ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 562/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες εφέσεις: Α)Η από 8-10-2018 (υπ’ αριθ. /10-10-2018εκθ. καταθ.) έφεση του ………….κατά της …….. και Β) η από 12-10-2018 (υπ’ αριθ. /12-10-2018εκθ. καταθ.) έφεση της ……. κατά των1)…….., 2)……… και 3)…….……..,οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης, είναι συναφείς, και πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31 και 246 του ΚΠολΔ, να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων. Οι ανωτέρω εφέσεις, οι οποίες στρέφονται κατά της υπ’ αριθ. 4217/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 592 παρ. 3, 593 – 602, 610 – 613 του ΚΠολΔ, αντιμωλία των διαδίκων, επί α)της από 14-3-2017 (υπ’ αριθ. ……/14-3-2017εκθέσεως καταθέσεως) αγωγής του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως (……..) κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως (………) και β)της από 25-10-2017 (υπ’ αριθ. ……../2-11-2017εκθέσεως καταθέσεως) αγωγής των εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως (……. και . ……) κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως (………), έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, αντιστοίχως, και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 499, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση με το ν. 4335/2015), ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην εναγομένη και ήδη εκκαλούσα της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως (……….) στις 14-9-2017 (βλ. την υπ’ αριθ. ……../14-9-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….) και η υπό στοιχείο Α΄ έφεση ασκήθηκε στις 10-10-2018 ( βλ. την υπ’ αριθ. ………/10-10-2018 έκθεση κατάθεσης της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς), ενώ η υπό στοιχείο Β΄ έφεση ασκήθηκε στις 12-10-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. ……./12-10-2018έκθεση κατάθεσης της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Επομένως, πρέπει οι υπό κρίση εφέσεις να γίνουν τυπικώς δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.
Με την προαναφερθείσα υπό στοιχείο α΄ αγωγή, ο ενάγων και ήδη εκκαλών της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως (……….), ζήτησε να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο του (………), την οποία απέκτησε από το γάμο του με την εναγομένη, με την οποία, ήδη, βρίσκεται σε διάσταση, και η οποία ασκεί την προσωρινή επιμέλεια του τέκνου τους αυτού, κατά τις ημέρες και ώρες που αναφέρονται στην αγωγή, καθώς και να απειληθεί εις βάρος της εναγομένης προσωπική κράτηση διάρκειας δύο (2) μηνών και χρηματική ποινή 500 ευρώ για κάθε παραβίαση της εκδοθησομένης αποφάσεως ως μέσον εκτέλεσης αυτής. Επίσης, με την ανωτέρω υπό στοιχείο β΄ αγωγή, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως, ως γονείς του ενάγοντος της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής, ζήτησαν να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας τους με την προαναφερθείσα ανήλικη εγγονή τους, κατά τις ημέρες και ώρες που αναφέρονται στην αγωγή, καθώς και να απειληθεί εις βάρος της εναγομένης προσωπική κράτηση διάρκειας δύο (3) μηνών και χρηματική ποινή 200 ευρώ για κάθε παραβίαση της εκδοθησομένης αποφάσεως ως μέσον εκτέλεσης αυτής. Με την εκκαλούμενη απόφαση η ανωτέρω αγωγές, αφού συνεκδικάσθηκαν, έγιναν κατά ένα μέρος δεκτές, δηλαδή ρυθμίστηκε το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας των εναγόντων των ως άνω υπό στοιχεία α΄ και β΄ αγωγών, αντιστοίχως, με την προαναφερθείσα ανήλικη, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην απόφαση αυτή (εκκαλουμένη). Κατά της ως άνω αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται οι προαναφερθέντες εκκαλούντες με τις ως άνω υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ κρινόμενες εφέσεις τους, αντιστοίχως, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτές, και ζητούν: α) ο εκκαλών της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως (δηλαδή ο ενάγων της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής) να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολο της η ανωτέρω αγωγή του και β) η εκκαλούσα της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως (δηλαδή η εναγομένη των ανωτέρω συνεκδικασθεισών αγωγών) να εξαφανισθεί, άλλως να μεταρρυθμισθεί, η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε οι ανωτέρω αγωγές να απορριφθούν στο σύνολο τους.
Ι. Κατά το άρθρο 1520 του ΑΚ, ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας με αυτό και τα σχετικά με την επικοινωνία του αυτή κανονίζονται ειδικότερα από το δικαστήριο. Η επικοινωνία του γονέα με το ανήλικο τέκνο του, ως καθιερούμενο προσωπικό δικαίωμα εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο των διατάξεων που προβλέπουν την άσκηση του δικαιώματος και καθήκοντος των γονέων για τη μέριμνα υπέρ του ανηλίκου τέκνου τους και απορρέει από το φυσικό δεσμό του αίματος και του αισθήματος της στοργής προς το τέκνο συντελεί δε στην ανάπτυξη του ψυχικού του κόσμου και της εν γένει προσωπικότητάς του. Για το λόγο αυτό η άσκησή του αποβλέπει κυρίως στο καλώς εννοούμενο συμφέρον του τέκνου. Επίσης, για τον καθορισμό της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το ανήλικο τέκνο του είναι αδιάφορο για ποιο λόγο οι γονείς του δεν συμβιώνουν, ούτε εάν αυτός που ζητεί την επικοινωνία είναι υπαίτιος για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης των γονέων ή τη λύση του γάμου τους. Ενόψει των ανωτέρω, το δικαστήριο πρέπει να προβαίνει στην αιτούμενη ρύθμιση της εν λόγω προσωπικής επικοινωνίας, καθορίζοντας τον τρόπο και το χρόνο, κατά τον οποίο θα ασκείται το αντίστοιχο δικαίωμα εκ μέρους του γονέα, με γνώμονα πάντα το συμφέρον του τέκνου και όχι την ικανοποίηση της βούλησης κάποιου από τους γονείς. Επίσης, σε περίπτωση, που η προσωπική αυτή επικοινωνία είναι πιθανό να θέσει σε κίνδυνο την ομαλή ανάπτυξη του ανηλίκου, πρέπει η ενάσκηση του σχετικού δικαιώματος του γονέα να ρυθμίζεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η πραγματοποίηση της επικοινωνίας να γίνεται υπό όρους, οι οποίοι αποτελούν και τις αναγκαίες προφυλάξεις για την εξουδετέρωση του κινδύνου, που δύναται να προέλθει για τον ανήλικο από την επικοινωνία αυτή. Επομένως, το δικαστήριο όταν ρυθμίζει την άσκηση της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο του, πρέπει πάντοτε να αποφασίζει σύμφωνα με το συμφέρον του τέκνου, λαμβάνοντας υπόψη του τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως, με συνεκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που προκύπτουν βάσει αξιολογικών κριτηρίων, αντλούμενων από τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε συνδυασμό με τα πορίσματα της εξελικτικής ψυχολογίας και παιδοψυχιατρικής(βλ. ΑΠ 58/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 989/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 851/2015 ΧρΙΔ 2015 586, ΕφΠειρΜον136/2018 ww.efeteio-peir.gr, ΕφΑθΜον 218/2018 ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1520 παρ. 2 του ΑΚ, οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τους απώτερους ανιόντες του, εκτός αν υπάρχει σοβαρός λόγος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής οι απώτεροι ανιόντες του ανηλίκου τέκνου (παππούς και γιαγιά) έχουν ίδιο και αυτοτελές δικαίωμα, που πηγάζει ευθέως από το νόμο, προσωπικής επικοινωνίας με το ανήλικο. Σκοπός του δικαιώματος επικοινωνίας του απωτέρου ανιόντος, όπως άλλωστε και του ίδιου του γονέα, με το ανήλικο τέκνο είναι η ικανοποίηση του φυσικού αισθήματος στοργής μεταξύ αυτών και η αποτροπή της αμοιβαίας αποξένωσής τους, η οποία θα ασκούσε βλαπτική επίδραση στην ανάπτυξη του τέκνου. Εξάλλου, το δικαίωμα της επικοινωνίας του απώτερου ανιόντος (παππού και γιαγιάς) με τον ανήλικο εγγονό ή εγγονή, δηλαδή η ρυθμιζόμενη επικοινωνία των προαναφερθέντων προσώπων, είναι δυνατόν κατ’ εξαίρεση να παρεμποδισθεί ή να περιορισθεί από τον γονέα ή τους γονείς που ασκούν τη γονική μέριμνα όταν συντρέχει κάποιος σοβαρός λόγος (βλ. ΑΠ 5/2005 ΕλλΔνη 2005 749, ΕφΠατρΜον 137/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 250/2014 Δικογραφία 2015 192).
ΙΙΙ. Στο άρθρο 444 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ορίζεται ότι «Ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και α)…, β)… και γ)φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση» και στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ότι «Μηχανική απεικόνιση, κατά την έννοια της παραγράφου 1, είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία». Επίσης, στο άρθρο 19 του Συντάγματος ορίζεται ότι «1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. 2 Νόμος ορίζει τα σχετικά με την συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1. 3. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α». Ακόμη, η συνταγματική προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας ολοκληρώνεται με τη θέσπιση ποινικών κυρώσεων εις βάρος των παραβατών, με το άρθρο 370Α του ΠΚ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι κατοχυρώνεται απολύτως η προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας με οποιοδήποτε τρόπο, όχι μόνον έναντι των δημοσίων οργάνων και επιχειρήσεων, αλλά και έναντι των ιδιωτών, εφόσον, κατά την έννοια των συνταγματικών αυτών διατάξεων της παραγράφου 2, με αυτές θεσπίζεται υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να λαμβάνει μέτρα διασφαλίσεως του απορρήτου της επικοινωνίας και έναντι των ιδιωτών. Επιπλέον, στην έννοια του απορρήτου εμπίπτει κατ’ αρχήν το περιεχόμενο της επικοινωνίας, με όποιο τρόπο και αν αυτή διεξάγεται. Αντικείμενο της συνταγματικής προστασίας δεν είναι το μήνυμα καθ’ εαυτό (αυτό προστατεύεται από το άρθρο 14 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την ελευθερία εκφράσεως και διαδόσεως της γνώμης) αλλά το απόρρητο του μηνύματος. Η προστασία του απορρήτου αφορά όχι μόνο στα γραπτά μηνύματα (επιστολές), αλλά και σε οποιαδήποτε μορφή ιδιωτικής, δηλαδή μη δημόσιας επικοινωνίας, όπως τηλεγραφήματα, τηλεφωνήματα, τηλεομοιοτυπικά μηνύματα, ηλεκτρονικά μηνύματα (e-mails), που είναι η σύγχρονη μορφή των επιστολών. Ως προς το ίδιο ζήτημα ανάλογα προκύπτουν και από την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου, το αποδεικτικό μέσο που αφορά σε παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων, αποτελεί απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί σε πολιτική δίκη, ενόψει του ότι η απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να γίνεται έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγόρευσης των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικώς υπέρτερων έννομων αγαθών. Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, είναι ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικώς υπέρτερου έννομου αγαθού (βλ. ΟλΑΠ 1/2017 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 1/2001 ΕλλΔνη 2001 374, ΑΠ 996/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 981/2009 ΧρΙΔ 210 283, ΑΠ 1718/2001 ΕλλΔνη 2002 1464, Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη «ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΠολΔ» τ. Ι εκδ. 2η αρθρ. 340 αρ. 9-12 σελ. 613-614). Εξάλλου, στην ειδική διάταξη του άρθρου 4 «Στοιχεία επικοινωνίας» του π.δ. 47/2005 «Διαδικασίες – εγγυήσεις άρσης απορρήτου επικοινωνιών και διασφάλιση του», το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 9 του ν. 3115/2003, ορίζεται ότι «1. Τα συγκεκριμένα στοιχεία επικοινωνίας, στα οποία είναι δυνατόν να αναφέρεται μία διάταξη άρσης του απορρήτου εξαρτώνται από το είδος της επικοινωνίας και εξειδικεύονται κατά περίπτωση ως εξής: … γ. Τηλεφωνική επικοινωνία: Επί συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου. που είναι συνδρομητής ή χρήστης παρόχου υπηρεσιών σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας, είναι δυνατόν να ζητηθούν τα ακόλουθα συγκεκριμένα στοιχεία εισερχόμενων και απερχόμενων κλήσεων, αα. Καλών και καλούμενος αριθμός κλήσης και στις αναπάντητες κλήσεις, ββ. Καλών και καλούμενος συνδρομητής και πελάτης και στις αναπάντητες κλήσεις, γγ. Ώρα έναρξης και ώρα λήξης της επικοινωνίας, δδ. Γεωγραφικός εντοπισμός καλούντος και καλούμενου (στις κινητές επικοινωνίες) είτε ομιλούν, είτε πρόκειται για SMS, είτε είναι σε θέση stand by, είτε πραγματοποιούν αναπάντητη κλήση. εε. Περιεχόμενο επικοινωνίας (φωνή, εικόνα κ.λπ.)…».
Στην προκείμενη περίπτωση, η εναγομένη προσκομίζει, σε φωτοαντίγραφα, τις αποτυπώσεις διαφόρων σύντομων μηνυμάτων κινητής τηλεφωνίας (SMS) και μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας (e-mails) μεταξύ του ενάγοντος της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής και τρίτων προσώπων, που αυτή είχε προσκομίσει και στην πρωτόδικη δίκη, χωρίς όμως, να προκύπτει ότι έχει λάβει προς τούτο τη συναίνεση των προσώπων που αφορούν στα στοιχεία αυτά, ούτε ότι υφίσταται κάποια συγκεκριμένη σχετική δικαστική άδεια περί της χρήσης των ανωτέρω αποτυπώσεων. Ως εκ τούτου, οι ανωτέρω αποτυπώσεις, σύμφωνα με τις προεκτεθείσεις σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙΙ) συνιστούν απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα και δεν μπορούν να συναξιολογηθούν αποδεικτικώς με τα λοιπά σχετικά αποδεικτικά μέσα. Σημειωτέον ότι η ανωτέρω κρίση δεν αναιρείται από το ότι τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται στην υπ’ αριθμ. …… ποινική δικογραφία, όπως επικαλείται η εναγομένη, ενόψει του ότι δεν προέκυψε ότι αυτά περιλήφθηκαν στη δικογραφία αυτή μετά από ενέργεια κάποιας αρμόδιας δικαστικής αρχής, αλλά αυτά προσκομίσθηκαν από την ίδια την εναγομένη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, για τους ίδιους ανωτέρω λόγους, δεν έλαβε υπόψη του τα ανωτέρω στοιχεία, δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή των αντίστοιχων νομικών διατάξεων, κατά συνέπεια, ο περί του αντιθέτου λόγος (3ος) της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
IV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το βάσιμο ή μη των λόγων της εφέσεως κρίνεται από το εφετείο από την εκτίμηση του σε αυτό και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο συγκεντρωθέντος εν γένει αποδεικτικού υλικού, συμπεριλαμβανόμενου και του προσκομισθέντος το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη, κατά τις προϋποθέσεις και τους ορισμούς του άρθρου 529 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ. Επίσης, το εφετείο μπορεί, για την κατά την κρίση του ολοκλήρωση της έρευνας περί της βασιμότητας των λόγων της εφέσεως και την πληρέστερη διάγνωση της διαφοράς, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις δια των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 339 του ΚΠολΔ, καθώς και να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης, όταν κατά τη μελέτη και διάσκεψη της υπόθεσης παρουσιάστηκαν κενά, που χρειάζονται συμπλήρωση (άρθρο 254 ΚΠολΔ), ώστε μετά την εκτίμηση των διεξαχθησομένων τούτων αποδείξεων καθώς και αυτών που εκτιμήθηκαν από την εκκαλούμενη απόφαση, να κρίνει εάν είναι εσφαλμένη ή μη η προσβληθείσα με την έφεση απόφαση και να αποφανθεί περί της βασιμότητας των λόγων της εφέσεως. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 254 παρ. 1 του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο, παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, με απόφαση, που μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα, που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης, η οποία θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως, η οποία εφαρμόζεται και στο εφετείο (βλ. ΟλΑΠ 1285/1982 ΝοΒ 1983 219, ΑΠ 527/1985 ΝοΒ 1986 196, ΕφΘεσ 925/2000 Αρμ 54 1132, ΕφΑθ 9839/1995 ΕλλΔνη 37 1099), η εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει επανάληψη συζήτησης δεν υπόκειται σε περιορισμούς και επομένως έχει την εξουσία να διατάσσει την επανάληψη συζήτησης και προς προσκομιδή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων. Σημειωτέον ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 254 του ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες (άρθρο 591 ΚΠολΔ), αφού διαφορετικά, θα ήταν αδύνατη η διάγνωση της ουσιαστικής αλήθειας, που είναι σημαντικότερη από την αρχή της οικονομίας της δίκης (βλ. ΕφΠειρΜον 291/2016 ΝΟΜΟΣ, Α. Κρητικό «Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα» εκδ. 1998 σελ. 885 παρ. 2672).
Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά του ίδιου Δικαστηρίου, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων (πλην των προαναφερθέντων απαγορευμένων αποδεικτικών μέσων), που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια(μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι νομίμως προσκομισθείσες φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται) και των υπ’αριθ…../27-2-2018, …./27-2-2018, …/27-3-2018, …/27-3-2018 ενόρκων βεβαιώσεων τρίτων, που συντάχθηκαν, με την επιμέλεια των εναγόντων, ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της εναγομένης (βλ. τις υπ’αριθ……../22-2-2018 και ……./22-3-2018 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………..), και των υπ’ αριθ. …./2-4-2018 και …./9-10-2019 ενόρκων βεβαιώσεων τρίτων που συντάχθηκαν, με την επιμέλεια των εναγόντων, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της εναγομένης (βλ. τα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά και την υπ’ αριθ. ……/4-10-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …….), καθώς και των υπ’ αριθ. ……./23-7-2017, ……./23-7-2017 και ………../23-7-2017 ενόρκων βεβαιώσεων τρίτων, που συντάχθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, και της υπ’ αριθ. ……/23-5-2017 ένορκης βεβαίωσης τρίτου, που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου ………., με την επιμέλεια της εναγομένης, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής (βλ. την υπ’ αριθ. ………/18-5-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ……..), και των υπ’ αριθ. …/27-2-2017 και …./27-7-2017 ενόρκων βεβαιώσεων τρίτων, που συντάχθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, με την επιμέλεια της εναγομένης, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των εναγόντων της ως άνω υπό στοιχείο β΄ αγωγής (βλ. τις υπ’ αριθ. ……./22-2-2018 και ……./22-2-2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …….),ενώ οι υπόλοιπες ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζουν οι διάδικοι, λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ενόψει του ότι συντάχθηκαν για άλλη δίκη (βλ. ΟλΑΠ 8/2016 ΝοΒ 2016 1828, ΑΠ 99/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1988/2008 Δ 2009 532, ΑΠ 722/2004 ΕλλΔνη 47 1012),αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων και η εναγομένη της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο (θρησκευτικό) γάμο στον Ιερό Ναό …… Αττικής, στις 30-8-2014, από τον οποίο απέκτησαν ένα τέκνο, τη ….., που γεννήθηκε στις 2-9-2016. Οι σχέσεις, όμως, των προαναφερθέντων διαδίκων-συζύγων, που διέμεναν στο Μοσχάτο Αττικής (οδός .. ..), δεν εξελίχθηκαν ομαλώς και η έγγαμη σχέση τους διασπάστηκε και ήδη, από τη 16η-12-2016, βρίσκονται σε διάσταση. Ειδικότερα, από την τελευταία ημερομηνία, ο ενάγων της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής, αφού αποχώρησε από την προαναφερθείσα συζυγική οικία, διέμενε, αρχικώς, στην οικία των γονέων του (εναγόντων της ως άνω υπό στοιχείο β΄ αγωγής) στην Καλλιθέα Αττικής (οδός ……..), και ήδη, αυτός διαμένει σε μισθωμένη οικία επί της οδού …….. στην Καλλιθέα Αττικής, ενώ, η εναγομένη εξακολουθεί να διαμένει, μαζί με το ανήλικο τέκνο τους, στην ανωτέρω οικία (συζυγική). Σημειωτέον ότι οι λόγοι της ως άνω διάστασης δεν πρέπει να ερευνηθούν στην ένδικη υπόθεση, γιατί αφορούν, αποκλειστικώς, στις σχέσεις μεταξύ των προαναφερθέντων διαδίκων-συζύγων και δεν αποτελούν, κατά το νόμο, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι), κριτήριο για τη ρύθμιση της επικοινωνίας του ανηλίκου τέκνου τους. Επίσης, δυνάμει της υπ’ αριθ. 3698/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ανατέθηκε προσωρινώς η επιμέλεια του προσώπου του προαναφερθέντος ανηλίκου τέκνου των διαδίκων-συζύγων, αποκλειστικώς, στην εναγομένη μητέρα του και υποχρεώθηκε ο ενάγων πατέρας του να καταβάλλει μηνιαίως διατροφή γι’ αυτό (τέκνο). Στη συνέχεια, δυνάμει της υπ’αριθ. 685/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων),κατόπιν σχετικής αιτήσεως του ενάγοντος της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής, ρυθμίσθηκε προσωρινώς το δικαίωμα επικοινωνίας αυτού με το ανωτέρω τέκνο του και ειδικότερα ορίσθηκε ότι ο ενάγων αυτός θα μπορούσε να επικοινωνεί με τη θυγατέρα του κάθε Τετάρτη από ώρα 16:00 μέχρι ώρα 20:00 και κάθε Κυριακή από ώρα 10:00 έως ώρα 14:00, κάθε εβδομάδας, στην κατοικία της εναγομένης (μητέρας), παρουσία της ίδιας ή της βρεφοκόμου του τέκνου. Ακόμη, κατόπιν σχετικής αιτήσεως του ενάγοντος της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής, δυνάμει της υπ’ αριθ. 224/2019 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου (διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων), μεταρρυθμίστηκε η ανωτέρω υπ’ αριθ. 685/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και επεκτάθηκε ο χρόνος επικοινωνίας του προαναφερθέντος ενάγοντος με το ανωτέρω τέκνο του και καθορίστηκε ότι αυτή (επικοινωνία) θα διενεργείται εκτός της κατοικίας της εναγομένης, δίχως την παρουσία της τελευταίας ή της βρεφοκόμου, όμως, χωρίς να διανυκτερεύει το τέκνο αυτό στην οικία του ενάγοντος (πατέρα), όπως ειδικότερα εκτίθεται στην ανωτέρω απόφαση (υπ’ αριθ. 224/2019). Ως εκ τούτου, μέχρι των ως άνω χρόνο συζήτησης των ένδικων εφέσεων (10-10-2019), που είναι ο κρίσιμος για τη σχετική αποδεικτική διαδικασία, η πραγματοποίηση της επικοινωνίας του προαναφερθέντος ενάγοντος με το τέκνο του αυτό σε τόπο εκτός της κατοικίας της εναγομένης έχει διαρκέσει περιορισμένο χρονικό διάστημα (δηλαδή από την 16-4-2019, που δημοσιεύθηκε η υπ’ αριθ. 224/2019 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, μέχρι την 10-10-2019). Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να δημιουργηθεί ασφαλής δικανική πεποίθηση στο Δικαστήριο αυτό, περί του εάν επήλθε ικανή προσαρμογή του ανωτέρω τέκνου στις νέες συνθήκες επικοινωνίας με τον πατέρα του, προκειμένου να διαμορφωθεί η κρίση για το εάν θα πρέπει να περιληφθεί στην επικοινωνία αυτή και η δυνατότητα διανυκτέρευσης του τέκνου στην οικία του ενάγοντος (πατέρα του), όπως ο τελευταίος ζητεί με την ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγή του και την υπό στοιχείο Α΄ έφεσή του. Επιπλέον, ενόψει του ότι, όπως προκύπτει από τα ως άνω στοιχεία, υφίσταται σημαντική ένταση στις σχέσεις των προαναφερθέντων διαδίκων-συζύγων, δεν θα είναι ευχερές να επιλυθούν τα τυχόν προβλήματα, που ενδέχεται να παρουσιασθούν κατά την εν λόγω μεταβολή του τρόπου επικοινωνίας του τέκνου, με τους προαναφερθέντες ενάγοντες (πατέρα, παππού και γιαγιά), συναινετικώς μεταξύ των γονέων αυτού (τέκνου). Μάλιστα, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι ο προαναφερθείς ενάγων εμφανίζει συμπεριφορά σεξουαλικά διαταραγμένου ανθρώπου («σεξομανής») και ότι αυτός προβαίνει συστηματικά σε κατάχρηση αλκοόλ, γεγονός που τον καθιστά επικίνδυνο για την ασφάλεια του τέκνου τους. Επιπροσθέτως, η εναγομένη επικαλείται ότι οι ενάγοντες της ως άνω υπό στοιχείο β΄ αγωγής (παππούς και γιαγιά του τέκνου) είναι ηλικιωμένοι και παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα υγείας, καθώς και ότι η οικία τους δεν διαθέτει κατάλληλο χώρο για το προαναφερθέν ανήλικο τέκνο, έτσι, κατά τους ισχυρισμούς της, θα προκληθεί κίνδυνος για την υγεία του τέκνου, κατά τη σχετική επικοινωνία με αυτούς (ενάγοντες), λόγω της επικληθείσας αδυναμίας τους να έχουν επαρκή εποπτεία επ’ αυτού (τέκνου). Εξάλλου, στην από 30-9-2019 έκθεση της ψυχοπαιδαγωγικής συμβούλου ………….., που προσκομίζει η εναγομένη, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «… μια πιθανή διανυκτέρευση εκτός της μητρικής οικίας την οποία το παιδί [προαναφερθέν τέκνο] θεωρεί “σπίτι” του, θα το φορτίσει ακόμη περισσότερο και θα έχει βλαπτικές συνέπειες στην ομαλή και υγιή εξέλιξη του ψυχοσυναισθηματικά. Χρειάζεται χρόνος και υπομονή ώστε το παιδάκι να μεγαλώσει και φθάσει το 6ο έτος της ηλικίας του, να αναπτυχθεί η αφηρημένη σκέψη του ώστε να κατανοεί την αίσθηση του προσωρινού στο χρόνο και τότε να καταστεί δυνατή η διανυκτέρευση για μία αρχικά και στη συνέχεια περισσότερες διανυκτερεύσεις …».Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, ενόψει του ότι από τα ως άνω στοιχεία, τα οποία αφορούν στο ζήτημα του τρόπου ρύθμισης της επικοινωνίας των εναγόντων των ως άνω υπό στοιχεία α΄ και β΄ αγωγών με το προαναφερθέν ανήλικο τέκνο, δεν καθίσταται εφικτός ο σχηματισμός ασφαλούς δικανικής πεποιθήσεως ως προς το εν λόγω ζήτημα, σε συνδυασμό με το ότι για τη διαπίστωση της ψυχικής κατάστασης του τέκνου αυτού απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης, πρέπει, προκειμένου το Δικαστήριο να αχθεί σε κρίση για τη βασιμότητα των λόγων των κρινόμενων εφέσεων, που ανάγονται, όπως προαναφέρθηκε, και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 254 του ΚΠολΔ, πριν από την προηγούμενη εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και την περαιτέρω έρευνα της ένδικης υπόθεσης, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησής της προκειμένου να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη και να διευκρινισθούν τα σχετικά θέματα, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 368 επ. και 612 παρ. 1 εδ. β του ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν από τους διαδίκους θα επανεκτιμηθούν μετά την επανάληψη της συζήτησης, σε περίπτωση που προσκομισθούν εκ νέου. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΣυνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις ως άνω αναφερθείσες υπό στοιχείο Α΄ και Β΄ από 8-10-2018 (υπ’ αριθ. ………../10-10-2018 εκθ. καταθ.) και από 12-10-2018 (υπ’ αριθ. ………./12-10-2018 εκθ. καταθ.) εφέσεις, αντιστοίχως. Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.Απορρίπτει όσα στο σκεπτικό κρίθηκαν ως απορριπτέα.Αναβάλλει κατά τα λοιπά την έκδοση της οριστικής απόφασής του.Διατάσσει την επανάληψη της συζητήσεως προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, η οποία θα διενεργηθεί με την επιμέλεια του επιμελέστερου από τους διαδίκους.Διορίζει πραγματογνώμονα το ……..,παιδοψυχίατρο, κάτοικο …… Αττικής (οδός …….., Τ.Κ. …, τηλ. ……..), ο οποίος περιέχεται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων που τηρείται στο Δικαστήριο αυτό και ο οποίος, αφού εντός προθεσμίας είκοσι (20) εργασίμων ημερών από τη νόμιμη προς αυτόν επίδοση της παρούσας, δώσει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου τον νόμιμο όρκο, πρέπει, εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την όρκισή του και αφού λάβει υπόψη του κάθε αναγκαίο από τη δικογραφία στοιχείο, και όσα άλλα στοιχεία θέσουν υπόψη του οι διάδικοι, συγκεντρώσει δε από όλους τους διαδίκους όσες σχετικές πληροφορίες κρίνει απαραίτητες, δια προσωπικής επικοινωνίας με έκαστο εξ αυτών (διαδίκων), και ενεργήσει κάθε αναγκαία πράξη, να εξετάσει το αναφερθέν στο σκεπτικό της παρούσας, ανήλικο τέκνο (……), σε συνδυασμό με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο του περιβάλλοντός της, και να γνωμοδοτήσει με πλήρως αιτιολογημένη έκθεσή του ως προς την ψυχική κατάσταση αυτού (ανήλικου τέκνου), σχετικώς με το αντικείμενο της εν λόγω δίκης, δηλαδή την επικοινωνία του ενάγοντος – πατέρα του και των λοιπών εναγόντων (παππού και γιαγιά) με αυτό, και ειδικότερα να αναφερθεί (ενδεικτικώς) στα ακόλουθα : α) εάν η συμπεριφορά του ενάγοντος – πατέρα (……….),κατά την μέχρι τώρα επικοινωνία του με το προαναφερθέν τέκνο του έχει θετική ή αρνητική επίδραση στη ψυχοσυναισθηματική κατάσταση αυτού (τέκνου), β) εάν η τυχόν επέκταση του χρόνου της επικοινωνίας του ενάγοντος – πατέρα με το ανήλικο τέκνο αυτό, κατά τρόπον ώστε να περιλαμβάνονται και διανυκτερεύσεις αυτού (τέκνου) στην οικία του (πατέρα), θα έχει θετική ή αρνητική επίδραση στη ψυχοσυναισθηματική κατάστασή του (τέκνου), σε συνδυασμό και με τον χρόνο εφαρμογής του εν λόγω τρόπου επικοινωνίας (με διανυκτερεύσεις), δηλαδή της άμεσης ή μετά τη συμπλήρωση κάποιας ηλικίας του τέκνου, γ) εάν η πραγματοποίηση της επικοινωνίας των εναγόντων παππού (……..) και γιαγιάς (……….) με το προαναφερθέν ανήλικο τέκνο θα έχει θετική ή αρνητική επίδραση στη ψυχοσυναισθηματική κατάσταση και εν γένει υγεία αυτού (τέκνου), σε συνδυασμό με την άσκηση της εν λόγω επικοινωνίας αυτοτελώς από αυτούς (παππού και γιαγιά) ή από κοινού με τον πατέρα του τέκνου και δ) γενικότερα να προσδιορισθούν οι ενδεικνυόμενες ενέργειες σχετικώς με τον τρόπο της εν λόγω επικοινωνίας, όλων των προαναφερθέντων με το ανήλικο τέκνο αυτό, προκειμένου η τελευταία (επικοινωνία) να έχει τη βέλτιστη επίδραση στη ψυχοσυναισθηματική κατάσταση και εν γένει υγεία αυτού (τέκνου).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 10-9-2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ