Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 557/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ  ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Περίληψη

Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, ορισμένο λόγων, μεταβίβαση απαιτήσεων ν.3156/2003,  απόδειξη απαίτησης,  εισφορά ν. 128/1975, κατάχρηση δικαιώματος

Αριθμός  απόφασης :

557 / 2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αντώνιο Πλακίδα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, Δημήτριο Καβαλλάρη, Εισηγητή Εφέτη και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

AΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 17-1-2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……./2019 έφεση  των εκκαλούντων – ανακοπτόντων, κατά της με αρ. 5138/2018 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα,  δεδομένου ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 19.12.2018 (βλ.  την σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……… στο αντίγραφο της απόφασης που επιδόθηκε), η δε κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 18.1.2019 (άρθρο 518 § 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της άσκησής της έχει καταβληθεί και το απαιτούμενο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ παράβολο (βλ. το με αρ………….  e – παράβολο, το οποίο πληρώθηκε).

Με την από 29.1.2018 (αρ. κατάθ. …………./19-01-2018) ανακοπή που άσκησαν οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες κατά  της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας, ήδη εφεσίβλητης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησαν για τους λόγους που αναφέρονταν  σ’ αυτή  να ακυρωθεί, η υπ’ αρ. ……/2017 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή,  αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, το ποσό των 280.801,43 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση προερχόμενη από την από 3.11.2004 σύμβαση παροχής πίστωσης και την από 17.12.2013 αναγνώριση της απαίτησης. Επί της ανακοπής αυτής το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την εκκαλούμενη  απόφαση του, με την οποία απέρριψε την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν την ένδικη έφεσή τους, με την οποία, για τους λόγους που επικαλούνται και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να ακυρωθεί  η διαταγή πληρωμής.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφετέρου η απαίτηση αυτή να αποδεικνύεται με δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα. Από τα έγγραφα πρέπει να προκύπτουν το οφειλόμενο ποσό, το ύψος της σχετικής αξίωσης, το ληξιπρόθεσμο και η αιτία της οφειλής, καθώς και τα πρόσωπα του δικαιούχου και οφειλέτη (ΑΠ 355/1999 ΕλλΔνη 40.1535). Εάν τα ανωτέρω δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 του ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 10/1997 ΕΕμπΔ 1999.30, ΑΠ 1102/2008, ΑΠ 1480/2007 ΧρΙΔ 2008.437, ΑΠ 901/2006 ΕλλΔνη 2009.125, ΑΠ 737/2006, ΑΠ 665/2006). Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτόν απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα. Με την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία υπόκειται και στη ρύθμιση των άρθρων 583 επ. ΚΠολΔ, προβάλλονται λόγοι είτε κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης είτε κατά της ύπαρξης της απαίτησης, στη δίκη δε της ανακοπής δεν επανεκδικάζεται η υπόθεση καθολικά, αλλά μόνο στο μέτρο των υποβαλλόμενων λόγων ανακοπής, οι οποίοι, σε συνδυασμό με το αίτημά της, προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας που επέρχεται με την άσκηση της ανακοπής και αναγκαίως οριοθετούν το αντικείμενο της δίκης της ανακοπής (ΟλΑΠ 10/1997 ό.π.). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 3156/2003, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α΄. Από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β΄. Από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως «ιδιωτική τοποθέτηση» θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. «Μεταβιβάζων», κατά την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και «αποκτών» νομικό μόνο πρόσωπο -ανώνυμη εταιρία- με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και «τιτλοποιεί» τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα «ομολογίες» ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 ευρώ η κάθε μία (βλ. παράγραφο 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου που η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπόν αυτόν. Περαιτέρω, η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 § 8 του ν. 2844/2000. Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση (εκχώρηση) αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την Εταιρία Ειδικού Σκοπού στον οφειλέτη (βλ. παράγραφο 9 του ιδίου άρθρου). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παραγράφου 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυσή τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Η ratio της δημοσιότητας είναι η ανάγκη προστασίας των καλόπιστων τρίτων ομολογιούχων ή μη (εξοομολογιακά αποκτώντων) και επομένως πριν από τη δημόσια καταχώριση της σύμβασης μεταβίβασης (εκχώρησης) λόγω πωλήσεως των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο, δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα (ΜΕφΛαρ 275/2018 ΤΝΠ ΔΣΑ,  ΕφΔυτΜακ 63/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 655/2005 ΔΕΕ 2005.1073). Στην προκείμενη περίπτωση οι ανακόπτοντες με τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους, που επαναφέρουν με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους,  ισχυρίζονται ότι  η απαίτηση της  καθ’ ής η αίτηση δεν αποδεικνύεται, καθώς, μεταξύ των εγγράφων που προσκόμισε, για την έκδοση αυτής, περιλαμβάνονται μόνο  περιλήψεις των από 6.11.2006, ../21.11.2011, 14.11.2012 και …/16.12.2013 συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ της καθ’ ής η ανακοπή και της εταιρίας «……….» και όχι αντίγραφα των ιδίων των συμβάσεων. Ο λόγος αυτός ανακοπής, ο οποίος βάλλει κατά του κύρους της προσβαλλόμενης διαταγής λόγω έλλειψης διαδικαστικής προϋπόθεσης κατά την έκδοσή της, είναι  νόμιμος, και  πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης, που περιέχεται στα πρακτικά της συνεδρίασης, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και τα νομίμως προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους έγγραφα αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα : Κατόπιν της από 14.12.2017 αίτησης της καθ’ ης η ανακοπή, εκδόθηκε η με αριθμό …../2017 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκαν οι καθ’ ων η αίτηση – εδώ ανακόπτοντες να καταβάλουν στην αιτούσα – εδώ καθ’ ης η ανακοπή, ευθυνόμενοι σε ολόκληρον, η μεν πρώτη από αυτές ανώνυμη εταιρεία, ως πρωτοφειλέτρια, οι δε δεύτερος, τρίτος και τέταρτη εξ αυτών, ως εγγυητές, το ποσό των 280.801,43 ευρώ, εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο ενήμερης οφειλής και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης, καθώς και το ποσό των 5.200 ευρώ για δικαστική δαπάνη έκδοσης διαταγής πληρωμής. Ειδικότερα, με την από 14.12.2017 αίτηση, η αιτούσα και ήδη καθ’ ης η ανακοπή, επικαλέστηκε και προσκόμισε τα εξής  έγγραφα για την απόδειξη της απαίτησής της: 1) Επικυρωμένο αντίγραφο της υπ’ αριθμ. ……../03.11.2004 σύμβασης πίστωσης και του από 17/12/2013 ιδιωτικού συμφωνητικού ρύθμισης οφειλής. 2)Επικυρωμένο αντίγραφο του αποσπάσματος του με αριθμό  ….. λογαριασμού    με   βεβαίωση από εξουσιοδοτημένους  υπαλλήλους  της  Τράπεζας  ότι  φορά απόσπασμα εμπορικών βιβλίων της Τράπεζας που τηρούνται μηχανογραφικά σε ειδική ηλεκτρονική μορφή, από το οποίο συνάγεται η κίνηση του λογαριασμού την 27.12.2013 (ημερομηνία ρύθμισης) μέχρι το οριστικό κλείσιμό του 25.1.2017. 3)Επικυρωμένο αντίγραφο της από 25.1.2017 εξώδικης καταγγελίας με τις αντίστοιχες εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών. 4)Επικυρωμένο αντίγραφο της από 6.11.2006 περίληψης σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που καταρτίσθηκε μεταξύ της εταιρείας με την επωνυμία «……………..» και της αιτούσας Τράπεζας, 5)Επικυρωμένο αντίγραφο του από 20.10.2017 ακριβούς φωτοτυπικού αντιγράφου εκ του παραρτήματος των τηρούμενων στο υποθηκοφυλακείο Αθηνών βιβλίων του ν. 2844/2000, σχετικά με την καταχώρηση της εκχωρηθείσας απαίτησης σε τόμο 3/186. 6)Επικυρωμένο αντίγραφο της με αριθμό πρωτοκόλλου …./21.11.2011 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων από δάνεια. 7)Επικυρωμένο αντίγραφο του από 10.10.2017 ακριβούς φωτοτυπικού αντιγράφου από το παράρτημα των τηρούμενων στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών βιβλίων του Ν. 2844/2000, για την καταχώρηση της άνω σύμβασης στις 17.11.2011 στα τηρούμενα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, σε τόμο … και αυξ. αρ. ….. 8)Επικυρωμένο αντίγραφο της από 14.11.2012 περίληψης σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ιδίας εταιρίας και της αιτούσας τράπεζας – ήδη καθ’ ης η ανακοπή. 9)Επικυρωμένο αντίγραφο του από 12.10.2017 ακριβούς φωτοτυπικού αντιγράφου από το παράρτημα  των τηρούμενων στο υποθηκοφυλακείο Αθηνών βιβλίων του Ν. 2844/2000, σχετικά με την καταχώρηση της επίδικης – εκχωρηθείσας απαίτησης, σε τόμο 7 και αυξ. αριθμ. 7. 10)Επικυρωμένο   αντίγραφο   της   με  αριθμό πρωτοκόλλου ………/16.12.2013    περίληψης    σύμβασης    πώλησης    και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων από δάνεια, μεταξύ των ιδίων. 11)Επικυρωμένο αντίγραφο του από 12.10.2017 ακριβούς φωτοτυπικού αντιγράφου εκ του παραρτήματος των τηρούμενων στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών βιβλίων του Ν. 2844/2000, από το οποίο προκύπτει ότι η ως άνω σύμβαση    πίστωσης    καταχωρήθηκε    στα    τηρούμενα    βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών σε τόμο … και αυξ. αριθμ. …. (με αριθμ. πρωτ. …./16.12.2013). 12)Το με αριθμό …./03.08.2012 τεύχος Α.Ε., Ε.Π.Ε. & Γ.Ε.Μ., αναφορικά με την επωνυμία της  αιτούσας – ήδη καθ’ ης η ανακοπή (βλ. σχετικές αναφορές στην προσκομιζόμενη και επικαλούμενη, από 14.12.2017, και με αρ. κατατ. ………/2017 αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής, σε συνδυασμό με αντίστοιχα προσκομιζόμενα επικαλούμενα από την καθ’ ης η ανακοπή έγγραφα). Από τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι, δυνάμει της υπ’ αριθμ. …………/03-11-2004 σύμβασης πίστωσης που καταρτίστηκε εγγράφως μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή Τράπεζας, της πρώτης των ανακοπτόντων εταιρίας ως πιστούχου και των β’, γ’ και δ’ των ανακοπτόντων ως εγγυητών, χορηγήθηκε στην πρώτη ανακόπτουσα πίστωση, ανερχόμενη μέχρι του ποσού των 550.000 ευρώ, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για αγορά επαγγελματικής στέγης και, με την ίδια  σύμβαση, οι β’, γ’ και δ’ ανακόπτοντες, δήλωσαν ότι εγγυώνται προς την Τράπεζα την πιστή, εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση του κεφαλαίου, τόκων, προμηθειών, εξόδων κ.λπ. και γενικά κάθε ληξιπρόθεσμου και απαιτητού, κατά την εν λόγω σύμβαση, ποσού, από την οφειλέτρια και γενικότερα την εκπλήρωση από την οφειλέτρια όλων των υποχρεώσεών της προς την Τράπεζα σύμφωνα με την εν λόγω σύμβαση.  Περαιτέρω, με την από 06.11.2006 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων (αρ. πρωτ. …../06.11.2006), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ανωτέρω απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή κατά των ανακοπτόντων, που καταρτίσθηκε μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή και της εταιρίας ειδικού σκοπού με  την επωνυμία «……………», σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003 και των άρθρων 455 επ. του Αστικού Κώδικα, η ανωτέρω απαίτηση που απέρρεε από την ανωτέρω σύμβαση πίστωσης και συνακόλουθα το κατάλοιπο του λογαριασμού, μεταβιβάσθηκε στην ως άνω εταιρία, η δε σύμβαση αυτή, καταχωρήθηκε αυθημερόν στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του Ν.2844/2000 (άρθρο  10 § 16 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003), ήτοι, του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τ. …., α.α. ……). Με την από 21.11.2011 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 § 11 του Ν. 3156/2003, η  τελευταία εταιρία προέβη στην αναμεταβίβαση λόγω πώλησης που συντελέστηκε την 21.11.2011, προς την καθ’ ης η ανακοπή, του συνόλου των απαιτήσεων του χαρτοφυλακίου, με την  απαίτηση που απορρέει από την ως άνω σύμβαση πίστωσης και έλαβε χώρα η λύση της συναλλαγής και η πλήρης εξάλειψη του νομίμου ενεχύρου του άρθρου 10 § 18 του Ν. 3156/2003. Η σύμβαση αυτή καταχωρήθηκε την 21.11.2011 στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του Ν.2844/2000 (όπως προβλέπεται από την παρ. 16 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003), ήτοι, του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …/21-11-2011 (τ…, α.α ….). Περαιτέρω με την από 14.11.2012 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων (αρ. πρωτ. …../15-11-2012), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ανωτέρω απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή κατά των ανακοπτόντων, η ίδια ανωτέρω απαίτηση μεταβιβάσθηκε στην ίδια ως άνω εταιρία, σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις, η δε σύμβαση αυτή, καταχωρήθηκε την 15.11.2012 στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του Ν.2844/2000 (όπως προβλέπεται από την παρ. 16 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003), (τ. …, α.α. …). Με την από 09.12.2013 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων η τελευταία εταιρία, προέβη σε περιορισμό και μερική εξάλειψη των απαιτήσεων του χαρτοφυλακίου, μεταξύ των οποίων  και η απαίτηση που απορρέει από την ως άνω σύμβαση πίστωσης και έλαβε χώρα η λύση της συναλλαγής και η πλήρης εξάλειψη του νομίμου ενεχύρου του άρθρου 10 §. 18 του Ν. 3156/2003. Η σύμβαση αυτή καταχωρήθηκε την 16.12.2013 στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του Ν.2844/2000 (όπως προβλέπεται από την παρ. 16 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003), ήτοι, του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …/16-12-2013 (τ. .., α.α. ….) και από την καταταχώρηση σε  αυτά επήλθε η αναμεταβίβαση στην αιτούσα, κατά τα προαναφερόμενα. Σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3156/2000, η μεταβίβαση αυτή είχε αποτελέσματα εκχώρησης  σύμφωνα μετά άρθρα 39 και 44 του ν.δ. 17.7-13.8/1923 (§ 12), η δε καταχώρηση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο είχε αποτελέσματα αναγγελίας της εκχώρησης στον οφειλέτη (§. 10). Έκτοτε η αιτούσα – καθ’ ης η ανακοπή Τράπεζα κατέστη εκ νέου πλήρως δικαιούχος της απαίτησης και με αυτή την ιδιότητα κατάρτισε με τους ανακόπτοντες το από 17.12.2013 ιδιωτικό συμφωνητικό ρύθμισης οφειλών, με το οποίο συμφωνήθηκαν και έγιναν αμοιβαία αποδεκτά τα εξής: α) Η οφειλή της πιστούχου εταιρίας στην Τράπεζα ανήλθε την 08/11/2013 στο ποσό των 212.914,14 ευρώ, το οποίο αναγνώρισαν και αποδέχτηκαν οι καθ’ ων η διαταγή πληρωμής (εδώ ανακόπτοντες) ως νόμιμο και ακριβές, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι αναγνωρίζουν ως έγκυρες και ισχυρές όλες τις χρεοπιστώσεις που έχει διενεργήσει η Τράπεζα στο λογαριασμό της πίστωσης β)η Τράπεζα, κατόπιν αιτήματος των καθ’ ων, προέβη την 27/12/2013 (ημερομηνία ρύθμισης) σε ρύθμιση της ανωτέρω αναφερόμενης οφειλής πλέον των νομίμων τόκων και τυχόν εξόδων μέχρι την ημερομηνία ρύθμισης, ώστε η αποπληρωμή της να γίνει σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες που λεπτομερώς περιγράφονται στο εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό, γ)το οφειλόμενο υπόλοιπο συμφωνήθηκε να εκτοκίζεται με επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε Βασικό Επιτόκιο Επαγγελματικής Στέγης πλέον περιθωρίου 0,50% και της εισφοράς του  ν. 128/75 (0,60%) με τριμηνιαία περίοδο μεταβολής του επιτοκίου. Σύμφωνα με τους όρους της ως άνω σύμβασης πιστώσεως και του από 17.12.2013 ιδιωτικού συμφωνητικού ρύθμισης οφειλής και για την παρακολούθησή τους τηρήθηκε ο υπ’ αριθμ. ………….. λογαριασμός ο οποίος κινήθηκε από την 27.12.2013 (ημερομηνία ρύθμισης) μέχρι το οριστικό κλείσιμο του, γενόμενο την 25.01.2017. Την ημερομηνία αυτή  η καθ’ ης η ανακοπή Τράπεζα προέβη στο οριστικό κλείσιμο του παραπάνω λογαριασμού που την εξυπηρετούσε, ο οποίος (λογαριασμός) εμφάνιζε συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο ανερχόμενο στο ποσό των 280.801,43 €, το οποίο μεταφέρθηκε σε οριστική καθυστέρηση. Με την από 25.01.2017 επιστολή της, που επιδόθηκε κανονικά στους ανακόπτοντες (βλ. τις με αρ, ………….. εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………….., η καθ’ ης η ανακοπή Τράπεζα γνωστοποίησε σ’ αυτούς την καταγγελία της σύμβασης  πιστώσεως, καθώς και το κλείσιμο του ως άνω λογαριασμού με το ανωτέρω χρεωστικό υπόλοιπο, καλώντας συγχρόνως αυτούς όπως το εξοφλήσουν άμεσα. Από τα ανωτέρω έγγραφα η απαίτηση της πιστώτριας τράπεζας – εδώ καθ’ ης η ανακοπή αποδεικνύεται  πλήρως, ως προς το οφειλόμενο ποσό, το ύψος της, το ληξιπρόθεσμο αυτής και την αιτία της οφειλής. Ειδικότερα  η απαίτηση  με  σαφήνεια περιγράφεται στην από 17.12.2013 σύμβαση αναγνώρισης χρέους και ρύθμισης οφειλών, που καταρτίστηκε μεταξύ των ανακοπτόντων και της καθ’ ης η ανακοπή, με σαφή αναφορά στην αρχική σύμβαση πίστωσης μεταξύ των ιδίων  διαδίκων. Σε σχέση με τις τιτλοποιήσεις – μεταβιβάσεις  της  απαίτησης, που προηγήθηκαν της σύμβασης αναγνώρισης του επίδικου χρέους, αυτές αποδεικνύονται πλήρως από τις προσκομιζόμενες συμβάσεις σε περίληψη,  που καταχωρήθηκαν  στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, με αναφορά στον τόμο και αριθμό καταχώρησης, σε συνδυασμό με τα επισυναπτόμενα παραρτήματα – εκτυπώσεις ενημέρωσης δημόσιων βιβλίων του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών. Το γεγονός ότι οι συμβάσεις αυτές προσκομίσθηκαν σε περίληψη δεν ασκεί έννομη επιρροή, αφού από αυτές αποδεικνύεται πλήρως η εκχώρηση και η επαναμεταβίβαση της απαίτησης, ενώ η έκδοση της διαταγής πληρωμής στηρίζεται κυρίως στο από 17.12.2013 ιδιωτικό συμφωνητικό ρύθμισης των οφειλών που κατάρτισε η καθ’ ης η ανακοπή ως αρχικός και τελικός δικαιούχος της απαίτησης, ενώ και αν η σειρά των εκχωρήσεων – επανεκχωρήσεων παραλειπόταν και μόνο από αυτό θα αποδεικνυόταν η απαίτηση της καθ’ ης (βλ. ΕφΛαρ 275/2018 ο.π.). Κατόπιν αυτών ο πρώτος λόγος ανακοπής έπρεπε  να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε αυτόν για την ίδια αιτία δεν έσφαλε, ώστε ο πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2,  216 παρ. 1 και 2, 217, 583, 585, 632 και 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, με τους οποίους οριοθετείται το αντικείμενο αυτής, πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική της βασιμότητα, με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γεννήσεως της απαιτήσεως του καθ’ ου η ανακοπή ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 2073/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 916/2002 ΕλλΔνη 2003.1297, ΑΠ 758/2002, ΑΠ 309/1999, ΕφΑθ 1587/2013 ΔΕΕ 2013.792, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΘεσ 2788/2009, ΕφΘεσ 317/2009, Στεφ. Πανταζόπουλου: Η ανακοπή κατά Διαταγής Πληρωμής, έκδοση 2001, σελ. 147 με τις εκεί παραπομπές). Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία επιδικάζει κατάλοιπο ανοικτού λογαριασμού, για να είναι ορισμένη και παραδεκτή, θα πρέπει να περιέχει ισχυρισμούς που ανάγονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού, χωρίς να αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητάς του (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 2210/2013 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΜΕφΘεσ 166/2017, ΜΕφΑθ  327/2018, ΜΕφΔωδ 1/2016, ό.π).  Περαιτέρω σύμφωνα με τα άρθρα 2 παρ. 6 και 8 του ν. 2251/1994: “6. Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται 7… 8. Ο προμηθευτής δεν μπορεί να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί” (άρθρο 2 παρ. 6 και 8 του ν. 2251/1994). Από τις άνω διατάξεις συνδυαζόμενες με αυτές των άρθρων 181, 200 και 371 ΑΚ προκύπτει ότι  η ακυρότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν επιδρά επί του κύρους όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος και όχι στο σύνολό της η σύμβαση, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 ΑΚ), δηλαδή συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σ’ αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Ενόψει  όλων αυτών, επί διαταγής πληρωμής, την έκδοση της οποίας πέτυχε Τράπεζα με βάση σύμβαση δανείου, συναφθείσα μεταξύ αυτής και του (δανειολήπτη), ο οποίος με ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ προβάλλει ότι η δανειακή σύμβαση, με βάση την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής πάσχει ως προς ένα ή περισσότερους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) από ακυρότητα λόγω καταχρηστικότητας, η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του λόγου της, ο οποίος στηρίζεται στην προαναφερόμενη ένσταση, επιφέρει μόνο τη μερική ακύρωσή της, και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητά του ή των ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος. Για το σκοπό αυτό πρέπει, για το ορισμένο του λόγου ανακοπής, να προσδιορίζεται το κονδύλιο και το ποσό κατά το οποίο είναι ακυρωτέα η διαταγή πληρωμής, εκτός αν, παρά το αίτημα για συνολική ακύρωση της διαταγής, από τα παρατιθέμενα στην ανακοπή στοιχεία το δικαστήριο μπορεί να εξάγει με μαθηματικούς υπολογισμούς το αμφισβητούμενο ποσό, οπότε η ανακοπή είναι νόμιμη μόνο ως προς αυτό (ΑΠ 1090/2019, ΑΠ 105/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι ο όρος της επίδικης, από 3.11.2004, σύμβασης πίστωσης, σύμφωνα με τον οποίον «οι τόκοι θα υπολογίζονται τοκαριθμικά επί του εκάστοτε οφειλομένου υπολοίπου, με βάση το έτος 360 ημερών και θα λογίζονται στο τέλος κάθε ημερολογιακού μήνα», είναι άκυρος ως καταχρηστικός ενόψει του ότι προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 2 παρ.6 του Ν. 2251/1994 και στην κοινοτική οδηγία 98/7/ΕΚ που προβλέπει έτος 365 ημερών. Ότι βάσει του άκυρου όρου αυτού έχουν ενσωματωθεί υπολογισμένοι τόκοι στο χρεωστικό κατάλοιπο του λογαριασμού που τηρήθηκε στα πλαίσια της επίδικης σύμβασης, με συνέπεια να επηρεάζεται η έγγραφη απόδειξη και το τελικά διαμορφωμένο ποσό αυτής να μην είναι εκκαθαρισμένο, αφού στο απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων που προσκομίσθηκαν από την καθ’ ης δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών που χρεώθηκαν παράνομα, ενώ λόγω της ενσωμάτωσης στον λογαριασμό των ποσών αυτών, καθίσταται αδύνατος ο παραπέρα προσδιορισμός του πραγματικού ποσού της ένδικης οφειλής. Ότι το προσκομιζόμενο προς έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής απόσπασμα από τα μηχανογραφικά τηρούμενα εμπορικά βιβλία  της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας δεν αναφέρει καμία εγγραφή (χρεοπίστωση) για το διάστημα από 3.11.2004 έως 27.12.2013, με την κατάρτιση του από  17.12.2013 ιδιωτικού συμφωνητικού ρύθμισης οφειλών, αναγνώρισης οφειλής, η οποία όμως δεν καλύπτει την επιβολή των ανωτέρω άκυρων όρων – Γ.Ο.Σ., οι οποίοι αντίκεινται στον Ν. 2251/1994. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, ανεξαρτήτως του ότι η πιστούχος ως τελικός αποδέκτης των υπηρεσιών  φέρει την ιδιότητα του καταναλωτή και η διατύπωση του σχετικού όρου προσκρούει κατ’ αρχήν στην αρχή της διαφάνειας, πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος, καθώς για την πληρότητά του δεν προσδιορίζονται τα συγκεκριμένα ποσά που επιβαρύνθηκε η πιστούχος με την εφαρμογή του άκυρου ΓΟΣ του έτους 360 ημερών και πώς θα διαμορφωνόταν η οφειλή της χωρίς αυτό, (που είναι δυνατή  με μαθηματικό υπολογισμό, ανεξαρτήτως της μη προσκόμισης των αναλυτικών αποσπασμάτων των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης με τη διαταγή πληρωμής, λόγω αναγνώρισης του υπολοίπου) χωρίς να αρκεί η αμφισβήτηση  της ορθότητας του καταλοίπου  ή του συνόλου των τόκων, δεδομένου ότι η διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα όχι στο σύνολό της, αλλά  μόνο κατά το αντίστοιχο ποσό  (βλ. ΑΠ 1090/2019, AΠ 999/2019, ΑΠ 105/2019). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως, ορθά εκτίμησε το νόμο και τις αποδείξεις, οπότε ο σχετικός λόγος της έφεσης (δεύτερος) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Σύμφωνα  με τη διάταξη της § 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975, «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρους, συμφωνηθεισών εισφορών». Από τη διάταξη αυτή δεν προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή, αλλά και δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της θεσπιζόμενης με τον άνω νόμο εισφοράς. Η ρυθμιστική ισχύς του νόμου αυτού εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά επομένως αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θεσπίσεως ανωτάτου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, η μετακύλιση της εισφοράς αυτής στους δανειολήπτες είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στην προαναφερθείσα διάταξη, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, αλλά ούτε και αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των επιτοκίων. Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβαρύνσεως στο δανειολήπτη αποτέλεσε, υπό την ισχύ του Ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συνετέλεσαν: α)Το γεγονός ότι μεταγενέστερα νομοθετήματα που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο ανέφεραν γενικώς ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή, β)το ότι το ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαίως, με σκοπό την ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών και γ)η θέσπιση των εξαιρέσεων των άρθρων 8 του Ν. 2459/1997 και 19 παρ. 4β του Ν. 3152/2003, που αφορούν κατάργηση της εισφοράς αυτής επί δανειοδοτήσεων προς φυσικά και νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή εδρεύουν σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων και προς τις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους και η οποία δεν θα δικαιολογείτο αν η εν προκειμένω εισφορά επιβάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα. Να σημειωθεί, επίσης, ότι η Τράπεζα της Ελλάδος, από της ενάρξεως εφαρμογής του Ν. 128/1975, ουδέποτε θεώρησε ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο από μέρους της διοικητικός καθορισμός του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων χορηγήσεων, ενώ και υπό το καθεστώς της ελευθέρας διαμορφώσεως των επιτοκίων η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για κεχωρισμένη αναφορά της σχετικής επιβαρύνσεως με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991, 2501/2002). Η επιβολή δε της εισφοράς αυτής στον δανειολήπτη, εν όψει της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (άρθρο 82), με την οποία επεκτείνεται η υποχρέωση ενημερώσεως του πελάτη από την τράπεζα και για την επιβολή ειδικών εισφορών, όπως είναι και η εισφορά του Ν 128/1975, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγουμένη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 332/2019, ΑΠ 994/2018, ΑΠ 430/2005, ΕφΑθ 227/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 492/2010 ΕΕμπΔ 2011.81, ΕφΑθ 1558/2007 ΕλΔνη 2007.902). Τέλος, η εισφορά αυτή αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και, επομένως, νόμιμα ανατοκίζεται ΑΠ 368/2019, ΑΠ  999/2019, ΕφΘεσ 2256/2018, ΕφΘεσ 1224/2017,  ΜΕφΘεσ1635/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 4424/2012 ο.π., ΕφΘεσ 16/2016, ΕλλΔνη 2016, 1415, ΕφΑθ 4424/2009, ΕλλΔνη 2011, 875, Σ. Ψυχομάνη άρθρο «Τα τραπεζικά επιτόκια», ΝοΒ. 1995.16-17 E). Στην προκείμενη περίπτωση οι  ανακόπτοντες, με τον τρίτο  λόγο της ανακοπής τους, ισχυρίζονται ότι ακύρως έγινε σ’ αυτούς με τη σύμβαση πίστωσης (όρος 5.4) η μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/75, χωρίς να αναφέρεται η αιτία της επιβάρυνσης και να υπάρξει ουσιαστική ενημέρωση αυτών. Ότι επιπλέον, όπως ισχυρίζονται στον τέταρτο λόγο της ανακοπής, είναι παράνομος ο  ανατοκισμός της εισφοράς αυτής, όπως προβλέφθηκε επίσης στη σύμβαση (όρος 5.6). Ότι, λόγω της ακυρότητας των ποσών που αφορούν την εισφορά και τον ανατοκισμό της, που ενσωματώθηκαν στο χρεωστικό υπόλοιπο, καθίσταται αναπόδεικτη και ανεκκαθάριστη  η απαίτηση της καθ’ ης ως προς το σύνολό της. Όπως όμως εκτέθηκε, η μετακύλιση της άνω εισφοράς μπορεί να συμφωνηθεί έγκυρα με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας  μεταξύ πιστοδότριας τράπεζας και πιστούχου, χωρίς να υπάρχει ανάγκη για ειδική αιτιολόγηση της συμφωνίας αυτής, αφού δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 § 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, συντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων (βλ. και ΑΠ 35/2011, ΑΠ 330/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου από το περιεχόμενο του άνω όρου, όπως αυτός παρατίθεται στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων της ανακοπής, («βασικό επιτόκιο επαγγελματικής Στέγης 5,75 %, δυνάμενο να μετατραπεί σε Βασικό Επιτόκιο Κεφαλαίου Κίνησης Επαγγελματιών (ΒΕΚΚΕ) πλέον περιθωρίου + εισφορά 0,6  % ν.128/1975») προκύπτει ότι ο όρος αυτός είναι ορισμένος και διαφανής, ώστε  οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης του ν. 2251/1994 να έχουν τηρηθεί, ενώ οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται με πρόσθετα περιστατικά ότι επήλθε σημαντική διατάραξη της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Εκτός αυτών, όπως επίσης ήδη  εκτέθηκε, το ποσό της εισφοράς του Ν. 128/1975 ως μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου νόμιμα μπορεί να ανατοκίζεται, όπως προκύπτει από το σχετικό όρο της σύμβασης που παραθέτουν οι ανακόπτοντες, ο οποίος αναφέρεται σε εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, που είναι επίσης επιτρεπτός («οι κάθε μορφής οφειλόμενοι σε καθυστέρηση τόκοι εκτοκίζονται από την πρώτη ημέρα με το ως άνω επιτόκιο υπερημερίας ….. και οι ούτω παραγόμενοι τόκοι προστίθενται στο εκάστοτε ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανατοκιζόμενοι ανά εξάμηνο»). Κατόπιν αυτών οι σχετικοί λόγοι πρέπει να απορριφθούν κατά το πρώτο σκέλος τους ως μη νόμιμοι. Κατά δε το δεύτερο σκέλος αυτών, κατά το μέρος που πλήττουν το ανεκκαθάριστο και αναπόδεικτο της απαίτησης της καθ’  ης, πρέπει να απορριφθούν ως αόριστοι, καθώς οι ανακόπτοντες δεν εξειδικεύουν τα ποσά κατά τα οποία επιβαρύνθηκαν  παράνομα για τις άνω αιτίες, όπως ισχυρίζονται, αλλά προβαίνουν σε γενική  αμφισβήτηση του υπολοίπου, με συνέπεια οι σχετικοί λόγοι ανακοπής να είναι αόριστοι. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως, ορθά εκτίμησε το νόμο, οπότε ο σχετικοί  λόγοι της έφεσης (τρίτος  και τέταρτος) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται στους πέμπτο και έκτο λόγους της ανακοπής τους, που επαναφέρονται με τους πέμπτο και έκτο  λόγους  εφέσεως αντίστοιχα,  ότι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί οι όροι της σύμβασης πίστωσης:  α)  5.4. κατά τον οποίο  προβλέφθηκε  η επιβολή τόκου συμβατικού και υπερημερίας στα έξοδα.  β)   11.01, κατά τον οποίο  η πιστούχος θα επιβαρυνόταν με την πληρωμή όλων  των παρόντων ή μελλοντικών φόρων τελών ή εισφορών. Οι λόγοι αυτοί της ανακοπής πρέπει ομοίως να απορριφθούν ως αόριστοι, διότι οι ανακόπτοντες δεν προσδιορίζουν συγκεκριμένα τα ποσά που σε εκτέλεση των άνω όρων επιβαρύνθηκαν παράνομα, δεδομένου ότι η διαταγή πληρωμής είναι άκυρη μόνο κατά το μέρος που οι άκυροι (κατά τους ισχυρισμούς των ανακοπτόντων) ΓΟΣ επέδρασαν στο ύψος της απαίτησης της καθ’ ης και όχι στο σύνολό της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο τους απέρριψε ομοίως ως αόριστους για τον ίδιο λόγο, ορθά εκτίμησε το νόμο, οπότε οι σχετικοί  λόγοι της έφεσης, με τους οποίους επαναφέρονται οι λόγοι ανακοπής, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως «δικαίωμα» νοείται αυτό που απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, θεωρείται δε ότι ασκείται καταχρηστικώς και όταν συμπεριφορά του δικαιούχου πριν από την άσκησή του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του και καθιστούν αυτή μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 7/2002 ΝΟΜΟΣ). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη έστω και μεγάλη στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 του ΑΚ, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματός του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική ή όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από την σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 828/2018, ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 1472/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για να στοιχειοθετηθεί προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, απαιτείται η καθ’ ης πιστοδότρια Τράπεζα να ασκεί το συμβατικό της δικαίωμα να κλείνει οποτεδήποτε έναν αλληλόχρεο λογαριασμό, χωρίς να έχει κάποιο ίδιον συμφέρον, ενώ ταυτόχρονα η ζημία που προκαλείται στον πιστούχο εξαιτίας του κλεισίματος του λογαριασμού να είναι ιδιαίτερα σημαντική.  Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του (ΑΠ 385/2010, ΑΠ 381/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται  στον έβδομο λόγο της ανακοπής τους, που επαναφέρεται με τον έβδομο λόγο της έφεσής τους, ότι η άσκηση  του δικαιώματος της καθ’ ης η ανακοπή για καταγγελία της σύμβασης και έκδοση διαταγής πληρωμής είναι καταχρηστική, για τους εξής λόγους:  Ότι  η πρώτη ανακόπτουσα, έχοντας ως κύριο αντικείμενο την ανέγερση πολυώροφων οικοδομών με το σύστημα της αντιπαροχής, κατάρτισε τις επίδικες συμβάσεις τοκοχρεωλυτικού δανείου ποσού 550.000 € και πίστωσης για το ίδιο ποσό των  550.000 €, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η  ανοικοδόμηση των αναφερόμενων στην ανακοπή της τριών συνεχόμενων οικοπέδων κειμένων στην Σαλαμίνα Αττικής, τα οποία αγόρασε έχοντας λάβει την έγκριση του αρμοδίου τμήματος της καθ’ ής η ανακοπή (“…………..”). Ότι, ενώ υποβλήθηκε σε συνολική δαπάνη 533.723,07 € για την αγορά των οικοπέδων, φόρο μεταβίβασης και πάσης φύσεως έξοδα και παρείχε στην καθ’ ης προσημειώσεις υποθήκης ποσών 715.000 €, έλαβε  από  το εγκριθέν ποσό μόνο αυτό των 200.000 € και όχι το υπόλοιπο των 350.000 €,  το οποίο η καθ’  ης ενεργώντας αντισυμβατικά, αρνήθηκε να της χορηγήσει, με αποτέλεσμα την ματαίωση της ανέγερσης των οικοδομών, καθώς δεν ήταν σε θέση να προβεί σ’ αυτήν η πρώτη ανακόπτουσα με τις δικές της δυνάμεις, με συνέπεια να υποστεί  μέγιστη  οικονομική ζημία. Ότι παρόλο που η πρώτη ανακόπτουσα υπέγραφε οποιοδήποτε έγγραφο της ζητείτο με καλή πίστη, η παρελκυστική τακτική της καθ’ ης  συνεχίσθηκε έως τις 14.10.2014 που απαίτησε την απόδοση του οφειλόμενου ποσού, απαιτώντας για τη ρύθμιση της οφειλής, την παραίτηση από κάθε ανταξίωση της πρώτης ανακόπτουσας, που δεν έκανε αποδεκτό η τελευταία, ενώ η καθ’ ης αρνήθηκε τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς. Ότι, με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, η αξίωση της καθ’  ης η ανακοπή  είναι καταχρηστική. Τα περιστατικά όμως που εκθέτουν οι ανακόπτοντες, καταρχάς δεν είναι αρκετά για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος της καθ’ ης η ανακοπή για καταγγελία της πίστωσης και έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής για την απόδοση του υπολοίπου, με δεδομένο ότι η αξίωση της καθ’ ης η ανακοπή αντιστοιχεί στο ποσό της πίστωσης που χορήγησε στην πρώτη ανακόπτουσα, το οποίο ουσιαστικά δεν αμφισβητούν ότι οφείλουν οι ανακόπτοντες, οι οποίοι άλλωστε δεν ζητούν στο στάδιο αυτό την απόδοση του εναπομένοντος ποσού της πίστωσης ή το συμψηφισμό αυτού με το οφειλόμενο από αυτούς ποσό, την δε όποια ανταπαίτησή τους από την ματαίωση της ανέγερσης των οικοδομών, θα μπορούσαν να αντιτάξουν σε συμψηφισμό κατά της καθ’ ης. Εξάλλου, ακόμη και αν ο ίδιος λόγος ανακοπής ήθελε κριθεί νόμιμος, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν ως προς την βασιμότητά του, τα εξής: Η επίδικη διαταγή πληρωμής, όπως ήδη εκτέθηκε, εκδόθηκε κυρίως δυνάμει του από 17.12.2013 ιδιωτικού συμφωνητικού με το οποίο οι ανακόπτοντες αναγνώρισαν ανεπιφύλακτα, ότι έως την 8.11.2013  όφειλαν στην καθ’  ης, η πρώτη ως πιστούχος και οι λοιποί ως εγγυητές, το ποσό των 212.914,14 € και ανέλαβαν να το εξοφλήσουν σε 190 ισόποσες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, αρχομένων από την 1.8.2014 έως την 1.5.2030 με περίοδο χάριτος έως την 27.7.2014. Στο συμφωνητικό αυτό μνημονεύεται η με αρ…………/3.11.2004 σύμβαση πίστωσης δυνάμει της οποίας η καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα χορήγησε στην πρώτη ανακόπτουσα πίστωση έως το ποσό των 550.000 € και ότι τηρήθηκε ο με αρ.  ………….. λογαριασμός, που εμφάνιζε υπόλοιπο την 8.11.2013 το άνω ποσό των 212.914,14 €. Σύμφωνα με τον όρο 2.03 κάθε χρήση της πίστωσης είχε ως προϋπόθεση την προηγούμενη κανονική παροχή  και σύσταση των τυχόν ασφαλειών και προσκόμιση απαραίτητων εγγράφων και δικαιολογητικών, η δε καθ’ ης ανακοπή είχε το δικαίωμα να αναστέλλει εν όλω ή εν μέρει την πίστωση είτε να καταγγέλλει αυτήν, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση καθυστέρησης μηνιαίας καταβολής, παράβασης ουσιωδών όρων και για σπουδαίο λόγο (όρος 7). Εξάλλου, στην άνω σύμβαση αναγνώρισης χρέους δεν γίνεται αναφορά στην με αρ. ……………/4.11.2004 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, που κατάρτισε η καθ’ ης με την πρώτη  ανακόπτουσα με εγγυητές ομοίως τους δεύτερο και τρίτο, επίσης για ποσό 550.000 €, που προφανώς αποτελούσε πρόσθετη χρηματοδότηση, η οποία δεν υλοποιήθηκε, καθώς προβλεπόταν η εκταμίευση του ποσού  αυτού και με μία καταβολή και η τήρηση διαφορετικού λογαριασμού. Οι ανακόπτοντες υποστηρίζουν ότι η καθ’ ης η ανακοπή χορήγησε στην  πιστούχο μόνο ποσό 200.000 € και όχι το σύνολο της πίστωσης οι δε εκπρόσωποι της  καθ’  ης, μετά πάροδο αρκετού διαστήματος, κι ενώ η πρώτη ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρία  είχε ήδη προβεί σε δαπάνες 530.000 €, αρνήθηκαν την εκταμίευση του υπόλοιπου ποσού, με την αιτιολογία ότι η επένδυση ενείχε “ρίσκο” για την Τράπεζα. Τα ανωτέρω κατέθεσε εξεταζόμενος ανωμοτί ο δεύτερος ανακόπτων. Με δεδομένο ότι το οφειλόμενο ποσό ανέρχεται σε 212.914,14 €, είναι σαφές ότι δεν έγινε χρήση ολόκληρου του ποσού της πίστωσης, αλλά μόνο για το ποσό των 200.000 €, γεγονός που συνομολογεί και η καθ’ ης. Όμως οι ισχυρισμοί των ανακοπτόντων δεν προκύπτουν από αλληλογραφία των διαδίκων μερών και ειδικότερα δεν προκύπτει αν  οχλήθηκε με επίσημο τρόπο (επιστολή ή εξώδικη δήλωση) η καθ’ ης η ανακοπή για την εκταμίευση του υπολοίπου μέρους του πιστωτικού ορίου και ότι η τελευταία αρνήθηκε, εκθέτοντας  τους λόγους για την μη εκταμίευση αυτή. Εξάλλου, μετά την κατάρτιση του από 17.12.2013 συμφωνητικού, τηρήθηκε ο με αρ. ………….. λογαριασμός, ο οποίος στο οριστικό κλείσιμό του την  25.01.2017 εμφάνισε  χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος της πρώτης ανακόπτουσας 280.801,43 €, από  την κίνηση δε του οποίου προκύπτει ότι η πιστούχος πρώτη ανακόπτουσα δεν προέβη σε καμία καταβολή των δόσεων που είχαν συμφωνηθεί. Μετά την κατάρτιση του άνω συμφωνητικού η καθ’ ης όχλησε για πρώτη φορά την πιστούχο και τους λοιπούς ανακόπτοντες με την από 14.10.2014 εξώδικη όχλησή της, αναφέροντας ότι το λογιστικό υπόλοιπο είχε ανέλθει σ’ αυτό των 230.313,96 ευρώ, η δε ληξιπρόθεσμη οφειλή ήταν 6.723,72 €, την οποία κάλεσε να εξοφλήσει σε 5 εργάσιμες ημέρες, δηλώνοντας ότι ήταν πρόθυμη για την ανεύρεση κοινού αποδεκτού σχήματος διακανονισμού της οφειλής. Ενώ οι ανακόπτοντες είχαν υπογράψει ανεπιφύλακτα το από 17.12.2013 συμφωνητικό ρύθμισης της οφειλής, για πρώτη φορά με την από  28.7.2015 εξώδικη όχλησή τους, σε απάντηση της από 14.10.2014  εξώδικης όχλησης της καθ’ ης (κι ενώ είχαν περάσει 10 χρόνια από την κατάρτιση της σύμβασης πίστωσης) διαμαρτυρήθηκαν εγγράφως για την μη εκταμίευση του συνολικού ποσού της πίστωσης, επικαλούμενοι ότι ως συνέπεια αυτής είχε ματαιωθεί η ανοικοδόμηση των οικοπέδων που είχε αγοράσει η  πρώτη ανακόπτουσα, η οποία είχε υποστεί μεγάλη οικονομική ζημία, οι δε ανταπαιτήσεις τους κατά της καθ’ ης ανέρχονταν στο ποσό των 523.732,07 υλική ζημία, 1.030.816 (760.816,00 + 270.000) € αποθετική, πλέον ηθικής βλάβης. Με την ίδια εξώδικη δήλωση ζήτησαν να ορισθεί συνάντηση των εκπροσώπων των μερών, απέχοντας της καθ’  ης από οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια. Με την από 14.4.2016 εξώδικη όχλησή τους προς την καθ’ ης επανέλαβαν το περιεχόμενο της προηγούμενης εξώδικης όχλησης, αναφέροντας  και ότι είχαν ασκήσει αγωγή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Η τελευταία δεν προέβη σε κλείσιμο του λογαριασμού άμεσα, αλλά μετά πάροδο ικανού διαστήματος την 25.01.2017 κι ενώ η πρώτη ανακόπτουσα δεν είχε προβεί επίσης σε καμία καταβολή. Μετά από αυτά, η άσκηση του ουσιαστικού δικαιώματος της καθ’ ης η ανακοπή δεν παρίσταται καταχρηστική, δεδομένου ότι οι ανακόπτοντες είχαν αναγνωρίσει ανεπιφύλακτα την οφειλή τους έως την 8.11.2013 (με βάση το από 17.12.2013 ιδιωτικό συμφωνητικό) στη συνέχεια δε η καθ’ ης η ανακοπή για το υπόλοιπο που άρχισε να διαμορφώνεται μετά την 14.10.2014, έδωσε τον αναγκαίο χρόνο για τη ρύθμιση και εξόφλησή του στην πρώτη ανακόπτουσα – πιστούχο, η οποία δεν βρισκόταν μόνο σε πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία. Η αξίωση της καθ’ ης δεν αφορά το μη χορηγηθέν μέρος της πίστωσης, για το οποίο οι ανακόπτοντες διαμαρτυρήθηκαν εγγράφως, μόνο όταν τους ζητήθηκε η απόδοση των οφειλόμενων. Σε κάθε  περίπτωση κατά την τραπεζική πρακτική το άνοιγμα πίστωσης υπέρ τρίτου ή η αύξηση του ποσού της δεν συνιστά και υποχρέωση της τράπεζας να χορηγήσει αμέσως στον πιστούχο το σύνολο της συμφωνημένης πίστωσης (βλ. ΑΠ 1352/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 450/2019 σε http://www.efeteio-peir.gr/wordpress/?p=3323). Με τις παραπάνω σκέψεις, ο άνω λόγος ανακοπής έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμος και, σε κάθε περίπτωση, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τον άνω λόγο ανακοπής ως μη νόμιμο δεν έσφαλε, οι δε συνεπτυγμένες του αιτιολογίες αντικαθίστανται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 335 ΑΚ, αν κατά την εκπλήρωσή της η παροχή είναι ολικά ή μερικά αδύνατη, για λόγους που είτε είναι γενικοί, είτε αφορούν τον οφειλέτη, αυτός έχει υποχρέωση να ανορθώσει τη ζημία του δανειστή, που επέρχεται από την αδυναμία, ενώ, κατά το επόμενο άρθρο 336 εδ. α΄ ΑΚ, ο οφειλέτης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση εξαιτίας αδυναμίας να εκπληρώσει την παροχή, αν αποδείξει ότι η αδυναμία οφείλεται σε γεγονός, για το οποίο δεν έχει ευθύνη. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, αδυναμία παροχής υπάρχει, όταν ο οφειλέτης δεν μπορεί να εκπληρώσει την παροχή του κατά τρόπο οριστικό, η αδυναμία δε παροχής, συνεπάγεται απόσβεση της αντίστοιχης, για την αδύνατη παροχή, υποχρεώσεως, που δεν αντικαθίσταται από υποχρέωση αποζημιώσεως αν η αδυναμία οφείλεται σε γεγονός για το οποίο ο οφειλέτης δεν υπέχει ευθύνη. Όμως, στις χρηματικές ενοχές δεν νοείται επιγενόμενη αδυναμία παροχής και συνακόλουθη απαλλαγή του οφειλέτη, γιατί πάντα θα υπάρχει πάντα μέσο πληρωμής. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης στερείται χρημάτων, δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωσή του να καταβάλει τη χρηματική οφειλή, καθώς η οικονομική δυσχέρεια δεν συνιστά αδυναμία και δεν απαλλάσσει τον οφειλέτη, παρά μόνο μπορεί να υπάρχει υπερημερία του (ΑΠ 497/2010 σε www.areiospagos.gr, ΕφΘεσ 1689/2011, ΕφΘεσ 3415/1991 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σταθόπουλος στον ΑΚ Γεωργιάδης -Σταθόπουλος, άρθρο 336 αρ. 2,3, Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, σελ. 282 επ., Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, σελ. 418-419). Οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται στον όγδοο λόγο της ανακοπής τους, που επαναφέρεται με τον όγδοο λόγο της έφεσης, ότι, ως συνέπεια της συμπεριφοράς της καθ’ ης, που προεκτέθηκε, η παροχή τους έγινε αδύνατη με υπαιτιότητα αυτής. Ο λόγος αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, δεδομένου ότι η οικονομική δυσχέρεια του οφειλέτη σε χρηματική ενοχή δεν συνιστά  αδυναμία παροχής, ενώ την ανταξίωση που ισχυρίζονται ότι έχουν οι ανακόπτοντες σε βάρος της καθ’ ης, θα μπορούσαν να αντιτάξουν σε συμψηφισμό σε βάρος αυτής ή να την επιδιώξουν δικαστικώς.  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τον άνω λόγο ανακοπής για τον ίδιο λόγο, δεν έσφαλε, η δε διάφορη εν μέρει   αιτιολογία  του  αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ). Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου  άσκησης της έφεσης κωδικό  e – παραβόλου ……………  ποσού 100,00 €, που εκτέθηκε στην αρχή της παρούσας, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 § 4 εδ. δ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά  και απορρίπτει  κατ’ ουσίαν, την έφεση κατά της με αριθμό  5138/2018 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο, του  παραβόλου άσκησης της έφεσης, με κωδικό e- παραβόλου. …………… , ποσού εκατό (100,00) €.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στις 4 Ιουνίου 2020 και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 3 Σεπτεμβρίου 2020, με σύνθεση, αποτελούμενη από τους Ιωάννη Αποστολόπουλο, Αικατερίνη Κοκόλη και Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτες, λόγω της αποχώρησης από την υπηρεσία λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας του Προέδρου Εφετών Αντωνίου Πλακίδα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ