Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 618/2020

Αριθμός    618 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ια)Σύμφωνα με το άρθρο 520 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα κατά τα άρθρα 118-120 στοιχεία και τους λόγους της έφεσης, οι οποίοι συνίστανται σε αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης αναφορικά με πραγματικά ή νομικά σφάλματα του δικαστηρίου είτε του ίδιου του εκκαλούντος. Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι λυσιτελείς (να επιφέρουν δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητάς τους ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της εκκαλουμένης διαφορετικά η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη – Β.Βαθρακοκοίλη, Κ.Πολ.Δ, Ερμηνευτική νομολογιακή ανάλυση, τ.Γ΄, σελ. 263), σαφείς και ορισμένοι. Πρέπει ,δηλαδή, να καθορίζονται με πληρότητα οι αποδιδόμενες στην εκκαλούμενη απόφαση αιτιάσεις, ώστε να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει μάλιστα και της διάταξης του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους έφεσης) και να είναι σε θέση το δικαστήριο αυτό να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική τους βασιμότητα τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος ν’ αμυνθεί. Η αοριστία του δικογράφου της έφεσης δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ούτε ν’ αναπληρωθεί με την παραπομπή σε άλλα δικόγραφα και της αυτής ακόμη δίκης, οι δε αόριστοι λόγοι έφεσης απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου. Ειδικότερα, όταν ο λόγος έφεσης αναφέρεται σε παράβαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου πρέπει να προσδιορίζεται η παραβιασθείσα διάταξη και το συγκεκριμένο σφάλμα (Α.Π 305/2002 Ελ.Δ/νη 42.318, ΑΠ 1009/1998 Ελ.Δ/νη 30,1348, ΕφΔωδ 313/2005 ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 4707/1993 Ελ.Δ/νη 35, 471, Εφ.Πειρ. 714/1993 Ελ.Δ/νη 35, 1707, Μαργαρίτη, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμ. Κ.Πολ.Δ, τ.`, 926, Εφ.Αθ. 1499/2018, Εφ.Πειρ. 402/2015, Εφ.Δωδ. 70/2008 δημ.ΝΟΜΟΣ).

β)Ο ισχυρισμός για αοριστία της αγωγής προτεινόμενος ή επαναφερόμενος ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί να διαλαμβάνει απλώς ότι η αγωγή είναι αόριστη, αλλά πρέπει να αναφέρει τις συγκεκριμένες αοριστίες σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά που είναι απαραίτητα για τη στήριξη του αγωγικού δικαιώματος, εξαιτίας των οποίων δεν παρέχεται η δυνατότητα στο μεν εναγόμενο να αμυνθεί, στο δε δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις (ΑΠ 1271/1995, Εφ.Πατρ. 160/2019, Εφ.Πειρ. 278/2002 δημ.ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ)Από τη διάταξη του άρθρου 309 εδαφ. πρώτο του ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι οι αποφάσεις που αποφαίνονται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση δε μπορούν μετά τη δημοσίευσή τους να ανακαλούνται από το δικαστήριο που τις εξέδωσε, ενώ όσες δεν κρίνουν οριστικά μπορούν, είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου, που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση, συνδυαζόμενη η διάταξη αυτή προς τις διατάξεις των άρθρων 513 παρ. 1 στοιχ.β΄ και 553 παρ. 1 στοιχ. β΄ του ΚΠολΔ, που χαρακτηρίζουν ως οριστικές αποφάσεις εκείνες που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή για τη ανταγωγή, συνάγεται, ότι οριστική είναι η απόφαση του εφετείου  ως προς τη διάταξή της αυτή με την οποία, κατ’ αποδοχή λόγου έφεσης, γίνεται δεκτό ή απορρίπτεται κύριο ή παρεμπίπτον αίτημα της αγωγής ή ανταγωγής καθόλες ή μερικές από τις βάσεις του και απογυμνώνεται το δικαστήριο από οποιαδήποτε στη συνέχεια εξουσία ως προς το αίτημα αυτό της αγωγής ή της ανταγωγής για τις αντίστοιχες βάσεις. Αντίθετα, δεν είναι οριστική και επομένως μπορεί να ανακληθεί από το ίδιο δικαστήριο η απόφασή του, με την οποία έκρινε παραδεκτή την έφεση και ερευνώντας την ουσία δέχθηκε ως αποδειχθέντα ορισμένα στοιχεία της αγωγής, ακολούθως δε, αναβάλλοντας την οριστική κρίση του επί της ουσίας, διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, αφού από την κρίση αυτή δεν κωλύεται η επανεξέταση, σε άλλη στάση της δίκης, των όσων έχουν ήδη κριθεί (βλ.σχετ. ΑΠ 876/2015 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Άλλωστε, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 12, 522, 525 παρ. 1 του ΚΠολΔ,  συνδυαζόμενες, αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι, και στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, η δικονομική αξίωση που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκφράζεται με αίτημα παροχής, για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, δικαστικής προστασίας ,με απόφαση του δικαστηρίου, σύμφωνη προς το υποβληθέν αίτημα. Η έφεση δε δημιουργεί νέο αντικείμενο δίκης, αλλά αποτελεί, αναλόγως του εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε την δικαστική προστασία, μέσον τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικονομικής, ως άνω, αξίωσης, δια της υποβολής της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση. Η οριστικότητα δε της απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, κρίνεται αναφορικά με τη δικονομική αυτή αξίωση και όχι με το αίτημα του εφετηρίου εγγράφου για παραδοχή της έφεσης (Ολ ΑΠ 12/1989, ΑΠ 1184/2013, ΑΠ 755/2012, ΑΠ 603/2008, Εφ.Πειρ. 72/2017 δημ.ΝΟΜΟΣ, Εφ.Λαρ. 19/2016, δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ)Τα ιδιωτικά έγγραφα, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει, επί δημοσίων εγγράφων (άρθρο 455 ΚΠολΔ), δεν έχουν το τεκμήριο της γνησιότητας. Η επίκληση και προσαγωγή ιδιωτικού εγγράφου, προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού εμπεριέχει, εντεύθεν, τον ισχυρισμό του διαδίκου, περί της γνησιότητάς του, ο, δε, αντίδικος τούτου έχει το βάρος της δήλωσης, περί άρνησης της γνησιότητας και ο πρώτος της απόδειξης αυτής, όταν αμφισβητηθεί (ΑΠ 535/2019, ΑΠ 20/2017, ΑΠ 279/2011 δημ.σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την απόδειξη αυτή μπορούν να χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα απόδειξης, ιδίως αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη και μάρτυρες. Και αν μεν αποδειχθεί, κατά τη διαδικασία, κατά την οποία εκδικάζεται η υπόθεση και προσάγονται τα έγγραφα, η μη γνησιότητα του περιεχομένου τους, δεν μπορούν  να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο, ενώ, αν προκύπτει, ότι αυτά είναι γνήσια, τότε πρέπει να ληφθούν υπόψη. Η άρνηση της γνησιότητας των ιδιωτικών εγγράφων πρέπει να είναι ρητή, σαφής και ειδική, χωρίς ενδοιαστικές ή υποθετικές εκφράσεις και να γίνει, κατ’ αυτή τη συζήτηση, κατά την οποία προσκομίζονται, εάν, δε, αυτό δεν γίνει, θεωρείται ότι αναγνωρίστηκε, σιωπηρώς, η γνησιότητά τους και τυχόν αμφισβήτηση της γνησιότητας αυτών σε μεταγενέστερη συζήτηση είναι απαράδεκτη (ΑΠ 1304/2013 δημ.σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 463 Κ.Πολ.Δ, όποιος προβάλλει ισχυρισμούς, για την πλαστότητα εγγράφου είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι. Από τη διάταξη αυτή, σαφώς, συνάγεται, ότι είναι απαράδεκτος ο ισχυρισμός, περί πλαστότητας εγγράφου, είτε δημοσίου είτε ιδιωτικού, χωρίς την ταυτόχρονη προσκομιδή των αποδεικτικών της πλαστότητας εγγράφων και την αναφορά ονομαστικώς των μαρτύρων (ΑΠ 1420/2010 ΕλΔνη 2011,476). Η υποχρέωση κατονόμασης των μαρτύρων υπάρχει ακόμη και όταν έχει ήδη υποβληθεί μήνυση, για πλαστογραφία, στην οποία αναφέρονται οι μάρτυρες (ΕφΠειρ 1157/1996 ΕλΔνη 1997,893). Μεταγενέστερη συμπλήρωση του ισχυρισμού πλαστότητας, ως προς τα ανωτέρω στοιχεία (ονομαστική αναφορά μαρτύρων και άλλων αποδεικτικών μέσων και προσκομιδή αποδεικτικών εγγράφων) δεν αίρει τον χαρακτήρα του ισχυρισμού ως απαραδέκτου (βλ. ΕφΑθ 1541/2000, ΕφΘες 466/1990, ΕφΛαρ 100/2011 ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2011/757). Αν ο ισχυρισμός, περί πλαστότητας δεν είναι πλήρης, πρέπει να ερευνάται η εμπεριεχόμενη σ’ αυτόν άρνηση της γνησιότητας (ΑΠ 368/2002 ΕλΔνη 2004,525). Εάν αμφισβητηθεί και δεν αποδειχθεί η γνησιότητα ιδιωτικού εγγράφου, το έγγραφο αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 457, 336 παρ. 3, 339, 340 και 395 Κ.Πολ.Δ, δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ή ως αποδεικτικό μέσο, που δεν πληροί τους όρους του νόμου, εφόσον προϋπόθεση τούτου είναι το βέβαιο και αναμφισβήτητο του γεγονότος, το οποίο αποτελεί τη βάση του τεκμηρίου. Αν το δικαστήριο στην περίπτωση αυτή, χωρίς να εξετάσει την άρνηση της γνησιότητας του περιεχομένου του, λάβει ή δεν λάβει υπόψη το ως άνω έγγραφο, τότε υποπίπτει στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11α του Κ.Πολ.Δ (ΑΠ 1277/2017, ΑΠ 1756/2012, ΑΠ 279/2011, ΑΠ 56/2005, Εφ.Θεσσαλ. 2655/2019, Εφ.Αθ.. 106/2018, Εφ.Πειρ. 438/2014, Εφ.Πειρ. 43/2014, Εφ.Λαρ. 140/2013, Εφ.Λαρ. 100/2011, Εφ.Θεσσαλ. 1038/2008, Εφ.Αθ. 8102/2007, Εφ.Αθ. 6485/2006 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Β.Δ της 28.1/4-2-1938 «περί κανονισμού ωρών εργασίας του προσωπικού φορτηγών αυτοκινήτων» (ΦΕΚ Α΄ 35) «τα φορτηγά αυτοκίνητα διακρίνονται  σε τρεις κατηγορίες (Α΄,Β΄,Γ΄), από τις οποίες, η κατηγορία Α΄ περιλαμβάνει τα μη εξυπηρετούντα ωρισμένον εργοδότην φορτηγά αυτοκίνητα (αγοραία), στη Β΄ κατηγορία υπάγονται τα φορτηγά των εταιρειών ηλεκτρισμού, ύδρευσης κ.λ.π, και στην κατηγορία Γ΄ τα φορτηγά των λοιπών ανωνύμων εταιρειών, βιομηχανικών εργοστασίων και επιχειρήσεων πάσης φύσεως». Κατά την  παρ. 2 του ίδιου άρθρου 1 του πιο πάνω Β.Δ, η απασχόληση των οδηγών των φορτηγών αυτοκινήτων Γ΄ κατηγορίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 8 ώρες ημερησίως, παρά μόνο καθ’ ό μέτρο κρίνεται αναγκαίο για την πρόληψη διαταραχής στην κανονική διεξαγωγή της εργασίας, σε περίπτωση ατυχήματος, επικειμένου ή επελθόντος, επείγουσας εργασίας σε μηχανές, εργαλεία ή εγκαταστάσεις και ανωτέρας βίας, κατά δε το Β.Δ 882/1961 και λόγω συσσωρεύσεως εργασίας ή προς αντιμετώπιση επείγουσας γενικά εργασίας επί δίωρο ημερησίως (πέρα δηλαδή του οκταώρου) και επί τρίμηνο ετησίως κατ’ ανώτατο όριο. Εξάλλου, από το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 435/1976 προκύπτει ότι η απασχόληση του μισθωτού κατά το μέρος που υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας της εργασίας κατά τη μονάδα του χρόνου, που έχει ορισθεί με διάταξη νόμου ή με κανονιστική διοικητική πράξη κατά νόμιμη εξουσιοδότηση, συνιστά, εφόσον δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 3 του ΝΔ 515/1970, ή άλλη νόμιμη εξαίρεση, παράνομη υπερωρία, για την οποία ο μισθωτός έχει τις απαιτήσεις που αναφέρονται σε αυτή. Περαιτέρω, με το άρθρο 13 της 12/1984 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε εκτελεστή με την ΥΑ 12430/84, ο χρόνος εργασίας των οδηγών αυτοκινήτων ορίσθηκε σε 40 ώρες κατά εβδομάδα και με το άρθρο 6 της 40/85 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε υποχρεωτική (από 29/11/1985) με την ΥΑ 19533/1985 (ΦΕΚ 179 Α΄) καθιερώθηκε η εβδομάδα των πέντε εργασίμων ημερών για τους οδηγούς όλων των φορτηγών αυτοκινήτων. Με το άρθρο 6 της από 14.2.1984 εθνικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα τη Κυβερνήσεως με την απόφαση του Υπουργού Εργασίας 11770/20/2/1984 (ΦΕΚ Β΄ 81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίσθηκε σε 40 ώρες, για την αμοιβή δε της απασχολήσεως πέρα από το συμβατικό αυτό εβδομαδιαίο ωράριο και έως τη συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή της υπερεργασίας, γίνεται παραπομπή στο άρθρο 9 της 1/1982 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 1346/1983. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι: α)ως προς τη συνδρομή της υπερεργασίας υπό την ανωτέρω έννοια κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και όχι κατά τις Κυριακές ή άλλες ημέρες ανάπαυσης, για τις οποίες υφίσταται αυτοτελής νομοθετική πρόνοια και συνεπώς ο απασχολούμενος υπό καθεστώς πέντε εργασίμων ημερών εβδομαδιαίως πραγματοποιεί υπερεργασία για την οποία δικαιούται την οικεία αμοιβή (ωρομίσθιο επαυξανόμενο κατά 25%), αν η απασχόληση του υπερβαίνει κατά τις ημέρες αυτές το συμβατικό όριο των 40 ωρών, β)ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του άνω Ν.435/1976, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός της προκείμενης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως (ή πέραν των εννέα ωρών υπό τους όρους του άρθρου 6 της από 26.1.1975 εθνικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 133/1975), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζόμενου από το νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της επιπλέον ημερήσιας εργασίας με τις ολιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας. Η υπερωριακή εργασία που παρέχεται χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του ΝΔ 515/1970 αμείβεται με αποζημίωση βάσει των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού και με προσαύξηση 100% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου. Ειδικώς για τους εργαζόμενους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση 45 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ για τους εργαζομένους με το σύστημα των έξι ημερών την εβδομάδα ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση των 48 ωρών εβδομαδιαίως. Για τους ίδιους εργαζόμενους και ανάλογα με το σύστημα των πέντε ή έξι ημερών εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερωριακή θεωρείται η απασχόληση πέραν των 9 ή 8 ,αντίστοιχα, ωρών ημερησίως (ΑΠ 1561/2011). Από 1/4/2000, μετά το Ν. 2874/2000 η υπερεργασία καταργείται και η απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι 43 εβδομαδιαίως θεωρείται ως ιδιόρρυθμη υπερωρία, νόμιμη και επιτρεπτή, η οποία αμείβεται με το επιβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 50% (παρ. 2 και 4 του άρθρου 4). Υπερεργασία συνιστά η απασχόληση πέραν των 43 ωρών εβδομαδιαίως, καθώς και η απασχόληση πέραν των 9 ωρών ημερησίως για τους μισθωτούς με πενθήμερο. Αν η υπερωρία είναι παράνομη, για κάθε ώρα τέτοιας απασχόλησης, ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το 250% του καταβαλλόμενου ωρομίσθιου (δηλαδή προσαύξηση 150% του ωρομίσθιου) σύμφωνα με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου (ΑΠ 1548/2011, ΑΠ 313/2010, ΑΠ 101/2008). Κατά το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005, που αντικατέστησε το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000, «σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα, κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η,43η,44η,45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζόμενους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα).» 2. «Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζομένους, ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα.  Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας..». 3. «Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%). Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίων (νόμιμη υπερωριακή απασχόληση) είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%)», 4. «Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ’εξαίρεση υπερωρία». 5 «Για κάθε ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εκατό τοις εκατό (100%)» (ΑΠ 526/2014, ΑΠ 1602/2011). Τα ως άνω ποσοστά προσαύξησης των 25% και 100%, καθορίσθηκαν, με το άρθρο 74 παρ. 10 του Ν. 3863/2010 σε 20% και 80%, αντίστοιχα. Η εργασία του μισθωτού κατά την Κυριακή και το Σάββατο δεν αποτελεί υπερωριακή εργασία, αν δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο ημερήσιας απασχόλησης. Με τον Κανονισμό 561/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2006, που εφαρμόζονται από 11 Απριλίου 2007, μεταξύ άλλων και στις οδικές μεταφορές εμπορευμάτων που γίνονται αποκλειστικά εντός της Κοινότητας, όταν το μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος των οχημάτων, συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε ρυμουλκούμενου ή ημι-ρυμουλκούμενου, υπερβαίνει τους 3,5 τόνους θεσπίσθηκαν κανόνες που διέπουν το χρόνο οδήγησης, τα διαλείμματα και τις περιόδους ανάπαυσης. Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κανονισμού ο ημερήσιος χρόνος οδήγησής  δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 9 ώρες, μπορεί όμως να παρατείνεται σε 10 ώρες κατά ανώτατο όριο, όχι περισσότερες από δύο φορές στη διάρκεια της εβδομάδας, ο δε εβδομαδιαίος χρόνος οδήγησης δεν υπερβαίνει τις 56 ώρες και δεν έχει ως αποτέλεσμα την υπέρβαση του μέγιστου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, όπως καθορίζεται στην οδηγία 2002/15/ΕΚ. Κατά την παράγραφο 5 του προοιμίου «τα μέτρα που προβλέπονται στον Κανονισμό αυτό για τις συνθήκες εργασίας δεν θα θίγουν το δικαίωμα εργοδοτών και εργαζομένων που θεσπίζουν, με συλλογικές διαπραγματεύσεις ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, διατάξεις ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους». Απ’ όλα τα ανωτέρω συνάγεται περαιτέρω ότι ο οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου ανεξαρτήτως κατηγορίας αυτού εργάζεται υπερωριακά, όταν ο συνολικός χρόνος ημερήσιας απασχόλησης, υπερβαίνει κάθε εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας (εκτός Κυριακής και Σαββάτου) τις εννέα (9) ώρες και κάθε άλλη ημέρα της εβδομάδας (Σάββατο και Κυριακή) τις οκτώ (8) ώρες. Εξάλλου, για να έχει νομική πληρότητα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 εδ.α΄ ΚΠολΔ, το δικόγραφο αγωγής οδηγού φορτηγού αυτοκινήτου, που έχει ως αίτημα την καταβολή αμοιβής  για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση, λόγω υπερβάσεως του χρόνου της συνολικής εργασίας, θα πρέπει να αναφέρεται η εργασιακή σχέση και οι όροι αυτής καθώς και η διάρκεια της εβδομαδιαίας και καθ’ εκάστη ημέρα εργασίας (ΑΠ 1468/2012, 1548/2011, ΑΠ 184/2007, ΑΠ 1548/2011, ΑΠ 132/2015, ΑΠ 232/2018, Εφ.Θεσσαλ. 619/2018, Εφ.Θεσσαλ. 849/2017 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η από 26.10.2015 (αριθ.καταθ. ………./2015) αγωγή του ενάγοντος στην οποία ιστορεί ότι την 1.10.2003 προσλήφθηκε από την εναγομένη με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, για να εργασθεί ως οδηγός φορτηγού δημόσιας χρήσης άνω των 38 τόνων, επί έξι (6) ημέρες εβδομαδιαίως αντί συμφωνηθέντος μισθού ύψους 1569,95 ευρώ. Ότι από τον χρόνο της πρόσληψής του και ειδικότερα από τον Οκτώβριο έτους 2010 και μέχρι την 29.4.2015 (οπότε απελύθη) πραγματοποίησε της αναφερόμενες στην αγωγή ώρες υπερεργασίας, κατ’ εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης, εργασίας κατά τις αναφερόμενες Κυριακές χωρίς να του καταβληθεί οποιοδήποτε ποσό από την εργοδότρια-εναγομένη και ότι η τελευταία δεν του κατέβαλλε αποζημίωση αδείας κατά τα έτη 2010-2014 την οποία (άδεια) αιτήθηκε κατά το προσήκοντα χρόνο, καθώς και αποζημίωση απόλυσης και οφείλεται σε αυτόν για όλες τις ανωτέρω αιτίες το ποσό συνολικά των 101.896,43 ευρώ. Ζητεί, δε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει καταψηφιστικό και σε εν μέρει αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει συμμέτρως το ποσό των 20.000 ευρώ για τις ως άνω αγωγικές αξιώσεις, να αναγνωριστεί ότι του οφείλει το ποσό των 81.896,43 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και έως εξοφλήσεως και να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή πλήρως ορισμένη και νόμιμη δέχθηκε αυτή εν μέρει ως κατ’ ουσίαν βάσιμη ως προς τα αγωγικά κονδύλια παροχής πρόσθετης εργασίας (υπερεργασίας, παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, εργασίας Κυριακή), αποζημίωσης αδείας, αποζημίωσης απόλυσης και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 17.124,44 ευρώ και αναγνώρισε την υποχρέωση να του καταβάλει το ποσό των 35.786,29 ευρώ νομιμοτόκως από 28.10.2015 έως εξοφλήσεως. Κατά της απόφασης αυτής η εναγομένη ως εν μέρει ηττηθείσα διάδικος στον πρώτο βαθμό, άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την ένδικη από 22.11.2017 (…………../2017) έφεσή της, με την οποία ζητεί, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, ώστε να απορριφθεί καθ’ ολοκληρία η αγωγή του ενάγοντος – εφεσιβλήτου. Ο ενάγων ήδη εφεσίβλητος, άσκησε ενώπιον του ιδίου τούτου Δικαστηρίου κατά της ιδίας ως άνω εκκαλούμενης απόφασης την από 2.4.2018 αντέφεση. Το Δικαστήριο τούτο, ζητήσεως γενομένης την 6.12.2018, αφού έκρινε ότι, α) η από 22.11.2017 (αριθ.καταθ. ………../2017) έφεση αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθ. 19 ΚΠολΔ), και ότι έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθ. 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ιδία διαδικασία των εργατικών διαφορών (533 παρ. 1, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την οποία δικάσθηκε στον πρώτο βαθμό και β) η από 2.4.2018 (αριθ.καταθ. …………../2018) αντέφεση κατά της ιδίας ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, και παραδεκτά κατ’ άρθρο 523 παρ. 1 και παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 περ.ζ΄ ΚΠολΔ (μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015) πλήττοντας τα κεφάλαια της απόφασης που προσβλήθηκαν από την εκκαλούσα και τα αναγκαίως με αυτά συνεχόμενα, απορρίπτοντας σχετικό ισχυρισμό της εκκαλούσας, διέταξε την συνεκδίκαση της από 22.11.2017 έφεσης και της από 2.4.2018 αντέφεσης, λόγω προδήλου συνάφειας και προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης (ΚΠολΔ 246, 523, 524 παρ. 1, 591 παρ. 1). Ακολούθως, αφού εξέτασε τον πρώτο λόγο της έφεσης τον οποίο έκρινε αβάσιμο, και αφού άρχισε την εξέταση του δεύτερου λόγου αυτής (έφεσης), έκρινε, με την υπ’ αριθ. 238/2019 απόφασή του, για τους αναφερόμενους στο αιτιολογικό της λόγο, ότι πρέπει να αναβληθεί η συζήτηση και να διαταχθεί κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ, η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να προσκομιστεί επιμελεία του εφεσιβλήτου – αντεκκαλούντα η επικαλούμενη από αυτόν …/20.11.2018 απορριπτική διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά επί της με …….. μηνύσεως της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης. Ήδη, με την από 21.5.2019 (αριθ.καταθ. ………/2019) κλήση του καλούντος – ενάγοντος – εφεσιβλήτου, φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση, οι συνεκδικασθείσες, κατόπιν της έρευνας της παραδεκτής και νόμιμης ασκήσεώς τους, η από 22.11.2017 έφεση της εναγομένης ήδη εκκαλούσας και η από 2.4.2018 αντέφεση του ενάγοντος – αντεκκαλούντος. Η υπ’ αριθ. 238/2019 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού είναι μη οριστική (εφόσον με αυτή δεν έγινε δεκτό, ούτε απορρίφθηκε αγωγικό αίτημα, κρίση με βάση την οποία και ελέγχεται η οριστικότητα της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, συνακόλουθα το παρόν Δικαστήριο δεν απεκδύθηκε από κάθε περαιτέρω εξουσία για τα αιτήματα της πρωτοδίκως εκδικασθείσας αγωγής, Ολ ΑΠ 12/1989, Εφ.Αθ. 219/2019 δημ.ΝΟΜΟΣ), είναι δεκτική ανακλήσεως, πρέπει να ανακληθούν αυτεπαγγέλτως, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 309 εδ.α΄ ΚΠολΔ, από το Δικαστήριο τούτο, οι κριθέντες ήδη δύο πρώτοι λόγοι της υπό κρίση εφέσεως, τους οποίους δεν κωλύεται το Δικαστήριο να επανεξετάσει. Ακολούθως, η εκκαλούσα στη συγκεκριμένη περίπτωση με τους πρώτους λόγους της υπό κρίση εφέσεως ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτή (εν μέρει) η εναντίον της αγωγή του ενάγοντα, ενώ αυτή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη, ανακριβής και αναληθής. Ειδικότερα,  το δικόγραφο της υπό κρίση εφέσεως κατά της υπ’ αρ. 3125/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η εκκαλούσα – εναγομένη, ισχυρίζεται, ότι, Α) η υπό κρίση αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη, ως προς το αγωγικό αίτημα της καταβολής αποζημίωσης για παράνομη υπερωριακή απασχόληση, για το λόγο ότι, δεν έχει τα εκτιθέμενα κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ στοιχεία και προεχόντως το στοιχείο που αφορά το πραγματικό πλήρες ωράριο εργασίας (οδήγησης – ετοιμότητας – επιστροφής στην έδρα). Η εκκαλούσα δηλαδή αμφισβητεί με το λόγο της αυτό τη νομική βασιμότητα και το παραδεκτό της ένδικης αγωγής, χωρίς ωστόσο να συγκεκριμενοποιεί τις αντινομίες ή ελλείψεις του περιεχομένου και των προϋποθέσεών της, ώστε να καταδειχθεί κατά της άποψής της το απαράδεκτο και η νομική αβασιμότητά της ως προς τη στήριξη του αιτήματός της. Πρέπει έτσι, κατά τα προεκτεθέντα, ο λόγος αυτός, ο οποίος προεχόντως για τον προαναφερόμενο λόγο είναι αόριστος να απορριφθεί ως απαράδεκτος, β) με τους λοιπούς λόγους της υπό κρίση εφέσεως η εκκαλούσα, αφού προβαίνει σε εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων του ενάγοντος – εφεσιβλήτου (ιδίως των εμμάρτυρων) και λεπτομερή αναφορά, εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν νόμιμα από την ιδία καθώς και στην αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ότι έχουν, παραπονείται ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν τα έλαβε υπόψη του αυτά (αποδεικτικά στοιχεία), για την απόδειξη των πραγματικών γεγονότων που η ιδία (εκκαλούσα – εναγομένη) επικαλέστηκε αν και ασκούσαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, όπως τούτο (μη λήψη υπόψη των προσκομισθέντων από την ιδία αποδεικτικών στοιχείων) προκύπτει από το περιεχόμενο της εκκαλούμενης απόφασης. Όμως, το δικαστήριο κρίνει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, κατ’ αντιδιαστολή προς άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία φέρονται ότι λήφθηκαν υπόψη προς σχηματισμό της κρίσεως του. Με βάση το ανωτέρω αναφερόμενο η εκκαλούσα δεν αναφέρεται ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και συνεπεία τούτου κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, επανακτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού με βάση την καθολική επανεκτίμηση και όχι με βάση τα συνδεόμενα με αυτή μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος, ούτε δύναται να εκτιμηθεί ως ορισμένος ο λόγος αυτός με την αόριστη αναφορά για «αβασάνιστη» και αναιτιολόγητη κρίση και η αόριστη αναφορά ως προς τη δικονομική και νομική αξιολόγηση του αποδεικτέων θεμάτων. Ο λόγος αυτός κατά τα εκτιθέμενα με τον οποίο δεν καθορίζονται με πληρότητα οι αιτιάσεις που αποδίδονται στην εκκαλούμενη απόφαση (νομικό σφάλμα ή πραγματικό σφάλμα ή σφάλματα του εκκαλούντος) ,ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του Δικαστηρίου και να είναι σε θέση αυτό (Δικαστήριο) να κρίνει τη νομιμότητα και βασιμότητά του. Περαιτέρω αναφέρεται η εκκαλούσα στην ένσταση πλαστότητας που πρόβαλε αναφορικά κατά την συνεδρίαση στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς τους ταχογράφους των φορτηγών αυτής (εναγομένης ήδη εκκαλούσας), η οποία απορρίφθηκε ως μη «πειστική». Την ως άνω ένσταση όμως, ούτε επαναφέρει αυτή ορισμένα και παραδεκτά με τον σχετικό λόγο αυτής (εφέσεως) σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 98 περ.β΄, 461, 463 ΚΠολΔ (ΚΠολΔ 522), ούτε προσδιορίζονται συγκεκριμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που να αποδίδονται σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του Δικαστή ως προς την εν λόγω ένσταση και την απόρριψή της, έτσι ώστε να είναι δυνατή η οριοθέτηση της εξουσίας του Δικαστηρίου τούτου. Πρέπει, έτσι, κατά τα προεκτεθέντα, να απορριφθεί ως απαράδεκτη η κρινόμενη έφεση, αφού αυτή δεν περιέχει, όπως θα έπρεπε, σαφείς και ορισμένους λόγους, ώστε να οριοθετείται κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ, η εξουσία του Δικαστηρίου τούτου και να μπορεί να κρίνει αυτό, κατά το άρθρο 533 ΚΠολΔ, για το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, με τη δυνατότητα άμυνας από τη πλευρά του εφεσιβλήτου .Κατά συνέπεια των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθ. 106, 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό.

Όσον αφορά την αντέφεση η οποία ασκήθηκε με ιδιαίτερο δικόγραφο ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία ο εφεσίβλητος – αντεκκαλών ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλούμενης, ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή, πρέπει και αυτή να απορριφθεί χωρίς να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν η άνω έφεση δεν περιέχει ένα τουλάχιστον σαφή και ορισμένο λόγο (ΑΠ 1166/1980, ΑΠ 165/1974 Εφ.Θεσσαλ. 898/1999 δημ.ΝΟΜΟΣ) και απορρίπτεται. Τούτο δε, διότι δεν μπορεί να ισχύσει ως αυτοτελής έφεση, αφού δεν ασκήθηκε ενόσω διαρκούσε η προθεσμία της έφεσης για τον αντεκκαλούντα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 523 παρ. 3 ΚΠολΔ. Ειδικότερα ενώ η εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 3125/2017 απόφαση επιδόθηκε στην αντεφεσίβλητη την 23.10.2017 και η έφεσή της ασκήθηκε εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση (άρθ. 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), ήτοι την 22.11.2017, η αντέφεση ασκήθηκε από τον αντεκκαλούντα μετά πάροδο τριών (3) μηνών από την επίδοση και συγκεκριμένα την 3.4.2018. Η δικαστική δαπάνη του παρόντα βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστεί στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν από το Δικαστήριο (ΚΠολΔ, 178, 183, 191 παρ. 1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την έφεση και την αντέφεση.

Ανακαλεί την υπ’ αρ. 238/2019 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, ως προς τους δύο εξετασθέντες δύο πρώτους λόγους της από 22.11.2017 εφέσεως.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσία την από 22.11.2017 (αριθ.καταθ. …………/2017) έφεση.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντα βαθμού δικαιοδοσίας και τα ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.

Απορρίπτει την από 2.4.2018 (αριθ.καταθ. …………/2017) αντέφεση.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντα βαθμού δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  13 Οκτωβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ