Αριθμός 619/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα E.T..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι υπό κρίση εφέσεις, ήτοι: α)η από 11.10.2018 (αριθ.καταθ. …………/12.10.2018) έφεση και β) η από 6.11.2018 (αριθ.καταθ. ………../6.11.2018) έφεση, κατά της υπ’ αριθ.5677/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της συνεκκαλουμένης υπ’ αρ. 2222/2017 εν μέρει οριστικής απόφασης του ιδίου ως άνω δικαστηρίου, που εκδόθηκαν αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο (άρθ. 614 παρ. 6 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ ως ισχύουν μετά το Ν. 4335/2015), αρμόδια φέρονται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 19 ΚΠολΔ), έχουν δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, α)αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση των ως άνω αποφάσεων στον εκκαλούντα της από 11.10.2018 έφεσης, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευσή τους έως την άσκηση της ως άνω έφεσης, και β) εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την επίδοση την 17.10.2018 με επιμέλεια του ενάγοντος ήδη εκκαλούντος στην εναγομένη ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη (βλ. την υπ’ αριθ. ………../17.10.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας Εφετείου Αθηνών, Ανδρέα Ι. Διαμαντή) (ΚΠολΔ 495, 498, 511, 513, 516, 517, 518, 591 παρ. 1 ως ισχύουν μετά την αντικατάσταση και τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015 ως εκ του χρόνου άσκησης των εφέσεων). Πρέπει, επομένως, αφού διαταχθεί η συνεκδίκασή τους λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας (άρθ. 246, 524 παρ. 1, 591 ΚΠολΔ), οι εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθ. 533 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτών έχουν κατατεθεί από τους εκκαλούντες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, το νόμιμο παράβολο, όπως προκύπτει από τις ενσωματωμένες στις ως άνω πράξεις κατάθεσης των εφέσεων πράξεις κατάθεσης παραβόλων αντιστοίχως του αρμόδιου Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά.
Με την από 18.11.2016 (αριθ.καταθ. …………/2016) αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων κατά της 1)………., 2)………, ως προς τις οποίες η δίκη καταργήθηκε και 3) «………..» (ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη), ισχυρίσθηκε ότι η ……… οδηγώντας το υπ’ αριθ.κυκλοφορίας …….. ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της …………, που ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, προκάλεσε από υπαιτιότητά της και κάτω από τις ιστορούμενες συνθήκες, υλικές ζημίες στην υπ’αριθμ.κυκλοφορίας …… δίκυκλη μοτοσυκλέτα, ιδιοκτησίας του και τον τραυματισμό του κατά τη σύγκρουση των δύο οχημάτων. Ζήτησε δε, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας να του καταβάλει, το συνολικό ποσό των 169.685,71 ευρώ, ως αποζημίωση για τη θετική και αποθετική ζημία που υπέστη, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη εξ αιτίας του τραυματισμού του (μετ’ αφαίρεση ποσού 44 ευρώ για το οποίο επιφυλάχθηκε να ασκήσει πολιτική αγωγή ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου), νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής και έως εξοφλήσεως.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 2222/2017 απόφασή του κήρυξε καταργημένη τη δίκη μεταξύ του ενάγοντος και της . …… και ………… (πρώτης και δεύτερης των εναγομένων), διέταξε την επανάληψη της συζήτησης ως προς το κονδύλιο των διαφυγόντων κερδών προκειμένου να προσκομιστεί επιμελεία του ενάγοντος αντίγραφο της συμβάσεως εργασίας του θεωρημένη από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, δέχτηκε οριστικά κατά τα λοιπά εν μέρει αιτήματα ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 4.135,44 ευρώ νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής και έως εξοφλήσεως. Εν συνεχεία επιμελεία του ενάγοντος επανήλθε η αγωγή ως προς το κονδύλιο των διαφυγόντων κερδών και της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και το ίδιο ως άνω πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ’ αρ. 5677/2017 οριστική απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς τα ως άνω κονδύλια και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 29.429,14 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως εξοφλήσεως. Κατά της απόφασης αυτής και της προηγούμενης παραπονούνται με τις υπό κρίση εφέσεις τους για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την κατά παραδοχή τους εξαφάνιση της εκκαλουμένης με σκοπό κατά μεν την εναγομένη την απόρριψη της αγωγής εναντίον της κατά δε του ενάγοντα την καθ’ ολοκληρία αποδοχή της αγωγής του.
Από το άρθρο 516 παρ. 2 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι, έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον, προκύπτει ότι ο νικητής εναγόμενος έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση, αν η αγωγή απορρίφθηκε για τακτικό λόγο (λ.χ αοριστία, έλλειψη εννόμου συμφέροντος) ενώ έπρεπε να απορριφθεί για ουσιαστικό λόγο, όπως π.χ ως ουσία αβάσιμη (Εφ.Δωδ/σου 222/2018, Εφ.Πειρ. 435/2014, Εφ.Αθ. 3729/2004 δημ.ΝΟΜΟΣ, Κυριάκος Οικονόμου «Η ΕΦΕΣΗ» Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, σελ. 92 επ., Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας Ερμηνεία του ΚΠολΔ, άρθ. 56 σελ. 913-914 αρ. 26-27).
Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη-εκκαλούσα της από 6.11.2018 (αριθ.καταθ…………./2018) έφεσης, παραπονείται α)με τον υπ’ αριθ. 3.5 λόγο της εφέσεως της ότι η ένδικη αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη ως προς το κονδύλιο Β. με το οποίο ζητείται δαπάνη για αγορά φαρμάκων, φαρμακευτικών και ιατρικών ειδών συνολικού ποσού 1.311,93 ευρώ, λόγος που είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος ελλείψει εννόμου συμφέροντος, αφού όπως προκύπτει από την συμπροσβαλλόμενη απόφαση (2222/2017), το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έχει ήδη απορρίψει με διάταξή του ως αόριστο το ως άνω αγωγικό κονδύλιο, β)με τον υπ’ αριθ. 3.7 λόγο της υπό κρίση εφέσεώς της, ότι η ένδικη αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη ως προς τα κονδύλια αυτής «Δ» που αφορούν έξοδα μετακίνησης συνολικού ποσού 1.766,88 ευρώ, όπως όμως προκύπτει από την συμπροσβαλλόμενη εκκαλουμένη απόφαση (2222/2017), έχει ήδη απορριφθεί η αγωγή ως προς το εν λόγω κονδύλιο ως ουσιαστικά αβάσιμη και συνεπώς ο λόγος αυτός, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος ελλείψει εννόμου συμφέροντος, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην αμέσως παραπάνω νομική σκέψη, αλλά και ως απαράδεκτος (ο λόγος) λόγω αοριστίας, αφού δεν αναφέρεται ο συγκεκριμένος κανόνας (δικονομικός) ουσιαστικός) που παραβιάσθηκε και ο τρόπος παραβίασης αυτών (ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ΄ άρθρο, Χαρούλα Απαλαγάκη, αρθρ 520 σελ 2928, 2929 παρ 9, ΕφΔωδ 70/2018) ως προς την αιτούμενη αποζημίωση των εξόδων μετακίνησης συνεπεία του ένδικου τραυματισμού του κατά τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914, 300 ΑΚ, 226, 117, 228 ΚΠολΔ) και γ) με τον υπ’ αρ. 3.9 λόγο της υπό κρίση εφέσεως ότι η ένδικη αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη ως προς το κονδύλιο Στ α), στο οποίο αναφέρεται η ανάγκη υπηρεσιών αποκλειστικής νοσοκόμου, λόγω της αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεώς του για το χρονικό διάστημα νοσηλείας του στο Νοσοκομείο «ΚΑΤ» ήτοι από 29-6-015 έως 13-7-2015, λόγος όμως απορριπτέος ως απαράδεκτος και αλυσιτελώς προβαλλόμενος καθόσον δεν επιστηρίζει η ως άνω διηγηματική αναφορά αντίστοιχο αίτημα της ένδικης αγωγής. Ο λόγος της ως άνω υπό κρίση εφέσεως με τον οποίο (λόγος 3.6) η εναγομένη-εκκαλούσα επικαλείται ότι η ένδικη αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη ως προς το αιτούμενο κονδύλιο για φυσικοθεραπείες είναι κατά τα αμέσως ανωτέρω αναφερόμενα αόριστος, γιατί δεν καθορίζει συγκεκριμένους κανόνες (ουσιαστικούς/δικονομικούς που παραβιάστηκαν και τον τρόπο παραβίασης αυτών), εφόσον τα επικαλούμενα σε αυτή (υπό κρίση έφεση) περιστατικά δεν ανάγονται στην ιστορική βάση της αγωγής και μπορεί να προκύψουν από τις αποδείξεις (το είδος των φυσικοθεραπειών, την διενέργειά τους συνεπεία συστάσεως ιατρού/την κάλυψή τους από ασφαλιστικό φορέα). Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε το ως άνω αγωγικό κονδύλιο ορισμένο ορθά το νόμο εφάρμοσε και ο σχετικός λόγος εφέσεως, πρέπει ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος.
Ι)Περαιτέρω με τη διάταξη της παραγρ. 3 του άρθρου 930 ΑΚ, το οποίο αναφέρεται στην κατ’ άρθρο 928-929 ΑΚ υποχρέωση αποζημιώσεως λόγω θανατώσεως ή βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, ορίζεται ότι η αξίωση αποζημιώσεως δεν αποκλείεται εκ του ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε. Με τη διάταξη αυτή ο νομοθέτης για να αποτρέψει την ανεπιεική λύση της απαλλαγής (ολικής ή μερικής) του ζημιώσαντος εισάγει ειδικά τις περιπτώσεις υποχρέωσης αποζημιώσεως ένεκα θανατώσεως ή βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου των άρθρων 928 και 929 ΑΚ εξαίρεση από την αρχή του καταλογισμού των ωφελειών ή συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους (Ολομ. ΑΠ 807/1973). Η ΑΚ 930 παρ. 3 αποτελεί έκφραση μιας γενικότερης αρχής ότι σε περίπτωση προσβολής της ζωής, του σώματος ή της υγείας προσώπου με αδικοπραξία ο υπεύθυνος δεν απαλλάσσεται της αστικής ευθύνης από το ότι τρίτος υποχρεούται από σύμβαση ή από το νόμο σε ορισμένη παροχή προς τον παθόντα ή τους οικείους του. Η παροχή αυτή σκοπό έχει την εξασφάλιση και ανακούφιση του ζημιωθέντος και όχι την απαλλαγή του ζημιώσαντος. Ο παραπάνω σκοπός της ΑΚ 930 παρ. 3 επιβάλλει την όσο το δυνατόν ευρεία ερμηνεία αυτής. Σύμφωνα έτσι με την παραπάνω γενική αρχή, η διάταξη του άρθρου 930 παρ. 3 ΑΚ, παρά το ότι από τη γραμματική διατύπωσή της φαίνεται να αφορά στις περιπτώσεις που κάποιος άλλος έχει υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που ζημιώθηκε, αυτή εφαρμόζεται σε κάθε παροχή τρίτου, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, είτε στηρίζεται σε σύμβαση, είτε στο νόμο, είτε γίνεται εκουσίως χωρίς νομική υποχρέωση και αποβλέπει στην άρση ή μείωση των συνεπειών της προσβολής κατά της ζωής, του σώματος ή της υγείας προσώπου και όχι να ωφελήσει τα βλάψαντα, του οποίου αφήνεται άθικτη η υποχρέωση αποζημιώσεως. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι «άλλος» με την έννοια της ΑΚ 930 παρ. 3 μπορεί να είναι οποιοσδήποτε τρίτος (Δημόσιο, ασφαλιστικοί οργανισμοί, ασφαλιστικές εταιρείες, ιδιώτης, συγγενείς, εργοδότης κ.λ.π). Επομένως, κατ’ εφαρμογή της παραπάνω διάταξης του άρθρου 930 παρ. 3 ΑΚ, ο παθών από αδικοπραξία δικαιούται σε σωρευτική απόληψη, πέραν των παροχών τρίτου, και της οφειλομένης από τον αδικοπραγήσαντα αποζημιώσεως (ΑΠ 1499/2014, ΑΠ 384/2013, ΑΠ 347/2009, ΑΠ 1127/2002, ΑΠ 1213/2001). Ειδικότερα, η υποχρέωση του τρίτου προς παροχή μπορεί να στηρίζεται και σε σχέση δημοσίου δικαίου, όπως στην περίπτωση που παρέχεται από το Δημόσιο μισθός ή σύνταξη σε πρόσωπο, που δεν μπορεί να προσφέρει εργασία λόγω ανικανότητάς του από ατύχημα. Η δυνατότητα όμως αυτή για την απόκτηση, δηλαδή, από τον παθόντα αθροιστικά της αποζημίωσης που του οφείλει αυτός που τον ζημίωσε και της παροχής του τρίτου, δεν υφίσταται ,όταν ο νομοθέτης ορίζει διαφορετικά, όπως συμβαίνει κατά το άρθρ. 18 του ν. 1654/1986, σύμφωνα με το οποίο η αξίωση αποζημίωσης του παθόντος μεταβιβάζεται από το νόμο στο ΙΚΑ, όταν αυτό κατέβαλε ή υποχρεούται να καταβάλει στον παθόντα κοινωνική ή ασφαλιστική παροχή προς κάλειψη της ζημίας του (ΑΠ 1361/2013, ΑΠ 598/2009, ΑΠ 116/2010, Εφ.Δωδ. 217/2018, ΑΠ 152/2017, ΑΠ 1207/2017 δημ.ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ)Κατά το προηγούμενο του Νόμου 4055/2012, νόμιμο καθεστώς είχε πάγια νομολογηθεί, αναφορικά με τις διατάξεις των άρθρων 345 και 346 ΑΚ (τόκοι υπερημερίας και επιδικίας) ότι: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340, 345, 346 ΑΚ, 215 παρ. 1 εδάφ.α΄, 221 και 295 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, αν το καταψηφιστικό αίτημα αγωγής με αντικείμενο την επιδίκαση χρηματικής απαίτησης περιοριστεί σε αναγνωριστικό, δεν οφείλονται μεν δικονομικοί τόκοι κατά το άρθ. 346 ΑΚ, δηλαδή από την επίδοση της καταψηφιστικής αγωγής (ΑΠ 989/2007), αφού η αγωγή αυτή θεωρείται από τότε ότι δεν ασκήθηκε κατά το καταψηφιστικό αίτημά της, δεν αίρονται όμως και οι συνέπειες της επίδοσης της αγωγής ως όχλησης, που καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο κατά τις διατάξεις των άρθ. 340 και 345 ΑΚ, δεδομένου ότι η επίδοση στον εναγόμενο καταψηφιστικής αγωγής για χρηματική απαίτηση δεν είναι μόνο σύνθετη διαδικαστική πράξη, αλλά έχει και το χαρακτήρα οιονεί όχλησης του οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής του (Ολ. ΑΠ 23-24/2004, Ολ. ΑΠ 13/1994, ΑΠ 423/2012, ΑΠ 1520/2010). Ήδη, το άρθρο 346 ΑΚ, που όριζε ότι « ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος ,οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος», αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 Ν. 4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθ. 113 του Νόμου αυτού, από 2-4-2012, κατά το οποίο: «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερου του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το Νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το Δικαστήριο δύναται κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ’ εύλογη κρίση του Δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης». Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των Δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι’ αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο Δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ.αιτιολογική έκθεση Ν. 4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος μετά την επίδοση της αγωγής, είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι’ αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ’ αυτήν, όταν το Δικαστήριο κατ’ εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Με βάση αυτά, ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό δεν συνιστά, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, λόγω για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση του τόκου υπερημερίας, ο οποίος, κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας, είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας (ΑΠ 1207/2017, Εφ.Δωδ. 9/2019 δημ. ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ) Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 297-298 ΑΚ ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα, η αποζημίωση δε αυτή περιλαμβάνει τόσο τη μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), όσο και το διαφυγόν κέρδος, δηλαδή εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί, και το οποίο βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αιτιατού προς την υπαίτια παράβαση της σύμβασης. Η διάταξη αυτή είναι δικονομικού χαρακτήρα μόνο κατά το μέρος, προκειμένου περί διαφυγόντος κέρδους, που επιτρέπει στο Δικαστήριο να αρκεστεί μόνο στην πιθανολόγηση του κέρδους αυτού, κατά τα λοιπά όμως η διάταξη αυτή είναι ουσιαστικού περιεχομένου, λόγω του ότι καθορίζει τα στοιχεία, στα οποία στηρίζεται η αξίωση για το διαφυγόν κέρδος. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανότητα, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προαπαρασκευαστικά μέτρα, πρέπει κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ να εκτίθενται στην αγωγή (ΑΠ 615/2015). Δεν αρκεί η απλή επανάληψη των εκφράσεων του άρθρου 298 ΑΚ, ούτε η αναφορά του συνολικώς φερομένου ως διαφυγόντος κέρδους, αλλ’ απαιτείται η εξειδικευμένη κατά περίπτωση μνεία των συγκεκριμένων περιστάσεων και μέτρων, τα οποία καθιστούν πιθανό το κέρδος, ως προς τα επί μέρους κονδύλια, ως και η επίκληση των κονδυλίων αυτών, ώστε να καταστούν αντικείμενο αποδείξεως (Ολ. ΑΠ 22/1995, ΑΠ 823/2015). Έτσι, για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους που συνίσταται στην απώλεια εσόδων λόγω διακοπής ή μειωμένης άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, πρέπει, αλλά και αρκεί, να αναφέρονται στο δικόγραφο της, όλα εκείνα τα κρίσιμα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο ενάγων δεν εισέπραττε με πιθανότητα από την επαγγελματική του δραστηριότητα το αιτούμενο ποσό κέρδους κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως τα ληφθέντα προαπαρασκευαστικά μέρα (ΑΠ 175/2010). Δεν είναι απαραίτητο όμως να εξειδικεύονται τα στοιχεία που προσδίδουν τη δυναμική του προσδοκώμενου κέρδους με αναφορά συγκεκριμένων συναλλαγών, και παραστατικών (ΑΠ 536/2011), όμως, επίσης, δεν είναι ανάγκη να αναγράφεται στην αγωγή ότι ο ενάγων δεν εξοικονόμησε δαπάνη ή να προσδιορίζεται και να αφαιρείται η τυχόν εξοικονομηθείσα, διότι τα περιστατικά αυτά ανάγονται στον καθορισμό του ύψους της ζημίας, ο οποίος γίνεται βάσει των αποδείξεων, μετά πρόταση του εναγόμενου ή και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, ακόμη και από το εφετείο, εάν το ζήτημα του ύψους της αποθετικής ζημίας καταστεί αντικείμενο της κατ’ έφεση δίκης (Ολ. ΑΠ 22/1995, ΑΠ 419/2018, ΑΠ 107/2003, Εφ.Λάρισας 95/2019 δημ. ΝΟΜΟΣ).
IV) Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Υπαιτιότητα είναι ο ψυχικός δεσμός του δράστη προς την αδικοπραξία. Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, εάν διαπιστωθεί συντρέχον πταίσμα αυτού, το Δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθ. 300 ΑΚ, να μη επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό αυτής. Η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε σε παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου, ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία ων πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα [ΑΠ 76/2016, ΑΠ 1002/2015, ΑΠ 1673/2012 δήμ/ση ΝΟΜΟΣ]. Περαιτέρω, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διατάξεως είναι να επιτυγχάνεται μια υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύσει μια δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του «ευλόγου» εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η περιουσιακή κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 του Α.Κ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 του Α.Κ, και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται, με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος [άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος] με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), στο δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτή σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του «ευλόγου» και συνακόλουθα το «εύλογο» εμπεριέχεται αναγκαίως στο «ανάλογο». Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του (Ολ. ΑΠ 9/2015, ΑΠ 464/2017, ΑΠ 159/017 δημ/ση ΝΟΜΟΣ).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα …………. που εξετάστηκε επιμελεία του ενάγοντος στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα υπ’ αριθ. 2222/2017 πρακτικά συνεδρίασης εκείνου του δικαστηρίου, από όλα τα από τους διαδίκους νομίμως προσκομιζόμενα στην παρούσα συζήτηση μετ’ επικλήσεως έγγραφα (Ολ ΑΠ 9/2000, ΑΠ 1511/2005, ΑΠ 30/2012, Εφ.Αθ. 21/2008 δημ.ΝΟΜΟΣ), μεταξύ των οποίων είναι τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας (έκθεση αυτοψίας, πρόχειρο σχεδιάγραμμα του τόπου του ατυχήματος, προανακριτικές καταθέσεις κλπ), τις φωτογραφίες (τόπου ατυχήματος/δίκικλης μοτ/τας/αυτοκινήτου), η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. εδ.γ΄, 457 παρ. 4 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), και τις ομολογίες των διαδίκων ως προς τον τόπο και χρόνο του ατυχήματος, την κυριότητα των ζημιογόνων οχημάτων, την ταυτότητα των εμπλεκομένων προσώπων και την ύπαρξη ασφαλιστικής συμβάσεως με την εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Την 29.6.2015 και περί ώρα 7:20 πμ ο ενάγων οδηγούσε το υπ’ αριθμό κυκλοφορίας ……… δίκυκλο όχημα του, κινούμενος εντός του χώρου του κεντρικού λιμένος Πειραιά με κατεύθυνση από την πύλη Ε3 προς την πύλη Ε2. Η οδός αυτή (Κεντρικού Λιμένα Πειραιά) είναι διπλής κατεύθυνσης με δύο λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, που διαχωρίζεται με διπλή διαχωριστική γραμμή. Η ως άνω οδός είναι ευθεία με πλάτος οδοστρώματος ανά κατεύθυνση 8,50 μ και κατά τον ανωτέρω χρόνο οι συνθήκες φωτισμού, ήταν επαρκείς (ημέρα), η ορατότητα δεν περιορίζονταν από σταθερά αντικείμενα, επικρατούσε καλοκαιρία και η κυκλοφορία οχημάτων και πεζών αραιά. Το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας εντός του Λιμένα ανέρχεται σε 20 χ/ώρα. Στον ίδιο ως άνω τόπο και χρόνο η …….., οδηγούσε το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ……… Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της ………., το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία και εκινείτο με ταχύτητα μικρότερη του επιτρεπομένου ορίου εντός του Κεντρικού Λιμένα Πειραιά, προς την ιδία κατεύθυνση (από την πύλη Ε3 προς Ε2) με το δίκυκλο όχημα που οδηγούσε ο ενάγων προπορευόμενη αυτού (ενάγοντος). Κατά την χρονική στιγμή που η ως άνω οδηγός του αυτοκινήτου έφτασε στο ύψος του δρόμου που βρίσκεται ο κατάπλους (άφιξη) του πλοίου «BO» και στο οποίο τοπικό σημείο (δρόμου) διακόπτεται η διπλή διαχωριστική γραμμή, έθεσε σε λειτουργία τον αριστερό δείκτη κατεύθυνσης προτιθέμενη να στρίψει αριστερά ώστε να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, και επιχείρησε τον προς αριστερά ελιγμό του οχήματός της. Ο ενάγων την ιδία χρονική στιγμή, ο οποίος, κινούνταν ομόρροπα και όπισθεν του οχήματος που οδηγούσε η ………. και με ταχύτητα μεγαλύτερη του προπορευόμενου Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου, εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας προκειμένου να προσπεράσει από τα αριστερά το ως άνω (προπορεύομενο) όχημα, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί ανέλεγκτα και αιφνιδίως στην πορεία αυτού (προπορευόμενου Ι.Χ.Ε) οχήματος, και συνέπεια τούτου να επιπέσει (προσκρούσει) το όχημα επί του δίκυκλου οχήματος. Τα μέρη που συγκρούστηκαν είναι η εμπρόσθια αριστερή πλευρά του αυτοκινήτου (μπροστινός προφυλακτήρας/αριστερό φτερό) με τη δεξιά πλευρά του δίκυκλου οχήματος. Αυτό εξηγείται γιατί η μεν οδηγός του Ι.Χ.Ε είχε ήδη αρχίσει την προς αριστερά στροφή και προβάλει στο άλλο ρεύμα κυκλοφορίας, ο δε ενάγων (οδηγός του δίκυκλου οχήματος) επιχειρώντας προσπέραση από τα αριστερά αυτού (οχήματος Ι.Χ.Ε) εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Από τη σύγκρουση αυτή ο ενάγων ανατράπηκε και «σύρθηκε περίπου τρία με τέσσερα μέτρα», (ο ενάγων) με αποτέλεσμα να τραυματιστεί (ο ενάγων) και να υποστεί «συντριπτικό κάταγμα δεξιού κνημιαίου plateau», το δε δίκυκλο όχημα κυριότητάς του τις αναφερόμενες πιο κάτω ζημίες και βλάβες.
Με βάση τις ανωτέρω ουσιαστικές παραδοχές το ένδικο ατύχημα οφείλεται στην συντρέχουσα αμέλεια και της οδηγού αυτοκινήτου και του οδηγού του δίκυκλου οχήματος. Ειδικότερα η οδηγός του αυτοκινήτου, η οποία προτίθετο να στρίψει αριστερά και έθεσε, ως όφειλε, σε λειτουργία τον αριστερό δείκτη κατεύθυνσης (φλας), δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή της, δεν έλεγξε να βεβαιωθεί ,ως όφειλε, ότι μπορεί να πραγματοποιήσει την αριστερή στροφή χωρίς κίνδυνο των λοιπών χρηστών της οδού που κινούνταν πίσω της, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση, την κατεύθυνση και την ταχύτητά τους, ενέργειες και παραλείψεις που συνιστούν παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Ν. 2696/1999 και 330 εδ.β΄ ΑΚ. Ο οδηγός του δίκυκλου οχήματος (ενάγων) από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε να επιδείξει ως μέσος συνετός οδηγός, υπό ανάλογες περιστάσεις, δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του στην οδήγηση, ούτε ασκούσε τον πλήρη έλεγχο του οχήματός του ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαραίτητους χειρισμούς. Συγκεκριμένα αυτός (ενάγων) κινούνταν με ταχύτητα που ναι μεν δεν διαπιστώθηκε, γιατί δεν υπάρχουν στο οδόστρωμα ίχνη φρεναρίσματος, όμως σε κάθε περίπτωση δεν ήταν η ενδεδειγμένη και χωρίς να τηρεί αρκετή απόσταση από το προπορευόμενο όχημα που οδηγούσε η ………., επιχείρησε να προσπεράσει αυτό από τα αριστερά χωρίς να βεβαιωθεί ότι μπορεί να το κάνει χωρίς κίνδυνο και χωρίς να προειδοποιήσει έγκαιρα γι’ αυτό και αφού παραβίασε την διπλή διαχωριστική γραμμή εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, η οποία δεν ήταν ελεύθερη σε αρκετή απόσταση μπροστά του, αφού είχε ήδη αρχίσει να εισέρχεται το προπορευόμενο αυτού όχημα. Οι ανωτέρω πράξεις στις οποίες προέβη ο οδηγός του δίκυκλου οχήματος επίσης από αμέλεια του συνιστούν παράβαση των άρθρων 5 παρ. 8, 12 παρ. 1, 16 παρ. 4, 17 παρ. , 3 και 4, 19 παρ. 1, 3 και 7, 20 παρ. 1 Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ) και 330 ΑΚ, τελούν δε αυτές (πράξεις οδηγού δίκυκλου οχήματος/πράξεις οδηγού Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου) σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με το επελθόν βλαπτικό αποτέλεσμα (ΑΠ 477/2001), αφού αν έλλειπε μια από αυτές δεν θα επερχόταν το ζημιογόνο αποτέλεσμα, με τον τρόπο και τα αποτελέσματα που επήλθε. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η ……… κινούνταν με το όχημά της στη δεξιά λωρίδα του ρεύματος κυκλοφορίας της και ότι ταυτόχρονα με τη θέση σε λειτουργία του αριστερού δείκτη κατεύθυνσης (φλας), πραγματοποίησε και την αριστερή στροφή δεν είναι βάσιμος, ως προκύπτει από την προσήκουσα συνεκτίμηση των ως άνω αποδεικτικών στοιχείων. Στην ανωτέρω κρίση (περί συντρέχουσας αμέλειας) οδηγείται το Δικαστήριο: α)από την 29/6/2015 ένορκη εξέταση του αναφερομένου στην έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος αυτόπτη μάρτυρα ………., η οποία είναι σαφής, ορισμένη και πειστική χωρίς να αναιρείται από την ένορκη κατάθεση του εξετασθέντος στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, . …………., β)από τα σημεία σύγκρουσης των εμπλακέντων οχημάτων (εμπρόσθιος προφυλακτήρας: αριστερά ξεκούμπωμα και γδάρσιμο/εμπρός αριστερό φτερό-δεξιά πλευρά δίκυκλου οχήματος που οδηγούσε ο ενάγων), γ)από το γεγονός ότι δεν επικαλείται (ο ενάγων) ούτε αποδεικνύεται προσπάθεια αποφευκτικού ελιγμού προς αποφυγή της σύγκρουσης. Περαιτέρω αν η οδηγός ……. κινούνταν στην δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας από όπου «έβγαλε αριστερό φλας και κατευθύνθηκε προς τα αριστερά» αυτός (ενάγων) θα είχε τη δυνατότητα να επιχειρήσει επιτυχή αποφευκτικό ελιγμό προς τα δεξιά, και να αποφύγει τη σύγκρουση με το όχημα που οδηγούσε η ………… η οποία κινούνταν με ταχύτητα μικρότερη του δίκυκλου οχήματος του. Το αμέσως ανωτέρω προαναφερθέν γεγονός ενισχύει και το συμπέρασμα, που προαναφέρεται ότι αυτός (ενάγων) κινούνταν με ταχύτητα που δεν ήταν ενδεδειγμένη, παρότι δεν διαπιστώθηκε γιατί δεν υπάρχουν, όπως προαναφέρθηκε, στο οδόστρωμα ίχνη φρεναρίσματος. Το ποσοστό της συνυπαιτιότητας προσδιορίζεται σε 60% για τον ενάγοντα οδηγό του δίκυκλου οχήματος και σε 40% για την οδηγό του αυτοκινήτου ……… Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση που κατέληξε στην ιδία κρίση και δέχθηκε ότι το ένδικο ατύχημα οφείλεται στην συντρέχουσα αμέλεια της οδηγού του αυτοκινήτου ………., και του οδηγού του δίκυκλου οχήματος (ενάγοντος), προσδιορίζοντας το ποσοστό συνυπαιτιότητάς τους αντίστοιχα σε 40% και 60% και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένσταση συνυπαιτιότητας που πρόβαλε η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι των υπό κρίση εφέσεων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων μετά το ατύχημα διακομίσθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «ΤΖΑΝΕΙΟ», και από εκεί αυθημερόν στην Δ΄ Ορθοπεδική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Αττικής «ΚΑΤ», όπου διαπιστώθηκε ότι έχει υποστεί συντριπτικό κάταγμα κνημιαίου plateak και υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση εξωτερικής οστεοσύνθεσης, μέρος της οποίας αφαιρέθηκε την 1/9/2015 από την ιδία ως άνω Κλινική και ακολούθως την 11.9.2015 εισήχθη εκτάκτως και νοσηλεύτηκε στην Χειρουργική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Ηρακλείου «ΒΕΝΙΖΕΛΕΙΟ ΠΑΝΑΝΕΙΟ», όπου διαπιστώθηκε φλεβική θρόμβωση κάτω δεξιού άκρου και τέλος 6.11.2016 επανεισήχθη στο ΓΝΑ «ΚΑΤ» όπου υπεβλήθη σε επέμβαση αφαίρεσης υλικού οστεοσύνθεσης. Νοσηλεύτηκε στην Δ΄ Ορθοπεδική Κλινική του ΓΝΑ ΚΑΤ από 29.6.2015 έως 13.7.2015, στη Χειρουργική Κλινική του Γ.Ν Ηρακλείου «ΒΕΝΙΖΕΛΕΙΟ ΠΑΝΑΝΕΙΟ» από 11.9.2015 έως 14.9.2015 και στην ως άνω Κλινική του ΓΝΑ «ΚΑΤ» από 6.11.2016 έως 11.11.2016, ενώ του χορηγήθηκαν διαδοχικές αναρρωτικές άδειες, από την Δ΄ Ορθοπεδική Κλινική του ΓΝΑ «ΚΑΤ», δύο μηνών αρχομένων από 13.7.2015, δύο μηνών αρχομένων από 1.9.2015, ενός (1) μήνα αρχομένου από 16.10.2015, έξι (6) εβδομάδων σε συνέχεια της προηγουμένης (18/11/2015), δύο μηνών χορηγουμένης από 31/12/2015, συνέχεια αναρρωτικής άδειας από την προηγούμενη για δύο μήνες (1/3/2016), συνέχεια από 25/4/2016 αποχής από την εργασία του για δύο μήνες, συνέχεια αποχής από την εργασία του από 23/6/2016, και συνέχεια αποχής από την εργασία του δύο (2) μήνες από 21.7.2016, σε συνέχεια της προηγούμενης δύο μήνες από 20.9.2016, σε συνέχεια από 11/11/2016 αναρρωτική άδεια δύο μηνών, και συνολικά από 13/7/2015 έως 11/1/2017 (βλ. τις ιατρικές βεβαιώσεως-γνωματεύσεις του ιδίου ως άνω Νοσοκομείου, από 13.7.2015, 1.9.2015, 16.10.2015, 18.11.2015, 3.12.2015, 1.3.2016, 25.4.2016, 23.6.2016, 21.7.2016, 20.9.2016, 11.11.2016). Κατά την διάρκεια της θεραπείας του και της αποχής από την εργασία του συνέπεια του τραυματισμού του ο ενάγων είχε ανάγκη στην οικία του από 14.7 έως 31.12.2015 βοήθειας τρίτου προσώπου, λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεώς του, για την αντιμετώπιση των καθημερινών του αναγκών, που σχετίζονται με την διατροφή του, την καθαριότητα, τις φυσικές του ανάγκες κλπ. Την παραπάνω βοήθεια προσέφερε αζημίως η σύζυγός του, με την εντατικοποίηση των προσπαθειών της (ΑΠ 132/2010, Εφ.Πειρ. 178/2014, Εφ.Δωδ. 201/2013 δημ. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, ο ενάγων δικαιούται, κατ’ άρθρο 930 παρ. 3 ΑΚ, ως αποζημίωση το ποσό που θα κατέβαλε ως αμοιβή σε άλλα πρόσωπα για την προσφορά των άνω υπηρεσιών, που δεν απαιτούν ειδικές γνώσεις και εμπειρία, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 650 ευρώ μηνιαίως για επί 24 ώρου παροχή υπηρεσιών, που κρίνεται επαρκής για την αντιμετώπιση των ως άνω αναγκών, και 40 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 14.7 έως 30.7.2015, λαμβανομένου υπόψη ότι για χρονικά διαστήματα μεγαλύτερα του μηνός η αμοιβή τρίτου προσώπου υπολογίζεται με μηνιαίο μισθό και όχι σε ημερήσια βάση (Αθ.Κρητικός Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα Δ΄ έκδοση, παρ. 17, αρ. 13) και για τους πεντέμισυ μήνες στο ποσό, μειωμένου κατά το ποσοστό της συνυπαιτιότητας αυτού (ενάγοντος), των (3.250 Χ 60% + 680 Χ 60% = 1950 + 408) 2.358 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο, λαμβάνοντας υπόψη τις αντίστοιχες αμοιβές που, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, καταβάλλονται για ανάλογες υπηρεσίες. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται αποζημίωση κατ’ άρθρο 930 παρ. 3 ΑΚ, ορθά το νόμο και τις αποδείξεις εκτίμησε, έσφαλε όμως ως προς τον υπολογισμό της αμοιβής τρίτου προσώπου σε ημερήσια βάση αφού το χρονικό διάστημα παροχής υπηρεσιών από τη σύζυγό του ήταν μεγαλύτερο του μηνός αλλά και γιατί έκρινε ότι δικαιούται για την ως άνω αιτία το μικρότερο ποσό των 1.368 ευρώ και ο σχετικός λόγος της από 11.10.2018 εφέσεως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως κατ’ ουσίαν βάσιμος, απορριπτομένων ως κατ’ ουσίαν αβάσιμων των αντιθέτων συναφών λόγων (3.9, 5ου) της από 6.11.2018 εφέσεως, δεδομένου και ότι τα αναφερόμενα στην αγωγή περιστατικά αρκούν για την θεμελίωση του εν λόγω κονδυλίου, καθόσον το κονδύλιο μπορεί να χορηγηθεί εκ μόνης της αναγκαιότητας του ασθενούς να προσλάβει βοηθό, ούτε είναι απαραίτητη η επίκληση ιατρικής βεβαίωσης για την ανάγκη πρόσληψης αποκλειστικής νοσοκόμου (ΑΠ 1545/009, ΑΠ 1276/2005, Εφ.Πειρ. 255/2016 δημ.ΝΟΜΟΣ). Επίσης αποδείχθηκε ότι, εξ αιτίας του τραυματισμού του, ο ενάγων δαπάνησε για ειδική βελτιωμένη διατροφή η λήψη της οποίας ήταν αναγκαία κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, λόγω των ως άνω χειρουργικών επεμβάσεων που υποβλήθηκε αλλά και για την αποκατάσταση της υγείας του και την υποβοήθηση της επούλωσης των τραυμάτων του, επί 165 ημέρες μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο ,ήτοι από 14.7.2015 έως 31.12.2015, 8 ευρώ ημερησίως και συνολικά 1320 ευρώ, επιπλέον όσων θα δαπανούσε για τη συνηθισμένη διατροφή του. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να ζημιωθεί για την παραπάνω αιτία και για το παραπάνω χρονικό διάστημα κατά το ποσό των 1320 ευρώ μειωμένο κατά το ποσοστό της συνυπαιτιότητάς του (60%) και επομένως κατά το ποσό των 792 ευρώ. Για την πληρότητα δε του εν λόγω κονδυλίου δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται η ιατρική βεβαίωση που να συνιστά τέτοια διατροφή, ούτε δε είναι απαραίτητο να προσκομίζεται τέτοια βεβαίωση, δεδομένου ότι η δικανική πεποίθηση για το ζήτημα αυτό σχηματίζεται με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που αποτελούν πορίσματα κοινής παραδοχής και δεν απαιτούνται ειδικές ιατρικές γνώσεις (ΑΠ 1276/2005, Εφ.Λαμ. 14/2011, Εφ.Λαρ. 264/2006, Εφ.Λαμ. 208/2005, Εφ.Αθ. 517/2003, Αθ.Κρητικός, Αποζ.απο τροχ. Ατύχημα, εκδ.2008, παρ. 17 αριθ. 10), ούτε είναι αναγκαίο να αναφέρεται το κόστος της διατροφής πριν από το ατύχημα (Εφ.Δωδ. 217/2018 δημ. ΝΟΜΟΣ). Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το αγωγικό κονδύλιο για βελτιωμένη διατροφή του ενάγοντος έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ο σχετικός λόγος (δεύτερος) της από 11.10.2018 εφέσεως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως κατ’ουσίαν βάσιμος, απορριπτομένου ως αβασίμου του συναφή λόγου της από 6.11.2018 εφέσεως περί αοριστίας του ως άνω κονδυλίου, δεδομένου ότι τα εκτιθέμενα στην αγωγή περιστατικά αρκούν για τη θεμελίωση του σχετικού κονδυλίου, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην ως άνω νομική σκέψη. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος εργαζόταν ως ναυτικός με την ειδικότητα του υποπλοιάρχου στο πλοίο «ΦΠ» της εταιρείας «…………..» στην οποία (εταιρεία) είναι ναυτολογημένος ως Αξιωματικός Γέφυρας κατά το διάστημα της τελευταίας δεκαετίας (βλ. τις από 18.1.2012, 28.6.2013, 3.6.2014, 3.12.2014, 3.6.2015 συμβάσεις ναυτολόγησης, και την από 14.6.2017, βεβαίωση των …………., τα υπηρεσιακά σημειώματα από 4/9/2017 του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου). Οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ανέρχονταν σε 3.102,55 ευρώ (43.435,70:14), στις οποίες (τακτικές αποδοχές) συμπεριλαμβάνονταν και η πρόσθετη αμοιβή για τα ημερήσια δρομολόγια, όπως το ανωτέρω προκύπτουν από την ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2014, έτους 2016 (α)3525.1.5/01/2014 ΦΕΚ 1664 Β/24.6.2017 και β) 2242.5-1.4/72672/2016 ΦΕΚ 2796/5.9.2016), και τις μισθοδοσίες ναυτικού (ετών: 2013, 2014, 2015/ βεβαιώσεις αποδοχών ετών 2013-201, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η ως άνω πρόσθετη αμοιβή στις μηνιαίες τακτικές αποδοχές τους μήνες που παρέχονταν η αντίστοιχη εργασία και δικαιολογούνταν η καταβολή της ως αντάλλαγμα της εργασίας). Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι δεν συμπεριλαμβάνεται στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ως αντάλλαγμα παρεχόμενης εργασίας η πρόσθετη αμοιβή για πραγματοποίηση ημερήσιων δρομολογίων και έτσι έκρινε βάσει του φύλλου μισθοδοσίας Ιουνίου 2015 ότι οι μηνιαίες αποδοχές του κατά το κρίσιμο διάστημα ανέρχονται σε 2.867,10 ευρώ, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις γενομένου δεκτού ως κατ’ ουσίαν βασίμου, του σχετικού λόγου της από 11.10.2018 εφέσεως. Εξ αιτίας του τραυματισμού του κατέστη ανίκανος για εργασία κατά το χρονικό διάστημα από 29.6.2015 (όταν και απολύθηκε συνεπεία του τραυματισμού που υπέστη εκτός πλοίου στο υπό κρίση αυτοκινητικό ατύχημα έως 23.11.2016 (που κατατέθηκε η ένδικη αγωγή). Κατά το ως άνω χρονικό διάστημα θα συνέχιζε ,ενόψει της συνεχούς δεκαετούς απασχολήσεως του στην ιδία ως ανωτέρω ανώνυμη ναυτική εταιρεία με την επωνυμία «………..», και κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων να απασχολείται σε αυτή (………….) ως αξιωματικός καταστρώματος με το βαθμό του Υποπλοιάρχου. Κατά συνέπεια το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο περί του αντιθέτου σχετικός λόγος (ένατος) της από 6.11.2018 εφέσεως είναι απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι αυτός (ενάγων) θα προάγονταν στον βαθμό του Υπάρχου από 1.11.2015. Τα αντίθετα βεβαιούμενα στην από 14.6.2017 βεβαίωση της ως άνω ανώνυμης ναυτικής εταιρείας «…………..» είναι κατά την κρίση του Δικαστηρίου αόριστα και ασαφή, καθόσον δεν επιστηρίζονται ούτε και ενισχύονται από λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, έτσι ώστε να συνάγεται ότι αυτός (ενάγων) ενόψει της πλήρωσης των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων σε συνδυασμό με την πλήρωση συγκεκριμένων αναγκών της ως άνω εργοδότριας εταιρείας (αριθμού θέσεων σε βαθμού Υπάρχου), θα ελάμβανε από το χρόνο εκείνο (1.11.2015) τον βαθμό του Υπάρχου με ταυτόχρονη αντίστοιχη αύξηση των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του. Το ως άνω γεγονός δεν δύναται επίσης να συναχθεί ούτε και από την από 3.6.2015 σύμβαση ναυτολόγησης η ισχύς της οποίας παρατάθηκε έως 3.12.2015 με την ειδικότητα του Υποπλοιάρχου, και συνεπώς ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς τον ισχυρισμό αυτό και ο αντίθετος σχετικός λόγος της από 11.10.2018 (τελευταία τρίτη παράγραφος τέταρτου λόγου) εφέσεως είναι απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Ο ενάγων κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα (από 29.6.2015 έως 23.11.2016) που αδυνατούσε συνεπεία το ένδικου τραυματισμού του να εργαστεί απώλεσε, το ποσό συνολικά (43.435,70 καθαρές ετήσιες αποδοχές (3.102,55 Χ 14 μήνες: 12 μήνες=) 3.619,64 Χ 16 μήνες=) 57.914,24 + (3.61,64 Χ 19/30=) 2.292,43=) 60.206.67 ευρώ, το οποίο θα αποκόμιζε αν εργαζόταν ως ναυτικός-Αξιωματικός Καταστρώματος με το βαθμό του Υποπλοιάρχου, ποσό το οποίο συνιστά το διαφυγόν κέρδος. Κατά το αναφερόμενο χρονικό διάστημα της ανικανότητάς του προς εργασία και συγκεκριμένα από 30.6.2015 έως 29.10.2015 έλαβε μισθό ασθενείας τεσσάρων μηνών από την ως άνω εργοδότρια εταιρεία σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 της ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (μισθός ασθενείας/αντίτιμο τροφής), ο οποίος ανήλθε στο ποσό των 7.064,83 ευρώ. Αναφορικά με το κονδύλιο για αποζημίωσή του από την απώλεια μισθών του κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα συνολικού ύψους 60.206,67 ευρώ, πρέπει να λεχθεί ότι όταν ο τρίτος (εργοδότης-ασφαλιστικό ταμείο κλπ) υποχρεούται από το νόμο ή από σύμβαση σε ορισμένη παροχή προς τον ζημιωθέντα, εξαιτίας της αδικοπραξίας, σωρευτική είσπραξη από τον ζημιωθέντα της αποζημίωσης και της παροχής του τρίτου πρέπει να γίνεται δεκτή, μόνο αν προβλέπεται από τη σύμβαση ή τις διατάξεις του νόμου, που διέπουν την σχέση μεταξύ ζημιωθέντος και τρίτου. Αν αυτό δεν συμβαίνει, ισχύει η γενική αρχή του δικαίου της αποζημίωσης, ότι, η ζημία δεν μπορεί να καταστεί πηγή πλουτισμού για τον ζημιωθέντα (Ολ ΑΠ 807/73, ΑΠ 1488/2014, ΑΠ 347/2009, ΑΠ 1213/2001, Εφ.Πατρ. 1/2011 δημ.ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση η εργοδότρια ανώνυμη ναυτική εταιρεία «…………..» δυνάμει της από 3.6.2015 συμβάσεως ναυτολόγησης που την συνέδεε με τον ενάγοντα βάσει των κανονιστικών διατάξεων των άρθρων 2 και 3 της ως άνω αναφερόμενης ισχύουσας ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων κατέβαλε σε αυτόν (ενάγοντα) για το χρονικό διάστημα από 30.6.2015 έως 29.10.2015 μισθούς ασθενείας ύψους 7.064,83 ευρώ, τους οποίους (μισθούς ασθενείας) και έλαβε για το ως άνω κρίσιμο χρονικό διάστημα (30.6.2015 έως 29.10.2015) κατά το οποίο απείχε αναιτίως από την εργασία του λόγω των αναρρωτική αδειών, χωρίς η αδικοπραγήσασα να απαλλάσσεται από την οφειλόμενη αποζημίωση, σύμφωνα με τα οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 930 παρ. 3 ΑΚ (Απ. Γεωργιάδη – Μιχ. Σταθόπουλου ΑΚ, κατ’ άρθρο Ερμηνεία, άρθρο 930 σελ. 807-808). Κατά συνέπεια, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε ότι πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 7.064,83 (μισθοί ασθενείας) από το κονδύλιο των διαφυγόντων κερδών που ζητεί να του αναγνωρισθεί ο ενάγων και αφαίρεσε αυτό από το ως άνω αγωγικό κονδύλιο. Εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τον ως άνω κανόνα ουσιαστικού δικαίου και πρέπει ο συναφής λόγος της υπό κρίση από 11.10.2018 εφέσεως (τέταρτος λόγος – δεύτερη παράγραφος) να γίνει δεκτός ως κατ’ ουσίαν βάσιμος. Περαιτέρω, ο ενάγων είναι ασφαλισμένος στο Οίκο Ναύτου, από τον οποίο δεν έλαβε επίδομα ασθενείας, όπως βεβαιώνεται στην από 10.8.2016 (αριθ.πρωτ. …………./2016) βεβαίωση αυτού (Οίκου Ναύτου Π.Ο.Ν/Ηρακλείου), ενώ η αυτοδίκαιη υποκατάσταση του ασφαλιστικού φορέα στα δικαιώματα του παθόντος – ασφαλισμένου κατά του υπαιτίου του ατυχήματος για τα ποσά της αποζημίωσης τα οποία υποχρεούται να καταβάλει ο ασφαλιστικός φορέας στον παθόντα, η οποία (αυτοδίκαιη υποκατάσταση) ισχύει για το ΙΚΑ (άρθρο 10 παρ. 5 ΝΔ 4104/1960, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 Ν. 4476/1965 και με το άρθρο 18 Ν. 1654/1986) και αναλογικά εφαρμόζεται και σε άλλους ασφαλιστικούς φορείς (άρθ. 47 παρ. 6 Ν. 3518/2006/ ασφαλιστικούς οργανισμούς ελευθέρων επαγγελματιών ανεξάρτητα απασχολούμενων, ΟΓΑ, Εφ.Αθ. 4583/2010), καθώς και ως προς τον ΕΟΠΥΥ αναφορικά με τις παροχές υγειονομικής περίθαλψης (άρθ. 29 παρ. 2 Ν. 4272/2014), δεν ισχύει για τον Οίκο Ναύτου, αφού δεν υπάρχει αντίστοιχη νομοθετική ρύθμιση αναλογικής εφαρμογής, αλλά ούτε και καθολικός διάδοχος, αυτού (Οίκου Ναύτου) κατέστη ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ (παρ. 17 άρθ. 13 Ν. 4052/2012), και κατά συνέπεια το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε ομοίως ορθά εκτίμησε το Νόμο (αναφερόμενες Διατάξεις) και ο περί του αντιθέτου ο συναφής λόγος εφέσεως της από 6.11.2018 εφέσεως (τέταρτος) περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως του ενάγοντος για τα ποσά που κατέβαλε ή υποχρεούται να καταβάλει ο ΕΟΠΥΥ ως ασφαλιστικός φορέας αυτού (ενάγοντα) είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Συνεπώς, ο ενάγων, από την προαναφερόμενη σωματική βλάβη του, απώλεσε το συνολικό ποσό των 60.206,67 ευρώ, το οποίο, όπως προαναφέρεται, θα κέρδιζε με πιθανότητα και κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εργασία του αυτή, εάν δεν μεσολαβούσε ο τραυματισμός του από το ένδικο ατύχημα. Από το ανωτέρω ποσό μειούμενο κατά το ποσοστό της συνυπαιτιότητας του (60%) δικαιούται να αξιώσει το ποσό των 31.124 ευρώ. Το ως άνω αγωγικό κονδύλιο περί απώλειας των εισοδημάτων είναι πλήρως ορισμένο, καθόσον εκτίθεται στην αγωγή η επαγγελματική δραστηριότητα που ασκούσε ο ενάγοντας προ του τραυματισμού του, καθώς και τα εισοδήματα που αποκόμισε από αυτή και θα συνέχιζε να αποκομίζει εάν δεν είχε συμβεί ο τραυματισμός του συνεπεία του ένδικου αυτοκινητικού ατυχήματος (Εφ.Πειρ. 23/2016 δημ.ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ,το οποίο επιδίκασε για την ως άνω αιτία, το μικρότερο ποσό των 19.429,14 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων γενομένου εν μέρει δεκτού, ως κατ’ ουσίαν βάσιμου, του σχετικού λόγου της από 11.10.2018 εφέσεως και απορριπτομένου του λόγου της από 6.11.2018 εφέσεως, με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το ως άνω αγωγικό κονδύλιο έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστο. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, το με αριθμ. κυκλοφορίας ………. δίκυκλο όχημα κυριότητας του ενάγοντος, κυλινδρισμού 125 κυβικών εκατοστών έτους πρώτης κυκλοφορίας 11.2.2014, το οποίο βρίσκονταν σε άριστη κατάσταση κατά τον ένδικο χρόνο της σύγκρουσης, υπέστη υλικές ζημίες στο δεξιό τμήμα του. Για την αποκατάσταση της ζημίας ο ενάγων θα δαπανήσει για τις κάτωθι εργασίες: «φανός εμπρός, μάσκα φανού εμπρός, μάσκα κοντέρ, καρίνα κάτω, πάτομα, καπάκι πλαισίου κάτω, εξάτμιση, καπάκι πλαισίου αριστερό, καπάκι πλαισίου δεξιο, χειρολαβή γκαζιού (βλ. από 20.11.2015 πραγματογνωμοσύνη …………..)», το ποσό συνολικά τω 401 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ) και για εργασία εξαγωγής και τοποθέτησης των ανωτέρω ανταλλακτικών το ποσό 113 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ), ήτοι συνολικά το ποσό των (401+113) 514,60 ευρώ, το οποίο πρέπει να μειωθεί κατά το ποσοστό της συνυπαιτιότητας αυτού (ενάγοντα/60%) και επομένως δικαιούται ποσό (514,60 Χ 40%) 205,84 ευρώ. Εξάλλου, το δίκυκλο όχημα του ενάγοντος έτους πρώτης κυκλοφορίας 11.2.2014 κυλινδρισμού 125cc, άριστης κατάστασης κατά τον χρόνο το ένδικου ατυχήματος, όπως προαναφέρεται και εμπορικής αξίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας,τον ως άνω χρόνο, στο ποσό των 900 ευρώ, υπέστη μείωση της αγοραίας αξίας του, η οποία, ενόψει της έκτασης της ζημίας (εμπρόσθιο δεξιό μέρος του δίκυκλου οχήματος), πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 100 ευρώ, κατά μερική παραδοχή του αγωγικού αιτήματος και μειούμενου κατά το ποσοστό συνυπαιτιότητας του, δικαιούται (100 ευρώ Χ 40%) 40 ευρώ. Πρέπει να σημειωθεί ότι η εμπορική υπαξία του βλαβέντος δίκυκλου οχήματος, ως ζημία του ενάγοντος, ήδη επήλθε και η σχετική αξίωση έχει ήδη γεννηθεί από τον χρόνο επέλευσης του επίδικου ατυχήματος, ενώ η ζημία αυτή δεν εξαρτάται από την προηγούμενη επισκευή των βλαβών, επίσης ο ζημιωθείς ενάγων δεν υποχρεούται, σύμφωνα με τους κανόνες της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών να χρησιμοποιήσει, για την αποκατάσταση των βλαβών που υπέστη το δίκυκλο όχημα του μεταχειρισμένα ανταλλακτικά της ιδίας κατάστασης με εκείνα που καταστράφηκαν, καθώς είναι δυσχερής υπόθεση η ανεύρεση ανταλλακτικών και εξαρτημάτων της ιδίας παλαιότητας με τα καταστραφέντα και επί πλέον η σχετική προσπάθεια απαιτεί χρόνο με αμφίβολα αποτελέσματα για την ανεύρεση ομοίων ανταλλακτικών μεταχειρισμένων. Εξάλλου, η εναγομένη δεν πρότεινε ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους αναφέροντας και την αξία του δίκυκλου πριν από την σύγκρουση και μετά από αυτή, ώστε από τη σύγκριση των δύο αυτών μεγεθών, να μπορεί να κριθεί αν πράγματι υπήρχε και ποιο κέρδος για τον ζημιωθέντα ενάγοντα (Εφ.Πειρ. 255/2016 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε το ένδικο ατύχημα, του βαθμού πταίσματος του ενάγοντος στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, του είδους και της έκτασης των υλικών ζημιών που υπέστη το όχημά του, της στεναχώριας που αισθάνθηκε στη θέα των υλικών ζημιών του δίκυκλου οχήματός του, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης αυτού, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων δικαιούται χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, ύψους εκατό (100) ευρώ, το οποίο μετά από στάθμιση των προεκτεθέντων στοιχείων, κρίνεται εύλογο (άρθρο 932 ΑΚ). Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε τα ίδια, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου συναφείς λόγοι (έκτος, έβδομος, όγδοος) της από 6.11.2018 πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι, επίσης, η αγωγή ως προς τα ως άνω αγωγικά κονδύλια, με τα οποία ζητεί (ο ενάγων) αποζημίωση για αγορά ανταλλακτικών και επισκευές εργασίας, μείωση αγοραστικής (εμπορικής αξίας) και χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης από τις υλικές ζημίες που υπέστη το όχημά του συνεπεία της ένδικης σύγκρουσης, είναι επαρκώς ορισμένη, αφού περιέχονται σε αυτή (αγωγή) όλα τα απαιτούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 914, 932 ΑΚ, 216 παρ. 1, 118, 119 ΚΠολΔ στοιχεία. Ειδικότερα, από το περιεχόμενο της αγωγής προκύπτει σαφώς ότι ο ενάγων ζητεί αποζημίωση για την αποκατάσταση των υλικών ζημιών και τις εργασίες επισκευής και προσδιορίζει (άνευ ΦΠΑ) την αξία των εν λόγω ανταλλακτικών καθώς και της εργασίας επισκευής, επίσης προσδιορίζει την αξία του δίκυκλου οχήματος όπως ο ίδιος την εκτιμά, κατά τον χρόνο του ατυχήματος και τα στοιχεία που συνεκτιμώνται για τον υπολογισμό του ύψους του κονδυλίου της χρηματικής ικανοποίησης. Ο ακριβής χρόνος αποκατάστασης των ζημιών, το συνεργείο επισκευής, η ακριβής πραγματική κατάσταση του δικύκλου πριν από το ατύχημα (τα χιλιόμετρα που είχε διανύσει, εάν είχε αγορασθεί καινούργιο ή μεταχειρισμένο, τα ανταλλακτικά επισκευής για την αποκατάσταση, το ύψος της χρηματικής ικανοποιήσεως) δεν αποτελούν στοιχεία αναγκαία για το ορισμένο των σχετικών κονδυλίων, αυτά άλλωστε μπορεί να προκύψουν και από τις αποδείξεις (βλ. Αθ. Κρητικός, Αποζημίωση από Αυτοκινητικά ατυχήματα, σελ. 481-48 για τα στοιχεία του ορισμένου του κονδυλίου αποζημίωσης λόγω καταστροφής οχήματος) και επομένως οι συναφείς λόγοι της από 6.11.2018 εφέσεως (τρίτος περ. 1, 2, 3) είναι κατ’ ουσίαν αβάσιμοι και απορριπτέοι. Η συνολική επομένως ζημία του ενάγοντος, ως προς τα εκκληθέντα κεφάλαια της οριστικής αποφάσεως, ανέρχεται σε 92.358 + 792 + 36.124) 39.274 ευρώ. Τέλος, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες συνέβη το ένδικο ατύχημα, όπως αυτές περιγράφονται παραπάνω, του είδους και της σοβαρότητας της σωματικής βλάβης που προκλήθηκε από αυτό στον ενάγοντα, του βαθμού του πταίσματος της οδηγού του ζημιογόνου οχήματος στην επέλευση του ατυχήματος και του εντεύθεν τραυματισμού του ενάγοντος, της ηλικίας του κατά τον κρίσιμο χρόνο, 34 ετών, της αδυναμίας του να εργαστεί έως και τον χρόνο κατάθεσης της ένδικης αγωγής (29.6.2015 έως 23.11.2016), της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών (εκτός της ασφαλιστικής εταιρείας της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική), το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη από τη στεναχώρια και τη θλίψη του λόγω του τραυματισμού του και της συνακόλουθης προσβολής της σωματικής του ακεραιότητας και υγείας, για την αποκατάσταση της οποίας υπεβλήθη σε χειρουργικές επεμβάσεις, αναγκάσθηκε να λάβει φαρμακευτική αγωγή και να υποβληθεί σε φυσικοθεραπείες, καθώς και από τις σωματικές και ψυχικές ταλαιπωρίες, στις οποίες υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του αρχικά στο νοσοκομείο και, στη συνέχεια, στην οικία του, όπου είχε ανάγκη από τη βοήθεια και την παροχή υπηρεσιών άλλου προσώπου, για την εξυπηρέτηση των ατομικών του αναγκών. Η εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, του ενάγοντος ανέρχεται σε 10.000 ευρώ. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε τα ίδια, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου συναφείς λόγοι των εφέσεων πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι. Το ως άνω αγωγικό κονδύλιο είναι πλήρως ορισμένο, αφού εκτίθεται στην ένδικη αγωγή οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, το είδος της προσβολής, η βαρύτητα και έκταση της βλάβης, τον βαθμό προσβολής της προσωπικότητάς του, την περιουσιακή και οικονομική του κατάσταση (ΑΠ 732/2013, Εφ.Αθ. 152/2017 δημ.ΝΟΜΟΣ) και συνεπώς ο συναφής-σχετικός λόγος (3.11) της υπό κρίση από 6.11.2018 εφέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Με τον δωδέκατο λόγο η εκκαλούσα της από 6.11.2018 εφέσεως παραπονείται για τη διάταξη της εκκαλουμένης απόφασης περί επιβολής των δικαστικών εξόδων σε βάρος αυτής (εναγομένης), ισχυριζόμενη ότι συνέτρεχε περίπτωση επιδικάσεως υπέρ αυτής για το λόγο της μερικής παραδοχής αυτής άλλως συμψηφισμού άλλως επιδικάσεως μόνο των γραμματίων αμοιβής του ΔΣΠ των πληρεξουσίων δικηγόρων του. Ο λόγος αυτός παραδεκτά προβάλλεται ,κατ’ άρθρο 193 ΚΠολΔ, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης (Σ. Σαμουήλ: Η Έφεση, έκδοση 003, παρ. 193, ΑΠ 1306/1990, Εφ.Πειρ. 479/2015, δημ. ΝΟΜΟΣ), πλην όμως είναι αόριστος και πρέπει να απορριφθεί. Τούτο, διότι, η εκκαλούσα δεν προσδιορίζει το νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης, δηλαδή αν ο καθορισμός του ποσού της δικαστικής δαπάνης οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατόν να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος. Σε κάθε όμως, περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι δεν συνέτρεχε εν προκειμένω λόγος συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων, κατά το άρθρο 179 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι οι ως άνω κανόνες δικαίου, που εφαρμόστηκαν, δεν είχαν κάποια δυσχέρεια και η νομολογιακή εφαρμογή τους δεν εμφανίζει ταλάντευση ή αντιφατικότητα, ενώ το αντικείμενο της αγωγής (169.685,71 ευρώ) σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 58 παρ. 3, και 4, 61 παρ. 1 και 2, 63 παρ. 1, 68 παρ. 1, 84 παρ. 1 και παράρτημα ΙΙΙ του Ν. 4194/2013 – Κώδικα Δικηγόρων), δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως εξόδων του ενάγοντος που νίκησε εν μέρει στο ποσό των 250 ευρώ και 970 ευρώ (κατανομή ανάλογα με την εν μέρει νίκη και ήττα των διαδίκων 179 παρ. 1), η καταψήφιση δε στην δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, καθόσον είναι συνέπεια τη αρχής της ήττας, καθόσον η πρόβλεψη του άρθρου 178 ΚΠολΔ αποτελεί εκδήλωση της αρχής της ήττας που καθιερώνεται στο άρθρο 176 ΚΠολΔ (Εφ.Πατρ. 43/2018, Εφ.Πειρ. 24/2016). Με τον ενδέκατο λόγο η εκκαλούσα της από 6.11.2018 εφέσεως παραπονείται ότι η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένα κατά νόμο και κατ’ ουσία αναγνώρισε ότι υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα – εφεσίβλητο- εκκαλούντα τα αναγραφόμενα στο διατακτικό χρηματικά ποσά με τον τόκο επιδικίας κατ’ άρθρο 346 ΑΚ, και όχι με τον τόκο υπερημερίας, κατ’ άρθρο 345 του ίδιου Κώδικα, επειδή το σχετικό αίτημα της εναντίον της αγωγής περιορίστηκε, παραδεκτά κατά τη συζήτηση στο πρώτο βαθμό, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό και, ως εκ τούτου, δεν οφείλονται τέτοιοι τόκοι επιδικίας σε περίπτωση, όπως η παρούσα, τροπής του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό και επειδή αυτή (εναγομένη-εκκαλούσα- εφεσίβλητη) ευλόγως αντιδικεί. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον ο τόκος επιδικίας (ΑΚ 346) αφορά προδήλως σε κάθε αγόμενη με αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου και εντόκως επιδικαζόμενη χρηματική απαίτηση, είτε ζητείται η καταψήφισή της, είτε η αναγνώριση της οφειλής της, χωρίς να περιέχεται παραδοχή για το ότι υπάρχει εύλογη αντιδικία που να δικαιολογεί, κατά τη δυνητική ευχέρεια του δικαστηρίου, την εφαρμογή του άρθρου 346 εδαφ.δ΄ και ε΄ του Α.Κ (ΑΠ 1207/2017, Εφ.Αθ. 406/2019). Επίσης, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες από το νόμο ειδικές περιστάσεις (εύλογη αντιδικία) και συνεπώς ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε η εκκαλουμένη και ο ως άνω σχετικός λόγος της υπό κρίση εφέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος (Εφ.Αθ. 303/2019 ΝΟΜΟΣ).
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει: α) να απορριφθεί η από 6.11.2018 (αριθμ. καταθ. ……../2018) έφεση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, καταδικασθεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας και να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε και β)να γίνει δεκτή η από 11.10.2018 (αριθ.καταθ. …………/2018) έφεση ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της, δηλαδή και κατά τις μη ανατρεπόμενες για το ενιαίο της εκτελέσεως (ΑΠ 748/1984, Εφ.Δωδ. 217/2018, Εφ.Πειρ. 356/2015 ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό (άρθ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και δικασθεί η από 18.11.2016 αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και συγκεκριμένα να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των [2.421,60 (αμοιβές ιατρών – φυσικοθεραπείες + 2.358 (ως δαπάνη πρόσληψης οικιακής βοηθού + 792 ως δαπάνη βελτιωμένης διατροφής + 205,84 + 100 (μείωση υλικών ζημιών και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ως προς το δίκυκλο όχημα του ενάγοντος + 10.000 ευρώ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης + 36.124 ευρώ (διαφυγόντα κέρδη)] 52.041,44 ευρώ με τον νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής και έως εξοφλήσεως. Επίσης, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, λόγω της μερικής ήττας της, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθ. 178, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό, και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 58 παρ. 1 και 3, 61, 58 αρ. 4 περ.γ΄, 63 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» που ισχύει κατ’ άρθρο 166 παρ. 3 αυτού από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ Α΄ 208/27.9.2013) και έχει εν προκειμένω εφαρμογή ως εκ του χρόνου συζητήσεως της κρινόμενης υπόθεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων, τις Α) από 6.11.2018 (αριθ. καταθ. ……/2018) και Β)11.10.2018 (αριθ.καταθ. ……/2018) εφέσεις, κατά της υπ’ αρ. 5677/2017 και της συνεκκαλουμένης 2222/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.
Δέχεται εν μέρει τις εφέσεις.
Απορρίπτει κατ’ ουσία την από 6.11.2018 (αριθ.καταθ. ……../2018) έφεση.
Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε στο Δημόσιο Ταμείο.
Δέχεται κατ’ ουσία την από 11.10.2018 (αριθ.καταθ. ………/2018) έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αρ. 5677/2017 και την συνεκκαλούμενη 2222/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσία.
Δικάζοντας επί της από 18.11.2016 (αριθ.καταθ. ………../2016) αγωγής.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των πενήντα δύο χιλιάδων σαράντα ενός ευρώ και σαράντα τεσσάρων (52.041,44) λεπτών, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση.
Καταδικάζει την εναγομένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε χίλια επτακόσια (1700) ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα εκκαλούντα.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 13 Οκτωβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ