Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 626/2020

Περίληψη

Προϋποθέσεις για να χαρακτηριστούν καταχρηστικοί και συνεπώς άκυροι οι Γ.Ο.Σ. με βάση τις σχετικές διατάξεις του Ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών». Φύση αλληλόχρεου λογαριασμού. Νόμιμος ανατοκισμός, ανά εξάμηνο, των τόκων, μετά το οριστικό κλείσιμο του επίμαχου αλληλόχρεου λογαριασμού από την πιστοδότρια τράπεζα, καθώς επίσης και η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 στον οφειλέτη αυτής. Μη νόμιμος ο υπολογισμός τόκων με βάση το έτος 360 ημερών, ο οποίος, όμως, οδηγεί σε μερική ακυρότητα, ως προς το ποσό που επιβαρύνθηκαν οι πιστούχοι με βάση αυτόν τον υπολογισμό. Οι ισχυρισμοί περί αμφισβήτησης κατάλοιπου ανοι­κτού λογαριασμού για να είναι ορισμένοι και παραδεκτοί, θα πρέπει να ανάγονται στα κατ’ ιδία κονδύλια του λογαριασμού που προσβάλλονται, μη αρκούσης της γενικής αμφισβήτησης της ορθότητάς του.

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

626/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά και Ελένη Σκριβάνου – Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου: α) η από 28-5-2019, με Ε.Α.Κ …./2019, έφεση και β) οι από 14-2-2020, με Ε.Α.Κ …./2020, πρόσθετοι λόγοι αυτής. Των δικογράφων αυτών πρέπει να διαταχθεί η συνεκδίκαση, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 246, 520 ΚΠολΔ).

Από τις υπ’ αρ. ………/5-8-2019 και ………../17-2-2020  εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς ……… και ………. αντίστοιχα, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι εκκαλούντες -ασκούντες τους πρόσθετους λόγους της έφεσης, προκύπτει ότι ακριβές και επικυρωμένο αντίγραφο της έφεσης αυτής, καθώς και των πρόσθετων λόγων της, με πράξη ορισμού δικάσιμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 19ης-3-2020, επιδόθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη. Κατά την παραπάνω δικάσιμο, η συζήτηση της έφεσης και των πρόσθετων λόγων ματαιώθηκε, όπως αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας απόφασης, λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων, εξαιτίας του covid-19 και επαναφέρθηκαν αυτεπαγγέλτως προς συζήτηση (με την  υπ΄αρ. 55/12-6-2020 Πράξη της ορισθείσας, από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Προέδρου Εφετών Σπυριδούλας Μακρή, σε συνδυασμό με την υπ΄αρ. 37/14-5-2020 Πράξη του ως άνω Συμβουλίου), στη δικάσιμο, η οποία, επίσης, αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, γράφτηκαν δε στο οικείο πινάκιο με πρωτοβουλία της Γραμματέα του Δικαστηρίου, που ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρο 74 παρ.2 του Ν. 4690/30-5-2020). Η εφεσίβλητη, όμως, δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου, οπότε θα δικαστεί ερήμην. Ωστόσο, η συζήτηση της έφεσης και των πρόσθετων λόγων της, θα προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 524 παρ.4 εδ.αΚΠολΔ).

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ΄αρ. 796/2019 οριστικής απόφασης, του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, όπως οι διατάξεις της ισχύουνμετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/23-7-2015, που καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά την 1-1-2016 (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), όπως εν προκειμένω, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι παρόντες διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει, ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης και από την έκδοση αυτής έως την άσκησή της έφεσης, δεν έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο της διετίας.Έχει κατατεθεί δε από τους εκκαλούντες, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3α ΚΠολΔ, το παράβολο του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κάτωθεν της προαναφερθείσας έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία της, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ).

Επίσης, παραδεκτά έχουν ασκηθεί οι ως άνω πρόσθετοι λόγοι της έφεσης, με ιδιαίτερο δικόγραφο κατά τα αναφερθέντα στην αρχή της παρούσας, δεδομένου ότι αντίγραφο αυτών επιδόθηκε στην εφεσίβλητη -καθ΄ής οι πρόσθετοι λόγοι, τουλάχιστον 30 ημέρες πριν την αρχικά ορισθείσα συζήτηση της έφεσης (όπως προκύπτει από την ανωτέρω υπ΄αρ.  ………./17-2-2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς ……………, που προσκομίζουν οι εκκαλούντες – ασκούντες τους πρόσθετους λόγους), σύμφωνα με τα οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 520 παρ.2 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να γίνουν κι αυτοί (πρόσθετοι λόγοι) τυπικά δεκτοί και να εξεταστούν περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, συνεκδικαζόμενοι με την κρινόμενη έφεση.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 2 του Ν. 3587/2007, οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών εις βάρος του καταναλωτή. Κατά δε την παρ. 7 του ίδιου παραπάνω άρθρου, αναφέρονται ενδεικτικά, περιπτώσεις γενικών όρων που θεωρούνται άνευ ετέρου από τον νόμο ως καταχρηστικοί, χωρίς να χρειάζεται ως προς αυτούς και η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 (ΑΠ 763/2017, ΑΠ 1226/2015, ΑΠ 1996/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Υπό την έννοια των παραπάνω διατάξεων, oι οποίες, ως προς τον έλεγχο των ΓΟΣ, αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ με τα αναφερόμενα σ`αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας και καταχρηστικότητας των όρων αυτών, λαμβάνεται υπόψη, κατά κύριο λόγο, το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση, όμως, της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής, χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέρoντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων εις βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης (Ολ.ΑΠ 6/2006 ΔΕΕ 2006.665, AΠ 430/2005 ΔΕΕ 2005.460). Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση, ήτοι ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργησή του (όρου) για κάθε πλευρά, πως θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες. Προκειμένου να διαπιστωθεί τυχόν καταχρηστικότητα Γ.Ο.Σ, πρέπει, με βάση τα παραπάνω, αρχικά να ερευνάται αν υπάρχει τυπική διατάραξη, ως απόκλι­ση από τη συνηθισμένη ρύθμιση, και στη συνέχεια, να ερευνάται ο βαθμός έντασης της απόκλισης, δηλαδή αν η απόκλιση αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφορά αξιολογικές εκτιμήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα. Εντέλει, κατά τον έλεγχο του κύ­ρους του περιεχομένου ενός Γ.Ο.Σ, εξετάζεται, σε πρώτη φάση, αν αντίκειται σε απαγο­ρευτική ρήτρα, που συγκαταλέγεται στην ενδεικτική απαρίθμηση του καταλόγου του άρθρου 2 παρ. 7 του Ν. 2251/1994, ο οποίος περιέχει «per se» καταχρηστικές ρήτρες. Σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος ελέγχεται κατά πόσο ο συγκεκριμένος Γ.Ο.Σ πε­ριέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου, όπως προεκτέθηκε (Ολ.ΑΠ 6/2006, ΑΠ 1987/2006). Οι Γ.Ο.Σ, επίσης, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 652/2010 ΔΕΕ 2010.943, ΑΠ 430/2005 ΔΕΕ 2005.460, Εφ.Θεσ. 459/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 4 περ. α` του Ν. 2251/1994, όπως η παρ. 4 αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 1 του Ν. 3587/2007: «α) Καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρό­σωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι και: αα) κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος, ββ) κάθε φυ­σικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαί­σιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του». Η θεσπισθείσα με τον άνω νόμο έννοια του καταναλωτή διηύρυνε τον κύκλο των προσώπων στα οποία παρέ­χεται η προβλεπόμενη από αυτόν προστασία, σε σχέση με τον κύκλο αυτών στα οποία αφορά η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993, σε εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε, και στα οποία παρείχε προστασία και ο προϊσχύσας υπ’ αριθ. 1961/1991 νόμος. Τούτο δε, διότι σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. β’ της Οδηγίας «καταναλωτής είναι κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες», ενώ σύμφωνα με την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του προϊσχύσαντος νόμου 1961/1991: «καταναλωτής είναι κάθε νομικό ή φυσικό πρόσωπο, που ενεργεί συναλ­λαγές με σκοπό την απόκτηση ή τη χρησιμοποίηση κινητών ή ακινήτων πραγμάτων ή υπηρεσιών για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών αναγκών». Ειδικότερα, καταναλω­τής, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του Ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 733/2011 ΕΕμπΑ 2011.819, ΑΠ 1738/2009 ΕλλΔνη 2011.750, ΑΠ,16/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 989/2004 ΕΕμπΔ 56.517). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η παραπάνω έννοια του καταναλωτή, κατά το Ν. 2251/1994, αποσκοπεί, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεσή του, στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος Ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του κα­ταναλωτή σε αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγ­γελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Η διεύρυνση δε αυτή δεν είναι αντίθετη προς την παραπάνω οδηγία, δεδομένου ότι το άρθρο 8 αυ­τής, που ορίζει ότι «Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθή­κη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή», επιτρέπει στον εθνι­κό νομοθέτη τη διεύρυνση της έννοιας του καταναλωτή και πάντως δεν απαγορεύει σε αυτόν τη θέσπιση όμοιας προστασίας κατά των καταχρηστικών Γ.Ο.Σ και υπέρ προσώ­πων που δεν είναι καταναλωτές κατά την έννοια του άρθρου 2β της άνω οδηγίας. Έτσι, από το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης επέλεξε έναν στενότερο ορισμό του κατανα­λωτή στην παραπάνω, ελάχιστης εναρμόνισης, οδηγία, δεν παραμερίζεται ο ευρύτερος ορισμός της εγχώριας ρύθμισης, αφού πρόθεσή του (κοινοτικού νομοθέτη) ήταν να δια­τυπώσει με τη συγκεκριμένη οδηγία κατώτατους (ελάχιστους) όρους προστασίας. Στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθε­τικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των Γ.Ο.Σ τραπεζών. Δεδομένης, όμως, της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του, ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους, πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α` του Ν. 2251/1994 δεν συ­νάγεται οποιαδήποτε πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους, αποκλείοντας το στάδιο της πε­ραιτέρω μεταβίβασής τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλ­λαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβασή τους. Έτσι υπάγονται στην προ­στασία του Ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλ­λά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών (ΑΠ 1343/2012, ΑΠ 733/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς να αποκλείεται,όμως, στη συγκεκρι­μένη περίπτωση η εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ, μετά από την υποβολή σχετικής έν­στασης από την τράπεζα, κάθε φορά που η επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή εμφανίζεται ως καταχρηστική, όπως συμβαίνει, όταν ο δανειολήπτης δεν υφίσταται έλ­λειμμα αυτοπροστασίας, διότι διαθέτει εμπειρία στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγών ή έχει τέτοια οικονομική επιφάνεια και οργανωτική υποδομή, ώστε να μπορεί να διαπραγματευθεί ισότιμα τους όρους της δανειακής του σύμβασης. Ενόψει των εκτεθέντων ο δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου θεωρείται τελικός αποδέ­κτης των πιστωτικών υπηρεσιών της τράπεζας και συνεπώς και καταναλωτής υπό την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α` του Ν. 2251/1994 (Ολ.ΑΠ 13/2015 ΧρΙΔ 2015.675). Τέλος, η ακυρότητα ενός Γ.Ο.Σ δεν επιδρά στο κύρος όλης της σύμβα­σης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με τον νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (181 ΑΚ), δηλαδή ότι τα μέρη δε θα επιχειρού­σαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σε αυτή, ως ενιαίο αδιά­σπαστο σύνολο. Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, δεν αναγνωρίζεται στον προμηθευτή η δυνατότητα να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. Εξ αντιδιαστολής, έτσι, συνάγεται ότι ο κα­ταναλωτής δεν εμποδίζεται να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι όροι της ΑΚ 181. Ειδικότερα, κατά την έννοια της διάτα­ξης του άρθρου 181 ΑΚ, ολική είναι η ακυρότητα όταν καταλαμβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, ενώ μερική είναι η ακυρότητα, εάν αφορά μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Μερική ακυρότητα υπάρχει όταν, κατά την έννοια του νόμου, η ενέργεια ακυρότητας (και όχι η αιτία – λόγος ακυρότητας), πλήττει μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Η μερική ακυρότητα δικαιοπραξίας μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας, ο δε γενικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 181 ΑΚ έχει εφαρμογή όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερα διακριτά μεταξύ τους μέρη ή όταν πρόκειται για ενιαία, εξωτερικά, δικαιοπραξία, αποτελούμενη από περισσότερες αυτο­τελείς δικαιοπραξίες, που συνάπτουν οι συμβαλλόμενοι και συναποτελούν, λόγω του περιεχομένου και του σκοπού τους, ενιαία οικονομική ενότητα και, κατά τη θέληση όλων των συμβαλλομένων μερών, οι περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, τελούν σε συνεξάρτηση και έχουν συνομολογηθεί ως ουσιώδεις, με την έννοια ότι η σύναψη της μιας έχει εξαρτηθεί από τη σύναψη της άλλης, ώστε και η ακυρότητα μίας από αυτές, να καθιστά μη ηθελημένη την ενιαία δικαιοπραξία. Για να επεκταθεί η ακυρότητα, του μέρους, σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία, πρέπει ένας από τους συμβαλλόμενους να ι­σχυριστεί και να αποδείξει, ότι η υποθετική θέληση όλων των μερών, κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη), δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρου ή της αυτοτε­λούς συμφωνίας κλπ. Η δε αναζήτηση και εξακρίβωση, της σχετικής υποθετικής βού­λησης γίνεται με χρήση υποκειμενικών κριτηρίων (αξιολογήσεις των συμβαλλόμενων, κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, οικονομικά συμφέροντα αυτών κλπ.), αλλά και με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων (φύση της δικαιοπραξίας, σκοπός αυτής κλπ.), βάσει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 772/2014 ΧρΙΔ 2014.680, Εφ.Θρακ. 21/2017, Εφ.Λαρ. 17/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, έχει τη δυνατότητα να ερευνήσει, πριν ακόμη εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση εφόσον ο εκκαλών παραπονείται για άλλο λόγο, όπως π.χ για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την αγωγή, τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, ήτοι το ορισμένο, το παραδεκτό, το νόμω βάσιμο αυτής και την καθ΄ύλη αρμοδιότητα του πρωτόδικου δικαστηρίου προς εκδίκασή της και χωρίς ειδικό παράπονο και να την απορρίψει ως μη νόμιμη ή αόριστη κ.λπ, μετά την εξαφάνισή της προσβαλλόμενης απόφασης, διότι, στην περίπτωση αυτή, δεν επιτρέπεται υποκατάσταση αιτιολογίας, αφού οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα, ως προς το διατακτικό, υφίσταται δε διαφορά ως προς την εμβέλεια του δεδικασμένου. Αν δηλ. ο εκκαλών παραπονείται για την κατ΄ουσία απόρριψη της αγωγής, μπορεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, μετά από εξαφάνιση της απόφασης, να απορρίψει την αγωγή ως αόριστη, απαράδεκτη, νόμω αβάσιμη κ.α, καθώς με αυτόν τον τρόπο δεν καθίσταται χειρότερη η θέση του εκκαλούντος (ΑΠ 140/2019, ΑΠ 258/2015, ΑΠ 92/2015, ΑΠ 1951/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη Ερμ.ΚΠολΔ, άρθρο 522 παρ.10,11). Επίσης, δεν καθίσταται χειρότερη η θέση του εκκαλούντος, αν η αγωγή, που απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως νόμω αβάσιμη, κριθεί από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ως αόριστη ή απαράδεκτη. Στην τελευταία αυτή περίπτωση (που η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως ως μη νόμιμη, ενώ ήταν αόριστη), τότε εξαφανίζεται η απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή ως αόριστη (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ο.π, υπό τα άρθρα 534, παρ.14, 536 παρ.3 και τις εκεί παραπομπές στη νομολογία, Εφ. Πειρ.78/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες εξέθεταν στην από 1-2-2018 αγωγή τους, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι η ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία ‘……………’, συνήψε, στις 14-1-2004 στον Πειραιά, με την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία ‘….., την υπ΄αρ. …./14-1-2004 σύμβαση χορήγησης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, δυνάμει της οποίας, καθώς και των αναφερόμενων στην αγωγή πρόσθετων πράξεων περί παράτασης της ισχύος μέχρι 30-6-2012 και αύξησης του ύψους του πιστοδοτικού ορίου, χορηγήθηκε από την τραπεζική αυτή εταιρία στην άνω ετερόρρυθμη εταιρία, σύμφωνα με τους αναλυτικά διαλαμβανόμενους στη σύμβαση και τις πρόσθετες πράξεις, όρους, πίστωση μέχρι του συνολικού ποσού αρχικά των 30.000 ευρώ και κατόπιν αύξησης μέχρι του ποσού των 110.000 ευρώ. Ότι, στην ανωτέρω σύμβαση και πρόσθετες πράξεις, συμβλήθηκαν ως εγγυητές οι ενάγοντες, για την τήρηση των συμβατικών όρων εκ μέρους της πιστούχου εταιρίας, συμφερόντων τους. Ότι, η σύμβαση αυτή περιέχει γενικούς όρους συναλλαγών (Γ.Ο.Σ) καταχρηστικούς, αντικείμενους στο νόμο περί προστασίας του καταναλωτή (Ν.2251/1994) αλλά και στις διατάξεις των άρθρων 178, 281 και 288 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 174 και 175 ΑΚ, κι ως εκ τούτου άκυρους. Ότι, ειδικότερα, άκυροι ως καταχρηστικοί είναι οι εξής (προδιατυπωμένοι) όροι της σύμβασης: α) Ο υπ΄αρ.1 όρος, σύμφωνα με τον οποίο επρόκειτο για σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, ενώ στην πραγματικότητα δεν συνέτρεχε περίπτωση αλληλόχρεου λογαριασμού, αλλά κοινός δανεισμός, προκειμένου η πιστώτρια τράπεζα να καρπωθεί τα αντίστοιχα οφέλη από τον επιτρεπόμενο, υπό ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους, ανατοκισμό, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, β) ο υπ΄ αρ. 6 όρος, σύμφωνα με τον οποίο  ‘’… η τράπεζα έχει το δικαίωμα να αναστείλει τη χρήση της πίστωσης η και να περιορίζει οποτεδήποτε και για οποιοδήποτε λόγο αυτήν, ακόμα και πριν γίνει χρήση της και χωρίς ειδοποίηση του πιστούχου … ‘’, γ) ο υπ΄αρ. 19 όρος της επίδικης σύμβασης, δυνάμει του οποίου προβλέπεται ότι, οι ενάγοντες, ως τρίτοι εγγυητές, αφού έλαβαν γνώση των όρων της σύμβασης, δηλώνουν ότι εγγυούνται προς την τράπεζα και υπέρ της πιστούχου για την τήρηση των όρων αυτής και για την πλήρη εξόφληση του καταλοίπου κατά το κλείσιμο του, ως πρωτοφειλέτες και παραιτούνται ρητά και ανεπιφύλακτα των ενστάσεων που απορρέουν από τα άρθρα 855 και 862 έως και 869 του ΑΚ, καθώς και κάθε άλλης ένστασής τους κατά της τράπεζας. Επίσης, παραιτούνται από τις τυχόν προσωποπαγείς ή μη ενστάσεις του πρωτοφειλέτη κατά της τράπεζα, καθώς και από το ευεργέτημα της διζήσεως, δ) οι υπ΄αρ. 2 και 6 όροι της επίδικης σύμβασης, με τους οποίους επιχειρείται απόπειρα πλασματικής αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, ε) ο υπ΄αρ. 2 παρ. 1, 2, 3, 4 όρος της σύμβασης, με τον οποίο η τράπεζα έχει δικαίωμα να τροποποιεί μονομερώς το επιτόκιο της ενήμερης οφειλής χωρίς προσδιορισμό κριτηρίων μεταβολής του επιτοκιακού περιθωρίου, βάσει του οποίου, επιβαρύνθηκαν η πιστούχος και οι εγγυητές – ενάγοντες, με επιβαλλόμενα από την τράπεζα καταχρηστικά επιτόκια, ανώτερα από τα νόμιμα εξωτραπεζικά επιτόκια (από 15-1-2004 έως 30-6-2017), με αποτέλεσμα να υποστούν ζημία ανερχόμενη στο ποσό των 50.385,28 ευρώ κατά τα αναφερόμενα στο αγωγικό δικόγραφο, στ) ο υπ΄αρ. 2.1 όρος, σχετικά με την μετακύλιση, και τον, εν συνεχεία, παράνομο τοκισμό και ανατοκισμό, της εισφοράς του Ν. 128/1975 στους ενάγοντες, με συνέπεια να διαμορφωθεί παράνομα το χρεωστικό υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού, ζ) ο υπ΄αρ. 2.8 όρος σχετικά με τον υπολογισμό των τόκων εκ μέρους της πιστώτριας, με βάση έτος 360 ημερών επί του εκάστοτε χρεωστικού υπολοίπου και όχι 365 ημερών, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί το επιτόκιο παράνομα κατά 1,3889%. Ότι, η απαίτηση της εναγόμενης σε βάρος τους είναι ανύπαρκτη, αφού δεν υφίσταται μεταξύ τους σύμβαση πίστωσης εξυπηρετούμενη μέσω αλληλόχρεου λογαριασμού. Ότι, η επίδικη σύμβαση είναι άκυρη διότι περιλαμβάνει τους παραπάνω και αναλυτικά αναφερόμενους στο δικόγραφο γενικούς όρους, οι οποίοι είναι άκυροι, κατά τα προεκτεθέντα, ως παράνομοι, άλλως ως καταχρηστικοί. Ότι, επιπροσθέτως, οι παραπάνω όροι έχουν κριθεί ως καταχρηστικοί με τις υπ’ αρ. 1219/2001 και 430/2005 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, τις υπ’ αρ. 5253/2003 και 6291/2000 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, τις υπ’αρ. 961/2007, 1119/2002 και 1208/1998 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες, μετά την άσκηση σχετικών συλλογικών αγωγών, με αποτέλεσμα να παράγεται εξ αυτών δεδικασμένο, ενώ έχει απαγορευθεί η χρήση τους σε τραπεζικές συμβάσεις με την υπ’ αρ. Ζ1-798/25-6-2008 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ Β’ 1353/11-7-2008). Ότι, περαιτέρω, η σύμβαση εγγύησης ήταν άκυρη ως αισχροκερδής, διότι υφίστατο δυσαναλoγία παροχής και αντιπαροχής, επικαλούμενοι επιπλέον την απειρία τους λόγω έλλειψης ειδικών οικονομικών γνώσεων και την εκμετάλλευση αυτής εκ μέρους της εναγόμενης η οποία τελούσε σε γνώση της.Ότι, η πιστούχος εταιρία ήταν απόλυτα συνεπής στις υποχρεώσεις της έως το διάστημα πριν από την λύση της, το δε ποσό που, σύμφωνα με την εναγόμενη, οφείλετο κατά τη λύση της, ήταν 108.000 ευρώ, για το οποίο ο πρώτος των εναγόντων είχε ζητήσει από την ……., ήδη από τον Ιούνιο του έτους 2011, μείωση του επιτοκίου και ρύθμιση της οφειλής της εταιρίας, αλλά η εναγόμενη τον υποχρέωσε να υπογράψει και νέα ρύθμιση, με την από 30-6-2011 πρόσθετη πράξη, ώστε να αποφύγει την καταγγελία της σύμβασης, απαιτώντας συγχρόνως, προς εξασφάλισή της, να εγγράψει προσημείωση υποθήκης στο ακίνητο του επί της οδού ……….., που αποτελεί την οικογενειακή του στέγη, στην οποία (εγγραφή) αναγκάστηκε να συναινέσει. Ότι, στις 29-5-2012, ο πρώτος των εναγόντων υπέβαλε την με αρ.πρωτ. ……………/29-5-2012 αίτηση περί ρύθμισης της οφειλής από την επίδικη σύμβαση, περί κλεισίματος του αλληλόχρεου λογαριασμού και μετατροπής του σε τοκοχρεωλυτικό δάνειο και μείωσης των τόκων προς την ……….., επί της οποίας, τελικά, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, έλαβαν την από 13-12-2012 έγγραφη απάντηση της τελευταίας, περί ρύθμισης οφειλής με λογιστικό υπόλοιπο κατά την άνω ημερομηνία ύψους 125.488,02 ευρώ, υπό τον όρο καταβολής έως 20-12-2012 ποσού 60.000 ευρώ έναντι της οφειλής με ταυτόχρονη υπογραφή πρόσθετης πράξης αναδοχής χρέους για ποσό 64.359 ευρώ από τους οφειλέτες (πρώτο και τρίτο των εναγόντων), με επιτόκιο 8,50 % χωρίς προσαύξηση και με διάρκεια δανείου 15 έτη και χωρίς το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού. Ότι, στις διαμαρτυρίες του πρώτου των εναγόντων για την παράνομη και καταχρηστική συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της Α.Τ.Ε, του ζητήθηκε να επανέλθει με νέα αίτηση στην ειδική διάδοχο της Α.Τ.Ε -εναγόμενη, στην οποία πράγματι προέβη, αιτούμενος ρύθμιση της οφειλής, κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού και μετατροπή του σε τοκοχρεωλυτικό δάνειο και χορήγηση όλων των εγγράφων που αφορούν τη σύμβαση και των λογαριασμών της, ώστε να ενημερωθεί για τις κινήσεις του αλληλόχρεου λογαριασμού, τις χρεοπιστώσεις, για τα επιτόκια, τις χρεώσεις και τα έξοδα που είχαν ήδη καταβληθεί, προκειμένου να ρυθμίσει τις οφειλές της πιστούχου εταιρίας. Ότι,στις 6-5-2015, μετά από δική τους επιμονή και πολλές επισκέψεις, ενημερώθηκαν από το κατάστημα Κερατσινίου της εναγόμενης ότι η οφειλή της εταιρίας ανερχόταν στο ποσό των 162.137,75 ευρώ. Μετά δε την προσφυγή τους στον τραπεζικό µεσολαβητή, η εναγοµένη τους επέδωσε απάντηση στην από 14-2-2017 εξώδικη διαµαρτυρία τους, µε την από 26-4-2017 εξώδικη καταγγελία, δυνάμει της οποίας τους γνωστοποιήθηκε ότι,στις 29-3-2017, η εναγόμενη κατήγγειλε την επίδικη σύµβαση πίστωσης και έκλεισε τον αλληλόχρεο λογαριασµό, που, κατά το οριστικό κλείσιµό του, παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 214.483,07 ευρώ, ενώ η πιστούχος εταιρία είχε ήδη κλείσει από 27-1-2012, πράγμα για το οποίο είχε ενηµερωθεί η πιστώτρια. Ότι η εναγόμενη τράπεζα, παρά τις προηγούμενες ως άνω οχλήσεις τους, μόνο όταν προέβησαν στην από 26-7-2017 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για την επίδειξη εγγράφων, με την από 9-8-2017 εξώδικη απάντηση – δήλωσή της,  τους γνωστοποίησε τα νομιμοποιητικά της έγγραφα και τους παρέδωσε, για πρώτη φορά, την αναλυτική κίνηση όλων των λογαριασµών που λειτούργησαν για την εξυπηρέτηση της επίδικηςσύμβασης και των πρόσθετων πράξεων αυτής, καθώς και πίνακα µεταβολής των επιτοκίων και θέτοντας στη διάθεση τους την αναλυτική καρτέλα του λογαριασµού εξυπηρέτησης της πίστωσης. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, όπως ειδικότερα αναλύεται στην αγωγή, οι ενάγοντες, κατ’ ορθή εκτίµηση των αιτηµάτων τους, ζητούσαν, µετά την παραδεκτή τροπή, με τις πρωτόδικες προτάσεις τους, των καταψηφιστικών αγωγικών αιτηµάτων σε αναγνωριστικά: α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της επίδικης σύµβασης µετά των πρόσθετων πράξεων που επισυνάφθηκαν σε αυτή, κατά τις διατάξεις του Ν. 2251/1994, λόγω της ακυρότητας των καταχρηστικών όρων που περιέχει, ένεκα της οποίας συµπαρασύρεται σε ακυρότητα ολόκληρη η δικαιοπραξία,άλλως, επικουρικώς, να αναγνωριστεί η ακυρότητα των αναφερόµενων σε αυτή όρων, µε σκοπό να επαναπροσδιοριστεί δικαστικά η οφειλή τους, αφού αφαιρεθεί κάθε ποσό που τους επιβαρύνει, δυνάµει των ανωτέρω άκυρων όρων, β) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της επίδικης σύµβασης και των πρόσθετων πράξεων λόγω αισχροκέρδειας και ανηθικότητας, σύµφωνα µε τα άρθρα 178 και 179 ΑΚ, άλλως κατά το άρθρο 281 ΑΚ, να αναπροσαρµοστεί η παροχή των εναγόντων ώστε αυτή να είναι σύµφωνη µε την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, να προβεί το δικαστήριο αναδροµικά από την υπογραφή της εν λόγω σύμβασης σε επανακαθορισµό των νόµιµων οφειλών τους, κατόπιν δικαστικής εκκαθάρισης, όπως ειδικότερα αναφέρεται στην αγωγή, γ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης, λόγω της αδικοπραξίας που τελέσθηκε σε βάρος τους, με βάση την προαναφερθείσα στην αγωγή συμπεριφορά της εναγόμενης διά των προστηθέντων υπαλλήλων αυτής, να καταβάλει στους δύο πρώτους των εναγόντων, κατά το ποσοστό της εταιρικής μερίδας εκάστου στην πιστούχο εταιρία, ως αποζημίωση αφενός μεν το ποσό των 66.618,97 ευρώ (από την εφαρμογή των αναφερόμενων στην αγωγή καταχρηστικών Γ.Ο.Σ), αφετέρου δε το ποσό των 103.742,40 ευρώ από εξωλογιστικούς τόκους, καθώς επίσης και το ποσό των 20.000 στον καθένα εξ αυτών ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την αδικοπραξία της εναγόμενης, όλα δε τα παραπάνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος, οι ενάγοντες αμφισβητούσαν την υποκατάσταση της εναγόμενης στις αξιώσεις που πηγάζουν εκ της εν λόγω σύμβασης, ζητώντας να υποχρεωθεί η τελευταία να προσκομίσει  τα μεταβιβαστικά της επίδικης απαίτησης έγγραφα, που τη νομιμοποιούν, ισχυριζόμενοι ότι η ένδικη οφειλή δεν εμπίπτει στα μεταβιβαζόμενα στην εναγόμενη περιουσιακά στοιχεία της ………, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ΄αρ. 796/2019 οριστική απόφασή του (εκκαλουμένη), απέρριψε συνολικά την αγωγή κι ειδικότερα, όσον αφορά στα αιτήματά της περί αναγνώρισης της ελαττωματικότητας της βασικής συμβατικής σχέσης κατά τις διατάξεις των 178,179 ΑΚ,αλλά και περί αναγνώρισης της ακυρότητας του, περιεχόμενου στη σύμβαση,όρου, περί παραίτησης των εναγόντων – εγγυητών από τις εκεί και ανωτέρω αναφερόμενες ενστάσεις και γενικά της σύμβασης εγγύησης  ως καταπλεονεκτικής, καθώς και της ακυρότητας του όρου περί δυνατότητας της εναγόμενης να αναστείλει τη χρήση της πίστωσης, προεχόντως ως αόριστη, ενώ ως προς όλα τα λοιπά αιτήματά της, ως νομικά αβάσιμη, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν.

Κατά της ως άνω απόφασης, παραπονούνται οι δύο πρώτοι των  εναγόντων -ήδη εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεσή τουςγια τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, αλλά και τους πρόσθετους λόγους της, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή τους.

Οι εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους επαναφέρουν τον αγωγικό ισχυρισμό τους, ο οποίος απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως μη νόμιμος, περί αμφισβήτησης της υποκατάστασης της εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας, όσον αφορά στην επίδικη σύμβαση, η οποία συνήφθη με την ‘….‘’ (……..), επικαλούμενοι ότι, δεν προσκομίστηκαν από την εναγόμενη, τα σχετικά έγγραφα που να αποδεικνύουν κάτι τέτοιο και συνεπώς δεν προκύπτει η παθητική νομιμοποίησή της.Ο λόγος αυτός, όμως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ειδικότερα, η εναγόμενη Τράπεζα … κατέστη ειδικός διάδοχος της …….., δυνάμει της απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά της συνεδρίαση με αρ. 46/1/27-7-2012 (ΦΕΚ Β 2208/27-7-2012) και της από 27-7-2012 Σύμβασης μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού μεταξύ της ως άνω υπό εκκαθάριση τραπεζικής εταιρίας (……..) και της εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας, στην οποία μεταβιβάστηκαν τα εν λόγω στοιχεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3601/2007, κατόπιν της απόφασης της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά της συνεδρίαση με αρ. 4/1/27-7-2012 (ΦΕΚ Β 2209/27-7-2012). Στην τελευταία αυτή απόφαση (παρ. 2 υποπαρ. Ιδ, εδ. iv του παραρτήματός της) ορίζεται ότι, (ρύθμιση την οποία επικαλούνται οι εναγόμενοι – εκκαλούντες, υποστηρίζοντας ότι εμπίπτει σε αυτήν η ένδικη περίπτωση), εξαιρούνται από τη μεταβίβαση αυτή  στην εναγόμενη τράπεζα, οι έννομες σχέσεις της ………. τράπεζας, έναντι πελατών της, από δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις,συμπεριλαμβανομένων και αναγωγικών δικαιωμάτων της από άλλου είδους εγγυοδοτικές συμβάσεις με τρίτους, εφόσον ο πιστούχος βρισκόταν (ενν. κατά τον ως άνω χρόνο που λήφθηκε η απόφαση) σε υπερημερία άνω των ενενήντα (90) ημερών όσον αφορά την καταβολή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού. Η επίδικη, όμως, απαίτηση δεν εμπίπτει στην ως άνω εξαίρεση από τη μεταβίβασή της στην εναγόμενη, καθώς κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια την ένδικη αγωγή, το κλείσιμο του επίμαχου λογαριασμού (υπ΄αρ. ………), που αποτελεί προϋπόθεση για το απαιτητό (ληξιπρόθεσμο) της επίδικης απαίτησης, έλαβε χώρα στις 29-3-2017, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο της μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων της ………. στην εναγόμενη, και ως εκ τούτου περιλαμβάνεται στα μεταβιβαζόμενα στοιχεία.

Όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 361 και 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 ΕμπΝ και 47 και 64-67 του ΝΔ ‘’περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών’’ της 17.7/13.8.1923, αλληλόχρεος λογαριασμός είναι η σύμβαση δυνάμει της οποίας δύο πρόσωπα, από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, συμφωνούν να μην επιδιώκουν ούτε να διαθέτουν μεμονωμένα τις απαιτήσεις που προκύπτουν από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά να τις φέρουν σε κοινό λογαριασμό, με σκοπό να τις εκκαθαρίσουν κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, που γίνεται σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, ή οριστικώς με καταγγελία ενός από τα μέρη, η οποία μπορεί να γίνει οποτεδήποτε (άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ), έτσι ώστε το τυχόν κατάλοιπο να αποτελέσει πλέον τη μοναδική μεταξύ τους απαίτηση. Στη σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού μπορεί να υπαχθεί κάθε συναλλακτική σχέση ανάμεσα στους συμβαλλόμενους, που άγει στην πραγματοποίηση αμοιβαίων παροχών (ΑΠ 715/2009 ΕλλΔνη 2011. 718, ΑΠ 1763/2009 ΕλλΔνη 2010.687, ΑΠ 1022/2008 ΕλλΔνη 2010. 969). Στην έννοια του αλληλόχρεου λογαριασμού περιλαμβάνεται και ο ανοικτός λογαριασμός πίστωσης σε τράπεζα που κινείται με διαδοχικές αναλήψεις του δανείου (πίστωσης) από τον πιστούχο της τράπεζας και τμηματικές αποδόσεις τούτου από τον ίδιο, με τους οικείους τόκους και προμήθειες). Ο αλληλόχρεος λογαριασμός, όπως προκύπτει από το άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ μπορεί να κλεισθεί όχι μόνον οριστικώς στις από το νόμο οριζόμενες περιπτώσεις, αλλά και προσωρινώς κατά περιόδους. Η τράπεζα δικαιούται (άρθρο 47 παρ. 2 ΝΔ 17.7/13.8.1923) το λογαριασμό αυτό να τον κλείσει οποτεδήποτε θελήσει  (ΑΠ 1022/2003 ΕλλΔνη 45.90, ΑΠ 667/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1343/2000 ΕλλΔνη 43, 419, Εφ.Πατρ. 906/2005 ΔΕΕ 2006. 641, Εφ.Θεσ. 1853/2003 Αρμ 2005.550).

Με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής, αλλά και τον τρίτο πρόσθετο λόγο αυτής, οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον, προβληθέντα πρωτοδίκως με το αγωγικό δικόγραφό τους, ισχυρισμό, ότι ο επίδικος λογαριασμός, που τηρήθηκε στα πλαίσια της σύμβασης πίστωσης, ήταν μόνο κατ’ επίφαση αλληλόχρεος λογαριασμός, ενώ στην πραγματικότητα ήταν μόνο χρεωστικός, αφού εξυπηρετούσε ουσιαστικά δανειακή σύμβαση, καθώς αποτελούσε λογαριασμό μονομερούς χρέωσης της πιστώτριας τράπεζας σε βάρος της πιστούχου εταιρίας, που ήταν πάντοτε οφειλέτης και ουδέποτε δανειστής αυτής, με αποτέλεσμα η απαίτηση της εναγόμενης να στηρίζεται σε ανύπαρκτη αιτία, και, σε κάθε περίπτωση, εφόσον δεν πρόκειται για αλληλόχρεο λογαριασμό, δεν επιτρέπεται ανατοκισμός, οπότε θα πρέπει να επανακαθοριστείη οφειλή τους, με βάση το δεδομένο αυτό, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεση.Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, ορθώς απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως μη νόμιμος διότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη, στην έννοια του αλληλόχρεου λογαριασμού περιλαμβάνεται και ο ανοικτός λογαριασμός πίστωσης σε τράπεζα που κινείται με διαδοχικές αναλήψεις του δανείου (πίστωσης) από τον πιστούχο της τράπεζας και τμηματικές αποδόσεις τούτου από τον ίδιο, με τους οικείους τόκους και προμήθειες. Το γεγονός δε ότι ο λογαριασμός αυτός ήταν πάντοτε χρεωστικός, δεν αλλάζει το χαρακτήρα του ως αλληλόχρεου.Οπότε ο ως άνω λόγος της έφεσης και πρόσθετος λόγος αυτής πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975: ‘’επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της (…) υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών’’. Από τη διάταξη αυτή δεν προβλέπεται μεν ρητά ως συμβατικά δυνατή, αλλά και δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της θεσπιζομένης με τον άνω νόμο εισφοράς. Η ρυθμιστική ισχύς του νόμου αυτού εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη. Επομένως, η μετακύλιση της εισφοράς αυτής στους δανειολήπτες είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στην προαναφερθείσα διάταξη, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, αλλά ούτε και αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των επιτοκίων (ΑΠ 430/2005, Eφ.Αθ.5/2018, Εφ.Θεσ. 1224/2017, Εφ.Θεσ. 473/2017, Εφ.Πειρ. 369/2015, Εφ.Αθ. 1159/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στο δανειολήπτη αποτέλεσε, υπό την ισχύ του Ν. 128/1975 συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συνετέλεσαν: α) το γεγονός ότι μεταγενέστερα νομοθετήματα που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο ανέφεραν γενικώς ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή, β) το ότι ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαίως, με σκοπό την ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών και γ) η θέσπιση των εξαιρέσεων των άρθρων 8 του Ν. 2459/1997 και 19 παρ. 4β του Ν.3152/2003, που αφορούν κατάργηση της εισφοράς αυτής επί δανειοδοτήσεων προς φυσικά και νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή εδρεύουν σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων και προς τις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους και η οποία δεν θα δικαιολογείτο αν η εν προκειμένω εισφορά επιβάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα. Η επιβολή δε της εισφοράς αυτής στον δανειολήπτη, ενόψει της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (άρθρο 82), με την οποία επεκτείνεται η υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την τράπεζα και για την επιβολή ειδικών εισφορών, όπως είναι και η εισφορά του Ν. 128/1975 μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγουμένη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005, ΑΠ 1781/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Θεσ. 1034/2013 Αρμ. 2014.623, Εφ.Αθ. 1778/2010 Αρμ. 2011.251, Εφ.Θεσ. 492/2010 ΕΕμπΔ 2001.81, Εφ.Αθ. 1558/2007 ΕλλΔνη 2007.902). Εφόσον στο σχετικό Γ.Ο.Σ γίνεται ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του Ν.128/1975 προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί, χωρίς να συντρέχει άλλος λόγος για την απαγόρευση της σχετικής ρήτρας. Επιπλέον, καθ’ ο μέρος η εισφορά αυτή αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου, νομίμως ανατοκίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω (Ολ.ΑΠ 35/1997 Δ/νη 1997.1530, Εφ.Αθ. 4424/2009 ΕλλΔνη 2011.875).

Οι εκκαλούντες υποστηρίζουν στο δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της ένδικης έφεσής τους και στο δεύτερο πρόσθετο λόγο αυτής, ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε ως μη νόμιμο τον αγωγικό ισχυρισμό τους ότι, παράνομα η εναγόμενη τράπεζα τους επιβάρυνε, στο σχετικό όρο (2.1) της επίμαχης σύμβασης, με εκτοκισμό και ανατοκισμό της εισφοράς του Ν.128/1975, και συγκεκριμένα του ποσοστού (0,60%) της εισφοράς αυτής, που προστίθεται στο βασικό συμβατικό επιτόκιο. Ο λόγος αυτός της έφεσης και ο πρόσθετος λόγος αυτής, είναι επίσης απορριπτέος ως  αβάσιμος και τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό των δανείων των συμβάσεων πιστώσεων της τράπεζας, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, έγκυρα μπορεί να συμφωνηθεί συμβατικά μεταξύ αυτού και της πιστοδότριας τράπεζας, χωρίς μάλιστα να απαιτείται ειδικότερη αιτιολόγηση της συμφωνίας αυτής και είναι νόμιμος, αφού δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, συντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων (ΑΠ 35/2011, ΑΠ 330/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο έλεγχος του αντίστοιχου συμβατικού όρου περιορίζεται στην τήρηση των όρων της διαφάνειας. Στην προκειμένη δε περίπτωση, οι εναγόμενοι -εκκαλούντες δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει, ότι ο εν λόγω συμβατικός όρος ήταν αόριστος ή αδιαφανής, αντίθετα είναι σαφής και περιλήφθηκε στη σύμβαση την οποία υπέγραψαν οι εναγόμενοι ως εγγυητές, αφού έλαβαν γνώση των όρων της. Επίσης, το ποσό της εισφοράς του Ν. 128/1975 νόμιμα μπορεί να ανατοκίζεται, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (βλ. Ολ.ΑΠ 35/1997,ο.π, Σπ. Ψυχομάνη, άρθρο ‘’Τα τραπεζικά επιτόκια’’ σε ΝοΒ 1995, σελ. 16-17).

Εξάλλου, ο Γ.Ο.Σ, που προβλέπει, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής, ο οποίος έχει τη δικαιολογημένη προσδοκία ότι το έτος, στο οποίο αναφέρεται η περίοδος εκτοκισμού, θα είναι το ημερολογιακό έτος 365 ημερών, δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ.3 ΑΚ. Η δανείστρια τράπεζα διασπά με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ` απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή-δανειολήπτη, ο οποίος πλέον (όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών) για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε, το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ` επιταγή της προαναφερόμενης κοινοτικής οδηγίας 2008/48/Ε.Κ, που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β/23-6-2017) στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ` αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 430/2005). Τα ανωτέρω ουδόλως αναιρούνται από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 Ν. 2842/2000 (περί αντικατάστασης της δραχμής με το ευρώ), σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athibor) αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνονται υπόψη ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος 360 ημερών προσαρμοζόμενο κατά το λόγο 365 προς 360, αλλά ούτε και από την υπ` αριθμό 30/14-2-2000 (ΦΕΚ Α`43/2000) πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής σχετικά με τις υποχρεωτικές καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας. Κι αυτό διότι οι διατάξεις αυτές δεν αφορούν τις σχέσεις μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 του Ν.2251/1994, και, συνεπώς, είναι άσχετες με την ανάγκη προστασίας των καταναλωτών ως ασθενέστερων διαπραγματευτικά μερών στο πλαίσιο των συναλλαγών τους με τις τράπεζες, δεδομένου ότι η πρώτη από τις ως άνω διατάξεις αναφέρεται στο επιτόκιο Euribor, το οποίο αποτελεί το μέσο όρο των επιτοκίων του διατραπεζικού δανεισμού στον χώρο της Ευρωζώνης, ο οποίος διαπιστώνεται ημερησίως από την ΕΚΤ επί τη βάση των ανακοινώσεων επιλεγμένων τραπεζών, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στις υποχρεωτικές καταθέσεις των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, καταργώντας τη μέχρι τότε διάκριση μεταξύ εντόκου και ατόκου τμήματος των εν λόγω καταθέσεων, και όρισε ότι το επιτόκιο θα καθορίζεται με πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, οι δε τόκοι θα λογίζονται με βάση το έτος των 360 ημερών και θα καταβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος στις καταθέτριες τράπεζες τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά το τέλος εκάστης περιόδου τήρησης. Σημειωτέον, πάντως, ότι η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του σχετικού λόγου της ανακοπής επιφέρει, όπως ήδη εκτέθηκε, μόνο τη μερική ακύρωση αυτής και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του Γ.Ο.Σ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 753/1995, Εφ.Αθ. 1159/2012, Εφ.Αθ. 1778/2010ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν με την αγωγή τους ότι είναι παράνομος, ως αντικείμενος στις διατάξεις του Ν.2251/1994 και κυρίως στην αρχή της διαφάνειας που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 αυτού, ο υπολογισμός του τόκου, επί του εκάστοτε οφειλόμενου υπολοίπου, με βάση έτος 360 ημερών (και όχι 365 ημερών),  σύμφωνα με τον 2.8 όρο της επίμαχης σύμβασης και δημιουργεί μία πρόσθετη επιβάρυνσή τους σε τόκους, ανερχόμενη σε ποσοστό 1,3889% για κάθε ημέρα, με αποτέλεσμα η απαίτηση της εναγόμενης – εφεσίβλητης στην οποία έχουν υπολογιστεί ανεπίτρεπτα τόκοι με βάση το έτος 360 ημερών, να καθίσταται μη εκκαθαρισμένη και ζητούσε την, γι΄αυτό το λόγο, αναγνώριση της ακυρότητάς του.  Η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε το ως άνω αίτημα της αγωγής ως νομικά αβάσιμο, κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι  ο ανωτέρω όρος δεν εμπίπτει στην έννοια των καταχρηστικών όρων με βάση το ως άνω άρθρο του Ν.2251/1994, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν. Κατά δε της διάταξής της αυτής βάλλουν οι πρώτοι δύο των εναγόντων -ήδη εκκαλούντες, με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσης και τον πρώτο πρόσθετο λόγο αυτής.

Πράγματι, όπως προεκτέθηκε στην ανωτέρω νομική σκέψη, με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο πιστούχος δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ. Διασπάται δε με τον σχετικό όρο,εντελώς τεχνητά και κατ` απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του πιστούχου, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του πιστούχου, ο οποίος πλέον – όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών – για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση, να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για το πιστούχο λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της εκκαλούσας Τράπεζας, κατά τα επίσης προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη. Παραταύτα, ενόψει ότι, όπως, επίσης, εκτέθηκε στην ίδια μείζονα σκέψη, η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του σχετικού λόγου σε περίπτωση άσκησης ανακοπής επιφέρει, μόνο τη μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του Γ.Ο.Σ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής, για να είναι ορισμένος ο σχετικός ισχυρισμός -αίτημα, θα πρέπει να προσδιορίζεται σε αυτό, ποιό είναι το ποσό το οποίο όφειλαν να καταβάλουν οι ενάγοντες – οφειλέτες, αν είχαν υπολογιστεί ορθά οι τόκοι κατά τους ισχυρισμούς τους, ώστε να προκύψει σε τι διαφοροποιείται από το οφειλόμενο, κατά την εναγόμενη τράπεζα, ποσό και ποιο είναι το συνολικό τελικό ποσό που επιβαρύνθηκαν αδικαιολόγητα, πράγμα που δεν συμβαίνει στηνένδικη αγωγή, οπότε το αίτημά της αυτό είναι απορριπτέο ως αόριστο (βλ. και Εφ.Αθ. 1778/2010, ο.π). Οπότε, ως προς το σημείο αυτό, δηλ. την απόρριψη του εν λόγω αιτήματος της αγωγής ως νομικά αβάσιμου, ενώ έπρεπε να απορριφθεί αυτό ως αόριστο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε και δεν εφάρμοσε ορθά το νόμο.

Περαιτέρω, με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσης και ειδικότερα με το τρίτο σκέλος αυτού, οι ενάγοντες – ήδη εκκαλούντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, απέρριψε τον αγωγικό ισχυρισμό τους περί  δεδικασμένου όσον αφορά στην κρίση περί ακυρότητας λόγω καταχρηστικότητας των επίδικων όρων της ένδικης σύμβασης, το οποίο (δεδικασμένο) πηγάζει εκ  των αναφερομένων εκεί και παραπάνω δικαστικών αποφάσεων. Αναφορικά με τον ανωτέρω λόγο της έφεσης, είναι λεκτέα τα ακόλουθα:

Από τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1, 16 περιπτ. δ`, 17 και 20 Ν. 2251/1994, προκύπτει ότι, η υπόθεση που φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου με τη συλλογική αγωγή, εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και έχει ως αντικείμενο όχι τη διάγνωση ιδιωτικού δικαιώματος, έννομης σχέσης ή ζητήματος αμφισβητούμενου μεταξύ ορισμένων υποκειμένων ως φορέων του, αλλά την αυθεντική βεβαίωση νομικού γεγονότος ή τη διάπλαση κατάστασης. Από την απόφαση δε, η οποία εκδίδεται σε μια τέτοια δίκη, που δέχεται τη συλλογική αγωγή, παράγεται μια ιδιότυπη δεσμευτικότητα που ισχύει έναντι πάντων. Ενόψει δε τούτου, δύναται, κατ’ αρχήν, να δικαιολογηθεί έννομο συμφέρον τρίτου προσώπου κατά την έννοια του εφαρμοζόμενου και στην εκούσια δικαιοδοσία άρθρου 80 του ΚΠολΔ, προς άσκηση πρόσθετης παρέμβασης υπέρ κάποιου εκ των διαδίκων της συλλογικής αγωγής (ΑΠ 1219/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1030/2001 ΝοΒ 2002.349). Επομένως, η συλλογική αγωγή δεν προϋποθέτει ατομική προσβολή, αλλά προσβολή συλλογικού εννόμου συμφέροντος και δεν αποβλέπει στην προστασία ατομικού, αλλά συλλογικού συμφέροντος του καταναλωτικού κοινού. Αντίθετα, το αντικείμενο της δίκης επί της κρινόμενης αγωγής συνίσταται αποκλειστικά στη διάγνωση ιδιωτικού του διαπλαστικού δικαιώματος των εκκαλούντων. Ακολούθως, το πρωτοβάθμιοΔικαστήριο ορθά απέρριψε, με παρόμοιες με τις ανωτέρω αιτιολογίες, ως μη νόμιμο, τον ανωτέρω λόγο της ανακοπής, καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις περί δεδικασμένου και δη ταυτότητα των διαδίκων και αντικείμενο της διαφοράς, επειδή, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, διαφέρει το αντικείμενο της δίκης επί της κρινόμενης αγωγής από την ιδιότυπη δεσμευτικότητα που απορρέει από τις επικαλούμενες αμετάκλητες αποφάσεις επί συλλογικής αγωγής.

Με τον τέταρτο λόγο της έφεσης τους, τέλος, οι εκκαλούντες βάλλουν κατά της εκκαλουμένης, ως προς το σκέλος αυτής με το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμη την, επιχειρούμενη να στηριχθεί στις διατάξεις περί αδικοπραξίας, βάση της αγωγής τους και το συνακόλουθο αίτημά της περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, όπως υποστήριζαν, από την, περιγραφόμενη στην αγωγή, παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης δια των προστηθέντων αυτής. Κι αυτός, όμως, ο λόγος της έφεσης, δεν ευσταθεί, οπότε τυγχάνει απορριπτέος. Πιο συγκεκριμένα, όπως ορθά απεφάνθη το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η επικαλούμενη από του ενάγοντες συμπεριφορά της εναγόμενης, αφορά στην αθέτηση των συμβατικών της υποχρεώσεων, χωρίς αυτή να μπορεί, κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, να θεμελιώσει αδικοπρακτική ευθύνη, αν δεν υφίστατο η εν λόγω συμβατική σχέση. Σε κάθε περίπτωση, τα, αναφερθέντα ανωτέρω, ιστορούμενα στην αγωγή από τους ενάγοντες περιστατικά, δεν συνιστούν αδικοπρακτική συμπεριφορά εκ μέρους της εναγόμενης, καθώς οι ενέργειές της, ακόμη κι αν δεχθούμε ως αληθή τα παρατιθέμενα από τους ενάγοντες γεγονότα, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν παράνομες ούτε αντίθετες προς τα χρηστά ήθη. Περαιτέρω, το αγωγικό αίτημα περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από τη χρήση των άκυρων όρων, που οι ενάγοντες επιχειρούν να θεμελιώσουν στο άρθρο 19 παρ. 16 του Ν. 2251/1994,ορθά επίσης απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη, ως μη νόμιμο, διότι κατά την ανωτέρω διάταξη, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να ζητηθεί μόνο από Ένωση καταναλωτών στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής και μόνο αν η παράνομη συμπεριφορά αφορά την προσβολή συμφερόντων τουλάχιστον τριάντα εξ αυτών. Εξάλλου, το συγκεκριμένο αίτημα δεν δύναται να θεμελιωθεί στις διατάξεις της αδικοπραξίας, καθώς, με βάση τα ως άνω εκτεθέντα, τέτοια δεν στοιχειοθετείται.

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στο βαθμό που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, ήτοι μόνο ως προς την απόρριψη του αιτήματός της περί αναγνώρισης της ακυρότητας του όρου της επίμαχης σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο, ο υπολογισμός του τόκου, επί του εκάστοτε οφειλόμενου υπολοίπου, θα γίνεται με βάση έτος 360 ημερών (και όχι 365 ημερών), ως μη νόμιμου, αντί ως αόριστου που είναι το ορθό, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο. Συνεπώς, η έφεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και κατ΄ουσία, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, ως προς την πρώτη και δεύτερο των εκκαλούντων – πρώτη και τρίτο των αρχικών εναγόντων και μόνο ως προς το παραπάνω κεφάλαιό της, και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο και δικασθεί κατ΄ ουσία, όσον αφορά στο ανωτέρω αίτημά της, να απορριφθεί η αγωγή ως προς αυτό, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Η δε δικαστική δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει, να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του δικαστηρίου, των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ), ενώ, εφόσον εξαφανίστηκε, έστω εν μέρει, η εκκαλουμένη κι ανεξαρτήτως της απόρριψης της αγωγής, θα διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου της έφεσης, που αναφέρεται στο διατακτικό, στους καταθέσαντες αυτό εκκαλούντες (άρθρο 495 παρ. 3εδ.ε ΚΠολΔ, Εφ.Λαρ. 504/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της εφεσίβλητης, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό (άρθρα 501, 502 παρ.1, 505 παρ.2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής, ερήμην της εφεσίβλητης – καθ’ής οι πρόσθετοι λόγοι.

Ορίζει το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

Δέχεται τυπικά την έφεση και τους πρόσθετους λόγους της και εν μέρει κατ΄ ουσία.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 796/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως προς το κεφάλαιο αυτής που αναφέρεται στο σκεπτικό και αφορά στο αίτημα της αγωγής περί αναγνώρισης της ακυρότητας του όρου της επίμαχης σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο, ο υπολογισμός του τόκου θα γίνεται με βάση έτος 360 ημερών και όχι 365 ημερών.

Κρατεί και δικάζει την, από 1-2-2018 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …../2018) αγωγή, ως προς το προαναφερόμενο αίτημά της.

          Απορρίπτει αυτήν, ως προς το αίτημα αυτό, ως απαράδεκτη (αόριστη).

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου της έφεσης (e -παράβολο με κωδικό αριθμό ………./2019), ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, στους καταθέσαντες αυτό εκκαλούντες – ασκήσαντες τους πρόσθετους λόγους της έφεσης.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε σε μυστική διάσκεψη, στις 24 Σεπτεμβρίου 2020 και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά  στις 19 Οκτωβρίου  2020, απόντων των διαδίκων και του πληρεξούσιου δικηγόρου των εκκαλούντων -ασκούντων τους πρόσθετους λόγους της έφεσης.

   Η   ΠPOEΔPOΣ                                  Η     ΓPAMMATEAΣ