ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αριθμός απόφασης
627 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιά, και από την Γραμματέα Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ
Α) Η κρινομένη έφεση της κατ’ αντιμωλία δικασθείσας και ηττηθείσας πρωτοδίκως ενάγουσας κατά της υπ’ αριθ. 458 /2018 απόφασης ειδικής διαδικασίας διαφορών του άρθρου 681Β ΚΠολΔ του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα(άρθρα 495§1, 511, 513§1περ.β και 518§1ΚΠολΔ). Κρίνεται επομένως τυπικώς δεκτή (άρθρο 532§1 ΚΠολΔ) και πρέπει επομένως να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το νόμω και ουσία βάσιμο των λόγων αυτής (άρθρο 533§1 ΚΠολΔ).
Β)Με την υπ’ αριθ. καταθ. καταθ. ……….. /12-5-2017 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η ενάγουσα ισχυρίσθηκε τα ακόλουθα: α) ότι ο γάμος της με τον εναγόμενο έχει λυθεί αμετακλήτως και ότι η ιδία δεν δύναται να εξασφαλίσει την διατροφή της από εισοδήματα ή από περιουσία και αδυνατεί να ανεύρει κατάλληλη εργασία, επί πλέον δε ότι τούτο επιβάλλεται για λόγους επιεικείας. Βάσει των προαναφερομένων ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος πρώην σύζυγος της ίδιας να προκαταβάλλει σ’ αυτήν ως τακτική διατροφή αυτής ποσό 450 ευρώ μηνιαίως για χρονικό διάστημα δύο ετών από της επιδόσεως της αγωγής. Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε, κατ’ ουσίαν. Κατά της εκκαλούμενης απόφασης παραπονείται ο ενάγουσα, η οποία για τους αναφερομένους στην έφεση λόγους ζητεί την εξαφάνισή της και την ουσιαστική παραδοχή της αγωγής.
Γ) Από τα άρθρα 1442 και 1443 ΑΚ σε συνδυασμό προς τα άρθρα 1487 και 1493 ΑΚ, στα οποία γίνεται παραπομπή από το δεύτερο των ως άνω άρθρων, συνάγεται ότι γενική προϋπόθεση γενέσεως αξίωσης διατροφής του πρώην συζύγου, όταν ο γάμος έχει λυθεί με διαζύγιο μετά την ισχύ του Ν. 1329 /1983, είναι η απορία του δικαιούχου πρώην συζύγου και η ευπορία του υποχρέου, ενώ επιπλέον πρέπει να συντρέχει στο πρόσωπο του δικαιούχου κάποια εκ των προϋποθέσεων του άρθρου 1442 ΑΚ. Ως απορία του δικαιούχου θεωρείται η αδυναμία του πρώην συζύγου να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματα και την περιουσία του, ενώ ευπορία του υποχρέου, η οποία δεν σημαίνει κάποιο ιδιαίτερο πλούτο, είναι η δυνατότητα αυτού να παράσχει στο δικαιούχο διατροφή, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη δική του διατροφή.Έτσι είναι δυνατό, ενόψει των όλων συνθηκών (ηλικίας, υγείας, ικανότητας ή δυνατότητας προς εργασία, εισοδημάτων, περιουσίας και γενικώς ζωής) του πρώην συζύγου, συγκριτικώς πάντοτε προς την ευπορία του υποχρέου, να γεννηθεί δικαίωμα πλήρους ή συμπληρωματικής διατροφής και όταν ο πρώτος έχει μικρής έκτασης απρόσοδη περιουσία, της οποίας είτε είναι δυσχερής η εκποίηση είτε επιβάλλεται η διατήρηση για λόγους πρόνοιας προς εξασφάλισή του στο μέλλον για την αντιμετώπιση έκτακτης οικονομικής ανάγκης (βλ. ΑΠ 469 /2005, ΕλλΔνη 46: 1424). Δηλαδή, η ευπορία του δικαιούχου και η απορία του υποχρέου της -από το ζήτημα της υπαιτιότητος αποσυνδεθείσας- αξιώσεως καταβολής πλήρους ή συμπληρωματικής διατροφής εκ του νόμου κρίνονται με γνώμονα την εκ κοινωνικών λόγων επιβαλλομένη αρχή της επιεικείας, η οποία διέπει την ρύθμιση του θεσμού κατά την τετάρτη περίπτωση του άρθρου 1442 ΑΚ. Συγκεκριμένα, για να κριθεί εάν υπάρχει απορία του δικαιούχου πρέπει να εξαντληθούν όλες οι οικονομικές δυνατότητες αυτού από τα εισοδήματα ή την περιουσία του ως συνόλου δικαιωμάτων δεκτικών χρηματικής αποτίμησης, έστω και εάν στην περιουσία του περιλαμβάνονται και απρόσοδα στοιχεία, τα οποία πρέπει να απαλλοτριωθούν. Συνεπώς, απορία του δικαιούχου δεν υπάρχει όταν αυτός έχει είτε εισοδήματα είτε περιουσία (κινητή ή ακίνητη) έστω και απρόσοδη, από την ρευστοποίηση της οποίας δύναται να καλύψει τις διατροφικές του ανάγκες κατά το κρίσιμο διάστημα της αγωγής, εκτός αν η περιουσία δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί ή αυτό είναι οικονομικά ασύμφορο ή το προϊόν ρευστοποίησης δεν επαρκεί για την κάλυψη των όλων βιοτικών του αναγκών. Ενώ, βάσει της -διέπουσας τον θεσμό της μεταγαμιαίας διατροφής- αρχής της επιεικείας δεν δύναται να αξιωθεί η εκποίηση ή ανάλωση του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου, εάν η διατήρησή του επιβάλλεται εκ λόγων προνοίας προς εξασφάλιση του τέως συζύγου στο μέλλον ή προς αντιμετώπιση έκτακτης οικονομικής ανάγκης. Η προϋπόθεση της αδυναμίας του δικαιούχου προς εξασφάλιση της διατροφής αυτού από τα εισοδήματα ή την περιουσία του (ήτοι η απορία αυτού) πρέπει να συντρέχει κατά τον χρόνον της πρώτης συζητήσεως της αγωγής διατροφής, ενώ οι πρόσθετες προϋποθέσεις αφ’ ενός της αδυναμίας (λόγω ηλικίας ή υγείας) του δικαιούχου προς έναρξη ή συνέχιση άσκησης επαγγέλματος και αφ’ ετέρου της εκ λόγω επιεικείας εις πάσαν περίπτωση επιβαλλομένης επιδικάσεως διατροφής πρέπει να συντρέχουν κατά τον χρόνο έκδοσης του διαζυγίου(βλ. ΑΠ 1414 /2017, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 718392, ΑΠ 1567 /2012, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 625377, ΑΠ 294 /2010, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 868 /2004, ΕλλΔνη 45: 1621, ΑΠ 919 /2002, ΕλλΔνη 44: 1302 καιΑΠ 624 /2002, ΕλλΔνη 43: 1635). Οι διατάξεις των άρθρων 1442 και 1443 ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου και κατά συνέπεια επιτρέπεται είτε πρό του διαζυγίου είτε μετά από αυτό ο συμβατικός καθορισμός της υπό του ενός προς τον άλλο σύζυγο παρεχομένης διατροφής μετά την λύση του γάμου ή ακόμη και η συμβατική παραίτηση από την αξίωση αυτή και για το μέλλον. Ειδικώτερα, επιτρέπεται να συμφωνηθεί ότι οφείλεται διατροφή, ακόμη και αν δεν συντρέχουν οι εκ του άρθρου 1442 ΑΚ προβλεπόμενες προϋποθέσεις, υπό τις οποίες μπορεί να αξιωθεί μεταγαμιαία διατροφή και χωρίς τους χρονικούς περιορισμούς, οι οποίοι τίθενται από το άρθρο αυτό. Μάλιστα δεν αποκλείεται να συμφωνηθούν οι όροι, υπό τους οποίους παρέχεται η διατροφή αλλά να αφίεται σε μεταγενέστερη συμφωνία των μερών ο καθορισμός ή η αναπροσαρμογή του ποσού της παρεχομένης διατροφής σε ορισμένο χρονικό διάστημα, οπότε, εφ’ όσον η θέληση των μερών είναι να οφείλεται διατροφή και για το διάστημα αυτό, να πρέπει να καθορισθεί το ύψος αυτής δικαστικώς κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 271 ΑΚ, εάν δεν επακολουθήσει συμφωνία των συμβαλλομένων για το ύψος αυτής. Κατά την περίπτωση αυτή το δικαστήριο περιορίζεται στον καθορισμό του οφειλομένου, κατά τους όρους της συμβάσεως, χρηματικού ύψους της μεταγαμιαίας διατροφής και δεν ερευνά εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1442 ΑΚ. Η προσδιοριστική του ποσού διατροφής δικαστική απόφαση είναι διαπλαστική αλλά δεν αποκλείεται η δυνατότητα σωρεύσεως και καταψηφιστικού αιτήματος. Περαιτέρω από την τετάρτη περίπτωση του άρθρου 1442 ΑΚ προβλέπεται η επιδίκαση διατροφής στον πρώην σύζυγο εκ λόγω επιεικείας, δηλαδή ακόμη και αν δεν συντρέχει κάποια από τις προϋποθέσεις των πρώτης έως και τρίτης περιπτώσεων της ως άνω διατάξεως. Δηλαδή είναι δυνατόν, εφ’ όσον βεβαίως συντρέχει η γενική προϋπόθεση της απορίας του δικαιούχου και της ευπορίας του υποχρέου, να επιβάλλεται να επιδικασθεί διατροφή στον πρώην σύζυγο, εν όψει όλων των κατά τον χρόνο εκδόσεως του διαζυγίου συνθηκών ηλικίας, υγείας, ικανότητος, ή δυνατότητος προς εργασία, εισοδημάτων, περιουσίας και γενικώς ζωής του πρώην συζύγου συγκριτικώς πάντοτε προς την ευπορία του υποχρέου (βλ. ΑΠ 92 /2006, ΕλλΔνη 47: 1022).
Δ)Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, από τα έγγραφα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, και από την υπ’ αριθ. ……. /17-10-2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της ενάγουσας από τον εναγόμενο (βλ. υπ’ αριθ. …… /12-10-2017 έκθεση επίδοση του δικαστικού επιμελητή περιφερείας Εφετείου Αθηνών ………..) αποδεικνύονται τα ακόλουθα: οι διάδικοι ήλθαν σε γάμο κατά τους Κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας στο Περιστέρι νομού Αττικής την 21η Οκτωβρίου 1995. Κατά την διάρκεια του γάμου απέκτησαν ένα τέκνο τον ………… Ο γάμος λύθηκε συναινετικώς δυνάμει της υπ’ αριθ. 3000 /2014 απόφασης διαδικασίας εκουσίας δικαιοδοσίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Εν όψει της συναινετικής λύσης του γάμου οι αντίδικοι συνομολόγησαν το από 11-4-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ανατέθηκε η επιμέλεια του τότε ανηλίκου τέκνου αυτών στην ενάγουσα και ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει διατροφή ύψους 700 ευρώ μηνιαίως για το ανήλικο τέκνο αυτών μέχρι την ενηλικίωσή του. Εντός του ιδίου ιδιωτικού συμφωνητικού, με το οποίο επιπροσθέτως ρυθμίσθηκε η επικοινωνία με το ανήλικο τέκνο, ανεγράφησαν αναλυτικά τα κινητά πράγματα οικοσκευής και οικιακού εξοπλισμού, τα οποία παρέλαβε η ενάγουσα από την συζυγική οικία και υπήρξε αμοιβαία παραίτηση από το δικαίωμα αξίωσης συμμετοχής του ενός στα αποκτήματα του άλλου, η εκκαλούσα – ενάγουσα δήλωσε επίσης ότι ουδεμία αξίωση ή απαίτηση διατροφής έχει ή διατηρεί κατά του εφεσιβλήτου – εναγομένου, ότι είναι ικανή να διατρέφει μόνη της τον εαυτό της, ότι είναι ικανή για εργασία και επαγγελματικές γνώσεις έχει. Εν όψει, δε, της λύσης του γάμου με συναινετικό διαζύγιο δήλωσε ρητώς ότι παραιτείται ρητά, ανεπιφύλακτα από οποιοδήποτε δικαίωμα διατροφής στο μέλλον. Ως εκ τούτου με το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό συνομολογήθηκε έγκυρη συμφωνία μεταξύ των τότε (και ήδη πρώην) συζύγων, εντός του πλαισίου της οποίας η ενάγουσα παραιτήθηκε ρητώς και ανεπιφυλάκτως παραιτήθηκε από οποιαδήποτε αξίωση διατροφής της ίδιας (ως πρώην συζύγου), για το μέλλον. Το συγκεκριμένο ιδιωτικό συμφωνητικό δεν υπήρξε προϊόν εξαπάτησης ή εκβιασμού της ενάγουσας από τον εναγόμενο ούτε ζητήθηκε η ακύρωση αυτού εντός διετίας από της υπογραφής του (άρθρα 147, 150 και 157 ΑΚ). Ούτε από την σαφή και άνευ εδάφους ερμηνείας γραμματική διατύπωση της αντίστοιχης συμφωνίας προέκυψε ότι στο ποσόν των 700 ευρώ της μηνιαίας διατροφής του ανηλίκου τέκνου των αντιδίκων είχε συμπεριληφθεί και η διατροφή της ενάγουσας ως πρώην συζύγου, αφού μάλιστα σε επόμενο μέρος του ιδιωτικού συμφωνητικού ρητώς η ενάγουσα παραιτήθηκε από οποιαδήποτε διατροφή για το μέλλον. Μάλιστα ρητώς τα συμβληθέντα μέρη συνομολόγησαν εγγράφως εντός αυτού ότι το συγκεκριμένο ιδιωτικό συμφωνητικό αποτελεί προϊόν της ελεύθερης και αβίαστης βούλησής τους. Άλλωστε η εντός αυτού περιεχόμενη βούληση για συναινετική λύση του γάμου έχει καταστεί πλέον απρόσβλητη (βλ. ΑΠ 1666 /1997, ΤΝΠΔΣΑ ή ΕλλΔνη 39: 1290). Ορθώς, λοιπόν, η εκκαλουμένη εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει όλοι οι λόγοι έφεσης και η έφεση στο σύνολό της να απορριφθεί. Η δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί κατόπιν σχετικού αιτήματος αυτού εις βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας (άρθρα 191§2 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικώς και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας την δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, δίχως να παρίστανται οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών, την 19η Οκτωβρίου 2020.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ