ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Περίληψη
Η αγωγή με αντικείμενο την αποζημίωση για τη στέρηση της διατροφής προϋποθέτει ότι ο δικαιούχος της αποζημιώσεως μπορούσε, κατά το νόμο, να απαιτήσει και πραγματικά να λάβει διατροφή από το θανατωθέντα, δηλαδή ότι ο ζημιωθείς με μεγάλη πιθανότητα θα μπορούσε επιτυχώς να υλοποιήσει την αξίωση διατροφής χρησιμοποιώντας, έστω και αναγκαστικά δικαστικά μέσα.Κατ’ εξαίρεση επιδίκαση του τόκου υπερημερίας και όχι επιδικίας.
Αριθμός 655/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 4375/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 591 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, ενόψει του ότι η ένδικη αγωγή κατατέθηκε μετά την 1-1-2016), αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 14-2-2018 (υπ’ αριθ. καταθ. ……./15-2-2018) αγωγής της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης κατά της δεύτερης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας (και του ……….., ο οποίος δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη), έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (σε συνδυασμό με το ότι κατατέθηκε εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη από τη δημοσίευσή της), και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, ενόψει του ότι καταβλήθηκε το αντίστοιχο παράβολο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 και 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, με την προαναφερθείσα αγωγή της, εξέθεσε ότι στον Πειραιά, στις 3-2-2010, υπό τις αναφερόμενες, αναλυτικώς, συνθήκες, από υπαιτιότητα του ………… (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη), ο οποίος οδηγούσε την υπ’αριθ. κυκλοφορίας ……… δίκυκλη μοτοσυκλέτα, η οποία ήταν ασφαλισμένη για τον κίνδυνο πρόκλησης ζημιών σε τρίτους στη δεύτερη εναγομένη – εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία, προκλήθηκε τροχαίο οδικό ατύχημα, εξαιτίας του οποίου επήλθε ο θάνατος του προαναφερθέντος οδηγού, καθώς και της συνεπιβάτη στη μοτοσυκλέτα αυτή ………., μητέρας του ανηλίκου …….., του οποίου την επιμέλεια ασκεί αυτή (ενάγουσα ……….), δυνάμει της υπ’ αριθ. 5175/2011 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και τη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας αυτού (ανηλίκου), δυνάμει της υπ’αριθ. 851/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Επίσης, ότι ο προαναφερθείς ανήλικος, ο οποίος δεν εργάζεται, ούτε έχει εισοδήματα, λόγω του ως άνω θανάτου της μητέρας του, στερήθηκε, ήδη από το χρόνο του θανάτου αυτής, τη νόμιμη διατροφή του, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 750 ευρώ μηνιαίως, ενόψει των αναφερομένων μηνιαίων αναγκών του και των εισοδημάτων της μητέρας του, κατά το χρόνο του θανάτου αυτής. Βάσει των προαναφερθέντων, η ενάγουσα, υπό την ανωτέρω ιδιότητά της, ζήτησε (κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας να της καταβάλει, για λογαριασμό του προαναφερθέντος ανηλίκου, το συνολικό ποσό των 99.000 ευρώ ως αποζημίωση λόγω στερήσεως της ανωτέρω διατροφής του προαναφερθέντος ανηλίκου, λόγω του ως άνω θανάτου της μητέρας του, εκ του οποίου: α) ποσό 72.000 ευρώ, σε κεφάλαιο εφάπαξ, για το χρονικό διάστημα από 3-2-2010 έως 1-2-2018 (δηλαδή 750 Χ 12 μήνες Χ 8 έτη) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της από 30-1-2015 (υπ’ αριθ. καταθ. …../2015) προηγούμενης αγωγής της, η οποία απορρίφθηκε ως αόριστη με την υπ’ αριθ. 474/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής, πλέον του νομίμου τόκου επιδικίας και β) ποσό 27.000 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1-3-2018 έως την ενηλικίωσή του ανηλίκου αυτού (στις 18-2-2021), το οποίο να αναγνωριστεί ειδικότερα ότι πρέπει να του καταβάλλεται τμηματικά σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις ποσού 750 ευρώ εκάστης, καταβλητέες την 1η εκάστου μηνός, αρχής γενομένης από την 1-3-2018, με το νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα καταβολής τους μέχρι την εξόφληση, πλέον του νομίμου τόκου επιδικίας. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή αυτή έγινε κατά ένα μέρος δεκτή και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της δεύτερης εναγομένης – εκκαλούσας να καταβάλει στην ενάγουσα, υπό την ανωτέρω ιδιότητά της και για λογαριασμό του προαναφερθέντος ανηλίκου, τα ποσά: α)των 29.820 ευρώ σε κεφάλαιο εφάπαξ για το χρονικό διάστημα από 3-2-2010 έως 28-2-2018, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της από 30-1-2015 (υπ’ αριθ. καταθ. …………./2015) αγωγής της ενάγουσας, για όσες δόσεις οφείλονται για το χρονικό διάστημα πριν από την επίδοση της τελευταίας αγωγής και με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής για όσες δόσεις κατέστησαν ληξιπρόθεσμες κατά το χρονικό διάστημα μετά την επίδοση της από 30-1-2015 αγωγής και β) ποσό 420 ευρώ μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από 1-3-2018 έως 18-2-2021, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη ημέρα της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής για όσες δόσεις οφείλονται για το χρονικό διάστημα πριν από την επίδοση της ένδικης αγωγής και με το νόμιμο τόκο από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής τους για όσες δόσεις θα καταστούν ληξιπρόθεσμες κατά το χρονικό διάστημα μετά την επίδοση της αγωγής, οι οποίες (δόσεις) πρέπει να καταβάλλονται εντός του πρώτου πενθημέρου του αντίστοιχου μήνα. Κατά της προαναφερθείσας αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται η εκκαλούσα–δεύτερη εναγομένη με την κρινόμενη έφεσή της, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτήν, και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε η ως άνω αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της και επικουρικώς να μεταρρυθμισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε η ως άνω αγωγή να απορριφθεί κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια της, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην έφεση.
Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 928 εδ. β’ του ΑΚ, που παρέχει αξίωση αποζημίωσης και σε εκείνον που είχε απέναντι στο θανατωθέντα αξίωση διατροφής από το νόμο, συνάγεται, ότι η αξίωση αυτή αποτελεί γνήσια αξίωση αποζημίωσης και αποσκοπεί να φέρει το δικαιούχο της διατροφής στη θέση, που θα βρισκόταν αν δεν θανατωνόταν ο υπόχρεος να τον διατρέφει. Η απορρέουσα από την ως άνω διάταξη αξίωση αποζημίωσης έχει άμεση σχέση με την αξίωση διατροφής, γιατί τόσο η γένεση του δικαιώματος αποζημίωσης όσο και το οφειλόμενο ποσό (μέτρο) προσδιορίζονται, από τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ για τη διατροφή (ανιόντων-κατιόντων-συζύγου), που όφειλε το θύμα σ’ εκείνον που ζητά αποζημίωση από τον υπεύθυνο για τη θανάτωση του υπόχρεου διατροφής του. Έτσι, από άποψη έκτασης, η αποζημίωση αυτή, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1389 επ., 1442 επ., 1485 επ. και 1504 ΑΚ περιλαμβάνει ό,τι και όσο χρόνο θα όφειλε να καταβάλει ο θανατωθείς στο δικαιούχο της διατροφής, για τον προσδιορισμό δε της αποζημίωσης αυτής λαμβάνεται υπόψη η πιθανή διάρκεια της ζωής του υπόχρεου και του δικαιούχου και η πιθανή εξέλιξη της οικονομικής του κατάστασης. Επίσης, όσον αφορά στη διατροφή εκ του νόμου, όπως εκείνη που υποχρεούνται οι γονείς να καταβάλλουν στα ανήλικα τέκνα τους, από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486 παρ.1, 1489 παρ.2 και 1493 τους ΑΚ, προκύπτει ότι τα ανήλικα τέκνα και αν έχουν περιουσία και εφόσον τα εισοδήματα της περιουσίας τους ή το προϊόν της εργασίας τους δεν επαρκεί για τη διατροφή τους, έχουν δικαίωμα διατροφής έναντι και των δύο γονέων τους, οι οποίοι έχουν υποχρέωση να τα διατρέφουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, και οι οποίοι δεν μπορούν να προβάλλουν κατ’ αυτών (τέκνων) την ένσταση διακινδύνευσης της ιδίας αυτών διατροφής. Ακόμη, η εν λόγω διατροφή προσδιορίζεται στο προσήκον μέτρο βάσει των αναγκών των τέκνων, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής και περιλαμβάνει όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του δικαιούχου τέκνου (τροφή, στέγαση, ενδυμασία, ψυχαγωγία και κάθε άλλο απαραίτητο για τη διαβίωση του) και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή, την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευση του. Μάλιστα, για να καθορίσει το δικαστήριο το ποσό της ανωτέρω διατροφής αξιολογούνται κατ’ αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου. Επιπλέον, εκείνος από τους γονείς που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου μπορεί να συνυπολογίσει ό,τι συνδέεται με την πραγματική διάθεση χρημάτων για τις ανάγκες του τέκνου, καθώς και την προσφορά προσωπικών υπηρεσιών για την περιποίηση και φροντίδα του, που είναι αποτιμητές σε χρήμα, καθώς και άλλες παροχές σε είδος που συνδέονται με τη συνοίκηση, η αποτίμηση των οποίων μπορεί να συνυπολογισθεί στην υποχρέωση του για διατροφή του τέκνου. Με τον τρόπο δε αυτό θα ανευρεθεί το ποσό το οποίο ο θανατωθείς γονέας υποχρεούταν, σύμφωνα με το νόμο, κατά τον χρόνο του θανάτου του, να καταβάλλει για διατροφή του ανηλίκου τέκνου του και το οποίο, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα συνέχιζε να καταβάλλει αν δεν επερχόταν η θανάτωση του. Επίσης, κρίσιμος για τον υπολογισμό της με το ανωτέρω περιεχόμενο αποζημιώσεως είναι ο προσδιορισμός των εισοδημάτων του θανατωθέντος κατά το τελευταίο διάστημα πριν από την θανάτωση του και της πιθανής εξελίξεως των εισοδημάτων αυτών, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, αν αυτός ζούσε. Τέλος, η αγωγή με αντικείμενο την αποζημίωση για τη στέρηση της εν λόγω διατροφής προϋποθέτει ότι ο δικαιούχος της αποζημιώσεως μπορούσε, κατά το νόμο, να απαιτήσει και πραγματικά να λάβει διατροφή από το θανατωθέντα. Μάλιστα, δεν έχει σημασία εάν πραγματικά ο θανατωθείς κατέβαλε τη διατροφή αυτή, ούτε αν ο τελευταίος θα συμμορφωνόταν στη σχετική υποχρέωσή του εκουσίως εάν ζούσε, όμως, προϋποτίθεται ότι ο ζημιωθείς με μεγάλη πιθανότητα θα μπορούσε επιτυχώς να υλοποιήσει την αξίωση διατροφής χρησιμοποιώντας, έστω και αναγκαστικά δικαστικά μέσα (βλ. ΑΠ 939/2017, ΑΠ 1363/2010, ΑΠ788/2010, ΑΠ 2331/2009, ΑΠ1136/2003 άπασες εις ΝΟΜΟΣ, Α. Κρητικό «Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα» εκδ. 4η σελ. 370 επ.).
ΙΙ. Το άρθρο 346 του ΑΚ, στο οποίο ορίζετο ότι «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος», αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθρο 113 του νόμου αυτού, από 2-4-2012, κατά το οποίο: «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβασθεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης». Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβασθεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι’ αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, ιδίως, όταν πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη), καθώς και σε άλλες περιπτώσεις δικαιολογημένης αντιδικίας. Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι’ αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ’ αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ’ εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Κατά τα προεκτεθέντα, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, η κατ’ εξαίρεση επιδίκαση του τόκου υπερημερίας, πρέπει να διενεργείται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας (βλ. ΑΠ 553/2019 ο.π., ΑΠ 1207/2017 ο.π., ΑΠ 1059/2017 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος αποδείξεως, που εξετάσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά του ίδιου Δικαστηρίου, καθώς και όλων, ανεξαιρέτως, των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Περί την21.15 ώρα της 3ης-2-2010, η οδηγούμενη από τον ……… (πρώτο εναγόμενο), με αριθμό κυκλοφορίας …….. δίκυκλη μοτοσυκλέτα, της ιδιοκτησίας του ………., η οποία ήταν ασφαλισμένη για την ευθύνη που αφορά ζημιές προς τρίτους στη δεύτερη εναγόμενη – εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία, εκινείτο επί της οδού ακτής Βασιλειάδη, στην περιοχή του Πειραιώς, με κατεύθυνση από τη Δραπετσώνα προς το Κερατσίνι Αττικής και με συνεπιβάτη τη ……………., μητέρα του ανηλίκου ……….., του οποίου την επιμέλεια ασκεί η ενάγουσα – εφεσίβλητη (………..), δυνάμει της υπ’ αριθ. 5175/2011 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και τη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας αυτού (ανηλίκου), δυνάμει της υπ’ αριθ. 851/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Η προαναφερθείσα μοτοσυκλέτα εξετράπη από την πορεία της προς τα αριστερά, επέπεσε στο διαχωριστικό τοιχίο της ανωτέρω οδού, σύρθηκε στο οδόστρωμα αυτής, σε απόσταση 11 μέτρων, και στη συνέχεια, αφού ανατράπηκε, σύρθηκε πάλι στο οδόστρωμα της ίδιας ως άνω οδού, σε απόσταση 9,5 μέτρων. Από το ως άνω τροχαίο ατύχημα προκλήθηκε αφενός ο σοβαρός τραυματισμός του προαναφερθέντος οδηγού της ανωτέρω μοτοσυκλέτας, ο οποίος διακομίσθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά, όπου απεβίωσε στις 19-4-2010, και αφετέρου ο θανάσιμος τραυματισμός της προαναφερθείσας συνεπιβάτη αυτής ………., ηλικίας 24 ετών, η οποία απεβίωσε την ίδια ημέρα (3-2-2010), αμέσως μετά τη μεταφορά της στο ίδιο ως άνω νοσοκομείο, λόγω βαρείας κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης, την οποία η τελευταία υπέστη. Δυνάμει της υπ’ αριθ. 851/2014 τελεσίδικης αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, μεταξύ άλλων, επί της από 12-2-2011 (υπ’ αριθ. καταθ. …/2011) αγωγής και της από 4-12-2012 (υπ’ αριθ. καταθ. …/2012) παρέμβασης, που είχαν ασκήσει, αντιστοίχως, ο πατέρας του προαναφερθέντος ανηλίκου (………) για λογαριασμό του τελευταίου και η ενάγουσα – εφεσίβλητη (………) κατά της δεύτερης εναγομένης – εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρίας, με αντικείμενο την επιδίκαση στον ανήλικο χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης από τον ανωτέρω θάνατο της προαναφερθείσας μητέρας του (………), κρίθηκε με ισχύ δεδικασμένου (άρθρα 321 επ. του ΚΠολΔ), ότι ο ως άνω οδηγός (………..) προκάλεσε από υπαιτιότητά του (αμέλεια) το εν λόγω τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα, και τον συνακόλουθο θανάσιμο τραυματισμό της συνεπιβαίνουσας στην ανωτέρω μοτοσυκλέτα …………. Επίσης, με την ίδια ανωτέρω δικαστική απόφαση κρίθηκε, με ισχύ δεδικασμένου, ότι η ……….. ……. Είναι συνυπαίτια, κατά ποσοστό 30%, στον προκληθέντα από το εν λόγω ατύχημα θάνατο της, αφού αυτή παρέλειψε να φέρει προστατευτικό κράνος, (κατ’ αποδοχή ως μερικώς βάσιμης της σχετικής ένστασης συνυπαιτιότητας, που προέβαλε η δεύτερη εναγομένη – εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία στη σχετική δίκη).
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ανήλικος ……… από την ηλικία των 2,5 ετών διέμενε στην οικία του παππού του από τη μητρική γραμμή, …….., μαζί με την αδελφή αυτού ενάγουσα – εφεσίβλητη, ………., λόγω αδυναμίας των γονέων αυτού (δηλαδή της ως άνω αποβιώσασας μητέρας του και του συζύγου της …………) να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, που συνδέονται με τη γονική μέριμνα αυτού, ενόψει του ότι αμφότεροι ήταν κρατούμενοι σε σωφρονιστικό κατάστημα, λόγω δικαστικής καταδίκης τους σε ποινή στερητικής της ελευθερίας. Έτσι, η ενάγουσα …… είχε αναλάβει, εν τοις πράγμασι, την επιμέλεια του προαναφερθέντος ανηλίκου, με τη συνδρομή του αδελφού της (παππού του) ………., καθώς και της μητέρας του ……….., για το χρονικό διάστημα από την αποφυλάκιση αυτής, κατά το έτος 2007, έως τον ανωτέρω θάνατό της. Ειδικότερα, κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, η ως άνω θανούσα …….. παρείχε στο προαναφερθέν ανήλικο τέκνο της κάποια από τα είδη, τα οποία αυτός είχε ανάγκη, και, τακτικώς, τις υπηρεσίες της, που αφορούν στην προσωπική ενασχόλησή της με την περιποίηση και φροντίδα αυτού. Ειδικότερα, η ………… παρείχε στο προαναφερθέν ανήλικο τέκνο της τα ανωτέρω, ανεξαρτήτως του ότι αυτό δεν διέμενε μαζί της, αλλά με την ενάγουσα, αφού, προέκυψε ότι αυτή (………..) επισκεπτόταν προς τούτο, συχνά, την οικία της ενάγουσας. Μάλιστα, η παροχή των υπηρεσιών αυτών από την ανωτέρω θανούσα αποτιμάται σε χρήμα και συγκεκριμένα στο ποσό των 100 ευρώ μηνιαίως. Επίσης, αποδείχθηκε ότι, κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα, η …….. απασχολούνταν σε λαϊκή αγορά (παζάρι) στην περιοχή του Σχιστού Αττικής, καθώς και σε διάφορες καντίνες, αποκομίζοντας από την εργασία της αυτή μηνιαίο εισόδημα ποσού 300 ευρώ. Σημειωτέον ότι η ανωτέρω απασχόληση της προαναφερθείσας θανούσας και το αντίστοιχο εισόδημα της απ’ αυτή, καθώς και η παροχή των ως άνω υπηρεσιών της στο προαναφερθέν ανήλικο τέκνο της συνάγονται, ιδίως, από την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατάθεση της μάρτυρος αποδείξεως ……. (βλ. τα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης) και την κατάθεση της μάρτυρος ………. ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς σε συναφή δίκη (βλ. τα υπ’ αριθ. 2916/12-6-2015 πρακτικά συνεδρίασης αυτού). Ακόμη, προέκυψε ότι, σε περίπτωση που δεν συνέβαινε το εν λόγω ατύχημα, μετά πιθανότητας κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, η …., ενόψει της ανωτέρω ηλικίας της (24 ετών) και της εν γένει καλής κατάστασης της υγείας της, θα επιζούσε, τουλάχιστον, έως την ενηλικίωση του προαναφερθέντος τέκνου της, και μέχρι τότε θα εξακολουθούσε να έχει ως εισόδημα το ανωτέρω χρηματικό ποσό.
Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι το προαναφερθέν ανήλικο τέκνο της ως άνω θανούσας ………….. έχει γεννηθεί στις 18-2-2003 και ήταν, κατά το χρόνο του εν λόγω ατυχήματος, ηλικίας επτά (7) ετών και κατά το χρόνο της συζήτησης της υπόθεσής αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δεκαέξι (16) ετών. Επίσης, ο ανήλικος αυτός, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, ήταν μαθητής δημόσιου δημοτικού σχολείου και ήδη Β΄ τάξεως Γενικού Λυκείου, επιπλέον, αυτός παρακολουθούσε μαθήματα αγγλικής γλώσσας και έχει λάβει σχετικό δίπλωμα. Ακόμη, ο ανήλικος αυτός στερείται περιουσίας και λόγω της ηλικίας του και της μαθητικής ιδιότητάς του δεν έχει δυνατότητα να εργασθεί για να αποκτήσει εισόδημα από εργασία, έτσι, η αντιμετώπιση των δαπανών για την εν γένει διαβίωση του (διατροφή, ένδυση, εκπαίδευση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ψυχαγωγία, μετακίνηση κλπ) εξαρτάται αποκλειστικά από τους γονείς του, κατά συνέπεια υπήρχε νόμιμη υποχρέωση της ως άνω θανούσας μητέρας του για τη διατροφή του. Εξάλλου, οι ως άνω ανάγκες του ανηλίκου τέκνου της ……….., όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής και ανταποκρίνονται στις απαραίτητες ως προς την ηλικία του δαπάνες, ανέρχονται: α) για το χρονικό διάστημα από 3-2-2010 έως 28-2-2018 στο συνολικό ποσό των 300 ευρώ και β)για το χρονικό διάστημα από 1-3-2018 έως 18-2-2021 (δηλαδή μέχρι την ενηλικίωση αυτού) στο συνολικό ποσό των 400 ευρώ. Σημειωτέον ότι τα ανωτέρω ποσά, δεν είναι υπερβολικά, καθόσον, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αφορούν τις αναγκαίες δαπάνες για την ομαλή ψυχοσωματική ανάπτυξη του ανηλίκου τέκνου, στο πλαίσιο της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας. Επίσης, τα ανωτέρω χρηματικά ποσά στερείται ο προαναφερθείς ανήλικος, λόγω του ως άνω θανάτου της μητέρας του, έτσι, δικαιούται να τα απαιτήσει από τη δεύτερη εναγομένη –εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία. Μάλιστα, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι), ο προαναφερθείς ανήλικος έχει την ανωτέρω απαίτηση, ανεξαρτήτως του εάν η ως άνω θανούσα μητέρα του κατέβαλε, πραγματικά, τη διατροφή αυτή, ενόψει του ότι, κατά τα ανωτέρω, αυτός (ανήλικος), με μεγάλη πιθανότητα, θα μπορούσε επιτυχώς να υλοποιήσει τη σχετική αξίωση διατροφής χρησιμοποιώντας, έστω και αναγκαστικά δικαστικά μέσα. Εξάλλου, δεν πρέπει να εξετασθεί από το Δικαστήριο τούτο, η περίπτωση της πιθανής συνεισφοράς του πατέρα του προαναφερθέντος ανηλίκου στη διατροφή του, καθόσον η δεύτερη εναγομένη – εκκαλούσα δεν προέβαλε σχετικό ισχυρισμό, ο οποίος και δεν εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Ωστόσο, κατά τον προβληθέντα βάσιμο ισχυρισμό της δεύτερης εναγομένης – εκκαλούσας, το ποσό αυτό πρέπει να περιορισθεί κατά το προαναφερθέν ποσοστό (30%), το οποίο αφορά την ανωτέρω συνυπαιτιότητα της θανούσας μητέρα του, δηλαδή ο προαναφερθείς ανήλικος δικαιούται: α)το ποσό των 210 ευρώ μηνιαίως (300 – [300Χ30%=] 90), για το χρονικό διάστημα από 3-2-2010 έως 28-2-2018 και β)το ποσό των 280 ευρώ μηνιαίως (400 – [400Χ30%=] 120),για το χρονικό διάστημα από 1-3-2018 έως 18-2-2021.Επομένως, η δεύτερη εναγομένη – εκκαλούσα οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα – εφεσίβλητη, υπό την ως άνω ιδιότητά της και για λογαριασμό του προαναφερθέντος ανηλίκου, τα προαναφερθέντα ποσά, δηλαδή των 210 ευρώ και 280 ευρώ, μηνιαίως, για τα ως άνω χρονικά διαστήματα αντιστοίχως, κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η δεύτερη εναγομένη – εκκαλούσα οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα – εφεσίβλητη, για την ως άνω αιτία τα ποσά των 280 ευρώ και των 420 ευρώ, μηνιαίως, αντιστοίχως, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τους σχετικούς βάσιμους (μερικώς) λόγους της εφέσεως.
Εξάλλου, στην προκείμενη περίπτωση, υφίσταται εύλογη αντιδικία μεταξύ των διαδίκων, ενόψει της ως άνω σημαντικής διαφοράς του ύψους των ποσών, που αφορούν στη διατροφή του προαναφερθέντος ανηλίκου, δηλαδή αυτού το οποίο αναφέρεται στην αγωγή(στην οποία δεν έχει συνυπολογισθεί το ως άνω ποσοστό συνυπαιτιότητας της θανούσας) και εκείνου που αντιστοίχως δέχθηκε το Δικαστήριο τούτο. Ως εκ τούτου, κατά το σχετικό βάσιμο αίτημα της δεύτερης εναγομένης – εκκαλούσας (το οποίο προβλήθηκε, παραδεκτώς, πρωτοδίκως και επαναφέρεται νομίμως στο Δικαστήριο τούτο) και σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο IΙ), η ως άνω αξίωση πρέπει να επιδικασθεί με το νόμιμο τόκο υπερημερίας (και όχι επιδικίας).
Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη έφεση, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει μερικώς δεκτή ως και ουσιαστικώς βάσιμη, και να αναγνωρισθεί ότι η δεύτερη εναγομένη – εκκαλούσα οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα – εφεσίβλητη, υπό την ως άνω ιδιότητά της και για λογαριασμό του προαναφερθέντος ανηλίκου, α)το ποσό των 20.160 ευρώ (210 ευρώ Χ 12 μήνες = 2.520 Χ 8 έτη = 20.160) σε κεφάλαιο εφάπαξ για το χρονικό διάστημα από 3-2-2010 έως 28-2-2018, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της από 30-1-2015 (υπ’ αριθ. καταθ. ……../2015) αγωγής της ενάγουσας (επί της οποίας έχει εκδοθεί η υπ’ αριθ. 474/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε αυτή ως αόριστη, καθόσον προκύπτει ταύτιση ιστορικής βάσης της αγωγής και αιτουμένων ποσών), που αφορά τις ανωτέρω αντίστοιχες μηνιαίες χρηματικές δόσεις, οι οποίες οφείλονται για το χρονικό διάστημα πριν από την επίδοση της από30-1-2015 αγωγής και με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής κατά το μέρος του, που αφορά τις αντίστοιχες μηνιαίες χρηματικές δόσεις, οι οποίες κατέστησαν ληξιπρόθεσμες κατά το χρονικό διάστημα μετά την επίδοση της από 30-1-2015 αγωγής και β)το ποσό 400 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-3-2018 έως 18-2-2021, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη ημέρα της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής όσον αφορά τις αντίστοιχες μηνιαίες χρηματικές δόσεις, οι οποίες οφείλονται για το χρονικό διάστημα πριν από την επίδοση της ένδικης αγωγής, και με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής τους όσον αφορά τις αντίστοιχες μηνιαίες χρηματικές δόσεις, οι οποίες θα καταστούν ληξιπρόθεσμες κατά το χρονικό διάστημα μετά την επίδοση της αγωγής, οι οποίες (δόσεις) πρέπει να καταβάλλονται εντός του πρώτου πενθημέρου του αντίστοιχου μήνα. Ακόμη, η δικαστική δαπάνη, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθεί μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της (άρθρο 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), εις βάρος της δεύτερης εναγομένης – εκκαλούσας (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ), κατά τα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως στην εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’αριθ.4375/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, η οποία αφορά στην αναφερθείσα στο σκεπτικό από 14-2-2018 (υπ’ αριθ. καταθ. ……../15-2-2018) αγωγή.
Δέχεται κατά ένα μέρος την ανωτέρω αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι η δεύτερη εναγομένη – εκκαλούσα οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα – εφεσίβλητη, για λογαριασμό του ανηλίκου ………., υπό την ιδιότητά της ως έχουσας την επιμέλεια αυτού (δυνάμει της υπ’ αριθ. 5175/2011 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), καθώς και τη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας του (δυνάμει της υπ’ αριθ. 851/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς), α)το ποσό των είκοσι χιλιάδων εκατόν εξήντα (20.160) ευρώ, σε κεφάλαιο εφάπαξ για το χρονικό διάστημα από 3-2-2010 έως 28-2-2018, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της από 30-1-2015 (υπ’ αριθ. καταθ. ………../2015) αγωγής της ενάγουσας, κατά το μέρος του που αφορά τις αντίστοιχες μηνιαίες χρηματικές δόσεις, οι οποίες αναφέρονται στο σκεπτικό και οφείλονται για το χρονικό διάστημα πριν από την επίδοση της από 30-1-2015 αγωγής, και με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της ένδικης αγωγής κατά το μέρος του που αφορά τις αντίστοιχες μηνιαίες χρηματικές δόσεις, οι οποίες αναφέρονται στο σκεπτικό και οι οποίες κατέστησαν ληξιπρόθεσμες κατά το χρονικό διάστημα μετά την επίδοση της από 30-1-2015 αγωγής, και β)το ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ, μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από 1-3-2018 έως 18-2-2021, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη ημέρα της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, όσον αφορά τις αντίστοιχες μηνιαίες χρηματικές δόσεις, οι οποίες οφείλονται για το χρονικό διάστημα πριν από την επίδοση της ένδικης αγωγής, και με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής τους όσον αφορά τις αντίστοιχες μηνιαίες χρηματικές δόσεις, οι οποίες θα καταστούν ληξιπρόθεσμες κατά το χρονικό διάστημα μετά την επίδοση της ένδικης αγωγής, οι οποίες (δόσεις) πρέπει να καταβάλλονται εντός του πρώτου πενθημέρου του αντίστοιχου μήνα.
Καταδικάζει τη δεύτερη εναγομένη – εκκαλούσα στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εφεσίβλητης, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου (υπ’ αριθ.κωδ. ………../2019, ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 4-11-2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ