Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 570/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

570/2020

TO ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αντώνιο Πλακίδα Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη και Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη-Εισηγήτρια και τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισαγόνται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού τα ακόλουθα δικόγραφα: α) από 6.11.2018 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2019 έφεση, β) από 10.11.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2017 έφεση, η οποία επαναφέρεται προς συζήτηση μετά από ματαίωση δυνάμει της με από 18.6.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2019 κλήσης, γ) από 11.1.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2018 έφεση, η οποία επαναφέρεται προς συζήτηση μετά από ματαίωση δυνάμει της από 11.7.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2019 κλήσης και δ) από 6.11.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2017 έφεση, η οποία επαναφέρεται προς συζήτηση μετά από ματαίωση δυνάμει της από 25.7.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2019 κλήσης. Οι ως άνω εφέσεις κατά της με αριθμό 3215/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκαν  νομότυπα [άρθρα 495 παρ. 1,511,513 παρ 1β, 514, 520 παρ.1 ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός της κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ τασσομένης προθεσμίας, καθώς ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας αποδείχθηκε η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Επίσης με την άσκηση των εν λόγω εφέσεων κατατέθηκαν τα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3Αγ ΚΠΔ, παράβολα Δημοσίου και ειδικότερα α) με την κατάθεση της υπό στοιχείο Α έφεσης κατατέθηκε το με κωδικό …….. ηλεκτρονικό παράβολο Δημοσίου, το οποίο εξοφλήθηκε όπως προκύπτει από την με ημερομηνία 12.11.2018 απόδειξη συναλλαγής της winbank, β) με την κατάθεση της υπό στοιχείο Β έφεσης κατατέθηκε το με κωδικό ………….  ηλεκτρονικό παράβολο Δημοσίου, το οποίο εξοφλήθηκε όπως προκύπτει από την με ημερομηνία 10.11.2017 απόδειξη συναλλαγής της winbank, γ) με την κατάθεση της υπό στοιχείο Γ έφεσης κατατέθηκε το με κωδικό ……..  ηλεκτρονικό παράβολο Δημοσίου, το οποίο εξοφλήθηκε όπως προκύπτει από την με ημερομηνία 23.1.2018 απόδειξη συναλλαγής της Εθνικής Τράπεζας και δ) με την κατάθεση της υπό στοιχείο Δ έφεσης κατατέθηκε το με κωδικό ………..  ηλεκτρονικό παράβολο Δημοσίου, το οποίο εξοφλήθηκε όπως προκύπτει από την με ημερομηνία 6.11.2017 απόδειξη συναλλαγής της Eurobank. Επομένως, οι εφέσεις αυτές πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να συνεκδικαστούν καθώς εκκρεμούν στο ίδιο Δικαστηριο, στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και κατά την κρίση του Δικαστηρίου, από την ένωσή τους επέρχεται επιτάχυνση της δίκης και μείωση των εξόδων αυτής (άρθρα 524 παρ. 1, και 246 του KΠολΔ )

Με τις από 10.11.2014 με αριθμούς κατάθεσης ……/2014 και ………./2014 αγωγές τους, (υπό στοιχεία α και β αντίστοιχα) οι ενάγοντες εξέθεταν οτι στις 18.4.2008, η πρώτη εξ αυτών, σύζυγος του δεύτερου των εναγόντων και μητέρα του τρίτου, εισήχθη στο Νοσοκομείο «………» ιδιοκτησίας της εταιρίας «…………», προκειμένου να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση, από τον χειρουργό – ορθοπεδικό ……….. Οτι μετά τη διενέργεια της επέμβασης η ασθενής οδηγήθηκε στο δωμάτιο νοσηλείας της, αλλά περί ώρα 15:40 άρχισε να δυσφορεί, ενώ με την πάροδο της ώρας η δυσφορία της επιδεινωνόταν, χωρίς οι εκκλήσεις του συζύγου της προς το νοσηλευτικό προσωπικό για παροχή βοήθειας και αποστολής ιατρού να τύχουν ανταπόκρισης με αποτέλεσμα όταν περί ώρα 17:10 προσήλθαν στο δωμάτιο νοσηλευτές και η εφημερεύουσα ιατρός, η ασθενής να έχει περιέλθει σε κωματώδη κατάσταση και να μεταφερθεί στη ΜΕΘ. Οτι απο τις διενεργηθείσες εξετάσεις διαπιστώθηκε οτι παρουσιάστηκε επιπλοκή μετά την προηγηθείσα επέμβαση, κατά την οποία σχηματίστηκε αιμάτωμα, το οποίο προκάλεσε παρεκτόπιση της τραχείας προς τα δεξιά, και αφαιρέθηκε με δεύτερη επέμβαση, πλην όμως μέχρι τη διασωλήνωση της, εκ της αιτίας αυτής, η ασθενής είχε υποστεί ισχαιμική –υποξαιμική εγκεφαλοπάθεια, ήτοι μόνιμη και μη αναστρέψιμη βλάβη του εγκεφάλου της, συνεπεία της οποίας η ενάγουσα βρίσκεται σε κατάσταση μόνιμου κώματος, πλήρους αδυναμίας επικοινωνίας με το περιβάλλον, σπαστική τετραπληγία, αυτόματη αναπνοή και άνοιγμα οφθαλμών, σιτιζόμενη μέσω σωλήνα γαστροστομίας. Οτι η ως άνω βλάβη της υγείας της οφείλεται στην αμελή συμπεριφορά της εναγομένης, της υπό στοιχείο α αγωγής, ιατρού ………., η οποία αν και  με την ιδιότητά της ως εφημερεύουσα επιμελήτρια – ορθοπεδικός της κλινικής κατά την ημέρα και ώρα του συμβάντος, ήταν υπεύθυνη για την παρακολούθηση της εξέλιξης της μετεγχειρητικής πορείας της πρώτης ενάγουσας, εν τούτοις αυτή, κατά παράβαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης και δεοντολογίας, από αμέλειά της, συνιστάμενη στο οτι δεν επέδειξε  την επιβαλλόμενη από τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης επιμέλεια που όφειλε και μπορούσε υπό της συγκεκριμένες συνθήκες να επιδείξει, ως μέση συνετή ιατρός της ειδικότητάς της και τη θέση της στα πλαίσια οργάνωσης του νοσοκομείου, δεν μερίμνησε ως όφειλε για τη συνεχή παρακολούθηση της μετεγχειρητικής πορείας της πρώτης ενάγουσας, εν όψει και των οδηγιών του θεράποντος ιατρού της, ώστε να είναι σε θέση να επέμβει εγκαίρως σε περίπτωση εμφανισης μετεγχειρητικής επιπλοκής, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί τη σταδιακή επιδείνωση της πορείας της ενάγουσας και να προβεί εγκαίρως στη διασωλήνωσή της, με συνέπεια την πρόκληση της παραπάνω ανήκεστης βλάβης στην υγείας της.  Οτι η βλάβη αυτή οφείλεται και στην αμελή συμπεριφορά των τριών πρώτων εναγομένων της υπό στοιχείο β αγωγής, οι οποίες αν και λόγω της ιδιότητάς τους ως νοσηλεύτριες βάρδιας ήταν υπεύθυνες για την παρακολούθηση της εξέλιξης της μετεγχειρητικής πορείας της, πρώτης ενάγουσας, εντούτοις αυτές, κατά παράβαση των κανόνων της νοσηλευτικής επιστήμης και δεοντολογίας, από αμέλειά τους,συνισταμένηςστο οτι δεν επέδειξαν την επιβαλλόμενη από τους κανόνες της νοσηλευτικής επιστήμης, επιμέλεια που όφειλαν και μπορούσαν υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες να επιδείξουν, ως μέσες συνετές νοσηλεύτριες και τη θέση τους στο πλαίσιο οργάνωσης του νοσοκομείου, δεν μερίμνησαν από ώρα 16:00 έως ώρα 17:10 να ελέγξουν την εξέλιξη της πορείας της ασθενούς, παρά τις κλήσεις τους προς τούτο από τον συνοδό της, και δεν διαπίστωσαν τη σταδιακή επιδείνωση της, με αποτέλεσμα να μην παράσχουν τις οφειλόμενες πρώτες  βοήθειες και να μην ειδοποιήσουν εγκαίρως το αρμόδιο ιατρικό προσωπικό για να προβεί αυτό, επίσης εγκαίρως, στη διασωλήνωση της ασθενούς, με συνέπεια την πρόκληση της επίδικης ανήκεστης βλάβης της υγείας της. Οτι, μαζί με την εφημερεύουσα ιατρό και τις νοσηλεύτριες βάρδιας ευθύνεται και η εταιρία «…………», εναγόμενη και στις δύο αγωγές, προστήσασα τις εναγόμενες ως εργοδότρια αυτών, συνδεόμενη μαζί τους με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, έχοντας εντάξει στο πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας του νοσοκομείου της, την μεν ……. ως ιατρό, με την ανωτέρω αναφερθείσα αρμοδιότητα παρακολούθησης της μετεγχειρητικής πορείας των νοσηλευόμενων της ειδικότητάς της, τις δε …………., ως νοσηλεύτριες βάρδιας, με την ανωτέρω αναφερθείσα αρμοδιότητα παρακολούθησης της μετεγχειρητικής πορείας των νοσηλευόμενων στους θαλάμους ευθύνης τους, επυθυνόμενη επιπλέον για την επιλογή του συγκεκριμένου νοσηλευτικού προσωπικού το οποίο ήταν ακατάλληλο. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζήτησαν, όπως παραδεκτά περιόρισαν το αίτημα της υπό στοιχείο α αγωγής με τις προτάσεις τους και με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται έκαστος των εναγομένων εις ολόκληρον, να καταβάλει (α) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 1.000.000 ευρώ και σε καθέναν των δεύτερου και τρίτου των εναγόντων το ποσό των 500.000 ευρώ, επιφυλασσόμενοι να διεκδικήσουν, πλέον των ποσών αυτών, για την ίδια αιτία, και ποσό 44 ευρώ έκαστος, δια της παραστάσεώς τους ως πολιτικώς ενάγοντες στη συναφή ποινική δίκη, (β) στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 100.000 ευρώ κατ΄ αρθρ. 931ΑΚ, λόγω της προκληθείσας αναπηρίας της, (γ) στην πρώτη ενάγουσα για  διαφυγόντα κέρδη το ποσό των 66.500 ευρώ για κάθε έτος του χρονικού διαστήματος 4ος 2008 – 4ος 2013 (ήτοι συνολικά 332.500 ευρώ), κατά το οποίο μειώθηκε το μέρισμα της, από τη συμμετοχή της σε ομόρρυθμη εταιρεία συστεγασμένων φαρμακείων Καρπενησίου, λόγω της αναπηρίας της, τα οποία κέρδη με βεβαιότητα θα κέρδιζε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, (δ) στον δεύτερο ενάγοντα ποσό 58.460 ευρώ  ως αποζημίωση λόγω της στέρησης των υπηρεσιών της πρώτης ενάγουσας στην κοινή τους οικία και (ε) στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 48.000 ευρώ λόγω στέρησης της συνεισφοράς της πρώτης ενάγουσας στις ανάγκες διατροφής του υιού τους ……… (τρίτου ενάγοντος), νομιμοτόκως δε τα ποσά αυτά από την 18.4.2008,  άλλως την επίδοση της αγωγής, Στην υπό στοιχείο β αγωγή τους, ζήτησαν μετά από μερικό περιορισμό του αιτήματός της  με τις προτάσεις τους και με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους στο ακροατήριο που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, (α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, έκαστος εις ολόκληρον, να καταβάλουν ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 300.000 ευρώ, στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 100.000 ευρώ και στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 50.000 ευρώ, και επιπλέον να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν, επίσης εις ολόκληρον, για την ίδια αιτία, ποσό 700.000 ευρώ  στην πρώτη, 400.000 ευρώ στον δεύτερο και 450.000 ευρώ στον τρίτο, επιφυλασσόμενοι να διεκδικήσουν, πλέον των ποσών αυτών, για την ίδια αιτία, και ποσό 44 ευρώ έκαστος, δια της παραστάσεώς τους ως πολιτικώς ενάγοντες στη συναφή ποινική δίκη, (β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, έκαστος εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 100.000 ευρώ κατ΄ αρθρ. 931ΑΚ, λόγω της προκληθείσας αναπηρίας της, (γ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, έκαστος εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα για   διαφυγόντα κέρδη το συνολικό ποσό των 160.082,45 ευρώ και επιπλέον να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να της καταβάλουν, επίσης εις ολόκληρον, για την ίδια αιτία, και το ποσό των 172.417,55 ευρώ,  (δ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, έκαστος εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον δεύτερο ενάγοντα ποσό 58.460 ευρώ  ως αποζημίωση λόγω της στέρησης των υπηρεσιών της πρώτης ενάγουσας στην κοινή τους οικία και (ε) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, έκαστος εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 48.000 ευρώ λόγω στέρησης της συνεισφοράς της πρώτης ενάγουσας στις ανάγκες διατροφής του υιού τους …….. (τρίτου ενάγοντος), νομιμοτόκως δε τα ποσά αυτά από την 18.4.2008,  άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδά τους σε βάρος των εναγομένων. Επίσης με την υπό στοιχείο α1, από 20.7.2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../29.7.2015 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση στην οποία περιλήφθηκε, και παρεμπίπτουσα αγωγή, η πρώτη εναγομένη στην υπό στοιχείο α αγωγή ……….., εξέθεσε ότι σε βάρος της ασκήθηκε η υπό στοιχείο α ανωτέρω κύρια αγωγή, και ότι δυνάμει του υπ’ αριθμ. ./.. ασφαλιστηρίου συμβολαίου επαγγελματικής αστικής ευθύνης που συνήφθη μεταξύ αυτής και της προσεπικαλουμένης ασφαλιστικής εταιρείας, η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να καλύπτει,  την επαγγελματική αστική ευθύνη της προς αποζημίωση, ανακοίνωσε την προαναφερθείσα δίκη στην παρεμπιπτόντως εναγομένη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, την προσεπικάλεσε να παρέμβει προσθέτως υπέρ αυτής στην κύρια δίκη και περαιτέρω ζήτησε με τη σωρευόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή και με βάση το ανωτέρω ιστορικό, να υποχρεωθεί η παρεμπιπτόντως εναγομένη να της καταβάλει κάθε ποσό που τυχόν υποχρεωθεί να καταβάλει στους ενάγοντες της κύριας αγωγής, μέχρι το ποσό του ανώτατου ορίου της ασφαλιστικής κάλυψης, πλέον τόκων και εξόδων. Με την υπό  στοιχείο α2 από 21.9.2015 με αριθμό κατάθεσης ……./28.9.2015  πρόσθετη παρέμβασή της, η καθ’ ης της υπό στοιχείο α1 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση ασφαλιστική εταιρεία, παρενέβη  προσθέτως υπέρ της πρώτης εναγομένης της κύριας υπό στοιχείο α αγωγής και κατά των εναγόντων της αγωγής  αυτής και ζήτησε  την απόρριψή της κύριας αγωγής. Με την υπό στοιχείο α3 από 26.3.2015 με αριθμό κατάθεσης ………./31.3.2015 προσεπίκληση, στην οποία συμπεριληφθηκε και παρεμπίπτουσα αγωγή, η δεύτερη εναγομένη στην υπό στοιχείο α αγωγή εταιρία με την επωνυμία «…….»  εξέθεσε  ότι σε βάρος της ασκήθηκε η υπό στοιχείο α ανωτέρω κύρια αγωγή, και  ότι δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/3 ανανέωσης σύμβασης ασφάλισης αστικής ευθύνης που συνήφθη μεταξύ αυτής και της προσεπικαλουμένης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………», η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να καλύπτει σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης την επαγγελματική αστική ευθύνη της ασφαλισμένης προς αποζημίωση, και ενόψει αυτού, ανακοίνωσε την δίκη στην παρεμπιπτόντως εναγομένη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, την προσεπικάλεσε να παρέμβει προσθέτως υπέρ αυτής στην κύρια δίκη και ζήτησε με τη σωρευόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματός της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί, ότι υποχρεούται η παρεμπιπτόντως εναγομένη να της καταβάλει κάθε ποσό που τυχόν υποχρεωθεί να καταβάλει στους ενάγοντες της κύριας αγωγής, μέχρι το ποσό του ανώτατου ορίου της ασφαλιστικής κάλυψης, πλέον τόκων και εξόδων.  Με την υπό στοιχείο α4  από 15.7.2015 με αριθμό κατάθεσης 8989/4967/26.8.2015 πρόσθετη παρέμβαση, η καθ’ ης  της υπό στοιχείο α3 προσεπίκλησης ασφαλιστική εταιρεία, παρενέβη προσθέτως υπέρ της δεύτερης προσεπικαλέσασας αυτή  και κατά των εναγόντων και ζήτησε την απόρριψή της κύριας αγωγής ως προς την εναγομένη αυτή. Τέλος με την υπό  στοιχείο β1 από 26.3.2015 με αριθμό κατάθεσης ………/31.3.2015 προσεπίκληση, στην οποία συμπεριλήφθηκε παρεμπίπτουσα αγωγή, η τέταρτη εναγομένη στην υπό στοιχείο β αγωγή, εταιρία με την επωνυμία «……….» εξέθεσε ότι σε βάρος της ασκήθηκε η υπό στοιχείο β ανωτέρω κύρια αγωγή και ότι δυνάμει της υπ’ αριθμ. ./.. ανανέωσης σύμβασης ασφάλισης αστικής ευθύνης που συνήφθη μεταξύ αυτής και της προσεπικαλουμένης ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία «……….» η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να καλύπτει σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης αυτής και μέχρι το ποσό των 750.000 ευρώ ανά περιστατικό, την επαγγελματική αστική ευθύνη της ασφαλισμένης προς αποζημίωση, και ενόψει τούτων, ανακοίνωσε την προαναφερθείσα δίκη στην παρεμπιπτόντως εναγομένη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, την προσεπικάλεσε να παρέμβει προσθέτως υπέρ αυτής στην κύρια δίκη και περαιτέρω ζήτησε με τη σωρευόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή να υποχρεωθεί  η παρεμπιπτόντως εναγομένη να της καταβάλει κάθε ποσό που τυχόν υποχρεωθεί να καταβάλει η ίδια στους ενάγοντες της κύριας αγωγής, μέχρι το ποσό του ανώτατου ορίου της ασφαλιστικής κάλυψης, πλέον τόκων και εξόδων. Τα ως ανω δικόγραφα συνεκδικάστηκαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και επ αυτών εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 3215/2017 οριστική απόφαση, με την οποία απορρίφθηκαν ως μη νόμιμα τα αγωγικά αιτήματα περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης στους δεύτερο και τρίτο των εναγόντων για τους ίδιους ατομικά, ως έμμεσα ζημιωθέντων, και λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης το αγωγικό κονδύλιο με το οποίο ο δεύτερος ενάγων ζήτησε την επιδίκαση αποζημίωσης στον ίδιο για αξίωση διατροφής του τρίτου ενάγοντα από την μητέρα του, με την σκέψη οτι φορέας της σχετικής αξίωσης ήταν μόνον ο τρίτος ενάγων. Περαιτέρω, απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη η υπό στοιχείο α αγωγή των εναγόντων σε βάρος της ιατρού ……….. και της εταιρίας «…….», έγιναν δεκτές οι υπό στοιχεία α2 και α4 πρόσθετες παρεμβάσεις που ασκήθηκαν υπερ των εναγομένων αυτής και απορρίφθηκαν οι υπό στοιχεία α1 και α3 προσεπικλήσεις -παρεμπίπτουσες αγωγές, ως άνευ αντικειμένου ενόψει της απόρριψης της κύριας αγωγής. Εν συνεχεία έγινε εν μέρει δεκτή η υπό στοιχείο β αγωγή ως προς τους πρώτη και δεύτερο των εναγόντων και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι αυτής να καταβάλλουν εις ολόκληρον έκαστος στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 300.000 ευρώ ως αποζημίωση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη εξαιτίας της αδικοπρακτικής τους συμπεριφοράς, το ποσό των 100.000 ευρώ ως αποζημίωση εκ του άρθρου 931 ΑΚ και το ποσό των 127.500 ευρώ ως αποζημίωση για την θετική βλάβη που υπέστη, λόγω παρακράτησης του ως άνω ποσού, από το ποσοστό κερδών της στην εταιρεία «……………» για την κάλυψη δαπάνης προσληψης έτερης φαρμακοποιού προς αντικατάστασή της και στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 58.460 ευρώ λόγω στέρησης υπηρεσιών της πρώτης ενάγουσας. Τέλος έγινε δεκτή η υπό στοιχείο β1 προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή και υποχρεώθηκε η προσεπικαλούμενη εταιρία να καταβάλει στην προσεπικαλούσα-παρεμπιπτόντως ενάγουσα ποσοστό 80% επί οιουδήποτε ποσού καταβάλει η παρεμπιπτόντως ενάγουσα στους ενάγοντες της κύριας αγωγής, δυνάμει της  εκκαλουμένης απόφασης, μέχρι του ποσού των 750.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν οι προαναφερθείσες τέσσερις συνεκδικαζόμενες εφέσεις.

Με την υπό στοιχείο Β έφεση οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, παραπονούνται κατά της εκκαλουμένης επειδή λογω εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την υπό στοιχείο α αγωγή τους ενώ έπρεπε να την κάνει δεκτή και επιπλέον επειδή εσφαλμένα απέρριψε ως μη νόμιμα τα κονδύλια με τα οποία οι δεύτερος και τρίτος ενάγων ζήτησαν ατομικά αποζημίωση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων και των δυο αγωγών και τέλος επειδη η επιδικασθείσα στην πρώτη ενάγουσα αποζημίωση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, ποσού 300.000 ευρώ υπολείπεται της εύλογης αποζημίωσης, λαμβανομένων υπόψη όλων των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας. Ζητούν δε οι εκκαλούντες την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, ώστε να γίνει δεκτή η υπό στοιχείο α αγωγή τους ως ουσία βάσιμη, να γίνουν δεκτά τα απορριφθέντα αγωγικά κονδύλια της υπό στοιχείο β αγωγής τους και να επιδικαστεί στην πρώτη ενάγουσα το αιτούμενο με την αγωγή ποσό αποζημίωσης για ηθική βλάβη.

Η υπό στοιχείο Α έφεση ασκήθηκε από την εναγομένη της υπό στοιχείο α αγωγής ………., και ήδη εκκαλούσας, κατά των εναγόντων της αγωγής αυτής και της προσεπικαλούμενης-παρεμπιπτόντως εναγομένης, στην υπό στοιχείο α1 προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή, ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», με την οποία η εκκαλούσα αφού εκθέτει οτι ασκήθηκε και σε βάρος της η υπό στοιχείο Β έφεση, με την οποία ζητείται να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή η σε βάρος της ασκηθείσα υπο στοιχείο α αγωγή, ζητεί την απόρριψη της υπό στοιχείο Β έφεσης κατα το μέρος που στρέφεται εναντίον της και επικουρικά σε περίπτωση που γίνει δεκτή η ως άνω έφεση εναντίον της, να εξεταστεί η υπό στοιχείο α1 ασκηθείσα από την ίδια προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή. Η ως άνω έφεση τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται σε βάρος των εναγόντων –εκκαλούντων της υπό στοιχείο Β έφεσης, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος, καθώς η εκκαλούσα είναι νικήσασα διάδικος εξαιτίας της απόρριψης της υπό στοιχείο α αγωγής σε βάρος της ως ουσία αβάσιμης. (αρ.516ΚΠολΔ) Σε οτι αφορά όμως την άσκησή της, επικουρικά σε περίπτωση που γίνει δεκτή η υπό στοιχείο Β έφεση, κατά της προσεπικαλούμενης από την ίδια και παρεμπιπτόντως εναγομένης εταιρίας με την επωνυμία «…………», αυτή τυγχάνει παραδεκτή, κατ` εξαίρεση του κανόνος περί του ανεπίδεκτου της προσθήκης αίρεσης στις διαδικαστικές πράξεις και συνεπώς και στα ένδικα μέσα, επιτρεπόμενης της προσθήκης αίρεσης στην άσκηση ένδικου μέσου, όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συντρέχουν οι λόγοι που επιβάλλουν τον αποκλεισμό της, όπως είναι η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου. Τούτο δε συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση για την έφεση της ως άνω εναγομένης-εκκαλούσας, μετά την άσκηση της με στοιχείο Β έφεσης των εναγόντων εναντίον της και επομένως, αποτελεί το μόνο τρόπο για να ερευνηθεί η ασκηθείσα παρεμπίπτουσα αγωγή της, εναντίον της δικονομικής της εγγυήτριας, που πρωτοδίκως απορρίφθηκε ως άνευ αντικειμένου, για την περίπτωση που γίνει δεκτή η (και) εναντίον της στρεφόμενη υπό στοιχείο Β έφεση. (βλ. Α.Π 474/2000, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Εφ Πειρ. 226/2015 τράπεζα Νομικών πληροριών  ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 80, 88, 89, 277 αρ. 4 και 517 KΠολΔ, συνάγεται ότι, αν ο εναγόμενος προσεπικαλέσει στη δίκη εκείνον κατά του οποίου, σε περίπτωση ήττας του, δικαιούται να αναχθεί και να ζητήσει αποζημίωση για το ποσό που ενδεχομένως θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα και συγχρόνως ενώσει μαζί με την προσεπίκληση και αγωγή αποζημίωσης, ο δε προσεπικληθείς και εναγόμενος με την παρεμπίπτουσα αγωγή προσήλθε στη δίκη, αλλά δεν παρενέβη σ` αυτή ούτε επικουρικά, περιορίστηκε δε μόνον στην απόκρουση της προσεπίκλησης και την άρνηση της υποχρέωσής  του για αποζημίωση, δεν καθίσταται διάδικος στην κύρια δίκη μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου, ούτε δημιουργείται ομοδικία μεταξύ αυτού (προσεπικληθέντος) και του προσεπικαλέσαντος αυτόν εναγομένου. Συνεπώς, ο προσεπικαλούμενος δεν μπορεί ν` ασκήσει έφεση κατά της απόφασης ως προς τις διατάξεις της, που αφορούν την κύρια αγωγή και δεν μπορεί να προτείνει λόγους  αναφορικά με τούτες τις διατάξεις με την έφεση, που παραδεκτά ασκεί κατά της απόφασης ως προς τις διατάξεις της που αφορούν την παρεμπίπτουσα αγωγή (Εφ. Αθ.1441/1999, Εφ. Θεσ.873/1991 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ. ΕφΑθ 9676/1979 ΝοΒ 28.821, ΕφΑθ 8969/1979 ΝοΒ 28.332, βλ. και ΕφΑθ 654/1987, ό.π.) ενώ ο εναγόμενος προσεπικαλέσας και παρεμπιπτόντως εναγαγών δικαιούται να ασκήσει έφεση και κατά του προσεπικληθέντος και παρεμπιπτόντως εναγομένου (Εφ Αθ1512/2011 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ και τις εκί παραπομπές), σε αντίθεση με τους λοιπούς διαδίκους, οι οποίοι στρέφονται κατά του προσεπικληθέντος μόνο αν άσκησε έστω και επικουρικά αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση η οποία δεν απορρίφθηκε ως απαράδεκτη (Εφ Αθ 1789/1987 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Με την υπό στοιχείο Δ έφεση, οι εναγόμενοι της υπό στοιχείο β αγωγής και ήδη εκκαλούντες, στρεφόμενοι κατά των εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων καθώς και της εταιρείας  «………..», η οποία μετέχει στη δίκη λόγω της προσεπίκλησης –  παρεμπίπτουσας αγωγής που άσκησε σε βάρος της, η τέταρτη εκκαλούσα «…………..» και παραστάσασα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν άσκησε πρόσθετη παρέμβαση αλλά αρκέστηκε στην απόκρουση της προσεπίκλησης και στην άρνηση της παρεμπίπτουσας αγωγής, ζητούν για λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και την πλημμελή εφαρμογή του νόμου την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της υπό στοιχείο β αγωγής λόγω εκκρεμοδικίας, άλλως ως παραγεγραμμένης άλλως ως ουσία αβάσιμης και προσβάλλοντας ως υπερβολικό αφενός το επιδικασθέν στην πρώτη ενάγουσα ποσό της αποζημίωσης λόγω της ηθικής της βλάβης και αφετέρου το ποσό της επιδικασθείσας σε βάρος τους δικαστικής δαπάνης. Σε οτι αφορά τις τρεις πρώτες εκκαλούσες η άσκηση της έφεσης κατά της εφεσίβλητης εταιρείας  «………..», τυγχάνει απαράδεκτη καθώς η τελευταία, ως μη ασκήσασα πρόσθετη παρέμβαση, δεν έχει καταστεί διάδικος της κύριας δίκης στις οποία οι ίδιες ήταν εναγόμενες, με αποτέλεσμα να ελλείπει το έννομο συμφέρον τους για την άσκηση αυτής,σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη. Περαιτέρω, η προσεπικαλούσα-παρεμπιπτόντως ενάγουσα εταιρεία, νομιμοποιείται κατ αρχήν στην άσκηση εφεσης κατά της από την ίδια προσεπικαλούμενης-παρεμπιπτόντως εναγομένης εταιρείας, πλην όμως στην κρινόμενη περίπτωση η άσκηση της κρινόμενης έφεσης ως προς την εφεσίβλητη αυτη, είναι διττώς απαράδεκτη αφενός λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος καθώς η ασκηθείσα παρεμπίπτουσα αγωγή έγινε δεκτή και αφετέρου επειδή από την επισκόπηση του δικογράφου της έφεσης προέκυψε οτι ουδείς από τους λόγους αυτής δεν αφορά την προσεπικαλούμενη –παρεμπιπτόντως εναγομένη.

Με την υπο στοιχείο Γ έφεση η προσεπικαλούμενη –παρεμπιπτόντως εναγομένη εταιρία «………. »  παραδεκτά στρέφεται κατά της  προσεπικαλέσασας αυτήν εταιρίας με την επωνυμία «………», σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ζητώντας τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης απόφασης μόνον ως προς τις διατάξεις που δέχονται την προσεπίκληση και την υποχρεώνουν σε αποζημίωση,και την απόρριψη της σε βάρος της ασκηθείσας προσεπίκλησης-παρεμπίπτουσας αγωγής.

Κατά το άρθρο 222 ΚΠολΔ, όταν επέλθει η εκκρεμοδικία και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε Δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα (ΑΠ 1144/1980,ΕΕΝ 48.263). Αν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ασκηθεί άλλη αγωγή, ανταγωγή ή κύρια παρέμβαση ή προταθεί ένσταση συμψηφισμού για την ίδια επίδικη διαφορά, αναστέλλεται και αυτεπαγγέλτως η εκδίκασή της,  εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη. Το απαράδεκτο από την εκκρεμοδικία προϋποθέτει ταυτότητα της διαφοράς και ταυτότητα διαδίκων. Ταυτότητα δε της διαφοράς, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 222παρ.1 ΚΠολΔ, σημαίνει ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας, δηλαδή να πρόκειται για διαφορά η οποία θεμελιώνεται στα ίδια κατά βάση πραγματικά περιστατικά, που υπάγονται στον ίδιο κανόνα δικαίου (ΑΠ 369/1989, Δ21.851, ΕφΑθ 4309/1991, ΕλλΔνη34.388, ΕφΑθ 4498/1988, ΕλλΔνη 29.1438), ενώ ταυτότητα διαδίκων υπάρχει όταν οι διάδικοι παρίστανται και στις δύο δίκες με την ίδια δικονομική ιδιότητα, αλλά και όταν υπάρχει εναλλαγή της δικονομικής θέσεώς τους, αρκεί το δεδικασμένο της πρώτης δίκης να καταλαμβάνει και τους διαδίκους της δεύτερης δίκης και υπό την προϋπόθεση ότι και οι δύο δίκες έχουν το αυτό αντικείμενο (Μπέης, ΠολΔ, υπ΄άρθρο 222, παρ.8, σελ.1009, Δεληκωστόπουλος-Σινανιώτης, άρθ.225 παρ.1,αριθμ.2, σελ.173, Κονδύλης, Το Δεδικασμένον κατά τον ΚΠολΔ, σελ 163παρ.5, ΕφΑθ 11195/1995, ΕλλΔνη 37.1122, ΕφΘεσ 230/1987,ΑρχΝ 39.419). Με τον τέταρτο λόγο έφεσης η τέταρτη εκκαλούσα της υπο στοιχείο Δ έφεσης, ισχυρίζεται οτι εσφαλμένα με την εκκαλουμένη απόφαση απορρίφθηκε η ένσταση εκκρεμοδικίας που πρωτοδίκως είχε προβάλλει. Συγκεκριμένα η ως άνω εταιρεία ισχυρίστηκε ότι οι ενάγοντες είχαν εγείρει εναντίον της και την από 29.7.2010 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με συνεναγόμενο τον ιατρό ….., η οποία ήταν εκκρεμής και είχε την ίδια ιστορική και νομική αιτία με τις ένδικες αγωγές και, επομένως, θα έπρεπε να ανασταλεί η εκδίκασή των τελευταίων μέχρι την έκδοση απόφασης επί της προηγηθείσης αγωγής αυτής. Ο σχετικός ισχυρισμός είναι νόμιμος (αρθρ. 222 ΚΠολΔ), πλην όμως τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον, όπως προκύπτει  από το περιεχόμενο της επικαλούμενης προηγηθείσας αγωγής προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών (αρ.κατ. ………./2010), η ιστορική βάση αυτής, συνίσταται στην ιατρική αμέλεια που φέρεται να επέδειξε ο συνεναγόμενος ιατρός …….., κατά τη διενέργεια της χειουργικής επέμβασης της πρώτης ενάγουσας αλλά και μετά από αυτήν καθόσον υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή αφενός παρέλειψε να δώσει οδηγίες στο νοσηλευτικό προσωπικό όσον αφορά την παρακολούθηση της μετεγχειρητικής πορείας της πρώτης ενάγουσας, και αφετέρου ο ίδιος δεν παρακολούθησε την ασθενή ως όφειλε λόγω της ιδιότητάς του ως θεράποντος ιατρού. Η αδικοπρακτική ευθύνη δε της εκκαλούσας βασίστηκε στην σχέση πρόστησης του συνεναγομένου της ιατρού, ο οποίος όπως προεκτέθηκε φέρετο ως υπαίτιος πρόκλησης της επίδικης βαρίας σωματικής βλάβης της πρώτης ενάγουσας. Στις αγωγές επί των οποίων έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση η υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων που φέρεται να συνδέεται αιτιωδώς με την προξενηθείσα στην πρώτη ενάγουσα βαριά σωματική βλάβη, βασίζεται σε εντελώς διαφορετικά περιστατικά ήτοι στην παράλειψη των εναγομένων νοσηλευτριών, της υπό στοιχείο β αγωγής, να ελέγξουν την εξέλιξη της πορείας της ασθενούς, παρά τις κλήσεις του συνοδού της, στην μη παροχή των οφειλόμενων πρώτων  βοηθειών και στην μη έγκαιρη ειδοποίηση του αρμόδιου ιατρικού προσωπικού για την χειροτέρευση της κατάστασης της ασθενούς και στην παράλειψη της εφημερεύουσας ιατρού να παρακολουθήσει τη μετεγχειρητική πορεία της ασθενούς. Η ευθύνη δε της τέταρτης εκκαλούσας ως προστήσασας τα εναγόμενα φυσικά πρόσωπα, συνδέεται άμεσα με την επικαλούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των προστηθέντων της φυσικών προσώπων, καθώς χωρίς την επίκληση συγκεκριμένης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς που να  αποδίδεται σε συγκεκριμένα πρόσωπα δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί και η ευθύνη της προστήσασας αυτά. Συνεπώς εφόσον κατά τα προεκτεθέντα δεν υφίσταται ταυτότητα διαφοράς μεταξύ των αγωγών, λόγω της διαφορετικής τους ιστορικής βάσης, ορθά η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την προβληθείσα ένσταση ως ουσιαστικά αβάσιμη και ο περί του αντιθέτου λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος.

Οι πρώτος και δεύτερος των εναγόντων-ήδη εκκαλούντων της υπό στοιχείο Β έφεσης, με τον δεύτερο λόγο της έφεσής τους ισχυρίζονται οτι εσφαλμένα απορρίφθηκαν με την εκκαλουμένη απόφαση, ως μη νόμιμα τα αγωγικά κονδύλια με τα οποία ζητούσαν να επιδικαστεί ατομικά σε έκαστο εξ αυτών αποζημίωση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων. Υπο τα στην αγωγή τους εκτιθέμενα οι ενάγοντες, ζήτησαν την επιδίκαση αποζημίωσης προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων, καθώς ο μεν δεύτερος ενάγων με τη διαμορφωθείσα κατάσταση έμεινε αναγκαστικά μόνος του αναλαμβάνοντας την φροντίδα του ανήλικου τέκνου του και οι ελπίδες του για την συνέχιση της κοινής συζυγικής ζωής με την πρώτη ενάγουσα εξανεμίσθηκαν, ο δε τρίτος ενάγων εξαιτίας της ίδιας συμπεριφοράς στερήθηκε σε ευαίσθητη ηλικία την παρουσία την φροντίδα και τη στοργή της μητέρας του, και επομένως λαμβανομένων υπόψη του βαθμού και της έντασης της ψυχικής και σωματικής ταλαιπωρίας που υπέστησαν, της θλίψεως και του πόνου ου δοκίμασαντον βαθμό της υπαιτιότητας των εναγομένων, της οικνομικής τους κατάστασης (άριστης των αντιδίκων σαφέστατα υποδεέστερη η δική τους) και του γεγονότος οτι (ως προς τον δεύτερο ενάγοντα) η πρώτη ενάγουσα είναι η σύζυγός του, ζητησαν αποζημίωση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν ποσού 500.044 ευρώ έκαστος Το ως άνω αίτημα ορθώς απορρίφθηκε βασιζόμενο στη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ καθώς από τη διάταξη αυτή  προκύπτει ότι, σε περίπτωση προσβολής της υγείας  προσώπου, φορέας της σχετικής αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση είναι εκείνος που υπέστη άμεσα την ηθική βλάβη, δηλαδή ο παθών, κατά του οποίου στρέφεται η αδικοπραξία. Τρίτα πρόσωπα, που ανήκουν συνήθως στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον του θύματος της αδικοπραξίας, έστω και αν αυτά υφίστανται ψυχικό πόνο από την αδικοπραξία, που στρέφεται κατά του οικείου τους, κατά κανόνα θεωρούνται τρίτοι και δεν καθίστανται και αυτά φορείς της σχετικής αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση (βλ. σχετ. ΑΠ 925/2007 ΝοΒ 2009.517, ΑΠ 648/2002 ΕλλΔνη 2002.1616, ΕφΘεσ 1460/2009 Αρμ 2011.213, ΕφΔωδ 203/2009 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 454/2001 Δικογρ. 2001.470, ΕφΑΘ 9617/2000 ΕλλΔνη 2001.946). Ο ισχυρισμός των εκκαλούντων οτι τυγχάνουν άμμεσα ζημιωθέντες από  την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, η οποία προσέβαλε την προσωπικότητά τους, απαραδέκτως προβάλλεται το πρώτον ενώπιον του δευτεροβάθμιου αυτού Δικαστηρίου, καθώς στα αγωγικά τους δικόγραφα δεν περιέχεται παρόμοιος ισχυρισμός. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση που απέρριψε τα σχετικά αγωγικά κονδύλια ως μη νόμιμα δεν έσφαλε και πρέπει ο περί του αντιθετου εξαταζόμενος λόγος έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 2496/1997, αξιώσεις που πηγάζουν από την ασφαλιστική σύμβαση παραγράφονται στις ασφαλίσεις ζημιών μετά από τέσσερα (4) χρόνια και στις ασφαλίσεις προσώπου μετά από πέντε (5) χρόνια, από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν. Επίσης, κατά το άρθρο 251 ΑΚ η παραγρα­φή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίω­ξη της. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών και εκείνων του άρθρου 201 ΑΚ συνάγεται ότι, επί συμβάσεως ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης προσώπου έναντι τρίτων, η αξίωση του ασφαλισμένου από τη σύμβαση αυτή, έναντι του ασφαλιστή, γεννάται όταν ο τρίτος που ζημιώθηκε, έναντι του οποίου ευθύνεται προς αποζημίωση ο ασφαλισμένος, επιδώσει στον τελευταίο τη σχετική προς αποκατάσταση της ζημί­ας του αγωγή, γιατί έκτοτε πραγματώνεται η ασφαλιστική περίπτωση (κίνδυνος) (ΑΠ 146/2007, ΑΠ 1556/2002 δημ. Νόμος), έστω και αν δεν έχει προσδιοριστεί με δικαστική απόφαση ή εξώδικο συμβιβασμό το μέγεθος της αξιώσεως του τρίτου που ζημιώθηκε και, επομένως, ούτε και το ποσό της αποζημιώσεως του ασφαλι­σμένου κατά του ασφαλιστή, και έκτοτε καθίσταται δυνατή η δικαστική επιδίωξη της αξιώσεως του ασφαλισμένου έναντι του ασφαλιστή. Κατά συνέπεια, η αξίωση αυτή του ασφαλισμένου παραγράφεται με την παρέλευση τεσσάρων (4) ετών, που αρχίζουν από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο επιδόθηκε στον ασφαλισμένο η αγωγή του ζημιωθέντος τρίτου (ΑΠ. 941/2017, Τράπεζα νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 950/2012, ΑΠ 1880/2011, ΑΠ 1221/2011, ΑΠ 1018/2011, ΑΠ 232/2010, ΑΠ 231/2010, ΑΠ 921/2009 δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα-παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, με τον δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Γ έφεσης, επαναφέρει την πρωτοδίκως προβαλλόμενη ένσταση της τετραετούς παραγραφής του άρθρου 10 του Ν. 2496/1997 της, ασκούμενης με την παρεμπίπτουσα αγωγή, αξίωσης καταβολής αποζημίωσης, παραπονούμενη για το ότι κατ` εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απορρίφθηκε ως μη νόμιμη με την εκκαλούμενη από­φαση. Συγκεκριμένα διατείνεται ότι το ζημιογόνο συμβάν έλαβε χώρα την 18.4.2008 και οτι συνεπώς την ίδια ημερομηνία γεννήθηκε και η αξίωση της παρεμπιπτόντως ενάγουσας για την καταβολή του ασφαλίσματος αλλά και ο  ασφαλισμένος κίνδυνος, ετσι ώστε η σχετική αξίωσή να έχει παραγραφεί την 31.12.2013, ενώ η παρεμπίπτουσα αγωγή της επιδόθηκε την 6.4.2015.  Ωστόσο, η ένσταση αυτή ελέγχεται ως μη νόμιμη και απορριπτέα, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, η τετραετής παραγραφή της αξίωσης του ασφαλι­σμένου έναντι της ασφαλιστικής εταιρίας αρχίζει από το τέλος του έτους εντός του οποίου επιδόθηκε στον ασφαλισμένο η σχετική αγωγή αποζημίωσης από τον ζημιωθέντα τρίτο, οπότε και πραγματώνεται ο ασφαλιστικός κίνδυνος, και όχι από τον χρόνο που έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός και πληροφορήθηκε ο ασφαλισμένος την αποζημιωτική του ευθύνη. Δηλαδή, η αξίωση του ασφαλισμέ­νου ή λήπτη της ασφαλίσεως κατά του ασφαλιστή, από τη μεταξύ τους σύμβαση ασφάλισης, έχουσα ως αντικείμενο την καταβολή στον ασφαλισμένο κάθε ποσού που υποχρεούται ή θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ζημιωθέντα τρίτο, με τους τόκους και τα δικαστικά έξοδα, μέσα στα όρια του ασφαλιστικού ποσού, γεννιέται από την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, που συμπίπτει με την επίδοση στον ασφαλισμένο από τον ζημιωθέντα τρίτο ή άλλο δικαιούχο της περί αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης αγωγής, αφότου τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης και για το ποσό που θα επιδικασθεί με την επί της αγωγής αυτής απόφαση, πλέον τόκων από την επίδοσή της και δικαστικών εξόδων. Συνακόλουθα τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε ως μη νόμιμη την προβληθείσα από την εκκαλούσα-παρεμπιπτόντως εναγομένη εταιρία ένσταση παραγραφής του άρ­θρου 10 του Ν. 2496/1997, δεν έσφαλε και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και, γι` αυτό, πρέπει ν` απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της υπό κρίση έφεσης.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 24 του ΑΝ 1565/1939 “περί κωδικός ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος”, που διατηρήθηκε σε ισχύ κατά το άρθρο 47 ΕισΝΑΚ, ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική του συνδρομή, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας πείρας τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για την διαφύλαξη των ασθενών και προστασίας των υγιών. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ.β`, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει, ότι η αδικοπρακτική ευθύνη ιατρού προς αποζημίωση, ή και προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης θεμελιώνεται και εάν ο ιατρός ενεργήσει από αμέλεια, η οποία αμέλεια υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες, που το ανεπιθύμητο αποτέλεσμα οφείλεται σε παράβαση των θεμελιωδών αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και η ενέργεια του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Δηλαδή θα πρέπει να μην καταβλήθηκε από τον ιατρό η επιβαλλόμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή και επιμέλεια, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος θα μπορούσε και όφειλε να καταβάλλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνθήκες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πείρα και λογική και συγχρόνως να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ιατρικής πράξης ή παράλειψης και του αξιόποινου μη επιδιωκόμενου αποτελέσματος, ενώ ουδεμία ευθύνη φέρει ο ιατρός αν ενήργησε κατά τους πιο πάνω κανόνες (lege artis) και ειδικότερα όπως θα ενεργούσε κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και με τα στην διάθεση του μέσα, συνετός και επιμελής ιατρός. Οι ανωτέρω υποχρεώσεις ισχύουν mutatis mutandis και βαρύνουν αντίστοιχα και το νοσηλευτικό προσωπικό, καθόσον σύμφωνα με τον Κώδικα Νοσηλευτικής Δεοντολογίας (ΠΔ 216/2001) (άρθρο 2) «Πρωταρχική μέριμνα του νοσηλευτή κατά την παροχή των υπηρεσιών του είναι η κάλυψη των αναγκών του ανθρώπου ως βιοψυχοκοινωνικής και πνευματικής οντότητας…», (άρθρο 3) «Ιδιαίτερο καθήκον του νοσηλευτή αποτελεί η φροντίδα του ασθενή, με τη δημιουργία του κατάλληλου θεραπευτικού περιβάλλοντος ώστε ο ασθενής να απολαμβάνει τη μέγιστη δυνατή σωματική, ψυχική και πνευματική υγεία», (άρθρο 7) «Ο Νοσηλευτής οφείλει απεριόριστο σεβασμό στην αξία της ανθρώπινης ζωής, λαμβάνει κάθε μέτρο για τη διάσωση ή διατήρηση της και απέχει από κάθε ενέργεια που είναι δυνατό να τη θέσει σε κίνδυνο», (άρθρο 8) «Ο Νοσηλευτής οφείλει να παρέχει τις υπηρεσίες του με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον του ασθενή, στα πλαίσια και όρια των καθηκόντων του, σύμφωνα με τα δεδομένα της νοσηλευτικής επιστήμης και τις διατάξεις που αφορούν την άσκηση του επαγγέλματος, αποφεύγοντας οποιαδήποτε μη ενδεδειγμένη ή πειραματική διαγνωστική ή θεραπευτική μέθοδο. Για το σκοπό αυτό, ο Νοσηλευτής οφείλει να ενημερώνεται και να βελτιώνει τις δεξιότητές του στα πλαίσια της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης», (άρθρο 9) «Ο Νοσηλευτής οφείλει να παρέχει τη συνδρομή του στον ασθενή με κάθε θεμιτό μέσο και να τον προστατεύει από οποιαδήποτε βλάβη ή κίνδυνο στο χώρο παροχής των υπηρεσιών του, δημιουργώντας ένα ασφαλές περιβάλλον».

Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά αυτού, την με αριθμό ……/29.12.2015 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Χαλανδρίου, που λήφθηκε κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των εναγομένων στις υπό στοιχεία α κα β αγωγές (βλ. τις ………..΄/23.12.2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….), πλην των από 30.9.2009 και 31.12.2009 δηλώσεων των …………, οι οποίες συνιστούν ανώμοτες μαρτυρικές καταθέσεις τρίτων που δόθηκαν προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στην δίκη αυτή, χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις των διατάξεων του ΚΠολΔ για την εξέταση των μαρτύρων και επομένως αποτελούν ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο που δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 887/2015, ΑΠ 394/2012, ΟλΑΠ 8/1987, ΤΝΠ Νόμος), των εγγράφων (μεταξύ των οποίων και η σχηματισθείσα εν σχέσει με το ένδικο συμβάν ποινική δικογραφία, η οποία εκτιμάται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων – Α.Π. 1286/2003, Χρ.Ι.Δ. 2004/245, Α.Π. 283/2003 αδημ., Α.Π. 1563/2002, ΝοΒ 2003/1195, Α.Π. 1428/2000, ΕλλΔ/νη 2001/678, Εφ.ΑΘ. 1483/2016, Εφ.Θεσσαλονίκης 1026/2016, Εφ.Δωδ. 13/2014, Εφ.Λαμ. 22/2010, Ν. Παϊσίδου, Τα δικαστικά τεκμήρια, 1991, σελ. 230 και σημ. 86, πρβλ. Στ. Κουσούλη στην Ερμηνεία KΠολΔ  Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, I (2000), άρθρο 321, αριθ. 5), που έχουν νόμιμα προσκομιστεί με επίκληση (Ολ. Α.Π. 23/2008, Α.Π. 457/2016, Α.Π. 87/2013, Α.Π. 179/2013) και λαμβάνονται υπόψη, όσα από αυτά δεν παρέχουν πλήρη απόδειξη προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (Α.Π. 363/2001, ΕλλΔ/νη 43.118, Α.Π. 320/1999, ΕλλΔ/νη 40.1310, Α.Π. 1021/1998, ΕλλΔ/νη 39.1553), εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη (άρθρα 269 παρ. 1, 270 παρ. 2, 393, 394 και 395 Κ.Πολ.Δ. ), ανεξαρτήτως αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του Νόμου (Α.Π. 871/2003, Α.Π. 1631/1997, Δ.Ε.Ν. 1998/891, Α.Π. 1462/1996, ΕλλΔ/νη 38.544, Α.Π. 1323/1996, Ε.Εργ.Δ. 1998/376, Αθ. Κρητικού, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, έκδοση δ`, 2008, παρ. 35, αριθ. 160, σελ. 885 – 886, Π. Αρβανιτάκη στην Ερμηνεία  KΠολΔ  Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, II (2000), άρθρο 681 Α’, αριθ. 12, σελ. 1302 – 1303, όπου και περαιτέρω παραπομπές σε Νομολογία και Βιβλιογραφία) μερικών μάλιστα των οποίων (εγγράφων) γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών (Εφ.Πειρ. 418/2000, Πειρ.Νομ. 2000/323, Εφ.Θεσσαλονίκης 507/1999, Αρμ. 2002/248, πρβλ. Ολομ. Α.Π. 848/1981, ΝοΒ 30.441) και να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως (Α.Π. 1856/2009, Α.Π. 139/2009, Α.Π. 641/2006), χωρίς το Δικαστήριο να υποχρεούται να ακολουθήσει ορισμένους κανόνες ως προς την αποδεικτική ισχύ τους (άρθρο 340 Κ.Πολ.Δ. .  – Α.Π. 1304/2013, Α.Π. 87/2013, ΝοΒ 2013/1275, Α.Π. 311/2010, Α.Π. 81/2009, Α.Π. 1421/2008, Χρ. Τριανταφυλλίδης – Μ. Γεωργιάδου σε Χαρ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος I, 5η έκδοση, 2017, άρθρο 340, αριθ. 2, 979 – 980, όπου και περαιτέρω παραπομπές) και να κατονομάζονται ένα προς ένα. Περαιτέρω, δεν απαιτείται να αξιολογείται στην απόφαση κάθε αποδεικτικό μέσο ειδικά και χωριστά ή να εξειδικεύονται τα έγγραφα ή να γίνεται διάκριση ποια από αυτά λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη – Α.Π. 270/2018, Α.Π. 808/2017, Α.Π. 594/2017, Α.Π. 403/2017, Α.Π. 213/2016, Α.Π. 681/2015, Α.Π. 677/2015, Α.Π. 2031/2007, Α.Π. 259/2007, Α.Π. 1573/2006 και επομένως ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της υπό στοιχείο Γ έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336§4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Τον Απρίλιο του 2008, η πρώτη ενάγουσα, σύζυγος του δεύτερου και μητέρα του τρίτου, υποφέροντας από πόνους και ενοχλήσεις στον αριστερό βραχίονα απευθύνθηκε στον ορθοπεδικό χειρουργό ιατρό .. …, ο οποίος, κατόπιν σειράς ιατρικών εξετάσεων στις οποίες την υπέβαλε, διέγνωσε ότι η ενάγουσα αυτή έπασχε από συμπτωματική αυχενική δισκοκήλη στο Α5-Α6 επίπεδο (αριστερή αυχενοβραχιόνια συνδρομή εκτεινόμενη με νευρολογικές διαταραχές αριστερού άνω άκρου), προτείνοντας ως ενδεδειγμένη λύση αντιμετώπισης, χειρουργική επέμβαση πρόσθιας δισκεκτομής, αφαίρεση μεσοσπονδύλιου δίσκου του επιπέδου Α5-Α6 και τοποθέτηση εμφυτεύματος και σπονδυλοδεσία. Την εκτέλεση της επέμβασης αυτής προσφέρθηκε να την αναλάβει ο ίδιος με τη συνδρομή ομάδας ιατρών, στο νοσοκομείο “……….”, που διατηρεί η εταιρεία «……», το οποίο, όπως ενημέρωσε τους εναγομένους, διέθετε τις πλέον σύγχρονες υποδομές και εξειδικευμένο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό. Η πρώτη ενάγουσα, αποδεχόμενη την παραπάνω προσφορά εισήχθη στις 18.4.2008 στο ως άνω νοσοκομείο και υπεβλήθη αυθημερόν στην υποδειχθείσα χειρουργική επέμβαση, ήτοι σε δισκεκτομή με τη χρήση μικροσκοπίου για την αφαίρεση του μεσοσπονδυλίου δίσκου Α5 – Α6, παρασκευάσθηκε το μεσοσπονδύλιο διάστημα Α5-Α6 για την τοποθέτηση εμφυτεύματος, στο οποίο τοποθετήθηκε σε ειδική υποδοχή μόσχευμα και το επίπεδο Α5 – Α6 σταθεροποιήθηκε με πλάκα δυο διπλό – βιδών μήκους 15 mm. Η επέμβαση, που άρχισε στις 09.05, ολοκληρώθηκε με επιτυχία στις 12.15, μετά δε την ανάνηψη, η ασθενής οδηγήθηκε στις 14.00 στο δωμάτιο νοσηλείας της, στον τρίτο όροφο των εγκαταστάσεων του ως άνω νοσοκομείου, φέροντας ειδικό κολάρο αυχένα και καθετήρα redon (καθετήρα παροχέτευσης στο σημείο της επέμβασης) και ουροκαθετήρα. Περί ώρα 14:30, την επισκέφτηκε ο θεράπων ιατρός και, κατόπιν κλινικής εξέτασής  της, διαπίστωσε ότι ήταν λειτουργική, κινούσε τα χέρια και τα πόδια της ομαλά και ανέπνεε φυσιολογικά. Κατόπιν αυτών, ο ιατρός, αφού έδωσε στην ασθενή και το σύζυγό της που ήταν παρών τις απαιτούμενες μετεγχειρητικές οδηγίες (να κάθεται η ασθενής στο κρεβάτι σε ελαφρά υπερυψωμένη θέση, να κινεί τα άκρα της και να μη φάει) και επιπλέον έδωσε στο νοσηλευτικό προσωπικό του ανωτέρω νοσοκομείου τις απαιτούμενες οδηγίες μετεγχειρητικής παρακολούθησης της ασθενούς, μεταξύ των οποίων, όπως προκύπτει από το από 18-4-2008 φύλλο ειδικών ιατρικών εντολών, ήταν ο έλεγχος της κινητικότητας των άκρων της ανά μια ώρα και παρακολούθηση των ζωτικών της σημείων (μεταξύ των οποίων και η αναπνοή της ασθενούς) ανά τρείς ώρες, αποχώρησε προς διενέργεια άλλης προγραμματισμένης χειρουργικής επέμβασης που πραγματοποίησε αμέσως μετά σε ασθενή του στο χειρουργείο του ανωτέρω Νοσοκομείου, κάνοντας μνεία ότι η ασθενής θα επανελεγχθεί από τον ίδιο εντός 5-6 ωρών, ήτοι μετά το πέρας του χειρουργείου του (βλ. την από 18-4-2008 αναφορά ενεργειών νοσηλείας). Εκείνη την ημέρα εφημερεύουσα ορθοπεδικός ιατρός και υπεύθυνη εκ του κανονισμού λειτουργίας του νοσοκομείου και των οδηγιών που είχε λάβει για την παρακολούθηση της μετεγχειρητικής πορείας της ασθενούς, τύγχανε η ………..,ενώ οι τρεις πρώτες εκκαλούσες στην υπό στοιχείο Δ έφεση νοσηλεύτριες, ήταν υπεύθυνες για τους νοσηλευόμενους στους θαλάμους νοσηλείας του τρίτου ορόφου, μεταξύ των οποίων και του θαλάμου με αριθμό …. στον οποίο νοσηλευόταν η πρώτη ενάγουσα, έχοντας αναλάβει στις 14.45 την βάρδια 15.00 – 23:00 και αφού προηγουμένως ενημερώθηκαν από τις συναδέλφους τους της προηγούμενης βάρδιας και τον φάκελο νοσηλείας για την κατάσταση της πρώτης ενάγουσας και τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού της.  Η ασθενής, περί ώρα 15:40, ένοιωσε δυσκολία στην κατάπωση και δύσπνοια, λόγος για τον οποίο ο συνοδός σύζυγός της ενημέρωσε το νοσηλευτικό προσωπικό. Περί ώρα 16.00 επιλήφθηκε η νοσηλεύτρια ………., η οποία επισκέφθηκε τον θάλαμο νοσηλείας, έλεγξε τα ζωτικά σημεία της ασθενούς που εμφανίστηκαν φυσιολογικά (με κορεσμό SpΟ2 98%) και τοποθέτησε, για παρηγορητικούς λόγους, στην ασθενή συσκευή οξυγόνου με παροχή 3lt με ρινικό καθετήρα, καθησυχάζοντας παράλληλα την ασθενή και τους συνοδούς της (το σύζυγό της και την κουμπάρα της ………..) ότι οι παρατηρούμενες ενοχλήσεις και δυσφορία είναι συνήθεις στις εγχειρίσεις αυτού του είδους. Kατά την ολιγόλεπτη παραμονή της στον θάλαμο, η ασθενής δήλωσε ότι ένιωθε καλύτερα και στη συνέχεια η νοσηλεύτρια αποχώρησε. Λίγα λεπτά, όμως, μετά την αποχώρηση της παραπάνω νοσηλεύτριας, τα συμπτώματα δύσπνοιας της ασθενούς επιδεινώθηκαν και περί ώρα 16:20 η αναπνοή της άρχισε πλέον να γίνεται δυσχερής. Ο σύζυγος της ασθενούς αναζήτησε και πάλι κάποιο μέλος του νοσηλευτικού προσωπικού, κάνοντας χρήση και του σχετικού κομβίου κλήσης που υπήρχε στον θάλαμο, πλην όμως, χωρίς να επισκευθούν την ασθενή, οι νοσηλεύτριες βάρδιας του απάντησαν καθησυχαστικά ότι θα επιληφθεί ιατρός και του συνέστησαν να μην προβαίνει σε άσκοπη χρήση του κομβίου κλήσης. Καθώς η  ώρα παρερχόταν και ο δεύτερος ενάγων, βλέποντας την κατάσταση δύσπνοιας της συζύγου του να χειροτερεύει ειδοποίησε την υπεύθυνη νοσηλεύτρια ……….. επανειλημμένως, ενημερώνοντάς την ότι η ασθενής παρουσιάζει έντονη δυσφορία, δεν μπορεί να αναπνεύσει και ότι πρέπει να ειδοποιήσουν τον θεράποντα ή κάποιον άλλο γιατρό. Παρόλα αυτά ούτε και στο στάδιο αυτό επιλήφθηκε κάποιος από το νοσηλευτικό προσωπικό, ουδείς επισκέφθηκε το θάλαμο της ασθενούς προς έλεγχο της κατάστασής της και λήψη των ζωτικών της σημείων, ούτε ειδοποιήθηκε από τις εναγόμενες υπεύθυνες νοσηλεύτριες η εφημερεύουσα ή άλλος ιατρός, όπως προκύπτει και από την αναφορά ενεργειών νοσηλείας. Τότε ο δεύτερος ενάγων, διαπιστώνοντας ότι η κατάσταση της συζύγου του έβαινε περαιτέρω επιδεινούμενη χωρίς να επιλαμβάνεται ουδείς και ότι η αναπνοή της περί τις 16:50 είχε καταστεί αδύνατη σε βαθμό που η ασθενής φώναζε «πεθαίνω, πεθαίνω», μετέβη σε αλλόφρονα κατάσταση στο γραφείο των νοσηλευτών και άρχισε να ωρύεται ότι η σύζυγός του δεν αναπνέει. Μετά από αυτό οι εναγόμενες νοσηλεύτριες εισήλθαν στο θάλαμο της ασθενούς όπου διαπίστωσαν ότι η ασθενής είχε απώλεια αισθήσεων, οπότε πλέον ειδοποίησαν την εναγομένη εφημερεύουσα ιατρό. Η τελευταία, η οποία τη στιγμή αυτή βρισκόταν στο τμήμα επειγόντων περιστατικών του νοσοκομείου εξετάζοντας ασθενή, έσπευσε άμεσα στον θάλαμο νοσηλείας και διαπίστωσε ότι η ασθενής ήταν κυανωτική με αφρώδες σάλιο περί του στόματός της, χωρίς αισθήσεις ή αναπνευστικές κινήσεις και καλές σφίξεις στη μηριαία αρτηρία και αμέσως ενεργοποίησε συναγερμό κλήσης της ομάδας καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης (ΚΑΡΠΑ) του νοσοκομείου (“κωδικός μπλε”). Την ώρα εκείνη έσπευσε σε βοήθεια και μια ιατρός καρδιολόγος, που έτυχε να είναι επισκέπτρια σε διπλανό θάλαμο νοσηλείας, και προσπάθησε να της κάνει μαλάξεις, ενώ στη συνέχεια, περί ώρα 17:10 με 17:15, έφτασαν στο θάλαμο της ασθενούς και οι κληθέντες γιατροί της ομάδας καρδιοαναπευστικής αναζωογόνησης (ΚΑΡΠΑ), που επιλαμβάνονται σε περιπτώσεις κλήσης “κωδικού μπλε”, οι οποίοι, ως όφειλαν, προέβησαν άμεσα (περί ώρα 17:15 με 17:20) σε διασωλήνωση της τραχείας  της ασθενούς, που είχε υποστεί οξεία καρδιακή ανακοπή εξαιτίας της απόφραξης της αναπνευστικής της οδού, επιχείρησαν καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση και την μετέφεραν στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) προκειμένου να διερευνηθεί και αντιμετωπιστεί η αιτία του προβλήματος. Από τις εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε, διαγνώσθηκε ότι είχε σχηματιστεί, συνεπεία της προηγηθείσας επέμβασης, αιμάτωμα διαστάσεων 4 Χ 3,5 Χ 3εκ, που προκαλούσε παρεκτόπιση της τραχείας προς τα δεξιά, λόγος για τον οποίο επανεισήχθη η ασθενής, στις 20.15 της ίδιας ημέρας, στο χειρουργείο, όπου υπεβλήθη σε δεύτερη επέμβαση αφαίρεσης του αιματώματος, το οποίο, όπως εκ των υστέρων διαπιστώθηκε, είχε χωροκατακτητικό χαρακτήρα και σε συνδυασμό με την ανάπτυξη διάχυτου οιδήματος της ανωτέρας αναπνευστικής οδού της ασθενούς, προκάλεσε σταδιακά ασφυκτικά φαινόμενα και απόφραξη της αναπνευστικής οδού αυτής. Εντούτοις, παρά την επιτυχή παροχέτευση του αιματώματος, λόγω της μη έγκαιρης διασωλήνωσης της ασθενούς προς άμεση αποκατάσταση της αναπνευστικής οδού αυτής, η τελευταία υπέστη υποξαιμική εγκεφαλοπάθεια, λόγω παρατεταμένης ελλιπούς οξυγόνωσης του εγκεφάλου της (ανοξία), ήτοι μόνιμη και μη αναστρέψιμη βλάβη της υγείας της που την περιήγαγε σε φυτική κατάσταση, πάσχουσα από σπαστική τετραπληγία και κρίσεις επιληψίας με ποσοστό αναπηρίας 95% εφ’ όρου ζωής, όπως προκύπτει από την από 16.5.2013 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας ΚΕΠΑ/ΙΚΑ, κατάσταση η οποία παραμένει αμετάβλητη όπως προκύπτει από την με ημερομηνία 9.11.2019 ιατρική γνωμάτευση του …….., επιμελητή νευροχειρουργικής στο γενικό Νοσοκομείου Κορίνθου, ο οποίος παρακολουθεί την πρώτη ενάγουσα. Οι εκκαλούσες της υπό στοιχείο Δ έφεσης με τους πρώτο και δεύτερο λόγους αυτής, ισχυρίζονται ότι, η βαριά σωματική βλάβη της ασθενούς δεν συνδέεται με δική τους υπαιτιότητα, καθώς οι επεμβάσεις που διενεργήθηκαν στην ασθενή και η ακολουθούμενη θεραπευτική αγωγή ήταν σύμφωνες με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και ότι επιπλέον επρόκειτο για άμεση και αιφνίδια επιπλοκή, για την οποία δεν είχαν αντικειμενικά τη δυνατότητα να ενεργήσουν κατ΄ άλλο τρόπο, απ΄ αυτόν που ενήργησαν ώστε να σωθεί η ασθενής. Ο ισχυρισμός τους αυτός αποδεικνύεται αβάσιμος, δεδομένων, της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα απόδειξης ……., της κατάθεσης του δεύτερου ενάγοντος στην ποινική δίκη (βλ. πρακτικά της 84622/2014 απόφασης του Η΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών) και της ενόρκως βεβαιούσας αυτόπτη μάρτυρα ………., οι οποίοι σαφώς κατέθεσαν ότι η δύσπνοια της ασθενούς ήταν σταδιακά επιδεινούμενη και ότι ενημέρωσαν κατ’ επανάληψη τις νοσηλεύτριες για την εξέλιξη, λαμβανομένου υπόψη ότι το σύμπτωμα δύσπνοιας, που δηλώθηκε το πρώτον στις 15.40, οδήγησε σε ασφυκτικό συμβάν μια σχεδόν ώρα αργότερα. Και ναι μεν οι κλήσεις του δεύτερου ενάγοντος δεν αποτελούν προϋπόθεση της ευθύνης των εναγομένων νοσηλευτριών, οι οποίες ούτως ή άλλως υποχρεούνται σε αδιάλειπτη παρακολούθηση της κατάστασης των νοσηλευομένων και δη των προσφάτως χειρουργηθέντων, πλην όμως είναι ενδεικτικές της σταδιακής επιδείνωσης της δύσπνοιας της ασθενούς και επιτατικές της υποχρέωσης των εναγομένων να προβούν στις δέουσες ενέργειες. Το συμπέρασμα εξάλλου περί σταδιακής επιδείνωσης της δύσπνοιας της πρώτης ενάγουσας, που απορρέει από τις ανωτέρω καταθέσεις, συνάδει και με την εκτίμηση του μάρτυρα απόδειξης ιατροδικαστή ……, ο οποίος σαφώς κατέθεσε ότι η δύσπνοια «ήταν προοδευτική, σιγά – σιγά», αιτιολογώντας ότι, για να υπάρχει αιφνίδιος σχηματισμός θα αιματώματος, θα έπρεπε να αιμορραγεί μεγάλο αγγείο, κάτι που εν προκειμένω δεν συνέβη, με βάση τα ευρήματα της επιγενόμενης χειρουργικής επέμβασης αφαίρεσης αιματώματος. Ομοίως και ο μάρτυρας ανταπόδειξης, ιατροδικαστής  …… επιβεβαίωσε ότι για να δημιουργηθεί αίφνης («άμεσα»)  αιμάτωμα, μεγέθους ικανού να παρεκτοπίσει την τραχεία γίνεται «αν έχουμε αιμορραγία από κάποιο μεγάλου εύρους αγγείο». Συνεπώς, ναι μεν ο σχηματισμός αιματώματος στα πλαίσια χειρουργικών επεμβάσεων του συγκεκριμένου είδους αποτελεί, με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία –σχετικώς- σπάνια επιπλοκή που εμφανίζεται σε ποσοστό 0,2-2% (βλ. σχετικά, μεταξύ άλλων, έκθεση πραγματογνωμοσύνης ………, ιατρικές εκθέσεις ………….), πλην όμως, επουδενί μπορεί να γίνει λόγος για αιφνίδιο συμβάν στην συγκεκριμένη περίπτωση, το οποίο ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να αντιμετωπιστεί χωρίς επιβλαβείς συνέπειες για την υγεία της ασθενούς. Το γεγονός, εξάλλου, ότι κατά την προσπάθεια της ομάδας ΚΑΡΠΑ προσπέλασης της αεροφόρου οδού ρινικώς, παροχετεύτηκε «φρέσκο» αίμα, ουδόλως συνεπάγεται ότι επρόκειτο για άμεσο και αιφνίδιο γεγονός (βλ. σχετικά κατάθεση ιατροδικαστή ……..) αλλά ότι βρισκόταν, ενδεχομένως, εν εξελίξει. Επίσης, από την αναφορά ενεργειών νοσηλείας, που συμπληρώθηκε από τις εναγόμενες νοσηλεύτριες εκ των υστέρων (μετά το συμβάν), και στο οποίο βασίζεται η εκτίμηση του μάρτυρα ανταπόδειξης …………., αναφορικά με τον χειρισμό του περιστατικού από τις νοσηλεύτριες, αλλά και η ιατροδικαστική γνωμοδότηση του ιδίου και της ιατροδικαστή …………, ουδόλως προκύπτει ότι οι ενάγοντες δεν ενημέρωσαν, και δη κατ΄επανάληψη, περί της επιδείνωσης της δύσπνοιας της πρώτης ενάγουσας, αλλά απλώς ότι αυτές δεν προέβησαν σε άλλες ενέργειες παρά μόνον περί ώρα 17.00, όταν ήταν πια πολύ αργά για την ενάγουσα που είχε ήδη απολέσει τις αισθήσεις της, με τη σημείωση ότι η καταγραφή των ενεργειών των νοσηλευτριών στη σχετική αναφορά τους αποδεικνύεται ανακριβής,  αφού, ενώ σε αυτή καταγράφεται «17.25 ο συνοδός αναφέρει ότι η ασθενής δεν αισθάνεται καλά» η εναγομένη ………., καταθέτοντας ενόρκως στην ποινική δίκη, κατέθεσε, επιβεβαιώνοντας τη θέση των εναγόντων,  «γύρω στις πέντε παρά ήρθε ο άντρας της στο γραφείο και ανέφερε ότι δεν είναι καλά». Κατά το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ 16:00, οπότε η …….., επισκέφθηκε τον θάλαμο νοσηλείας, λόγω των αρχικών συμπτωμάτων δύσπνοιας της ενάγουσας, η οποία όπως προαναφέρθηκε αισθάνθηκε καλύτερα με την παροχή οξυγόνου και οι ζωτικές της ενδείξεις δεν υποδήλωναν την ύπαρξη αιματώματος, μέχρι τις 16:50, όπου  ο δεύτερος ενάγων εισέβαλε στο γραφείο των νοσηλευτριών, οι τελευταίες υπολαμβάνοντας προφανώς ότι η δύσπνοια της ενάγουσας αναγόταν στα πλαίσια της συνήθους μετεγχειρητικής δυσφορίας που κατά κανόνα βιώνουν οι προσφάτως χειρουργημένοι ασθενείς, αγνόησαν τις κλήσεις του δεύτερου ενάγοντος, οι οποίες είχαν ξεκινήσει από τις 16:20 και, αμελώς συμπεριφερόμενες, ουδέν έπραξαν, αν και όφειλαν, όπως κατέθεσαν αμφότεροι οι μάρτυρες, απόδειξης …. και ανταπόδειξης ……….., να αναφέρουν το γεγονός στον αρμόδιο ιατρό. Επέτρεψαν δε με την ως άνω αμελή συμπεριφορά τους να παρέλθει χρονικό διάστημα 30 λεπτών, κατά το οποίο δεν μερίμνησαν να μεταβούν στο θάλαμο της ασθενούς προκειμένου να ελέγξουν την αναφερθείσα σε αυτές από τον δεύτερο ενάγοντα εκ νέου επιδείνωση της υγείας της, ούτε ειδοποίησαν τον αρμόδιο ιατρό, αφήνοντας την ασθενή αβοήθητη, ενώ αν είχαν πράξει με την επιμέλεια που όφειλαν να επιδεινύουν κατά τη νοσηλεία των ασθενών θα έπρεπε να έχουν ελέγξει εκ νέου την ασθενή και να καλέσουν άμεσα ιατρό προς παροχή βοήθειας. Με δεδομένη δε την σταδιακή επιδείνωση της δύσπνοιας που ένιωθε η ασθενής, κατά το ως άνω μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα, θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί η κατάσταση αυτής  πριν την πλήρη απόφραξη της αναπνευστικής της οδού εξαιτίας του εξελισσόμενου αιματώματος, το οποίο όπως προαναφέρθηκε συνιστά σπάνια επιπλοκή, πλην όμως ανιμετωπίσιμη λόγω της σταδιακής εξέλιξής της. Περαιτέρω, από τα ίδια αυτά πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι η εφημερεύουσα ορθοπεδικός ιατρός ……….., (πρώτη εφεσίβλητη στην υπό στοιχείο Β έφεση) ενημερώθηκε από το νοσηλευτικό προσωπικό καθυστερημένα, όταν η πρώτη ενάγουσα είχε ήδη απολέσει τις αισθήσεις της, έκτοτε δε μετέβη στον θάλαμο νοσηλείας άμεσα και κάλεσε την ομάδα «ΚΑΡΠΑ» συμμετέχοντας στη συνέχεια στη διαδικασία καρδιοπνευμονικής αναζωογόνησης της ασθενούς, η οποία, όμως, αν και έγινε lege artis, έλαβε χώρα καθυστερημένα, εξαιτίας της παραπάνω παράλειψης έγκαιρης ειδοποίησης από τις εναγόμενες νοσηλεύτριες. Ειναι αληθές μεν οτι κατά το προηγηθέν χρονικό διάστημα η ως άνω ιατρός δεν είχε  επισκεφθεί την ενάγουσα, στα πλαίσια της υποχρέωσης παρακολούθησης της μετεγχειρητικής της πορείας, πλην όμως η παράλειψή της αυτή δεν συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση της βαριάς σωματικής βλάβης της ασθενούς, καθώς ακόμα και αν είχε πραγματοποιηθεί η επίσκεψη αυτή πριν την 15:40, η εφεσίβλητη δεν θα μπορούσε να διαγνώσει κάποιο πρόβλημα στην μετεγχειρητική της εικόνα, ούτε αποδείχθηκε οτι είχε υποχρέωση να επισκέπτεται τους θαλάμους των ασθενών, οι οποίοι δεν παρουσίαζαν γνωστοποιηθέν στην ίδια πρόβλημα ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Περαιτέρω, δεν είχε λάβει ειδικές οδηγίες επανεξέτασης της συγκεκριμένης ασθενούς από τον θεράποντα ιατρό της, ο οποίος και επρόκειτο να εξετάσει ο ίδιος την ασθενή αργότερα, αφού η κλινική εικόνα της κατά την μεταφορά της και την μετεγχειρητική της εξέταση από τον θεράποντα ιατρό δεν φαινόταν, κατά την ώρα εκείνη, ήτοι περί 14:30 προβληματική. Τέλος, η εφεσίβλητη ιατρός ήταν διαθέσιμη κατά πάντα χρόνο, όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε, να επιληφθεί σε κάθε περίπτωση επείγουσας ανάγκης επέμβασής της, εφόσον όμως ειδοποιούταν σχετικώς από το αρμόδιο νοσηλευτικό προσωπικό. Κατ΄ ακολουθίαν, δεν αποδεικνύεται ότι η εναγομένη αυτή συνετέλεσε με υπαίτια πράξη ή παράλειψή της στην επέλευση της επίδικης βαριάς σωματικής βλάβης της πρώτης ενάγουσας, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση και επομένως πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της υπό στοιχείο Β έφεσης.. Συναφώς, εκ των ανωτέρω αποδεικνυόμενων περιστατικών, προκύπτει ότι η πρόκληση της μόνιμης αυτής και μη αναστρέψιμης βλάβης της υγείας της πρώτης ενάγουσας, οφείλεται αιτιωδώς στην από κοινού παράλειψη των εναγομένων νοσηλευτριών, να παρακολουθούν την εξέλιξη της μετεγχειρητικής της πορείας, να ανταποκριθούν στις κλήσεις του συνοδού της, ώστε να διαπιστώσουν την εξελικτική επιδείνωση της δύσπνοιάς της και να προβούν στις δέουσες ενέργειες, καλώντας άμεσα την εφημερεύουσα ή άλλον διαθέσιμο αρμόδιο ιατρό ώστε να επιληφθεί. Η ζημιογόνος παράλειψη τους αυτή, που έλαβε χώρα κατά παράβαση των γενικών γνώσεων και κανόνων της νοσηλευτικής και του πλέγματος των υποχρεώσεων περίθαλψης και προστασίας της υγείας της ασθενούς που απορρέουν από τον Κώδικα Νοσηλευτικής Δεοντολογίας (ΠΔ 216/2001), αλλά και των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, οφείλεται σε αμέλειά τους, ήτοι σε έλλειψη της επιμέλειας και προσοχής που θα μπορούσαν να επιδείξουν στις συγκεκριμένες συνθήκες με βάση τις ατομικές τους ιδιότητες, ικανότητες και γνώσεις, ιδίως τις αναγόμενες στο επάγγελμα τους ως νοσηλευτριών, λαμβάνοντας υπόψη την μετεγχειρητική εξέλιξη της ασθενούς και τις κατ’ επανάληψη διαμαρτυρίες του συζύγου της περί έντονης δυσφορίας και δύσπνοιας. Ο ισχυρισμός τους ότι εφάρμοσαν της οδηγίες του θεράποντος ιατρού, περί ελέγχου των ζωτικών σημείων της νοσηλευομένης ανά τρίωρο, αλυσιτελώς προβάλλεται, αφού αυτές αφορούσαν σε μια ομαλή και απροβλημάτιστη μετεγχειρητική και όχι στο τρόπο αντιμετώπισης μη αναμενόμενης επιπλοκής. Επομένως, οι εναγόμενες νοσηλεύτριες ενέχονται προς αποζημίωση για τη ζημία που με την παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τους προκάλεσαν και επομένως η εκκαλουμένη απόφαση που έκρινε οτι οι εκκαλούσες νοσηλεύτριες επέδειξαν, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, αμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων του, η οποία συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση της βαριάς σωματικής βλάβης της πρώτης ενάγουσας, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου λόγοι έφεσης τυγχάνουν απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Με τις νοσηλεύτριες συνευθύνεται και η εταιρία με την επωνυμία ««…………» ιδιοκτήτρια της κλινικής, ως προστήσασα αυτές στην παροχή της προσφερόμενης από αυτήν νοσηλευτικής υπηρεσίας, δεδομένου οτι τελούσαν σε σχέση εξάρτησης από αυτήν και δρούσαν υπό τις δεσμευτικές οδηγίες, κατευθύνσεις και έλεγχό της, στα πλαίσια οργάνωσης και λειτουργίας της νοσηλευτικής της επιχείρησης. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 937 του ΑΚ ορίζεται ότι η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση, σε κάθε όμως περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης. Προϋποθέσεις για την εφαρμογή της κατά το άρθρο 937 § 1 εδ. α` ΑΚ πενταετούς παραγραφής είναι η παρέλευση χρονικού διαστήματος πέντε ετών από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και του προς αποζημίωση υποχρέου. Ειδικότερα, καθόσον αφορά την άλλη προϋπόθεση αυτή δικαιολογείται γιατί μόνο από τη γνώση της ζημιάς και του υποχρέου προς αποζημίωση μπορεί να εγερθεί μία αγωγή με ελπίδες επιτυχίας. Θεωρείται ότι ο παθών ή ο εν γένει δικαιούχος της αποζημίωσης γνωρίζει τον υπόχρεο όταν αυτός γνωρίζει τόσα περιστατικά ώστε βάσει αυτών να μπορεί να εγείρει αγωγή εναντίον ορισμένου προσώπου με ελπίδες επιτυχίας. Δεν αρκούν απλές εικασίες, υποψίες ή εξ αμελείας άγνοια. Πότε συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι ζήτημα πραγματικό εξαρτώμενο από τη συνολική εκτίμηση της συγκεκριμένης περίπτωσης. Αν μπορούν να διαπιστωθούν το όνομα και η διεύθυνση του υποχρέου σε αποζημίωση προσώπου, τότε ο παθών θεωρείται ότι γνωρίζει το πρόσωπο του υποχρέου σε αποζημίωση κατά το χρόνο που αυτός ερευνώντας θα μπορούσε να το πληροφορηθεί. Από τις ίδιες διατάξεις του νόμου σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το βάρος απόδειξης ότι ο δικαιούχος της αποζημίωσης γνώριζε από ορισμένο χρονικό σημείο τη ζημία και τον υπόχρεο προς αποζημίωση φέρει εκείνος που επικαλείται πενταετή παραγραφή της αξίωσης, δηλαδή ο εναγόμενος, ο δε ισχυρισμός του ενάγοντος ότι έλαβε γνώση του υπαιτίου σε αποζημίωση σε μεταγενέστερο χρόνο, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της ένστασης παραγραφής και όχι αντένσταση κατ’ αυτής (ΑΠ 737/ 2012, ΑΠ 141/2007 Νόμος, ΕφΘεσ 1477/2010 Αρμ 2011.393, ΕφΠατρ 806.2007, ΕφΔωδ 333/2004 Νόμος, ΜονΠρΘεσ 29733/2009 ΕΕμπΔ 2010.608). Οι εκκαλούντες της υπό στοιχείο Δ έφεσης με τον τρίτο λόγο αυτής και η εκκαλούσα της υπό στοιχείο Γ έφεσης με τον δεύτερο λόγο αυτής ισχυρίζονται οτι η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένα απέρριψε την ένσταση παραγραφής της αξίωσης των εναγόντων που πρωτοδίκως είχε προβληθεί. Ειδικότερα, πρωτοδικως ισχυρίστηκαν ότι το επίδικο συμβάν έλαβε χώρα στις 18.4.2008 και ότι από την ημερομηνία αυτή, και σε κάθε περίπτωση από τις 21.9.2008, οπότε οι ενάγοντες έλαβαν αντίγραφα του ιατρικού φακέλου της πρώτης ενάγουσας και πληροφορήθηκαν έτσι και επισήμως τη ζημία και τους υπόχρεους προς αποζημίωση, μέχρι τις 10.11.2014, οπότε ασκήθηκαν οι αγωγές, είχε παρέλθει χρόνος μείζων της πενταετίας, και συνεπώς πρέπει αυτές να απορριφθούν λόγω παραγραφής. Ο σχετικός λόγος έφεσης είναι μη νόμιμος, προτεινόμενος από την εκκαλούσα της υπό στοιχείο Γ έφεσης, η οποία παρέστη στο πρωτόδικο Δικαστήριο ως προσεπικαλούμενη και παρεμπιπτόντως εναγομένη, χωρίς να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση αλλά αρκούμενη στην  απόκρουση της προσεπίκλησης και την άρνηση της υποχρέωσής της για αποζημίωση, καθώς σύμφωνα με όσα ανφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης ως προς τις διατάξεις της, που αφορούν την κύρια αγωγή και δεν μπορεί να προτείνει λόγους  αναφορικά με τούτες τις διατάξεις με την έφεση. Ως προς τις εκκαλούσες της υπό στοιχείο Δ έφεσης ο ως άνω λόγος έφεσης είναι νόμιμος και πρέπει να ερευνηθεί κατ΄ ουσίαν. Οι ενάγοντες, γνώριζαν την βαριά σωματική βλάβη της πρώτης ενάγουσας ήδη από την πρόκλησή της την 18.4.2008 αλλά έλαβαν σαφή γνώση της παραπάνω συμπεριφοράς των εναγομένων νοσηλευτριών στις 24/30.10.2014, οπότε δικαζόταν κατόπιν της από 17.11.2011 με ΑΒΜ ………. μήνυσής τους, ο χειρουργήσας ιατρός …….., με την κατηγορία της από αμέλεια πρόκλησης της επίδικης σωματικής βλάβης κατά της πρώτης ενάγουσας. Από την διεξαχθείσα ποινική διαδικασία, κατά τα εκτιθέμενα στην με αριθμό 84622/2014 απόφαση του Η΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών προέκυψε αφενός, ότι ο κατηγορούμενος δεν έφερε ευθύνη για τη σωματική βλάβη της ενάγουσας, όπως αρχικά είχαν υπολάβει οι ενάγοντες με βάση τα στοιχεία που μέχρι τότε γνώριζαν, αφετέρου δε καταδείχθηκαν, το πρώτον, συνθήκες υποδηλωτικές ευθύνης των νυν εναγομένων φυσικών προσώπων, για τα οποία και διαβιβάσθηκε η δικογραφία στον αρμόδιο Εισαγγελέα κατ΄αρθρ. 38 ΚΠΔ, προς διερεύνηση τυχόν διάπραξης από αυτά της κακουργηματικής πράξης του άρθρ. 306 παρ. 2 ΠΚ. Και ναι μεν οι ενάγοντες και δη ο δεύτερος, ως συνοδός της ασθενούς, γνώριζαν την καθυστερημένη επέμβαση των ιατρών (εφημερεύουσας, θεράποντος, ομάδας ΚΑΡΠΑ) στο συμβάν, πλην όμως δεν γνώριζαν τις αιτίες της καθυστέρησης ούτε την ενδεχόμενη συμβολή καθεμίας από τις εναγόμενες, νοσηλεύτριες, σε αυτή. Επομένως, μην έχοντας σαφή εικόνα περί των συνθηκών πρόκλησης της βλάβης της πρώτης ενάγουσας, δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν ούτε τα ενεχόμενα προς αποζημίωση υπόχρεα πρόσωπα, τα οποία πληροφορήθηκαν το πρώτον κατά την εκδίκαση της ανωτέρω υπόθεσης. Εξάλλου, η άγνοια των εναγόντων περί της ευθύνης των παραπάνω προσώπων, προ της ποινική δίκης, αλλά και το δικαιολογημένο της άγνοιας αυτής, καταφαίνεται και από το γεγονός, ότι και ο χειρισθείς τη μήνυση Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών, λαμβάνοντας υπόψη τη δικογραφία που περιείχε το σύνολο των εγγράφων και πληροφοριών που τελούσαν σε γνώση των εναγόντων, δεν άσκησε ποινική δίωξη και κατά των νυν εναγομένων, αλλά εκτιμώντας, όπως οι ενάγοντες, ότι προέκυπταν ενδείξεις ενοχής μόνο σε βάρος του χειρουργού ….., άσκησε δίωξη εναντίον του, παρά το ότι η μήνυση στρεφόταν και κατά «παντός τρίτου υπευθύνου». Περαιτέρω, όπως προκύπτει και από την επισκόπηση του περιεχομένου προηγουμενης αγωγής που άσκησαν οι ενάγοντες και δη της με αριθμό κατάθεσης ……/2010 αγωγής με εναγόμενους τον ιατρό …… και την εταιρία …., οι ίδιοι θεωρούσαν οτι ο θεράπων ιατρός « παρέλειψε να ζητήσει να ενημερώνεται πάραυτα εάν κάτι τυχόν παρουσιαζόταν κατά το πορώτο 24 ωρο της αποθεραπείας» (σελ. 17 της ως άνω αγωγής ) και «ήδη από την ώρα 16:10 διαμέσου του νοσηλευτικού προσωπικού, ο δεύτερος ενάγων τον ενημέρωσα (τον θεράποντα ιατρό) για την εμφάνιση δυσφορίας και δύσπνοιας της ασθενούς ………….. ομως παρά τις επανειλημμένες και απεγνωσμένες εκκλήσεις μου, ο εναγόμενος (θεράπων ιατρός) παρέλειψε υπαιτίως να παρακολουθήσει την μετεγχειρητική πορεία της ασθενούς του…εαν όμως προέβαινε ο ίδιος, ή έστω (καθώς μας ελέχθη οτι ευρισκόταν σε άλλο χειρουργείο, γεγονός που δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε έδινε απλές εντολές για τον επιβαλλόμενο, μετά την γνωστοποίηση των συμπτωμάτων της ασθενούς, ιατρικό έλεγχο …» (σελ18 και 19 της ίδιας αγωγής), οι ίδιοι είχαν σχηματίσει την εντύπωση οτι ο θεράπων ιατρός δεν είχε δώσει οδηγίες για άμεση ενημέρωσή του ως προς την πορεία της ασθενούς, αλλά και οτι τελικά είχε ειδοποιηθεί από το νοσηλευτικό προσωπικό για την επιδεινούμενη κατάσταση αυτής, αλλά παρέλειψε να επιληφθεί. Κατά τη διάρκεια της προαναφερθείσας ποινικής δίκης πληροφορήθηκαν οτι οι νοσηλεύτριες βάρδιας δεν είχαν ενημερώσει ούτε τον εφημερεύοντα ούτε τον θεράποντα ιατρό για την κατάσταση της ασθενούς, ώστε να μπορέσουν να παρέμβουν. Περαιτέρω, σαφώς οι ενάγοντες είχαν αντιληφθεί οτι παρά τις εκκλήσεις του δεύτερου εξ αυτών οι νοσηλεύτριες, δεν μετέβησαν στον θάλαμο της ασθενούς μετά την 16:00 ώρα και μέχρι την απώλεια των αισθήσεων αυτής, περί ώρα 17:00, ώστε να ελέγξουν την κατάστασή της, ευλόγως όμως είχαν την πεποίθηση οτι και εκείνες ανέμεναν την άφιξη του θεράποντος ή του  εφημερεύοντος ιατρού. Βεβαίως οι ενάγοντες έχοντας λάβει αντίγραφα του ιατρικού φακέλου της πρώτης εξ αυτών, μπορούσαν να διαπιστώσουν την έλλειψη καταγραφής αφενός, των επανηλειμμένων οχλήσεων του δεύτερου ενάγοντος προκειμένου να μεταβούν στο θάλαμο της ασθενούς, και αφετέρου, της ενημέρωσης και ειδοποίησης ιατρού, αλλά από μόνη η έλλειψη σχετικής καταγραφης δεν μπρούσε να τους οδηγήσει με ασφάλεια στο συμπέρασμα οτι οι νοσηλεύτριες βάρδιας πράγματι δεν είχαν προβεί στην γνωστοποίηση του επίδικου περιστατικού στους αρμόδιους ιατρούς, καθώς η ειδοποίηση αυτή θα μπορούσε να είχε λάβει χώρα προφορικά και απλώς να μην καταγραφεί. Συνεπώς, ακόμα και αν υποτεθεί ότι από τα στοιχεία του ιατρικού φακέλου της πρώτης ενάγουσας, αντίγραφο των οποίων έλαβαν οι ενάγοντες στις 9 και 21.9.2008, προέκυπταν στοιχεία δηλωτικά της ζημιογόνας συμπεριφοράς των εναγομένων, οι ενάγοντες από αμέλεια δεν τα αξιολόγησαν ως τέτοια και έτσι δεν σχημάτισαν τότε θετική γνώση περί της ευθύνης των νοσηλευτριών βάρδιας, γεγονός που συμπεραίνεται και από το ότι αρχικά στράφηκαν δικαστικά (με την από 29.10.2010 αγωγή τους και την αναφερθείσα μήνυση)  μόνο κατά του χειρουργού …….. Το γεγονός δε οτι οι ενάγοντες γνώριζαν τα ονόματα των νοσηλευτριών βάρδιας δεν αρκούσε, μη γνωρίζοντας την ακριβή εμπλοκή τους στην πρόκληση της σωματικής βλάβης της πρώτης ενάγουσας ώστε να στραφούν εναντίον του. Εν όψει των ανωτέρω, οι αγωγές, που ασκήθηκαν προ της παρελεύσεως πενταετίας από τις 24.10.2014, οπότε πληροφορήθηκαν οι ενάγοντες τα υπόχρεα προς αποζημίωση πρόσωπα του επίδικου ζημιογόνου συμβάντος, σύμφωνα και με όσα αναπτύσσονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν έχουν υποπέσει στην κατ΄αρθρ. 937ΑΚ παραγραφή, όπως ορθά έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση απορρίπτοντας ως ουσία αβάσιμη την προβληθείσα ένσταση και συνακόλουθα απορριπτέος τυγχάνει και ο σχετικός λόγος της υπό στοιχείο Δ έφεσης. Περαιτέρω, κρίθηκε με την εκκαλουμένη αποφαση, χωρίς το κεφάλαιό της αυτό να πλήττεται με λόγο έφεσης ότι η πρώτη ενάγουσα υπέστη θετική ζημία, ποσού 127.500 ευρώ, το οποίο παρακρατήθηκε από τα διανεμητέα κέρδη της στην ομόρρυθμη εταιρεία κοινοπραξίας φαρμακείων στην περιοχή του Καρπενησίου, με την  επωνυμία «…………..», όπου μετείχε κατά ποσοστό 20% καθώς η ως άνω εταιρεία υποχρεώθηκε να προσλάβει την 1.1.2009 άλλη φαρμακοποιό σε αντικατάστασή της. Εκτός όμως από την αποκατάσταση της υλικής ζημίας της πρώτης ενάγουσας πρέπει να επιδικαστεί σ` αυτήν χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που της προξένησε η βαρία σωματική της βλάβη. Λαμβάνοντας δε υπόψη τη σοβαρή βλάβη της υγείας της παθούσας, έγγαμης, μητέρας ενός ανήλικου, κατά τον χρόνο επέλευσης της ζημίας, τέκνου, η οποία (βλάβη) της έχει προκαλέσει  αναπηρία σε ποσοστό 98%, το γεγονός ότι αυτή υποβλήθηκε σε παρατεταμένη νοσηλεία και την ανάγκη συνεχούς ιατρικής παρακολούθησής της, τον διαρκή περαιτέρω κίνδυνο που διατρέχει ανά πάσα στιγμή η ζωή της, τη συνεχή ακινησία, το μη αναστρέψιμο της κατάστασης της υγείας της, την ανυπαρξία ποιότητας ζωής, την πλήρη αποδυνάμωση της προσωπικότητας της και της ψυχικής της υγείας, το γεγονός οτι κατά το χρόνο του επίδικου συμβάντος ήταν ηλικίας 49 ετών, ήτοι στο αποκορύφωμα της επαγγελματικής της δραστηριότητας ως φαρμακοποιού, τη ματαίωση κάθε προοπτικής για το μέλλον της, την έλλειψη υπαιτιότητας από πλευράς της στον τραυματισμό της, τον βαθμό υπαιτιότητας των εναγομένων και γενικότερα την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων, η χρηματική ικανοποίηση της ενάγουσας, λόγω ηθικής βλάβης, πρέπει να ορισθεί στο ποσό των 400.000 ευρώ, το οποίο το παρόν Δικαστήριο κρίνει ως εύλογο και δίκαιο και σύμφωνο με τις αρχές της αναλογικότητας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που επιδίκασε στην πρώτη ενάγουσα ποσό 300.000 ευρώ για την αιτία αυτη έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να εν μέρει  δεκτός ο σχετικός  τρίτος λόγος της υπο στοιχείο Β έφεσης, εξαφανιζομένης της εκκαλουμένης ως προς την διάταξή της αυτή. Απορριπτέος συνακόλουθα τυγχάνει ο συμπεριλαμβανόμενος στον δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Δ έφεσης ισχυρισμός οτι η πρωτοδίκως επιδικασθείσα αποζημίωση στην πρώτη ενάγουσα για την ηθική της βλάβη ήταν υπερβολική. Περαιτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε, χωρίς η κρίση του αυτή να προσβάλλεται με λόγο έφεσης οτι η ως άνω κατάσταση της υγείας της επέδρασε οπωσδήποτε στο επαγγελματικό της μέλλον, δεδομένου ότι εργαζόταν ως φαρμακοποιός αποκομίζοντας σημαντικά κέρδη,  (βλ. ενδεικτικά δήλωση φορολογίας εισοδήματός της έτους 2009, στην οποία δήλωσε έσοδα 140.000 ευρώ), τα οποία εφεξής θα στερείται λόγω της κατάστασης της υγείας της, όπως και στην κοινωνική και οικογενειακή της υπόσταση, η οποία ουσιαστικά καταργήθηκε στην πρώιμη ηλικία των 49 ετών και, συνεπώς, οτι η ενάγουσα είχε βάσιμη αξίωση χρηματικής παροχής κατ` άρθρο 931 ΑΚ, η οποία,λαμβάνοντας υπόψη το είδος και τις συνέπειες της παραπάνω αναπηρίας και παραμόρφωσης και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις, ανέρχεται στο ποσό των 100.000 ευρώ.Επίσης με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτό οτι ο δεύτερος ενάγων στερήθηκε των υπηρεσιών της συζύγου του, η οποία συνεισέφερε με την προσωπική της συμβολή και εργασία στην αντιμετώπιση των αναγκών της  λειτουργίας του κοινού οίκου (εργασίες εντός αλλά εκτός οίκου για τις υποχρεώσεις της οικογένειας, παρασκευή φαγητού, επιμέλεια -φροντίδα του ανήλικου τέκνου του) και προκειμένου να καλύψει το κενό είχε ανάγκη υποκατάστατης δύναμης και πρόσληψης δύο βοηθητικών προσώπων για τη διενέργεια των ανωτέρω εργασιών, ειδικά δε κατά το διάστημα από τον Ιανουάριο του 2012 και εφεξής, οπότε η πρώτη ενάγουσα μεταφέρθηκε στην οικία τους και, ενόψει της κατάστασής της, χρήζει συνεχούς αυξημένης φροντίδας και οτι για την αιτία αυτή ο δεύτερος ενάγων δαπάνησε το ποσό των 740 ευρώ μηνιαίως, ήτοι συνολικά, για το χρονικό διάστημα από 5ο 2008 –  11ο 2014 το ποσό των  (79μήνες Χ 740€=) 58.460ευρώ, χωρίς να πλήττεται ως προς την κρίση της αυτή με λόγο έφεσης.

Περαιτέρω, όπως έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση, αποδείχθηκε ότι μεταξύ της (παρεμπιπτόντως) ενάγουσας εταιρίας «…..» και της παρεμπιπτόντως εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας «……..» είχε συναφθεί και ίσχυε κατά τον χρόνο του επίδικου συμβάντος (18.4.2008) ασφαλιστική σύμβαση αστικής ευθύνης έναντι τρίτων (αριθμός ασφαλιστήριου συμβολαίου ………. διάρκειας ασφάλισης 27.3.2008 – 27.4.2009) για ζημίες (σωματικές βλάβες και/ή θάνατο) που ενδεχομένως προξενούνταν κατά την παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας στην παραπάνω κλινική από το έμμισθο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό ή τους συνεργαζόμενους ιατρούς, με ανώτατο όριο ευθύνης της εναγόμενης για κάθε ζημιογόνο γεγονός μέχρι το ποσό των 750.000 ευρώ και μέχρι του ποσού των 1.500.000 ευρώ αθροιστικά για όλη τη διάρκεια της ασφάλισης. Επίσης οτι συμφωνήθηκε απαλλαγή της ασφαλιστικής εταιρείας για ποσοστό 20% επί του ποσού της αποζημίωσης κάνοντας δεκτή την ένσταση της παρεμπιπτόντως εναγομένης περί απαλλαγής της κατά το ποσοστό αυτό. Ακολούθως έκανε δεκτή την ασκηθείσα προσεπίκληση -παρεμπίπτουσα αγωγή και αναγνώρισε ότι η προσεπικληθείσα – παρεμπιπτόντως εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα εταιρεία, όποιο χρηματικό ποσό καταβάλλει αυτή στους  κυρίως ενάγοντες, για την ικανοποίηση των αξιώσεών τους, συμπεριλαμβανομένων των τόκων και της δικαστικής δαπάνης, μειωμένο όμως κατά ποσοστό 20%, κατά το οποίο η εναγομένη απαλλάσσεται, και μέχρι του ανώτατου ορίου ευθύνης της (ασφαλιστικό ποσό), ποσού των 750.000 ευρώ. Στο διατακτικό δε της απόφασης καταγράφηκε οτι «Υποχρεώνει την προσεπικαλούμενη /παρεμπιπτόντως εναγομένη να καταβάλλει στην προσεπικαλούσα/ παρεμπιπτόντως ενάγουσα ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80) επί οποιουδήποτε ποσού καταβάλλει η παρεμπιπτόντως ενάγουσα σε εκτέλεση της απόφασης επί της κύριας αγωγής μέχρι του ποσού των 750.000 ευρώ». Με τον τρίτο λόγο της υπο στοιχείο Γ έφεσής της η εκκαλούσα ισχυρίζεται οτι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την ως άνω διάταξή του εσφαλμένα ανέτρεψε την σειρά των υπολογισμών της απαλλαγής της, υπολογίζοντας πρώτα την αφαιρετέα απαλλαγή και μετά εφαρμόζοντας το ανώτατο όριο ευθύνης της εταιρίας που έχει ως αποτέλεσμα να καταδικάζει την εκκαλούσα να καταβάλει στον αντίδικο χρηματικά ποσά υψηλότερα καταργώντας με τον τρόπο αυτό την αφαιρετέα απαλλαγή της  και οτι όφειλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να υποχρεώσει την εκκαλούσα να καταβάλλει στην αντίδικο όποιο ποσό καταβάλλει αυτή στους κυρίως ενάγοντες και μέχρι του ποσού των 750.000 ευρώ μειωμένο κατά ποσοστό 20% και οχι το αντίστροφο, όπως εσφαλμένα διατάχθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση. Ο ως άνω λόγος έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός καθώς παρά το γεγονός οτι η εκκαλουμένη απόφαση δέχεται οτι το ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή σε περίπτωση θανάτου ή σωματικής βλάβης ανά άτομο ανερχεται στο ποσό των 750.000 ευρώ και επιπλέον κάνοντας δεκτή την ένσταση απαλλαγής κατά το ποσοστό του 20%, σε κάθε ζημιογόνο γεγονός, το ανώτατο ποσό κάλυψης που μπορεί να κληθεί να καταβάλει η παρεμπιπτόντως εναγομένη ανέρχεται στις 600.000 ευρώ, με τη διατύπωση του διατακτικού της μπορεί να εκλειφθεί οτι το ανώτατο αυτό ποσό δύναται να ισούται με το όριο της ασφαλιστικής κάλυψης των 750.000 ευρώ, σε περίπτωση που η επιδικασθείσα αποζημίωση θα υπερβαίνει το όριο αυτό. Πρέπει επομένως να εξαφανιστεί η ως άνω διάταξη και να επαναδιατυπωθεί αυτή, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

Πρέπει επομένως, μετά την συνεκδίκαση των κρινόμενων εφέσεων α) να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό στοιχείο Β έφεση ως προς την πρώτη εκκαλούσα και να απορριφθεί για τους λοιπούς εκκαλούντες, β) να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπό στοιχείο Α έφεση, κατά το μέρος αυτής που στρέφεται εναντίον των τριών πρώτων εφεσίβλητων (εκκαλούντων της υπο στοιχείο Β έφεσης) και να απορριφθεί ως άνευ αντικειμένου ως προς την τέταρτη εφεσίβλητη, λόγω της τελεσίδικης απόρριψης της αγωγής των εναγόντων σε βάρος της εκκαλούσας αυτής, γ) να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό στοιχείο Γ έφεση, δ)να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπό στοιχείο Δ έφεση καθόσον στρέφεται κατά της τέταρτης εφεσίβλητης και να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη κατά τα λοιπά. Λόγω της εν μέρει αποδοχής των υπό στοιχεία Β και Γ εφέσεων τα κατατεθέντα κατά την άσκησή τους παράβολα Δημοσίου πρέπει να αποδοθούν στους εκκαλούντες των εφέσεων αυτών, ενώ τα παράβολα που κατατέθηκαν κατά την άσκηση των υπό στοιχεία Α και Δ εφέσεων, πρέπει να εισαχθούν στο Δημόσιο ταμείο, λόγω της απόρριψης των εφέσεων αυτών.  Περαιτέρω, λόγω της εν μέρει αποδοχής των υπό στοιχείο Β και Γ εφέσεων πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση καθ` όλες της τις διατάξεις και για τα μη εκκληθέντα και δεκτά γενόμενα κονδύλια για το ενιαίο της εκτέλεσης (ΑΠ 784/1984 ΕλΔνη 26,642) Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 535 § 1 και 191 του KΠολΔ  και 100 επ. του Κωδικός Δικηγόρων, σαφώς συνάγεται ότι το Εφετείο που εξαφανίζει είτε ολικά, είτε μερικά την πρωτόδικη απόφαση και αποφασίζει οριστικά επί της υποθέσεως, εξαφανίζει και την περί δικαστικής δαπάνης διάταξη της τελευταίας και προσδιορίζει την καταβλητέα δικαστική δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εφόσον προβάλλεται σχετικό αίτημα διαδίκου (βλ. ΑΠ 192/1998 ΕλλΔνη 1998. 825), με αποτέλεσμα ο πέμπτος λόγος της υπό στοιχείο Δ έφεσης να καθίσταται άνευ αντικειμένου. Περαιτέρω πρέπει να κρατηθεί η  υπόθεση και να δικαστεί η υπόθεση κατ` ουσία, να συνεκδικαστούν  η από 10.11.2014 με αριθμό κατάθεσης ………/10.11.2014 αγωγή (Α1) η από 20.7.2015 με αριθμό κατάθεσης ………../29.7.2015 ανακοίνωση δίκης – παρεμπίπτουσα αγωγή την εξέταση της οποίας ζήτησε, έστω και επικουρικά η παρεμπιπτόντως ενάγουσα, υπό στοιχείο, (Α2),  (Β) η από 10.11.2014 με αριθμό κατάθεσης ……./10.11.2014 αγωγή, (Β1) η από 26.3.2015 με αριθμό κατάθεσης ………/31.3.2015 προσεπίκληση, παρεμπίπτουσα αγωγή και ακολούθως να απορριφθεί η υπό στοιχείο α αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη, και να επιβληθεί σε βάρος των εναγόντων αυτής η δικαστική δαπάνη των εναγομένων, και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας, να απορριφθεί η υπό στοιχείο Α1  προσεπίκληση –παρεμπίπτουσα αγωγή και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της καθής η προσεπίκληση σε βάρος της προσεπικαλούσας-παρεμπιπτόντως εναγομένης,  να απορριφθεί η υπό στοιχείο Β αγωγή ως προς τον τρίτο εναγόμενο, και να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς τους λοιπούς, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες της αγωγής αυτής, να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των (300.000+100.000+127.000) 527.000 ευρώ και να αναγνωριστεί οτι οφείλουν να της καταβάλλουν το ποσό των 100.000 ευρώ, (λόγω της μερικής τροπής του αιτήματος τους για την επιδίκαση αποζημίωσης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη σε αναγνωριστικό) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες της αγωγής αυτής να καταβάλουν στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 58.460 ευρώ, και να καταδικαστούν στην καταβολή μέρους της δικαστικής τους δαπάνης και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας λόγω της ήττας τους, να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό στοιχείο β1 προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή και να υποχρεωθεί η προσεπικαλούμενη-παρεμπιπτόντως εναγομένη να καταβάλλει στην προσεπικαλούσα- παρεμπιπτόντως ενάγουσα όποιο ποσό καταβάλλει αυτή στους κυρίως ενάγοντες και μέχρι του ποσού των 750.000 ευρώ μειωμένο κατά ποσοστό 20% και να επιβληθεί σε βάρος της προσεπικαλούμενης-παρεμπιπτόντως εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης της προσεπικαλούσας-παρεμπιπτόντως ενάγουσας

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις α) από 6.11.2018 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../2019 β) από 10.11.2017 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../2017, γ) από 11.1.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2018 και δ) από 6.11.2017 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2017 εφέσεις αντιμωλία των διαδίκων. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  ως απαράδεκτη την υπό στοιχείο Α έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της ως άνω έφεσης παραβόλου Δημοσίου, που στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης αναφέρεται στο Δημόσιο Ταμείο.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό στοιχείο Β έφεση

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ ουσία ως προς τους δεύτερο και τρίτο των εκκαλούντων

ΔΕΧΕΤΑΙ  εν μέρει την έφεση ως προς την πρώτη εκκαλούσα.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση του κατατεθέντος κατά την άσκηση της ως άνω έφεσης παραβόλου Δημοσίου, που στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης αναφέρεται στους εκκαλούντες.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και εν μέρει κατ ουσίαν την υπό στοιχείο Γ εφεση,

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση του κατατεθέντος κατά την άσκησή της  ως άνω έφεσης παραβόλου Δημοσίου, που στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης αναφέρεται στην εκκαλούσα.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτη την υπό στοιχείο Δ έφεση ως προς την τέταρτη εφεσίβλητη

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση αυτή ως προς τους λοιπούς εφεσίβλητου και την απορρίπτει κατ ουσίαν

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος κατά την άσκησή της ως άνω έφεσης παραβόλου Δημοσίου, που στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης αναφέρεται στο Δημόσιο Ταμείο

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 3215/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία.

ΚΡΑΤΕΙ και συνεκδικάζει τις α) από 10.11.2014 με αριθμό κατάθεσης ……./10.11.2014 αγωγή (Α1) β) από 20.7.2015 με αριθμό κατάθεσης ……./29.7.2015 ανακοίνωση δίκης – παρεμπίπτουσα αγωγή (Α2), γ)  από 10.11.2014 με αριθμό κατάθεσης ……../10.11.2014 αγωγή (Β) δ) από 26.3.2015 με αριθμό κατάθεσης ………./31.3.2015 προσεπίκληση, παρεμπίπτουσα αγωγή (Β1)

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 10.11.2014 με αριθμό κατάθεσης ……./10.11.2014 αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγόντων τη δικαστική δαπάνη των εναγομένων, την οποία καθορίζει στο ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 20.7.2015 (αρ.κατ. ………./29.7.2015) ανακοίνωσης δίκης – προσεπίκλησης-παρεμπίπτουσα αγωγή

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τη δικαστική δαπάνη της καθ’ ης η ανακοίνωση και η προσεπίκληση σε βάρος της ανακοινώνουσας τη δίκη – προσεπικαλούσας, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων (2.200) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την  από 10.11.2014 (αρ. κατ. ………../10.11.2014) αγωγή  ως προς τον τρίτο ενάγοντα και

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν εν μέρει ως προς την πρώτη και δεύτερο των εναγόντων.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες,της αγωγής αυτής έκαστη εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των πεντακοσίων εικοσιεπτά χιλιάδων (527.000) ευρώ και στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των πενήντα οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα (58.460) ευρώ και  αναγνωρίζει  οτι οφείλουν να καταβάλλουν στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ,νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι πλήρους εξόφλησης.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων, την οποία ορίζει στο ποσό των εικοσιπέντε  χιλιάδων (25.000) ευρώ για την πρώτη ενάγουσα και τριών χιλιάδων  (3.000) ευρώ για τον  δεύτερο ενάγοντα.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 26.3.2015 (αρ.κατ. ………./31.3.2015) προσεπίκληση με ενωμένη παρεμπίπτουσα αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ  την προσεπικαλουμένη / παρεμπιπτόντως εναγομένη να καταβάλει στην προσεπικαλούσα / παρεμπιπτόντως ενάγουσα όποιο ποσό καταβάλλει αυτή στους κυρίως ενάγοντες και μέχρι του ποσού των 750.000 ευρώ μειωμένο κατά ποσοστό 20% με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα καταβολής του από την παρεμπιπτόντως ενάγουσα.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της προσεπικαλουμένης / παρεμπιπτόντως εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης της προσεπικαλούσας / παρεμπιπτόντως ενάγουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των δεκαπέντε  χιλιάδων (15.000) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 4η Ιουνίου 2020  και Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του  την 15η Σεπτεμβρίου 2020, με σύνθεση, αποτελούμενη από τους Ιωάννη Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη, Αικατερίνη Κοκόλη και Κωνσταντίνα Παπαντωνίου, Εφέτες και από τη Γραμματέα Τ.Λ. λόγω της αποχώρησης από την υπηρεσία, λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας του Προέδρου Εφετών Αντωνίου Πλακίδα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΕΦΕΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ