Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 620/2020

 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Αριθμός απόφασης   620/2020

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

H υπό κρίση από 14.11.2018 έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την 15.11.2018, κατά της με αριθμό ……/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία αφού δίκασε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, απέρριψε, την από 29.5.2017 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ../…./2017  αγωγή, ασκήθηκε παραδεκτά, νομότυπα [άρθρα 495 παρ. 1,511,513 παρ 1β, 514, 517, 520 παρ.1 ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα, εντός της κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ προθεσμίας, καθώς ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προέκυψε η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Σημειωτέον οτι η εκκαλουσα δεν έχει υποχρέωση καταβολής παραβόλου του Δημοσίου κατά την άσκηση της έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ 3 εδάφιο τελευταίο ΚΠολΔ, και επομένως αφού κρίθηκε παραδεκτή η κρινόμενη έφεση, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το νόμιμο και βάσιμο των λόγων αυτής.                Στην κρινόμενη περίπτωση, με την από 29.5.2017 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………/2017 αγωγή της, η ενάγουσα εξέθετε ότι προσελήφθη από το εναγόμενο εκπαιδευτικό ίδρυμα την 1.10.2002 και έκτοτε διδάσκει σε αυτό ως καθηγήτρια φυσικής αγωγής και αθλητισμού στο κέντρο Ξένων Γλωσσών και Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού (………….), του εναγομένου, με τα καθήκοντα που εκτενώς στην αγωγή αναφέρονται. Οτι από την πρόσληψή της έως και το χρόνο άσκησης της αγωγής της, ήτοι επί δεκαπενταετία, απασχολείται δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου που προσχηματικά, χαρακτηρίστηκαν από το εναγόμενο, ως συμβάσεις ορισμένου χρόνου, για την κάλυψη δήθεν πρόσκαιρων εκπαιδευτικών αναγνών του, ενώ στην πραγματικότητα καλύπτει, πάγιες, διαρκείς και μόνιμες αναγκες του εναγομένου, δεδομένου οτι το ως άνω κέντρο λειτουργεί αποκλειστικά με συμβασιούχος καθηγητές. Ζήτησε δε στη συνέχεια με την αγωγή της, επικαλούμενη τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ.1 και 3 του Ν. 2112/1920, ερμηνευομένων σύμφωνα με τη ρήτρα 5 της Οδηγίας 1999/70/ΕΟΚ άλλως, επικαλούμενη την άμεση εφαρμογή της ανωτέρω Κοινοτικής Οδηγίας να αναγνωριστεί  οτι συνδέεται με το εναγόμενο με μια ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, από την 1.10.2004, και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να την απασχολεί και να αποδέχεται τις υπηρεσίες της στην ίδια θέση, στην ίδια ειδικότητα και με τους ίδιους όρους που την απασχολούσε και την απασχολεί μέχρι και το χρόνο άσκησης της αγωγής, άλλως σε περίπτωση αμφιβολίας του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία των διατάξεων της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999 να ανασταλεί η διαδικασία προκειμένου να υποβληθεί από το Δικαστήριο σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαικών Κοινοτήτων. Επί της αγωγής αυτής που εκδικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 1886/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως νόμω αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε έφεση η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα παραπονούμενη επειδή η εκκαλουμένη κατ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου απέρριψε την αγωγή της ενώ έπρεπε να δεχθεί οτι ήταν νόμω βάσιμη, άλλως σε περίπτωση αμφιβολίας του να θέσει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαικών Κοινοτήτων και ζήτησε την εξαφάνισή της και την καθ’ ολοκληρία αποδοχή της αγωγής της, άλλως την αναστολή της διαδικασίας και την υποβολή προδικαστικού ερωτηματος στο Δικαστήριο των ευρωπαικών Κοινοτήτων και την καταδίκη του εφεσίβλητου στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας. Σημειώνεται οτι δυνάμει των άρθρων 1 και 2 του ν. 4521/2018 το Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ιδρυμα Πειραιά (ΤΕΙ Πειραιά), αρχικό εναγόμενο, συγχωνεύτηκε μέσω απορρόφησης, στο νεοιδρυθέν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, «Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής» το οποίο από την ίδρυσή του υπεισήλθε αυτοδικαίως σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του, συνεχίζοντας αυτοδικαίως όλες τις εκκρεμείς δίκες χωρίς να απαιτείται ειδική διαδικαστική πράξη συνέχισης για καθεμία από αυτές

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669 και 672 Α.Κ.  προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένο χρονικό σημείο ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1  Α.Κ.,  παύει αυτοδικαίως όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Ο δε χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης έργου ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ` αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ` εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση η οποία στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. .  Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης έργου ή εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του Δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (Ολ.Α.Π. 18/2006). Εξ άλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 εδ. α και 3 του ν. 2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευθεί (ν. 4558/1920, άρθρο 11 α.ν. 547/ 1937), “Είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον” (παρ. 1 εδ. α) και “Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονικήν διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ` ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου” (παρ. 3). Από τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες επιδιώχθηκε η αντιμετώπιση των καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προκύπτει ότι όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες, λειτουργίας της επιχείρησης αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αόριστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1, 2, 3 ν. 2112/1920  ή 1, 3, 5 β.δ. 16/18-7-1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. Περαιτέρω με τον ν.2190/1994, στο άρθρο 21 αυτού ορίζονται τα εξής: “Οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων” (παρ. 1). “Η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα (12) μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες για το ίδιο άτομο. Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες” (παρ. 2 εδ. α, β και γ). Στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα αρμόδια για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την κατά τις προηγούμενες παραγράφους διάρκεια απασχόλησης, άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν, ενώ στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 10ε ν. 2225/1994 , ορίζεται ότι οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγούμενων παραγράφων διώκονται για παράβαση καθήκοντος κατά το άρθρο 259 Π.Κ.  και πειθαρχικά. Εξ άλλου στις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, με τις οποίες επιβάλλεται η νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ορίζονται τα εξής: “Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου” (παρ. 2). “Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται” (παρ. 3). Με την αναθεώρηση του Συντάγματος που έγινε με το από 6-4-2001 ψήφισμα της Ζ Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ Α84/17-4-2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παράγραφος 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής. Επίσης στο ίδιο πιο πάνω άρθρο προστέθηκε παράγραφος 8 που προβλέπει ότι: “Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου”. Έτσι με την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος η Ζ Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις του ν. 2190/1994  και οι οποίοι κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Περαιτέρω στις 10-7-1999 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη-μέλη παρέχεται προθεσμία συμμόρφωσης προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής έως τις 10-7-2001, με δυνατότητα παράτασης της εν λόγω προθεσμίας έως τις 10-7-2002, της οποίας δυνατότητας έκανε χρήση η Ελλάδα. Στη ρήτρα 5 της πιο πάνω οδηγίας ορίζεται ότι τα κράτη-μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται “διαδοχικές” και χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου. Η Οδηγία αυτή ειδικότερα παρέχει στα κράτη- μέλη ευρεία ευχέρεια επιλογών, μεταξύ περισσοτέρων λύσεων, προκειμένου να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλει, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, τον χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων αορίστου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό (ΔΕΚ C-212/2004). Ήδη ο νομοθέτης έχει ενσωματώσει στην ελληνική έννομη τάξη και έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα προεδρικά διατάγματα 81/2003  και 164/2004 , η ισχύς των οποίων άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα) και το δεύτερο από τα οποία αναφέρεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα. Το άρθρο 5 του τελευταίου αυτού προεδρικού διατάγματος ορίζει τα εξής: “1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους η παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ` εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. 3… 4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου”. Ως κύρωση για την περίπτωση της παράνομης, ήτοι κατά παράβαση των ως άνω κανόνων, κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του ίδιου προεδρικού διατάγματος η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στην εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέστηκαν εν όλω ή εν μέρει, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό “το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αόριστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του”, ενώ θεσπίστηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως, ενόψει του ότι οι πιο πάνω διατάξεις του π.δ. 164/2004  άρχισαν να ισχύουν από τις 19-7-2004, το διάταγμα αυτό έπρεπε να περιλάβει και ρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν οπωσδήποτε από τις 10-7-2002, οπότε έληξε η προθεσμία προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην πιο πάνω Οδηγία, την προσαρμογή αυτή. Έτσι με το άρθρο 11 παρ. 1 περ. α, 2 εδ. α και β, 3 και 5 του πιο πάνω προεδρικού διατάγματος ορίζονται τα εξής: “Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση” (παρ. 1 περ. α). “Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία” (παρ. 2 εδ. ά και β). “Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις του αρμόδιων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων” (παρ. 3). “Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδ. α της παρ. 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης” (παρ. 5).Η επιλογή από την ελληνική πολιτεία με το Π.Δ/μα 164/2004  των παραπάνω μέτρων που αυτό προβλέπει για την επίτευξη του στόχου της εν λόγω με αριθ. 1990/70 Οδηγίας έγινε, αφού αυτή έλαβε υπόψη, όπως ορίζει και η Οδηγία, τις ανάγκες ειδικών τομέων, όπως μεταξύ άλλων και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, που δικαιολογεί διαφορετική ρύθμιση σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα, καθόσον υφίστανται διαφορές στη φύση της εργασίας και διαφορετικά χαρακτηριστικά του εργασιακού περιβάλλοντος και των διαδικασιών πρόσληψης στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, εξ`ου και η θέσπιση των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος. Οι ρυθμίσεις του ανωτέρω Π.Δ/τος κρίθηκαν συμβατές με το κοινοτικό δίκαιο (ΔΕΕ της 23.4.2009 υποθέσεις C-378 έως C -380). Σημειώνεται δε, ότι η μεταβατικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 11 παρ.1 περ.α,2εδ.α, β,3 και 5 του πιο πάνω Προεδρικού Διατάγματος, κρίθηκε συνταγματικώς ανεκτή ως μεταβατική διάταξη τακτοποίησης εκκρεμών εργασιακών σχέσεων (ΟλΑΠ 16/2017). Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι ενόψει των ανωτέρω συνταγματικών ρυθμίσεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στις ρυθμίσεις της με αριθ.1990/70 Οδηγίας, που δεν επιβάλλει τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του Ν.2112/1920  δεν ευρίσκει πλέον έδαφος εφαρμογής στο δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ούτε κατ` επιταγή της ως άνω Οδηγίας για το μεσοδιάστημα από 10.7.2002 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας σε αυτήν) μέχρι την έναρξη ισχύος του Π.Δ/τος 164/2004  (19.7.2004) ούτε βεβαίως μετά την έναρξη ισχύος του τελευταίου (ΟλΑΠ 19 και 20/2207, ΑΠ 538/2018,ΑΠ1310/2017, ΑΠ 915/2017). Συνακόλουθα διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου συναπτόμενες με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος (ήτοι από τις 17-4-2001 και εφεξής) δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες. Ούτε καταλείπεται πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αόριστου χρόνου στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες αφού, έστω και αν τούτο συμβαίνει, βάσει των πιο πάνω διατάξεων ο εργοδότης δεν έχει ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Συνεπώς στις συμβάσεις αυτές δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920  (Ολ. Α.Π. 19 και 20/2007). Αντίθετα η τελευταία αυτή διάταξη μπορεί να εφαρμοσθεί σε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα πριν από την έναρξη της ισχύος των τροποποιημένων διατάξεων του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος. Τούτο διότι οι συμβάσεις αυτές, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), είχαν ήδη πριν από την έναρξη της ισχύος των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων προσλάβει το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, τον οποίο διατήρησαν και μετά ταύτα (Ολ. Α.Π. 7/2011 και 8/2011).Επίσης , πρέπει να σημειωθεί, ότι σύμφωνα με τα άρθρα 16 παρ.5 του Συντάγματος, 1 παρ.1 ν.1404/1983 και 1ν.2916/2001 τα Τ.Ε.Ι. αποτελούν ν.π.δ.δ. που ανήκουν στην τριτοβάθμια (ανώτατη) δημόσια εκπαίδευση και επομένως περιλαμβάνονται στον δημόσιο τομέα.(ΑΠ 829/2019 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη η αγωγή με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, δεν είναι νόμιμη, καθόσον οι επικαλούμενες συμβάσεις έργασίιας καταρτίσθηκαν υπό το κράτος ισχύος των διατάξεων των παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος (1-10-2004), 21 του ν. 2190/1994  και 6 ν. 2527/1997  και δεν μπορούν να αναχαρακτηριστούν ως συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου ήδη εφεσίβλητου, ούτε εξάλλου συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει η μεταβατικής ισχύος διάταξη του άρθρου 11 του ΠΔ 164/19-7-2004 αφού οι ένδικες συμβάσεις καταρτίσθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του εν λόγω διατάγματος  Επομένως το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς απορρίπτοντας την αγωγή ως μη νόμιμη ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1, 3 και 8 του ν.2112/1920 ,ως ισοδύναμου νομοθετικού μέτρου προς την Κοινοτική Οδηγία 1999/70/ΕΚ, 21 του ν 2190/1994, 6 του ν. 2527/1997 και ο περί του αντιθέτου λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος. Εξάλλου με την αδυναμία μετατροπής των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου δε δημιουργείται άνιση δυσμενής μεταχείριση των υπαλλήλων του Δημοσίου, σε σχέση με τους υπαλλήλους των ιδιωτικών επιχειρήσεων, αφού η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται, λόγω των διαφορετικών συνθηκών υπό τις οποίες τελούν οι υπάλληλοι των ν.π.δ.δ. σε σχέση με τους υπαλλήλους των ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και του διαφορετικού νομικού καθεστώτος που διέπει, αντίστοιχα, τις σχέσεις των δύο αυτών κατηγοριών υπαλλήλων προς τους εργοδότες τους. Τέλος, αναφορικά με το αίτημα της ενάγουσας περί υποβολής προδικαστικού ερωτήματος προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης σύμφωνα με το άρθρο 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου και συγκεκριμένα της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ σε σχέση, με τον αποκλεισμό του αναχαρακτηρισμού σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου, ακόμα και αν ο εργαζόμενος καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη του Δημοσίου, εφόσον έχει προσληφθεί μετά την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος της Ελλάδας (18.4.2001), αυτό κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο, εφόσον το Δικαστήριο δεν θεωρεί ότι ανακύπτει ζήτημα χρήζον ερμηνείας ή διευκρίνησης, καθόσον οι διατάξεις των Προεδρικών Διαταγμάτων με τις οποίες ενσωματώθηκε η εν λόγω οδηγεία στην Ελληνική έννομη τάξη, έχουν κριθεί σύμφωνες με το δίκαιο της Ευρωπαικής Ενωσης, σύμφωνα με οσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας.Τέλος, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη εφεση ως ουσία αβάσιμη και να καταδικαστεί η εκκαλούσα στην καταβολή της δαπάνης του εφεσίβλητου, του παροντος δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εκκαλούσα στην καταβολή της δικαστικης δαπάνης του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις    13-10-2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ αυτής λόγω μεταθέσεως και αναχώρησης,

η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης

του Εφετείου Πειραιώς,Αγγελική Κοφφα, Πρόεδρος Εφετών