Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 624/2020

Αριθμός  624/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη και Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

      Κατά τη διάταξη του άρ­θρου 46 εδ. β΄ του ΚΠολΔ, σε περίπτωση καθ΄ ύλην ή κατά τόπον αναρμοδιότητας, η απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία κηρύσσεται αναρμόδιο και παραπέμπει την εκδίκαση της υπόθεσης στο καθ΄ ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο, όταν καταστεί τελεσίδικη, είναι υποχρεωτική τόσο ως προς την αναρμοδιότητα του παραπέμψαντος, όσον και ως προς την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή. Από την τελευταία αυτή διάταξη, η οποία αποσκοπεί προεχόντως στην αποφυγή αρνητικής σύ­γκρουσης της αρμοδιότητας και έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων στην περίπτω­ση όπου παράλληλα με τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής ασκούσε κάποιος από τους διαδίκους έφεση κατά της απόφασης του παραπέμψαντος Δικαστηρίου, συνάγεται ότι εάν η υπόθεση εισαχθεί προς συζήτη­ση ενώπιον του Δικαστηρίου παραπομπής πριν καταστεί τελεσίδικη η απόφαση του παραπέμψαντος, δεν υφίσταται δέσμευση του Δικαστηρίου προς το οποίο γίνεται η παραπομπή, έχοντας τούτο τη δυνατότητα να δικάσει την υπόθεση ή εφόσον κρίνει ότι είναι αναρμόδιο, να την αναπέμψει στο Δικαστήριο που του την παρέπεμψε, ή και να την παραπέμψει περαιτέρω σε τρίτο Δικαστήριο (ΕφΔυτΜακ 38/2019). Η υπέρβαση από τα πολιτικά Δικαστήρια της δικαιοδοσίας τους, ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 4 του ΚΠολΔ, κατά την έννοια της οποίας υφίσταται υπέρβαση δικαιοδοσίας και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν τα πολιτικά Δικαστήρια επιλαμβάνονται υπόθεσης, που, κατά το νόμο, ανήκει στη δικαιοδοσία άλλου Δικαστηρίου, ποινικού ή διοικητικού ή στη δικαιοδοσία διοικητικής αρχής (ΟλΑΠ 5/1995) και δεν ανήκει στη δικαιοδοσία τους, ενώ, όταν το Δικαστήριο, αν και έχει δικαιοδοσία για την έρευνα της υπόθεσης, απορρίπτει την αίτηση δικαστικής προστασίας για έλλειψη δικαιοδοσίας (αρνητική υπέρβαση δικαιοδοσίας), υποπίπτει στην πλημμέλεια της, παρά το νόμο, κήρυξης απαραδέκτου του αριθ. 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 2/1999, ΑΠ 1980/2017, ΑΠ 741/2017, ΑΠ 313/2015). Στην περίπτωση υπέρβασης της δικαιοδοσίας του πολιτικού Δικαστηρίου δεν ιδρύεται ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, που στηρίζεται στην πλημμέλεια της παραβίασης κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, διότι οι περί δικαιοδοσιών διατάξεις είναι όχι του ουσιαστικού αλλά του δικονομικού δικαίου, τούτο δε δεν αλλάζει εκ του ότι το Δικαστήριο την περί δικαιοδοσίας κρίση του έχει τυχόν στηρίξει σε παρεμπίπτουσα κρίση σχετική με ερμηνεία ή εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που φέρεται στο αναιρετήριο ότι επίσης παραβιάστηκε (ΟλΑΠ 11/2000, ΑΠ 1529/2017, ΑΠ 1043/2017). Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1, 2 και 3 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά Δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1), ότι στα πολιτικά Δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2), και ότι σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά Δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά Δικαστήρια (παρ. 3). Ακολούθως, με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1406/1983, που εκδόθηκε σε εκτέλεση της διατάξεως του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτή ίσχυε πριν τη συνταγματική αναθεώρηση, και επέβαλε την εντός πενταετούς προθεσμίας, δυναμένης να παραταθεί με νόμο, υποβολή της εκδικάσεως στα τακτικά διοικητικά Δικαστήρια εκείνων εκ των διοικητικών διαφορών ουσίας που δεν είχαν ακόμη υπαχθεί στα Δικαστήρια αυτά, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών Δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε των ενδεικτικά προβλεπομένων στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου 1 περιπτώσεων περιελήφθησαν και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο ι΄), δηλαδή οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αξίωση. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, προκειμένου για έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, ως προς την οποία έχει καθιερωθεί, από το νόμο, δικαιοδοσία των διοικητικών Δικαστηρίων αποκλείουσα την ανάμιξη των πολιτικών Δικαστηρίων, δεν είναι δυνατή η έγερση ενώπιον των τελευταίων αγωγής. Αυτό ισχύει για όλες τις αξιώσεις που πηγάζουν από την έννομη σχέση, ακόμη και για την αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, όταν η υποκείμενη σχέση, η οποία προκάλεσε τον πλουτισμό είναι δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 2/1993, ΟλΑΠ 138/1966). Αντίθετα, υπάρχει δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, όταν υπάρχει σχέση ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 10/1993), έστω και ως βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΕΔ 2/1993, ΟλΑΠ 5/1995). Θεωρείται δε η σύμβαση διοικητική εάν πληρούνται, σωρευτικώς, οι εξής προϋποθέσεις: α) ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, β) με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε σκοπό δημοσίου συμφέροντος, και γ) ο συμβατικός δεσμός διέπεται από εξαιρετικές ρήτρες, οι οποίες προσδίδουν υπερέχουσα θέση στο συμβαλλόμενο Δημόσιο ή Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου -δηλαδή θέση η οποία δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό-και οι οποίες προκύπτουν είτε από το νομοθετικό καθεστώς, το οποίο διέπει τη σύμβαση, είτε από τους όρους της οικείας διακηρύξεως είτε από το ίδιο το περιεχόμενο της συμβάσεως (ΑΕΔ 7/2019, 17/2017, 21/2009, 6/2007, 10/2003, 3/1999, 21/1997, ΣτΕ 3507/2015, 987/2011, 3740/2012, 3683/2008, 1372/2007, 3193/2006, 2247/1999, 1886/1996, 1031/1995). Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν σωρευτικά τα γνωρίσματα αυτά είναι ιδιωτικές και οι διαφορές αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων (ΑΕΔ 1/2016, 3/2012, 29/2011). Εξάλλου, κατά την έννοια του προαναφερόμενου άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, όταν η υποκείμενη σχέση που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό είναι σχέση δημοσίου δικαίου. Αντιθέτως, διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο ή το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση), ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας, δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΑΕΔ 1/2016, ΑΕΔ 12/2013, ΑΕΔ 11/2013, ΑΕΔ 3/2012, ΑΠ 892/2018, ΑΠ 891/2018). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1 και 3, 2 παρ. 1 και 3 εδ. δ΄ του Ν. 1418/1984 και ήδη άρθρο 1 του Ν. 3669/2008(ΦΕΚ Α΄ 116/18-6-2008) «Κύρωση της κωδικοποίησης της νομοθεσίας κατασκευής δημόσιων έργων», ο οποίος (νόμος) καταργήθηκε με την παρ. 1 περίπτωση 31 του άρθρου 377 του Ν. 4412/2016 (ΦΕΚ Α΄ 147/8-8-2016), πλην των άρθρων 80 έως 110, τα οποία παρέμειναν σε ισχύ μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος του άρθρου 83, και τα οποία με την έκδοση του προεδρικού διατάγματος της παραγράφου 20 του άρθρου 118 του Ν. 4472/2017 καταργούνται και αυτά [άρθρο 118 παρ. 25 του Ν. 4472/2017 (ΦΕΚ Α 74/19-5-2017)], και ισχύει (νόμος) στην προκειμένη περίπτωση που αφορά σύμβαση που, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, έχει συναφθεί πριν την 8-8-2016, με τον οποίο κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο όλες οι κείμενες διατάξεις που αφορούν στην κατασκευή των δημοσίων έργων, «1. Οι διατάξεις του παρόντος Κώδικα εφαρμόζονται σε όλα τα έργα που προγραμματίζονται και εκτελούνται από τους φορείς, που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α΄).», μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται (περ. γ΄) οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης  πρώτου και δεύτερου βαθμού και οι πάσης φύσεως επιχειρήσεις τους, κατά την παράγραφο 2 του αυτού άρθρου (1 του Ν. 3669/2008), «2. Τα δημόσια έργα είναι έργα υποδομής της χώρας που καλύπτουν βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, συμβάλλουν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων, στην αύξηση του εθνικού προϊόντος, στην ασφάλεια της χώρας και γενικά αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του λαού. Τα δημόσια έργα εντάσσονται στο γενικό πλαίσιο της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης της χώρας και υλοποιούν επιλογές του δημοκρατικού προγραμματισμού.» και κατά την παράγραφο 3 «3. Από τεχνική άποψη δημόσια έργα είναι όλα τα έργα που εκτελούν οι φορείς της παρ.1 και συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με το έδαφος, το υπέδαφος ή τον υποθαλάσσιο χώρο, όπως και τα πλωτά τμήματα των τεχνικών έργων. Ως έργο νοείται κάθε νέα κατασκευή ή επέκταση ή ανακαίνιση ή επισκευή ή συντήρηση και η οικονομικά ή τεχνικά αυτοτελής λειτουργία, καθώς και κάθε σχετική ερευνητική εργασία, που απαιτεί τεχνική γνώση και επέμβαση.». Επίσης, κατά το άρθρο 77 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, «1. Κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση κατασκευής δημόσιου έργου επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο αρμόδιο δικαστήριο κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων. … 2. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των διαφορών αυτών είναι το διοικητικό ή πολιτικό εφετείο της περιφέρειας στην οποία εκτελείται το έργο. Παρέκταση αρμοδιότητας δεν επιτρέπεται. Αν το έργο εκτελείται στην περιφέρεια δύο ή περισσότερων εφετείων, αρμόδιο καθίσταται εκείνο που ορίζει ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου, ύστερα από αίτηση εκείνου που ενδιαφέρεται να ασκήσει την προσφυγή». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων και εκείνης της παραγράφου 4 του άρθρου 64 του ΕισΝΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την κατάργηση του με το άρθρο 26 του Ν. 4491/2017 (ΦΕΚ  Α΄ 152/13-10-2017), προκύπτει ότι στην περίπτωση κατά την οποία η υπόθεση υπάγεται, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, τότε αρμόδιο για την εκδίκαση αυτής καθίσταται το Εφετείο, και μάλιστα υπό πενταμελή σύνθεση, όταν η διαφορά, είτε από τη σύμβαση είτε από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, σε περίπτωση άκυρης συμβάσεως, αφορά στην εκτέλεση δημόσιου έργου που αποβλέπει στην εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού (ΑΠ 1284/2015, ΑΠ 1056/2014). Η υπαγωγή μιας συμβάσεως έργου υπό το ιδιαίτερο νομοθετικό καθεστώς των διατάξεων του Ν. 3669/2008  προϋποθέτει μεταξύ των άλλων ότι το αντικείμενο  αυτής  συνίσταται   στην  εκτέλεση δημοσίου έργου,  όπως το εννοιολογικό αυτού περιεχόμενο προσδιορίζεται ανωτέρω, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή ο χαρακτηρισμός της (οικείας εργολαβικής) συμβάσεως ως διοικητικής ή μη. Ο χαρακτηρισμός αυτός απλώς προσδιορίζει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου (διοικητικού ή πολιτικού) προς επίλυση των εκ της εργολαβίας διαφορών (ΑΠ 1066/2018). Οι διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, εξάλλου, εφαρμόζονται και στην περίπτωση δημόσιου έργου λόγω ακυρότητας της σύμβασης. Έτσι η εξαιρετική αρμοδιότητα του Εφετείου καλύπτει και τις αξιώσεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που γεννώνται από την εκτέλεση δημόσιου έργου, όταν η σχετική σύμβαση είναι άκυρη, αφού και στην περίπτωση αυτή η αγωγή έχει ως ιστορική βάση για τον προσδιορισμό της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό την εκτέλεση του δημόσιου έργου και συνεπώς συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος (ΑΠ 1102/2018, ΑΠ 1284/2015, ΑΠ 1056/2014, ΑΠ 1499/2009). Το παραπάνω νομοθετικό καθεστώς, κατά το οποίο οι διαφορές από εκτέλεση δημοσίου έργου υπάγονταν, είτε στη δικαιοδοσία των διοικητικών Δικαστηρίων, όταν επρόκειτο για διοικητική σύμβαση, έστω και αν η αξίωση θεμελιωνόταν στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις και ιδρυόταν εξαιρετική καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του διοικητικού Εφετείου, είτε στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, όταν επρόκειτο για ιδιωτικού δικαίου σύμβαση, έστω και αν η αξίωση θεμελιωνόταν στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις και ιδρυόταν εξαιρετική καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του πολιτικού, υπό πενταμελή σύνθεση, Εφετείου, μεταβλήθηκε με τη θέσπιση των άρθρων 20 έως 28 του Ν. 4491/13-10-2017. Περαιτέρω,  με  τις  δικονομικού χαρακτήρα  διατάξεις  του  άρθρου  13  του  Ν.  1418/1984, με  τον  τίτλο  «Δικαστική  Επίλυση  διαφορών»,  αλλά  και  του  άρθρου  77  του  Ν.  3669/2008, και του άρθρου 175 του Ν.  4412/2016, πριν την τροποποίηση της τελευταίας διάταξης με το άρθρο 21 του Ν.  4491/2017 (ΦΕΚ  A΄  152/13-10-2017), ορίζεται, ως αρμόδιο  Δικαστήριο  για  την  εκδίκαση  κάθε  διαφοράς,  μεταξύ  των   συμβαλλόμενων μερών, που  προκύπτει  από  τη σύμβαση  κατασκευής  δημόσιου  έργου  και  επιλύεται  με  την άσκηση  προσφυγής,  ή  αγωγής,  το  διοικητικό  ή  πολιτικό  Εφετείο  της  περιφέρειας,  στην  οποία  εκτελείται  το  έργο  (παρ.  1, 2), συγκροτούμενο, κατά το άρθρο 64 παρ. 4 του ΕισΝΚΠολΔ, από πέντε Δικαστές. Η εξαιρετική αρμοδιότητα του διοικητικού ή πολιτικού  Εφετείου προσδιορίζεται από τον χαρακτήρα  της σύμβασης  ως  διοικητικής, ή ως  ιδιωτικής,  οπότε  ανακύπτει  αντίστοιχα δικαιοδοσία  και  καθ΄  ύλην  αρμοδιότητα,  ή  του  διοικητικού  Εφετείου,  ή  του  πολιτικού Εφετείου,  διατηρείται  δε,  η  αρμοδιότητα,  και  στην  περίπτωση,  κατά  την  οποία αντικείμενο  της  διαφοράς,  που  προέκυψε  από  την  εκτέλεση  δημοσίου  έργου, είναι  αξίωση  από  τον  αδικαιολόγητο  πλουτισμό,  γιατί  συνεχίζει  να  ισχύει  και στην  περίπτωση  αυτή  ο  δικαιολογητικός  λόγος  της  καθιέρωσης  της  εξαιρετικής καθ΄  ύλην  αρμοδιότητας  του  Εφετείου,  αφού  ιστορική  βάση  της  αγωγής  για  τον προσδιορισμό  της  αξίωσης  από  τον  αδικαιολόγητο  πλουτισμό  αποτελεί  η  για την  εκτέλεση  του  δημόσιου  έργου  υποκείμενη  σχέση,  με  βάση  την  οποία  αξιολογείται  η  διαφορά,  ως  διοικητική,  ή  ιδιωτική  (ΑΕΔ 2/1993).  Το  παραπάνω  νομοθετικό  καθεστώς,  κατά  το  οποίο  οι  διαφορές  από  την  εκτέλεση  δημοσίου  έργου  υπάγονταν,  είτε  στη  δικαιοδοσία  των  διοικητικών  Δικαστηρίων,  όταν  επρόκειτο  για  διοικητική  σύμβαση,  έστω  και  αν  η  αξίωση θεμελιωνόταν  στις  περί  αδικαιολόγητου  πλουτισμού  διατάξεις,  και  ιδρυόταν εξαιρετική  καθ΄  ύλην  αρμοδιότητα  του  διοικητικού  Εφετείου,  είτε  στη  δικαιοδοσία  των  πολιτικών  Δικαστηρίων,  όταν  επρόκειτο  για  ιδιωτικού  δικαίου  σύμβαση,  έστω  και  αν  η  αξίωση  θεμελιωνόταν  στις  περί  αδικαιολόγητου  πλουτισμού διατάξεις,  και  ιδρυόταν  εξαιρετική  καθ΄  ύλην  αρμοδιότητα  του  πολιτικού,  υπό πενταμελή  σύνθεση,  Εφετείου,  μεταβλήθηκε  με  τη  θέσπιση  των  άρθρων  20  έως 28  του  ανωτέρω  Ν.  4491/2017. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 175 του ανωτέρω Ν. 4412/2016 «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)», (ΦΕΚ A 147/ 8-8-2016), αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 του Ν. 4491/2017 και με τη νέα διάταξη καθιερώνεται αποκλειστική καθ΄ ύλην αρμοδιότητα μόνο του διοικητικού Εφετείου της περιφέρειας στην οποία εκτελείται το έργο, για κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση κατασκευής δημόσιου έργου, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, η οποία (διαφορά) επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο ως άνω διοικητικό Εφετείο, αποκλεισθείσας έτσι της αρμοδιότητας του πολιτικού Εφετείου. Ενώ αρχικά, πριν δηλαδή τη θέσπιση του Ν. 4491/2017, ο Ν. 4412/2016 και επομένως και η διάταξή του τού άρθρου 175 εφαρμοζόταν, κατά το άρθρο 376, μόνο για τις συμβάσεις των οποίων η διαδικασία σύναψης λαμβάνει χώρα μετά την έναρξη της ισχύος του, δηλαδή μετά την 8-8-2016, εντούτοις προσδόθηκε αναδρομική ισχύ στη διάταξη αυτή, του άρθρου 175, στη διάταξη, δηλαδή, που προέβλεπε τη διαδικασία της δικαστικής επίλυσης των ως άνω διαφορών, αφού με το άρθρο 23 του νεότερου Ν. 4491/2017 προστέθηκε παράγραφος 14 στο ως άνω άρθρο 376, σύμφωνα με την οποία «14. Το άρθρο 175 του ν. 4412/2016 εφαρμόζεται και στις διαφορές που ανακύπτουν από συμβάσεις έργων και μελετών που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4412/2016». Επιπρόσθετα, με το άρθρο 26 του ίδιου Ν. 4491/2017, καταργήθηκε το άρθρο 64 παρ. 4 του ΕισΝΚΠολΔ, που προέβλεπε την συγκρότηση του πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου για τις διαφορές από δημόσια έργα, στην περίπτωση που αυτές αναφύονται από ιδιωτικού δικαίου συμβάσεις, σε οποιαδήποτε νομική βάση και αν θεμελιώνονται, κατά τα ήδη λεχθέντα, ενώ με το άρθρο 28 του ίδιου Ν. 4491/2017 έγινε ειδική ρύθμιση για τις εκκρεμείς κατά την 1-11-2017 προσφυγές ή αγωγές και, ειδικότερα, προστέθηκε στο άρθρο 379 του ίδιου Ν. 4412/2016 παράγραφος 14, με το ακόλουθο περιεχόμενο «14. Προσφυγές ή αγωγές, που έχουν κατατεθεί μέχρι την 1.11.2017, δικάζονται από το Δικαστήριο, στο οποίο έχουν κατατεθεί. Εξαιρετικά, όσες από αυτές εκκρεμούν στο πολιτικό Πενταμελές Εφετείο, αλλά δεν είναι εγγεγραμμένες στο πινάκιο, γιατί έχει ματαιωθεί η συζήτησή τους, όταν επαναφερθούν για συζήτηση, θα εισαχθούν στο πολιτικό Τριμελές Εφετείο» (ΕφΔυτΜακεδ 38/2019). Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται, εκτός άλλου, ότι μετά  τη  θέση  σε  ισχύ, από  13-10-2017,  του  Ν.  4491/2017,  όλες  οι  προσφυγές,  ή  αγωγές,  οι  οποίες  αφορούν  διαφορές  από  την  εκτέλεση  δημοσίου,  δημοτικού  κ.λ.π.,  έργου  και απορρέουν  από  διοικητική  σύμβαση,  ή  από  ιδιωτικού  δικαίου  σύμβαση,  όπως  η διάκριση  αυτών  ειδικώς  εκτίθεται  στην  αρχή  της  απόφασης  αυτής,  είτε  έχουν, οι  διαφορές  συμβατικό  υπόβαθρο,  είτε,  λόγω  ακυρότητας  της  σύμβασης,  ερείδονται  στις  διατάξεις  του  αδικαιολόγητου  πλουτισμού,  ακόμα  και  αν  ανακύπτουν  από  συμβάσεις  έργων,  που  έχουν  συναφθεί  πριν  από  την  έναρξη  ισχύος του  Ν.  4412/2016, υπάγονται από 1-11-2017 και εφεξής στη δικαιοδοσία των διοικητικών Δικαστηρίων και στην αρμοδιότητα του διοικητικού Εφετείου της  περιφέρειας,  όπου  εκτελείται  το  δημόσιο  έργο. Επιπλέον, από τα άρθρα 221 παρ. 1α και 46 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, η εκκρεμοδικία, που επιφέρει η άσκηση της αγωγής, και οι εξ αυτής συνέπειες διατηρούνται και στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι καθ΄ ύλην αρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς και αποφαινόμενο γι΄ αυτό αυτεπαγγέλτως (ή και σε παραδοχή ισχυρισμού διαδίκου) παραπέμπει την υπόθεση στο καθ΄ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο.

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 17-5-2019 (αρ. καταθ. ……/2019) κλήση του ενάγοντος φέρεται προς συζήτηση η από 23-3-2017 (αρ. καταθ. …../2017) αγωγή του (καλούντος – ενάγοντος), [απευθυνόμενη ενώπιον Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κατατεθείσα στη Γραμματεία αυτού την 24-3-2017], μετά την έκδοση, την 9-1-2018, της υπ΄ αρ. 156/2018 αποφάσεως του ως άνω Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), με την οποία το ως άνω Δικαστήριο, αφού δίκασε την υπόθεση κατά τη συνεδρίαση της 1-11-2017, κήρυξε εαυτόν καθ΄ ύλην αναρμόδιο για την εκδίκαση της ένδικης διαφοράς και παρέπεμψε την εκδίκαση αυτής στο παρόν Δικαστήριο. Η απόφαση αυτή δεν προκύπτει ότι έχει καταστεί τελεσίδικη.

Με την ένδικη από 23-3-2017 (αρ. καταθ. …../2017) αγωγή του ο ενάγων, επικαλούμενος ότι είναι Πολιτικός Μηχανικός, ιστορεί ότι την 23-8-2007 συνήψε με τον εναγόμενο Δήμο ….. την υπ΄ αρ. ….. σύμβαση έργου με την οποία του ανατέθηκε η κατασκευή του έργου «………….», προκειμένου να στεγαστούν οι σχολικές τάξεις νηπιαγωγείου και γυμνασίου του Δήμου …… Ότι το ως άνω έργο ανατέθηκε απευθείας σ΄ αυτόν (ενάγοντα) κατόπιν μειοδοτικού διαγωνισμού, για το λόγο ότι προσέφερε έκπτωση 13%.Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του έργου αυτού προέκυψαν πρόσθετες (συμπληρωματικές) εργασίες από αυτές τις οποίες αφορούσε η ανωτέρω σύμβαση, κυρίως στον προαύλιο χώρο των δύο συγκροτημάτων, οι οποίες ήταν αναγκαίες και είχαν κατεπείγοντα χαρακτήρα για λόγους ασφάλειας των μαθητών, δηλαδή για την αποφυγή κινδύνου τραυματισμού αυτών. Ότι, κατόπιν τούτων, συμφώνησε προφορικά με τον εναγόμενο, όπως εκπροσωπείται, να εκτελέσει τις επικαλούμενες πρόσθετες (συμπληρωματικές) εργασίες στο ΚΕ ….. και ΚΑΠΗ …., ότι συμφώνησαν, όπως το εργολαβικό αντάλλαγμα για τις πρόσθετες (συμπληρωματικές) εργασίες προσδιορισθεί σύμφωνα με τα επίσημα εγκεκριμένα τιμολόγια ΥΠΕΧΩΔΕ, καθώς επίσης να υπολογιστεί σ΄ αυτό (εργολαβικό αντάλλαγμα) το αναλογούν ποσοστό Γενικών Εξόδων και Οφέλους Εργολάβου, ανερχόμενο σε ποσοστό 28% επί των τιμών μονάδος και η ενιαία έκπτωση ποσοστού 13% που προσέφερε και στην αρχική έγγραφη εργολαβική σύμβαση. Ότι την 21-8-2007 έως 24-8-2007, την 27-8-2007 έως 8-9-2007, την 7-9-2007, την 12-9-2007, την 15-9-2007, την 19-9-2007 και την 12-10-2007 έως 20-10-2007 το τελευταίο, του ανέθεσε απευθείας να εκτελέσει τις αναφερόμενες σ΄ αυτή (αγωγή) πρόσθετες (συμπληρωματικές) εργασίες. Ακολούθως, ισχυρίζεται ότι τα ως άνω έργα εκτελέσθηκαν και παραδόθηκαν στον εναγόμενο, ο οποίος τα παρέλαβε ανεπιφύλακτα, την 20 Οκτωβρίου 2007, καθώς επίσης ότι αυτά εκτελέστηκαν για την εξυπηρέτηση καθηκόντων του εναγομένου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ευθύνη σωστής λειτουργίας των σχολείων δικαιοδοσίας του. Ότι η επίδικη προφορική σύμβαση που συνήψε με τον εναγόμενο είναι άκυρη, λόγω μη τηρήσεως του απαιτούμενου από το νόμο για τη σύναψή της έγγραφου τύπου. Επιπροσθέτως, ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος αρνήθηκε, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του, να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 96.762,45 ευρώ, που αντιστοιχεί στο συμφωνηθέν εργολαβικό αντάλλαγμά του, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 23%, για τις ως άνω πρόσθετες (συμπληρωματικές) εργασίες, με αποτέλεσμα να καταστεί αυτός αδικαιολόγητα πλουσιότερος σε βάρος του. Ότι ο πλουτισμός του εναγομένου συνίσταται στη χρηματική αποτίμηση του παρασχεθέντος έργου ή στην ισόποση δαπάνη που αυτό εξοικονόμησε και θα υποβαλόταν, εάν ανέθετε την εκτέλεση του έργου με έγκυρη σύμβαση σε άλλο πρόσωπο με τα ίδια επαγγελματικά προσόντα. Με βάση το ιστορικό ζητεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 96.762,45 ευρώ, που αντιστοιχεί στο εργολαβικό αντάλλαγμά του (αξία εργασιών με γενικά έξοδα και εργολαβικό όφελος), συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 23%, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο από τότε που ο εναγόμενος κατέστη υπερήμερος για κάθε επιμέρους ποσό, επικουρικά από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στα δικαστικά του έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ένδικη αγωγή, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη νομική σκέψη της παρούσας, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας των πολιτικών Δικαστηρίων προς εκδίκασή της (άρθρα 1, 2 και 4 του ΚΠολΔ), (διότι υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών Δικαστηρίων), προϋπόθεση που σε κάθε περίπτωση ερευνάται και αυτεπαγγέλτως. Ειδικότερα, με βάση τα εκτιθέμενα σ΄ αυτήν (αγωγή), αλλά και από την επισκόπηση των προτάσεων των διαδίκων και των εγγράφων που παραδεκτώς προσκομίζουν με επίκληση, ανάμεσα στα οποία η υπ΄ αρ. πρωτ. …. της 23-8-2007 εργολαβική σύμβαση, η οποία (επισκόπηση) παραδεκτώς χωρεί σε αυτό to διαδικαστικό στάδιο, δεδομένου ότι συνάπτεται με την κατά τα ανωτέρω αυτεπαγγέλτως ερευνώμενη από το Δικαστήριο διαδικαστική προϋπόθεση της δικαιοδοσίας του, προς εκδίκαση της επίδικης διαφοράς (άρθρο 4 εδ. α΄ του ΚΠολΔ), για την οποία, μάλιστα, έχει υποβληθεί και σχετικός ισχυρισμός εκ μέρους του εναγομένου, έστω στηριζόμενος σε άλλη αιτιολογία, η ένδικη απαίτηση ανέκυψε από πρόσθετες (συμπληρωματικές) εργασίες που, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, εκτελέστηκαν από τον ίδιο, στο πλαίσιο εκτέλεσης του έργου «……………», το οποίο είχε αναλάβει και εκτελούσε με βάση την, υπογραφείσα μεταξύ του ίδιου και του εναγομένου, υπ΄ αρ. πρωτ. …… της 23-8-2007 έγγραφη έγκυρη εργολαβική σύμβαση, με την οποία του ανατέθηκε η εκτέλεση του έργου αντί συμφωνηθέντος εργολαβικού ανταλλάγματος ποσού 227.796,02 ευρώ. Η εν λόγω σύμβαση συνήφθη έχοντας υπόψη οι συμβληθέντες-διάδικοι, μεταξύ άλλων, τον Ν. 3263/2004, τον Ν. 3310/2005, τον Ν. 1418/1984 και τα εκτελεστικά του ΠΔ 609/1985 και 171/1987 περί εκτελέσεως Δημ. Έργων και ειδικότερα το άρθρο 5 του 1418/1984, το άρθρο 26 του 609/1985, καθώς και το άρθρο 7 του 171/1987 που διέπουν τις συμβάσεις κατασκευής των έργων. Ειδικότερα συμφωνήθηκε, μεταξύ των διαδίκων, ότι ο εναγόμενος Δήμος, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, αναθέτει στον ενάγοντα την εκτέλεση του έργου «……………..», ότι το έργο θα εκτελεστεί σύμφωνα με τον Ν. 1418/1984 και τα εκτελεστικά του διατάγματα 609/1985 και 171/1987, τα τεύχη της υπ΄ αρ. …./2007 μελέτης, τις οδηγίες επίβλεψης αντί του ποσού των 227.796,02 ευρώ και ότι η αποπεράτωση του έργου θα γινόταν εντός ενός μηνός της προθεσμίας αυτής αρχομένης από την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης. Ο ενάγων -δεύτερος των συμβαλλομένων- ανάδοχος του έργου δέχθηκε ανεπιφύλακτα όλους τους ως άνω όρους της σύμβασης και κατέθεσε την υπ΄ αρ. ………./13-8-2007 εγγυητική επιστολή καλής εκτέλεσης του ΤΣΜΕΔΕ, ποσού 11.050 ευρώ. Το εν λόγω έργο «………..» προκειμένου να στεγαστούν οι σχολικές τάξεις νηπιαγωγείου και γυμνασίου του Δήμου ……………, αποτελεί δημόσιο έργο, κατά την έννοια που αναλύεται στη νομική σκέψη της παρούσας, και δη έργο που εξυπηρετεί δημόσιο, δημοτικό εν προκειμένω, σκοπό, δοθέντος ότι οι αρμοδιότητες των Δήμων αφορούν, κατά τον επίδικο χρόνο, κατά το άρθρο 75 παρ. 1 περ. στ΄ 1 του Ν. 3463/2006 «Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων», μεταξύ άλλων και, τον τομέα της παιδείας, πολιτισμού και αθλητισμού, στον οποίο περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, ιδίως:«1.Η κατασκευή, διαχείριση και βελτίωση των υλικοτεχνικών υποδομών του εθνικού συστήματος της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας Παιδείας και ιδιαίτερα η συντήρηση, η καθαριότητα και η φύλαξη των σχολικών κτιρίων.». Η ένδικη σύμβαση, από την οποία απορρέει η ένδικη διαφορά, είναι σύμβαση διοικητικού χαρακτήρα, με την έννοια που προεκτίθεται στην ίδια παραπάνω νομική σκέψη, εφόσον: 1) συμβαλλόμενος σ΄ αυτήν, αντισυμβαλλόμενος του ενάγοντος, είναι ο Δήμος …….., δηλαδή Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης – Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ), 2) η δια της αγωγής ασκούμενη αξίωση εργολαβικού ανταλλάγματος των, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, πρόσθετων (συμπληρωματικών) εργασιών, που εκτελέστηκαν, και η οποία (αξίωση) επιχειρείται να στηριχθεί σε αδικαιολόγητο πλουτισμό (ανεξάρτητα της ορθότητας αυτής της νομικής θεμελίωσης), συνδέεται αναπόσπαστα με την εκτέλεση του ως άνω δημοτικού έργου «Αναδιαρρύθμιση αιθουσών του ΚΕ …. και ΚΑΠΗ …..», έργου, δηλαδή, που αποβλέπει, όπως προαναφέρθηκε, στην εξυπηρέτηση δημοτικού σκοπού, και 3) διέπεται (η ανωτέρω αρχική έγγραφη σύμβαση) από το ειδικό κανονιστικό καθεστώς της νομοθεσίας κατασκευής δημόσιων έργων, όπως του Ν. 1418/1984 και του ΠΔ 609/1985, στο οποίο κανονιστικό καθεστώς περιλαμβάνεται και η κατάθεση εγγυητικής επιστολής (η οποία πράγματι κατατέθηκε), για το ποσό της οποίας ο εναγόμενος δύναται με τους όρους του νόμου να επιβάλει κατάπτωση της εγγύησης σε βάρος του ενάγοντος και εξασφαλίζει, παρεκκλίνοντας από τις κοινές διατάξεις, υπερέχουσα θέση στον αντισυμβαλλόμενο του ενάγοντος, στον εναγόμενο Δήμο, έναντι του τελευταίου (ενάγοντος-ιδιώτη), δηλαδή, θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό. Στην προκειμένη δε περίπτωση η ένδικη διαφορά, κατά τα ιστορούμενα στο αγωγικό δικόγραφο, γεννήθηκε στο πλαίσιο εκτέλεσης της οικείας έγκυρης σύμβασης, αφού, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, αφορά σε πρόσθετες (συμπληρωματικές) εργασίες της αρχικής ως άνω σύμβασης. Ως εκ τούτου η υποκείμενη σχέση που προκάλεσε, κατά τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, τον πλουτισμό του εναγομένου Δήμου ……………, είναι σχέση δημοσίου δικαίου, από διοικητική σύμβαση, δοθέντος ότι πληρούνται και τα τρία κριτήρια που απαιτούνται προς τούτο. Δεν πρόκειται, επομένως, περί διαφοράς ιδιωτικού δικαίου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, έτσι ώστε να δημιουργείται δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων [οπότε (στην περίπτωση αυτή) η αγωγή, ως εκκρεμής την 1-11-2017 σε πολιτικό Δικαστήριο, ανεξαρτήτως του ότι απευθυνόταν σε αναρμόδιο Δικαστήριο, θα υπαγόταν, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, στην εξαιρετική καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου, απορριπτομένου, κατόπιν τούτων και, του ισχυρισμού του εναγομένου ότι ανεξαρτήτως από τον χαρακτήρα της συμβάσεως ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου,  δικαιοδοσία έχουν τα διοικητικά Δικαστήρια], χωρίς τούτο να αναιρείται από το στοιχείο ότι, κατά τους ισχυρισμούς του, οι πρόσθετες (συμπληρωματικές) εργασίες εκτελέστηκαν στη συνέχεια από τον ίδιο, μετά από προφορική, χωρίς την τήρησητης νομίμως προβλεπόμενης διαδικασίας, συμφωνία με τον εναγόμενο, όπως εκπροσωπείται. Θα υπόκειτο δε ιδιωτική διαφορά και συνεπώς θα υφίστατο δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, μόνο εφόσον η εκτέλεση του όλου ένδικου δημοτικού έργου εκτελούνταν χωρίς την ύπαρξη εξ αρχής έγγραφης σύμβασης, αφού τότε, παρά την ιδιότητα του κυρίου του έργου ως ΝΠΔΔ – Δήμου και την ιδιότητα του έργου ως δημοτικού δεν θα μπορούσε, ενόψει της προφορικότητας της σύμβασης, να διαπιστωθεί η συνδρομή της τρίτης προϋπόθεσης, της υπερέχουσας, δηλαδή, θέσης του κυρίου του έργου Δήμου έναντι του αντισυμβαλλομένου του ενάγοντος, θέση που, όπως προειπώθηκε, υπάρχει στην προκειμένη περίπτωση. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ένδικη αγωγή, όπως προαναφέρθηκε, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας των πολιτικών Δικαστηρίων προς εκδίκασή της (άρθρα 1, 2 και 4 του ΚΠολΔ). Τέλος, τα δι­καστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 106, 179 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Απορρίπτει την ένδικη από 23-3-2017 (αρ. καταθ. ……./2017) αγωγή.

Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 20η Σεπτεμβρίου 2020  και δημοσιεύθηκε στις  14 Οκτωβρίου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ