Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 664/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός   664/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 17-12-2019 και με Γ.Α.Κ. …. και Ε.Α.Κ. …./18-12-2019 έφεση της ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας κατά της με αριθ. 2961/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς  Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία – τμήμα ναυτικών διαφορών), η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων επί της από 14-6-2017 και με Γ.Α.Κ. … και Ε.Α.Κ. …./15-6-2017 αγωγής της, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), με την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 18-12-2019, προ πάσης επιδόσεως της πρωτόδικης απόφασης (αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε προκύπτει άλλωστε από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα) αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 87) και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα ένδικα μέσα που ασκούνται μετά την 1-1-2016] προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης που έλαβε χώρα στις 27-8-2019, αρμόδια δε καθ’ ύλη και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ενώ για το παραδεκτό της καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. παράβολο. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.).

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την προαναφερθείσα αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, εξέθεσε ότι στις 6-7-2016 και περί ώρα 12.40’ το Ε/Ο πλοίο «H7», πλοιοκτησίας της εναγομένης ναυτιλιακής εταιρίας, κατέπλευσε με δίωρη καθυστέρηση στο λιμάνι της Πάρου, απ’ όπου επρόκειτο να επιβιβαστεί σ’ αυτό μαζί με το σύζυγό της προκειμένου να μεταβούν στη Θήρα, έχοντας αμφότεροι εφοδιαστεί με σχετικά επιβατικά εισιτήρια. Ότι, μόλις άνοιξαν οι πόρτες του ανωτέρω πλοίου, ακούγονταν συνεχείς αναγγελίες από τα μεγάφωνα για ταχύτατη επιβίβαση, ενώ και τα μέλη του πληρώματος, με φωνές και χειρονομίες προς τους επιβάτες, προσπαθούσαν να επιταχύνουν τη διαδικασία της επιβίβασης. Ότι, κατά τη διαδικασία αυτή, όλοι οι επιβάτες αναγκάστηκαν να επιβιβαστούν στο πλοίο τρέχοντας πάνω στη ράμπα εισόδου και εξόδου επιβατών και μεταφερόμενων οχημάτων. Ότι υπό τις συνθήκες αυτές και ενώ εισήλθε στο πλοίο τρέχοντας κυριολεκτικά πάνω στη ράμπα εισόδου, σκόνταψε σε μια ράβδο που βρισκόταν χωρίς σήμανση και προεξείχε, με αποτέλεσμα να πέσει με δύναμη στο σιδερένιο δάπεδο και να κτυπήσει σε διάφορα σημεία του σώματός της, κυρίως όμως στο πρόσωπό της, που αμέσως άρχισε να αιμορραγεί και μετά ταύτα έχασε τις αισθήσεις της για 15 λεπτά περίπου. Ότι στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του πλου μέχρι τη Θήρα, της παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες εντός του πλοίου, το οποίο στερούταν ιατρού και ιατρικού υλικού για συρραφή του σοβαρού θλαστικού τραύματος στο μέτωπό της, όπως και ειδικού χώρου ανάπαυσης, με συνέπεια να αναγκαστεί να ταξιδέψει στο κάθισμά της και να περιοριστεί στις πρώτες βοήθειες που της προσέφερε μια τουρίστρια ιατρός, η οποία ανταποκρίθηκε στην αναζήτηση ιατρικής βοήθειας μέσω των μεγαφώνων του πλοίου. Ότι την ίδια ημέρα επέστρεψε αεροπορικώς  στην Αυστρία και εισήλθε στο Χειρουργικό Τμήμα τοπικού Νοσοκομείου, όπου διαγνώστηκε ότι είχε υποστεί «βαθύ θλαστικό κάταγμα αριστερού ζυγωματικού, εγκεφαλική διάσειση, θλάση ρινικού οστού, εκδορές στην αριστερή ωμοπλάτη, στο επάνω τμήμα της αριστερής παλάμης και στο αριστερό γόνατο» και υποβλήθηκε σε απολύμανση – καθαρισμό των τραυμάτων και συρραφή αυτών, ενώ της χορηγήθηκε και αναλγητική και αντιβιοτική φαρμακευτική αγωγή. Ότι έκτοτε παραμένει στη μετωπική αριστερή υπερόφρυα χώρα αυτής μια ουλή μήκους 3εκ. και πλάτους 1,5 εκ, η οποία έχει αλλοιώσει την εμφάνιση και έκφραση του προσώπου της και χρήζει αποκατάστασης μελλοντικά, μέσω χειρουργικής πλαστικής επέμβασης. Ότι από το άνω ατύχημα η ίδια υπέστη και θετική ζημία, καθώς καταστράφηκε το παντελόνι της, αξίας 95,00 ευρώ και η ζακέτα της, αξίας 65,00 ευρώ, τα οποία λερώθηκαν ανεπανόρθωτα από την αιμορραγία της, ενώ έσπασαν και τα καινούργια γυαλιά ηλίου που φορούσε κατά την επιβίβασή της στο πλοίο, αξίας 180,00 ευρώ, ήτοι συνολικά η θετική ζημία της ανήλθε στο ποσό των 340,00 ευρώ. Ότι από το ατύχημα υπέστη και ηθική βλάβη, λόγω της μεγάλης σωματικής και ψυχικής ταλαιπωρίας της από τον άνω τραυματισμό της, τους αφόρητους πόνους από τους οποίους υπέφερε εξαιτίας του για διάστημα τουλάχιστον 6 μηνών, τον τερματισμό με τον χειρότερο τρόπο των καλοκαιρινών διακοπών της στην Ελλάδα, τον τρόμο της όταν συνήλθε μετά την απώλεια των αισθήσεών της και αντιλήφθηκε την αιμορραγία της και το βαθύ θλαστικό τραύμα πάνω από τον αριστερό οφθαλμό της και τη μεγάλη στενοχώρια της από τη δυσμορφία που της προκλήθηκε από την ουλή στη μετωπική χώρα της η οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί χειρουργικά μόλις η ουλή οριστικοποιηθεί, για την αποκατάσταση της οποίας (ηθικής βλάβης) η εύλογη χρηματική ικανοποίηση που δικαιούται ανέρχεται στο ποσό των 20.000,00 ευρώ. Ότι για την καθυστέρηση του ταξιδιού της από την Πάρο προς τη Θήρα, το οποίο διήρκεσε τελικά όσο περίπου και το ταξίδι ενός συμβατικού πλοίου, λόγω της δίωρης καθυστέρησης άφιξης του άνω πλοίου στο λιμάνι της Πάρου, καίτοι το πλοίο αυτό ήταν ταχύπλοο και η ίδια είχε πληρώσει γι’ αυτό ακριβότερο εισιτήριο απ’ αυτό ενός συμβατικού πλοίου, δικαιούται αποζημίωση, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) υπ’ αριθ. 1177/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 «για τα δικαιώματα των επιβατών στις θαλάσσιες μεταφορές» (καθώς η καθυστέρηση δεν σχετίζονταν με τις εξαιρέσεις του άρθρου 20 του άνω Κανονισμού), η οποία (αποζημίωση) ανέρχεται στο ποσό του αντιτίμου του εισιτηρίου που κατέβαλε στην εναγόμενη για τη μεταφορά της από Πάρο προς Θήρα (44,50 ευρώ). Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα, επικαλούμενη ευθύνη της εναγομένης ως θαλάσσιας μεταφορέως και πλοιοκτήτριας, άλλως ως κυρίας, άλλως ως εκμεταλλευόμενης το πλοίο να την αποζημιώσει α) για τις θετικές ζημίες και την ηθική βλάβη της από το ατύχημα βάσει των περί αδικοπραξιών διατάξεων του Α.Κ. (σε συνδυασμό και με τις διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ. και του Κ.Δ.Ν.Δ), επειδή οι προστηθέντες υπάλληλοί της αμέλησαν να σηματοδοτήσουν την άνω ράβδο ώστε να είναι ευκρινής και να καταστεί ασφαλής και ανεμπόδιστη η εσπευσμένη διέλευση των επιβατών κατά την επιβίβασή τους και β) για την καθυστέρηση να την μεταφέρει, ως επιβάτη θαλάσσιας εσωτερικής πλωτής μεταφοράς, από την Πάρο στον τελικό προορισμό της (Θήρα), βάσει των διατάξεων του προαναφερθέντος υπ’ αριθ. 1177/2010  Κανονισμού (ΕΕ) που εφαρμόζεται από 18-12-2012 σε όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε, άλλως βάσει της Σύμβασης των Αθηνών 1974/2002, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4195/2013 και τον Κανονισμό ΕΚ 392/2009 ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει για τις άνω αιτίες το συνολικό ποσό των 20.384,50 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστεί η εναγόμενη και στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχτηκε: Α) ότι έχει καθ’ ύλη και κατά τόπον αρμοδιότητα (σύμφωνα με τα άρθρα 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13, 14 παρ. 2, 25 παρ.2, 35 Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.1 περ. α’, 2 εδ. α’, 3 περ. Α και περ. Β υποπερ. Δ’ και ιΓ του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς) και συνακόλουθα και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης που παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας [σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 4 παρ. 1, 27, 62, 63 παρ.1, 66 παρ.1 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»], Β) ότι εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, του οποίου τις διατάξεις επικαλείται η ενάγουσα και δεν αντιλέγει η εναγόμενη, ως το πλέον αρμόζον και από τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης υπόθεσης με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αφού στην ημεδαπή έχει την έδρα της η εναγόμενη και στην ημεδαπή έλαβε χώρα και η αδικοπραξία που η ενάγουσα επικαλείται ότι τελέστηκε σε βάρος της από την εναγόμενη ναυτιλιακή εταιρία και τους προστηθέντες της τελευταίας, μέλη του πληρώματος του πλοίου της. Και Γ) Ότι, με βάση το εφαρμοστέο ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο η ένδικη αγωγή είναι απορριπτέα στο σύνολό της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, διότι δεν εκτίθενται με σαφήνεια αναγκαία πραγματικά περιστατικά για το ορισμένο της και δη: Ι) Όσον αφορά την επικαλούμενη αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης, λόγω πταίσματος των προστηθέντων υπαλλήλων της, προς αποζημίωση της ενάγουσας για περιουσιακή ζημία της και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης της, διότι α) δεν εκτίθεται με σαφήνεια το επίμαχο περιστατικό (ατύχημα) και οι λόγοι που το προκάλεσαν (και δη το είδος της ράβδου στην οποία σκόνταψε η ενάγουσα, η θέση την οποία η ράβδος είχε επί του πλοίου και η θέση που έπρεπε να έχει επ’ αυτού εάν εξυπηρετούσε σ’ αυτό κάποια λειτουργία, ο λόγος για τον οποίο η ράβδος αυτή ήταν επικίνδυνη για τους επιβάτες στο σημείο που βρισκόταν και το είδος της σήμανσης ασφαλείας ή αποφυγής που έπρεπε να είχε τοποθετηθεί προ αυτής), β) δεν περιγράφονται με σαφήνεια οι υποχρεώσεις επιμέλειας της εναγομένης που παραβιάστηκαν από μέλη του πληρώματος –  προστηθέντες της με πράξεις και παραλείψεις τους σε σχέση με την άνω ράβδο και συνιστούν αδικοπραξία σε βάρος της ενάγουσας, γ) δεν προσδιορίζονται οι προστηθέντες της εναγομένης που, με βάση τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα, παραβίασαν τις υποχρεώσεις επιμέλειας αυτές, ούτε ότι η σχετική παραβίαση έγινε κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους, δ) δεν προσδιορίζεται η αμέλεια των προστηθέντων της εναγομένης (η οποία, εν τέλει, καταλογίζεται σ’ αυτή) σε σχέση με την ύπαρξη στο σημείο της συγκεκριμένης ράβδου, ούτε ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αμέλειάς τους και της επέλευσης του ατυχήματος και του τραυματισμού (σωματικών βλαβών) της ενάγουσας και εξ αυτού της περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης της και ε) δεν αναφέρεται με σαφήνεια ο ακριβής τόπος που έλαβε χώρα το ατύχημα (στο εσωτερικό του πλοίου όπου αναφέρεται ότι εισήλθε η ενάγουσα ή στον καταπέλτη όπου αναφέρεται ότι έτρεχε αυτή)] και ΙΙ) Όσον αφορά την επικαλούμενη  ευθύνη της εναγομένης, με βάση τον εφαρμοστέο υπ’ αριθ. 1177/2010 Κανονισμό ΕΕ, για την καθυστέρηση της μεταφοράς της τελευταίας από Πάρο στον τελικό προορισμό της (Θήρα), διότι δεν εκτίθενται α) ο χρόνος που αναχώρησε το πλοίο από Πάρο και ο χρόνος που εν τέλει έφτασε στο λιμένα προορισμού (Θήρα) και β) εάν υφίσταται υπαιτιότητα της εναγομένης σε σχέση με την καθυστέρηση αυτή [προκειμένου να δύναται να ελεγχθεί εάν η καθυστέρηση εμπίπτει ως περιστατικό σε κάποια από τις περιπτώσεις εξαίρεσης του εφαρμοστέου υπ’ αριθ. 1177/2010 Κανονισμού ΕΕ σε σχέση με την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης για την καθυστέρηση από την εναγόμενη θαλάσσια μεταφορέα προς την ενάγουσα επιβάτη, όπως οι εξαιρέσεις αυτές προβλέπονται στο άρθρο 20 του άνω Κανονισμού, ο οποίος θέτει προϋποθέσεις και διακρίνει περιπτώσεις, καθώς και εξαιρέσεις από τη σχετική υποχρέωση για τον θαλάσσιο μεταφορέα, ενώ και η αποζημίωση διαμορφώνεται κατά ποσό διαφορετικά σε κάθε περίπτωση, αναλόγως του είδους, της αιτίας και της διάρκειας της καθυστέρησης αυτής, σε συνδυασμό με την υπαιτιότητα του υπόχρεου προς αποζημίωση]. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται η ενάγουσα, έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθείσα διάδικος, με την κρινόμενη έφεσή της, ζητώντας για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφο της έφεσης και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την παραδοχή της έφεσής της και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, ακολούθως, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η αγωγή της, να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν ως βάσιμη κατ’ ουσία.

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 511, 520, 522 και 536 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι με τη νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους και το εφετείο έχει ως προς την αγωγή την ίδια με το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξουσία, που εκτείνεται επί όλων των ζητημάτων για τα οποία και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση αυτεπάγγελτης έρευνας, όπως συμβαίνει με το παραδεκτό, το ορισμένο και τη νομική βασιμότητα των αγωγικών αιτημάτων (Α.Π. 769/2017, Α.Π. 92/2015, Α.Π. 356/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Δεν έχει, όμως, εξουσία το εφετείο να εκδώσει επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, αν η πρωτοβάθμια απόφαση δεν προσβλήθηκε και από τον αντίδικό του με αντίθετη αυτοτελή έφεση ή αντέφεση, εκτός, βέβαια, εάν προηγουμένως έχει εξαφανίσει κατά παραδοχή κάποιου λόγου της έφεσης την εκκαλουμένη και βρίσκεται στο στάδιο της αναδίκασης της υπόθεσης κατ’ ουσία (Α.Π. 940/1988, Ε.Ε.Ν. 1989, 501, Εφ.Αθ. 441/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει σαφώς ότι οι λόγοι της έφεσης δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι αλλά απαιτείται να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή, σε περίπτωση βασιμότητάς τους, να επιφέρουν ως αποτέλεσμα, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης (Α.Π. 122/2014, Εφ.Δωδ. 1/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 558/1990, Ε.Ε.Ν. 1991, 121, Σ. Σαμουήλ, η έφεση, έκδ. 2003, παρ. 542, σ. 221). Έτσι, αλυσιτελής είναι ο λόγος της έφεσης που πλήττει την απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, αν η αγωγή απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμη, αόριστη ή απαράδεκτη, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προ­ϋπόθεση (Α.Π. 323/1989, ΕλλΔνη 31, 770, Εφ.Θεσ. 2654/2019, Εφ.Θεσ. 110/2017, Εφ.Πειρ. 420/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, ό.α, παρ. 542, αρ. 6, σ. 222). Εξάλλου, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 177, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, γ) ορισμένο αίτημα. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται όλα τα παραπάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται ασαφώς ή ελλιπώς, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά το δικόγραφο αυτής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, με αποτέλεσμα το απαράδεκτο αυτού. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής αρκεί για το παραδεκτό της αγωγής να εκτίθενται στο δικόγραφό της τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής ορισμένης νομικής διάταξης στην οποία και θεμελιώνεται το ασκούμενο με την αγωγή αίτημα (Α.Π. 523/2016, Α.Π. 792/2014, Α.Π. 492/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η νομική αοριστία της αγωγής, η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση, από το δικαστήριο της ουσίας, του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ελέγχεται αυτεπάγγελτα από το ουσιαστικό δικαστήριο, ελέγχεται αναιρετικά, ως παραβίαση από τον αριθ. 1 του άρθρ. 559 του Κ.Πολ.Δ, εάν το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια και πληρότητα της αγωγής και τη νομική βασιμότητά της, σε αναφορά με συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αξίωσε περισσότερα στοιχεία, από εκείνα, που ορίζει ο κανόνας αυτός, για τη θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή αντιθέτως αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία ή διάφορα από αυτά (Ολ.Α.Π. 18/1998, Α.Π. 491/2015, Α.Π. 792/2014, Α.Π. 119/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το ασκούμενο με την αγωγή ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής, ενώ η επίκληση, απλώς, των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών, χαρακτηρίζεται, ως ποιοτική αοριστία της αγωγής και ελέγχονται και οι δύο αναφορικά με τους λόγους από τους αριθ. 8 και 14 του άρθρου 559  Κ.Πολ.Δ. (Ολ.Α.Π. 1573/1981, Α.Π. 5/2020, Α.Π. 265/2015, Εφ.Θεσ. 628/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Το απαράδεκτο του αγωγικού δικογράφου λόγω αοριστίας ερευνάται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, διότι αποτελεί ζήτημα αναγόμενο στην τήρηση της προδικασίας, που αφορά τη δημόσια τάξη, ενώ η αοριστία της αγωγής δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, με την εκτίμηση των αποδείξεων ή με το εφετήριο (Α.Π. 187/2006, Δ. 2006, 907, Α.Π. 252/2006, Δ. 2006, 1066, Εφ.Αθ. 441/2020, Εφ.Λαμ. 122/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, έκδ. 2015, σ. 306, αριθ. 1171). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105, 106 Κ.Ι.Ν.Δ. (ν. 3816/1958), 914 και 922 Α.Κ, προκύπτει ότι ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής (προστήσας) ευθύνονται για αδικοπραξία μέλους του πληρώματος (προστηθέντος), όταν η αδικοπραξία δεν είναι άσχετη με την υπηρεσία αυτή, δηλαδή όταν η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή όταν η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για τη τέλεση της αδικοπραξίας. Από το συνδυασμό των άνω διατάξεων με αυτές των άρθρων 481, 483 – 486, 922 και 926 Α.Κ. συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται εις ολόκληρον με τον προστηθέντα που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε την περιουσιακή ή τη μη περιουσιακή ζημία, δημιουργούμενης έτσι παθητικής εις ολόκληρον ενοχής (Α.Π. 181/2011, Α.Π. 72/2007, Α.Π. 160/2001, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω το άρθρο 107 Κ.Ι.Ν.Δ. ορίζει τα ακόλουθα «Η σύμβασις ναυλώσεως έχει ως αντικείμενον την έναντι ανταλλάγματος α) χρησιμοποίησιν του πλοίου εν όλω (ολική ναύλωσις) ή εν μέρει (μερική ναύλωσις) προς ενέργειαν θαλάσσιας μεταφοράς, β) μεταφοράν πραγμάτων δια θαλάσσης (σύμβασις μεταφοράς πραγμάτων), γ) μεταφοράν επιβατών δια θαλάσσης (σύμβασις μεταφοράς επιβατών). Επί της συμβάσεως μεταφοράς πραγμάτων, εφόσον άλλο τι δεν ορίζεται υπό του νόμου ή δεν συνομολογείται ρητώς ή δεν προκύπτει εκ της φύσεως της σχέσεως, εφαρμόζονται αι διατάξεις περί ολικής ή μερικής ναυλώσεως. Η μεταφορά επιβατών ρυθμίζεται υπό των ειδικών διατάξεων του Κεφαλαίου Ζ’ του παρόντος τίτλου». Όπως συνάγεται από τη διατύπωση του ανωτέρω άρθρου, αλλά και από την Εισηγητική Έκθεση της Συντακτικής Επιτροπής του Σχεδίου του Κ.Ι.Ν.Δ, οι διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ. για τη ναύλωση διατυπώθηκαν για να εφαρμόζονται κατά πρώτον λόγο στην κατά κυριολεξία ναύλωση (strictu sensu ναύλωση, όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση) και, υπό τις προϋποθέσεις της παρ. 2, στη σύμβαση μεταφοράς πραγμάτων (Αλ. Κιάντου – Παμπούκη «Ναυτικό Δίκαιο», τόμ. ΙΙ, έκδ. 2007, σ.σ. 7-8). Κατά την επικρατέστερη άποψη, η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς επιβάτη υπάγεται στη latu sensu ναύλωση και ρυθμίζεται, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 174-189 Κ.Ι.Ν.Δ, συμπληρωματικά και απ’ όσες διατάξεις των άρθρων 107-173 Κ.Ι.Ν.Δ. προσαρμόζονται στη φύση της σχέσης (Ιω. Κοροτζή, «Ναυτικό Δίκαιο», τόμ. 2ος, έκδ. 2005, υπ’ άρθρο 107, παρ. 4.1, σ. 100, αντίθ, Πην. Αγαλλοπούλου-Ζερβογιάννη, «Ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα για ατύχημα επιβατών», σ. 381- 383, που θεωρεί ότι εφαρμόζονται συμπληρωματικά στα άρθρα 174-189 Κ.Ι.Ν.Δ. μόνον οι γενικές διατάξεις του αστικού δικαίου). Πρέπει να σημειωθεί ότι οι διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ. για τη ναύλωση αποδίδουν στην ουσία τις ρυθμίσεις της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1924 για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές (Κανόνες Χάγης), που αφορούν τη θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων, η οποία κυρώθηκε, μαζί με τις τροποποιήσεις του 1963 (Κανόνες του Βίσμπυ) και τα δύο τροποποιητικά της Πρωτόκολλα των ετών 1968 και 1979, με το ν. 2107/1992. Εξάλλου, οι ρυθμίζουσες την ενδοσυμβατική ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα από τη μεταφορά επιβατών διατάξεις του Κεφαλαίου Ζ’ του Κ.Ι.Ν.Δ.  (άρθρα 174-189, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1 επ. του ν. 3709/2008), εφαρμόζονται όταν η μεταφορά αυτών είναι εσωτερική και δεν υπόκεινται στη ρύθμιση της Σύμβασης των Αθηνών 1974/1976 «σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους» [ως τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο της 1-11-2002 που κυρώθηκε με το ν. 4195/2013 και άρχισε να ισχύει στην Ελλάδα από 23-4-2014 (βλ. CMI Yearbook 2014, σ. 542) και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης από 31-12-2012, λόγω της ισχύος του Κανονισμού (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23-04-2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος» (βλ. άρθρα 1, 2, 3 και 10 του ως άνω Κανονισμού),  αφορά δε (η άνω Σύμβαση των Αθηνών 2002), όπως προκύπτει από τα άρθρα 1 παρ. 9 και 2 παρ. 1 αυτής, μόνο διεθνείς μεταφορές], μη εφαρμοζόμενες αν ο τόπος αναχώρησης και ο τόπος προορισμού καθώς και οι ενδιάμεσοι λιμένες προορισμού βρίσκονται στο ίδιο κράτος. Όμως, στο μέτρο, που συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας ο επιβάτης μπορεί να στηρίξει τις αξιώσεις του για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του ΑΚ. Τούτο συμβαίνει όταν η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί, πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, δηλαδή αφορά στο κατά το άρθρο 914 του Α.Κ. επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλο υπαιτίως. Σε μία τέτοια περίπτωση υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα να στηρίξει την αξίωση του για αποζημίωση, είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία, είτε επιβοηθητικά και στις δύο (Α.Π. 1653/2010, Ε.Ν.Δ. 2011, 25, Α.Π. 1711/2008, Ε.Εμπ.Δ. 2009, 875, Εφ.Πειρ. 28/2019, Εφ.Πειρ. 205/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 189 Κ.Ι.Ν.Δ, σε περίπτωση ολικής ή μερικής ναύλωσης του πλοίου προς το σκοπό μεταφοράς επιβατών εφαρμόζονται οι περί ναύλωσης διατάξεις, εφόσον δεν συνομολογήθηκε ρητώς διαφορετικά ή δεν προκύπτει από τη φύση της σχέσης. Η συμφωνία αυτή (θαλάσσιας μεταφοράς επιβάτη) δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις εκατέρωθεν. Ειδικότερα δημιουργεί στον εκναυλωτή την υποχρέωση για ασφαλή και άνετη μεταφορά του επιβάτη (άρθρα 44, 104,110, 111, 235 ιστ’ του ΝΔ 187/1973 «περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου»). Για την ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα επιβατών εξ αδικοπραξίας, εφαρμόζονται, ελλείψει ειδικών περί αυτής διατάξεων στον Κ.Ι.Ν.Δ, οι γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις των άρθρων 914 επ. του Α.Κ. (Εφ.Πειρ. 28/2019, Εφ.Πειρ. 170/2008, Εφ.Πειρ. 730/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298,330 και 914 Α.Κ. συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της επελθούσας ζημίας. Η παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωση του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, πράγμα που υπάρχει ιδίως, όταν ο υπαίτιος με ενέργειές του δημιούργησε μια επικίνδυνη κατάσταση από την οποία είναι δυνατό να προκύψει ζημία σε τρίτους. Ειδικότερα, ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε, τέτοια δε νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 Α.Κ, ήτοι την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την παρούσα κοινωνική αντίληψη (Α.Π. 1807/2017, Α.Π. 2258/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η οποία (αρχή) σε περίπτωση που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση, από την οποία μπορούσε να προέλθει ζημία, του επιβάλλει να επιχειρήσει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προς αποφυγή της ζημίας (Α.Π. 2247/2009, Εφ.Πατρ. 55/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1177/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 «για τα δικαιώματα των επιβατών στις θαλάσσιες και εσωτερικές πλωτές μεταφορές και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004» ο οποίος εφαρμόζεται από 18-12-2012 (άρθρο 31) σε όσους επιβάτες αναχωρούν από λιμένα που βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους, καθώς και σε όσους επιβάτες αναχωρούν από λιμένα τρίτης χώρας με προορισμό λιμένα κράτους μέλους, εφόσον η υπηρεσία εκτελείται από μεταφορέα της Ένωσης – προβλέπει αποζημίωση για τον επιβάτη στην περίπτωση της καθυστερημένης άφιξης του πλοίου στον λιμένα προορισμού (άρθρο 19), εν αντιθέσει με τη Διεθνή Σύμβαση των Αθηνών 2002, η οποία δεν προβλέπει γενεσιουργό λόγο ευθύνης για αποζημίωση επιβάτη για τέτοια καθυστέρηση (Ι. Ρόκα / Γεωργ. Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, Γ’ έκδ, 2015, σ. 375, αριθ. 643, Νικ. Πολυλαντζά, Ναυτικό Δίκαιο, Β’ έκδ, 2005, σ. 109). Σημαντικό ρόλο για τον προσδιορισμό της καθυστέρησης παίζει η διάρκεια του ταξιδιού. Έτσι, κατά το άρθρο 19 του άνω Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1177/2010, χωρίς απώλεια του δικαιώματος μεταφοράς, οι επιβάτες μπορούν να ζητήσουν αποζημίωση από το μεταφορέα, εάν αντιμετωπίζουν καθυστέρηση κατά την άφιξη στον τελικό προορισμό βάσει της σύμβασης μεταφοράς. Το ελάχιστο επίπεδο αποζημίωσης είναι 25 % του κομίστρου για καθυστέρηση τουλάχιστον α) μιας ώρας σε περίπτωση προγραμματισμένης διαδρομής μέχρι και τεσσάρων ωρών ∙ β) δύο ωρών σε περίπτωση προγραμματισμένης διαδρομής άνω των τεσσάρων, αλλά όχι άνω των οκτώ ωρών∙ γ) τριών ωρών, σε περίπτωση προγραμματισμένης διαδρομής άνω των οκτώ, αλλά όχι άνω των 24 ωρών∙ ή δ) έξι ωρών, σε περίπτωση προγραμματισμένης διαδρομής άνω των 24 ωρών. Εάν βέβαια η καθυστέρηση υπερβαίνει το διπλάσιο του χρόνου που αναφέρεται για τις προγραμματισμένες διαδρομές, τότε η αποζημίωση ανέρχεται στο 50% της τιμής του καταβληθέντος κομίστρου. Όμως υπάρχει η δυνατότητα απαλλαγής του μεταφορέα από την καταβολή αποζημίωσης όταν ο επιβάτης έχει ενημερωθεί για την καθυστέρηση πριν από την αγορά του εισιτηρίου (άρθρο 20 αριθ. 2) ή όταν ο μεταφορέας αποδεικνύει ότι η καθυστέρηση οφείλεται σε καιρικές συνθήκες οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την ασφαλή λειτουργία του πλοίου ή συντρέχουν έκτακτες περιστάσεις που εμποδίζουν την εκτέλεση της υπηρεσίας μεταφοράς επιβατών, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, ακόμη και αν είχε ληφθεί κάθε εύλογο μέτρο (άρθρο 20 αριθ. 4). Ορισμός για την έννοια των έκτακτων περιστάσεων – οι οποίες μπορεί να λαμβάνουν χώρα τόσο κατά τον χρόνο αναχώρησης από το λιμένα, όσο και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ή κατά το χρόνο άφιξης στο λιμένα – δεν παρέχεται στο κείμενο του Κανονισμού, γίνεται όμως δεκτό ότι ως τέτοιες πρέπει να θεωρούνται τα γεγονότα που δεν είναι συνήθη και δεν θα ανέκυπταν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, καθώς και ότι η έννοια των εκτάκτων περιστάσεων καταλαμβάνει μόνον τις περιπτώσεις που πράγματι εκφεύγουν της επιχειρηματικής δράσης του μεταφορέα και ότι πρέπει να ερμηνεύεται στενά (Μαγδαληνή – Ελένη Δαμιανίδου, Τα δικαιώματα των επιβατών σύμφωνα µε το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2019, διατριβή δημοσιευμένη στο διαδίκτυο, π.ρ.β.λ. και Σουλτάνα Πανταζή, Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του επιβάτη στην αεροπορική μεταφορά επιβατών, 2016, σ. 161). Ως έκτακτες περιστάσεις απαριθμούνται στον άνω Κανονισμό οι φυσικές καταστροφές, τα ακραία καιρικά φαινόμενα, οι πολεμικές συρράξεις, η πολιτική αστάθεια και οι τρομοκρατικές επιθέσεις (άρθρο 17 Προοιμ.), ενώ ως έκτακτες καιρικές συνθήκες απαριθμούνται οι ισχυροί άνεμοι, η θαλασσοταραχή, τα ισχυρά ρεύματα, οι δυσχερείς συνθήκες πάγου και η εξαιρετικά υψηλή ή χαμηλή στάθμη των υδάτων, οι τυφώνες, οι ανεμοστρόβιλοι και οι πλημμύρες (άρθρο 16 Προοιμ.).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσής της, όπως εκτιμούνται από το Δικαστήριο τούτο, η ενάγουσα πλήττει την εκκαλουμένη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων σε σχέση με την ευθύνη της εναγομένης από αδικοπραξία, επειδή α) ο αναφερόμενος αυτόπτης μάρτυράς της απέδειξε πλήρως και χωρίς αμφιβολία με την ένορκη βεβαίωσή του τις συνθήκες του ατυχήματος και την ευθύνη της εναγομένης και των προστηθέντων της μελών του πληρώματος του πλοίου της από αδικοπραξία (πρώτος λόγος) και β) με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, ως αυτά χρησιμεύουν για έμμεση απόδειξη και εξακρίβωση της βασιμότητας των κρίσιμων και αποδεικτέων πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το αντικείμενο της απόδειξης στην προκείμενη δίκη, αποδεικνύεται ότι i) δεν είναι δυνατό ένας περιστασιακός χρήστης ακτοπλοϊκού πλοίου της συγκεκριμένης διαδρομής, όπως η ίδια, να γνωρίζει τις τεχνικές λεπτομέρειες και πληροφορίες για τη θεμελίωση ευθύνης της εναγομένης από αδικοπραξία τις οποίες απαίτησε η εκκαλούμενη απόφαση, ii) η  ράβδος πάνω στην οποία σκόνταψε η ίδια (ενάγουσα) δεν είχε λόγο να βρίσκεται στο δάπεδο της αναδιπλούμενης ράμπας κατά το χρόνο της βιαστικής επιβίβασης των επιβατών στο πλοίο, δημιουργώντας έτσι ένα απρόβλεπτο και μη αναμενόμενο εμπόδιο στην πορεία τους και iii) η ευθύνη των μελών του πληρώματος του πλοίου της εναγομένης θαλάσσιας μεταφορέως συνίστατο, αν δεν τους ήταν δυνατό να απομακρύνουν το εμπόδιο αυτό, τουλάχιστον στην παράλειψή τους να σημάνουν ειδικά τη ράβδο για να είναι ορατή / αντιληπτή στους  επιβιβαζόμενους επιβάτες ώστε να την παρακάμψουν (δεύτερος λόγος). Αμφότεροι οι άνω λόγοι έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως στηριζόμενοι σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι με αυτούς πλήττεται η εκκαλούμενη για κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της από αδικοπραξία, ενώ, ενόψει της απόρριψης της αγωγής ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας ως προς τη βάση της αυτή, δεν ερευνήθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η ουσιαστική βασιμότητά της. Ακολούθως, επειδή το Δικαστήριο τούτο έχει την εξουσία να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως (χωρίς την προβολή ειδικού παραπόνου) το ορισμένο της αγωγής, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.) και ενόψει του αιτήματος της εκκαλούσας να εξαφανιστεί στο σύνολό της η εκκαλούμενη απόφαση και να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή της, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως είναι διατυπωμένη η αγωγή, είναι απορριπτέα ως αόριστη ως προς τη βάση της από αδικοπραξία, διότι δεν διαλαμβάνει τα αναγκαία για την πληρότητά της στοιχεία κατά τα άρθρα 118 και 216 Κ.Πολ.Δ. Ειδικότερα, ενώ επιχειρεί θεμελίωση της ευθύνης της εναγομένης θαλάσσιας μεταφορέως στην παράλειψη των προστηθέντων της μελών του πληρώματος του πλοίου της να τοποθετήσουν σήμανση σε ράβδο πάνω στην οποία σκόνταψε η ενάγουσα α) δεν εκθέτει με σαφήνεια τον ακριβή τόπο που έλαβε χώρα το άνω ατύχημα που προκάλεσε τον τραυματισμό της και τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες αυτό συνέβη [διευκρινίζοντας εάν αυτό έλαβε χώρα στο εσωτερικό του πλοίου ή στον καταπέλτη που χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες αποβίβασης και επιβίβασης επιβατών και οχημάτων, προσδιορίζοντας το είδος της ράβδου στην οποία σκόνταψε η ενάγουσα (π.χ. πλαστική, ξύλινη, μεταλλική) και εκθέτοντας τις διαστάσεις της, τη θέση που αυτή είχε επί του πλοίου κατά το χρόνο του ατυχήματος και τη θέση την οποία έπρεπε να έχει σ’ αυτό (εφόσον εξυπηρετούσε κάποια λειτουργία), εάν ήταν σταθερά προσαρμοσμένη στο δάπεδο του πλοίου από μέλη του πληρώματος αυτού ή εάν βρισκόταν τυχαία στο σημείο του ατυχήματος, έχοντας πέσει από διερχόμενο αυτοκίνητο ή επιβάτη, καθώς και το λόγο που δεν μπόρεσε να την αποφύγει η ενάγουσα (ώστε να δύναται να ελεγχθεί η δυνατότητα της τελευταίας από άποψη χρόνου και ορατότητας να αποφύγει τη ράβδο και των αρμοδίων μελών του πληρώματος του πλοίου να την εντοπίσουν και να προλάβουν να λάβουν κατάλληλα μέτρα ασφαλείας για την αποφυγή ατυχήματος)], β) δεν διευκρινίζει με σαφήνεια που επιχειρεί η ίδια να θεμελιώσει τη νομική υποχρέωση επιμέλειας της εναγομένης που παραβιάστηκε παράνομα και υπαίτια από αμέλεια των προστηθέντων της τελευταίας με παράλειψή τους σε σχέση με την άνω ράβδο (στη σύμβαση μεταφοράς, στο νόμο ή στην καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη), ούτε κατά ποιόν τρόπο η παράλειψή τους αυτή (η οποία, εν τέλει, καταλογίζεται στην εναγόμενη) συνιστά αδικοπραξία σε βάρος της ενάγουσας (με αναφορά επαρκών περιστατικών που να στοιχειοθετούν το παράνομο και το υπαίτιο της παράλειψής τους) και γ) δεν προσδιορίζει τους προστηθέντες της εναγομένης που παραβίασαν τη σχετική νομική της υποχρέωση επιμέλειας και δεν αναφέρει ότι η παραβίαση αυτή έγινε κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους (ώστε να δύναται να διαγνωστεί εάν τυχόν παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τους ως προστηθέντων της εναγομένης τελούσε σε εσωτερική αιτιώδη συνάφεια με την υπηρεσία τους και δεν οφείλονταν σε προσωπικούς τους λόγους). Τα ανωτέρω ελλείποντα στοιχεία είναι, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προαναφέρθηκαν, κρίσιμα για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης της εναγομένης και προκαλούν ποσοτική και ποιοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής, καθιστώντας αδύνατη την εκτίμηση του δικογράφου της και τη διάγνωση του αιτούμενου δικαιώματος. Είναι βέβαια αλήθεια ότι η ενάγουσα, για πρώτη φορά με το εφετήριο, αναφέρει ότι, με βάση τα αποδειχθέντα, έπεσε στο σιδερένιο δάπεδο της αναδιπλούμενης ράμπας εισόδου – εξόδου επιβατών και οχημάτων του πλοίου επειδή σκόνταψε σε μια σιδερένια ράβδο που βρισκόταν τυχαία (χωρίς να έχει λόγο να βρίσκεται εκεί) στο δάπεδο της αριστερής πλευράς της ράμπας αυτής, προεξέχοντας και προκαλώντας ανυπέρβλητο και αιφνίδιο / μη αναμενόμενο εμπόδιο στη διαδρομή της και ότι υπεύθυνα για την πτώση της ήταν τα μέλη του πληρώματος του πλοίου της εναγομένης που ήταν αρμόδια για την επιβίβαση επιβατών από το χώρο του γκαράζ και όφειλαν να απομακρύνουν το εμπόδιο της άνω ράβδου ή τουλάχιστον να προειδοποιήσουν τους επιβιβαζόμενους επιβάτες γι’ αυτό. Η συμπλήρωση, όμως, αυτή η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν καλύπτει στο σύνολό τους τις ελλείψεις του δικογράφου της αγωγής που αφορούν θεμελιώδη στοιχεία του αγωγικού δικαιώματος και προαναφέρθηκαν, ενώ απαραδέκτως διαφοροποιεί εν μέρει το λόγο ευθύνης της εναγομένης και των προστηθέντων της (άρθρο 224 εδάφ. β΄Κ.Πολ.Δ, Α.Π. 1618/2008, Α.Π. 449/2014, Εφ.Πατρ. 334/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) δεν θεραπεύει την άνω αοριστία, η οποία, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν σε παραπάνω νομική σκέψη, δεν μπορεί να θεραπευτεί με το εφετήριο, ούτε με την παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε μπορεί στην αγωγή να γίνει επιφύλαξη διόρθωσης ή συμπλήρωσης από την προσαγωγή ή εκτίμηση αποδείξεων, διότι αυτό αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 Κ.Πολ.Δ, των οποίων η τήρηση ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Αν δε το Δικαστήριο δεν απορρίψει την αγωγή, μολονότι στο δικόγραφό της αορίστως εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική αιτία, αλλά προβεί στην κατ’ ουσίαν εξέτασή της, παραλείπει, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 216 Κ.Πολ.Δ. να κηρύξει ακυρότητα του δικογράφου, οπότε και ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 407/2009, Α.Π. 503/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση που απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας ως προς τη βάση της από αδικοπραξία και το βασιζόμενο σ’ αυτήν αίτημα αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης της ενάγουσας, δεν έσφαλε αλλά ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε. Περαιτέρω, με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της η ενάγουσα πλήττει την εκκαλούμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων επειδή απέρριψε ως αόριστο το αίτημά της για αποζημίωση λόγω καθυστέρησης άφιξης του πλοίου στον τελικό προορισμό του (Θήρα) με βάση τον άνω Κανονισμό ΕΕ 1177/2010, με την αιτιολογία ότι δεν αναφέρει «ποια ήταν η καθυστέρηση του πλοίου όταν έφθασε στο λιμάνι της Πάρου σε σχέση με το προγραμματισμένο δρομολόγιο, ποια ώρα έφθασε στο λιμάνι της Θήρας, υπό ποιες περιστάσεις έλαβε χώρα η επικαλούμενη αυτή καθυστέρηση και εάν είχε δυσμενείς καιρικές συνθήκες», καίτοι στην αγωγή της αναφέρει ότι «ο προγραμματισμένος χρόνος αναχώρησης του πλοίου στις 06.07.2016 από το λιμάνι της Πάρου ήταν στις 10:40 και ο προγραμματισμένος χρόνος άφιξής του στο λιμάνι της Θήρας ήταν στις 12:45», όπως αναφέρει και ότι «υπήρξε δίωρη καθυστέρηση άφιξης του πλοίου στις 6-7-2016 στο λιμάνι της Πάρου», με αποτέλεσμα η άφιξή του στο λιμένα αυτό να γίνει στις 12:40 και η άφιξή του στο λιμένα της Θήρας να γίνει στις 12:45», ενώ το βάρος απόδειξης των έκτακτων καιρικών συνθηκών – που συνιστούν εξαίρεση αποζημίωσης για καθυστέρηση βάσει του Κανονισμού ΕΕ 1177/2010, εάν βέβαια οι καιρικές συνθήκες ήταν δυσμενείς σε τέτοιο βαθμό, ώστε να δικαιολογείται η μεγάλη καθυστέρηση – φέρει η εναγόμενη για την απόδειξη στη σχετική της άρνηση. Ο λόγος αυτός, κατά το σκέλος του που αναφέρεται στον χρονικό προσδιορισμό της καθυστέρησης του πλοίου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί, το ότι το άνω πλοίο έφθασε με δίωρη καθυστέρηση στο λιμένα της Πάρου δε σημαίνει αναγκαία ότι με την ίδια καθυστέρηση έφθασε και στον τελικό προορισμό του (Θήρα), αφού η ενάγουσα δεν επικαλείται ταυτόχρονα ότι το πλοίο δεν είχε καθυστέρηση κατά την αναχώρησή του από Πάρο, ούτε ότι δεν είχε καθυστέρηση κατά την άφιξή του ή την αναχώρησή του από τα ενδιάμεσα λιμάνια μέχρι τη Θήρα, ούτε προσδιορίζει τη διάρκεια του επικαλούμενου ταξιδίου ενός συμβατικού πλοίου από Πάρο για Θήρα (όσο αναφέρει ότι διήρκεσε περίπου η επίμαχη θαλάσσια μεταφορά της από Πάρο προς Θήρα με το ταχύπλοο πλοίο της εναγομένης). Μάλιστα, την αοριστία του σχετικού αιτήματος αποζημίωσης της ενάγουσας επιτείνει και η παράλειψη αναφοράς της αιτίας που προκάλεσε την επικαλούμενη καθυστέρηση άφιξης του πλοίου στο λιμάνι της Πάρου, καθώς και του εάν η ίδια είχε ενημερωθεί για την καθυστέρηση αυτή από την εναγόμενη πριν από την αγορά του εισιτηρίου της (άρθρο 20 αριθ. 2 του αυτού Κανονισμού), προϋποθέσεις αναγκαίες, σύμφωνα με νομική σκέψη που προεκτέθηκε, για τη στοιχειοθέτηση του δικαιώματος αποζημίωσής της για καθυστέρηση και τον προσδιορισμό του ύψους της, καθώς και για να μπορεί να ελεγχθεί ο ισχυρισμός της ότι η καθυστέρηση δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις της σχετικής ευθύνης της εναγομένης κατ’ άρθρο 20 (αριθ. 3 και 4) του Κανονισμού 1177/2010. Περαιτέρω, κατά το σκέλος του που αναφέρεται στο βάρος απόδειξης των δυσμενών καιρικών συνθηκών ως λόγου εξαίρεσης από το δικαίωμα αποζημίωσης για καθυστέρηση βάσει του άρθρου 20 του άνω Κανονισμού, ο άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι αφορά εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ενώ η απόρριψη της αγωγής ως προς το κονδύλι αποζημίωσης λόγω καθυστέρησης έγινε λόγω (ποιοτικής) αοριστίας της αγωγής, χωρίς να ερευνηθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η ουσία του σχετικού αιτήματος. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, που, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, επίσης απέρριψε ως αόριστο το άνω αίτημα αποζημίωσης λόγω καθυστέρησης, δεν έσφαλε αλλά ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα ενάγουσα με τον τρίτο λόγο της έφεσής της είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Ακολούθως, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει, συμπληρουμένης της αιτιολογίας της εκκαλουμένης απόφασης με αυτήν της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της εξαιρετικά δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδαφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, ποσού εκατό (100,00) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε από την εκκαλούσα (όπως προκύπτει από το με κωδικό ……………… e-παράβολο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το αντίστοιχο ηλεκτρονικό αποδεικτικό πληρωμής, που προσαρτώνται στην έκθεση κατάθεσης της έφεσης).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την έφεση κατά της με αριθ. 2961/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία – τμήμα ναυτικών διαφορών).

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας. Και

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του αναφερόμενου στο σκεπτικό της παρούσας παραβόλου άσκησης έφεσης, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 10 Νοεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

       Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ