[print-m
Περίληψη
Kατά τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ 496/1974, που είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α (Ολ.ΑΠ 3/2006), ορίζεται ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή Ν.Π.Δ.Δ είναι 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο, αρχίζει, δε, από την επίδοση σχετικής αγωγής. Τέτοιος ειδικός νόμος, είναι το Π.Δ 166/2003, με το οποίο ενσωματώθηκε από 5-6-2003 στην Ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2000/35 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29.6.2000 ‘’για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές’’, όπου ορίζεται διαφορετικά ο τόκος για οφειλές, που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή, δηλαδή συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής, οπότε κατά τη διάρκεια ισχύς του ως άνω Π.Δ (το οποίο καταργήθηκε με Ν. 4152/16-3-2013), ο υπολογισμός του τόκου (και για τις τέτοιου είδους οφειλές Ν.Π.Δ.Δ) γίνεται με βάση τις διατάξεις του και όχι αυτές του Ν.Δ 496/1974.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
651/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 4260/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, όπως οι διατάξεις της ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/23-7-2015, που καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά την 1-1-2016 (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), όπως εν προκειμένω, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2 ΚΠολΔ), δεδομένου, δεν προκύπτει, ούτε επικαλούνται οι διάδικοι, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και από την έκδοσή της μέχρι την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι το εκκαλούν ως Ν.Π.Δ.Δ, απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3εδ.α ΚΠολΔ, παραβόλου (άρθρο 28 παρ.4 Ν. 2579/1998 σε συνδ. με τις διατάξεις των άρθρων 11 του κανονιστικού διατάγματος της 26 Ιουνίου-10 Ιουλίου 1944 ‘’Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου’’ και 22 παρ. 4 του Ν. 1868/1989).
Κατά το άρθρο 1 του Ν. 2286/1995 οι συμβάσεις από επαχθή αιτία για την προμήθεια αγαθών που ενεργούνται από φορείς του δημόσιου τομέα, στον οποίο περιλαμβάνονται και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οφείλουν να καταρτίζονται εγγράφως, η δε διαδικασία τους ρυθμίζεται ήδη από το Π.Δ 118/2007, που αντικατέστησε το Π.Δ 394/1996.Από τη ρύθμιση αυτή δεν εξαιρούνται τα νοσοκομεία, δεδομένου ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 περ. ι` του ανωτέρω νόμου, από τις σχετικές διατάξεις εξαιρούνται, εκτός των άλλων, οι οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης, τέτοιοι δε οργανισμοί δεν είναι τα νοσοκομεία. Επίσης, στο άρθρο 41 Ν.Δ 496/1974 ‘’Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου’’, ορίζεται ότι ‘’Πάσα σύμβασις διά λογαριασμόν του νομικού προσώπου, έχουσα αντικείμενον άνω των 10.000 δραχμών ή δημιουργούσα υποχρεώσεις διαρκείας, εφόσον δεν ορίζεται άλλως, υποβάλλεται εις τον τύπον του ιδιωτικού εγγράφου. Το ποσόν τούτο δύναται να αυξομειούται δι` αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένων εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η πρότασις καταρτίσεως συμβάσεως και η αποδοχή αυτής δύναται να γίνουν και δι` ιδιαιτέρων εγγράφων. Η εκ της μη τηρήσεως του τύπου της εγγράφου αποδοχής ακυρότης, αίρεται εν περιπτώσει εκπληρώσεως της συμβάσεως’’. Το παραπάνω ποσό των 10.000 δραχμών αυξήθηκε σε 150.000 δραχμές από τις 9-7-1992 με την 2054839/452/0026/3/9-7-1992 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και σε 2.500 ευρώ από τις 7-8-2002 με τη 2142053/0094/7-8-2002 απόφαση του ίδιου υπουργού. Περαιτέρω, κατά μεν το άρθρο 158 Α.Κ, η τήρηση τύπου για τη δικαιοπραξία απαιτείται μόνο όπου το ορίζει ο νόμος, κατά δε το άρθρο 159 παρ.1 του ίδιου κώδικα δικαιοπραξία για την οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος που απαιτεί ο νόμος, εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο, είναι άκυρη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, αντίστοιχων εκείνης του άρθρου 80 του Ν. 2362/1995 ‘’περί κώδικος δημοσίου λογιστικού’’ που αντικατέστησε το Ν.Δ 321/1969 ‘’περί κώδικος δημοσίου λογιστικού’’, οι οποίες αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος και συνεπώς δεν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε προς αυτές του άρθρου 1 παρ. 1 του από 20-3-1952 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α (ΑΠ 1372/2012), συνάγεται, ότι ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, που απαιτείται για τις καταρτιζόμενες για λογαριασμό Ν.Π.Δ.Δ. ως άνω συμβάσεις, το αντικείμενο των οποίων υπερβαίνει το ποσό των 2.500 ευρώ, είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, γι` αυτό και η έλλειψή του καθιστά κατά τα άρθρα 158 και 159 παρ. 1 του ΑΚ άκυρη τη σύμβαση. Η ακυρότητα της σύμβασης από την έλλειψη του απαιτούμενου τύπου είναι απόλυτη και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Η πρόταση, όμως, για την κατάρτιση της σύμβασης και η αποδοχή της μπορούν να γίνουν και με χωριστά έγγραφα, αίρεται δε η ακυρότητα που προκαλείται από την έλλειψη έγγραφης αποδοχής, αν εκπληρωθεί η σύμβαση (ΑΠ 431/2018, ΑΠ 430/2015, ΑΠ 1213/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, η ακυρότητα αίρεται σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης μόνον όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή (Ολ.ΑΠ 862/1984). Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, για μεν τις συμβάσεις προμήθειας που έχουν αντικείμενο μέχρι το ποσό των 2.500 ευρώ, δεν απαιτείται η τήρηση εγγράφου τύπου, για δε τις συμβάσεις μεγαλύτερου ποσού απαιτείται η κατάρτισή τους να γίνει εγγράφως. Αν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος, η σύμβαση είναι άκυρη και στην περίπτωση αυτή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου είναι υποχρεωμένο να αποδώσει στον πωλητή, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. Α.Κ), την ωφέλεια την οποία αποκόμισε από τα αγαθά που αγόρασε, οποία συνίσταται στο ποσό που θα κατέβαλε σε οποιονδήποτε τρίτο για την αγορά των ίδιων αγαθών (ΑΠ 766/2014, ΑΠ 1057/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 2955/2001, οι ανάγκες των νοσοκομείων, μπορεί να καλύπτονται με τη διενέργεια διαγωνισμού για την αγορά ιατροτεχνολογικών μηχανημάτων και αναλωσίμων, όμως, από τη διάταξη αυτή δεν προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η διενέργεια διαγωνισμού για την προμήθεια των ειδών αυτών, ώστε από τη μη τήρηση της διαδικασίας να προκαλείται ακυρότητα της σύμβασης προμήθειας (ΑΠ 1492/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα δε με το άρθρο 66 παρ. 28 του Ν. 3984/2011: ‘’Για λόγους διασφάλισης δημοσίου συμφέροντος και προστασίας της Δημόσιας Υγείας, καθίστανται νόμιμες οι δαπάνες που απαιτούνται για την εξόφληση υποχρεώσεων από προμήθειες ιατροτεχνολογικών προϊόντων, φαρμάκων και συναφών προς τις προμήθειες αυτές υπηρεσιών, που εναρμονίστηκαν με τις χαμηλότερες τιμές της εγχώριας αγοράς του Παρατηρητηρίου Τιμών του άρθρου 24 του Ν.3846/2010. Οι ως άνω δαπάνες απορρέουν από προμήθειες των Νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ, συμπεριλαμβανομένων των Ψυχιατρικών και των Πανεπιστημιακών Κλινικών, των Νοσοκομείων Αρεταίειο και Αιγινίτειο, του …Κέντρου και του Νοσοκομείου … της Θεσσαλονίκης και διενεργήθηκαν από την κατάθεση στη Βουλή του Ν. 3867/2010 μέχρι τη δημοσίευση του Ν.3918/2011. Σε περίπτωση που για είδη των προηγουμένων εδαφίων δεν υπάρχουν στο Παρατηρητήριο Τιμών του άρθρου 24 του Ν.3846/2010 καταχωρημένες τιμές, οι δαπάνες που απαιτούνται για την εξόφληση των σχετικών υποχρεώσεων που απορρέουν από τις προμήθειες αυτές θεωρούνται νόμιμες εφόσον οι τιμές τους δεν υπερβαίνουν τις συμβατικές τιμές που είχε συμφωνήσει ο φορέας με την τελευταία συναφθείσα σύμβαση για τα ίδια είδη’’. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, προκειμένου να εξοφληθούν υποχρεώσεις των νοσηλευτικών ιδρυμάτων του Ε.Σ.Υ. για προμήθειες ιατροτεχνολογικού και φαρμακευτικού υλικού (επομένως και για προμήθειες αντιδραστηρίων και λοιπών αναλώσιμων εργαστηριακών ιατρικών υλικών) που πραγματοποιήθηκαν από την κατάθεση στη Βουλή του Ν.3867/2010 (στις 25-6-2010, όπως προκύπτει από την εισηγητική του έκθεση) μέχρι τη δημοσίευση του Ν. 3918/2011 (στις 2-3-2011) και να εκκαθαριστούν έτσι οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις τους, δεν ελέγχεται αν τηρήθηκε προηγουμένως η διαδικασία που προβλέπεται για την ανάληψη υποχρεώσεων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, με συνέπεια να νομιμοποιούνται εκ των υστέρων οι συμβάσεις που καταρτίστηκαν και εκτελέστηκαν χωρίς την τήρηση της διαδικασίας αυτής (ΑΠ 431/2018, ΑΠ 1213/2015, ο.π).
Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ 496/1974, που είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α (βλ. Ολ.ΑΠ 3/2006, ΑΠ 1213/2015, AΠ 1917/2007, Εφ.Αιγ. 20/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ορίζεται ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή Ν.Π.Δ.Δ είναι 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο, αρχίζει, δε, από την επίδοση σχετικής αγωγής. Με ειδικό νόμο και συγκεκριμένα, με το Π.Δ 166/2003, με το οποίο ενσωματώθηκε από 5-6-2003 στην Ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2000/35 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29-6-2000 ‘’Για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές’’, ορίζεται διαφορετικά ο τόκος για οφειλές, που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή, δηλαδή συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 2, 3και 4 του Π.Δ 166/2003, το οποίο, αν και καταργήθηκε με το Ν. 4152/2013, εξακολουθεί να διέπει τις συμβάσεις, που καταρτίστηκαν πριν από την ισχύ του τελευταίου αυτού νόμου, ήτοι πριν τις 16-3-2013, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη της υποπαραγράφου Ζ14 (άρθρα 12 παρ. 4 και 13 της νέας Οδηγίας 2011/7 ΕΚ) του ίδιου νόμου, ορίζονταν τα εξής: Άρθρο 2: «Οι διατάξεις του διατάγματος αυτού εφαρμόζονται στις πληρωμές, που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή». Άρθρο 3: Κατά την έννοια του διατάγματος αυτού: I. «Εμπορική συναλλαγή» είναι κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής, α. «Δημόσια αρχή» είναι κάθε αναθέτουσα αρχή ή φορέας, όπως ορίζεται στα προεδρικά διατάγματα για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών (ΠΔ 370/1995, ΦΕΚ Α΄199), υπηρεσιών (ΠΔ 346/1998, ΦΕΚ Δ` 230) εξαιρούμενων τομέων (ΠΔ 57/2000, ΦΕΚ Α` 45) και Δημοσίων έργων (ΠΔ 334/2000, ΦΕΚ Α` 279), όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν, β. «Επιχείρηση» είναι κάθε οργάνωση, η οποία ενεργεί στα πλαίσια ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και αν η δραστηριότητα αυτή ασκείται από ένα και μόνο πρόσωπο. 2. «Καθυστέρηση πληρωμής» είναι η μη τήρηση της συμβατικής ή νόμιμης προθεσμίας πληρωμής. 3. «Επιτόκιο που ορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις βασικές πράξεις της αναχρηματοδότησης» είναι το επιτόκιο, που ισχύει για τέτοιες πράξεις στις προσφορές με σταθερό επιτόκιο». Άρθρο 4: «Τόκος σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής. I. Τόκος υπερημερίας οφείλεται από την ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της περιόδου πληρωμής που ορίζει η σύμβαση. 2. Εάν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος, χωρίς να απαιτείται όχληση και οφείλει τόκους: α. Εάν παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για, πληρωμή έγγραφο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή αν δεν παρέλαβε ή δεν είναι βέβαιο πότε παρέλαβε τέτοιο έγγραφο, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών, β. Εάν από το νόμο ή τη σύμβαση προβλέπεται διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου για την επαλήθευση της αντιστοιχίας συμφωνημένων και παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου, εφόσον παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας, γ. Εάν η παραλαβή των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών ή η διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου έχει προηγηθεί, μόλις περάσουν 30 ήμερες από το χρόνο παραλαβής του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου, δ. Στις συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών της παρ.1α του άρθρου 3 του παρόντος, η προθεσμία καταβολής τόκων σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, ορίζεται αποκλειστικώς σε 60 ημέρες. 3. Ο δανειστής δικαιούται τόκους, εφόσον: α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και β) δεν εχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός, εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση. 4. Το ύψος του τόκου υπερημερίας, που είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει ο οφειλέτης υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο, που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου (‘’επιτόκιο αναφοράς’’) προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες (‘’περιθώριο’’), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση. Το επιτόκιο αναφοράς, το οποίο ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες. 5. Ο δανειστής, εκτός από τους τόκους, έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον υπερήμερο οφειλέτη και εύλογη αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης της οφειλόμενης αμοιβής. Τα έξοδα αυτά υπόκεινται σε σχέση με την οφειλόμενη αμοιβή στις αρχές της διαφάνειας και της αναλογικότητας». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι, το πεδίο εφαρμογής του Π.Δ 166/2003 οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 παρ. 1 αυτού και εκτείνεται σε κάθε εμπορική συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιας αρχής και ως μόνες προϋποθέσεις τίθενται: α) η εγκυρότητα της σύμβασης, β) η εκτέλεση αυτής από την επιχείρηση και γ) η υπερημερία του οφειλέτη ως προς την πληρωμή της αμοιβής, ενώ δεν τίθεται από το νόμο ως προϋπόθεση η σύναψη της σύμβασης κατά τη διαδικασία και διατυπώσεις του Π.Δ 370/1995, που διέπει τις δημόσιες προμήθειες. Η παραπομπή με το άρθρο 3 παρ. Ια’ του ίδιου διατάγματος στις διατάξεις του Π.Δ 370/1995 περί δημοσίων προμηθειών (ήδη Π.Δ 60/2007) έγινε για τον προσδιορισμό και μόνο της έννοιας της δημόσιας αρχής, ως αντισυμβαλλόμενης της δανείστριας επιχείρησης, δεδομένου ότι επιλέγεται το λεγόμενο λειτουργικό κριτήριο και προσδίδεται στη «δημόσια αρχή» έννοια ευρύτερη εκείνης, που ακολουθεί ο εθνικός νομοθέτης με βάση το οργανικό κριτήριο. Αν ο νομοθέτης ήθελε να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής του Π.Δ 166/2003 μόνο στις δημόσιες συμβάσεις προμήθειας, δηλαδή εκείνες, που υπάγονται στην υποχρεωτική ρύθμιση και εφαρμογή του Π.Δ 370/1995, θα το όριζε ρητά, πέραν του ότι μία τέτοια διαφορετική αντιμετώπιση δεν προβλέπεται στην Οδηγία 35/2000 και δεν δικαιολογείται από τον επιδιωκόμενο σκοπό της, που είναι η αντιμετώπιση της καθυστέρησης των πληρωμών κάθε εμπορικής συναλλαγής. Επομένως, στο πεδίο εφαρμογής του Π.Δ 166/2003 εμπίπτουν και οι συμβάσεις προμήθειας, που καταρτίσθηκαν μεταξύ επιχείρησης και δημόσιας αρχής, απ’ ευθείας, χωρίς δηλαδή τις διατυπώσεις και τη διαδικασία του Π.Δ 370/1995, οι οποίες διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο, τέτοιες συμβάσεις είναι και εκείνες, που συνάπτει δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα (Ν.Π.Δ.Δ), το οποίο συγκαταλέγεται στις αναθέτουσες αρχές του Π.Δ 370/1995 (άρθρο 2), εφόσον πληρούν κατά τα λοιπά τις προϋποθέσεις εγκυρότητάς τους. Επί των συμβάσεων αυτών, το ύψος του οφειλόμενου επιτοκίου ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 4 του Π.Δ 166/2003 (εφόσον βέβαια καταρτίστηκαν κατά το χρόνο ισχύος του) η οποία, ως νεότερη, ειδικότερη και εδραζόμενη σε Κοινοτική Οδηγία (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος) διάταξη, υπερισχύει της παραπάνω αναφερόμενης διάταξης του άρθρου 7 του Ν.Δ 496/1974 (Ολ.ΑΠ 10/2013, ΑΠ1213/2015, ΑΠ 430/2015, ΑΠ 323/2014, ΑΠ 766/2014, Εφ.Αιγ.20/ 2019, Εφ.Πατρ. 215/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης, που ασχολείται με την εµπορία ακτινολογικών µηχανηµάτων, εκτυπωτών και εµφανιστηρίων εξέθετε στην ως άνω, από 22-12-2017 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …./2017,αγωγή της, ότι, µε τις διαδοχικές συµβάσεις πώλησης, που αναφέρονται σε αυτήν και οι οποίες καταρτίσθηκαν µεταξύ εκείνης και του εναγοµένου Ν.Π.Δ.Δ µε την επωνυµία ‘’Ειδικό Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιά – ΜΕΤΑΞΑ’’, κατά το χρονικό διάστηµα από 10-7-2012 έως 25-10-2013, κατόπιν εγγράφων προτάσεων του τελευταίου, πώλησε και µεταβίβασεσε αυτό, τα περιγραφόμενα αναλυτικά στην αγωγή, κατά είδος, ποσότητα και αξία, κινητά πράγµατα (εµπορεύµατα), αντί συνολικού τιμήματος 38.769,60 ευρώ, εκδίδοντας τα αντίστοιχα τιμολόγια, µε συµφωνηµένο χρόνο καταβολής του (τιµήµατος), 90 ηµέρες, από την ηµεροµηνία έκδοσης κάθε τιµολογίου. Ότι, παρά την ανεπιφύλακτη παραλαβή των εµπορευµάτων από το εναγόµενο, το τελευταίο δεν έχει εξοφλήσει το τίμημα των διαδοχικών πωλήσεων. Ότι, σε περίπτωση που οι εν λόγω συµβάσεις πώλησης ήθελε κριθούν άκυρες, λόγω έλλειψης έγγραφου τύπου, αυτές κατέστησαν έγκυρες, σύµφωνα µε το άρθρο 27 παρ. 9 Ν. 3867/2010, το οποίο νοµιµοποίησε τις δαπάνες, που έλαβαν χώρα για την προµήθεια των νοσοκοµείων του Ε.Σ.Υ, έως τις 31-5-2017, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ζητούσε δε, κυρίως µε βάση τις διατάξεις περί πώλησης, αλλά και αυτές του ανωτέρω Ν. 3867/2010, επικουρικά δε, για την περίπτωση που οι συµβάσεις πώλησης θεωρηθούν άκυρες, βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισµού, να υποχρεωθεί το εναγόµενο να της καταβάλει το ποσό των 38.769,60 ευρώ, µε το επιτόκιο υπερηµερίας του άρθρου 3 παρ. 3 και του άρθρου 4 παρ. 4 Π.Δ.166/2003, άλλως µε το κοινό επιτόκιο υπερηµερίας από την εποµένη της παρέλευσης 90 ηµερών από την παραλαβή των επιµέρους εµπορευµάτων, άλλως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε την υπ΄αρ. 4260/2018 οριστική απόφασή του (εκκαλουμένη), η οποία, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη, στη συνέχεια την έκανε δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την κύρια βάση της και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 38.769,60 ευρώ, με το νόμιμο τόκο και με το επιτόκιο του άρθρου 3 παρ.3 και του άρθρου 4 παρ.4 του Π.Δ 166/2003 (επιτόκιο αναφοράς της Ε.Κ.Τ προσαυξημένο κατά το περιθώριο 7%), από την επομένη της παρέλευσης 90 ημερών από την έκδοση του αντίστοιχου τιμολογίου για κάθε μια από τις ένδικες πωλήσεις και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται το εναγόμενο -εκκαλούν, με την κρινόμενη έφεσή του, για το μοναδικό λόγο που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, αφορά δε μόνο τον τρόπο υπολογισμού των τόκων που επιδικάστηκαν με την εκκαλουμένη, ζητεί δε, κατ΄εκτίμηση του δικογράφου της, την εξαφάνισή της (εκκαλουμένης), ως προς το ως άνω κεφάλαιό της, ώστε οι τόκοι επί του επιδικασθέντος ποσού, να υπολογιστούν για το διάστημα και με το επιτόκιο που το εκκαλούν – εναγόμενο υποστηρίζει ότι είναι το ορθό.
Ειδικότερα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δέχθηκε τα εξής: Η ενάγουσα µονοπρόσωπη εταιρία περιορισµένης ευθύνης, που δραστηριοποιείται στην εµπορία ακτινολογικών µηχανηµάτων, εκτυπωτών και εµφανιστηρίων, κατήρτισε µε το εναγόµενο Ν.Π.Δ.Δ µε την επωνυµία ‘’Ειδικό Αντικαρκινικό Νοσοκοµείο Πειραιά – ΜΕΤΑΞΑ” κατά το χρονικό διάστηµα από 10-7-2012 έως 25-10-2013,τέσσερεις διαδοχικές συµβάσεις πώλησης ακτινογραφικών φιλµ για laser κάµερες ξηράς εκτύπωσης και συνοδού εξοπλισµού (ήτοι ενός εµφανιστηρίου-εκτυπωτή τύπου DRYVIEW 6850 LASER IMAGING W/3D lS) για τη διενέργεια απεικονιστικών εξετάσεων, που ήταν απαραίτητα για τις ανάγκες λειτουργίας του και εξυπηρέτησης των ασθενών του. Οι διαδοχικές αυτές πωλήσεις, καταρτίστηκαν χωρίς προηγούµενη διενέργεια διαγωνισµού και χωρίς την τήρηση των λοιπών νοµίµων διατυπώσεων, πλην, όµως, κατόπιν σχετικών εγγράφων παραγγελιών (πρακτικών αγοράς) του εναγόμενου, αφού εκδόθηκαν οι αντίστοιχες αποφάσεις αναλήψεις υποχρέωσεων, στις οποίες (έγγραφες παραγγελίες) εξειδικεύονταν κατ’ είδος και ποσότητα τα πωλούµενα προϊόντα. Στα πλαίσια των πωλήσεων αυτών, η ενάγουσα παρέδωσε στο εναγόµενο και το τελευταίο παρέλαβε ανεπιφύλακτα, τα πωλούµενα αναλώσιµα εργαστηριακά ιατρικά υλικά, όπως αυτά καταγράφονται στα τιµολόγια πώλησης και τα δελτία αποστολής της μεταφορικής εταιρίας ‘……………’’, που τα συνόδευαν κατά τη µεταφορά και παράδοσή τους, αντί συνολικού τιµήµατος 38.769,60 ευρώ, συµπεριλαµβανοµένου του Φ.Π.Α. Πιο συγκεκριμένα: 1) δυνάμει του με αριθμό …./10-07- 2012 πρακτικού αγοράς, σε συνδυασμό με τη με αριθμό …./10-07-2012 απόφαση ανάληψης υποχρέωσης (………) του εναγόμενου, ανατέθηκε στην ενάγουσα η προμήθεια 35 πακέτων φιλμ 35Χ45 cm ακτινογραφικών για laser κάμερα ξηράς εκτύπωσης, με συνοδό εξοπλισμό και με τιμή μονάδος 200 ευρώ πλέον ΦΠΑ 23% ανά πακέτο και 25 πακέτων φιλμ 25Χ30 cm, ακτινογραφικών για laser κάμερα ξηράς εκτύπωσης, με συνοδό εξοπλισμό και με τιμή μονάδος 100 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 23% ανά πακέτο, αντί συνολικού τιμήματος 11.685 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α). Για τα προϊόντα αυτά εκδόθηκε από την ενάγουσα το με αρ. ………/11-07-2012 τιμολόγιο πώλησης συνοδευόμενο από το με αρ. ………./11-7-2012 δελτίο αποστολής της ως άνω μεταφορικής εταιρίας.2) δυνάμει του με αριθμό …./26-10-2012 πρακτικού αγοράς, σε συνδυασμό με την με αριθμό …./19-10-2012 απόφαση ανάληψης υποχρέωσης (…………) του εναγόμενου, ανατέθηκε στην ενάγουσα η προμήθεια 35 πακέτων φιλµ 35Χ45 cm ακτινογραφικών για laser κάµερα ξηράς εκτύπωσης, µε συνοδό εξοπλισµό µε τιµή µονάδος 200 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 23% ανά πακέτο και 25 πακέτων φιλµ 25Χ30 cm ακτινογραφικών για laser κάµερα ξηράς εκτύπωσης µε συνοδό εξοπλισµό, µε τιµή µονάδος 105 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 23% ανά πακέτο, αντί συνολικού τιµήµατος 11.838,75 ευρώ (συµπεριλαµβανοµένου του Φ.Π.Α). Για τα προϊόντα αυτά, εκδόθηκε από την ενάγουσα το µε αρ. ……./30-10-2012 τιµολόγιο, συνοδευόµενο από το µε αρ. ……../29-10-2012 δελτίο αποστολής της ως άνω µεταφορικής εταιρίας. 3) δυνάµει του µε αριθµό …/17-05-2013 πρακτικού αγοράς σε συνδυασµό µε την µε αριθµό …./17-5-2013 απόφαση ανάληψης υποχρέωσης (…….) του εναγόμενου, ανατέθηκε στην ενάγουσα η προµήθεια 19 πακέτων φιλµ 35Χ43 cm ακτινογραφικών για laser κάµερα ξηράς εκτύπωσης, µε συνοδό εξοπλισµό και µε τιµή µονάδος 200 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α 23% ανά πακέτο, αντί συνολικού τιµήµατος 4.674 ευρώ (συµπεριλαµβανοµένου του Φ.Π.Α). Για τα προϊόντα αυτά, εκδόθηκε από την ενάγουσα το µε αρ. ………/20-05-2013 τιµολόγιο συνοδευόµενο από το µε αρ. ………/20-05-2013 δελτίο αποστολής της ίδιας µεταφορικής εταιρίας (‘…………’’). 4) δυνάµει του µε αριθµό …/25-10-2013 πρακτικού αγοράς, σε συνδυασµό µε την µε αριθµό …./25-10-2013 απόφαση ανάληψης υποχρέωσης (………..) του εναγόμενου ανατέθηκε στην ενάγουσα, η προµήθεια: α) 32 πακέτων φιλµ 35Χ43 cm ακτινογραφικών για laser κάµερα ξηράς εκτύπωσης µε συνοδό εξοπλισµό µε τιµή µονάδος 200 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 23% ανά πακέτο, β) 2 πακέτων φιλµ 25Χ30 cm ακτινογραφικών για laser κάµερα ξηράς εκτύπωσης µε συνοδό εξοπλισµό µε τιµή µονάδος 100 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α 23% ανά πακέτο και γ)19 πακέτων φιλμ 25Χ30 cm ακτινογραφικών για laser κάμερα ξηράς εκτύπωσης με συνοδό εξοπλισμό με τιμή μονάδος 105 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 23% ανά πακέτο και αντί συνολικού τιμήματος 10.571,85 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α). Για τα προϊόντα αυτά εκδόθηκε από την ενάγουσα το με αρ. ……./30-10-2013 τιμολόγιο, συνοδευόμενο από το με αρ. ……/30-10-2013 δελτίο αποστολής της ίδιας ως άνω μεταφορικής εταιρίας. Ήδη δε η ενάγουσα, από 11-7-2012, είχε παραδώσει στο εναγόμενο, εγκαταστήσει και ρυθμίσει το συνοδό εξοπλισμό, ήτοι το εμφανιστήριο-εκτυπωτή τύπου DRYVIEW 6850 LASERIMAGINGW/3DlS. Από τα παραπάνω ποσά του τιμήματος των προαναφερθεισών πωλήσεων, συνολικού ποσού 38.769,60 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α (11.685 + 11.838,75 + 4.674 + 10.571,85 ευρώ) το εναγόμενο νοσοκομείο ουδέν ποσό έχει καταβάλει. Περαιτέρω, πριν την κατάρτιση των εν λόγω συμβάσεων, προηγήθηκαν κατά τα ανωτέρω, τα προσκομιζόμενα έγγραφα δελτία παραγγελίας, στα οποία εξειδικεύονται κατ’ είδος και ποσότητα τα προϊόντα (πρακτικά αγοράς του εναγομένου) που υπογράφονται από τη χειρίστρια του θέματος …………., τον Προϊστάμενο του τμήματος προμηθειών, το Διευθυντή της Οικονομικής Υπηρεσίας του εναγόμενου και το Διοικητή του, αλλά και οι αποφάσεις ανάληψης υποχρεώσεων του (εναγόμενου), υπογεγραμμένες από το Διευθυντή της Οικονομικής Υπηρεσίας και το Διοικητή του. Τα έγγραφα αυτά επέχουν θέση σαφούς και ορισμένης πρότασης προς κατάρτιση των συμβάσεων αυτών. Στη συνέχεια δε, επακολούθησε η πλήρης και προσήκουσα εκπλήρωση των ανωτέρω συμβάσεων, µε την παράδοση και παραλαβή των εµπορευµάτων. Μάλιστα, µε δεδοµένο ότι και τα δελτία αποστολής φέρουν την υπογραφή του αρµοδίου υπαλλήλου του εναγοµένου, οι πιο πάνω συµβάσεις, καταρτίστηκαν εγκύρως, αφού η έλλειψη τύπου καλύφθηκε µε την εκπλήρωσή τους και σύµφωνα µε το Ν.2955/2001, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, κατέστησαν νόµιµες εκ των υστέρων, µε το άρθρο 66 παρ. 28 του Ν. 3984/2011, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. Συνεπώς, για τις παραπάνω συµβάσεις πώλησης, το εναγόµενο οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα, το ως άνω ποσό των 38.769,60 ευρώ, που αντιστοιχεί στο τίµηµα των πωλήσεων αυτών. Το ως άνω ποσό, επιδικάσθηκε με την εκκαλουμένη, πλέον των νόμιµων τόκων και µάλιστα επί του µερικοτέρου ποσού κάθε τιµολογίου, µετά την πάροδο 90 ηµερών από την ηµεροµηνία κάθε µερικότερης παραλαβής των πωληθέντων σ’ αυτό από την ενάγουσα υλικών, η οποία συµπίπτει µε την ηµεροµηνία έκδοσης του αντίστοιχου τιµολογίου της, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στο άρθρο 4 του π.δ. 166/2003 και µε επιτόκιο το προβλεπόµενο στο άρθρο αυτό ήτοι το επιτόκιο αναφοράς της Ε.Κ.Τ προσαυξημένο κατά το περιθώριο 7%, από την επομένη της παρέλευσης 90 ημερών από την έκδοση του αντίστοιχου τιμολογίου για κάθε μια από τις πωλήσεις και μέχρι την πλήρη εξόφληση),
Το εκκαλούν -εναγόμενο, όπως προαναφέρθηκε, δεν παραπονείται, όσον αφορά στις παραδοχές της εκκαλουμένης απόφασης ότι συνήψε εγκύρως, ως δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα (Ν.Π.Δ.Δ), τις επίδικες συμβάσεις πώλησης, με την ενάγουσα -πωλήτρια, ούτε ως προς το επιδικασθέν οφειλόμενο ως άνω τίμημα αυτών. Με το μοναδικό λόγο της ένδικης έφεσής του, βάλλει μόνο κατά του κεφαλαίου αυτής, που αφορά στους τόκους και ειδικότερα ισχυρίζεται ότι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ` εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, δέχθηκε ότι, η ενάγουσα – ήδη εφεσίβλητη, δικαιούται τόκους επί του τιμήματος των επίμαχων έγκυρων συμβάσεων πωλήσεων, εφαρμόζοντας τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις του Π.Δ 166/2003, ενώ θα έπρεπε και για την εν λόγω απαίτηση της ενάγουσας – εφεσίβλητης να εφαρμόσει το άρθρο 7 παρ. 2 του ΝΔ 496/1974, το οποίο ορίζει ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή Ν.Π.Δ.Δ είναι 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο, αρχίζει, δε, από την επίδοση σχετικής αγωγής, δεδομένου και του ότι, η διαφοροποίηση μεταξύ του επιτοκίου 6%, που ορίζει το Ν.Δ 496/1974 και εκείνου που ορίζει το Π.Δ 166/2003, δεν είναι αντισυνταγματική, διότι υπερτερεί σε κάθε περίπτωση η έννοια του δημοσίου συμφέροντος. Σύμφωνα, όμως, με όσα αναλυτικά εκτέθηκαν παραπάνω και στη μείζονα σκέψη, οι ως άνω συμβάσεις πώλησης, οι οποίες συνήφθησαν από εναγόμενο – εκκαλούν, ως δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα (Ν.Π.Δ.Δ), το οποίο συγκαταλέγεται στις αναθέτουσες αρχές του Π.Δ 370/1995 (άρθρο 2), με την ενάγουσα -εφεσίβλητη, υπάγονται, ως εμπορικές συναλλαγές, στο πεδίο εφαρμογής του Π.Δ 166/2003. Οπότε για τις δύο πρώτες από τις προαναφερθείσες τέσσερεις επίδικες συμβάσεις (πώλησης), που καταρτίστηκαν στις 10-7-2012 και 26-10-2012, συνολικού τιμήματος 11.685 ευρώ και 11.838,75 ευρώ, αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α, ίσχυε, κατά το χρόνο κατάρτισής τους, το ως άνω Π.Δ (166/2003), που καταργήθηκε με το Ν. 4152/2013, αλλά εξακολουθεί να διέπει τις συμβάσεις, που καταρτίστηκαν πριν από την ισχύ του τελευταίου αυτού νόμου, ήτοι πριν τις 16-3-2013, όπως οι ανωτέρω, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη της υποπαραγράφου Ζ14του ίδιου νόμου. Επομένως, επί του οφειλόμενου από τις συμβάσεις αυτές τιμήματος, για την έναρξη τοκογονίας και το ύψος του επιτοκίου, έχουν εφαρμογή τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 δ και παρ. 4 του προεδρικού αυτού διατάγματος, διατάξεις, οι οποίες, ως νεότερες, ειδικότερες και εδραζόμενες σε Κοινοτική Οδηγία, όπως παραπάνω αναφέρθηκε,(άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), υπερισχύουν της επίσης παραπάνω αναφερόμενης διάταξης του άρθρου 7 του Ν.Δ 496/1974. Συνεπώς, ως προς τις δύο αυτές συμβάσεις πώλησης, ήτοι για το ποσό των 23.523,75 ευρώ (11.685+11.838,75 ευρώ) εκ του συνολικά επιδικασθέντος, με την εκκαλουμένη, ποσού των 38.769,60 ευρώ, ο λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος.
Σχετικά, όμως, με τις λοιπές δύο εκ των εν λόγω συμβάσεων πώλησης, οι οποίες καταρτίστηκαν στις 17-5-2013 και 25-10-2013, συνολικού τιμήματος 4.674 ευρώ και 10.571,85 ευρώ, αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α, δεν ίσχυε, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, κατά το χρόνο κατάρτισής τους, το ως άνω Π.Δ (166/2003), που καταργήθηκε με το Ν. 4152/2013, εφόσον αυτές, καταρτίστηκαν μετά τις 16-3-2013. Οπότε, ως προς το τίμημα, που αφορά σε αυτές τις συμβάσεις πώλησης, ήτοι για το ποσό των 15.245,85 ευρώ (4.674+10.571,85 ευρώ) εκ του συνολικά επιδικασθέντος, με την εκκαλουμένη, ποσού των 38.769,60 ευρώ, εφαρμόζεται, ως προς την τοκογονία του, το άρθρο 7 παρ. 2 του ως άνω Ν.Δ 496/1974, το οποίο ορίζει ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή Ν.Π.Δ.Δ είναι 6% ετησίως, αφού δεν ορίζεται διαφορετικά από τις ως άνω συμβάσεις, ούτε ίσχυε, πλέον, ο ανωτέρω ειδικός νόμος, αρχίζει, δε, από την επίδοση της σχετικής αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συνεπώς, που επιδίκασε, με την εκκαλουμένη απόφαση, για ολόκληρο το επιδικασθέν ποσό (δηλαδή κι αυτό που αφορά στις δύο τελευταίες εκ των τεσσάρων επίδικων συμβάσεων πώλησης) τόκους, βάσει των προβλεπόμενων στα άρθρα 3 παρ.3 και 4 παρ.4 του ανωτέρω Π.Δ 166/2003, (ήτοι με επιτόκιο αναφοράς της Ε.Κ.Τ προσαυξημένο κατά το περιθώριο 7%, από την επομένη της παρέλευσης 90 ημερών από την έκδοση του αντίστοιχου τιμολογίου για κάθε μια από τις προαναφερθείσες πωλήσεις και μέχρι την πλήρη εξόφληση), έσφαλε, αφού το εν λόγω Π.Δ, είχε ήδη καταργηθεί κατά το χρόνο κατάρτισης των τελευταίων δύο αυτών πωλήσεων, και εφαρμοστέο ήταν, σχετικά με την τοκογονία του ποσού του τιμήματος που αφορά σε αυτές, το Ν.Δ 496/1974 (άρθρο 7 παρ.2), κατά τα παραπάνω εκτεθέντα. Επομένως, ως προς το προαναφερθέν ποσό, που αντιστοιχεί στις εν λόγω πωλήσεις (15.245,85 ευρώ), ο λόγος της έφεσης σχετικά με τον υπολογισμό των τόκων επ΄αυτού, πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος.
Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στο βαθμό, που με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, ήτοι ως προς τον υπολογισμό των τόκων, όσον αφορά στο επιδικασθέν ποσό του τιμήματος, σχετικά με τις δύο τελευταίες εκ των επίδικων τεσσάρων συμβάσεων πώλησης, όπως αναλυτικά εκτέθηκε, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο. Συνεπώς, η έφεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και κατ΄ουσία, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, μόνο ως προς το παραπάνω κεφάλαιό της, και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο και δικασθεί κατ΄ ουσία, μόνο ως προς το αίτημά της σχετικά με τον υπολογισμό των τόκων επί του οφειλόμενου ποσού του τιμήματος των συμβάσεων πώλησης, ακολούθως να επιδικασθούν τόκοι ως προς το ποσό των 15.245,85 ευρώ, που αντιστοιχεί στο τίμημα των δύο τελευταίων επίδικων πωλήσεων που συνήφθησαν στις 17-5-2013 και 25-10-2013 (ποσού (4.674 ευρώ και 10.571,85 ευρώ, αντίστοιχα), με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας 6% ετησίως, από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση (βάσει των σχετικών διατάξεων του ως άνω Ν.Δ 496/1974), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, στο οποίο, για την ενότητα της εκτέλεσης, θα περιληφθεί και η διάταξη επιδίκασης ολόκληρου του οφειλόμενου ποσού. Τέλος, η δικαστική δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει, να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του δικαστηρίου, του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την έφεση, κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση τυπικά και εν μέρει κατ΄ ουσία.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 4260/2018 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, μόνο ως προς το κεφάλαιο αυτής που αναφέρεται στο σκεπτικό και αφορά στον τρόπο υπολογισμού των επιδικασθέντων τόκων για το ποσό των 15.245,85 ευρώ, εκ του συνολικά, με την εκκαλουμένη, επιδικασθέντος ποσού των 38.769,60 ευρώ, κατά ειδικότερα εκτιθέμενα στο σκεπτικό.
Κρατεί και δικάζει την, από 22-12-2017 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …../2017 αγωγή, ως προς το αίτημά της, που, επίσης, αναφέρεται στο σκεπτικό κι αφορά τον τρόπο υπολογισμού των τόκων του ποσού της ένδικης απαίτησης.
Υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των τριάντα οκτώ χιλιάδων επτακοσίων εξήντα εννέα ευρώ και εξήντα λεπτών (38.769,60€), με το νόμιμο τόκο ως εξής: α) όσον αφορά στο ποσό των23.523,75 ευρώ, που αντιστοιχεί στις δύο πρώτες εκ των τεσσάρων συμβάσεων πώλησης που αναφέρονται στο σκεπτικό, με το επιτόκιο του άρθρου 3 παρ.3 και του άρθρου 4 παρ.4 του Π.Δ 166/2003 (επιτόκιο αναφοράς της Ε.Κ.Τ προσαυξημένο κατά το περιθώριο 7%), από την επομένη της παρέλευσης 90 ημερών από την έκδοση του αντίστοιχου τιμολογίου για κάθε μια από τις πωλήσεις αυτές, έως την εξόφληση και β) όσον αφορά στο ποσό των 15.245,85 ευρώ που αντιστοιχεί στις δύο τελευταίες εκ των τεσσάρων συμβάσεων πώλησης που αναφέρονται στο σκεπτικό, με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας 6% ετησίως, από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 3 Νοεμβρίου 2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ