Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 647/2020

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός Αποφάσεως 647/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαρία Κωττάκη, Εφέτη (που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς) και τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

           Νομίμως φέρεται, αυτεπαγγέλτως, προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η από 28.11.2019 έφεση (ΓΑΚ …./2019 – ΕΑΚ …./2019), δυνάμει της υπ’ αριθ. 51/2020 Πράξεως της Εφέτη Μαρίας Κωττάκη, που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ.2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α’ 104/30-5-2020), περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων, των οποίων η συζήτηση ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων (από 13-3-2020 έως 31-5-2020), σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς.

Η προαναφερόμενη υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3566/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την ένδικη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (741 έως 781 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομοτύπως, με κατάθεση του δικογράφου της και του σε αυτό συνημμένου παραβόλου στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου και εμπροθέσμως. Η δε υπό κρίση από 30.6.2020 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του ανωτέρω πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2020 και στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 1402/2020 οριστικής αποφάσεώς του, η οποία μεταρρύθμισε  την ως άνω εφεσιβαλλομένη 3566/2019 απόφαση, έχει επίσης ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως. Συνεπώς, οι εφέσεις πρέπει να γίνουν τυπικώς δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, συνεκδικαζόμενες λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και γιατί συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 246, 524§1 εδάφ. α΄, 591§1 και 741 ΚΠολΔ.

Η εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 3566/2019 απόφαση απέρριψε την κύρια παρέμβαση (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) του ήδη εκκαλούντος και δέχθηκε ως και κατ΄ουσίαν  βάσιμη την από 4.9.2019 αίτηση (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019) της ήδη εφεσίβλητης με την οποία αυτή, ως μέτοχος κατά ποσοστό 25% της ιδρυθείσας κατά το δίκαιο των Νήσων Μάρσαλ εταιρείας, με την επωνυμία “……….”, που είχε νομίμως εγκατασταθεί στον Πειραιά σύμφωνα με τις διατάξεις των ΑΝ 378/68, 27/75 και των Ν. 814/78, 2234/04, επικαλούμενη αφενός έννομο συμφέρον και περίπτωση ανεπίδεκτη αναβολής αφετέρου σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της ίδιας της εταιρείας και του ήδη εκκαλούντος ως Προέδρου, Διευθύνοντος Συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου αυτής, μετόχου κατά το λοιπό ποσοστό του 75%, ζήτησε τον διορισμό προσωρινού νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας προκειμένου αυτός να υποβάλει για λογαριασμό της εταιρείας δήλωση ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς ότι επιθυμεί την πρόοδο της εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας κατά του εκκαλούντος για το αδίκημα της υπεξαιρέσεως που αυτός κατηγορείται ότι τέλεσε σε βάρος της εταιρείας καθώς και να ασκήσει κατ’ αυτού  για λογαριασμό της εταιρείας αγωγή ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων με αίτημα την απόδοση του φερομένου ως υπεξαιρεθέντος ποσού των 480.004,59 ευρώ. Ακολούθως, ο διορισθείς δυνάμει της προαναφερόμενης εκκαλουμένης αποφάσεως προσωρινός νόμιμος εκπρόσωπος αποποιήθηκε τον διορισμό του λόγω διαγραφής του από τους καταλόγους πραγματογνωμόνων του Πρωτοδικείου Πειραιώς κι η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30.10.2019 αίτηση (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2019) περί αντικαταστάσεως αυτού. Η εκκαλουμένη υπ΄αριθ. 1402/2020 απόφαση του ανωτέρω πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δέχθηκε την αίτηση και αντικατέστησε τον διορισθέντα δυνάμει της 3566/2019 αποφάσεως  προσωρινό νόμιμο εκπρόσωπο, με τον ……………..

Κατά των αποφάσεων αυτών παραπονείται ο εκκαλών με τις ασκηθείσες εφέσεις για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και  ζητεί την εξαφάνισή τους και την απόρριψη των αιτήσεων, κατ’ αποδοχή της κυρίας παρεμβάσεώς του  με την οποία ζήτησε την απόρριψη της πρώτης εκ των ανωτέρω αιτήσεων λόγω ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και λόγω αοριστίας.

Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 69 ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 740 και 786 ΚΠολΔ προσωρινή διοίκηση σε νομικό πρόσωπο μπορεί να διορισθεί από το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, μόνο: 1) αν λείπουν τα πρόσωπα που απαιτούνται για τη διοίκηση ή 2) αν τα συμφέροντά τους συγκρούονται προς εκείνα του νομικού προσώπου (ΟλΑΠ 18/2001, ΕφΘεσ 919/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο διορισμός της προσωρινής διοίκησης γίνεται κατά το άρθρο 786 παρ. 1 ΚΠολΔ με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας από το Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας, όπου έχει την έδρα του το νομικό πρόσωπο. Με την παραπάνω διάταξη, που έχει εξαιρετικό χαρακτήρα, επιδιώκεται η προστασία των συμφερόντων του νομικού προσώπου και των τρίτων (εταίρων, πιστωτών) που σχετίζονται με αυτό, αλλά και του ευρύτερου συνόλου, ενόψει της σημασίας που έχουν τα νομικά πρόσωπα και ιδιαίτερα οι κεφαλαιουχικές εταιρίες ως μέσο άσκησης οικονομικής δραστηριότητας (ΑΠ 561/2018 – “Νόμος”).

ΙΙ. Κατά το άρθρο 10 του Αστικού Κώδικα, η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, ως έδρα του νομικού προσώπου από την οποία, κατ` άρθρο 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ, (το οποίο εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 741 του ίδιου κώδικα και στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας) προσδιορίζεται, εκτός άλλων, η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου, νοείται η πραγματική έδρα, δηλαδή ο τόπος όπου πράγματι ασκείται η Διοίκησή του και όχι ο τυχόν διάφορος τόπος που κατονομάζεται απλώς ως έδρα στο καταστατικό του (καταστατική έδρα). Επομένως, και αλλοδαπή τυπικά εταιρία, της οποίας η Διοίκηση ασκείται στην Ελλάδα, όπου βρίσκεται η πραγματική της έδρα, αρμοδίως ενάγεται ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων, η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία των οποίων καθορίζεται βάσει του τόπου της πραγματικής έδρας της εναγομένης εταιρίας (Ολ. ΑΠ 2/2003 ΕλλΔνη44,388, ΟλΑΠ 2/1999 ΕλλΔνη 40.272, ΑΠ 481/1978ΝοΒ 27.211). Τον ως άνω, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, καθορισμό της έδρας των νομικών προσώπων δεν μετέβαλε ο νόμος 791/1978 διότι με αυτόν εισάγεται κατ` απόκλιση από το γενικό κανόνα του ως άνω άρθρου 10 του ΑΚ διαφορετική ρύθμιση, ειδικά ως προς τις ναυτιλιακές εταιρίες και μόνον “ως προς τα θέματα της σύστασης και της ικανότητας δικαίου αυτών” ορίζοντας ότι αυτά θα διέπονται από το Δίκαιο της Πολιτείας στην περιοχή της οποίας βρίσκεται κατά το καταστατικό η έδρα τους, και ότι είναι αδιάφορος ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η πραγματική έδρα τους (Ολ. ΑΠ 2/99). Δηλαδή ο ν. 791/1978 δεν ασχολείται με δικονομικά θέματα, όπως η δωσιδικία των πιο πάνω αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιριών, βάσει της οποίας το Δικαστήριο είναι αρμόδιο, εάν αυτές έχουν την πραγματική τους έδρα στη δικαιοδοτική περιφέρειά του αλλά η πιο πάνω θεσμοθέτηση έγινε χάριν της διαφυλάξεως του κύρους των πιο πάνω αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιριών, για να μη μετασχηματιστούν αυτές σε “εν τοις πράγμασι” ομόρρυθμες εταιρίες, λόγω μη τηρήσεως των υπό του Ελληνικού νόμου προβλεπομένων διατυπώσεων συστάσεως και απόκτησης ικανότητας δικαίου αυτών  Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι η προαναφερόμενη ρύθμιση του άρθρου μόνου του Ν. 791/1978 περιορίζεται, ως προς την έκταση εφαρμογής της, μόνο ως προς τη “σύσταση και τη δικαιοπρακτική και δικαιοκτητική ικανότητα” των ναυτιλιακών εταιριών, οι οποίες έχουν μεν καταστατική έδρα στην αλλοδαπή, πλην όμως είναι νομίμως εγκατεστημένες στην Ελλάδα. Ετσι, λοιπόν, δεν υπάγεται στο παραπάνω περιορισμένο πεδίο εφαρμογής του Ν. 791/1978 το ζήτημα του “διορισμού προσωρινής διοίκησης” μίας τέτοιας εταιρίας, καθόσον τούτο είναι δικονομικής φύσεως. Πλέον συγκεκριμένα, από το σύνολο των διατάξεων του άρθρου 786 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι α) παρέχεται ευρύτατη εξουσία στο Δικαστήριο της εκούσιας δικαιοδοσίας να μεριμνά για την ομαλή, κατά τις περιστάσεις, λειτουργία οποιουδήποτε νομικού προσώπου, διορίζοντας ή αντικαθιστώντας την προσωρινή του διοίκηση και β) γίνεται έμμεση παραπομπή στην εφαρμοστέα ρύθμιση του άρθρου 69 ΑΚ, στην οποία, υπό τον τίτλο “έλλειψη προσώπων διοίκησης” ορίζεται ότι “αν λείπουν τα πρόσωπα που απαιτούνται για τη διοίκηση του νομικού προσώπου, ή, αν τα συμφέροντά τους συγκρούονται προς εκείνα του νομικού προσώπου”, διορίζεται προσωρινή διοίκηση ύστερα από αίτηση όπου έχει έννομο συμφέρον. Συνακόλουθα, για το “διορισμό προσωρινής διοίκησης” μίας εταιρίας με τα πιο πάνω χαρακτηριστικά (καταστατική έδρα στην αλλοδαπή, εγκατάσταση και πραγματική άσκηση διοίκησης στην Ελλάδα) συγκροτείται “αμάλγαμα” διατάξεων ουσιαστικού και δικονομικού περιεχομένου, που στενώς αλληλοεπηρεάζονται, ενώ ο κύριος σκοπός τούτου (“αμαλγάματος”) είναι η, κατά την καθοριστική λειτουργία του δικαίου, παροχή ένδικης προστασίας, κυρίως διαπλαστικής, αλλά και βεβαιωτικής μορφής, αποβλέποντας στην κατοχύρωση ή προστασία ιδιωτικού συμφέροντος (ΕφΠειρ 403/2004 – “Νόμος”).

Κατ’ ακολουθία των αναφερομένων ανωτέρω υπό στοιχεία Ι και ΙΙ, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε αρμοδιότητα και διεθνή δικαιοδοσία να δικάσει τις ένδικες αιτήσεις και όσα αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών είναι  απορριπτέα ως αβάσιμα.

ΙΙΙ. Τα επί μέρους ζητήματα που, σύμφωνα με το άρθρο 10 ΑΚ  ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου είναι,   μεταξύ άλλων, η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του. . Ως “έδρα” νοείται στη διάταξη αυτή η πραγματική και όχι η καταστατική, δηλαδή ο τόπος, όπου είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, δηλαδή ο τόπος στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεώς του, στον οποίο ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις. Απόκλιση από τον θεσπιζόμενο με το άρθρο 10 ΑΚ κανόνα της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου εισάγεται, μεταξύ άλλων, με το άρθρο 1 του Ν. 791/1978, ,όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 11 παρ.δ’ Ν. 3816/10, σύμφωνα με το οποίο ναυτιλιακές εταιρίες, των οποίων η σύσταση έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων (με εξαίρεση αυτές που είναι πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες σκαφών αναψυχής) υπό ελληνική σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή ήθελαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 (που έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 28 του Ν. 814/1978, τροποποιηθεί με το άρθρο 75 παρ. 5 του Ν. 1892/1920 και αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 4 του Ν. 2234/1994) ή των Α.Ν. 89/1967  και 378/1968, διέπονται ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της Χώρας, στην οποία βρίσκεται κατά το Καταστατικό τους η έδρα τους, ανεξαρτήτως του τόπου από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους.Τα αυτά ισχύουν και για τις εταιρείες χαρτοφυλακίου των παραπάνω εταιρειών. Σε περίπτωση, όμως,  που ανακληθεί η άδεια εγκαταστάσεως των ως άνω εταιρειών, οι εταιρείες αυτές, από τη δημοσίευση, ομοίως,  της σχετικής υπουργικής αποφάσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφόσον συνεχίζεται η λειτουργία τους, επειδή δεν έχουν συσταθεί κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, θεωρούνται κατά τα ανωτέρω ως ομόρρυθμες “εν τοις πράγμασι” και τα μέλη της διοικήσεως και οι μέτοχοι αυτών ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρείας, σύμφωνα προς τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 Ν. 4072/2012 (ΟλΑΠ 2/2003, ΑΠ 1183/2019 – “Νόμος”). Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και ενόψει του ότι δεν αναφέρεται στο δικόγραφο της ένδικης αιτήσεως ότι η ανωτέρω ναυτιλιακή εταιρεία, μη πλοιοκτήτρια ή διαχειρίστρια πλοίων υπό ελληνική σημαία, συνέχιζε να εμφανίζει συναλλακτική δραστηριότητα και μετά την ανάκληση της άδειας εγκαταστάσεώς της, προκειμένου να θεωρηθεί αυτή ομόρρυθμη εν τοις πράγμασι εταιρεία, εφαρμοστέο δίκαιο ως προς τη σύσταση, τη λύση (επομένως και την εκκαθάριση)  καθώς και την ικανότητα δικαίου της εταιρείας αυτής είναι το δίκαιο της καταστατικής έδρας της, δηλαδή των Νήσων Μάρσαλ, όπως ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Στην παράγραφο 105 (1) του εφαρμοστέου εν προκειμένω Νόμου περί Εμπορικών Επιχειρήσεων (Business Corporation Act) των Νήσων Μάρσαλ, (προσκομίζεται στο πρωτότυπο και σε μετάφραση), το οποίο τιτλοφορείται “Εκκαθάριση των υποθέσεων της εταιρείας μετά από τη λύση” ορίζονται τα ακόλουθα: “Συνέχιση της εταιρείας υπό εκκαθάριση. Όλες οι εταιρείες ανεξάρτητα από το αν λήγουν λόγω δικών τους περιορισμών ή λύονται άλλως, λειτουργούν πάραυτα για περίοδο τριών (3) ετών από τη λήξη ή τη λύση τους ως νομικά πρόσωπα με σκοπό να ασκούν αγωγές και να αμύνονται έναντι αγωγών από ή εναντίον τους και να μπορέσουν σταδιακά να διευθετήσουν και να ολοκληρώσουν τις εργασίες τους, να διαθέσουν και να μεταβιβάσουν την περιουσία τους, να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους και να διανείμουν στους μετόχους τυχόν εναπομείναντα περιουσιακά στοιχεία, αλλά όχι με σκοπό τη συνέχιση της δραστηριότητας για την οποία ιδρύθηκε η εταιρεία. Σε σχέση με οποιαδήποτε προσφυγή, αγωγή ή διαδικασία που ξεκίνησε από ή κατά της εταιρείας είτε πριν είτε εντός τριών (3) ετών από την ημερομηνία λήξης ή λύσης και δεν έχει ολοκληρωθεί μέσα σε αυτή την περίοδο, η εταιρεία διατηρείται ως νομικό πρόσωπο πέραν αυτής της περιόδου προς το σκοπό της ολοκλήρωσης της εν λόγω προσφυγής, αγωγής ή διαδικασίας και μέχρις ότου εκδοθεί οποιαδήποτε απόφαση, ένταλμα ή δικαστική εντολή επί αυτής”. Η διατύπωση του τελευταίου εδαφίου στο πρωτότυπο αγγλικό κείμενο είναι η εξής: “ With respect to any action, suit, or proceeding begun by or against the corporation either prior to or within three (3) years after the date of its expiration or dissolution, and not concluded within such period, the corporation shall be continued as a body corporate beyond that period for the purpose of concluding such action, suit or proceeding and until any judgment, order, or decree therein shall be fully executed”.  Πρόδηλος σκοπός της ανωτέρω ρυθμίσεως είναι η διατήρηση της νομικής προσωπικότητας της λυθείσης εταιρείας και πέραν της τριετίας από τη λήξη ή λύση της, προκειμένου να περατωθεί με οποιονδήποτε τρόπο η αστική ή ποινική διαδικασία που με άσκηση αγωγής (action) ή μήνυσης (suit) ξεκίνησε υπέρ ή κατά της εταιρείας, πριν τη λύση της ή εντός τριετίας από αυτή, και μάλιστα μέχρι να εκτελεστεί πλήρως (fully executed) η σχετική απόφαση, ώστε να μη δύναται να χρησιμοποιηθεί η τριετία αυτή αφενός ως λόγος εξαλείψεως αστικών ή ποινικών ευθυνών της εταιρείας, όπως αυτή εκπροσωπείται, αφετέρου ως λόγος αποσβέσεως των αντίστοιχων δικαιωμάτων της, με μόνη προϋπόθεση  την άσκηση των σχετικών ενδίκων βοηθημάτων πριν τη λύση της εταιρείας ή εντός τριετίας από αυτή.

Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα ανεξαιρέτως τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα έγγραφα, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς, μόνο, γίνεται μνεία κατωτέρω, καθώς και από την υπ’ αριθμ. ../2019 ένορκη βεβαίωση της …….ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……, που με επίκληση επαναπροσκομίζει ο εκκαλών και της οποίας προηγήθηκε νόμιμη κλήτευση της εφεσίβλητης (βλ. υπ΄αριθ.  …/2019 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς ……….), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εταιρεία με την επωνυμία  “………” συστήθηκε στις 23 Ιουλίου του έτους 2003 σύμφωνα με τους νόμους των Nήσων Μάρσαλ ως επιχειρηματική ναυτιλιακή εταιρεία. Η εταιρεία αυτή εδρεύει κατά το καταστατικό της στη διεύθυνση …………, δηλαδή εκεί όπου εδρεύουν όλες οι υπεράκτιες εταιρείες με καταστατική έδρα στις Νήσους Μάρσαλ. Στην πραγματικότητα, όμως, εδρεύει στον Πειραιά, επί της οδού Φίλωνος αριθ. 70, όπου και εγκατέστησε γραφείο δυνάμει της υπ’ αριθ. 3122.1/3717/24055/21.08.2003 (ΦΕΚ ΤΑΠΣ 135/11.9.2003) κοινής Αποφάσεως των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας με βάση τον ΑΝ 89/67 και το άρθρο 25 του Ν. 27/1975, όπως αντικατατάθηκε και ίσχυε κατά το χρόνο εκδόσεως αυτής. Το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας συνεδρίασε για πρώτη φορά στον Πειραιά στις 24-7-2003, και όρισε τον εκκαλούντα, ……….., που διαθέτει το πλειοψηφικό μερίδιο (76%) των μετοχών, πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνοντα σύμβουλο. Στη συνέχεια η αιτούσα και ήδη εφεσίβλητη απέκτησε μειοψηφικό μερίδιο (25%) των μετοχών της εταιρείας αυτής και κατέστη μέλος του διοικητικού συμβουλίου, τα υπόλοιπα (πλην των διαδίκων) μέλη του οποίου ήταν η αδελφή του εκκαλούντος ……. και η σύζυγός του ………. Η άδεια εγκαταστάσεως της εταιρείας αυτής στην Ελλάδα ανακλήθηκε τον Δεκέμβριο του έτους 2010 δυνάμει της  ΚΥΑ 3122.1/3717/14/24055/19.11.2010 (ΦΕΚ Β΄/1876/01.12.2010), χωρίς έκτοτε να συνεχισθεί η επαγγελματική της δραστηριότητα στον Πειραιά. ΄Οπως βεβαιώνεται στο προσκομιζόμενο έγγραφο με ημερομηνία 12 Ιανουαρίου 2011 που εξέδωσε  η Αναπληρώτρια Γραμματέας του Μητρώου Εταιρειών των Νήσων Μάρσαλ , στις 12 Ιανουαρίου 2011, το Καταστικό της εν λόγω εταιρείας “ανεκλήθη, η εταιρία ακυρώθηκε και όλες οι εξουσίες που απονέμονται εκ του νόμου σε αυτή κατέστησαν αδρανείς, εξαιρουμένων των εξουσιών που ειδικά προβλέπονται εκ του νόμου για να επιτευχθεί προσηκόντως η εκκαθάριση των εταιρικών της υποθέσεων”. Δηλαδή η εταιρεία, στις 12 Ιανουαρίου 2011,  λύθηκε και τέθηκε σε καθεστώς εκκαθαρίσεως. Ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με τον εφαρμοστέο νόμο περί εμπορικών επιχειρήσεων των νήσων Μάρσαλ (βλ. ανωτέρω άρθρο 105), η εκκαθάριση της εταιρείας διαρκεί τρία έτη, ότι εν προκειμένω η εταιρεία τέθηκε σε εκκαθάριση το έτος 2011, επομένως, το νόμιμο χρονικό διάστημα της εκκαθαρίσεως έληξε το έτος 2014 και από τότε η εταιρεία έπαυσε να υφίσταται, άρα δεν είναι νόμιμος ο διορισμός  προσωρινής διοικήσεως σε αυτή, διότι προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 69ΑΚ είναι να υπάρχει νομικό πρόσωπο. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί το κύριο περιεχόμενο του πρώτου και του δεύτερου λόγου των υπό κρίση εφέσεων. Ωστόσο, κατά του εκκαλούντος, υπό την ιδιότητά του του εταίρου, προέδρου, διευθύνοντος συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της εν λόγω εταιρείας, είχαν κατατεθεί από το έτος 2007, δηλαδή πριν λυθεί η εταιρεία και τεθεί σε εκκαθάριση, μηνύσεις ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών από διάφορα πρόσωπα μεταξύ των οποίων και από την εφεσίβλητη, για διάφορα οικονομικά αδικήματα στρεφόμενα, μεταξύ άλλων και κατά της εταιρείας. Ειδικότερα, η εφεσίβλητη, με την ιδιότητα της μετόχου κατά ποσοστό 25% της εν λόγω εταιρείας, κατέθεσε στις 30.11.2007 ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών  Αθηνών μήνυση (ΑΒΜ ……) κατά του ήδη εκκαλούντος και παντός υπεθύνου, μεταξύ άλλων και για το αδίκημα της υπεξαιρέσεως σε βάρος της εν λόγω εταιρείας, στις δε 14.01.2008 κατέθεσε ενώπιον του ίδιου Εισαγγελέα την  με ΑΒΜ ……….. μήνυση κατά του ήδη εκκαλούντος για το αδίκημα, μεταξύ άλλων, της υπεξαιρέσεως σε βάρος της εν λόγω εταιρείας. Κατά την κατάθεση και των δύο προαναφερόμενων μηνύσεων ασκήθηκε πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης ποσού 44 ευρώ με επιφύλαξη. Οι δικογραφίες που σχηματίσθηκαν τόσο από τις ανωτέρω μηνύσεις όσο και από άλλες τρίτων ως προς την υπό κρίση υπόθεση προσώπων, κατά του ήδη εφεσίβλητου, συνενώθηκαν και διενεργήθηκε τακτική ανάκριση. Μετά το πέρας αυτής, η υπόθεση παραπέμφθηκε στα δικαστήρια του Πειραιώς λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς και  τελικά, με το υπ’ αριθ. 113/2019 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, ο εκκαλών παραπέμφθηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς ως υπαίτιος, μεταξύ άλλων, του ότι εντός του χρονικού διαστήματος από τις 24-8-2005 έως τις 10-8-2007, με την ιδιότητα του Προέδρου/ Διευθυντή του Δ.Σ. και μεγαλομέτοχου (κατόχου του 75% του μετοχικού κεφαλαίου) της υπεράκτιας εταιρείας με την επωνυμία “………..” υπεξαίρεσε από το ταμείο της τελευταίας το συνολικό ποσό των 480.004,59 ευρώ, το οποίο ιδιοποιήθηκε παρανόμως.  Η σχετική δίκη δεν έχει διεξαχθεί ακόμα. Συνεπώς, εφόσον πριν από την προαναφερόμενη ημερομηνία (12.01.2011) λύσεως της εν λόγω εταιρείας, ξεκίνησε (το έτος 2007) σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου αυτής (ήδη εκκαλούντος), υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, ποινική διαδικασία που αφορά στην περιουσία της εταιρείας, διαδικασία η οποία δεν έχει ακόμα περατωθεί με έκδοση αποφάσεως, η εταιρεία, σύμφωνα με το προπαρατεθέν εφαρμοστέο άρθρο του δικαίου των Νήσων Μάρσαλ, διατηρείται ως νομικό πρόσωπο και πέραν της τριετίας από τη λύση της προς το σκοπό ολοκληρώσεως της εν λόγω ποινικής διαδικασίας καθώς και της διαδικασίας που συνέχεται με τις από αυτή απορρέουσες αστικές αξιώσεις.  Ενόψει δε του ότι αφενός το αδίκημα της υπεξαιρέσεως διώκεται πλέον κατ΄έγκληση (εκτός αν στρέφεται κατά του Δημοσίου, ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ), η οποία πρέπει να υποβληθεί εντός τεσσάρων μηνών από την 1.7.2019, δηλαδή μέχρι την 1.11.2019, από τον δικαιούχο υποβολής εγκλήσεως, και εν προκειμένω από την εταιρεία, ως φορέα του έννομου αγαθού της ιδιοκτησίας που έπληξε η διωκόμενη πράξη, αφετέρου υφίσταται προδήλως σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της εταιρείας και του Προέδρου/Διευθυντή και νομίμου εκπροσώπου της, δηλαδή του κατηγορούμενου-εκκαλούντος, συντρέχει νόμιμη περίπτωση διορισμού προσωρινού νομίμου εκπροσώπου αυτής προκειμένου α) να υποβάλει την ανωτέρω έγκληση σε βάρος του  κατηγορούμενου – εκκαλούντος για το αδίκημα της υπεξαιρέσεως και β) να ασκήσει αγωγή για τη διεκδίκηση των ποσών που φέρεται να έχει υπεξαιρέσει ο εκκαλών από την περιουσία της εταιρείας.

Επομένως, η πρώτη εκ των εκκαλουμένων αποφάσεων, ορθώς κατ΄αποτέλεσμα αλλά με εσφαλμένη αιτιολογία που αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας (534, 741 ΚΠολΔ), απέρριψε την κύρια παρέμβαση, δέχθηκε την αίτηση και διόρισε προσωρινό νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας προκειμένου αυτός να διενεργήσει τις ανωτέρω πράξεις. Η δε  δεύτερη εκ των εκκαλουμένων κατ’ ορθή εφαρμογή του νόμου και σωστή εκτίμηση των αποδείξεων αντικατέστησε, λόγω αδυναμίας του να ασκήσει τα καθήκοντά του, τον διορισθέντα από την πρώτη απόφαση, με τον …………, ο οποίος, σημειωτέον, έχει ήδη προβεί στις ανωτέρω ενέργειες. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, οι πρώτος και δεύτερος λόγος των υπό κρίση εφέσεων, με τους οποίους ο εκκαλών υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Οι δε τρίτος και τέταρτος λόγος της δεύτερης εφέσεως (η πρώτη δεν περιλαμβάνει άλλους λόγους) με τους οποίους ο εκκαλών παραπονείται ότι η εκκαλουμένη 1402/2020 απόφαση εσφαλμένως έκρινε ότι α) σε περίπτωση εξαφανίσεως της 3566/2019 αποφάσεως αυτομάτως ο νέος εκπρόσωπος που διορίστηκε θα παύσει να έχει αρμοδιότητες (τρίτος λόγος) και β) ο εκκαλών δεν υπήρξε διάδικος στη δίκη επί της οποίας εξεδόθη η 3566/2019 απόφαση (τέταρτος λόγος), είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελώς προβαλλόμενοι διότι και βάσιμοι να ήταν δεν θα οδηγούσαν σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης, μη υπαρχόντων άλλων λόγων εφέσεως προς εξέταση.

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, οι υπό κρίση εφέσεις πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ουσίαν αβάσιμες, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος για την καθεμία παραβόλου και να επιβληθούν σε  βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (176, 183, 191 παρ 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Συνεκδικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων την από 28.11.2019 έφεση (ΓΑΚ …/2019, ΕΑΚ …./2019) και την από 30.6.2020 έφεση (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2020).

-Δέχεται αυτές τυπικά.

– Απορρίπτει αυτές κατ΄ουσίαν.

-Διατάζει την εισαγωγή των κατατεθέντων παραβόλων (ένα για καθεμία συνεκδικασθείσα έφεση) στη Δημόσιο Ταμείο.

-Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις  2 Νοεμβρίου 2020.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ