δασική έκτασις νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, καλυπτόμενη από αραιάς ή πενιχράς, υψηλής ή θαμνώδους ξυλώδους βλαστήσεως οιασδήποτε διαπλάσεως και δυναμένη να εξηπηρετήσει μια ή περισσοτέρας των εν τη προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών. 3.Εις τα δάση ή τας δασικάς εκτάσεις αντιστοίχως, περιλαμβάνονται και αι εντός αυτών οιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικαί ή μη, βραχώδεις εκτάσεις και γενικώς ακάλυπτοι χώροι, καθώς και αι υπεράνω δασών ή δασικών εκτάσεων ασκεπείς κορυφαί ή αλπικαί ζώναι των ορέων και αι άβατοι κλιτύες αυτών». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21-6/3-7-1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων» του ν.ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων «περί δικαιοστασίου» που εκδόθηκαν βάσει αυτού και του άρθρου 21 του ν.δ της 22-4/16-5-1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», συνάγεται ότι, προκειμένου περί δημόσιων κτημάτων, στα οποία περιλαμβάνονται και τα δημόσια δάση, για την κτήση επ’ αυτών κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία έπρεπε η τριακονταετής νομή να είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11-9-1915 (Ολ ΑΠ 75/1987). Από τις προαναφερθείσες διατάξεις επίσης προκύπτει ότι επί της κυριότητας που αποκτήθηκε με έκτακτη χρησικτησία, λόγω της συμπλήρωσης τριακονταετίας μέχρι την 11-9-1915, δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν έννομη επιρροή οι μεταγενέστερες διατάξεις των δασικών κωδίκων, που τέθηκαν σε ισχύ αργότερα, ειδικότερα δε εκείνες του άρθρου 215 του ν.4173/1929, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 37 του α.ν 1539/1938 και του άρθρου 16 του α.ν.192/1946 που επαναλήφθηκε με το άρθρο 58 του ν.δ 86/1969 «περί Δασικού Κώδικος», με τις οποίες ορίζεται ότι επί των δημόσιων γενικά δασών θεωρείται νομέας το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε επ’ αυτών καμία πράξη νομής και ότι η εκχέρωση ,υλοτομία, σπορά, βοσκή και λοιπές αγροτικές πράξεις επί των δημοσίων δασών δεν θεωρούνται ποτέ ως πράξεις νομής ή οιονεί νομείς (ΑΠ 289/2016, ΑΠ 452/2016 δημ.ΝΟΜΟΣ).
Με το ως άνω περιεχόμενο η αγωγή, που φέρει το χαρακτήρα της αναγνωριστικής, της κυριότητας του επιδίκου αγροτεμαχίου εκτάσεως 728,47 τ.μ που αποτελεί το αντικείμενο της δίκης, είναι αόριστη, και ως προς τις δύο βάσεις της (παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας/πρωτότυπο τρόπο), για τους εξής λόγους: 1)ως προς την περιγραφή του ακινήτου, καθόσον τούτο, κατά τα σ’ αυτήν εκτιθέμενα, αποτελεί τμήμα μείζονος έκτασης 8.113,39 τ.μ, η οποία μεταβιβάστηκε, λόγω πωλήσεως, στον άμεσο δωρητή δικαιοπάροχό τους, δεν αναφέρεται όμως, στο αγωγικό δικόγραφο, η ακριβής θέση του (επίδικου αγροτεμαχίου εκτάσεως μ.τ 728,47) εντός αυτής (μείζονος έκτασης) ούτε συνυποβάλλεται σχετικό σχεδιάγραμμα – στο οποίο να απεικονίζεται η θέση αυτή – έτσι ώστε τούτο να αποτελεί ενιαίο μετά του αγωγικού δικογράφου σώμα και να μπορεί αυτό να εντοπιστεί επακριβώς ποιό συγκεκριμένο τμήμα της μεγαλύτερης έκτασης καταλαμβάνει αυτό και να διαχωρίζεται από τα γειτονικά εδάφη, ούτε προσδιορίζεται ορισμένα και με σαφήνεια ποια είναι ακριβώς η θέση αυτής της μείζονος εκτάσεως εντός της ευρύτερης εκτάσεως των 9 περίπου στρεμμάτων, των ανηκόντων στους απώτερους δικαιοπαρόχους, κατά τα αναφερόμενα σ’ αυτή (αγωγή). Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με την παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε, επίσης, με αναφορά στη σχετική διάταξη του νόμου ή μνεία αυτής, ούτε με δικαστική ομολογία του εναγομένου, η οποία ως αποδεικτικό μέσο με δεσμευτική αποδεικτική δύναμη, αποκλείει μόνο τη διεξαγωγή αποδείξεων και απαλλάσσει τον αντίδικο από το βάρος της απόδειξης του σχετικού (ομολογουμένου) ισχυρισμού (ΑΠ 714/2015, Εφ.Δωδ. 126/2017, Εφ.Ανατ.Κρητ. 12/2017), δεν αναφέρεται ούτε καθορίστηκε με τις προτάσεις ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου λόγω αμφισβητήσεως της κυριότητας από το Ελληνικό Δημόσιο (ΑΠ 1203/2012, «ο τρόπος κτήσης της κυριότητας της επιδίκου εκτάσεως» και ειδικότερα, δεν αναφέρεται καθ’ υποφορά, ούτε καθορίστηκε συμπληρωματικά με τις προτάσεις: α)η ακριβής θέση της εκτάσεως επιφανείας μ.τ 8113,39 τ.μ εντός της ευρύτερης έκτασης των εννέα (9) περίπου στρεμμάτων, τμήμα της οποίας αποτελεί και το επίδικο αγροτεμάχιο (επιφανείας 7128,44 τ.μ), την οποία (έκταση επιφανείας εννέα στρεμμάτων περίπου) κατά τα επικαλούμενα κατείχε ο απώτατος δικαιοπάροχος, ………….., από το έτος 1860 έως και τον χρόνο του θανάτου του το έτος 1901 και στη συνέχεια περιήλθε στους κατά τον χρόνο του θανάτου του κληρονόμους του, β) Ότι, στην κληρονομική διαδοχή που έλαβε χώρα υπό την ισχύ του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, είτε ότι οι κληρονόμοι ήταν ανήλικοι και τελούσαν υπό την άμεση πατρική εξουσία αυτού, οπότε η κληρονομία επήχθη αυτοδικαίως σε αυτούς, είτε ότι οι τελευταίοι, (κληρονόμοι) υπεισήλθαν στην κληρονομία του κληρονομούμενου ………. με ρητή ή σιωπηρή δήλωσή τους και αναμείχθηκαν σ’ αυτή με πρόθεση κληρονόμου (ΑΠ 40/2018, 289/2016, 452/2016 δημ.ΝΟΜΟΣ), γ)Τριακονταετής νομή διανοία κυρίου, με καλή πίστη της νομής έως 12.9.1915, ήτοι με την εύλογη πεποίθηση ότι ασκείται διανοία κυρίου (νομή) δικαίως και ανεπιλήπτως και μη προσβάλλουσα επικρατέστερο δικαίωμα τρίτου (ΟλΑΠ 75/1987, ΑΠ 781/1985, Εφ.Πατρ. 274/2004 δημ.ΝΟΜΟΣ), 3)Ως προς τη βάση της τακτικής χρησικτησίας, οι ενάγοντες δεν επικαλούνται την αναγκαία προϋπόθεση της καλής πίστης κατά το χρόνο της κτήσης της νομής τόσο για τους ίδιους όσο και για τους δικαιοπαρόχους τους (ΑΠ 92/2015).
Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι οι προαναφερόμενες παραλείψεις ως προς τον παράγωγο αλλά και πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας επί του επιδίκου αγροτεμαχίου επιφανείας μ.τ 728,44, το οποίο συνιστά το αντικείμενο της ένδικης αναγνωριστικής αγωγής και διόρθωσης της εγγραφής στο Εθνικό Κτηματολόγιο, και συγκεκριμένα, α)η μη ακριβής περιγραφής αυτού ως τμήματος της περιελθούσας στον άμεσο δικαιοπάροχό τους μείζονος εκτάσεως επιφανείας 8.133,39 τ.μ και ο μη σαφής προσδιορισμός της θέσεως της μείζονος εκτάσεως 8.133,39 τ.μ, εντός της ευρύτερης εκτάσεως των εννέα (9) στρεμμάτων, ήτοι ποιο συγκεκριμένο τμήμα αυτής (ευρύτερης εκτάσεως) καταλαμβάνει β)μη επίκλησης της καλής πίστεως, ως προς τον τρόπο κτήσης κυριότητας κατά την τακτική χρησικτησία, γ)το γεγονός ότι δεν καθόρισαν με σαφήνεια τα γεγονότα που συγκροτούν τον τρόπο κτήσεως του δικαιοπαρόχου αλλά και των απώτερων και απώτατων δικαιοπαρόχων τους μέχρι τη συμπλήρωση του πρωτότυπου τρόπο κτήσης της κυριότητας αυτών (χρησικτησία) έως 12.9.1915, με επίκληση και των μερικότερων εμφανών υλικών διακατοχικών πράξεων νομής με καλή πίστη από όλους τους μερικότερους απώτερους και απώτατους δικαιοπαρόχους αυτών (εναγόντων), με τις οποίες δηλώνονταν η βούλησή τους να έχουν ως κύριοι την έκταση των εννέα στρεμμάτων τμήμα της οποίας αποτελεί η έκταση επιφανείας 8.133,39 τ.μ εντός της οποίας βρίσκεται η επίδικη εδαφική και αμφισβητούμενη εδαφική έκταση, καθιστούν την αγωγή αόριστη ως προς όλες τις βάσεις της (παράγωγου/πρωτότυπου τρόπου κτήσης κυριότητας) και απορριπτέα ως απαράδεκτη.
Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, α)που απέρριψε την ένδικη αγωγή ως αόριστη ως προς τον παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας επί του επιδίκου αγροτεμαχίου ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες νομοθετικές διατάξεις έστω και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται από την παρούσα (ΚΠολΔ 535), και τα υποστηριζόμενα με τον σχετικό λόγο της υπό κρίση εφέσεως είναι αβάσιμα και β)που απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη ως προς τον πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας (χρησικτησία/τακτική/έκτακτη) έσφαλε ως προς την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων του νόμου. Συνακόλουθα ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση εφέσεως είναι βάσιμος κατ’ουσίαν και πρέπει αφού γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη η υπό κρίση έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση, να δικαστεί η αγωγή, και να απορριφθεί αυτή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας στο σύνολό της, ήτοι και όσον αφορά τη βάση που στηρίζεται στον πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας (χρησικτησία/τακτική/έκτακτη), καθόσον η απόφαση αυτή είναι ευνοϊκότερη για τους εκκαλούντες-ενάγοντες. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας θα συμψηφιστούν μεταξύ τους, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν από το Δικαστήριο (άρθ. 179 ΚΠολΔ) και τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ στους καταθέσαντες εκκαλούντες (άρθ. 495 παρ. 3 εδ.ε΄ ΚπολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.
Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 3084/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Κρατεί την υπόθεση και
Δικάζοντας την από 25/1/2012 (αριθ.καταθ. …………/2012) αγωγή.
Απορρίπτει την αγωγή.
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα αυτών και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, στους καταθέσαντες εκκαλούντες.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 13 Οκτωβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της πληρεξουσίας δικηγόρου των εκκαλούντων και της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του εφεσιβλήτου.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ