Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 621/2020

 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης    621/2020

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

H υπό κρίση από 17.7.2012 έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την 23.8.2012, κατά της με αριθμό 4344/2009 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία αφού δίκασε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από ζημιές από αυτοκίνητα απέρριψε,την από 1.2.2005 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……../2005 αγωγή, ασκήθηκε παραδεκτά, νομότυπα [άρθρα 495 παρ. 1,511,513 παρ 1β, 514, 517, 520 παρ.1 ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα, εντός της κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ προθεσμίας, καθώς ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προέκυψε η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ οι εκκαλούντες κατά την κατάθεση της έφεσής τους κατέθεσαν το με αριθμό 13286300/2012 παράβολο Δημοσίου, κατ άρθρο 495 παρ 2 ΚΠολΔ, και επομένως αφού κρίθηκε παραδεκτή η κρινόμενη έφεση, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το νόμιμο και βάσιμο των λόγων αυτής.                Στην κρινόμενη περίπτωση, με την από 1-2-2005 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2005 αγωγή τους, οι ενάγοντες ………, και τα τέκνα αυτής, …, …. και …. …..,  εξέθεταν οτι την 13.2.2003 και περί ώρα 12:20, ο σύζυγος της πρώτης και πατέρας των λοιπών ……….., τραυματίστηκε, υπό τις συνθήκες που αναλυτικά αναφέρονται στην αγωγή, σε αυτοκινητικό ατύχημα που προκλήθηκε από αποκλειστική υπαιτιότητα του εναγομένου ………., ο οποίος κατά τον χρόνο αυτό οδηγούσε την με αριθμό κυκλοφορίας …. δίκυκλη μοτοσυκλέτα ιδιοκτησίας του, που ήταν ασφαλισμένη για ζημιές έναντι τρίτων στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «General Union» και οτι συνεπεία του τραυματισμού αυτού επήλθε και ο θάνατος του συγγενούς τους. Με βάση το ως άνω ιστορικό οι ενάγοντες  ζήτησαν, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 21.757,772 ευρώ, ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη λόγω απασχόλησης αποκλειστικών νοσοκόμων, οικιακής βοηθού, για λήψη βελτιωμένης διατροφής, αγορά φαρμάκων, έξοδα κηδείας και κατασκευή τάφου, νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Επίσης να υποχρεωθούν να καταβάλουν σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των 24.975 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που τους προκλήθηκε από τον θάντο του συζύγου και πατέρα τους και μετά από μερική τροπή του αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό να αναγνωριστεί οτι, οι ίδιοι εναγόμενοι, υποχρεούνται να καταβάλλουν το ποσό των 24.975 ευρώ σε έκαστο εξ αυτών για την ίδια αιτία. Επί της ως άνω αγωγής που συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά τη διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών εκδόθηκε η με αριθμό 22/2006 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης μέχρι την προσκομιδή από τους ενάγοντες πιστοποιητικού του ΙΚΑ, από το οποίο να προκύπτει εάν ο θανών ή οι ενάγοντες κληρονόμοι του έλαβαν ή δικαιούνται να απαιτήσουν παροχές από το ΙΚΑ. Με την από 6.12.2008 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 12491/2008 εξαιρεση 993, οι ενάγοντες επανέφεραν την υπόθεση προς συζήτηση, η οποία διεξήχθη την 6.2.2009 και επ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 4344/2009 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη η αγωγή επειδή κρίθηκε οτι το επίδικο ατύχημα δεν προκλήθηκε από υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου ενώ η δικασική δαπάνη των εναγομένων ποσού εννιακοσίων ευρώ επιβλήθηκε σε βάρος των εναγόντων. Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν έφεση οι εκκαλούντες, νομιμοποιούμενοι και ως κληρονόμοι της αποβιωσάσης μητέρας τους, ………., παραπονούμενοι οτι η εκκαλουμένη κατ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων έκρινε οτι ο πρώτος εναγόμενος δεν ήταν υπαίτιος του επίδικου ατυχήματος, ενώ εάν εκτιμούσε ορθά τις αποδείξεις έπρεπε να δεχθεί οτι ήταν αποκλειστικά υπαίτιος αυτού, ενώ έσφαλε και ως προς την επιδίκαση της δικαστικής δαπάνης η οποία ήταν υπερβολική. Ζήτησαν συνεπώς την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ώστε να γίνει καθ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή τους. Η συζήτηση της ως ανω έφεσης προσδιορίστηκε για την 18.4.2013, οπότε η πληρεξούσια δικηγόρος του πρώτου εφεσιβλήτου, δήλωσε οτι ο τελευταίος απεβίωσε την 26.3.2013 με συνέπεια την βίαιη διακοπή της δίκης. Εν συνεχεία με την από 30.5.2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………./2018 κλήση τους οι εκκαλούντες επανέφεραν προς συζήτηση την υπόθεση συνεχίζοντάς την με τους κληρονόμους του αποβιώσαντος αρχικού εναγομένου. Κατά τη διάταξη του άρθρου 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος για τον σε βάρος του καταλογισμό τους. Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης. Η ρύθμιση ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα. Για το ορισμένο, όμως, του σχετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης το αποδιδόμενο στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης και δη αν ο καθορισμός του σε βάρος του εκκαλούντος ποσού για δικαστικά έξοδα οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος (ΕΑ 3808/2014, ΕφΠειρ 24/2016, δημοσιευμένες στη Νόμος, Β.Βαθρακοκοίλη, Η έφεση έκδ.2015, σελ.305.) Στην προκειμένη περίπτωση οι εκκαλούσες με τον σχετικό πέμπτο λόγο της έφεσής τους, ισχυρίζονται ότι η επιβληθείσα σε βάρος τους δικαστική δαπάνη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είναι μη νόμιμη και υπερβολική. Ο λόγος αυτός της έφεσης που είναι παραδεκτός, αφού προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης, κατά τα προαναφερόμενα, τυγχάνει αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι δεν αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης, ως έπρεπε, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη, ποιος νομικός κανόνας παραβιάστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, συνεπεία της οποίας (παραβιάσεως) καθίσταται η επιδικασθείσα σε βάρος των εκκαλουσών δικαστική δαπάνη μη νόμιμη και υπερβολική.

Περαιτέρω, η παραγραφή είναι ο θεσμός του δικαίου, εξαιτίας του οποίου μία αξίωση παραλύει, επειδή ο δικαιούχος της παρέλειψε να την ασκήσει εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος που προβλέπεται στο νόμο. Με τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής η αξίωση δεν αποσβήνεται, αλλά εξακολουθεί να εκδηλώνει σημεία ζωής, υπάρχουσας ως φυσική ή ατελής ενοχή. Εξάλλου η παραγραφή δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά μόνο κατόπιν πρότασής της από τον οφειλέτη, ο οποίος λόγω της συμπλήρωσής της μπορεί να αρνηθεί να εκπληρώσει την παροχή (ΑΚ  272). Ο θεσμός της “εν επιδικία” παραγραφής συνιστά ειδικότερη εκδήλωση του θεσμού της παραγραφής. Η διακοπή της παραγραφής επερχόταν μέχρι σήμερα με την “έγερση” της αγωγής, χωρίς αυτή να επιφέρει αντίστοιχη αναστολή κατά τη διάρκεια της δίκης. `Οριζε λοιπόν το άρθρο 261 ΑΚ,  όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20.3.2013, επί λέξει τα εξής (αποτελώντας μεταφορά του άρθρου 2 του Ν. ΓΧΞ`/1910) “την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου”. Από την τελευταία αυτή διάταξη συναγόταν ότι αν η παραγραφή διεκόπτετο με την άσκηση της αγωγής, η ίδια παραγραφή, ομοειδής και ισόχρονη με αυτήν που είχε διακοπεί, άρχιζε σε κάθε περίπτωση – και ανεξαρτήτως από το είδος αυτής ως βραχυπρόθεσμης ή συνήθους – ευθύς μετά την έγερση της αγωγής και διακοπτόταν μετά από κάθε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. `Ετσι επί αξιώσεως που είχε καταστεί επίδικη, η παραγραφή στην οποία υπέκειτο μπορούσε να συμπληρωθεί κατά τη διάρκεια της επιδικίας. Ως διαδικαστική δε πράξη, που συνεπαγόταν κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ  τη διακοπή της παραγραφής, εθεωρείτο κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων και πληρεξουσίων τους ή της δικαστικής αρχής, που περιείχε τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και ήταν αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης. Σύμφωνα με το σκοπό της ίδιας διάταξης, για να αρχίσει, εκ νέου, η παραγραφή, που διακόπηκε από την τελευταία διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου, θα έπρεπε να είναι δυνατή η περαιτέρω προώθηση της υποθέσεως με πράξεις των διαδίκων. Η παραπάνω διάταξη, όπως προαναφέρθηκε, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20.3.2013. Σύμφωνα με τη νέα διάταξη και τις παραγράφους 1 και 3 που ενδιαφέρουν την ένδικη διαφορά “1. την παραγραφή διακόπτει η άσκηση αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ` άλλον τρόπο περάτωση της δίκης 3.Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση”. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 δεν διαφέρει από την προϊσχύουσα ρύθμιση, παρά μόνον στην αντικατάσταση του όρου “έγερση” από τον σύγχρονο όρο “άσκηση” της αγωγής. Οι συνέπειες του ουσιαστικού δικαίου εξακολουθούν να εντοπίζονται στο χρονικό σημείο της έγκυρης επιδόσεως της αγωγής, οπότε θεωρείται ότι ο εναγόμενος έλαβε γνώση της εναντίον του αγωγής. Η σοβαρότερη διαφοροποίηση από την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ εντοπίζεται στο δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου, το οποίο προβλέπει ταυτοχρόνως διακοπή και μία ιδιότυπη αναστολή της παραγραφής, μέχρι το χρονικό σημείο εκδόσεως τελεσίδικης αποφάσεως ή περατώσεως της δίκης με άλλο τρόπο. Ο όρος “τελεσίδικη απόφαση” εννοεί την επερχόμενη με οποιοδήποτε τρόπο τελεσιδικία όπως π.χ οριστική απόφαση που καθίσταται τελεσίδικη λόγω παρελεύσεως των προθεσμιών για την άσκηση τακτικών ενδίκων μέσων, παραιτήσεως από το δικαίωμα ασκήσεώς τους, αποδοχής της αποφάσεως, αποδοχή της αγωγής κλπ. Εκτός από την τελεσιδικία της αποφάσεως, προβλέπεται περαιτέρω ότι η παραγραφή αρχίζει και πάλι, όταν η δίκη περατωθεί με άλλο τρόπο, ήτοι λόγω καταργήσεως της δίκης με δικαστικό συμβιβασμό KΠολΔ  293), καθώς και η παραίτηση από το δικόγραφο ή το δικαίωμα της αγωγής KΠολΔ  294-297), εφαρμοζομένου επί παραιτήσεως από το δικόγραφο του άρθρου 263 ΑΚ. Από το συνδυασμό του νέου άρθρου 261 και του άρθρου 270 ΑΚ,  που παραμένει αμετάβλητο, συνάγεται σαφώς ότι η νέα παραγραφή αρχίζει την επομένη της τελεσιδικίας της αποφάσεως ή της περατώσεως της δίκης με άλλο τρόπο. Η τρίτη παράγραφος του (νέου) άρθρου 261 ΑΚ  ορίζει “ότι η νέα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση”. Εξ ετέρου κατ`εφαρμογή του άρθρου 533 παρ. 2 KΠολΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει κατ`αρχήν το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσιεύσεως της πρωτόδικης αποφάσεως, ώστε να μη θεμελιώνεται λόγος εφέσεως εξαιτίας ευνοϊκής υπέρ του εκκαλούντος νομοθετικής μεταβολής. Εξαίρεση εισάγεται, όταν ο νόμος περιέχει ρητή διάταξη ότι αυτός εφαρμόζεται στις εκκρεμείς ενώπιον του Εφετείου δίκες, αν συγχρόνως δεν παραβιάζονται συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι δεν έχει παραγραφεί εν επιδικία η ένδικη αξίωση κατά την δημοσίευση του ν. 4139/2013, ήτοι την 20.3.2013. (ΑΠ 361/2019 Τράπεζα Νομικών Πληρορφοριών ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εφεσίβλητοι προτείνουν παραδεκτά το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, ένσταση περί παραγραφής εν επιδικία της αξίωσης των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων, ισχυριζόμενοι ότι οι επίδικες αξιώσεις έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250  ΑΚ,  καθόσον από την βίαιη διακοπή της δίκης, η οποία δηλώθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού την 18.4.2013 μέχρι την επίδοση στους εφεσίβλητους της κλήσης με την οποία επαναφέρεται προς συζήτηση η υπόθεση, που έλαβε χώρα την  13.9.2019 παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον της πενταετίας. Ο ισχυρισμός αυτός παραδεκτά προβάλλεται το πρώτον ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, καθόσον γεννήθηκε μετά την τελευταία συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρο 527 αριθμ. 2 KΠολΔ ), πλην όμως είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος.  Ειδικότερα η ένδικη υπόθεση ήταν εκκρεμής στις 20.3.2013 που τέθηκε σε ισχύ η αντικατασταθείσα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ,  καθόσον επί της καταχθείσας σε δίκη, με την από 1-2-2005 αγωγή των εκκαλούντων, ένδικης αξίωσης δεν είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, αφού κατά της πρωτοβάθμιας 4344/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ασκήθηκε κατά τα άνω η από 17.7.2012 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………/2012 έφεση, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμούσε στις 20-3-2013, ούτε είχε περατωθεί με άλλο τρόπο η δίκη. Ούτε περαιτέρω κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του άρθρου 101 παρ. 1 του ν. 4139/2013, ήτοι την 20ην-3-2013, είχε συμπληρωθεί η παραγραφή εν επιδικία της ένδικης αξίωσης του ενάγοντος-αναιρεσείοντος, αφού από την κατάθεση στις 23.8.2012 της από 17-7-2012 έφεσης  στην γραμματεία του εκδόσαντος την πρωτοβάθμια απόφαση Δικαστηρίου, μέχρι την 20-3-2013 (έναρξη ισχύος του ν. 4139/2013), δεν είχε παρέλθει πενταετία, (δεν είχε παραγραφεί εν επιδικία) και επομένως η εν λόγω υπόθεση καταλαμβάνεται ως εκκρεμής την άνω ημερομηνία (20-3-2013) από την τροποποιηθείσα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ  και η διακοπείσα με την άσκηση της ένδικης αγωγής παραγραφή τελούσε σε αναστολή και δεν συμπληρώθηκε εν επιδικία, όπως εσφαλμένα ισχυρίζονται οι εφεσίβλητοι.

Περαιτέρω, από την επανεκτίμηση των καταθέσων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα με αριθμό 22/2006 πρακτικά του, όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, τα οποία είναι πρόσφορα είτε για πλήρη απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα που συντάχθηκαν κατά την ποινική διαδικασία, για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία χωρίς να παραλείπεται κάποιο κατά την εκτίμηση της ουσιάς της υπόθεσης, των φωτογραφιών η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται και τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 13.2.2003, και περί ώρα 12:00, oι ………., και ο ………… ενεπλάκησαν σε αυτοκινητικό ατύχημα, που είχε σαν συνέπεια τον τραυματισμό του τελευταίου, επακολουθήσαντος του θανάτου αυτού, μετά την πάροδο ενός έτους περίπου. Κληρονόμοι του αποβιώσαντος και αρχικοί ενάγοντες, ήταν η σύζυγός του …….. και τα τρια τέκνα τους, …, …. και ……… Την 13.8.2008 απεβίωσε η . ………., όπως  προκύπτει από την  με αριθμό …/2008 (τόμος …) ληξιαρχική πράξη θανάτου, της Ληξιάρχου του Δήμου …. Κορινθίας. Η ως άνω αποθανούσα, δεν κατέλιπε διαθήκη, όπως προκύπτει από τα με αριθμούς πρωτοκόλλου ………/25.11.2019 και ……../25.11.2019 πιστοποιητικά περί μη δημοσίευσης διαθήκς που συνέταξαν ο Γραμματέας του Ειρηνοδικείου Κορίνθου και ο Γραμματέας του Πρωτοδικείου Κορίνθου αντίστοιχα, και ως κληρονόμοι της κατά την εξ αδιαθέτου διαδοχή κλήθηκαν οι πλησιέστεροι συγγενείς αυτής, ήτοι τα τέκνα της, … …. και …., (εκκαλούντες), όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτοκόλλου …./11.2.2013  πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών που συνέταξε η υπάλληλος του Δήμου Πειραιά, οι οποίοι δεν αποποιήθηκαν την κληρονομία της, όπως προκύπτει από τα με αριθμούς …/2019 και …./2019 πιστοποιητικά που συνέταξαν ο Γραμματέας του Ειρηνοδικείου και Πρωτοδικείου Κορίνθου, αντίστοιχα. Επίσης την 26.3.2013 απεβίωσε, ο έτερος εμπλεκόμενος στο ατύχημα …….., όπως προκύπτει από τη με αριθμό …/τόμος …./2013 ληξιαρχική πράξη θανάτου, που συνέταξε η Ληξίαρχος του Δήμου …. Αττικής. Ο ως άνω θανών δεν κατέλιπε διαθήκη και ως κληρονόμοι του κλήθηκαν, κατά την εξ αδιαθέτου διαδοχή, η σύζυγος  ……… και τα ανήλικα τέκνα αυτου … και …….., όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτοκόλλου ……/2013 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου …..Οι καλούντες εσφαλμένα στρέφουν την κλήση τους κατά της …….., καθώς από το προαναφερθέν έγγραφο αποδεικνύεται οτι το επίθετο της συζύγου του αποβιώσαντος ήταν …. και οχι ….., παραδρομή που διορθώνεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, καθώς δεν δημιουργείται καμμία αμφιβολία ως προς την πραγματική διάδικο.  Ως προς τις συνθήκες του επίδικου ατυχήματος, αποδείχθηκαν από τα στοιχεία που στην οικεία θέσης της παρούσας απόφασης αναφέρονται    τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ……… την 13.2.2003, και περί ώρα 12:00 μ.μ οδηγώντας την με αριθμό κυκλοφορίας ………. δίκυκλη μοτοσυκλέτα του, η οποία ήταν ασφαλισμένη για τις ζημίες έναντι τρίτων στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “………….”, στη θέση της οποίας υπεισήλθε ως καθολικός διάδοχος το ΝΠΙΔ με την επωνυμία «Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης από ατυχήματα αυτοκινήτων», μετά την ανάκληση της άδειας αυτής, δυνάμει της με αριθμό  156/2009 απόφασης της Επιτροπής εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης», εκινείτο επί της οδού Ηρώων Πολυτεχνείου στον Πειραιά, με κατεύθυνση από το Δημοτικό Θέατρο προς το Χατζηκυριάκειο. Η ως άνω οδός κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν διπλής κυκλοφορίας, με δυο λωρίδες ανά κατεύθυνση και με πλάτος οδοστρώματος επτά μέτρα. Λιγο πριν την πλατεία Τερψιθέας ο οδηγός του δίκυκλου ακινητοποιήθηκε στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας καθώς στην πορεία του είχε ερυθρό σηματοδότη και επανεκκίνησε την μοτοσυκλέτα όταν η ένδειξη στον φωτεινό σηματοδότη άλλαξε σε πράσινο χρώμα. Κατά τον ίδιο χρόνο ο …….., ο οποίος ήταν πεζός βρισκόταν στη νησίδα ασφαλείας, επί της ίδιας οδού μαζί με άλλους πεζούς στο ύψος του οικοδομικού αριθμού 60, με πρόθεση να διασχίσει το ρεύμα κυκλοφορίας επί του οποίου εκινείτο η δίκυκλη μοτοσυκλέτα με κατεύθυνση από αριστερά προς τα δεξιά. Ενώ τα οχήματα είχαν ξεκινήσει την πορεία τους, με την αλλαγή του φωτεινού σηματοδότη, αιφνιδιαστικά ο ως άνω πεζός κατέβηκε από τη νησίδα αφαλείας και επιχείρησε να διασχίσει κάθετα την οδό, τη στιγμή κατά την οποία έφτανε στο σημείο η δίκυκλη μοτοσυκλέτα του …………. Η κίνηση αυτή του πεζού αιφνιδίασε τον οδηγό της μοτοσυκλέτας, ο οποίος δεν μπόρεσε να αποφύγει τη σύγκρουση, καθώς ο πεζός κατέβηκε από τη νησίδα όταν η απόστασή του από το σημείο που κινούνταν το δίκυκλο , ήταν στο 1,5 μέτρα περίπου, γεγονός που καθιστούσε ανέφικτη την ακινητοποίηση του δικύκλου, παρά την μικρή ταχύτητα αυτού. Ομοίως ο οδηγός του δικύκλου δεν μπρούσε να προβεί σε αποφευκτικό ελιγμό προς τα δεξιά, λόγω της κίνησης άλλων οχημάτων στο σημείο. Ο οδηγός του δικύκλου έτσριψε το τιμόνι αριστερά όμως ο ελιγμός του αυτός δεν ήταν αποτελεσματικός, καθώς αριστερά δεν είχε μεγάλο εύρος κίνησης, ώστε να αποφύγει τον πεζό, λόγω της ύπαρξης άλλων πεζών στη νησίδα. Τις συνθήκες του ατυχήματος και την πρόκλησή του λόγω της αιφνίδιας και αναιτιολόγητης καθόδου του πεζού από τη νησίδα κατά τον χρόνο που κινούνταν τα οχήματα στο οδόστρωμα, περιγράφουν οι αυτόπτες μάρτυρες ………, και ………., τόσο στις προανακριτικές του καταθέσεις, όσο και στις καταθέσεις τους ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, η δε …… και με την κατάθεσή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα με αριθμό 22/2006 πρακτικά αυτού. Οι ως άνω μάρτυρες είναι σαφείς και περιγράφουν την αιφνίδια κάθοδο του πεζού από τη νησίδα κατά το χρόνο που η δίκυκλη μοτοσυκλέτα του …….. κινείτο πλησίον του. Αντίθετα η μάρτυρας των εκκαλούντων δεν ήταν αυτόπτης και δεν έχει ίδια γνώση των συνθηκών του ατυχήματος. Ο ισχυρισμός των εκκαλούντων οτι ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας έβαινε με μεγάλη ταχύτητα δεν αποδείχθηκε, ενώ έρχεται σε αντίθεση και μετα διδάγματα της κοινής πείρας, καθώς επρόκειτο για όχημα που κινούνταν σε κεντρική λεωφόρο του Πειραιά, σε ώρα που η κίνηση των οχημάτων ήταν αυξημένη, όπως βεβαιώνεται και από την έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος που συνέταξε η Τροχαία Πειραιώς, και το οποίο μόλις είχε ξεκινήσει την κίνησή του, μετά από υποχρεωτική ακινητοποίησή του λόγω ερυθρού σηματοδότη. Ομοίως δεν αποδείχθηκε οτι ο πεζός είχε διανύσει 3,5 μέτρα επί του οδοστρώματος, καθώς η δίκυκλη μοτοσυκλέτα κινούνταν στην αριστερή νησίδα κυκλοφορίας, και οχι στο μέσον του οδοστρώματος, ενώ  η σύγκρουση έλαβε χώρα σχεδόν αμέσως μόλις ο πεζός κατέβηκε στο οδόστρωμα, σύμφωνα με τις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων, χωρίς να εχει διασχίσει πέραν του 1,5 μέτρου αυτού. Το γεγονός οτι αίμα του βρέθηκε στα 3,5 μέτρα, δεν αποδεικνύει άνευ άλλων στοιχείων το σημείο σύγκρουσης, καθώς ενδέχεται τα ίχνη αίματος να προήλθαν κατά την μετακίνηση αυτού, με σκοπό τη διακομιδή του στο νοσοκομείο. Επομένως, με δεδομένο οτι κατά τη στιγμή της σύγκρουσης ο παθών βρισκόταν στην αριστερή πλευρά του οδοστρώματος, έχοντας διανύσει περί το 1,5 μέτρο εντός αυτού, την μικρή ταχύτητα του δίκυκλου οχήματος, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, λαμβάνοντας υπόψη την αδυναμία ακινητοποίησης του δικύκλου, λόγω της αιφνίδιας εισόδου του πεζού στο οδόστρωμα σε μικρή απόσταση από αυτό αλλά και την αντικειμενική αδυναμία πραγματοποίησης αποτελεσματικού αποφευκτικού ελιγμού από τον οδηγό της μοτοσυκλέτας, λόγω της κυκλοφορίας έτερων οχημάτων δεξιά και της ύπαρξης των πεζών στη νησίδα αριστερά αυτού, ο τελευταίος δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα για την πρόκληση του τροχαίου ατυχήματος, και τον τραυματισμό του ………, κρίση στην οποία κατέληξε και το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, το οποίο με την με αριθμό 3820/2008 απόφασή του κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο ………. για την πράξη της πρόκλησης σωματικής βλάβης από αμέλεια. Συνεπώς η εκκαλουμένη απόφαση που έκρινε ομοίως δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου λόγοι έφεσης τυγχάνουν απορριπτέου ως ουσία αβάσιμοι  και συνακόλουθα μη υπαρχόντων, άλλων λόγων έφεσης, πρεπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της.  Περαιτέρω, μετά την απόρριψη της έφεσης πρέπει να διαταχθεί, κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του ν.4055/2012, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που καταβλήθηκε από τους εκκαλούντες και αναφέρεται ανωτέρω στην παρούσα απόφαση, ενώ τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, βαρύνουν τους  εκκαλούντες λόγω της ήττας τους. (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων

ΔΙΟΡΘΩΝΕΙ το επίθετο της πρώτης καθής η κλήση, από το εσφαλμένο «……» στο ορθό «…..»

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτήν στην ουσία

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ  σε βάρος των εκκαλούντων τη δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις    13-10- 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ αυτής λόγω μεταθέσεως και αναχώρησης,

η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης

του Εφετείου Πειραιώς,Αγγελική Κοφφα, Πρόεδρος Εφετών