Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 656/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ  

Περίληψη

Επίδομα ανθυγιεινής εργασίας για χειριστή Η/Υ στον ιδιωτικό τομέα

 

Αριθμός απόφασης

656/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη γραμματέα, Τ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Αρμόδια φέρεται  προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου) η από 11-5-2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……./13-5-2016) έφεση της εναγομένης, ως μερικώς ηττηθείσας διαδίκου, κατά της υπ’αριθμ. 1949/2015  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων επί της από 19-6-2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/2014) αγωγής του ενάγοντος κατ’αυτής,  για διαφορές αποδοχών. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρο 495, 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα [άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού)], εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της προς ή από την εκκαλούσα, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της δεν απαιτείτο η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσεως της διαφοράς (άρθρο 495 § 3 εδ.στ΄του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί  περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη.

Ο ενάγων ισχυρίστηκε στην αγωγή του ότι προσελήφθη από την εναγομένη, εταιρεία πώλησης ανταλλακτικών και αυτοκινήτων, συντήρησης και επισκευής αυτών, την 1-7-1995 και εργάστηκε έκτοτε ως πωλητής εκτελώντας ωστόσο παράλληλα, προϊόντος του χρόνου, λόγω της πολυετούς επαγγελματικής του εμπειρίας, μεταξύ άλλων, σε τακτική βάση και όχι ευκαιριακά, και καθήκοντα παραγγελιοδότη, ταμία, αποθηκάριου, απογραφέα των αποθεματικών αλλά και καθήκοντα χειριστή Η/Υ, έως τις 31-12-2010 οπότε και απολύθηκε αιφνιδίως. Ακολούθως,  ζητούσε να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη του οφείλει, για τα έτη 2006 έως 2010, το ποσό των 16.655,40 ευρώ, ως επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, λόγω καθημερινής χρήσης ηλεκτρονικού υπολογιστή, το ποσό των 5.551,80 ευρώ, για επίδομα διαχειριστικών λαθών καθώς και το ποσό των 16.849,80 ευρώ, για την παρασχεθείσα υπερεργασία του, όπως αυτά ειδικότερα αναλύονται, με τον νόμιμο τόκο από την ημέρα που καθένα κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, επικουρικά από τη λήξη του οικονομικού έτους που αφορά και επικουρικότερα από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθώς και την καταδίκη της εναγομένης στα δικαστικά του έξοδα.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία κρίθηκε αυτή ως ορισμένη και νόμιμη και στη συνέχεια, απορριπτομένης της ενστάσεως καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, υπό την μορφή της αποδυναμώσεώς του, που πρότεινε η εναγομένη, έγινε δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, ως προς το κονδύλιο του επιδόματος ανθυγιεινής εργασίας και αναγνωρίστηκε ότι η τελευταία οφείλει στον ενάγοντα για τη συγκεκριμένη αιτία το ποσό των 12.766,96 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη που κάθε επιμέρους ποσό από το οποίο συντίθεται, κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, και επιβλήθηκε σε βάρος της μέρος των δικαστικών του εξόδων, που καθορίστηκε στο ποσό των 400 ευρώ.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εναγομένη, με τους λόγους της έφεσής της, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά, μετά την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, με σκοπό την καθ’ολοκληρίαν απόρριψη της αγωγής και την καταδίκη του εφεσίβλητου στα δικαστικά της έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Από τις διατάξεις των άρθρων 3 § 1 β`, δ`, ε`, 8 § 2 και 11 § § 2 και 3 του Ν 1876/1990, προκύπτει ότι οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας-συνεπώς, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και οι διαιτητικές αποφάσεις που εξομοιώνονται με αυτές κατ’άρθρο 16 § 8 του άνω νόμου- οι οποίες αφορούν τους εργαζομένους περισσοτέρων ομοειδών ή συναφών εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων ορισμένης πόλεως ή περιφερείας ή όλης της χώρας (κλαδικές συλλογικές συμβάσεις), ή τους εργαζομένους ορισμένου επαγγέλματος και των συναφών προς αυτό ειδικοτήτων (ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις), δεσμεύουν μόνον τους εργοδότες και τους εργαζομένους, οι οποίοι είναι μέλη των συμβληθέντων-ή των προσφευγόντων αντίστοιχα σε διαιτησία-συνδικαλιστικών οργανώσεων, ενώ δύναται ο Υπουργός Εργασίας υπό προϋποθέσεις να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική ορισμένη κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση, οπότε δεσμεύονται έκτοτε εξ αυτής και εργοδότες και εργαζόμενοι μη μέλη των συμβληθέντων συνδικαλιστικών οργανώσεων, υπό την προϋπόθεση ότι θα ηδύναντο να είναι μέλη αυτών. Έτσι, για τη νομική επάρκεια αγωγής περί καταβολής ή συμπληρώσεως των νομίμων αποδοχών και λοιπών παροχών του εργαζομένου, δεν απαιτείται κατ’αρχήν να αναφέρονται, ειδικά, προκειμένου να είναι το δικόγραφό της ορισμένο και η αγωγή παραδεκτή [άρθρα 216 § 1 στοιχείο (α), 118 § 4, 111 του ΚΠολΔ], οι εφαρμοστέες Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α., εφ` όσον εφαρμόζονται αυτές, αυτεπαγγέλτως, εάν εκτίθενται στο δικόγραφο τα πραγματικά περιστατικά, που επισύρουν την εφαρμογή τους, δηλ. η εργασιακή σχέση των διαδίκων μερών, το είδος της επιχειρήσεως, που ο εργοδότης ασκεί, το επάγγελμα ή η ειδικότητα του εργαζομένου και ο χρόνος για τον οποίο αξιώνονται οι αποδοχές (ΑΠ 737/2020, ΑΠ 931/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, η ιδιότητα των διαδίκων, ως μελών των συμβληθέντων συνδικαλιστικών οργανώσεων, είναι  κατά τα προεκτεθέντα, στοιχείο προσδιοριστικό των υποκειμενικών ορίων της κανονιστικής ισχύος κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής Σ.Σ.Ε., που δεν έχει κηρυχθεί αρμοδίως γενικώς υποχρεωτική και αποτελεί προϋπόθεση της γενέσεως των από αυτήν εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεπώς, είναι αναγκαίο στοιχείο για τη νομική θεμελίωση της οικείας αγωγής. Δεν είναι απαραίτητο, όμως, το συγκεκριμένο στοιχείο να αναφέρεται ειδικώς στο δικόγραφο, αρκεί να συνάγεται από το περιεχόμενό του, εφ` όσον δια της αγωγής διώκονται αποδοχές ή άλλες παροχές από συγκεκριμένη κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική Σ. Σ. Ε στην οποία οι αξιώσεις θεμελιώνονται. Αν ο εναγόμενος εργοδότης αμφισβητήσει την ιδιότητα του Ιδίου ή του ενάγοντος εργαζομένου, ως μελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων, που κατήρτισαν τη Σ.Σ.Ε.-ή για την ταυτότητα του νομικού λόγου προσέφυγαν σε διαιτησία-ο ενάγων εργαζόμενος δικαιούται και οφείλει να επικαλεσθεί, με τις νόμιμες έγγραφες προτάσεις του, κατ` επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής του [άρθρο 224 εδ. (β) του ΚΠολΔ] και να αποδείξει ότι ο ίδιος και ο εναγόμενος είναι μέλη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων (ΑΠ 737/2020, ΑΠ 931/2017 όπ, ΑΠ 149/2019, ΧΡΙΔ 2019.540).

Συνεπώς, ο τρίτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα προβάλλει την αιτίαση ότι η αγωγή εσφαλμένα κρίθηκε ορισμένη, εφόσον, πέραν του ότι γινόταν στο δικόγραφό της μνεία σε εσφαλμένες ΣΣΕ βάσει των οποίων ο ενάγων δικαιούτο το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, ο ίδιος παρέλειψε για τη νομική της πληρότητα να επικαλεστεί είτε ότι αυτός αλλά και η εναγομένη ήταν μέλη των αντίστοιχων συνδικαλιστικών οργανώσεων που συνήψαν τις ΣΣΕ που ρύθμιζαν τις εργασιακές του σχέσεις, είτε ότι αυτές κηρύχθηκαν υποχρεωτικές με υπουργική απόφαση, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, όπως ορθώς κρίθηκε και με την εκκαλουμένη, διότι το συγκεκριμένο επίδομα προβλέφθηκε από την υπ’αριθμ. 72/1981 ΔΔΔΔ Αθηνών, η οποία κηρύχθηκε γενικώς υποχρεωτική με απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΥΑ 15901/1981, ΦΕΚ Β΄447/1981, 18796/1981 ΦΕΚ Β΄743/1981), εφαρμοζόμενη, συνεπώς, αυτεπαγγέλτως, και κατά τα λοιπά γίνεται επίκληση όλων των κατά νόμο αναγκαίων στοιχείων για τη θεμελίωση της σχετικής αξίωσης του ενάγοντος, ήτοι η εργασιακή του σχέση, το είδος της επιχειρήσεως της εναγομένης, το επάγγελμά του και το χρονικό διάστημα για το οποίο αξιώνονται οι αποδοχές. Συναφώς προς την παραπάνω παραδοχή απορριπτέος ως αλυσιτελής κρίνεται και ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα διατείνεται ότι το συγκεκριμένο επίδομα δεν προβλέπεται για τους πωλητές, καθόσον κρίσιμο ζήτημα για τη χορήγησή του ή μη αποτελεί όχι η ιδιότητα του ενάγοντος αλλά το εάν πράγματι αυτός, κατά την εκτέλεση της εργασίας του προέβαινε σε χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, τέτοια ώστε να θεωρείται χειριστής κατά την έννοια της  προαναφερθείσας υπουργικής απόφασης.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος απόδειξης,  ……. και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, ……….., που εξετάστηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚΠολΔ), και των υπ’αριθμ. ……./21-11-2014 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ……….., που ελήφθησαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, με επιμέλεια της εναγομένης, μετά προηγούμενη προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, χωρίς να ληφθούν οι υπόψη : α/ η  υπ’αριθμ. …/14-3-2011 ένορκη βεβαίωση του νυν ενάγοντος, ………., που έχει ληφθεί εξ αφορμής άλλης δίκης και αποτελεί απλό έγγραφο (ΑΠ 412/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 897/2014, ΕΦΑΔ 2014.927), και β/ τρεις (3) φωτοτυπίες φωτογραφιών (υπ’αριθμ. σχετ. 17), τις οποίες προσκομίζει η εκκαλούσα απαραδέκτως το πρώτον με την προσθήκη των προτάσεών της, μετά δηλαδή τη συζήτηση της υπόθεσης, χωρίς μάλιστα και σχετική επίκληση των υπό στοιχ. β/ φωτοτυπιών, καθώς δεν προτάθηκαν ισχυρισμοί από τον εφεσίβλητο για πρώτη φορά κατ’αυτήν και επομένως, δεν θα μπορούσαν εκ των πραγμάτων να κατατείνουν στην ανταπόδειξή τους, ώστε να ληφθούν παραδεκτώς υπόψη (ΑΠ 623/2018, ΑΠ 1103/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά  : Ο ενάγων, έχοντας ήδη συμπληρώσει σχεδόν εικοσαετή προϋπηρεσία στη βασική αντιπρόσωπο, προμηθεύτρια και εισαγωγέα αυτοκινήτων και ανταλλακτικών εργοστασίου προέλευσης ……, εταιρεία «……», προσελήφθη την 1-7-1995 από την εναγομένη, εταιρεία πώλησης αυτοκινήτων και ανταλλακτικών, επισκευής και συντήρησης αυτοκινήτων, ως υπάλληλος γραφείου και εργάστηκε μέχρι τις 28-12-2010 οπότε και καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του. Κατά τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης και σε χρόνο που δεν διευκρινίστηκε επακριβώς, αλλά σε κάθε περίπτωση προ της επίδικης περιόδου (2006-2010), με βάση μεταγενέστερη και μη φέρουσα ημερομηνία αναγγελία των όρων της σύμβασης εργασίας του, εργάστηκε ως πωλητής και ειδικότερα στο τμήμα των ανταλλακτικών της εναγομένης, μαζί με τον συνάδελφό του, …………, που στεγάζεται σε κτίριο επί της οδού ………. στον Πειραιά, ενώ η έκθεση αυτοκινήτων και το λογιστήριο της εταιρείας, καθώς και το συνεργείο στεγάζονται σε διαφορετικά κτίρια στην ίδια περιοχή και σε μικρή απόσταση, και συγκεκριμένα, στον οικοδομικό αριθμό ….. της παραπάνω οδού και επί της οδού ………., αντίστοιχα. Στο πλαίσιο των καθηκόντων του, ως υπευθύνου, ήταν επιφορτισμένος με την προετοιμασία και εκτέλεση της παραγγελίας ανταλλακτικών. Ειδικότερα, ελάμβανε και διαβίβαζε παραγγελίες ανταλλακτικών από άλλες επιχειρήσεις προς την εταιρία «………..», παραλαμβάνοντας από αυτήν ανταλλακτικά, είτε σε εκτέλεση των παραγγελιών αυτών, τις οποίες ετοίμαζε για κάθε πελάτη, εκδίδοντας  τα σχετικά συνοδευτικά παραστατικά και ρυθμίζοντας τα δρομολόγια για την παράδοσή τους, είτε για να ταξινομηθούν στον χώρο της αποθήκης, προκειμένου να είναι διαθέσιμα για το συνεργείο της ή προς (χονδρική κυρίως) πώληση, εργασία στην οποία επίσης προέβαινε και ο ίδιος. Για την εκτέλεση της εργασίας του έκανε χρήση του ευρισκομένου εκεί Η/Υ, στον οποίο είχε πρόσβαση μέσω προσωπικού κωδικού (user name), του οποίου, ωστόσο, περιστασιακά έκανε χρήση και ο έτερος συνάδελφός του. Συγκεκριμένα, τον χρησιμοποιούσε για την ταχεία ανεύρεση, μέσω του μηχανογραφικού συστήματος της εναγομένης, του δεκαψήφιου κωδικού κάθε ανταλλακτικού, προκειμένου να πραγματοποιεί παραγγελίες προς την προμηθεύτρια εταιρία, αλλά και για να εκδίδει τα σχετικά παραστατικά, που συνόδευαν τις μεταφερόμενες προς τρίτους παραγγελίες ή, σπανιότερα, παραδίδονταν σε πελάτες, προκειμένου να μεταβούν στο λογιστήριο της εταιρίας, σε όροφο του κτιρίου που στεγαζόταν το συνεργείο και να καταβάλουν το αντίτιμο. Δηλαδή, όσον αφορά τις παραγγελίες, με τη χρήση του Η/Υ τοποθετούσε στο σύστημα τον κωδικό του εκάστοτε πελάτη, τα στοιχεία του οποίου ήταν ήδη καταχωρημένα από το αρμόδιο τμήμα (λογιστήριο), εύρισκε και καταχωρούσε τον δεκαψήφιο κωδικό των εκάστοτε ανταλλακτικών και την ποσότητα αυτών, που ο τελευταίος είχε παραγγείλει και ακολούθως διαβίβαζε την παραγγελία στην προμηθεύτρια εταιρία, με την οποία υπήρχε σύνδεση «on line». Ακολούθως, όταν παραλάμβανε ανταλλακτικά-άπαξ ημερησίως-ήλεγχε, και πάλι μέσω του Η/Υ, ότι αυτά ανταποκρίνονταν στην παραγγελία που είχε δώσει και αυτομάτως εκδίδονταν και τα σχετικά συνοδευτικά παραστατικά. Επομένως, ουσιαστικά με τη χρήση Η/Υ, στον οποίο ήταν καταχωρημένα ήδη όλα τα δεδομένα που ήταν αναγκαία για την εκτέλεση της εργασίας του, μέσω της εγκατάστασης κατάλληλου λογισμικού, ο ίδιος ανεύρισκε κωδικούς, διαβίβαζε εντολές και προέβαινε σε έλεγχο του είδους και της ποσότητας των παραληφθέντων ανταλλακτικών. Έτσι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν φρόντιζε, κατά την έννοια της προαναφερθείσας διαιτητικής απόφασης την εφαρμογή της οποίας ζητεί, για τη λειτουργία του προγράμματος και την επιφανειακή του συντήρηση, ούτε επίσης για τα αρχεία των προγραμμάτων και δεδομένων του Η/Υ ούτε για την τροφοδοσία του με δεδομένα για την επεξεργασία ούτε προγραμμάτιζε τη σχετική ροή των εργασιών του Η/Υ, αλλά προέβαινε σε απλή χρήση του, προς διευκόλυνση της εργασίας του, στο πλαίσιο της τεχνολογικής εξέλιξης, με αποτέλεσμα η ανεύρεση των κωδικών κάθε ανταλλακτικού, που άλλως θα έπρεπε να γίνεται από έντυπο κατάλογο, να είναι απλούστερη και ταχύτερη, και οι παραγγελίες να διαβιβάζονται με διαφορετικό τρόπο, δηλαδή όχι χειρόγραφα ή τηλεφωνικά, αλλά μέσω του Η/Υ.  Άλλωστε, η συγκεκριμένη εργασία ήταν χρονικά περιορισμένη, μην υπερβαίνοντας σε διάρκεια τα 20 περίπου λεπτά της ώρας ανά ημέρα, όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε ο ……., νόμιμος εκπρόσωπος της εκκαλούσας, ενώπιον του ακροατηρίου του Ειρηνοδικείου Πειραιά στις 6-9-2013, κατά τη συζήτηση της από 24-6-2011 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ.) …../2011 αγωγής του ενάγοντος (σχετ. τα ταυτάριθμα με την υπ’αριθμ. 123/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του), γεγονός που δεν αντικρούεται από τον ίδιο, τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία αλλά και τα διδάγματα της εμπειρίας ως προς τη φύση της εργασίας του.

Με τις παραδοχές, επομένως, αυτές, ο ενάγων δεν δικαιούται το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας που προβλέπεται για τους χειριστές Η/Υ. Συνακόλουθα, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επιδίκασε για την αιτία αυτή στον ενάγοντα το ποσό των 12.766,96 ευρώ, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει, γενομένου δεκτού του δεύτερου λόγου της έφεσης, ως βάσιμου, να εξαφανιστεί αυτή, κατά το σχετικό κεφάλαιό της, αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014, Αρμ 2015.208). Εξαφανιζομένης της εκκαλουμένης, παρέλκει η νομική και ουσιαστική έρευνα του τέταρτου λόγου εφέσεως, με τον οποίο η εκκαλούσα πλήττει αυτήν για την απόρριψη του και πρωτοδίκως προταθέντος ισχυρισμού της περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος [ΕφΑθ 224/2016, ΔΕΕ 2016.355, ΕφΛαρ (Μον) 495/2019,  ΕφΑθ (Μον) 95/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί κατά τούτο η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), και δικαστεί η από 19-6-2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……/2014) αγωγή, ως προς το αντίστοιχο αγωγικό αίτημα, πρέπει να απορριφθεί αυτή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, κατόπιν σχετικού αιτήματος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος, λόγω της ήττας του, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (106, 176, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 1iα, 68 § 1,  69 παρ.1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 11-5-2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……../13-5-2016) έφεση της εναγομένης, κατά της υπ’αριθμ. 1949/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση, κατά το μεταβιβασθέν σκέλος της.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 19-6-2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …../2014) αγωγή κατά το ίδιο σκέλος.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ενάγοντος-εφεσίβλητου τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης-εκκαλούσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ συνολικά.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 5-11-2020.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ