ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Περίληψη
Προϋπόθεση για να αξιώσει διατροφή από τους γονείς του το ενήλικο τέκνο είναι η απορία του και συγκεκριμένα η έλλειψη επαρκών περιουσιακών στοιχείων ή η αδυναμία του να μετέλθει κατάλληλη εργασία (ΑΠ 471/2005, ΑΠ 1402/2005 δημ NOMOS). Ειδικά δε, ως προς την περιουσία, η ύπαρξη έστω και απρόσοδης αποκλείει την αξίωση διατροφής. Δηλαδή ο εμφανιζόμενος ως δικαιούχος καλείται να ξοδέψει προηγουμένως και το κεφάλαιο της περιουσίας του, όχι βέβαια κατά τρόπο τελείως αντιοικονομικό, προκειμένου να πετύχει τη διατροφή του από τρίτο. Γενικά πρέπει πρώτα να καταναλώσει την περιουσία του και μετά να ζητήσει διατροφή. Αναγκαίο περιεχόμενο της αγωγής διατροφής ενηλίκου από τους γονείς του μεταξύ άλλων και ότι στερείται περιουσίας ή ότι αυτή που έχει δεν δύναται να εκποιηθεί.
Αριθμός 652 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιά και τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αρ. 2579/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε κατά τη διαδικασία των οικογενειακών διαφορών, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως (ΚΠολΔ 518 παρ. 1). Πρέπει επομένως να κριθεί ως τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. Από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486 παρ. 1 και 1489 παρ.2 του ΑΚ συνάγεται ότι δικαίωμα διατροφής έχει έναντι των γονέων του και το ενήλικο τέκνο, εφόσον δεν μπορεί να αυτοδιατραφεί από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές του συνθήκες, ενόψει των τυχόν αναγκών της εκπαίδευσής του. Η διατροφή αυτή περιλαμβάνει σύμφωνα με το άρθρο 1493 του ΑΚ, όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του δικαιούχου και επί πλέον τα έξοδα για την ανατροφή καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευσή του. Προϋπόθεση δηλαδή να αξιώσει διατροφή από τους γονείς του το ενήλικο τέκνο είναι η απορία του και συγκεκριμένα η έλλειψη επαρκών περιουσιακών στοιχείων ή η αδυναμία του να μετέλθει κατάλληλη εργασία (ΑΠ 471/2005, ΑΠ 1402/2005 δημ NOMOS). Ειδικά δε, ως προς την περιουσία, η ύπαρξη έστω και απρόσοδης αποκλείει την αξίωση διατροφής. Δηλαδή ο εμφανιζόμενος ως δικαιούχος καλείται να ξοδέψει προηγουμένως και το κεφάλαιο της περιουσίας του, όχι βέβαια κατά τρόπο τελείως αντιοικονομικό, προκειμένου να πετύχει τη διατροφή του από τρίτο. Γενικά πρέπει πρώτα να καταναλώσει την περιουσία του και μετά να ζητήσει διατροφή. Ενόψει των ανωτέρω, για το ορισμένο (ΚΠολΔ 216) του δικογράφου της αγωγής διατροφής ενηλίκου τέκνου, πρέπει να αναφέρονται σ’ αυτό α) η συγγενική σχέση του ενάγοντος – εναγομένου κατά την ΑΚ 1485, β) ότι ο ενάγων δεν έχει εισοδήματα από περιουσία ή εργασία, γ) ότι δεν έχει την ικανότητα να εργαστεί σε εργασία κατάλληλη για την ηλικία, την κατάσταση της υγείας του και τις βιοτικές του εν γένει συνθήκες, δ) ότι δεν έχει περιουσία ή ότι έχει περιουσία αλλά δεν είναι δυνατή η ρευστοποίηση της ή είναι αυτή δυνατή αλλά με ευτελές τίμημα, ε) το απαιτούμενο για τη διατροφή ποσό με βάση τις ανάγκες του, όπως προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του, στ) τη διάρκεια της απορίας του, εφόσον ζητείται διατροφή για μελλοντικό χρόνο και ζ) τη χρονική διάρκεια της διατροφής που ζητεί ο ενάγων να επιδικασθεί (ΕφΘεσ 102/1993 δημ ΝΟΜΟΣ, Ανδρουλιδάκη στον Αστικό Κώδικα Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, υπ` άρθρο 1486, αριθ. 73-74, Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, Κ. Παπαδόπουλου, Αθήνα 2003, Τόμος Β’ παρ. 24 σελ. 55-56, Οικογενειακό Δίκαιο, Κουνουγέρη Μανωλεδάκη έκδοση Β’, Τόμος δεύτερος, σελ. 122). Περαιτέρω επί εφέσεως του εναγομένου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη κατά νόμο αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή στο σύνολο ή μερικά, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί, και χωρίς υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τις ελλείψεις αυτές και εξαιτίας τούτων να την απορρίψει αρκεί να ζητήσει την απόρριψή της ο εναγόμενος και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη απόφαση γι’ αυτόν χωρίς αντέφεση του ενάγοντος (ΑΠ 1436/2002 ΕλΔνη 45 σελ 775, ΑΠ 9/2005 ΕλΔνη 46 σελ 766).
Στην προκειμένη περίπτωση με την πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή της, η ενάγουσα εφεσίβλητη, ενήλικο τέκνο του εναγομένου από νόμιμο γάμο που τέλεσε με την εν διαστάσει μητέρα της, ………, ζητεί να υποχρεωθεί αυτός, λόγω του ότι η ίδια δεν διαθέτει εισοδήματα ούτε περιουσία, πλην του δικαιώματος ψιλής κυριότητας επί της κύριας κατοικίας, όπου διαμένει με τη μητέρα της, διότι δεν μπορεί να εργαστεί αφενός μεν λόγω των υποχρεώσεων της, ως σπουδάστριας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αφετέρου δε λόγω της αναγκαίας προετοιμασίας της για την εισαγωγή της στη ιατρική σχολή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, να της προκαταβάλει εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου ημερολογιακού μηνός και για χρονικό διάστημα από 1.6.2018 έως 31.5.2010, ως συνεισφορά του στην τακτική σε χρήμα διατροφή αυτής, το ποσό των 1.660.62 ευρώ μηνιαίως, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας παροχής μέχρι την εξόφληση. Με το ως άνω περιεχόμενο η αγωγή είναι απαράδεκτη λόγω αοριστίας του δικογράφου της, αφού σ’ αυτήν αναφέρεται ότι η ενάγουσα διαθέτει περιουσία, έχουσα εμπράγματο δικαίωμα ψιλής κυριότητας επί της κατοικίας όπου διαμένει με τη μητέρα της και επί του δικαιώματος υψούν (όπως συμπληρωματικά ανέφερε με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου), χωρίς όμως να προσδιορίζει την εμπορική αξία αυτής και για ποιο λόγο αυτή δεν είναι ρευστοποιήσιμη. Το στοιχείο αυτό είναι από τα απαραίτητα, που θα πρέπει να διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αγωγής, αφού η έλλειψη περιουσίας ή το μη ρευστοποιήσιμο αυτής αποτελεί απαραίτητη νομική προϋπόθεση για να αξιώσει το ενήλικο τέκνο διατροφή από τον υπόχρεο γονέα του, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω νομική σκέψη. Σημειώνεται, ως εκ περισσού, ότι η εκποίηση του δικαιώματος ψιλής κυριότητας επί της οικίας που διαμένει και του δικαιώματος υψούν δεν αποστερεί αυτήν από το δικαίωμα να συνοικεί με τη μητέρα της, αφού, ούτως ή άλλως τέτοια αξίωση δεν της παρέχει το δικαίωμα ψιλής κυριότητας και σε κάθε περίπτωση συνοικεί με τη μητέρα της, η οποία προφανώς έχει δικαίωμα επικαρπίας, το οποίο ασκεί και θα ασκεί και μετά την εκποίηση του δικαιώματος της ψιλής κυριότητας έναντι του νέου ειδικού διαδόχου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε την αγωγή ορισμένη και δέχθηκε αυτή εν μέρει κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε τον εκκαλούντα να καταβάλει στην εφεσίβλητη μηνιαία διατροφή κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό του, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου. Συνεπώς, πρέπει, έστω και χωρίς προβολή περί τούτου ειδικού παραπόνου, εφόσον με την κρινόμενη έφεση ο εκκαλών ζητεί την απόρριψη της αγωγής, παραπονούμενος για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, δηλαδή για λόγο αναγόμενο στην ουσία της εκκαλουμένης απόφασης, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και ακολούθως ν’ απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας του δικογράφου της. Η δικαστική δαπάνη των διαδίκων, αμφοτέρων των βαθμών, πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ τους εν όλω λόγω της συγγενικής τους σχέσης (ΚΠολΔ 179, 183).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.
Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 2579/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της με αρ. κατ. ………../2018 αγωγής.
Απορρίπτει αυτήν.
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους, στον Πειραιά στις 3 Νοεμβρίου 2020.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ