ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Περίληψη
Μίσθωση σε νπδδ, μείωση μισθώματος μονομερώς ν. 4002/2011 4081/2012, σύμφωνες με το Σύνταγμα οι διατάξεις, απορρίπτει έφεση
Αριθμός απόφασης :
592/ 2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 26-07-2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………./2019 έφεση της δεύτερης ενάγουσας – εκκαλούσας κατά της με αρ. 4236/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε παρήλθε τριετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 εδ. β`, 516 § 1 517 § 1 Κ.Πολ.Δ.), ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 § 3 A β) ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. ……… e παράβολο ποσού 100 €). Εξάλλου μετά την έκδοση της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 14.7.2019, απεβίωσε η πρώτη ενάγουσα – εκκαλούσα, η οποία κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από την δεύτερη ενάγουσα θυγατέρα της, όπως αναφέρει η τελευταία στο δικόγραφο της έφεσής της και προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα (την με αρ. 31/1/2019 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιάρχου του Δήμου Πεντέλης, το υπ΄αρ. πρωτ. ………/23.7.2019 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου Πεντέλης και τα με αρ. .. και …./16.1.2020 πιστοποιητικά του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου περί μη δημοσίευσης διαθήκης και μη αποποίησης κληρονομίας). Με δεδομένο ότι ο θάνατος της πρώτης ενάγουσας επήλθε μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης δεν υπάρχει στάδιο για την εφαρμογή των διατάξεων περί διακοπής της δίκης, όμως πλέον φορέας του δικαιώματος είναι μόνο η δεύτερη – ενάγουσα εκκαλούσα η οποία έχει υπεισέλθει στη δικονομική θέση της πρώτης ενάγουσας και μόνο αυτή πλέον (η δεύτερη ενάγουσα) νομιμοποιείται για την άσκηση της έφεσης (άρθρο 516 ΚΠολΔ. ΑΠ 743 / 2017, ΑΠ 1544/2014, Μπαλογιάννη/Ευθυμίου στον ΚΠολΔ Απαλαγάκη, άρθρο 516. αρ.6). Κατόπιν αυτών, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).
Με την αγωγή τους επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, οι ενάγουσες εξέθεταν ότι η πρώτη ενάγουσα ενεργώντας από κοινού με τον αποβιώσαντα ……. σύζυγο της πρώτης και πατέρα της δεύτερης ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, με το από 17.2.2004 ιδιωτικό συμφωνητικό εκμίσθωσαν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ) ένα ακίνητο κείμενο στη Νίκαια, στην οδό ………, όπως αυτό περιγράφεται στην αγωγή, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για τη στέγαση των Ιατρείων του ΙΚΑ Νίκαιας. Ότι μετά το θάνατο του ………… την 16.4.2-16 κατέστησαν εκ διαθήκης κληρονόμοι αυτού οι ενάγουσες (και η δεύτερη από αυτές) κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου η κάθε μία. ¨Ότι μετά από τις ενδιάμεσες συμφωνηθείσες αναπροσαρμογές αυτού, το μηνιαίο μίσθωμα από 26-7-2009 μέχρι 27-7-2010 ανήλθε στο ποσό των 9.340,62 € και από 27-7-2010 σε 9.919,74 €. ¨Ότι το ΙΚΑ μείωσε το μίσθωμα ως εξής : α) από 22-7-2010 έως 22-8-2011 στο ποσό των 9.340,62 €, β) από 22-8-2011 μέχρι την 30-9-2012 στο ποσόν των 7.472,50 € και γ) από την 1-10-2012 στο ποσόν των 5.904,26 €. Ότι οι μειώσεις αυτές των μισθωμάτων έγινα αυθαίρετα, χωρίς συμφωνία μεταξύ τους και είναι παράνομες ως αντισυνταγματικές. ¨Ότι το εναγόμενο νπδδ, το οποίο υπεισήλθε στη μισθωτική σχέση ως ειδικός διάδοχος των μισθώσεων ακινήτων, στα οποία στεγάζονταν οι Μονάδες Πρωτοβάθμιας φροντίδας, δυνάμει του ν. 4238/2014, συνέχισε να καταβάλει το ίδιο μειωμένο μηνιαίο μίσθωμα των 5.904,37 € για το διάστημα από 1.3.2014 έως 27.9.2017. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησαν να υποχρεωθεί το εναγόμενο ν.π.δ.δ., να τους καταβάλει κατ’ ισομοιρίαν το ποσό των 172.660,91 ευρώ, μήνες, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τη δήλη ημέρα καταβολής τους, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής, καθώς και να καταδικαστεί το εναγόμενο στη δικαστική τους δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη και κατά της απόφασης αυτής βάλλει η δεύτερη ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή κι ερμηνεία του νόμου.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 5 § 1 του Συντάγματος “καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα του και να συμμετέχει στην κοινωνική και οικονομική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη”. Με την διάταξη αυτή ανάγεται σε ατομικό δικαίωμα η συμμετοχή στην οικονομική ζωή της Χώρας και κατοχυρώνεται η οικονομική ελευθερία. Ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της οικονομικής και επιχειρηματικής ελευθερίας είναι η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 Α.Κ.), με την οποία, εκτός από την ελευθερία σύναψης ή μη σύναψης της σύμβασης και την ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλομένου, καθιερώνεται το δικαίωμα των συμβαλλόμενων μερών να διαμορφώνουν ελευθέρως το περιεχόμενο της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού της καταβαλλόμενης αντιπαροχής, υπό τον όρο ότι δεν παραβιάζουν το νόμο ή τα χρηστά ήθη και δεν ασκούν το δικαίωμα τους αυτό καθ’ υπέρβαση των ορίων του, όπως αυτά διαγράφονται σύμφωνα με την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό του σκοπό (άρθρο 281 Α.Κ.). Με την ελευθερία των συμβάσεων, ως εκδήλωση του δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας, δεν συμβιβάζεται κατ’ αρχήν, μεταγενέστερη επέμβαση του νομοθέτη, περιοριστική της ελευθερίας αυτής, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ελευθερία αυτή προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων ή ασκείται κατά παραβίαση του Συντάγματος ή ενέχει προσβολή των χρηστών ηθών, καθώς επίσης και κατά τις περιπτώσεις που ασκείται προς βλάβη της Εθνικής Οικονομίας (άρθρα 5 § 1, 25 § 3 και 106 § 2 του Συντάγματος – Α.Π. 1465/2001). Επομένως, νομοθετική ρύθμιση η οποία παρεμβαίνει σε συμβατική σχέση για λόγους προστασίας της εθνικής οικονομίας εισάγοντας ακόμη και βλαπτική μεταβολή για το ένα μέρος, συνιστά εξαιρετικό δίκαιο, με το οποίο, σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας (Ολομ. Α.Π. 4/1998 και Ολομ. ΣτΕ 3037/2008, 3047/2006 1909/2001). Εξάλλου, με το αρθρ. 25 § 1 (δ) του Συντάγματος, ορίζεται ότι οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή αυτή, που η νομολογία των δικαστηρίων, στο πλαίσιο του κράτους δικαίου, παγίως αναγνώριζε ως ισχύουσα και πριν ακόμη από την αναγωγή της σε ρητή συνταγματική έννοια, απαιτεί οι επιβαλλόμενοι από το νομοθέτη περιορισμοί στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων να οριοθετούνται με βάση τα εννοιολογικά στοιχεία της προσφορότητας και της αναγκαιότητας του λαμβανόμενου μέτρου και της αναλογίας του προς τον επιδιωκόμενο με αυτό σκοπό (Ολομ. Α.Π. 10/2003). Δηλαδή, για να είναι σύμφωνοι με την παραπάνω αρχή της αναλογικότητας οι επιβαλλόμενοι από το νόμο περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων, πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα τρία κριτήρια και συγκεκριμένα να είναι α) κατάλληλοι, δηλαδή πρόσφοροι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαίοι, δηλαδή να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον ιδιώτη ή το κοινό και γ) αναλογικοί υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν (Ολομ. Α.Π. 43/2005). Επομένως, ως συνταγματική αρχή που θέτει όρια στους περιοριστικούς των ατομικών δικαιωμάτων νόμους, απευθύνεται μεν κατ’ αρχήν στο νομοθέτη, όμως η επίκληση της είναι αντίστοιχα δυνατή και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, στην περίπτωση προπάντων που ο κοινός νομοθέτης είτε έχει παραβιάσει την αρχή αυτή, θεσπίζοντας με νόμο υπέρμετρους περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων, οπότε ο δικαστής, ελέγχοντας τη συνταγματικότητα του νόμου, οφείλει να μην εφαρμόσει αυτόν κατά τη ρητή επιταγή του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος, είτε έχει παραλείψει να ασκήσει τις συνταγματικές του υποχρεώσεις, καταλείποντας κενό, οπότε η αρχή της αναλογικότητας καλείται επικουρικά σε εφαρμογή (Ολομ. Α.Π. 6/2009). Δηλαδή άμεσος αποδέκτης της επιταγής για σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας είναι ο κοινός νομοθέτης, όταν αυτός θεσπίζει περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων με βάση τη συνταγματική επιφύλαξη υπέρ του νόμου, την οποία και υλοποιεί, όχι δε και ο δικαστής, ο οποίος πάντως οφείλει να ελέγχει αν η αρχή αυτή έχει τηρηθεί και σε αρνητική περίπτωση να αρνείται την εφαρμογή του νόμου ως αντισυνταγματικού (Ολομ. Α.Π. 27/2008, Α.Π. 123/2010). Υπό την έννοια αυτή η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας δεν ιδρύει αυτοτελή λόγο αναίρεσης (Α.Π. 350/2009), αλλά προϋποτίθεται η ύπαρξη λόγου αναίρεσης για κακή εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που προσβάλλεται ως αντισυνταγματικός, οπότε κατά το σχετικό έλεγχο θα κριθεί και η συμφωνία του με την αρχή αυτή. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων “παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ει μη δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντός κράτους, όπως θέση εν ισχύι νόμους, ους ήθελε κρίνη αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών, συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον, ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων”. Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην κατά τα ανωτέρω προστατευόμενη περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και μάλιστα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, και μεταξύ αυτών και οι αξιώσεις των εκμισθωτών από τις συμβάσεις μισθώσεως, είτε αυτές αφορούν το καταβαλλόμενο μίσθωμα είτε τη συμφωνηθείσα μεταξύ των μερών αναπροσαρμογή. Έτσι, σύμφωνα, με τη ρύθμιση της ως άνω διεθνούς συνθήκης, μέσω της ισχύος νόμου είναι δυνατόν να επέρχεται απόσβεση ή κατάργηση δικαιωμάτων που έχουν απονεμηθεί με προγενέστερο νόμο, μόνον εφόσον, η κατάργηση ή απόσβεση επιβάλλεται για λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος ή ωφέλειας, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων, αφού διαφορετικά η έναντι του κοινού νομοθέτη προστασία των περιουσιακών αυτών δικαιωμάτων θα έμενε χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα (βλ. για τα προαναφερόμενα και Ολομ. Α.Π. 6/2007, Ολομ. Α.Π. 40/1998). Εξάλλου με το άρθρο 21 του Ν. 4002/2011 “Τροποποίηση της Συνταξιοδοτικής Νομοθεσίας του Δημοσίου – Ρυθμίσεις για την ανάπτυξη και τη δημοσιονομική εξυγίανση – Θέματα αρμοδιότητας Υπουργείων Οικονομικών, Πολιτισμού και Τουρισμού και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης” (ΦΕΚ 180Α/22- 08-2011), προβλέφθηκε η μείωση, από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, κατά 20%, όλων των μισθωμάτων μισθώσεων στις οποίες μισθωτής είναι το Δημόσιο και οι φορείς του Δημόσιου Τομέα. Σύμφωνα με την διάταξη αυτή, το νέο μίσθωμα ορίζεται στο ύψος εκείνου που καταβαλλόταν τον Ιούλιο του 2010, μειωμένο κατά 20%. Περαιτέρω, ορίζεται στην ανωτέρω διάταξη ότι, σε περίπτωση κατά την οποία τα μισθώματα αυτά έχουν αναπροσαρμοσθεί (αυξηθεί) μετά την 1-7-2010, η αναπροσαρμογή αυτή καταργείται και η καταβληθείσα συμψηφίζεται με τα οφειλόμενα μισθώματα, ενώ μέχρι την 30-6-2013 απαγορεύεται οποιαδήποτε αναπροσαρμογή τους. Επίσης με το άρθρο 2 του Ν. 4081/2012 “Περιστολή Δημοσίων δαπανών, ρύθμιση θεμάτων δημοσιονομικών ελέγχων και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 184 Α/27-09-2012), προβλέφθηκε νέα κλιμακωτή μείωση από 1-10-2012, όλων των μισθωμάτων μισθώσεων στις οποίες μισθωτής είναι το Δημόσιο και οι φορείς του Δημόσιου Τομέα. Σύμφωνα με την διάταξη αυτή, η νέα μείωση για ποσό μηνιαίου μισθώματος έως τα χίλια (1.000) ευρώ, ανέρχεται σε ποσοστό 10%, ενώ κατά την παρ. 4 του ανωτέρω άρθρου τα αναπροσαρμοσμένα ως άνω μισθώματα δεν επιτρέπεται να αυξηθούν πριν την 1-1-2015. Η κατά τα ανωτέρω νομοθετική παρέμβαση σε υφιστάμενες ενοχικές σχέσεις και η περαιτέρω κατάργηση των πιο πάνω ενοχικών αξιώσεων, ναι μεν αφορά όλους τους εκμισθωτές ακινήτων για τη στέγαση δημοσίων υπηρεσιών και δεν είναι αντίθετη με την αρχή της ισότητας του άρθρου 4 § 1 του Συντάγματος, ούτε είναι αντίθετη με την αρχή της ισότητας των δημοσίων βαρών του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος, γιατί δεν αφορά συνεισφορά σε δημόσια βάρη, ούτε αφορά άσκηση δικαιώματος για να αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 25 §. 3 του Συντάγματος, αλλά είναι αντίθετη στα άρθρα 5 και 17 του Συντάγματος και 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Όμως, η νομοθετική αυτή παρέμβαση σε υφιστάμενες ενοχικές σχέσεις, όπως προκύπτει από τη διατύπωση των ως άνω διατάξεων, τη γενικότητα τους και τους λόγους θέσπισης τους, αφορά πρόσκαιρο εξαιρετικό δίκαιο, που εντάσσεται στην κατάσταση ανάγκης που βιώνει η ελληνική οικονομία, που καταλαμβάνει όλες τις συμβάσεις μίσθωσης που έχει συνάψει το νομικό πρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου αλλά και όλοι οι φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ανεξαρτήτως των ειδικών συνθηκών και των όρων που τις διέπουν, με μοναδική εξαίρεση την περίπτωση μισθώσεων στις οποίες οι εκμισθωτές είχαν οικειοθελώς συμφωνήσει και προβεί σε μείωση του μισθώματος πριν την ισχύ του νόμου, ο οποίος εκ τούτου καταλαμβάνει τις περιπτώσεις μισθώσεων στις οποίες οι εκμισθωτές δεν συναινούν οικειοθελώς στην μείωση. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας των ως άνω διατάξεων προκύπτει, άλλωστε, από την περιορισμένη χρονική τους ισχύ και αποσκοπεί στην προσαρμογή των ισχυόντων συμβατικών όρων στις νέες συνθήκες, για λόγους προστασίας επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, ήτοι για τη διασφάλιση της δημοσιονομικής ισορροπίας του Κράτους με την περικοπή των δημοσιονομικών εξόδων του (οι συγκεκριμένες διατάξεις είναι άλλωστε ενταγμένες σε νομοθέτημα που περιέχει διατάξεις για τη δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας). Η ως άνω νομοθετική επέμβαση σε συνεστημένη συμβατική σχέση είναι επιτρεπτή ως εξαιρετικό μέτρο περιορισμού ατομικών δικαιωμάτων από ενοχική σχέση, διότι με τις ως άνω διατάξεις του Ν. 4002/2011 και του Ν. 4081/2012 αποσκοπείται η άρση των επιβλαβών για το δημόσιο συμφέρον συνεπειών των συμβάσεων μισθώσεως στεγάσεως δημοσίων υπηρεσιών, προς αντιμετώπιση της συντρέχουσας οξείας δημοσιονομικής κρίσης και του κινδύνου χρεοκοπίας της χώρας. ¨Οπως προκύπτει και από τις εισηγητικές εκθέσεις των ως άνω νόμων, με τις ως άνω διατάξεις επιχειρείται ο εξορθολογισμός, η αναγωγή δηλαδή στο προσήκον μέτρο, των μισθωμάτων που καταβάλει το Δημόσιο και οι φορείς του δημόσιου τομέα για μισθώσεις ακινήτων που έχουν συναφθεί πριν από τον μήνα Ιούλιο του έτους 2010, ώστε να ανταποκρίνονται στη μισθωτική αξία των ακινήτων και να μην καθίσταται η εκτέλεση της μισθωτικής σύμβασης υπέρμετρα δυσμενής μονομερώς σε βάρος του Δημοσίου, ενόψει των δυσμενών οικονομικών συνθηκών που διέρχεται η χώρα. Άλλωστε, διατηρείται παράλληλα το δικαίωμα των εκμισθωτών να προσφύγουν στα αρμόδια δικαστήρια και να αμφισβητήσουν το ύψος και τη μείωση του μισθώματος και να ζητήσουν τη δικαστική αναπροσαρμογή του στο ύψος του δυνάμενου να επιτευχθεί υπό καθεστώς ελεύθερης μισθώσεως μισθώματος, πράγμα που κατοχυρώνει τυχόν δυσανάλογο περιορισμό των δικαιωμάτων τους από τη σύμβαση μισθώσεως και βρίσκεται σε συνάρτηση με το Σύνταγμα. Κατά συνέπεια οι ως άνω διατάξεις, αρχικά του άρθρου 21 του Ν. 4002/2011 και στη συνέχεια του άρθρου 2 του Ν. 4081/2012, ως εξαιρετικό μέτρο, ενόψει αφενός μεν του ορατού κινδύνου πτώχευσης της χώρας και αφετέρου του σκοπού που εξυπηρετούν, δεδομένου ότι αποσκοπούν στην άρση επιβλαβών για το δημόσιο συμφέρον συνεπειών, ναι μεν εισάγουν περιορισμούς σε ατομικά δικαιώματα και αντίκεινται προς την αρχή της επιχειρηματικής και οικονομικής ελευθερίας, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας είναι η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων και προς την αρχή της προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων και των νομίμως κεκτημένων οικονομικών συμφερόντων (άρθρα 5 παρ. 1,106 παρ. 2, 17 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ), πλην όμως δεν παραβιάζουν την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, που απαιτεί οι επιβαλλόμενοι από το νομοθέτη περιορισμοί στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων να οριοθετούνται με βάση τα εννοιολογικά στοιχεία της προσφορότητας και της αναγκαιότητας του λαμβανόμενου μέτρου και της αναλογίας του προς τον επιδιωκόμενο με αυτό σκοπό (Ολομ. Α.Π. 10/2003), αφού οι με αυτές επιβαλλόμενοι ως εξαιρετικό μέτρο περιορισμοί στην οικονομική ελευθερία και στα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα των εκμισθωτών ακινήτων για τη στέγαση δημοσίων υπηρεσιών κρίνονται κατάλληλοι και πρόσφοροι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαίοι, γιατί συνιστούν μέτρο, το οποίο, σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τους ιδιώτες εκμισθωτές και αναλογικοί υπό στενή έννοια, γιατί τελούν σε εύλογη σχέση με τον ως άνω επιδιωκόμενο σκοπό και η αναμενόμενη απ’ αυτούς ωφέλεια δεν υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν, αλλά αντίθετα συνάδουν με αυτήν (αρχή αναλογικότητας), γιατί ήταν και πρόσφορες και αναγκαίες για την επίτευξη της δημοσιονομικής ισορροπίας και τάξης στην περίοδο της οξύτατης οικονομικής κρίσης που διέρχεται η Χώρα και ως εκ τούτου κρίνονται συνταγματικές (ΑΠ 1061/2018, ΑΠ 207/2016, ΑΠ 1281/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, πρβλ. και Ολ.ΣτΕ 1972/2012, ΣτΕ 668/2012, Ολ.ΣτΕ 1909-10/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 578/2018 http://www.efeteio-peir.gr/wordpress/?p=1311, ΕφΠειρ 505/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ).
Στην προκείμενη περίπτωση, με βάση τα όσα εκτίθενται στην αγωγή, οι μειώσεις του μισθώματος (με αφετηρία το καταβαλλόμενο μίσθωμα της 30.6.2010, χωρίς νέα αναπροσαρμογή αυτού) που επέβαλε αρχικώς το δικαιοπάροχο του εναγόμενου ΙΚΑ και συνέχισε το εναγόμενο νπδδ, έγιναν κατά εφαρμογήν των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 22 του ν.4022/2011 και 2 ν. 4081/2012 (για το επίδικο χρονικό διάστημα). Οι διατάξεις αυτές καταρχάς θίγουν τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματά των εκμισθωτών, όμως με βάση τα όσα προκτέθηκαν, αποτελούν επιτρεπτή νομοθετική επέμβαση σε συνεστημένη συμβατική σχέση, αποσκοπώντας στην άρση των επιβλαβών για το δημόσιο συμφέρον, συνεπειών της σύμβασης, προς αντιμετώπιση της συντρέχουσας οξείας δημοσιονομικής κρίσης, το οποίο ως εξαιρετικό και περιορισμένης χρονικής διάρκειας μέτρο, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, αφού επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τους ιδιώτες εκμισθωτές τελεί σε εύλογη σχέση με τον ως άνω επιδιωκόμενο σκοπό και η αναμενόμενη απ’ αυτούς ωφέλεια δεν υπολείπεται της βλάβης που προκαλεί. Άλλωστε οι εκμισθωτές διατηρούν το δικαίωμά τους να προσφύγουν στα αρμόδια δικαστήρια και να αμφισβητήσουν το ύψος του παραπάνω τεκμηρίου και τη μείωση του μισθώματος. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές η κρινόμενη αγωγή στην οποία οι ενάγοντες προσβάλλουν ως παράνομες και αντισυνταγματικές τις μειώσεις του μισθώματος, χωρίς να επιδιώκουν την ανατροπή του προαναφερόμενου νόμιμου τεκμηρίου, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη. Σημειώνεται ότι η προγενέστερη αγωγή (από 18.10.2013 και με αρ. καταθ. …./2013) που μνημονεύουν ότι άσκησαν οι ενάγουσες κατά του ΙΚΑ στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με περιεχόμενο την απόδοση των μισθωμάτων που κατακρατήθηκαν για προγενέστερο χρονικό διάστημα, επί της οποίας εκδόθηκε αρχικώς η με αρ. 2509/2014 απόφαση του Δικαστηρίου, έχει απορριφθεί ως απαράδεκτη με την με αρ. 113/2016 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ώστε να μην έχει παραχθεί από αυτή δεδικασμένο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο, για τους ίδιους λόγους απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το Σύνταγμα και το νόμο, με αιτιολογίες που συμπληρώνονται με την παρούσα απόφαση (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ), ώστε οι σχετικοί λόγοι της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Συνακόλουθα η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, μειωμένα όμως ενόψει της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου άσκηση της έφεσης ποσού 100,00 €, που εκτέθηκε στο σκεπτικό άσκησης της έφεσης, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν, την έφεση κατά της με αριθμό 4236/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια ( 500) €.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο, του ηλεκτρονικού παραβόλου της έφεσης, που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 29 Σεπτεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ