Περίληψη
Σε περίπτωση απλής ομοδικίας, εάν ο δικηγόρος του ενός ομοδίκου δεν έχει υποχρέωση κατάθεσης του σχετικού γραμματίου καταβολής, γιατί εκπροσωπεί δικαιούχο νομικής βοήθειας σύμφωνα με το Ν. 3226/2004, ο δικηγόρος των άλλων ομοδίκων, οι οποίοι δεν έχουν αναγνωρισθεί ως δικαιούχοι νομικής βοήθειας κατά τον ως άνω νόμο, δεν απαλλάσσονται από την υποχρέωση κατάθεσης του σχετικού γραμματίου, αφού το ευεργέτημα της χορηγηθείσας νομικής βοήθειας είναι προσωποπαγές. Οι λόγοι έφεσης, συνιστάμενοι σε αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, αναφερόμενες είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του Δικαστηρίου είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, αφορούν την ουσία της υπόθεσης ή την μέχρι την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης διαδικασία και την επ` αυτών κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και όχι την μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης συμπεριφορά του εφεσίβλητου. Η επικοινωνία του ανήλικου τέκνου με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, ρυθμίζεται από το Δικαστήριο με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον του τέκνου, το οποίο αποτελεί το βασικό και τελικό κριτήριο της ρύθμισης. Στη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η μακροπρόθεσμη -με βάση την μελλοντική προοπτική- ανάγκη της διατήρησης της επαφής του με τον άλλο γονέα (που δεν διαμένει μαζί του) και οι επιδράσεις που αυτή θα έχει στην εν γένει ανάπτυξη και εξέλιξη της προσωπικότητας του τέκνου. Δέχεται την έφεση τυπικά και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.
Αριθμός 628/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με τις διατάξεις του άρθρου 61 παρ. 4 του Ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων), όπως ήδη ισχύει, ορίζεται ότι «Ο δικηγόρος για την κατάθεση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων, καθώς και για την παράσταση του κατά τη συζήτηση των ανωτέρων ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων ενώπιον των δικαστηρίων και δικαστών οφείλει, στο πλαίσιο της υποχρέωσης προκαταβολής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, να καταθέτει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, αλλιώς η αντίστοιχη διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη. Η υποχρέωση προκαταβολής της παράστασης κατά τη συζήτηση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων θεωρείται τυπική παράλειψη η οποία μπορεί να καλυφθεί μετά τη συζήτηση και πριν από την έκδοση της απόφασης, ύστερα από σχετική ειδοποίηση του πληρεξούσιου δικηγόρου από το δικαστήριο (όπως το τελευταίο αυτό εδάφιο προστέθηκε μετά το πρώτο εδάφιο της παρ.4 με το άρθρο 31 Ν.4509/2017)…», ενώ με την παρ. 3 του ιδίου ως άνω άρθρου ορίζεται ότι «Από την υποχρέωση της προκαταβολής, που ορίζεται και υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, απαλλάσσονται οι δικηγόροι όταν παρέχουν υπηρεσίες στους εαυτούς τους, καθώς και όταν εκπροσωπούν: α) διαδίκους που αναγνωρίζονται ότι δικαιούνται του ευεργετήματος πενίας, σύμφωνα με τα άρθρα 194 έως 204 του Κ.Πολ.Δ., ή δικαιούχους νομικής βοήθειας σύμφωνα με το ν. 3226/2004 (Α` 24), β)…, γ)…, δ)…». Περαιτέρω, με τις ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3226/2004 «περί νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος» ορίζεται ότι «Δικαιούχοι νομικής βοήθειας είναι οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δικαιούχοι είναι, επίσης, οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες τρίτου κράτους και ανιθαγενείς, εφόσον έχουν, νομίμως, κατοικία ή συνήθη διαμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση», ενώ με το άρθρο 2 παρ. 1 του ιδίου ως άνω νόμου ορίζεται ότι «Η νομική βοήθεια παρέχεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου. Η αίτηση αναφέρει συνοπτικά το αντικείμενο της δίκης ή της πράξης και τα στοιχεία που βεβαιώνουν τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την παροχή της βοήθειας». Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται: α) ότι από την υποχρέωση της προκαταβολής εισφορών στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο για την παράστασή τους ενώπιον των δικαστηρίων απαλλάσσονται οι δικηγόροι, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν εκπροσωπούν διαδίκους που έχουν αναγνωρισθεί ως δικαιούχοι νομικής βοήθειας σύμφωνα με το Ν. 3226/2004 και β) σε περίπτωση απλής ομοδικίας, εάν ο δικηγόρος του ενός ομοδίκου δεν έχει υποχρέωση κατάθεσης του σχετικού γραμματίου καταβολής, γιατί εκπροσωπεί δικαιούχο νομικής βοήθειας σύμφωνα με τον ως άνω νόμο, ο δικηγόρος των άλλων ομοδίκων, οι οποίοι δεν έχουν αναγνωρισθεί ως δικαιούχοι νομικής βοήθειας κατά το νόμο αυτόν, δεν απαλλάσσονται από την υποχρέωση κατάθεσης του σχετικού γραμματίου, αφού το ευεργέτημα της χορηγηθείσας νομικής βοήθειας του Ν. 3226/2004 είναι προσωποπαγές και αφορά μόνο τον αναγνωρισθέντα ως δικαιούχο αυτής (νομικής βοήθειας) και όχι τους ομοδίκους του (πρβλ. ΕφΠειρ 331/2015 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Η υπό κρίση από 7.6.2019 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../7.6.2019) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγόμενης ……….. κατά της υπ’ αριθ. 86/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 επ. ΚΠολΔ) και δέχθηκε το επικουρικό αίτημα της από 23.8.2017 αγωγής των αντιδίκων της (περί ρύθμισης της επικοινωνίας τους με το ανήλικο τέκνο της), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού το εφετήριο κατατέθηκε την 7.6.2019, δηλαδή εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης, που έλαβε χώρα την 11.1.2019 και, σε κάθε περίπτωση, πριν την επίδοση αυτής (εκκαλουμένης), η οποία (επίδοση) αποτελεί την αφετηρία της εκ του άρθρου 518 παρ. 1 προθεσμίας των 30 ημερών και η οποία έγινε, με επιμέλεια της εναγόμενης, στους ενάγοντες την 2.7.2019, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. ……./2.7.2019 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Καλαμάτας, …………… (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ). Η ως άνω έφεση παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι, λόγω της φύσεως της επίδικης διαφοράς ως οικογενειακής διαφοράς εκ του άρθρου 592 αρ. 3 ΚΠολΔ, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου από την εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευταίο ΚΠολΔ, όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο Ν. 4335/2015). Σε κάθε δε περίπτωση, η εκκαλούσα απαλλάχθηκε της υποχρέωσης καταβολής του, κατά το άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, παραβόλου, με την υπ’ αριθ. ../31.1.2019 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, αφού κρίθηκε δικαιούχος παροχής νομικής βοήθειας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 9 του Ν. 3226/2004 (ΑΠ 824/2018, ΑΠ 1073/2017 δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται, ότι η υπόθεση αυτή, με επιμέλεια της εκκαλούσας, προσδιορίσθηκε προς εκδίκαση κατά τη δικάσιμο της 2.4.2020, αφού αυτή επέδωσε στους εφεσίβλητους αντίγραφο της έφεσής της με κλήση για την ως άνω δικάσιμο (βλ. τις υπ’ αριθ. ………….΄/2.7.2019 εκθέσεις επιδόσεως της ιδίας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας). Η συζήτηση, όμως, της έφεσης αυτής κατά την ανωτέρω δικάσιμο ματαιώθηκε, σύμφωνα με το άρθρο τέταρτο παρ. 1 στοιχ. α΄ της Κ.Υ.Α. με αριθ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 21159 (ΦΕΚ 1074/27.3.2020, τ. Β΄), λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα από 28.3.2020 έως 10.4.2020, για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας, κατά τα αναφερόμενα στην από 26.3.2020 εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, και, ακολούθως, με την υπ’ αριθ. …./30.6.2020 πράξη του Εφέτη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, προσδιορίστηκε οίκοθεν προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 3.9.2020) και ενεγράφη στο πινάκιο με πρωτοβουλία της γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, εγγραφή η οποία ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ 104/30.5.2020, τ. Α΄). Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι ο πρώτος εφεσίβλητος, ……….., κατόπιν σχετικής αίτησής του, κρίθηκε δικαιούχος νομικής βοήθειας κατά τις διατάξεις του Ν. 3226/2004, με την υπ’ αριθ. …./15.7.2020 Πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία ορίσθηκε συνήγορος αυτού, ο δικηγόρος Πειραιώς ……….., προκειμένου να τον εκπροσωπήσει, ως εφεσίβλητο της υπό κρίση έφεσης της αντιδίκου του, ………., κατά την ορισθείσα δικάσιμο ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Ο ως άνω δικηγόρος εκπροσώπησε πράγματι τον ως άνω εφεσίβλητο κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 3.9.2020), καταθέτοντας και τις από 2.9.2020 προτάσεις, ενώ, επίσης, αυτός εκπροσώπησε και τους δεύτερο και τρίτη των εφεσίβλητων, ………. και …….. αντίστοιχα, οι οποίοι συνδέονται με τον δεσμό της απλής ομοδικίας με τον πρώτο εφεσίβλητο. Οι τελευταίοι, όμως, αν και δεν έχουν αναγνωρισθεί δικαιούχοι νομικής βοήθειας κατά τις διατάξεις του Ν. 3226/2004 (αφού αυτό δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, ούτε οι ίδιοι το επικαλούνται), δεν προσκόμισαν, για την παράστασή τους στο Δικαστήριο τούτο, το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του άρθρου 61 παρ. 1 και 4 του Ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων) σχετικό γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, ενώ, περαιτέρω, δεν ανταποκρίθηκαν στην εν λόγω υποχρέωσή τους ούτε μετά σχετική τηλεφωνική ειδοποίηση του ως άνω πληρεξούσιου δικηγόρου τους, που τους εκπροσώπησε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, αφού η ειδοποίηση αυτή έλαβε χώρα την 12.10.2020, πλην όμως η ταχθείσα προθεσμία παρήλθε άπρακτη (βλ. την σχετική επισημείωση της Γραμματέως του παρόντος Δικαστηρίου επί της δικογραφίας). Σύμφωνα, επομένως, με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας, η παράσταση των δεύτερου και τρίτης των εφεσίβλητων κατά την συζήτηση της υπό κρίση έφεσης στο Δικαστήριο τούτο, είναι απαράδεκτη και, συνεπώς, πρέπει αυτοί να δικασθούν ερήμην. Η συζήτηση, ωστόσο, θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας, για την περίπτωση άσκησης από αυτούς ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΙΙΙ. Με την από 23.8.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………/24.8.2017) αγωγή τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) οι ενάγοντες ………. (ήδη εφεσίβλητοι) ισχυρίσθηκαν ότι, από την έγγαμη σχέση που διατηρούσε ο πρώτος αυτών με την εναγόμενη …….. (ήδη εκκαλούσα), με την οποία ήδη έχουν διαταραχθεί οι σχέσεις τους και βρίσκεται σε διάσταση, απέκτησε ένα τέκνο, την ανήλικη …………, που γεννήθηκε την 25.11.2014. Ζήτησε δε ο πρώτος ενάγων να ανατεθεί στον ίδιο αποκλειστικά η άσκηση της επιμέλειας του ως άνω ανήλικου τέκνου των διαδίκων, γιατί αυτό επιβάλλει το αληθινό συμφέρον του για τους λόγους που εκθέτει στην αγωγή του, άλλως να αναλάβει την συνεπιμέλεια αυτού. Επικουρικώς δε τόσο αυτός, όσο και οι δεύτερος και τρίτη ενάγοντες, που είναι ο παππούς και η γιαγιά, αντίστοιχα, του ανήλικου τέκνου, από την πατρική γραμμή, ζήτησαν να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας τους με αυτό κατά τον τρόπο που υποδεικνύουν στην αγωγή τους με την απειλή σε βάρος της εναγόμενης μητέρας του, προσωπικής κράτησης και χρηματικής ποινής για κάθε παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εξέδωσε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 επ. ΚΠολΔ), την υπ’ αριθ. 86/2019 οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμο, το κύριο αίτημα της ως άνω αγωγής (περί ανάθεσης στον πρώτο ενάγοντα της επιμέλειας, άλλως της συνεπιμέλειας του ανήλικου τέκνου του με την εναγόμενη), δέχθηκε εν μέρει το επικουρικό αίτημα της αγωγής των εναγόντων, ρυθμίζοντας το δικαίωμα επικοινωνίας αυτών με το ως άνω ανήλικο τέκνο, με τον αναφερόμενο σ’ αυτήν (απόφαση) τρόπο και χρονική συχνότητα, με την απειλή σε βάρος της εναγομένης προσωπικής κράτησης και χρηματικής ποινής για κάθε παράβαση της σχετικής διάταξης της εκδοθείσας απόφασης. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης παραπονείται ήδη η εναγομένη, με την υπό κρίση έφεσή της για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, άλλως την μεταρρύθμισή της κατά το μέρος που δέχθηκε το επικουρικό αίτημα της ως άνω αγωγής, ώστε να καθορισθεί η επικοινωνία των αντιδίκων της με το ανήλικο τέκνο της με τον τρόπο που αυτή υποδεικνύει με την έφεσή της, ήτοι με μικρότερη χρονική διάρκεια και συχνότητα. Σημειώνεται, ότι το κεφάλαιο της εκκαλούμενης απόφασης, με το οποίο απορρίφθηκε το κύριο αίτημα της ως άνω αγωγής περί ανάθεσης στον πρώτο ενάγοντα της επιμέλειας, άλλως της συνεπιμέλειας του ανήλικου τέκνου του με την εναγόμενη, δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης και, συνακόλουθα, δεν μεταβιβάζεται στο παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο (άρθρο 522 ΚΠολΔ).
IV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα κατά τα άρθρα 118 έως 120 απαιτούμενα στοιχεία και τους λόγους της έφεσης, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 527 του ίδιου Κώδικα, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία. 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι οι λόγοι έφεσης, συνιστάμενοι σε αιτιάσεις (παράπονα του διαδίκου) κατά της εκκαλούμενης απόφασης, αναφερόμενες είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του Δικαστηρίου είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος (ΑΠ 584/2019, ΑΠ 1574/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφορούν την ουσία της υπόθεσης ή την μέχρι την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης διαδικασία και την επ` αυτών κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, από την οποία δύναται να παραχθεί ουσιαστικό δεδικασμένο υπό την έννοια των άρθρων 321 επ. του ΚΠολΔ και όχι την μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης συμπεριφορά του εφεσίβλητου (ΕφΑθ 6040/1980 ΕλλΔνη 1982.609, βλ. Μ. Μαργαρίτης-Α. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Ι, άρθρο 520, αρ. 11, σελ. 810). Στην προκείμενη περίπτωση, η εκκαλούσα-εναγόμενη, με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της, ισχυρίζεται ότι ο πρώτος εφεσίβλητος-ενάγων, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και κατά τη διάρκεια ισχύος αυτής, επέδειξε μη ενδεδειγμένη συμπεριφορά στον τρόπο άσκησης της επικοινωνίας του με την ανήλικη θυγατέρα τους, α) παρεμποδίζοντας την τηλεφωνική επικοινωνία της με αυτήν, β) μη συναινώντας σε οιοδήποτε αίτημά της για αλλαγή ή μετάθεση της επικοινωνίας του με την ανήλικη και γ) ειδοποιώντας πολλές φορές, την τελευταία στιγμή, ότι δεν θα μπορέσει να ταξιδέψει από την Καλαμάτα (όπου κατοικεί) για να παραλάβει την ανήλικη προς επικοινωνία. Σύμφωνα, όμως, με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, ο ως άνω λόγος έφεσης, είναι απορριπτέος πρωτίστως ως απαράδεκτος, αφού δεν αποδίδει στην εκκαλούμενη απόφαση συγκεκριμένο σφάλμα, που να δικαιολογεί την εξαφάνιση αυτής και την εκ νέου εκδίκαση της αγωγής, επί της οποίας αυτή εκδόθηκε.
V. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1520 του ΑΚ, ο γονέας, με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, διατηρεί δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με αυτό και, στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων του ανηλίκου ως προς την άσκηση του δικαιώματος αυτού, το Δικαστήριο καθορίζει τον τρόπο κατά τον οποίο θα γίνεται η επικοινωνία. Η επικοινωνία αυτή ρυθμίζεται από το Δικαστήριο ομοίως με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον του τέκνου, ανάλογα με τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης, με συνεκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που προκύπτουν με βάση αξιολογικά κριτήρια, αντλούμενα από τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, λαμβάνοντας υπόψη και τα πορίσματα της εξελικτικής ψυχολογίας και παιδοψυχιατρικής (ΑΠ 58/2017, ΑΠ 851/2015, ΑΠ 989/2015 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως το Δικαστήριο, όταν ρυθμίζει την άσκηση του δικαιώματος της προσωπικής επικοινωνίας, κατόπιν άσκησης αγωγής πάντοτε από τον γονέα που δεν ασκεί την γονική μέριμνα ή δεν διαμένει μαζί με το τέκνο, πρέπει να προβαίνει, ενόψει των πραγματικών περιστατικών που προκύπτουν στη συγκεκριμένη υπόθεση και του καλώς εννοουμένου συμφέροντος του ανηλίκου, στην αιτούμενη ρύθμιση της προσωπικής επικοινωνίας, λαμβάνοντας υπόψη του τις προκύπτουσες συντρέχουσες συνθήκες και καθορίζοντας τον τρόπο και το χρόνο, κατά τον οποίο θα ασκείται το δικαίωμα αυτό εκ μέρους του γονέα. Εξάλλου, η επικοινωνία γονέα-τέκνου στοχεύει στη διατήρηση του δεσμού ανάμεσα στα δύο μέρη, στην ψυχοσωματική ανάπτυξη του τέκνου και την απάμβλυνση των συνεπειών της ανώμαλης εξέλιξης της συμβίωσης και των σχέσεων των γονέων, ενώ είναι τρόπος έκφρασης αισθημάτων αγάπης, ενδιαφέροντος και στοργής προς το τέκνο, τα οποία το τελευταίο απολαμβάνει από την επικοινωνία αυτή (ΕφΑθ 218/2018, ΕφΑθ 500/2018 και ΕφΠειρ 475/2016 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
VΙ. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης των μαρτύρων, …….. και ………………., που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο πρώτος με επιμέλεια του πρώτου ενάγοντος και ο δεύτερος με επιμέλεια της εναγόμενης με το σύστημα της φωνοληψίας (άρθρο 256 παρ. 3 ΚΠολΔ), οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ως άνω Δικαστηρίου, από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από τον πρώτο εφεσίβλητο υπ’ αριθ. ………../16.10.2017 ένορκες βεβαιώσεις των ………, αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Καλαμάτας, οι οποίες έχουν ληφθεί κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης, κατ’ άρθρα 421 και 422 (σε συνδ. με 591 παρ. 1) του ΚΠολΔ, κλήτευσης της αντιδίκου του (βλ. την υπ’ αριθ. …..΄/11.10.2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, . ……), μη λαμβανομένων υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων των προσκομιζόμενων από τον πρώτο εφεσίβλητο υπ’ αριθ. … και …./2017 ενόρκων βεβαιώσεων των ………. και ………., αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Καλαμάτας, αφού στην από 10.10.2017 κλήση-γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων που επιδόθηκε στην εναγομένη δεν αναφέρεται, όπως επιτάσσει το άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, το επάγγελμα των ως άνω μαρτύρων (βλ. ΑΠ 1175/2019, ΑΠ 1208/2019 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και από τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος ενάγων …….. (ήδη πρώτος εφεσίβλητος), υιός των δεύτερου και τρίτης των εναγόντων (ήδη λοιπών εφεσίβλητων), τέλεσε με την εναγόμενη …………. (ήδη εκκαλούσα) νόμιμο γάμο, κατά τον πολιτικό τύπο, στο Κερατσίνι Αττικής την 5.11.2014, από τον οποίο (γάμο) απέκτησαν ένα θήλυ τέκνο, την …………., που γεννήθηκε την 25.11.2014 (βλ. το σχετικό από 28.8.2020 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δημάρχου Περάματος). Η έγγαμη συμβίωση των ως άνω διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλά, με αποτέλεσμα την οριστική διάσπαση αυτής τον Αύγουστο του έτους 2015. Έκτοτε, το ανήλικο τέκνο διαμένει με την μητέρα του σε διαμέρισμα στο Πέραμα Αττικής επί της οδού ……. αρ. ., η χρήση του οποίου της έχει παραχωρηθεί, χωρίς αντάλλαγμα, από την φίλη της (και μάρτυρα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο), ……….., η οποία έχει βαπτίσει και την ανήλικη, που ήδη είναι περίπου 6 ετών. Η εναγόμενη, μητέρα της ανήλικης, ασκεί την επιμέλεια αυτής δυνάμει της υπ’ αριθ. 2339/2016 απόφασης (ήδη αμετάκλητης) του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ενώ και με την εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δεν προσβάλλεται κατά τούτο με λόγο έφεσης, κρίθηκε ότι η επιμέλεια της ως άνω ανήλικης πρέπει να συνεχίσει να ασκείται αποκλειστικά από την εναγόμενη μητέρα της. Περαιτέρω ο πρώτος ενάγων-πατέρας, κατοικεί, μαζί με τους γονείς του (δεύτερο και τρίτη των εναγόντων), στην Καλαμάτα επί της οδού Αριστείδου αρ. 36. Κατά συνέπεια, αυτός, αφού δεν διαμένει με το ως άνω τέκνο του, πρέπει και δικαιούται να απολαμβάνει του αυστηρώς προσωποπαγούς και ανταποκρινόμενου στη φυσική ανάγκη αμοιβαίας στοργής και αγάπης, δικαιώματος επικοινωνίας με το εν λόγω ανήλικο τέκνο του, λαμβανομένου υπόψη και του ότι οι νεότερες ιατρικές παιδαγωγικές και ψυχολογικές επιστημονικές έρευνες, ενώ τονίζουν τη σαφή βιοκοινωνική υπεροχή της μητέρας κατά τα πρώτα έτη της ζωής του τέκνου, υπογραμμίζουν εξίσου το ρόλο του πατέρα στην πληρέστερη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων αυτού (βλ. σχετ. ΑΠ 1286/2018, ΑΠ 1132/2017 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αποτελεί, δηλαδή, γεγονός ότι απαραίτητη προϋπόθεση της ομαλής ψυχοσωματικής ανάπτυξης του ανήλικου τέκνου των ως άνω διαδίκων είναι η παρουσία και των δύο γονέων του στη ζωή του και δεν είναι προς το συμφέρον του η αποξένωσή του τόσο από τον πατέρα του (πρώτο ενάγοντα), όσο και από τον παππού και την γιαγιά του από την πατρική γραμμή (δεύτερο και τρίτη των εναγόντων), εφόσον βεβαίως δεν υφίσταται κάποιος κίνδυνος για τη συναισθηματική ισορροπία και την ψυχική υγεία του. Επιπλέον, οι ενάγοντες δείχνουν την επιθυμία τους να επικοινωνούν µε το ως άνω ανήλικο τέκνο και να αναπτύξουν ψυχικό και συναισθηματικό δεσμό μαζί του, έχουν δε τη διάθεση και τη δυνατότητα να το φροντίζουν και να το περιποιούνται κατά το χρόνο επικοινωνίας τους µε αυτό, στο διαμέρισμά τους στην Καλαμάτα επί της οδού ……………, το οποίο είναι κατάλληλα διαμορφωμένο για να διαμένει εκεί αυτό (ανήλικο). Σημειώνεται, ότι ως προς το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας των εναγόντων, η εναγομένη δεν προβάλλει αντίρρηση για το δικαίωμά τους αυτό και δεν αμφισβητεί την αναγκαιότητα της προσωπικής επικοινωνίας τους µε το ανήλικο τέκνο, αλλά αντιτίθεται κυρίως στις δύο διανυκτερεύσεις αυτού στον οικία τους (ήτοι την Παρασκευή και το Σάββατο κάθε δεύτερου και τέταρτου Σαββατοκύριακου εκάστου μηνός), αντιπροτείνοντας μόνο την μία διανυκτέρευση (ήτοι το Σάββατο κάθε δεύτερου και τέταρτου Σαββατοκύριακου εκάστου μηνός), επικαλούμενη: α) ότι η ορισθείσα επικοινωνία της ανήλικης με τους ενάγοντες (ήτοι κάθε δεύτερο και τέταρτο Σαββατοκύριακο εκάστου μηνός από ώρα 18.00 της Παρασκευής έως ώρα 19.00 της Κυριακής), στερεί αυτήν (ανήλικη) από τη δυνατότητα να συμμετέχει σε δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα ιδίως την Παρασκευή απόγευμα και βράδυ, όπως παιδικά «πάρτι», συγκεντρώσεις γονέων, εξορμήσεις αναψυχής και μπαλέτο, β) ότι η ανήλικη, λόγω της ψυχικής πίεσης που δέχεται από την συχνότητα της ορισθείσας επικοινωνίας της με τους ενάγοντες, αρνείται να επικοινωνήσει με αυτούς και γ) ότι η, με την εκκαλούμενη απόφαση, ρύθμιση της επικοινωνίας της ανήλικης με τους ενάγοντες, αποτελεί μόνιμη πηγή εντάσεων και συγκρούσεων μεταξύ τους. Ως προς τις αιτιάσεις αυτές της εναγόμενης-εκκαλούσας πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Κατ’ αρχάς, ο πρώτος ενάγων-πατέρας και η εναγόμενη-μητέρα, των οποίων οι σχέσεις είναι εξαιρετικά τεταμένες, δεν πρέπει να καθιστούν το τέκνο τους αποδέκτη των προβλημάτων τους, ούτε να τα αναμειγνύουν στις προσωπικές τους έριδες, αλλά οφείλουν να το διαπαιδαγωγούν κατά τρόπο, ώστε να τρέφουν αισθήματα σεβασμού και αγάπης εξίσου και προς τους δύο γονείς τους, μετά των οποίων συνδέονται με άρρηκτο φυσικό δεσμό. Περαιτέρω, η ελεύθερη, δηλαδή η χωρίς τις επιδράσεις των γονέων και τρίτων θέληση του τέκνου αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα στη ρύθμιση και πραγματοποίηση της επικοινωνίας. Ειδικότερα, το Δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη θέληση του τέκνου, ιδίως όταν η ηλικία και η ωριμότητά του είναι τέτοια, ώστε να του επιτρέπουν να διαμορφώσει δική του βούληση ανεπηρέαστη από επιδράσεις των γονέων ή τρίτων. Όταν, όμως, το τέκνο είναι μικρότερης ηλικίας (όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση) και αρνείται την επικοινωνία (ακόμη και εάν ήθελε θεωρηθεί, στην συγκεκριμένη περίπτωση, ότι αυτό είναι αληθές), ο γονέας που ασκεί την επιμέλεια (δηλαδή η εναγόμενη-μητέρα) υποχρεούται να προβεί στην κατάλληλη διαπαιδαγώγησή του, εξηγώντας σ’ αυτό την σημασία της επικοινωνίας και βοηθώντας το να αλλάξει την τυχόν αρνητική γνώμη του (βλ. σχετ. Κ. Παπαδόπουλος, Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τόμ. Β΄, παρ. 228, σελ. 320-321). Εξάλλου, όπως εκτέθηκε και στη νομική σκέψη στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο της παρούσας, η επικοινωνία του ανήλικου τέκνου με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, ρυθμίζεται από το Δικαστήριο με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον του τέκνου, το οποίο αποτελεί το βασικό και τελικό κριτήριο της ρύθμισης (βλ. και Α. Γεωργιάδης, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, τόμ. ΙΙ, άρθρο 1520, αρ. 8, σελ. 885). Στην δε διαμόρφωση της σχετικής κρίσης προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η μακροπρόθεσμη -με βάση την μελλοντική προοπτική- ανάγκη της διατήρησης της επαφής του με τον άλλο γονέα (που δεν διαμένει μαζί του) και οι επιδράσεις που αυτή θα έχει στην εν γένει ανάπτυξη και εξέλιξη της προσωπικότητας του τέκνου (βλ. Θ. Πουλιάδης σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΑΚ κατ’ άρθρο ερμηνεία, τόμ. VΙΙΙ, άρθρο 1520, αρ. 81, σελ. 232). Επομένως, με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, στην προκείμενη περίπτωση, κρίνεται ότι για να αναπτυχθεί, διατηρηθεί και να ενισχυθεί ο ψυχικός δεσμός του ανήλικου τέκνου τόσο µε τον πατέρα του, όσο και με τον παππού και την γιαγιά του (από την πατρική γραμμή), να καλλιεργηθούν αμοιβαία μεταξύ τους αισθήματα στοργής και αγάπης, να διατηρηθεί ο συγγενικός δεσμός τους και να µην αποξενωθούν οι ενάγοντες από αυτό, πρέπει να ρυθμιστεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας τους µε την ανήλικη ………… µε τον τρόπο που προκρίνεται από το Δικαστήριο ως ο πλέον πρόσφορος για το συμφέρον της ανήλικης τρόπος και χρόνος επικοινωνίας, ήτοι ως εξής: α) κάθε δεύτερο και τέταρτο Σαββατοκύριακο εκάστου μηνός, από ώρα 18.00 της Παρασκευής έως ώρα 19.00 της Κυριακής, εκτός του χρονικού διαστήματος από 1η έως και 14η Ιουλίου και από 1η έως και 14η Αυγούστου εκάστου έτους, οπότε η ανήλικη θα δύναται να παραθερίζει με την εναγόμενη μητέρα της, β) κατά τις εορτές των Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, από ώρα 10.00 της 23ης Δεκεμβρίου έως ώρα 19.00 της 30ης Δεκεμβρίου για τα έτη που λήγουν σε μονό αριθμό και από ώρα 10.00 της 30ης Δεκεμβρίου έως ώρα 19.00 της 6ης Ιανουαρίου για τα έτη που λήγουν σε ζυγό αριθμό, γ) κατά τις εορτές του Πάσχα, από ώρα 10.00 της Μεγάλης Τρίτης έως ώρα 19.00 της Δευτέρας της Διακαινησίμου για τα έτη που λήγουν σε μονό αριθμό και από ώρα 10.00 της Δευτέρας της Διακαινησίμου έως ώρα 19:00 της Κυριακής του Θωμά για τα έτη που λήγουν σε ζυγό αριθμό και δ) κατά τις θερινές διακοπές, από ώρα 10.00 της 15ης Ιουλίου έως ώρα 19.00 της 30ης Ιουλίου και από ώρα 10.00 της 15ης Αυγούστου έως ώρα 19.00 της 30ης Αυγούστου, ενώ ο πρώτος ενάγων θα παραλαμβάνει αυτός προσωπικά το ανήλικο τέκνο του από την κατοικία της εναγόμενης (ήτοι στο Πέραμα Αττικής επί της οδού ………… ή από την εκάστοτε κατοικία της τελευταίας, για την οποία αυτή θα τον ενημερώνει) κατά την αφετηρία ώρα και ο ίδιος θα το επιστρέφει σε αυτήν κατά τη λήξη του χρόνου εκάστης επικοινωνίας. Εξάλλου, από την εν λόγω επικοινωνία δεν αποδείχθηκε ότι θα υπάρξει κάποιος κίνδυνος για τη συναισθηματική ισορροπία και την ψυχική υγεία της ανήλικης, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγόμενη με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, αλλά, αντιθέτως, η προσωπική επικοινωνία του πατέρα (όπως και των απώτερων ανιόντων) µε την ως άνω ανήλικη θα συντελέσει, όπως προαναφέρθηκε, στην ομαλή ψυχοσωματική ανάπτυξη αυτής και στην ανάδειξη της προσωπικότητάς της, καθόσον έχει ανάγκη, ιδίως κατά την ως άνω ηλικία της κατά την οποία διαμορφώνονται τα βασικά στοιχεία της προσωπικότητάς της, της παρουσίας και των δύο γονέων της, ανεξαρτήτως από τις όποιες διαφορές έχουν αυτοί μεταξύ τους, ώστε να εξασφαλιστεί κυρίως η ισόρροπη και υγιής ανάπτυξη της προσωπικότητάς της. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι και η ίδια η εκκαλούσα-εναγόμενη, με τις κατατεθείσες στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο προτάσεις της, προτείνει, για την περίπτωση που γίνει δεκτό το περί επικοινωνίας επικουρικό αίτημα της αγωγής, αυτή (επικοινωνία) να ρυθμιστεί για τα Σαββατοκύριακα εναλλάξ (ήτοι 2 φορές το μήνα) ως εξής: «από ώρα 18.30 της Παρασκευής έως Κυριακή και ώρα 20.00», αποδεχόμενη, δηλαδή, τη διανυκτέρευση της ανήλικης στην κατοικία των εναγόντων και την Παρασκευή προς Σάββατο. Η όψιμη δε άρνηση της εναγόμενης στην εν λόγω διανυκτέρευση της Παρασκευής, που προβάλλεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, δεν δικαιολογείται επαρκώς και με πειστικό τρόπο από αυτήν, ενώ, σε κάθε περίπτωση, ουδόλως αποδείχθηκε, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ότι είναι αναγκαία η περικοπή της διανυκτέρευσης αυτής (της Παρασκευής) της ανήλικης στην οικία των εναγόντων, ενόψει και της χρονικής διάρκειας του ταξιδιού (και μάλιστα για δύο Σαββατοκύριακα κάθε μήνα) του πρώτου ενάγοντος-πατέρα α) από την Καλαμάτα (όπου κατοικεί αυτός) στο Πέραμα Αττικής (όπου κατοικεί η εναγόμενη) προς παραλαβή της ανήλικης για την πραγματοποίηση της επικοινωνίας των εναγόντων με την ανήλικη στην οικία τους στην Καλαμάτα και β) από Καλαμάτα στο Πέραμα την Κυριακή βράδυ για την επιστροφή της ανήλικης στην κατοικία της εναγόμενης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο ρύθμισε, με τον ίδιο ως άνω τρόπο, το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας των εναγόντων με το ανήλικο τέκνο, δεν έσφαλε στην κρίση του, σχετικά με την χρονική διάρκεια και συχνότητα της επικοινωνίας τους με αυτό, απορριπτόμενων, ως ουσιαστικά αβάσιμων, των σχετικών (πρώτου και τρίτου) λόγων της έφεσης της εναγόμενης μητέρας, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα.
VΙΙ. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ της εκκαλούσας και του πρώτου εφεσίβλητου, λόγω της σχέσης αυτών ως συζύγων (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην των δεύτερου και τρίτης των εφεσίβλητων και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Ορίζει το παράβολο, για την περίπτωση άσκησης από τους ως άνω εφεσίβλητους (δεύτερο και τρίτη) ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για έκαστο αυτών.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 7.6.2019 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../2019) έφεση της ……… κατά της υπ’ αριθ. 86/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα, στο σύνολό τους, μεταξύ της εκκαλούσας και του πρώτου εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 20 Οκτωβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ