Αριθμός 645/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα E.Τ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με ειδικό αριθμό καταθ. …./2018 έφεση κατά της υπ΄αριθμόν 1940/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα καθώς η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 19-12-2017, επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 8-2-2018 (βλ υπ΄αριθμόν ../8-2-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Λάρισας ………) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 6-3-2018 (άρθρα 495,511,513,516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 2 και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 239 παρ 4 του ν 4364/2016 και όχι κατά την τακτική διαδικασία κατά την οποία εκδικάστηκε (βλ σελίδα 6η, σειρά 16η της εκκαλουμένης) δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο από το νόμο (άρθρο 495 παρ 3 ΚΠολΔ) παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. κωδικό e-παραβολου ……… σε συνδυσμό με υπ΄ αριθμόν ……….. απόδειξη είσπραξης της ALPHA Tράπεζας).
Με την αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση η υπό ασφαλιστική εκκαθάριση τελούσα ενάγουσα, η οποία δραστηριοποιούνταν στο χώρο των ασφαλιστικών εργασιών, ιστορούσε ότι δυνάμει εγγράφου συμβάσεως ασφαλιστικού συμβούλου αορίστου χρόνου που είχε συνάψει από το έτος 2006 με την εναγομένη, η τελευταία είχε αναλάβει την διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων αντί προμήθειας επι των καθαρών ασφαλίστρων, τα οποία είχε υποχρέωση ν΄αποδίδει σ΄αυτην κάθε τρίμηνο μετά την λήξη του μήνα παραγωγής. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής η εναγόμενη μεσολάβησε στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων και προέβη στην είσπραξη των αντίστοιχων ασφαλίστρων τα οποία από 1-9-2010 έπαυσε ν΄αποδίδει στην ενάγουσα με συνέπεια να οφείλει σ΄αυτήν μέχρι 29-3-2011 που ανακλήθηκε οριστικά η άδεια λειτουργίας της το συνολικό ποσό των 45.736,84 ευρώ, όπως αναλυτικά κατά ασφαλιστήριο, χρόνο έναρξης και λήξης, ονοματεπώνυμο ασφαλισμένου, κλάδο ασφάλισης και ποσό ασφαλίστρου αναφέρεται στην αγωγή, το οποίο και ιδιοποιήθηκε παρανόμως. Ζήτησε δε, όπως παραδεκτά περιορίστηκε το αίτημα της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ν΄αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει σ΄αυτήν βάσει των διατάξεων περί αδικοπραξιών, άλλως βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, το ποσό των 45.736,84 ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας μετά πάροδο τριμήνου από της ανακλήσεως της άδειας αυτής, ήτοι από 29-6-2011, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα άσκησε την από 27-1-2014 και με γενικό αριθμό καταθ. …./2014 και ειδικό αριθμό καταθ. ……/2014 ανακοίνωση δίκης κατά της ανώνυμης εταιρίας «……..», ισχυριζόμενη ότι η επίδικη σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου ήταν εικονική ως προς το πρόσωπο της ενάγουσας και ότι πραγματική αντισυμβαλλόμενη στην οποία και παρείχε τις υπηρεσίες της από της υπογραφής της συμβάσεως αυτής και εντεύθεν ήταν η καθ΄ης η ανακοίνωση δίκης ανώνυμη εταιρία «……….», η οποία και υποχρεούται στην καταβολή του αιτούμενου από την ενάγουσα ποσού. Η τελευταία (καθ΄ης η ανακοίνωση δίκης) δεν παραστάθηκε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης και δεν συμμετείχε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο στη δίκη αυτή). Επί της ανωτέρω νομίμου αγωγής (άρθρα 297, 298, 340, 345, 346, 361, 822 επ και 914 ΑΚ, 375 ΠΚ), η οποία παραδεκτά ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ως καθ΄υλην και κατά τόπο αρμοδίου Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 239 παρ 5 του ν 4364/2016, εξεδόθη η με αριθμό 1940/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία συνεκδικάστηκε η αγωγή με την ανακοίνωση δίκης και αφού έγινε δεκτή η αγωγή κατά την κύρια βάση αυτής αναγνωρίστηκε ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 45.736,84 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Ήδη, κατά της αποφάσεως αυτής βάλλει η ενάγουσα παραπονούμενη για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την καθ΄ολοκληρίαν απόρριψη της αγωγής της αντιδίκου της.
Κατά την διάταξη του άρθρου 138 ΑΚ δήλωση βουλήσεως που δεν έγινε σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη. Άλλη δικαιοπραξία, που καλύπτεται κάτω από την εικονική, είναι έγκυρη αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν όλοι οι απαιτούμενοι όροι προς σύσταση της. Σε ορισμένες περιπτώσεις το ελάττωμα της εικονικότητας δεν στερεί την δικαιοπραξία από οποιαδήποτε ενέργεια (απόλυτη εικονικότητα), αλλά αντίθετα αυτή, παρά την εικονικότητα, παράγει έννομα αποτελέσματα και στη συγκεκριμένη περίπτωση υφίσταται σχετική εικονικότητα (άρθρο 138 παρ 2 ΑΚ). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι για την εφαρμογή της δεύτερης παραγράφου της διατάξεως αυτής, εκτός από τη φαινομενική βούληση αυτών που συμβλήθηκαν, η οποία δεν δηλώθηκε στα σοβαρά, απαιτείται η σύμπτωση της βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων για την παραγωγή άλλου εννόμου αποτελέσματος, διάφορου του δηλωθέντος. Εξάλλου, η εικονικότητα αυτή μπορεί να αναφέρεται και στο πρόσωπο υπέρ του οποίου επέρχονται τα δικαιώματα από την εικονική δικαιοπραξία, όταν συμβάλλεται αντί αυτού άλλο πρόσωπο, με συμφωνία όλων των συμβαλλομένων, εικονικών και πραγματικών, ότι τα αποτελέσματα της συμβάσεως θα επέλθουν όχι υπέρ του φαινομενικά συμβαλλόμενου, αλλ΄υπέρ του καλυπτόμενου αληθινού. Έτσι , για να ισχύει η σύμβαση όχι για τον φαινομενικά εμφανιζόμενο ως συμβαλλόμενο, αλλά για το καλυπτόμενο από εκείνον πρόσωπο, απαιτείται γνώση και αντίστοιχη συμφωνία όλων των εμπλεκόμενων μερών (ΑΠ 2260/2014,Νομος, ΑΠ 1777/2005, Νομος, ΑΠ 1332/2005 Νόμος, ΑΠ 483/2005 Νόμος). Περαιτέρω, όταν η εικονικότητα στη σύμβαση αναφέρεται στο πρόσωπο του ενός εκ των συμβαλλομένων, η σύμβαση αυτή είναι άκυρη και γι΄αυτό θεωρείται σαν να μην έγινε ως προς αυτόν, ενώ ισχύει για το υποκρυπτόμενο πρόσωπο, η ακυρότητα δε αυτή μπορεί να προταθεί από καθέναν που έχει έννομο συμφέρον σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 ΑΚ και 68, 70 ΚΠολΔ (ΑΠ 2306/2009 Νόμος, ΑΠ 408/2002, Νόμος).
Από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, την υπ΄αριθμόν …./24-5-2017 ένορκη βεβαίωση της …….. ενώπιον του συμβολαιογράφου Βόλου, ……….. για την οποία επιδόθηκε κλήση στην ενάγουσα εταιρία στις 17-5-2017, ήτοι δύο τουλάχιστον ημέρες πριν από την δόση της βεβαίωσης κατ΄ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ (βλ. υπ΄αριθμόν …/2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, …….) και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζουν νομοτύπως και επικαλούνται οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία «……….» με αριθμό μητρώου ανωνύμων εταιριών …… δραστηριοποιούνταν στο χώρο των ασφαλιστικών εργασιών έχοντας εφοδιαστεί με σχετική άδεια λειτουργίας, η οποία χορηγήθηκε σ΄αυτήν με την υπ΄ αριθμόν Κ3 -10051/20/12/1995 απόφαση του Υφυπουργού Εμπορίου (ΦΕΚ ΤΑΕ ΕΠΕ 7/12-1-1996). Προς τούτο συνεργαζόταν πανελληνίως με ασφαλιστικούς πράκτορες, μεσίτες, συμβούλους, συντονιστές και λοιπά πρόσωπα για την σύναψη ασφαλιστικών συμβολαίων κατ΄εφαρμογή του ν 1569/1985 και του πδ 289/1986. Στις 29-3-2011 με απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδας που ελήφθη κατά την συνεδρίαση 7/29-3-2011, η οποία δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ με αριθμό 1706/4-4-2011 τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ, ανακλήθηκε οριστικώς η άδεια λειτουργίας αυτής και τέθηκε η εταιρία αυτή υπό ασφαλιστική εκκαθάριση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ 3, 7,8,9,10,12α,13γ και 17 α έως 17 γ του νδ 400/1970. Με την απόφαση αυτή διορίσθηκε επόπτης εκκαθαρίσεως ο δικηγόρος Αθηνών, ……….. και διατάχθηκε η ανάκληση των εργασιών αυτής και η σφράγιση των γραφείων της. Ως εκ τούτου στις 29-3-2011 έπαυσε η ανωτέρω εταιρία να δραστηριοποιείται στο χώρο των ασφαλιστικών εργασιών και εισήλθε στο στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως με σκοπό την είσπραξη όλων των οφειλομένων και την ρευστοποίηση δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων αυτής μετά από σχετική έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος. Εκκαθαριστής, αρχικά προσωρινός και στη συνέχεια οριστικός ορίστηκε ο ……….. με την υπ΄αριθμόν 2998/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), και ήδη η ………. η οποία ανέλαβε καθηκοντα ασφαλιστικού εκκαθαριστή από 30-11-2016 και εντεύθεν (βλ υπ΄ αριθμον 3770/2016 ΦΕΚ ΠΡΑ.Δ.Ι.Τ.) ενώ με την υπ΄αριθμόν 542/2011 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου διατάχθηκε και η σφράγιση των γραφείων της έδρας της ενάγουσας στα … Αττικής επί της οδού …….. και εν συνεχεία με την υπ΄αριθμόν 588/2011 απόφαση του αυτού Ειρηνοδικείου διατάχθηκε η αποσφράγιση των γραφείων της έδρας της ενάγουσας, η απογραφή των εντός αυτών κινητών πραγμάτων, στοιχείων και εγγράφων η οποία ολοκληρώθηκε στις 5-4-2011. Με την υπ΄αριθμόν …./12-7-2006 σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου που είχε υπογραφεί αφενός μεν από την ενάγουσα, «……» εκπροσωπούμενη από τον τότε πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνοντα σύμβουλο αυτής, …….. αφετέρου δε από την εναγομένη, …….., φέρεται ότι η πρώτη είχε αναθέσει και η τελευταία είχε αναλάβει την διαμεσολάβηση για την σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων έχοντας το δικαίωμα να προσυπογράφει η ίδια τα ασφαλιστήρια συμβόλαια και τις αποδείξεις είσπραξης ασφαλίστρων και να φροντίζει για την επίδοση αυτών στους ασφαλισμένους. Επιπρόσθετα, η εναγομένη είχε το δικαίωμα να εισπράττει τα ασφάλιστρα ως προς τα οποία θα ευθυνόταν ως θεματοφύλακας, τα οποία υποχρεούνταν κάθε τρίμηνο μετά την λήξη του μήνα της παραγωγής να αποδίδει στην ενάγουσα. Ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες της η εναγόμενη θα ελάμβανε προμήθεια επί των καθαρών ασφαλίστρων η οποία καθοριζόταν κατά κλάδο και οριζόταν λεπτομερώς στη σύμβαση αυτή. Ωστόσο, η ανωτέρω σύμβαση ουδέποτε εκτελέστηκε διότι η σύμβαση αυτή δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά, ήταν δηλαδή εικονική, καθόσον η εναγόμενη προσέφερε στην πραγματικότητα τις υπηρεσίες της στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………» με έδρα τον …. και αριθμό μητρώου ανωνύμων εταιριών ……. και αριθμό ΓΕ.ΜΗ …. η οποία είχε συσταθεί δυνάμει του υπ΄αριθμόν …/13-9-2002 καταστατικού συμβολαίου του συμβολαιογράφου Βόλου ….. που δημοσιεύτηκε στο με αριθμό 10377/10-10-2002 ΦΕΚ τεύχος Ανωνύμων Εταιριών και ΕΠΕ, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας, πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και διευθύνων σύμβουλος ήταν ο . ….. . ο οποίος διατηρούσε φιλική σχέση με τον τότε πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνοντα σύμβουλο της ενάγουσας, ………. Η εναγόμενη διατηρούσε για λογαριασμό της εταιρίας «…….» γραφείο στον …… και εμφανιζόταν στις συναλλαγές ως στέλεχος της εταιρίας αυτής, ενώ τυπικά φαινόταν ως ασφαλιστικός πράκτορας της ενάγουσας. Απέδιδε, δηλαδή, όλες τις εισπράξεις του γραφείου στον …… στην εταιρία «……..», ενώ η αμοιβή της, η οποία προερχόταν από την εταιρία «…………», ήταν αναλογική των ασφαλιστικών συμβάσεων που προωθούσε το συγκεκριμένο γραφείο. Η εικονικότητα της ανωτέρω σύμβασης ως προς το πρόσωπο του αντισυμβαλλόμενου της εναγομένης ήταν εν γνώσει της εναγόμενης και επιδίωξη αμφοτέρων των ανωτέρω ανωνύμων εταιριών ήτοι τόσο της «……..» όσο και της «……….». Τα ανωτέρω αποδεικνύονται από την πληθώρα των αποδείξεων της Τράπεζας Πειραιώς που προσκομίζει η εναγομένη εκ των οποίων προκύπτουν τα ποσά που κατέθετε η εναγόμενη από 1-1-2010 μέχρι 29-3-2011 σε λογαριασμό του διευθύνοντα συμβούλου ……. (3000, 2500, 4525, 3230, 2937, 2900, 3110, 5500, 2945, 3500,3500,4000,1960, 2100,3050,4010, 3695, 1500, 2500, 4710, 3000, 4465, 2000, 2500, 1600, 2500, 1000, 2000 ευρώ), η συχνότητα κατάθεσης αυτών (ανά δύο έως πέντε ημέρες) και ο δικαιούχος των ποσών αυτών. Επίσης, τα ανωτέρω ενισχύονται και από την κατάθεση της μάρτυρος, ………. που περιέχεται στην υπ΄αριθμόν …../2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του συμβολαιογράφου …………, η οποία επιβεβαίωσε την εικονικότητα της επίδικης σύμβασης συμπληρώνοντας ότι και η ίδια ενώ παρείχε τις υπηρεσίες της στην εταιρία «…….» για κάποιο χρονικό διάστημα εμφανιζόταν τυπικά ως ασφαλιστικός πράκτορας της «……….». Από την άλλη πλευρά, η ενάγουσα δεν προσκομίζει ούτε μία απόδειξη εκ της οποίας να προκύπτει ότι η εναγόμενη απέδωσε σ΄ αυτήν σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή ασφάλιστρα μολονότι η εναγόμενη φέρεται ότι απασχολήθηκε σ΄αυτήν από 12-7-2006 και εντεύθεν, ήτοι για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τετραετίας. Εξάλλου, ούτε εκ της καταθέσεως της μάρτυρος της ενάγουσας η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως δύναται ν΄ ανατραπούν τα ανωτέρω καθώς δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει κατηγορηματικά την από μέρους της εναγομένης οφειλή του αιτούμενου ποσού των 45.736,84 ευρώ. Τέλος, αν πράγματι η εναγόμενη παρείχε τις υπηρεσίες της ως ασφαλιστικός πράκτορας της ενάγουσας δεν δικαιολογείται η από μέρους της τελευταίας αδράνεια περί την είσπραξη των ασφαλίστρων παρά την πάροδο της προθεσμίας που είχε προβλεφθεί στην επίδικη σύμβαση, αλλά ούτε και ο αριθμός των συμβάσεων που φέρεται ότι συνήψε σε μικρό χρονικό διάστημα (από 1-9-2010 μέχρι 29-3-2011) ως ασφαλιστικός πράκτορας. Κατόπιν όλων αυτών δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι επίδικη σύμβαση ήταν εικονική ως προς το πρόσωπο του αντισυμβαλλόμενου της εναγομένης, η οποία συνακόλουθα ουδεμία υποχρέωση καταβολής του αιτούμενου ποσού στην ενάγουσα υπέχει. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη δέχθηκε τ΄αντίθετα και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει το ποσό των 45736,84 ευρώ με το νόμιμο τόκο εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις κατά τον βάσιμο περί αυτού λόγο εφέσεως, η οποία συνακόλουθα πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν. Περαιτέρω, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, να δικαστεί η αγωγή και ν΄ απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας – εναγόμενης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας – εφεσίβλητης λόγω της ήττας αυτής (άρθρα 176,183 και 191 παρ 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Πρέπει, επίσης, να διαταχθεί και η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα λόγω της παραδοχής της εφέσεως (άρθρο 495 παρ 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσία την έφεση
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την με γενικό αριθμό καταθ………. 2014 και αριθμό καταθ. δικογράφου …../2014 αγωγή
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εφεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας του, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης στην εκκαλούσα
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 2 Νοεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ