ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Περίληψη
Σύμβαση δημόσιου έργου. Άκυρη η σχετική σύμβαση λόγω μη καταρτίσεως αυτής κατά τον απαιτούμενο συστατικό έγγραφο τύπομε τον εναγόμενο Ο.Τ.Α. .Οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ. υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο ή το Ν.Π.Δ.Δ. με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση), ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας, δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ. . Μεταβολή νομοθετικού καθεστώτος βάσει του νόμου 4491/2017 μόνο για τις αγωγές ή τις προσφυγές που θα ασκηθούν μετά την 1-11-2017, ενώ για τις αγωγές που ασκήθηκαν πριν την 1-11-2017 αρμόδιο δικαστήριο είναι το Τριμελές Εφετείο το οποίο δικάζει σε πρώτο και δεύτερο βαθμό. Η καθ’ύλην αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εξετάζεται αυτεπαγγέλτως στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος έφεσης. Σε περίπτωση που δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις σωρεύσεως των αγωγών το δικαστήριο διατάσσει το χωρισμό τους και κρατεί την υπόθεση για την οποία είναι αρμόδιο, ενώ παραπέμπει κατά τα λοιπά αυτή στο καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο.
Αριθμός 550/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα T.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 2560/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 8-11-2015 (υπ’ αριθ. ……./13-11-2015 εκθ. καταθ.) αγωγής της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης κατά των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι η επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης διενεργήθηκε στις 26-6-2018 (βλ. τη με την ίδια ημερομηνία σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή ….. επί του αντιγράφου της εκκαλούμενης αποφάσεως) και η έφεση ασκήθηκε στις 24-7-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. υπ’ αριθ. ……/24-07-2018 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ), ενόψει του ότι οι εκκαλούντες δεν υποχρεούνται στην κατάθεση του σχετικού παραβόλου (άρθρο 276 παρ. 1 εδ. β΄ του ν. 3463/2006 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, ως ισχύει, βλ. ΑΠ 1337/2014 ΝΟΜΟΣ), και προσκομίζεται η υπ’αριθ. 298/2018 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής του εκκαλούντος Δήμου, κατ’ άρθρον 72 παρ. 1 περ. 1 εδ. γ΄ και ε΄ του ν. 3852/2010 (Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων). Επομένως, πρέπει, η υπό κρίση έφεση, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
Με την ανωτέρω αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εξέθεσε ότι με απευθείας ανάθεση αφενός από τον Δήμαρχο …, ως νόμιμο εκπρόσωπο του πρώτου εναγομένου (Δήμου….. ), και αφετέρου από το νόμιμο εκπρόσωπο του δευτέρου εναγομένου …………), ανέλαβε την εκτέλεση των έργων και προμηθειών, τα οποία αναλυτικά περιγράφονται σ’ αυτήν(αγωγή), έναντι της αναφερομένης για κάθε περίπτωση συμφωνηθείσας αμοιβής ή αντιτίμου, που ανεπιφυλάκτως παρελήφθησαν από τους αναθέσαντες αυτά, δηλαδή τους εκπροσώπους των εναγομένων αντιστοίχως. Ειδικότερα, εξέθεσε ότι : Α. ο πρώτος των εναγομένων ανέθεσε σ’ αυτήν(ενάγουσα) με διαδοχικές συμβάσεις α)την προμήθεια ηλεκτρικών λαμπτήρων – φωτοσωλήνων εορταστικού φωτισμού, που αναφέρονται στα επισυναπτόμενα σ’ αυτήν (αγωγή) τιμολόγια, αξίας 9.227,83 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α.), πλέον συμφωνηθείσας αμοιβής ποσού 1.495,50 ευρώ και λειτουργικών εξόδων της ποσού 844,96 ευρώ και συνολικώς αντί ποσού 11.537,81 ευρώ, β)την προμήθεια ηλεκτρολογικών εργαλείων, που αναφέρονται στα επισυναπτόμενα σ’ αυτήν (αγωγή) τιμολόγια, αξίας 14.089,65 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α.), γ)την επισκευή και συντήρηση της τοπικής γραμμής τροφοδοσίας φωτισμού επί της Λεωφόρου Αιαντείου Σαλαμίνας, αντί συμφωνηθείσας αμοιβής, μετά των γενικών εξόδων, συνολικού ποσού 8.700,91 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α.), δ)την τοποθέτηση μπλοκίων και γλύστρας στην παραλία Σαλαμίνας αντί συμφωνηθείσας αμοιβής, μετά των γενικών εξόδων, συνολικού ποσού 1.053,80 ευρώ(συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α.), ε)την εγκατάσταση ισχυρών και ασθενών ρευμάτων νέας αίθουσας τεχνικής υπηρεσίας αντί συμφωνηθείσας αμοιβής συνολικού ποσού 23.847,92 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α.), δηλαδή για όλα τα ανωτέρω συνολικό ποσό 59.230,09ευρώ και Β. το δεύτερο των εναγομένων ανέθεσε σ’ αυτήν (ενάγουσα) με διαδοχικές συμβάσεις α)την αποσυναρμολόγηση – μεταφορά – ανασυναρμολόγηση, κατασκευή ηλεκτρικών εγκαταστάσεων και γειώσεων τριών σχολικών αιθουσών από τα Σελήνια στο Φοίνικα Σαλαμίνας αντί συμφωνηθείσας αμοιβής, μετά των γενικών εξόδων, συνολικού ποσού 18.378 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α.), β)τη συντήρηση, επισκευή και βελτίωση της οροφής του κλειστού γυμναστηρίου «………….» στη Σαλαμίνα αντί συμφωνηθείσας αμοιβής συνολικού ποσού 4.850 ευρώ, γ)τον έλεγχο και την αποκατάσταση της λειτουργίας αρδευτικού συγκροτήματος και σωληνώσεων μετά των απαραίτητων υδραυλικών εξαρτημάτων, καθώς και την απόφραξη και επανεπίχωση σωληνώσεων και σχαρών γηπέδου «……» στη Σαλαμίνα, αντί συμφωνηθείσας αμοιβής συνολικού ποσού 1.497,78 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α.), δ)τη συμπύκνωση του γηπέδου Αμπελακίων (του τάπητος αυτού), αντί συμφωνηθείσας αμοιβής, μετά των γενικών εξόδων, συνολικού ποσού 1.881,26 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α.), δηλαδή για όλα τα ανωτέρω συνολικό ποσό 26.607,04 ευρώ. Ότι οι εναγόμενοι, παρά την ανεπιφύλακτη των ανωτέρω, αρνούνται μέχρι σήμερα να της καταβάλουν τα προαναφερθέντα οφειλόμενα ποσά. Βάσει των προεκτεθέντων, η ενάγουσα, αφού περιόρισε, παραδεκτώς, το αγωγικό αίτημα από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του πρώτου των εναγομένων να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 59.230,09 ευρώ και του δεύτερου των εναγομένων το ανωτέρω ποσό των 26.607,04 ευρώ, κυρίως βάσει των ως άνω συμβάσεων και επικουρικώς, δηλαδή για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι οι ανωτέρω συμβάσεις είναι, για οποιοδήποτε λόγο, άκυρες, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού, κατά τους ισχυρισμούς της, οι εναγόμενοι κατέστησαν, κατά τα ως άνω ποσά, αντιστοίχως, πλουσιότεροι χωρίς νόμιμη αιτία εις βάρος της και ο πλουτισμός τους αυτός σώζεται έως σήμερα, με το νόμιμο τόκο κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 4 του ΠΔ 166/2003, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε την ανωτέρω αγωγή ως μη νόμιμη όσον αφορά στην κύρια βάση της, αφού δέχθηκε ότι για τις αναφερόμενες στην αγωγή συμβάσεις δεν υφίσταται ο εκ του νόμου συστατικός έγγραφος τύπος, εκτός των ως άνω υπό στοιχείο Α. β΄ και Α. ε΄ συμβάσεων, για τις οποίες υφίσταται ο τύπος αυτός (έγγραφος), πλην όμως δεν προέκυψε ότι για την κατάρτισή τους τηρήθηκαν οι σχετικές διατάξεις. Επίσης, με την εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτή κατά ένα μέρος η ανωτέρω αγωγή ως προς την επικουρική βάση της (περί του αδικαιολόγητου πλουτισμού) και αναγνωρίσθηκε ότι το πρώτο των εναγομένων οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 55.924,91 ευρώ και ότι το δεύτερο των εναγομένων οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 20.742,79 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, δηλαδή με επιτόκιο 6% ετησίως, από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Κατά της ως άνω αποφάσεως παραπονούνται οι εκκαλούντες – εναγόμενοι με την κρινόμενη έφεσή τους, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμισθεί, η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε η ως άνω αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της, κατά ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεση.
Ι. Στις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1, 2 και 3 του Συντάγματος ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά Δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1), ότι στα πολιτικά Δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2) και ότι σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά Δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά Δικαστήρια (παρ. 3). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1406/1983, που εκδόθηκε σε εκτέλεση της διάταξης του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτή ίσχυε πριν τη συνταγματική αναθεώρηση, και επέβαλε την εντός πενταετούς προθεσμίας, δυναμένης να παραταθεί με νόμο, υποβολή της εκδίκασης στα τακτικά διοικητικά Δικαστήρια εκείνων εκ των διοικητικών διαφορών ουσίας που δεν είχαν ακόμη υπαχθεί στα Δικαστήρια αυτά, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών Δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε των ενδεικτικά προβλεπομένων στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου 1 περιπτώσεων περιελήφθησαν και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο ι), δηλαδή οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αυτής αξίωση. Εξάλλου, η σύμβαση είναι διοικητική, εάν το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ., είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος, που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, που προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση και που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, βρίσκεται προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού σε υπερέχουσα θέση απέναντι στο αντισυμβαλλόμενο μέρος, δηλαδή σε θέση μη προσιδιάζουσα στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (βλ. ΑΕΔ 28/2011, 21/2009, 14/2007, 10/2003 εις ΝΟΜΟΣ). Επίσης, συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν σωρευτικά τα προαναφερθέντα γνωρίσματα είναι ιδιωτικές και οι διαφορές που προέρχονται από αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων (βλ. ΑΕΔ 1/2016, 3/2012, 29/2011 εις ΝΟΜΟΣ). Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η διαφορά που απορρέει από προφορική σύμβαση, για τη διάγνωση του χαρακτήρα της οποίας ο Δικαστής δεν μπορεί προδήλως να αναζητήσει ρήτρες αποκλίνουσες από το κοινό δίκαιο, ούτε να διαγνώσει το κανονιστικό καθεστώς που τη διέπει, είναι ιδιωτικού δικαίου, ανεξαρτήτως εάν συμβαλλόμενο σ’ αυτή είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή άλλο Ν.Π.Δ.Δ. ή εάν φέρεται να έχει συναφθεί για την εκτέλεση δημοτικού έργου αποβλέποντος στην εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού (βλ. ΑΕΔ 7/2017, ΑΕΔ 2/2016, ΑΕΔ 12/2013, ΑΕΔ 2/2012, ΑΕΔ 28/2011, ΑΠ 1980/2017 εις ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά την έννοια του ίδιου ως άνω άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, όταν η υποκείμενη σχέση, που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό, αποτελεί σχέση δημοσίου δικαίου, όπως αυτή που προέρχεται από διοικητική σύμβαση. Αντιθέτως, διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο ή το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση), ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας, δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (βλ. ΑΕΔ 3/2012 εις ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Α. Περαιτέρω, στο άρθρο 1 παρ. 1 έως 3 του ν. 3669/2008 (ΦΕΚ Α΄ 116/18-6-2008) «Κύρωση της κωδικοποίησης της νομοθεσίας κατασκευής δημόσιων έργων», ο οποίος (νόμος) καταργήθηκε με την παρ. 1 περίπτωση 31 του άρθρου 377 του ν. 4412/2016 (ΦΕΚ Α΄ 147/8-8-2016), πλην των άρθρων 80 έως 110, τα οποία παρέμειναν σε ισχύ μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος του άρθρου 83, και τα οποία με την έκδοση του προεδρικού διατάγματος της παραγράφου 20 του άρθρου 118 του ν. 4472/2017 καταργούνται και αυτά (άρθρο 118 παρ. 25 του ν. 4472/2017, ΦΕΚ Α΄ 74/19-5-2017), και ισχύει (νόμος) στην προκείμενη περίπτωση που αφορά σύμβαση που, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, έχει συναφθεί πριν την 8-8-2016, ορίζεται ότι «1. Οι διατάξεις του παρόντος Κώδικα εφαρμόζονται σε όλα τα έργα που προγραμματίζονται και εκτελούνται από τους φορείς, που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α΄).», μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται (περ. γ΄) οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και οι πάσης φύσεως επιχειρήσεις τους, και στην παράγραφο 2 του αυτού άρθρου (1 του ν. 3669/2008) ότι «2. Τα δημόσια έργα είναι έργα υποδομής της χώρας που καλύπτουν βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, συμβάλλουν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων, στην αύξηση του εθνικού προϊόντος, στην ασφάλεια της χώρας και γενικά αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του λαού. Τα δημόσια έργα εντάσσονται στο γενικό πλαίσιο της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης της χώρας και υλοποιούν επιλογές του δημοκρατικού προγραμματισμού.», καθώς και στην παράγραφο 3 αυτού (άρθρου 1 του ν. 3669/2008) ότι «3. Από τεχνική άποψη δημόσια έργα είναι όλα τα έργα που εκτελούν οι φορείς της παρ.1 και συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με το έδαφος, το υπέδαφος ή τον υποθαλάσσιο χώρο, όπως και τα πλωτά τμήματα των τεχνικών έργων. Ως έργο νοείται κάθε νέα κατασκευή ή επέκταση ή ανακαίνιση ή επισκευή ή συντήρηση και η οικονομικά ή τεχνικά αυτοτελής λειτουργία, καθώς και κάθε σχετική ερευνητική εργασία, που απαιτεί τεχνική γνώση και επέμβαση». Ειδικότερα, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ως δημόσιο τεχνικό έργο νοείται κάθε νέα κατασκευή, επέκταση, ανακαίνιση, επισκευή, συντήρηση ή ερευνητική εργασία, που εκτελείται από δημόσιους φορείς, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), και απαιτεί τεχνική γνώση και επέμβαση και το αποτέλεσμα της οποίας συνδέεται άμεσα με το έδαφος ή το υπέδαφος κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί συστατικό του κατά την έννοια του άρθρου 953 του ΑΚ και δεν μπορεί να αποχωριστεί απ’ αυτό χωρίς βλάβη ή αλλοίωση της ουσίας ή του προορισμού του. Επίσης, στο άρθρο 77 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι «1. Κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση κατασκευής δημόσιου έργου επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο αρμόδιο δικαστήριο κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων. … 2. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των διαφορών αυτών είναι το διοικητικό ή πολιτικό εφετείο της περιφέρειας στην οποία εκτελείται το έργο. Παρέκταση αρμοδιότητας δεν επιτρέπεται. Αν το έργο εκτελείται στην περιφέρεια δύο ή περισσότερων εφετείων, αρμόδιο καθίσταται εκείνο που ορίζει ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου, ύστερα από αίτηση εκείνου που ενδιαφέρεται να ασκήσει την προσφυγή». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων και εκείνης της παραγράφου 4 του άρθρου 64 του ΕισΝΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την κατάργηση του με το άρθρο 26 του ν. 4491/2017 (ΦΕΚ Α΄ 152/13-10-2017), προκύπτει ότι στην περίπτωση κατά την οποία η υπόθεση υπάγεται, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, τότε αρμόδιο για την εκδίκαση αυτής καθίσταται το Εφετείο, και μάλιστα υπό πενταμελή σύνθεση, όταν η διαφορά, είτε από τη σύμβαση είτε από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, σε περίπτωση άκυρης συμβάσεως, αφορά στην εκτέλεση δημόσιου έργου που αποβλέπει στην εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού (βλ. ΑΠ 1284/2015, ΑΠ 1056/2014 εις ΝΟΜΟΣ). Η υπαγωγή μιας συμβάσεως έργου υπό το ιδιαίτερο νομοθετικό καθεστώς των διατάξεων του ν. 3669/2008 προϋποθέτει μεταξύ των άλλων ότι το αντικείμενο αυτής συνίσταται στην εκτέλεση δημοσίου έργου, όπως το εννοιολογικό αυτού περιεχόμενο προσδιορίζεται ανωτέρω, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή ο χαρακτηρισμός της (οικείας εργολαβικής) συμβάσεως ως διοικητικής ή μη. Ο χαρακτηρισμός αυτός απλώς προσδιορίζει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου (διοικητικού ή πολιτικού) προς επίλυση των εκ της εργολαβίας διαφορών (βλ. ΑΠ 1066/2018 ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, οι διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού εφαρμόζονται και στην περίπτωση δημόσιου έργου, λόγω ακυρότητας της σχετικής σύμβασης. Έτσι η εξαιρετική αρμοδιότητα του Εφετείου καλύπτει και τις αξιώσεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που γεννώνται από την εκτέλεση δημόσιου έργου, όταν η σχετική σύμβαση είναι άκυρη, αφού και στην περίπτωση αυτή η αγωγή έχει ως ιστορική βάση για τον προσδιορισμό της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό την εκτέλεση του δημόσιου έργου και συνεπώς συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος (βλ. ΑΠ 1102/2018, ΑΠ 1284/2015, ΑΠ 1056/2014, ΑΠ 1499/2009 εις ΝΟΜΟΣ). Το προαναφερθέν νομοθετικό καθεστώς, κατά το οποίο οι διαφορές από εκτέλεση δημοσίου έργου υπάγονταν, είτε στη δικαιοδοσία των διοικητικών Δικαστηρίων, όταν επρόκειτο για διοικητική σύμβαση, έστω και αν η αξίωση θεμελιωνόταν στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις και ιδρυόταν εξαιρετική καθ’ ύλην αρμοδιότητα του διοικητικού Εφετείου, είτε στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, όταν επρόκειτο για ιδιωτικού δικαίου σύμβαση, έστω και εάν η αξίωση θεμελιωνόταν στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις και ιδρυόταν εξαιρετική καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του πολιτικού, υπό πενταμελή σύνθεση, Εφετείου, μεταβλήθηκε με τη θέσπιση των άρθρων 20 έως 28 του ν. 4491/13-10-2017. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 175 του ανωτέρω ν.4412/2016 «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)», (ΦΕΚ A΄ 147/8-8-2016), αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 του ν. 4491/2017 και με τη νέα διάταξη καθιερώνεται αποκλειστική καθ’ ύλην αρμοδιότητα μόνο του διοικητικού Εφετείου της περιφέρειας στην οποία εκτελείται το έργο, για κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση κατασκευής δημόσιου έργου, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, η οποία (διαφορά) επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο ως άνω διοικητικό Εφετείο, αποκλεισθείσας έτσι της αρμοδιότητας του πολιτικού Εφετείου. Ενώ αρχικά, πριν δηλαδή την ισχύ των διατάξεων του ν.4491/2017, ο ν.4412/2016 και επομένως και η διάταξή του του άρθρου 175 εφαρμοζόταν, κατά το άρθρο 376 αυτού (ν. 4412/2016), μόνο για τις συμβάσεις των οποίων η διαδικασία σύναψης λαμβάνει χώρα μετά την έναρξη της ισχύος του, δηλαδή μετά την 8-8-2016, εντούτοις προσδόθηκε αναδρομική ισχύ στην ανωτέρω διάταξη (του άρθρου 175),δηλαδή σ’ αυτή που προέβλεπε τη διαδικασία της δικαστικής επίλυσης των ως άνω διαφορών, αφού με το άρθρο 23 του νεότερου ν.4491/2017 προστέθηκε παράγραφος 14 στο ως άνω άρθρο 376, στην οποία ορίζεται ότι «14. Το άρθρο 175 του ν. 4412/2016 εφαρμόζεται και στις διαφορές που ανακύπτουν από συμβάσεις έργων και μελετών που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4412/2016». Επιπροσθέτως, με το άρθρο 26 του ίδιου νόμου (ν. 4491/2017), καταργήθηκε το άρθρο 64 παρ. 4 του ΕισΝΚΠολΔ, που προέβλεπε την συγκρότηση του πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου για τις διαφορές από δημόσια έργα, στην περίπτωση που αυτές αναφύονται από ιδιωτικού δικαίου συμβάσεις, σε οποιαδήποτε νομική βάση και αν θεμελιώνονται, κατά τα προεκτεθέντα, ενώ, με το άρθρο 28 του ν. 4491/2017 έγινε ειδική ρύθμιση για τις εκκρεμείς κατά την 1-11-2017 προσφυγές ή αγωγές και, ειδικότερα, προστέθηκε στο άρθρο 379 του ν. 4412/2016 παράγραφος 14, με το ακόλουθο περιεχόμενο «14. Προσφυγές ή αγωγές, που έχουν κατατεθεί μέχρι την 1.11.2017, δικάζονται από το Δικαστήριο, στο οποίο έχουν κατατεθεί. Εξαιρετικά, όσες από αυτές εκκρεμούν στο πολιτικό Πενταμελές Εφετείο, αλλά δεν είναι εγγεγραμμένες στο πινάκιο, γιατί έχει ματαιωθεί η συζήτησή τους, όταν επαναφερθούν για συζήτηση, θα εισαχθούν στο πολιτικό Τριμελές Εφετείο». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι στην περίπτωση, κατά την οποία η υπόθεση υπάγεται, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, τότε προσφυγές ή αγωγές που στις 1-11-2017 εκκρεμούν στο πολιτικό Πενταμελές Εφετείο, πλην όμως δεν είναι εγγεγραμμένες στο πινάκιο αυτού, γιατί έχει ματαιωθεί η συζήτησή τους, συνεχίζουν να υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, με τη μοναδική διαφοροποίηση ότι, όταν επαναφερθούν για συζήτηση, προδήλως με κλήση οποιουδήποτε εκ των διαδίκων τους, θα εισαχθούν στο πολιτικό Τριμελές Εφετείο, αφού πλέον το πολιτικό Πενταμελές Εφετείο έχει καταργηθεί (βλ. ΕφΠειρΠεντ 335/2020 ww.efeteio-peir.gr, ΕφΔυτΜακεδ 39/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρΜον 158/2020 ww.efeteio-peir.gr, ΕφΠειρΜον 359/2019 ww.efeteio-peir.gr., ΕφΔυτΜακεδΜον 73/2018 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τα άρθρα 221 παρ. 1 εδ. α, 46 και 535 παρ. 2 εδ. α΄ του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, η εκκρεμοδικία, που επιφέρει η άσκηση της αγωγής, και οι εξ αυτής συνέπειες διατηρούνται και στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι καθ’ ύλην αρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς και αποφαινόμενο γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως (ή και σε παραδοχή ισχυρισμού διαδίκου) παραπέμπει την υπόθεση στο καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο (βλ. ΕφΠειρΜον 359/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2492/2001 ΧρΙΔ 2002 927). Επιπροσθέτως, από το συνδυασμό των άρθρων 46, 522, 533 παρ. 2 και 535 παρ. 2 του ΚΠολΔ, το Εφετείο, στο οποίο μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση της έφεσης, εξετάζει αυτεπαγγέλτως, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, και χωρίς την υποβολή με την έφεση ειδικού παραπόνου τόσο την ιδία αυτού καθ΄ ύλην αρμοδιότητα, όσο και του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (η καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μπορεί να προταθεί με λόγο έφεσης και από το διάδικο στην κατ’ έφεση δίκη), και εάν κρίνει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν καθ’ ύλην αναρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, υποχρεούται, να εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο, εκτός αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 47 τουΚΠολΔ, δηλαδή πρωτοβάθμια εκδίκαση της αγωγής από Δικαστήριο ανώτερο από το πράγματι αρμόδιο (βλ. ΕφΠατρ 695/2007, ΕφΠειρ 430/2002 εις ΝΟΜΟΣ).
Β. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 του ν. 2286/1995, οι συμβάσεις από επαχθή αιτία για την προμήθεια αγαθών που ενεργούνται από φορείς του δημόσιου τομέα, στον οποίο περιλαμβάνονται και τα Ν.Π.Δ.Δ., οφείλουν να καταρτίζονται εγγράφως. Γενικότερα ορίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 41 του ν.δ/τος 496/1974 «περί Κώδικος Λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.» ότι κάθε σύμβαση για λογαριασμό Ν.Π.Δ.Δ., που έχει αντικείμενο άνω των 10.000 δραχμών (ήδη 2.500 ευρώ με την υπ’ αριθ. 2/42053/0094 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών ΦΕΚ Β΄ 1033/7-8-2002) ή δημιουργεί υποχρεώσεις διαρκείας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η πρόταση όμως για την κατάρτιση της σύμβασης και η αποδοχή της μπορούν να γίνουν και με χωριστά έγγραφα, αίρεται δε η ακυρότητα που προκαλείται από την έλλειψη έγγραφης αποδοχής, αν εκπληρωθεί η σύμβαση. Από τις διατάξεις αυτές, που αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος, σε συνδυασμό και με τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρ. 80 του ν. 2362/1995 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού», που εφαρμόζονται αναλόγως και στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), εφόσον οι ως προς αυτούς προστατευτικές διατάξεις δεν είναι ευνοϊκότερες (άρθρα 3 του ν.δ. 31/1968, 304 του π.δ. 410/1995 και 276 του ν.3463/2006), συνάγεται ότι ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, που απαιτείται για τις καταρτιζόμενες για λογαριασμό των Ν.Π.Δ.Δ. ή αναλόγως του Δημοσίου ως άνω συμβάσεις, είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, γι’ αυτό και η έλλειψή του καθιστά κατά τα άρθρα 158 και 159 παρ.1 του ΑΚ άκυρη τη σύμβαση, με συνέπεια να θεωρείται αυτή κατά το άρθρο 180 του ίδιου Κώδικα ως μη γενόμενη, αίρεται δε η ακυρότητα σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης μόνον όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή (βλ. ΑΠ 3/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρΜον 6/2020 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, με την εκκαλούμενη απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ανωτέρω αγωγή ως μη νόμιμη όσον αφορά στην κύρια βάση της (ενώ έγινε δεκτή κατά ένα μέρος, αποκλειστικώς, ως προς την επικουρική βάση της περί του αδικαιολόγητου πλουτισμού), δεχόμενο ότι για τις αναφερόμενες στην αγωγή συμβάσεις δεν υφίσταται ο εκ του νόμου συστατικός έγγραφος τύπος, διότι συνήφθησαν προφορικώς, εκτός των ως άνω υπό στοιχεία Α. β΄ και Α. ε΄ συμβάσεων, για τις οποίες, όπως αυτό (πρωτοβάθμιο) δέχθηκε, υφίσταται ο έγγραφος τύπος, πλην όμως δεν προέκυψε ότι για την κατάρτισή τους τηρήθηκαν οι σχετικές διατάξεις του νόμου, και ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν υφίστανται στο περιεχόμενο τους εξουσιαστικοί όροι υπέρ των εναγομένων Ν.Π.Δ.Δ. Επίσης, ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση προσβάλλεται μόνον κατά το μέρος της ως προς το οποίο έγινε δεκτή η αγωγή, κατά το οποίο μεταβιβάζεται στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 522 του ΚΠολΔ), ως προς το μέρος της που απορρίφθηκε η αγωγή, δηλαδή όσον αφορά στην κύρια βάση της, ήδη, αυτή έχει καταστεί τελεσίδικη και το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τούτο δεν μπορεί να προχωρήσει σε αυτεπάγγελτη έρευνα της τελευταίας (βλ. ΑΠ 1382/2009 ΝοΒ 2009 919, ΑΠ 1887/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2896/2011 ΕλλΔνη 2012 517). Σημειωτέον ότι, σε κάθε περίπτωση, οι εκκαλούντες – εναγόμενοι δεν θα μπορούσαν, παραδεκτώς, να προσβάλλουν την εκκαλούμενη απόφαση και ως προς το μέρος της κατά το οποίο απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή, για το λόγο ότι δεν δικαιολογείται έννομο συμφέρον τους προς τούτο (βλ. ΑΠ 920/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6060/2013 ΝΟΜΟΣ). Από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι η σχέση που συνδέει την ενάγουσα με τους εναγόμενους, από την οποία και εξ αφορμής αυτής πηγάζουν οι σχετικές αξιώσεις της, στηριζόμενες στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, αποτελεί σχέση ιδιωτικού δικαίου, διότι, κατά τα προεκτεθέντα που δέχθηκε τελεσιδίκως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν υφίστανται μεταξύ των διαδίκων έγκυρες διοικητικές συμβάσεις, αντιστοίχως, αφού αυτές καταρτίσθηκαν προφορικώς και χωρίς να τηρηθεί ο σχετικός προς τούτο τύπος και η διαδικασία, που προβλέπει ο νόμος, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο δεν δύναται να αναζητήσει στη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, που αφορά τις ένδικες συμβάσεις, αντιστοίχως, ρήτρες αποκλίνουσες από το κοινό δίκαιο, ούτε είναι δυνατόν να διαγνωσθεί το κανονιστικό καθεστώς που τις διέπει, ώστε να διερευνηθεί εάν οι συμβάσεις αυτές απέβλεπαν στην εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, ούτε εάν διέπονται από εξαιρετικό υπέρ των εναγομένων νομοθετικό ή συμβατικό καθεστώς. Ως εκ τούτου, η εκδίκαση της εν λόγω υποθέσεως υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, στοιχείο το οποίο, κατά τα ως άνω, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Περαιτέρω, δεδομένου ότι, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα στην αγωγή, οι ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας, εκτός των ως άνω υπό στοιχεία Α. α και Α. β, αφορούν σε δημοτικά έργα, δηλαδή σε έργα που από τεχνικής απόψεως συνδέονται με το έδαφος και καλύπτουν βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου αποσκοπώντας στη βελτίωση της ζωής των δημοτών του πρώτου εναγομένου, συνάγεται ότι η ένδικη διαφορά, ως αναφυόμενη από άκυρη σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, όπως προαναφέρθηκε, βάσει του νομοθετικού καθεστώτος, που είχε θεμελιωθεί με τις διατάξεις των άρθρων 77 του ν. 3669/2008 και 175 του ν. 4412/2016 (όπως το τελευταίο ίσχυε πριν την κατά τα ανωτέρω αντικατάστασή του με το άρθρο 21 του ν. 4491/2017), θα υπαγόταν στην εξαιρετική καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς και όχι στην τακτική, λόγω ποσού, αρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο οποίο εισήχθη αναρμοδίως και εκδικάσθηκε, εκδοθείσας της εκκαλούμενης αποφάσεως, ως προς το αντίστοιχο μέρος της. Ούτε όμως, αυτή (ένδικη διαφορά) καταλαμβάνεται από την επελθούσα, με τις προεκτεθείσες (υπό στοιχείο ΙΙ. Α) διατάξεις του ν. 4491/2017, μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος, που καθιέρωσε τη δικαιοδοσία των διοικητικών Δικαστηρίων και την εξαιρετική καθ’ ύλην αρμοδιότητα, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, του διοικητικού Εφετείου, για όλες τις διαφορές που σχετίζονται με δημόσιο έργο, ανεξαρτήτως από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ιδιωτικής και ανεξαρτήτως από τον χρόνο της σύναψής της, αφού τούτο αφορά μόνο στις αγωγές ή προσφυγές που θα ασκηθούν μετά την 1-11-2017. Εφόσον, όμως, η ένδικη αγωγή ασκήθηκε πριν την 1-11-2017 και με το προαναφερθέν άρθρο 26 του ν.4491/2017, καταργήθηκε το άρθρο 64 παράγραφος 4 του ΕισΝΚΠολΔ, που προέβλεπε τη συγκρότηση του πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου, η ένδικη διαφορά, ως προς το ανωτέρω μέρος της, υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, δικάζοντος σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, αντιμετωπίζεται, δηλαδή, όπως και μία αγωγή που θα ήταν, πριν την 1-11-2017, εκκρεμής ενώπιον του πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου, η οποία θα είχε ματαιωθεί και δεν θα είχε εγγραφεί στο πινάκιό του, οπότε επαναφερόμενη προς συζήτηση θα εισαχθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου. Συνεπώς, ενόψει του ότι η καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Εφετείο, στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, πρέπει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 535 παρ. 2 εδ. α του ΚΠολΔ, και κατά τους σχετικούς βάσιμους (μερικώς) λόγους (1ο και 11ο) της εφέσεως, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, αποκλειστικώς, ως προς το μέρος της που αφορά στην επικουρική βάση της αγωγής (περί αδικαιολόγητου πλουτισμού) και ειδικότερα όσον αφορά στον πρώτο εναγόμενο (Δήμο Σαλαμίνας) ως προς τα ως άνω υπό στοιχεία Α. γ , Α. δ , και Α. ε αναφερόμενα έργα και όσον αφορά στο δεύτερο εναγόμενο …………) ως προς το σύνολο των ως άνω (υπό στοιχεία Β. α , Β. β , Β. γ και Β. δ) έργων, λόγω καθ΄ ύλην αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και αφού διαταχθεί ο χωρισμός της υποθέσεως ως προς το αντίστοιχο μέρος της (άρθρο 218 παρ. 2 του ΚΠολΔ), να παραπεμφθεί αυτή, κατά το ίδιο μέρος της, προς εκδίκαση, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, στο Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, ως έχον εξαιρετική καθ’ ύλην αρμοδιότητα, αλλά και κατά τόπον αρμοδιότητα ως εκ του τόπου εκτέλεσης των ανωτέρω ένδικων έργων. Αντιθέτως, ως προς το μέρος της εκκαλούμενης αποφάσεως (της επικουρικής βάσης της αγωγής), που αφορά στον πρώτο εναγόμενο (Δήμο …….) και ειδικότερα, αποκλειστικώς, ως προς τις ως άνω υπό στοιχεία Α. α και Α. β αναφερόμενες στην αγωγή, μη έγκυρες, συμβάσεις, ενόψει του ότι αυτές, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δεν αντιστοιχούν σε δημόσια έργα, κατά την προεκτεθείσα έννοια, αλλά πρόκειται για συμβάσεις (άκυρες) προμήθειας (δηλαδή πώλησης) διαφόρων ειδών, η ένδικη διαφορά ως προς το αντίστοιχο μέρος της, κατά τις προεκτεθείσες σκέψεις, αποτελεί ιδιωτική, η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία και αρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως εκ τούτου, το τελευταίο δεν έσφαλε ως προς αυτό, κατά συνέπεια ο περί του αντιθέτου λόγος της εφέσεως (3ος) ως προς το σχετικό μέρος του είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 904 του ΑΚ όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη προϋποθέσεις της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι: α)ο πλουτισμός του υπόχρεου, β)η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία άλλου, γ)η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ)η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Επίσης, από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής ουσιαστικώς φύσεως και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία ή σε πρόσθετα τέτοια περιστατικά και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απορρίψεως της κυρίας βάσεως της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Μάλιστα, στην τελευταία περίπτωση, που η βάση της αγωγής, από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), αρκεί για την πληρότητά της ως άνω επικουρικής βάσης, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα (βλ. ΑΠ 1227/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 493/2010 ΧρΙΔ 2011 338, ΕφΑθ 7084/2019 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τις προαναφερθείσες διατάξεις προκύπτει, ότι, σε περίπτωση που εκτελείται και παραδίδεται έργο ή παρέχονται διάφορα είδη με άκυρη σύμβαση, «ο αντισυμβαλλόμενος» του παρέχοντος, που δέχεται το έργο ή τα είδη στο πλαίσιο της άκυρης σύμβασης, η οποία συνιστά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια την οποία απέκτησε χωρίς νόμιμη αιτία και που συνίσταται, σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης της παροχής που έλαβε χώρα χωρίς νόμιμη αιτία, στη χρηματική αποτίμηση του παρασχεθέντος έργου ή του είδους που προμηθεύτηκε και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν, εάν η εκτέλεση του ίδιου έργου ή η προμήθεια του είδους διενεργείτο βάσει έγκυρης συμβάσεως. Ο ανωτέρω γενικός κανόνας του άρθρου 904 του ΑΚ, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και για το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ., αφού για αυτά δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με κάποια άλλη διάταξη (βλ. ΑΠ 3/2020, ΑΠ 1442/2014, ΑΠ 1462/2012, ΑΠ 1387/2011 εις ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση του δικογράφου της ανωτέρω αγωγής προκύπτει ότι, όσον αφορά στην επικουρική βάση της περί της εν λόγω αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και ειδικότερα ως προς τις ως άνω υπό στοιχεία Α. α και Α. β αναφερόμενες στην αγωγή, μη έγκυρες, συμβάσεις, εκτίθεται σ’ αυτήν (αγωγή) ότι θεμελιώνεται στην ακυρότητα των επικληθεισών συμβάσεων αυτών. Επίσης, αναφέρονται στην αγωγή τα είδη, που η ενάγουσα επικαλείται ότι προμήθευσε (πώλησε) προς τον πρώτο των εναγομένων (Δήμο …..) και ειδικότερα οι σχετικοί ηλεκτρικοί λαμπτήρες – φωτοσωλήνες εορταστικού φωτισμού (υπό στοιχείο Α. α) και τα ηλεκτρολογικά εργαλεία (υπό στοιχείο Α. β), τα οποία περιλαμβάνονται, αντιστοίχως, στα επισυναπτόμενα στο δικόγραφο της αγωγής τιμολόγια, στα οποία αναλυτικώς εκτίθενται τα στοιχεία τους, η ποσότητα και η αξία αυτών. Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙΙ), η αγωγή, ως προς το ανωτέρω μέρος της, είναι ορισμένη, αφού περιέχει τα αναγκαία εκ του νόμου στοιχεία της, όπως ορθώς δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατά συνέπεια ο περί του αντιθέτου λόγος (6ος) της εφέσεως είναι ως προς το αντίστοιχο μέρος του απορριπτέος ως αβάσιμος. Επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και λόγος (4ος) της εφέσεως περί αναβολής της εκδόσεως αποφάσεως, λόγω μη προσκομίσεως της κατ’ άρθρον 17 του ν. 2145/1993 βεβαιώσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενόψει του ότι στην περίπτωση άκυρων συμβάσεων, όπως στην προκείμενη περίπτωση, δεν εφαρμόζεται η διάταξη αυτή (βλ. ΕφΑθ 1781/2012 ΝΟΜΟΣ), όπως ορθώς δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του.
Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά του ίδιου Δικαστηρίου, και όλων, ανεξαιρέτως, των εγγράφων, που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, χωρίς όμως να ληφθεί υπόψη η προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη υπ’ αριθ. …../2-3-2017 ένορκη βεβαίωση, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, με την επιμέλειά της (εφεσίβλητης –ενάγουσας), διότι η τελευταία δεν επικαλείται αυτή νομίμως, αφού στις προτάσεις της, που κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δεν υπάρχει σαφής και ορισμένη επίκλησή της, αλλά περιέχεται μόνο γενική αναφορά σε όλα τα έγγραφα που είχε προσκομίσει πρωτοδίκως, χωρίς ιδιαίτερη αναφορά στην ένορκη βεβαίωση, με παραπομπή στο αντίστοιχο συγκεκριμένο τμήμα των πρωτόδικων προτάσεων της (βλ. ΑΠ 96/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1229/2002 ΕλλΔνη 2003 128, ΑΠ 130/2001 ΕλλΔνη 2001 1547), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 16-10-2012, μεταξύ της ενάγουσας εταιρίας (με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «.…….»), νομίμως εκπροσωπουμένης, και του πρώτου των εναγομένων (Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης «ΔΗΜΟΣ ….»), νομίμως εκπροσωπουμένου, συμφωνήθηκε, χωρίς την τήρηση του νόμιμου τύπου, δηλαδή προφορικώς (ενόψει του ότι δεν προσκομίσθηκε κάποιο σχετικό έγγραφο), να προμηθεύσει (πωλήσει) η ενάγουσα στον πρώτο εναγόμενο διάφορα είδη ηλεκτρικών λαμπτήρων-φωτοσωλήνων εορταστικού φωτισμού. Στη συνέχεια, κατά το χρονικό διάστημα από 16-10-2012 έως 25-1-2013, η ενάγουσα, αφού αγόρασε από τρίτους τα ως άνω συμφωνηθέντα είδη, παρέδωσε αυτά, τμηματικώς, στον πρώτο εναγόμενο, τα οποία ο τελευταίος παρέλαβε δια του προστηθέντος υπαλλήλου του, ηλεκτρολόγου, …………… Ειδικότερα, για τα εν λόγω είδη εκδόθηκαν τα ακόλουθα τιμολόγια: α)το υπ’ αριθ. …../16-10-2012 τιμολόγιο της εταιρίας με την επωνυμία «……….» (για λαμπτήρα GLOBE 20W/220V300 τεμάχια έκαστο προς 3,14 ευρώ, λαμπτήρα 18W/220V σφαιρικό 40 τεμάχια έκαστο προς 1,030 ευρώ, λαμπτήρα 75W/220V πυρακτώσεως αντικραδασμικό 20 τεμάχια έκαστο προς 0,61 ευρώ, λαμπτήρα 250Wυδραργύρου 20 τεμάχια έκαστο προς 5,70 ευρώ και λαμπτήρα 250W νατρίου 20 τεμάχια έκαστο προς 10,69 ευρώ) συνολικού ποσού 1.627,54 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. εκ 23%), β)το υπ’ αριθ. …/18-10-2012 τιμολόγιο της εταιρίας με την επωνυμία «……….» (για λαμπτήρα υδραργύρου 125W 120 τεμάχια έκαστο προς 1,18 ευρώ) συνολικού ποσού 174,17 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α.23%), γ)το υπ’ αριθ. …/23-11-2012 τιμολόγιο της εταιρίας με την επωνυμία «………..» (για λαμπτήρα υδραργύρου 125W 21 τεμάχια έκαστο προς 1,18 ευρώ) συνολικού ποσού 30,48 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. εκ 23%), δ) το υπ’ αριθ. ……/8-12-2012 τιμολόγιο της εταιρίας με την επωνυμία «………..» (για λάμπα υδραργύρου 125WΕ40 120 τεμάχια έκαστο προς 1,6850 ευρώ, χρηματική εισφορά ανακύκλωσης των 120 τεμαχίων αυτών προς 0,1010 ευρώ εκάστου, λάμπα υδραργύρου HQL 80 WE40 200 τεμάχια έκαστο προς 1,79 ευρώ, χρηματική εισφορά ανακύκλωσης των 200 τεμαχίων προς 0,1010 ευρώ εκάστου, λαμπτήρα σφαιρικό ECO 20W 230V200 τεμάχια έκαστο προς 1,39 ευρώ, λαμπτήρα πυρακτώσεως αντικραδασμικό 75W/220V100 τεμάχια έκαστο προς 1,45 ευρώ, λαμπτήρα υδραργύρου 250W Ε40 108 τεμάχια έκαστο προς 3,31 ευρώ, χρηματική εισφορά ανακύκλωσης των 108 τεμαχίων αυτών προς 0,1010 ευρώ εκάστου, λάμπα νατρίου Υ.Π. 250WΕ40 αχλάδι 96 τεμάχια έκαστο προς 10,89 ευρώ και χρηματική εισφορά ανακύκλωσης των96 τεμαχίων αυτών προς 0,1010 ευρώ εκάστου) συνολικού ποσού 3.000,02 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. 23%), ε) το υπ’ αριθ……./19-12-2012 τιμολόγιο της εταιρίας με την επωνυμία «………..» (για λάμπα οικονομίας PLE-DGLOBE 23W/827 230V 73 τεμάχια έκαστο προς 7,47 ευρώ, λάμπα ECOCLASSIC 18W/20WE27 64541 91 τεμάχια έκαστο προς 1,30 ευρώ και λάμπα μικτού φωτός HWL 160WE27 80 τεμάχια έκαστο προς 3,80 ευρώ) συνολικού ποσού 1.190,16 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α.23%), στ) το υπ’ αριθ. …../20-12-2012 τιμολόγιο του …….. (για λάμπες 125WHQ100 τεμάχια έκαστο προς 1,80 ευρώ) συνολικού ποσού 221,40 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. 23%),ζ) το υπ’αριθ. ……../24-12-2012 τιμολόγιο της εταιρίας με την επωνυμία «……….» (για λάμπα ECOσφαιρική 18W/20WE27 64541 170 τεμάχια έκαστο προς 1,30 ευρώ) συνολικού ποσού 271,83 ευρώ(συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. 23%), η)το υπ’ αριθ……./27-11-2012 τιμολόγιο της εταιρίας με την επωνυμία «………..» (για ρόκα στρογγυλό 14/35 9 τεμάχια έκαστο προς 3,410 ευρώ, ρόκα στρογγυλό 13/35 3 τεμάχια έκαστο προς 3,410 ευρώ και ρόκα στρογγυλό 12/35 5 τεμάχια έκαστο προς 2,910 ευρώ) συνολικού ποσού 47,75 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. 23%), θ)το υπ’ αριθ. ………/26-11-2012 τιμολόγιο της ………. (για δεματικά καλωδίων 55Χ9 Ιταλίας 10 τεμάχια έκαστο προς 17,00 ευρώ και σύρμα γαλβανιζέ Νο 7 4 τεμάχια έκαστο προς 6,00 ευρώ) συνολικού ποσού 238,62 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. 23%), ι) το υπ’ αριθ. ……../22-11-2012 τιμολόγιο της εταιρίας με την επωνυμία «……….» (για φωτ. σωλήνα 13 -2 SOLID100Μ. 500 τεμάχια έκαστο προς 0,670 ευρώ, φωτ. σωλήνα 13 – 2 SOLID 100Μ. 1.500 τεμάχια έκαστο προς 0,670 ευρώ και ανταλλακτικό για φωτοσωλήνα 110 τεμάχια έκαστο προς 0,550 ευρώ) συνολικού ποσού 1.722,62 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. 23%),ια) το υπ’αριθ. ……/22-11-2012 τιμολόγιο της ………… (για ταινίες μονωτικές 200 τεμάχια εκάστη προς 0,620 ευρώ, δεματικά καλωδίων 100Χ2,520 τεμάχια έκαστο προς 1,20 ευρώ, δεματικά καλωδίων 200Χ2,5/20χ45 τεμάχια έκαστο προς 2,10 ευρώ και σύρμα περίδεσης 30Μ 4 τεμάχια έκαστο προς 1,20 ευρώ) συνολικού ποσού 200,86 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. 23%)και ιβ)το υπ’ αριθ……./21-11-2012 τιμολόγιο της εταιρίας με την επωνυμία «……….» (για καλώδιο εύκαμπτο NYMHYH05VV-F3GI,5 500 τεμάχια έκαστο προς 0,976 ευρώ και καλώδιο NYM Α05VV-U 3GI,5 300 τεμάχια έκαστο προς 1,011 ευρώ)συνολικού ποσού 502,38 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. 23%). Το σύνολο της αξίας των ως άνω ειδών, τα οποία, αφού αγοράσθηκαν από την ενάγουσα, παραδόθηκαν στον πρώτο εναγόμενο, ανέρχεται συνολικώς στο ποσό των 9.227,83 ευρώ (1.627,54 + 174,17 + 30,48 + 3.000,02 + 1.190,16 + 221,40 + 271,83 + 47,75 + 238,62 + 1.722,62 + 200,86 + 502,38). Σημειωτέον ότι το γεγονός της παράδοσης των ως άνω ειδών στον πρώτο εναγόμενο προκύπτει, ιδίως, από την κατάθεση στην πρωτόδικη δίκη του μάρτυρα (αποδείξεως) …………., ο οποίος ανέφερε ότι η ενάγουσα παρέδωσε στον πρώτο εναγόμενο τα είδη αυτά και ο οποίος, λόγω της ιδιότητας του ως Αντιδήμαρχος …., κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, έχει ιδία γνώση περί τούτου. Επίσης, ενόψει του ότι, κατά τα προεκτεθέντα, τα ως άνω είδη παραδόθηκαν στον πρώτο εναγόμενο βάσει άκυρης σχετικής συμβάσεως, η οποία συνιστά έλλειψη νόμιμης αιτίας, ο τελευταίος (1ος εναγόμενος) υποχρεούται να αποδώσει στην ενάγουσα τη σχετική ωφέλεια την οποία απέκτησε, χωρίς νόμιμη αιτία, και η οποία συνίσταται στην ως άνω χρηματική αξία των ως άνω ειδών που προμηθεύτηκε και στην αντίστοιχη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν, εάν η προμήθεια των ειδών αυτών διενεργείτο βάσει έγκυρης συμβάσεως, δηλαδή οφείλει στην ενάγουσα το ανωτέρω ποσό των 9.227,83 ευρώ. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε από κάποιο στοιχείο ότι είχε συμφωνηθεί μεταξύ των προαναφερθέντων διαδίκων να προστεθεί στο ανωτέρω ποσό, ως αμοιβή της ενάγουσας, το επιχειρηματικό κέρδος της ανερχόμενο σε ποσοστό 20% επί του συνόλου των δαπανών της (ποσό 1.495,50ευρώ), όπως αντιθέτως αλλά αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα. Ούτε, αποδείχθηκε η ύπαρξη συμφωνίας περί αμοιβής της ενάγουσας για σχετικά λειτουργικά έξοδα (μεταφορικά, απασχόληση υπαλλήλων για έρευνα αγοράς, φόρους και τέλη), όπως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα για την ανωτέρω αιτία το συνολικό ποσό των 10.577,82 ευρώ (9.082,32 + 1.495,50), έσφαλε ως προς την εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο (μερικώς) λόγο (7ο) της εφέσεως.
Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω στοιχεία αποδείχθηκε ότι, στις 27-12-2012, μεταξύ της ενάγουσας εταιρίας, νομίμως εκπροσωπουμένης, και του πρώτου των εναγομένων, νομίμως εκπροσωπουμένου, συμφωνήθηκε, χωρίς την τήρηση του νόμιμου τύπου, να προμηθεύσει (πωλήσει) η ενάγουσα στον πρώτο εναγόμενο διάφορα είδη ηλεκτρολογικών εργαλείων. Σημειωτέον ότι για την εν λόγω συναλλαγή καταρτίσθηκε μεταξύ των ανωτέρω διαδίκων η υπ’ αριθ. πρωτ. ……/31-12-2012 σύμβαση προμήθειας, η οποία, κατά προεκτεθέντα, δεν είναι έγκυρη, αφού δεν τηρήθηκε η σχετική προς τούτο νόμιμη διαδικασία, ούτε περιέχονται σ’ αυτή (άκυρη σύμβαση) ρήτρες αποκλίνουσες από το κοινό δίκαιο, που να θεμελιώνουν εξαιρετικό υπέρ του πρώτου των εναγομένων νομοθετικό ή συμβατικό καθεστώς (όπως κατά τα ως άνω δέχθηκε τελεσιδίκως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του). Επίσης, η αξία των εργαλείων, που συμφωνήθηκε η ενάγουσα να προμηθεύσει στον πρώτο εναγόμενο ανήλθε στο ποσό των 11.455 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. ποσού 2.634,65 ευρώ και συνολικά ποσού14.089,65 ευρώ, όπως προκύπτει από τα υπ’αριθ. …/31-1-2013 και …./31-1-2013 τιμολόγια της ενάγουσας, στα οποία αναφέρονται αναλυτικώς τα σχετικά είδη. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι τα είδη αυτά παραδόθηκαν στον πρώτο εναγόμενο, ενόψει του ότι, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. πρωτ. …/21-2-2017 έγγραφο της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου …., οι υπάλληλοι του τελευταίου που είχαν ορισθεί ως αρμόδιοι για την παραλαβή των ανωτέρω συμφωνηθέντων ειδών (…………) δήλωσαν ότι ουδέποτε κλήθηκαν να παραλάβουν και ούτε παρέλαβαν τα εν λόγω είδη. Μάλιστα, τα σχετικώς εκδοθέντα από την ενάγουσα υπ’ αριθ. ../31-1-2013 και …./31-1-2013 δελτία αποστολής δεν φέρουν κάποια υπογραφή στη θέση «ΠΑΡΑΛΑΒΗ». Επίσης, το γεγονός της μη παράδοσης από την ενάγουσα στον πρώτο εναγόμενο των ειδών αυτών επιβεβαίωσε με την κατάθεση του, στην πρωτόδικη δίκη, ο μάρτυρας (ανταποδείξεως) …….. Ακόμη, ο μάρτυρας (αποδείξεως) ………. στην κατάθεση του, στην πρωτόδικη δίκη, ανέφερε ότι δεν γνωρίζει το εάν παραδόθηκαν στον πρώτο εναγόμενο τα ανωτέρω είδη. Ως εκ τούτου, δεν προέκυψε ότι ο πρώτος εναγόμενος απέκτησε κάποια ωφέλεια, χωρίς νόμιμη αιτία, η οποία να συνίσταται στην ως άνω χρηματική αξία των ανωτέρω ειδών, που συμφωνήθηκε να προμηθευτεί, ούτε εξοικονόμησε την αντίστοιχη δαπάνη στην οποία θα υποβαλλόταν, εάν η προμήθεια των ειδών αυτών διενεργείτο βάσει έγκυρης συμβάσεως, κατά συνέπεια, δεν οφείλει στην ενάγουσα το ανωτέρω ποσό των 14.089,65 ευρώ, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙΙ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα για την ανωτέρω αιτία το συνολικό ποσό των 14.089,65 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο λόγο (7ο) της εφέσεως.
Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη έφεση, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, ως προς τους ανωτέρω λόγους της, και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, και όσον αφορά στο ως άνω μέρος της της επικουρικής βάσης (περί αδικαιολόγητου πλουτισμού) της ανωτέρω αγωγής και ειδικότερα, αποκλειστικώς, όσον αφορά στον πρώτο εναγόμενο («Δήμο …..») και ως προς τις υπό στοιχεία Α. α και Α. β αναφερόμενες στην αγωγή (μη έγκυρες) συμβάσεις, αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, αποκλειστικώς, ως προς το ίδιο ανωτέρω μέρος της (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει μερικώς δεκτή ως και ουσιαστικώς βάσιμη, και να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος – εκκαλών να καταβάλει στην ενάγουσα – εφεσίβλητη το ποσό των 9.227,83 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και ειδικότερα μέχρι την 30-4-2019 με επιτόκιο ποσοστού 6% ετησίως (άρθρο 7 παρ. του ν.δ. 496/1974) και από την 1-5-2019 μέχρι την εξόφληση με επιτόκιο ποσοστού 3% ετησίως(άρθρο 45 του ν. 4607/2019, βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. …../7-6-2019 έγγραφο του Ν.Σ.Κ.). Ακόμη, τα δικαστικά έξοδα, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εφεσίβλητης, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, εις βάρος του πρώτου εναγομένου – εκκαλούντος (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ), όμως, αυτά θα καθορισθούν μειωμένα (άρθρο 281 παρ. 2 ν. 3463/2006), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει όσα στο σκεπτικό κρίθηκαν ως απορριπτέα.
Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 2560/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αποκλειστικώς, ως προς την επικουρική βάση (περί αδικαιολόγητου πλουτισμού) της αναφερθείσας στο σκεπτικό από 8-11-2015 (υπ’ αριθ. …………/13-11-2015 εκθ. καταθ.) αγωγής.
Διατάσσει το χωρισμό της υπόθεσης, που αφορά στην ανωτέρω από8-11-2015 (υπ’ αριθ. ……../13-11-2015 εκθ. καταθ.) αγωγή, ως προς το ως άνω μέρος της κατά το οποίο εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση και ειδικότερα όσον αφορά στον πρώτο εναγόμενο («Δήμο …..») ως προς τα υπό στοιχεία Α. γ, Α. δ , και Α. ε αναφερόμενα στην αγωγή έργα και όσον αφορά στο δεύτερο εναγόμενο …….) ως προς το σύνολο των σχετικών έργων (υπό στοιχεία Β. α , Β. β , Β. γ και Β. δ) και παραπέμπει αυτή, κατά το ανωτέρω μέρος της, προς εκδίκαση, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, στο Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, ως καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο.
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, που αφορά στην προαναφερθείσα αγωγή ως προς το μέρος της κατά το οποίο εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (της επικουρικής βάσης της αγωγής), και ειδικότερα, αποκλειστικώς, όσον αφορά στον πρώτο εναγόμενο («Δήμο …..») και ως προς τις υπό στοιχεία Α. α και Α. β αναφερόμενες στην αγωγή (μη έγκυρες) συμβάσεις.
Δέχεται κατά ένα μέρος την ανωτέρω αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι ο πρώτος εκκαλών – εναγόμενος («Δήμος ….») οφείλει να καταβάλει στην εφεσίβλητη – ενάγουσα το ποσό των εννέα χιλιάδων διακοσίων είκοσι επτά και ογδόντα τριών λεπτών (9.227,83) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και ειδικότερα μέχρι την 30-4-2019 με επιτόκιο ποσοστού 6% ετησίως και από την 1-5-2019 μέχρι την εξόφληση με επιτόκιο ποσοστού 3% ετησίως.
Καταδικάζει τον πρώτο εκκαλούντα – εναγόμενο στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης -ενάγουσας, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, την 1-9-2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους, τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ