ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Περίληψη
Κτήση κυριότητας από το Ελληνικό Κράτος ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους-ιδιοκτησιακό καθεστώς για εκτάσεις δασικές ή χορτολιβαδικές και αδέσποτες-ενστάσεις-παραδεκτή προβολή νέων ισχυρισμών στο εφετείο, προϋποθέσεις-απόρριψη ισχυρισμού εναγομένου ως αβάσιμου ενώ είχε απορριφθεί πρωτοδίκως ως αόριστος
Αριθμός απόφασης
657/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, και από τη Γραμματέα, Τ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Αρμοδίως (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η από 15-11-2019 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………../15-11-2019) έφεση του εναγομένου, ως μερικώς ηττηθέντος διαδίκου, κατά της με αριθμό 3429/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των νυν διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 28-2-2018 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2018) αναγνωριστικής της κυριότητας και διόρθωσης κτηματολογικής εγγραφής αγωγής των εναγόντων κατ’αυτού. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα [άρθρο 495 § 1 εδ.α΄του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 1 του ΚΠολΔ), εφόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στο εκκαλούν στις 22-10-2019 (σχετ. η υπ’αριθμ. …. Ε΄/22-10-2019 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, ………….), μη απαιτούμενης της κατάθεσης παραβόλου, κατ’άρθρο 495 § 4 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 12 § 2 του ν.4055/2012, αφού το εκκαλούν δεν υποχρεούται στην καταβολή του σύμφωνα με το άρθρο 19 του δ/τος 26-6/10-7-1944 «περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου». Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 του ΚΠολΔ).
Οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν με την αγωγή τους ότι οι δικαιοπάροχοί τους, ………, απέκτησαν κατά κυριότητα το αναλυτικά περιγραφόμενο ακίνητο (αγρό), συνολικής έκτασης 20.000 τμ, κείμενο στη θέση «……….» της κτηματικής περιφερείας του Δήμου Σαλαμίνας, σε ποσοστό 25 % εξ αδιαιρέτου ο καθένας, με παράγωγο τρόπο, δυνάμει νόμιμων και μεταγεγραμμένων τίτλων και επικουρικά με τα προσόντα της τακτικής αλλά και της έκτακτης χρησικτησίας, ασκώντας σε αυτό όλες τις ειδικότερα περιγραφόμενες πράξεις φυσικής εξουσίασης, διανοία συγκυρίων, συνεχώς και αδιαλείπτως, δυνάμει των άνω νόμιμων τίτλων αλλά και ανεξαρτήτως αυτών, για χρονικό διάστημα πέραν της δεκαετίας, με καλή πίστη αλλά και της εικοσαετίας ή της τριακονταετίας, για τον χρόνο πριν την εισαγωγή του ΑΚ, προσμετρώντας στον χρόνο νομής τους και εκείνον των δικαιοπαρόχων τους, που το νέμονταν με τα ίδια προσόντα, διαδοχικά από το έτος 1880. Ότι, κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης της περιοχής, το εν λόγω ακίνητο, που φέρεται να απαρτίζεται από επιμέρους τμήματα δύο διαφορετικών ακινήτων με ξεχωριστούς αριθμούς ΚΑΕΚ, καταχωρίστηκε ανακριβώς ότι έχει έκταση 31.279 τμ, με αριθμό ΚΑΕΚ ………… σύμφωνα με την αρχική εγγραφή, και ως ανήκον κατά κυριότητα στο ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο. Ακολούθως, ζητούσαν να αναγνωριστεί η κυριότητα των δικαιοπαρόχων τους επί του επιδίκου ακινήτου, και να διαταχθεί η διόρθωση της εσφαλμένης πρώτης κτηματολογικής εγγραφής, ως προς την έκτασή του, δημιουργούμενου νέου αριθμού ΚΑΕΚ, και να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά τους έξοδα.
Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία, έγινε δεκτή αυτή, ως εν μέρει νόμιμη και ακολούθως, απορριπτομένης της ενστάσεως ιδίας κυριότητας του εναγομένου, εν μέρει ως αόριστης και εν μέρει ως αβάσιμης, έγινε αυτή δεκτή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν και αναγνωρίστηκε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο των πρώτων εγγραφών του επιδίκου, συγκύριοι αυτού είχαν καταστεί, με παράγωγο τρόπο, οι ……, σε ποσοστό 25 % εξ αδιαιρέτου ο καθένας και οι 17η, 18η και 19ος των εναγόντων, ……………, αντίστοιχα, σε ποσοστό 6,25 %, 9,375 % και 9,375 % αντίστοιχα, και διατάχθηκε η διόρθωση των πρώτων εγγραφών, ώστε οι επίδικες εκτάσεις, να αποτυπωθούν ενιαία με την απόδοση ενός αριθμού, και να καταχωριστούν στο οικείο κτηματολογικό φύλλο οι ανωτέρω, ενώ επιβλήθηκαν στο εναγόμενο τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων, που προσδιορίστηκαν στο ποσό των εκατό (100) ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται το εκκαλούν για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή.
Από τη διάταξη του άρθρου 216 § 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι επί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας ακινήτου αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 1094 του ΑΚ στοιχεία, και ακριβής περιγραφή του εν λόγω ακινήτου, δηλαδή προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Δεν απαιτείται, όμως, να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο οι πλευρικές διαστάσεις, ο καθ’ όρια προσανατολισμός του (ΑΠ 301/2017, ΑΠ 781/2016, ΑΠ 452/2016, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), το σχήμα του (ΑΠ 138/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ούτε και να επισυνάπτεται τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο αυτό να εμφαίνεται (ΑΠ 289/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), εφόσον και χωρίς τα στοιχεία αυτά δεν δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητα του επιδίκου. Όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ο ενάγων έχει υποχρέωση, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου αυτού τμήματος, να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο (ΑΠ 301/2017, ΑΠ 452/2016 ό.π, ΑΠ 2073/2014, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ώστε να είναι δυνατόν στον εναγόμενο μεν να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου και όχι ασαφούς επιδίκου αντικειμένου, στο δικαστήριο δε να τάξει το προσήκον θέμα αποδείξεως και να εκδώσει απόφαση δεκτική εκτελέσεως (ΑΠ 1728/2012, ΑΠ 1347/2010 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Το εκκαλούν, με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό του περί αοριστίας της αγωγής για τον λόγο ότι δεν περιγράφεται επαρκώς η επίδικη έκταση, με ακριβή περιγραφή της θέσης και των ορίων της εντός των ευρύτερων εκτάσεων, στις οποίες ανήκει, όπως και τα όρια αυτών. Από την επισκόπηση, ωστόσο, του δικογράφου της αγωγής, προκύπτει ότι οι αιτιάσεις αυτές είναι απορριπτέες, καθόσον γίνεται ακριβής περιγραφή του επιδίκου, με αναφορά της έκτασης, της θέσης, των ορίων και της ιδιότητάς του, αλλά επίσης και των πλευρικών διαστάσεων και του προσανατολισμού του, παρ’ότι τούτο δεν ήταν αναγκαίο, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προηγήθηκε, ενώ δεν ήταν αναγκαίος ο προσδιορισμός της ακριβούς θέσης και του προσανατολισμού των επιμέρους τμημάτων, από τα οποία φαίνεται ότι αυτό απαρτίζεται, όπως και των ορίων των ευρύτερων μείζονων εκτάσεων στις οποίες αυτά περιλαμβάνονται, με επισύναψη σχετικού τοπογραφικού ή έστω κτηματολογικού διαγράμματος, αφενός διότι οι ίδιοι δεν υιοθετούν τον ισχυρισμό αυτό αλλά αντιθέτως θεωρούν ότι η απεικόνιση του επιδίκου ως σύνολο εδαφικών τμημάτων, που υπάγονται σε μείζονες εκτάσεις, είναι εσφαλμένος, αφετέρου δε αναφέρεται ο αριθμός ΚΑΕΚ των ευρύτερων εκτάσεων στις οποίες αυτά φέρονται να περιλαμβάνονται, καθώς και ο αριθμός τους, με αποτέλεσμα να μην δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά τους.
Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση κατέληξε στην ίδια κρίση, αν και άνευ αιτιολογίας, που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, και πρέπει ο συγκεκριμένος λόγος της έφεσης, να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο της 21.1/3.2.1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” (ιδίως στο άρθρο 5 αυτού) και στα ερμηνευτικά αυτού Πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6/1.7.1830 σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6/9.7.1832 Συνθήκης της Κων/λεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου της 26.6/10.7.1837 “περί διακρίσεως κτημάτων” προκύπτει, ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Δημοσίου, και απέκτησε κατά κυριότητα τα κτήματα του Οθωμανικού Δημοσίου και τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα τα οποία, κατά τον χρόνο υπογραφής των ως άνω πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους (αναχωρήσαντες) Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους, έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου, περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και τα όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο (ΑΠ 781/2016, ΑΠ 638/2016, ΑΠ 148/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Η κτήση των ακινήτων αυτών έγινε δια δημεύσεως “πολεμικώ δικαιώματι» (ΑΠ 31/2016 αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου όσον αφορά τα Οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα κατά τον χρόνο διακηρύξεως της ανεξαρτησίας του νέου Ελληνικού Κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων με βάση την από 27.6/9.7.1832 συνθήκη της Κωνσταντινούπολης στην Ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Αττική και τμήματα της Βοιωτίας και της Φθιώτιδας, όσα μεν εξ αυτών ανήκουν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν με βάση την ίδια συνθήκη στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πωλήσεώς τους εντός προθεσμίας. Περαιτέρω όσον αφορά όσα ακίνητα βρίσκονταν είτε στην Ελληνική είτε στην τουρκική ζώνη κατοχής κατά την 3-2-1830 εκείνων των εδαφών που τελικά αποτέλεσαν το πρώτο Ελληνικό κράτος και κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου έστω και με άκυρο κατά το Οθωμανικό δίκαιο τίτλο, αυτά αναγνωρίσθηκαν ως ανήκοντα στους τελευταίους (ΑΠ 7/2019, ΑΠ 73/2018, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 31/2016 ό.π, ΑΠ 1190/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, κατά τη διάρκεια της τρίτης Τούρκικης κυριαρχίας στην Αττική (δηλαδή από 25.5.1827 έως 31.3.1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο κυρίαρχος Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους (Οθωμανούς και Έλληνες) την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίστηκαν ακολούθως με το από 21.1/3.2.1830 Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας της Ελλάδος και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κων/λεως (ΑΠ 7/2019, ΑΠ 781/2016, ΑΠ 148/2016 ό.π).
Επιπλέον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του β.δ. της 17-11/1-12-1836 «περί ιδιωτικών δασών», σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 2 και 3 του ίδιου διατάγματος, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες, πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, ανήκαν σε ιδιώτες και των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας-εκδοθέντες με τους νόμιμους τύπους από τις Τουρκικές αρχές- θα αναγνωρίζονταν από το Υπουργείο Οικονομικών, στο οποίο έπρεπε να υποβληθούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του ανωτέρω διατάγματος, που έχει ισχύ νόμου. Έτσι, με τις προαναφερόμενες διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους, κατά τον χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίστηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του ίδιου διατάγματος. Προϋπόθεση όμως του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά τον χρόνο ισχύος του διατάγματος (ΑΠ 148/2016, ΑΠ 1330/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», AΠ 384/2014, ΕΦΑΔ 2015.140). Κατά την έννοια των προαναφερόμενων διατάξεων, κατά τους ορισμούς του άρθρου 1 του Ν. ΑΞΝ/1888 “περί διακρίσεως και οριοθεσίας δασών” που περιλήφθηκε στο άρθρο 57 στο Ν.3077/1924 “περί Δασικού Κώδικος”, ως δάσος θεωρείται κάθε έκταση, η οποία μερικώς ή εξ ολοκλήρου καλύπτεται από άγρια ξυλώδη φυτά οποιονδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή άλλων δασικών προϊόντων (ΑΠ 1330/2015, ΑΠ 384/2014 ό.π), ενώ δασικά εδάφη θεωρούνται οι εντός των δασών ασκεπείς εκτάσεις, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο και συστατικό μέρος. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις των άρθρων 45, 46 του Ν 4178/1929, 1 του ΑΝ 86/1969 και 3 του Ν. 998/1979, που ίσχυσαν μεταγενέστερα και δεν διαφέρουν από τις προϊσχύσασες (ΑΠ 1330/2015, ΑΠ 384/2014 ό.π), στην έννοια του δάσους και των δασικών εκτάσεων περιλαμβάνονται και οι εκτάσεις, που καλύπτονται από αραιή ή πενιχρή, υψηλή ή θαμνώδη, ξυλώδη βλάστηση οποιασδήποτε δασικής βλάστησης, καθώς και οι εντός των εκτάσεων αυτών οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις χορτολιβαδικής ή μη, ενώ οι αυξημένες, για την έννοια του δάσους, προϋποθέσεις τέθηκαν με το άρθρο 1 του Ν. 3208/2003, που αντικατέστησε το άρθρο 3 παρ 3 του Ν.998/1979 (ΑΠ 696/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών, οποιασδήποτε φύσεως, ασκεπείς εκτάσεις χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών (ΑΠ 1330/2015 ό.π). Δεν ασκεί επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση (ΑΠ 1330/2015, ό.π, ΑΠ 1271/2007, ΑΠ 1906/2006 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, η έννοια του δάσους κρίνεται κατά το νόμο που ίσχυε όταν γεννήθηκαν τα δικαιογόνα του αμφισβητουμένου, επ’ αυτού, δικαιώματος περιστατικά (άρθρο 51 ΕισΝΑΚ) και σε περίπτωση αμφισβήτησης ή διένεξης ή δικών μεταξύ του Δημοσίου και φυσικού ή νομικού προσώπου, σε σχέση με εμπράγματα δικαιώματα επί δασών ή δασικών εκτάσεων, τα τελευταία οφείλουν να αποδείξουν την ύπαρξη των δικαιωμάτων τους, πλην όμως κατά την απόδειξη αυτή, ο ιδιώτης δεν είναι υποχρεωμένος να αναχθεί σε χρόνο προγενέστερο του 1885 (ΑΠ 629/2016 ό.π).
Πλέον αυτών, κατά το άρθρο 1 του ΒΔ διατάγματος της 3/12-12-1833, όλα τα λιβάδια (ή βοσκοτόπια), για την υπέρ ιδιώτη επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο ειδικού σχετικού περιεχομένου, που να έχει εκδοθεί από την αρμόδια Οθωμανική Κρατική Υπηρεσία, ήτοι ειδικό ταπίο, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Κατάλυση της κυριότητας του Δημοσίου και δημιουργία κυριότητας του ιδιώτη δεν μπορούσε να επιφέρει ούτε η μεταβίβαση της γης με σπαχί, ταπί ή χοτζέτι, γιατί οι τίτλοι αυτοί μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) μπορούσαν να προσπορίσουν. Η παραπάνω διάταξη (άρθρου 1 του ΒΔ/τος 3/12-12-1833) αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, που προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσης στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Η έννοια αυτή προκύπτει και από τα άρθρα 1 παρ. 2ν. ΚΘ’ 31-1/18-2-1964 και 3ν. ΨΗΖ/1 880. Επομένως, και στα ακίνητα αυτά-όπως και για τα δάση- χωρεί, υπό τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις, έκτακτη χρησικτησία μέχρι τις 11-9-1915 (ΑΠ 34/2019, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 7/2019, ΑΠ 1330/2015, ό.π, ΑΠ 1507/2013, ΑΠ 1721/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ενώ κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή του παραπάνω τεκμηρίου ήταν ο χρόνος έναρξης του παραπάνω διατάγματος (ΑΠ 34/2019 ό.π, ΑΠ 987/2017, ΑΠ 975/2008, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Επίσης, για τα αδέσποτα ακίνητα καθιερώθηκε, το πρώτον το έτος 1837, ότι ανήκουν στο Δημόσιο, με το άρθρο 16 του ν. της 21.6/10.7.1837 “περί διακρίσεως κτημάτων”, με το οποίο ορίσθηκε, ότι “όλα τα παρ’ ιδιωτών ή κοινοτήτων μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα, καθώς και τα των ακλήρων αποθανόντων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμέναι απαιτήσεις, ανήκουν στο Δημόσιο”. Στη συνέχεια, η αρχή αυτή επαναλήφθηκε με το άρθρο 2 του ν.1539/1938 και, μετά την ισχύ του ΑΚ, με το άρθρο 972 αυτού. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου των ν. 1, 23 Πανδ. (47,1), Εισ. 47 (2. 1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, ήτοι των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του ν. 21.6/10.7.1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψης του πράγματος, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραιτήσεως αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο.
Πλέον αυτών, στα δημόσια κτήματα, επομένως και στα δάση, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 κωδ. 7.39, ν. 9 παρ 1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν. 6 Πρ. Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3)- που έχουν εφαρμογή, όπως προεκτέθηκε κατά το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ για τον χρόνο πριν από την έναρξη ισχύος του ΑΚ- δηλαδή μετά από άσκηση νομής πάνω στο δημόσιο κτήμα με καλή πίστη, δηλαδή ειλικρινή πεποίθηση του νομέα ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου (ΑΠ 227/2015, ΑΠ 1197/2012 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία [ν. 18, 24 παρ. 1 Π (41.3) παρ. 9 Εισ. (2.9), ν. 2 Κωδ. (7.30) Βασ. (50.10)]. Η τριακονταετής, όμως, νομή επ’αυτών, θα πρέπει να είχε συμπληρωθεί μέχρι και τις 11 Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του ν. ΔΞΗ΄/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου” που εκδόθηκαν με βάση αυτόν, από 19-9-1915 μέχρι και τις 16-5-1926 και αφετέρου του άρθρου 21 του ν.δ. της 22-4/ 16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης” (ΑΠ 629/2016, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1507/2013 ό.π), που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του α.ν. 1539/1938 “περί προστασίας δημοσίων κτημάτων” -που διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 53 Εισ Ν. αυτού (ΑΠ 7/2019, ό.π, ΑΠ 639/2016, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 384/20145 ό.π).
Τέλος, στη διεκδικητική αγωγή, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι το επίδικο δεν είναι του ενάγοντα, αλλά δικό του, επικαλούμενος ο τελευταίος πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν διαφορετικό τρόπο κτήσης του επιδίκου από αυτόν του ενάγοντα (δηλ. ο ενάγων επικαλείται παράγωγο τρόπο και ο εναγόμενος πρωτότυπο), τότε αυτός ο ισχυρισμός του εναγομένου, αποτελεί ένσταση ιδίας κυριότητας. Εάν, όμως, επικαλείται πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν όμοιο τρόπο κτήσης του επιδίκου με αυτόν του ενάγοντα (δηλ. ο ενάγων επικαλείται παράγωγο τρόπο και ο εναγόμενος ομοίως), τότε, εάν τα πραγματικά περιστατικά που προσδίδουν κυριότητα στον εναγόμενο είναι σύγχρονα ή προγενέστερα από αυτά που επικαλείται ο ενάγων, τότε ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί άρνηση, ενώ εάν είναι μεταγενέστερα από αυτά που αναφέρει ο ενάγων, τότε ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση ιδίας κυριότητας (ΑΠ 1311/2010, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ 161/2015 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2015.633, ΕφΑθ 1891/2015, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Έτσι, οι από τις παραπάνω διατάξεις, περί απόκτησης δηλαδή κυριότητας, με βάση τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο της 21.1/3.2.1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” (ιδίως στο άρθρο 5 αυτού) και στα ερμηνευτικά αυτού Πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6/1.7.1830 σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6/9.7.1832 Συνθήκης της Κων/λεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου της 26.6/10.7.1837 “περί διακρίσεως κτημάτων”, εκ του λόγου ότι το επίδικο ανήκε στο Τουρκικό Κράτος ή Οθωμανούς και καταλήφθηκε κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης από το Ελληνικό Κράτος, ή ότι είχε εγκαταλειφθεί από αναχωρήσαντες Οθωμανούς, όπως και η ιδιότητα του επιδίκου ως δάσους και-για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ως λιβαδιού- ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, που προβάλλονται από αυτό προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αναγνωριστικής (ή διεκδικητικής) αγωγής κυριότητας ακινήτου, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος και όχι αιτιολογημένη άρνηση μιας τέτοιας αγωγής. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση των ισχυρισμών (ενστάσεων) αυτών, πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο και για τον λόγο αυτό τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών αυτών τις φέρει αυτό και όχι ο ενάγων. Κατά συνέπεια εάν δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη κυριότητας ή άλλου δικαιώματος του Δημοσίου η αγωγή δεν θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη (ΑΠ 148/2016 ό.π).
Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με τις ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προτάσεις του αρνήθηκε την αγωγή και ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι το επίδικο του ανήκει κατά κυριότητα και περιήλθε σε αυτό : 1) ως λιβάδι ή βοσκότοπος, 2) «δικαιώματι πολέμου» και δη ως καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, στο οποίο ανήκε, επικουρικά διότι ανήκε σε Οθωμανούς, από τους οποίους το κατέλαβε και δήμευσε και ακόμη επικουρικότερα, διότι κατά την υπογραφή των πρωτοκόλλων της Ανεξαρτησίας είχε εγκαταληφθεί απ΄αυτούς και δεν είχε καταληφθεί από άλλους, 3) επικουρικά διότι αποτελούσε από το έτος 1820 δημόσια δασική έκταση, και 4) ως αδέσποτο, χωρίς να έχει καταληφθεί. Επομένως, σύμφωνα με τις προηγηθείσες σκέψεις, οι παραπάνω ισχυρισμοί ορθώς χαρακτηρίστηκαν ως ενστάσεις από το Πρωτόδικο Δικαστήριο και πρέπει ο τρίτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο το εκκαλούν διατείνεται ότι αυτοί αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, τα θεμελιωτικά της οποίας πραγματικά περιστατικά όφειλαν να επικαλεστούν και αποδείξουν οι ενάγοντες, και συνακόλουθα ότι με την παραπάνω κρίση της η εκκαλουμένη προέβη σε εσφαλμένη κατανομή του βάρους απόδειξης, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Είναι δε και αλυσιτελής διότι η παραδοχή του δεν θα μπορούσε άνευ άλλου τινός να οδηγήσει σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης [ΕφΑθ (Μον) 257/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ(Μον) 33/2015, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2015.565]. Εξάλλου, απαραδέκτως, με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του, το εκκαλούν, μεταξύ άλλων, προβάλλει το πρώτον, χωρίς δηλαδή να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, και να γίνεται επίκληση της συνδρομής της εξαιρετικής ή εξαιρετικών περιπτώσεων, οι οποίες επιτρέπουν την προβολή του για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη (ΑΠ 447/2019 Αρμ 2019.554, ΑΠ 97/2019, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ισχυρισμό περί απόκτησης της κυριότητας της επίδικης έκτασης, ως διαδόχου του Οθωμανικού Κράτους, με βάση τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης του 1832, δηλαδή κατά παραχώρηση και όχι «δικαιώματι πολέμου», όπως είχε ισχυριστεί πρωτοδίκως.
Ακόμη, με τον έκτο λόγο της έφεσής του, το εκκαλούν αιτιάται και για την απόρριψη του πρωτοδίκως υποβληθέντος ισχυρισμού του, περί του δασικού και χορτολιβαδικού χαρακτήρα της επίδικης έκτασης ως αόριστου. Ο λόγος αυτός είναι εν μέρει βάσιμος, κατά το σκέλος του που αφορά τον δασικό χαρακτήρα της, καθώς το εναγόμενο επικαλέστηκε πράγματι με τις πρωτόδικες προτάσεις του την ιδιότητά της ως δασικής ήδη από το έτος 1820 και εντεύθεν, επομένως, και κατά τον κρίσιμο χρόνο εκδόσεως του άνω βδ της 17/29-11-1836. Συνεπώς, πρέπει, κατά παραδοχή του συγκεκριμένου λόγου, ως προς το οικείο σκέλος του, ως βάσιμου, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να εξεταστεί η παραπάνω ένσταση, η οποία τυγχάνει νόμιμη, κατά τα προεκτεθέντα, και κατ’ουσίαν, αφού ο έλεγχος της βασιμότητάς της οδηγεί σε κάθε περίπτωση σε διαφορετικής έκτασης δεδικασμένο, σε σχέση με την απόρριψή της ως αόριστης. Αντιθέτως, ο ίδιος λόγος τυγχάνει αβάσιμος, ως προς τον ισχυρισμό περί της ιδιότητας της επίδικης έκτασης, ως χορτολιβαδικής, καθώς το εναγόμενο παρέλειψε να μνημονεύσει ότι είχε τη συγκεκριμένη ιδιότητα το έτος 1833, οπότε και εκδόθηκε το ΒΔ της 3/12-12-1833, απορριπτομένου επομένως του άνω λόγου, ως προς το συγκεκριμένο σκέλος του.
Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και την υπ’αριθμ……../15-6-2018 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ……., ενώπιον του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, ………., που ελήφθη με επιμέλεια των εναγόντων, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη –προ δύο (2) τουλάχιστον εργασίμων ημερών, κατ’άρθρο 422 § 1 του ΚΠολΔ-κλήτευση του εναγομένου (σχετ. η υπ’αριθμ. …Δ/11-6-2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………), λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § §3,4 του ΚΠολΔ),αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Δυνάμει του υπ’αριθμ. ……../25-5-1965 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, ……., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ…., α.α ….), ο ……….. μεταβίβασε αιτία πωλήσεως στους ………. κατά πλήρη κυριότητα και κατ’ισομοιρίαν, ένα αγρόκτημα, εκτάσεως 18 περίπου στρεμμάτων ή όσης έκτασης ήθελε ευρεθεί, κείμενο στη θέση «………» της περιφερείας του Δήμου Σαλαμίνος, συνορεύον ανατολικά, με ιδιοκτησία …… ., δυτικά, με ιδιοκτησία …. …, βόρεια με βουνό, όσο τρέχουν τα νερά και νότια με βουνό, επίσης όσο τρέχουν τα νερά. Το συγκεκριμένο, εκτός σχεδίου πόλεως και εκτός ορίων οικισμού, ακίνητο αποτυπώνεται στα από Ιουνίου 2017 τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών και τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού …………., στο μεν πρώτο με τους αριθμούς 1-2-3-4-5-6-7-8-9-10-11-54-55-56-57-58-59-60-61-62-63-64-65-66-67-68-69-33-70-71-72-73-74-75-76-77-78-53-1, και απαρτιζόμενο από τμήμα του γεωτεμαχίου Ε1 και έτερο τμήμα του γεωτεμαχίου Ε2, και στο δεύτερο, με τους αριθμούς δύο (2), τέσσερα (4) και έξι (6), ως έχον έκταση (17.199,08 + 2.081,43 + 719,49) 20.000 τμ συνολικά, και περιμετρικά με τους αριθμούς 1-2-3-4-5-6-7-8-9-10-11-12-13-14-15-16-17-18-19-20-21-22-23-24-25-26-27-28-29-30-31-32-33-34-35-36-37-38-1, ως τμήμα (υπ’αριθμ. 2) του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ …… και έτερα τμήματα (υπ’αριθμ. 4 και 6) του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ …………. Κατά το τελευταίο αυτό τοπογραφικό διάγραμμα συνορεύει, βορειοανατολικά, σε πλευρά τεθλασμένη, υπό τους αριθμούς 14-15-16-17-18-19-20-21-22-23-24-25-26-27, συνολικού μήκους 241,74 μέτρων (4,79 + 16,66 + 18,02 + 27,84 + 8,38 + 10,17 + 15,32 + 18,84 + 15,72 + 14,03 + 17,80 + 48,20 + 25,97) με έτερο τμήμα του γεωτεμαχίου με τον άνω ΚΑΕΚ ……, υπό τον αριθμό ένα (1), εντός του οποίου υπάρχει λατομείο και βουνό, νότια, σε τεθλασμένη γραμμή, υπό τους αριθμούς 28-29-30-21-32-33-34-35-36-37-38, συνολικού μήκους 282,43 μέτρων (35,67 + 26,56 + 17,47 + 14,66 + 16,61 + 22,61 + 28,53 + 32,14 + 57,07 + 31,11) εν μέρει με τμήμα του γεωτεμαχίου με αριθμό ΚΑΕΚ ….., που φέρει τον αριθμό πέντε (5) και τμήμα του γεωτεμαχίου με αριθμό ΚΑΕΚ ……., που φέρει τον αριθμό επτά (7), καθώς και με βουνό, ανατολικά με πλευρά, υπό τους αριθμούς 27-28, μήκους 34,05 μέτρων, με ακίνητο με αριθμό ΚΑΕΚ ….., νοτιοδυτικά, επί πλευράς, υπό τους αριθμούς 4-5-6 συνολικού μήκους 6,62 μέτρων (0,68 + 4,12 + 2,50) εν μέρει με ακίνητο με ΚΑΕΚ …. και εν μέρει με ανώνυμη οδό, μέσου πλάτους έξι (6) μέτρων, βορειοδυτικά επί τεθλασμένης πλευράς, υπό τους αριθμούς 6-7-8-9-10-11-12, συνολικού μήκους 119,41 μέτρων (39,31 + 11,49 + 19,24 + 19,58 + 28,49) με ρέμα και πέραν αυτού με γεωτεμάχιο με αριθμό ΚΑΕΚ …., και βορειοανατολικά, με πλευρά υπό τους αριθμούς 12-13-14, συνολικού μήκους 17,18 μέτρων (9,65 + 7,53), με ακίνητο με αριθμό ΚΑΕΚ ….. και εν μέρει με βουνό. Το ακίνητο αυτό είχε προηγουμένως περιέλθει στον δικαιοπάροχό τους, αιτία πωλήσεως, από τον ………., κτηματία, δυνάμει του υπ’αριθμ. ……../11-10-1930 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, ………., που έχει νομίμως μεταγραφεί στα άνω βιβλία μεταγραφών (τ. …., α.α …..), όπου το συγκεκριμένο ακίνητο φέρεται να έχει έκταση 10 μόλις στρέμματα, με όρια όμοια με εκείνα που μνημονεύονται στο προαναφερθέν μεταγενέστερο συμβόλαιο, με τη μοναδική διαφοροποίηση ότι αντί του ………, που μνημονεύονται ως ιδιοκτήτες των προς ανατολάς και δυσμάς ακινήτων, στο συγκεκριμένο συμβόλαιο μνημονεύεται ο πατέρας τους ……… Στον πωλητή, ……. είχε αυτό περιέλθει προηγουμένως κατά κυριότητα, αιτία πωλήσεως, από τον ………., δυνάμει του υπ’αριθμ. ……/28-9-1880 συμβολαίου του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας και ενεργούντος ως συμβολαιογράφου, …….., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα ίδια ως άνω βιβλία μεταγραφών (τ…., α.α ….). Σύμφωνα με τον συγκεκριμένο τίτλο, το πωληθέν είχε έκταση 10 στρέμματα «ως έγγιστα», όση δηλαδή μνημονεύεται και στον αμέσως επόμενο του έτους 1930, ενώ στον μεταγενέστερο τίτλο του 1965, το επίδικο φέρεται να έχει έκταση 18 στρέμματα. Δεν υφίσταται, ωστόσο, αμφιβολία ότι πρόκειται για το ίδιο ακίνητο, αφού τα μνημονευόμενα όρια σε όλους αυτούς τους τίτλους είναι σταθερά και αμετάβλητα και συγκεκριμένα, κατ’αυτούς δυτικώς του επιδίκου υφίσταται ρέμα, βόρεια και νότια, βουνό, όπως κυλούν τα νερά, περιγραφή που συμπίπτει με εκείνη του προαναφερθέντος τοπογραφικού διαγράμματος. Εξάλλου, με βάση την από Σεπτεμβρίου 2018 τεχνική έκθεση φωτοερμηνείας, που συνέταξαν η ……, δασολόγος και οι . …….και ……., πολιτικοί μηχανικοί, κατόπιν αναθέσεως από την πρώτη ενάγουσα-εφεσίβλητη, . ………, οι οποίοι προέβησαν σε φωτοερμηνεία και φωτογραμμετρική απόδοση από ζεύγη αεροφωτογραφιών των ετών 1945, 1960, 1965, 1969, 1979, 1988, 1998, 2000 και 2007-2009, της επίδικης έκτασης, και της μορφολογίας του εδάφους, της τυχόν φυσικής βλάστησης εντός αυτής καθώς και των λοιπών γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών του εδάφους της, και χρήση ορθοφωτοχαρτών από τις αντίστοιχες αεροφωτογραφίες, των ετών 2000 και 2007-2009, κατέληξαν στο έμμεσο πλην σαφές συμπέρασμα ότι το ακίνητο που περιγράφεται στα συμβόλαια αυτά ταυτίζεται κατά θέση και όρια με εκείνο που αποτυπώνεται στα παραπάνω από Ιουνίου 2017 διαγράμματα. Επίσης, διαπίστωσαν ότι η επίδικη εδαφική έκταση, ευρισκόμενη μεταξύ δύο επικλινών εδαφών, σχηματίζοντας «μικρή κοιλάδα», σχήματος «U», όπου διαχρονικά συγκεντρώνονταν φερτά υλικά, με αποτέλεσμα το έδαφος να καθίσταται γόνιμο και κατάλληλο για καλλιέργεια με απουσία μητρικού πετρώματος, όπως έγινε αντιληπτό από την απόχρωση των εδαφών σε σχέση με εκείνα των όμορων ιδιοκτησιών, ήταν ήδη από το έτος 1945, αρχικά, γεωργική, καλλιεργούμενη έκταση (αεροφωτογραφίες 1945 και 1960), με χαρακτηριστική την ύπαρξη καλλιεργητικών αναβαθμίδων και μάλιστα και προς τα δυτικά, γεγονός από το οποίο συνάγεται η γεωργική χρήση και της γειτονικής περιοχής, αλλά και στοιχείων άροσης και επιμέλειας (αεροφωτογραφίες 1960), στη συνέχεια, ήδη κατά το έτος 1969, παρατηρείται αλλαγή χρήση της, ως βοηθητικής πλέον παρακείμενου λατομείου με την ύπαρξη κτισμάτων εντός αυτής, με δύο τμήματά της, ωστόσο, εμβαδού 1.700 και 900 τμ να εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται για γεωργική καλλιέργεια, την ίδια δε μορφή και χρήση είχε έως το 1979 αλλά και μέχρι το 1988, έχοντας δημιουργηθεί στο μεσοδιάστημα και αγροτικός δρόμος εντός αυτής. Το έτος 1998, η ίδια έκταση δεν χρησιμοποιείται πλέον ως βοηθητικός χώρος και εμφανίζεται ως επιμελημένη έκταση με απουσία φερτών υλικών και παντελή έλλειψη δασικής βλάστησης, ενώ το 2000 κάποια εδαφικά τμήματα που παλαιότερα είχαν τη μορφή καλλιεργούμενης έκτασης, παρουσίαζαν πλέον χορτολιβαδική μορφή, και την περίοδο 2007-2009 εμφανίζεται ως εγκαταλελειμμένος αγρός, με αραιά χόρτα, στον οποίο εναποτίθεντο υλικά πιθανώς από το διπλανό λατομείο. Επομένως, όμοια κρίνοντας το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει, ο πρώτος και ο πέμπτος λόγος της έφεσης, κατά το οικείο σκέλος τους, με τους οποίους το εκκαλούν διατείνεται ότι το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στους τίτλους κτήσης των δικαιοπαρόχων των εναγόντων αλλά και των ιδίων, να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Σημειώνεται ότι το εκκαλούν προσκομίζει τα ακόλουθα έγγραφα και συγκεκριμένα : 1) Το υπ’αριθμ. πρωτ. …./29-5-2018 έγγραφο του Δασαρχείου Πειραιά της Διεύθυνσης Δασών Πειραιά, σύμφωνα με το οποίο τα ακίνητα με αριθμό ΚΑΕΚ … και ….. αποτελούν έκταση με εγκαταλελειμμένο λατομικό χώρο και δασική έκταση, με βάση δε τη στερεοσκοπική εξέταση ζευγών αεροφωτογραφιών, το έτος 1945, καλύπτοντο από δασική βλάστηση, το έτος 1969 στο βόρειο τμήμα διαμορφώθηκε το λατομείο και στο νότιο εξακολουθούσε να υπάρχει δασική βλάστηση, ενώ όμοια ήταν η εικόνα και κατά τα έτη 1984, οπότε είχε εγκαταλειφθεί πλέον το λατομείο, και το 1998. 2) Το υπ’αριθμ. πρωτ. …../26-4-2018 έγγραφο του Τμήματος Δασικών Χαρτογραφήσεων της Διεύθυνσης επίσης Δασών Πειραιά, που επιβεβαιώνουν τον δασικό χαρακτήρα των δύο αυτών γεωτεμαχίων, με βάση τις αεροφωτογραφίες των ετών 1945 και 1998, στο οποίο επισυνάπτεται δήλωση του ν.2308/1995 του Ελληνικού Δημοσίου, για τις εκτάσεις της περιοχής της Σαλαμίνας, για τις οποίες ισχύει το μαχητό τεκμήριο κυριότητας του δημοσίου, λόγω του δασικού χαρακτήρα τους, συνολικής επιφάνειας 21.884.533 τμ. 3) Το υπ’αριθμ. πρωτ. …./20-6-2018 έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά-Νήσων και Δυτικής Αττικής, με συνημμένο τοπογραφικό διάγραμμα άνευ χρονολογίας, 4) Το υπ’αριθμ. πρωτ. …../14-6-2018 έγγραφο της άνω Κτηματικής Υπηρεσίας, στην οποία επισυνάπτεται δήλωση του εκκαλούντος προς το Εθνικό Κτηματολόγιο, περί εκτάσεως 56.500 τμ, με χρήση ως λατομείου, που φέρεται ότι ήταν ανέκαθεν δημόσια. Επίσης επισυνάπτεται το από 27-6-2008 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ……., στο οποίο αποτυπώνεται η δηλωθείσα αυτή έκταση, εντός της οποίας εμπίπτει τμήμα του γεωτεμαχίου με αριθμό ΚΑΕΚ …., εκτάσεως 9606 τμ. Επίσης, έκταση 9.956 τμ στην ίδια περιοχή, με την υπ’αριθμ. Δ/14/17-2-1993 απόφαση του Νομάρχη Πειραιά και δυνάμει της από 1-1-1995 σύμβασης χρησιδανείου, που επίσης επισυνάπτονται, είχε παραχωρηθεί στον Σκοπευτικό Όμιλο Σαλαμίνας, χωρίς αντάλλαγμα με αποκλειστικό σκοπό τη δημιουργία αθλητικών εγκαταστάσεων, από την 1-1-1995 έως τις 31-12-2004. Σε πρωτόκολλο δε παράδοσης-παραλαβής και εγκατάστασης του δασολόγου και υπαλλήλου του Δασαρχείου Πειραιά, ……., ο Δήμος Σαλαμίνας εγκαταστάθηκε σε δημόσια δασική έκταση 9.956 επίσης τμ, στην ίδια περιοχή, η οποία συνόρευε γύρωθεν με δασικές εκτάσεις. 5) Το υπ’αριθμ. πρωτ. …./22-5-2018 έγγραφο της ίδιας ως άνω Κτηματικής Υπηρεσίας, σύμφωνα με το οποίο το μεν τμήμα με ΚΑΕΚ …. φέρεται να ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο ενώ για εκείνο με αριθμό ΚΑΕΚ …. δεν είχε διερευνηθεί έρευνα ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Σε αυτό επισυνάπτεται το από Ιανουαρίου 1977 τριγωνομετρικό τοπογραφικό διάγραμμα του λατομείου αδρανών υλικών των «……» στη θέση «….», που ενισχύει την παραδοχή περί ιδιωτικής –και σε κάθε περίπτωση μη δασικής-έκτασης σε ανύποπτο χρόνο.
Από τα έγγραφα αυτά, ωστόσο, στα οποία γίνεται λόγος επιγραμματικά για δασική έκταση ή δημόσια δασική έκταση, δεν αποδεικνύεται ο δασικός χαρακτήρας το επιδίκου ήδη κατά τον απελευθερωτικό αγώνα και ιδίως το έτος 1836 αλλά ούτε και μεταγενέστερα, διαχρονικά, στον οποίο θεμελιώνει το εκκαλούν το δικαίωμα κυριότητάς του και επί του επιδίκου, αφενός διότι τα εδαφικά τμήματα, με τους παραπάνω αριθμούς ΚΑΕΚ (… και ….), που φέρονται να καλύπτονται με μη περιγραφόμενη καθ’οιονδήποτε τρόπο δασική βλάστηση, σύμφωνα με τις αεροφωτογραφίες ήδη του έτους 1945, είναι ευρύτερες εκτάσεις, επιφάνειας 38.015 τμ η πρώτη και 31.279 τμ, αντίστοιχα, η δεύτερη, ενώ τα αντίστοιχα τμήματά τους που εμπίπτουν στο επίδικο είναι 17.199,08 τμ από το πρώτο και 719,49, και 2081,43 τμ, από το δεύτερο, αφετέρου δε η φωτοερμηνεία των αεροφωτογραφιών από το Δασαρχείο Πειραιά, είναι καταφανώς ελλιπής, διότι δεν γίνεται σε αυτές μνεία ούτε των γεωργικών αναβαθμίδων που εντοπίστηκαν αλλά ούτε και των κτισμάτων που προαναφέρθηκαν, ενώ δεν λήφθηκαν υπόψη για την αναγνώριση της μορφής του εδάφους και οι αεροφωτογραφίες του έτους 1960. Παράλληλα, δεν προσδιορίζεται και η ακριβής θέση εντός του τμήματος του γεωτεμαχίου με αριθμό ΚΑΕΚ …., εκτάσεως 9.606 τμ, που αποτυπώνεται στο τοπογραφικό διάγραμμα του ……….., ούτε και εκείνου που φέρεται ότι παραχωρήθηκε στον Σκοπευτικό Όμιλο Σαλαμίνας, στις οποίες δεν αποκλείεται να εμφανίζεται, κατά τα προεκτεθέντα δασική βλάστηση. Άλλωστε από το 1990 που η εξετασθείσα ενώπιον συμβολαιογράφου μάρτυρας, …………, που γεννήθηκε το έτος 1947 και κατοικεί στη Σαλαμίνα, στην οποία είχε παραχωρηθεί το επίδικο με τα επ’αυτού κτίσματα, προφορικά ήδη από το 1990 και από το 1999 και εγγράφως για τέσσερα έτη, το χρησιμοποιούσε για καλλιέργεια σανού και κριθαριού, για τη βόσκηση των αιγοπροβάτων της αλλά και για την αποθήκευση των ζωοτροφών στα υπάρχοντα κτίσματα, χωρίς ποτέ τόσο η ίδια όσο και οι ιδιοκτήτες της προηγουμένως που το καλλιεργούσαν με δημητριακά, να οχληθούν από οποιονδήποτε. Αντιθέτως, η έκταση αυτή ήταν ανέκαθεν ιδιωτική, με τις προαναφερθείσες αλλαγές χρήσης, μη δυνάμενη να χαρακτηριστεί ως δασική ή έστω χορτολιβαδική και αποκτήθηκε από τους ………., παράγωγα, δυνάμει αδιάκοπης σειράς τίτλων. Έτσι, άλλωστε περιγράφεται, όπως προεκτέθηκε, και στους τίτλους κτήσεως των δικαιοπαρόχων των εναγόντων, που συντάχθηκαν σε ανύποπτο χρόνο, υποδηλώνοντας το έντονο ενδιαφέρον των συμβαλλομένων να υπάρξει πανηγυρικότητα ως προς την ύπαρξη του ιδιοκτησιακού τους δικαιώματος. Συνεπώς, πρέπει ο έκτος λόγος της έφεσης, κατά το μέρος που το εκκαλούν διατείνεται ότι η επίδικη έκταση ήταν ήδη από το 1836 δασική και ο τέταρτος λόγος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη για τον λόγο ότι δεν έλαβε υπόψη του όλα τα παραπάνω, προσκομιζόμενα από το εναγόμενο έγγραφα, από την εκτίμηση των οποίων θα έπρεπε να συνάγει τον δασικό της χαρακτήρα, να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Αποδείχθηκε επίσης, ότι : 1) Ο ……… απεβίωσε στις 18-4-2015, αφήνοντας την υπ’αριθμ. ……/5-9-2012 δημόσια διαθήκη της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …….., όπου, όμως, δεν περιλαμβάνεται το επίδικο, ως προς το οποίο επομένως, χώρησε εξ αδιαθέτου διαδοχή, και περιήλθε αυτό στους πλησιέστερους συγγενείς και μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, και δη τη σύζυγό του ….. και τα τέκνα του, ……….., πρώτη έως και έκτη των εναγόντων-εφεσιβλήτων, που αποδέχθηκαν την κληρονομία του, δυνάμει της υπ’αριθμ. …./2016 πράξης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, ………, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’αριθμ. …./2017 πράξη της, που έχει καταχωρηθεί στα οικεία κτηματολογικά φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, με αριθμό …/18-3-2018, 2) Ο ………. απεβίωσε στις 20-4-2010, χωρίς να αφήσει διαθήκη, με πλησιέστερους συγγενείς και μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη σύζυγό του, ……., και τα παιδιά του, …., ……., έβδομη έως δωδέκατο των εναγόντων-εφεσιβλήτων και την κόρη του …., δεύτερη εναγομένη, εκ των οποίων σε αποδοχή προέβη μόνον η τελευταία δυνάμει της υπ’αριθμ. …./22-10-2010 πράξης αποδοχής κληρονομίας της ως άνω συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, …., που έχει καταχωρηθεί στο οικείο κτηματολογικό φύλλο με αριθμ. …./17-12-2010, 3) Ο ……… απεβίωσε στις 31-7-2008, χωρίς να αφήσει διαθήκη, με πλησιέστερους συγγενείς και μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμου του τη μεταποβιώσασα στις 10-7-2013 σύζυγό του, ……., και τα τέκνα του ……, δέκατο τρίτο έως και δέκατο έκτο των εναγόντων-εφεσιβλήτων, οι οποίοι δεν έχουν αποδεχθεί συμβολαιογραφικώς την κληρονομία του, και 4) Ο …….. απεβίωσε στις 16-3-2000, χωρίς να αφήσει διαθήκη, με πλησιέστερους συγγενείς και μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη σύζυγό του . ….. και τα τέκνα του ……. και …….., δέκατη έβδομη έως και δέκατο ένατο των εναγόντων-εφεσιβλήτων οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομία του, με την υπ’αριθμ. …../21-11-2008 πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, …….., που έχει καταχωρηθεί στο οικείο κτηματολογικό φύλλο με αριθμό …./25-11-2008. Αποδείχθηκε, τέλος, ότι η κτηματική περιοχή, στην οποία βρίσκεται το επίδικο, κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση και η σχετική διαδικασία περαιώθηκε με ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου την 13η-11-2006. Κατ’εκείνο, επομένως, τον χρόνο συγκύριοι του επιδίκου, ήταν οι …….., κατά το ποσοστό των 25 % εξ αδιαιρέτου ο καθένας, και οι κληρονόμοι του ……….., κατά το ποσοστό των 6,25 % εξ αδιαιρέτου η πρώτη και των 9,375 % εξ αδιαιρέτου καθένας από τους λοιπούς.
Κατ’ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου εφέσεως προς έρευνα, πρέπει, για λόγους ενιαίας κρίσης να εξαφανιστεί καθ’ολοκληρίαν η εκκαλουμένη, δηλαδή και κατά το σκέλος της που δεν ανατρέπεται με την παρούσα απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση και, απορριπτομένης της ένστασης του εναγομένου περί του δασικού χαρακτήρα της επίδικης έκτασης, να γίνει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη και κατ’ουσίαν, κατά το σκέλος της που κρίθηκε νόμιμη, και να αναγνωριστεί η πλήρης συγκυριότητα επί του επιδίκου, με παράγωγο τρόπο, των ………….., κατά το ποσοστό των 25 % καθένας από τους τρεις πρώτους, των 6,75 % η τέταρτη και των 9,375 % εξ αδιαιρέτου η πέμπτη και ο έκτος. Παράλληλα, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και ως προς το σκέλος της που αφορά τη διόρθωση των αρχικών εγγραφών, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Τα δικαστικά τέλος έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, να συμψηφιστούν, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους (άρθρα 106 του ΚΠολΔ, 22 § 2 του ν. 3693/1957)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 15-11-2019 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …./15-11-2019) έφεση του εναγομένου κατά της υπ’αριθμ. 3429/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη, κατά το μέρος που απέρριψε τον ισχυρισμό του εκκαλούντος περί της ιδιότητας της επίδικης έκτασης ως δασικής, κατά την έναρξη ισχύος του ΒΔ της 17/29-11-1836.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 28-2-2018 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2018) αγωγή.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο των πρώτων εγγραφών συγκύριοι του ακινήτου, που βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλης, εκτός ορίων οικισμού στη θέση «……….» του Δήμου Σαλαμίνας, όπως αυτό αποτυπώνεται στο από Ιουνίου 2017 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού, …….., έκτασης 19.999,99 τμ, με τους αριθμούς ……….., ήταν ο …….., άπαντες του .. και της …., κατά το ποσοστό των 25 % εξ αδιαιρέτου ο καθένας, η ………., κατά το ποσοστό των 6,25 % εξ αδιαιρέτου και η ………, κατά το ποσοστό των 9,375 % εξ αδιαιρέτου ο καθένας.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη διόρθωση των αρχικών εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ως προς τα γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ …. και …., προκειμένου :
Α) Να αποκοπούν από το γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ …. δύο εδαφικά τμήματα, έκτασης 2.081,43 τμ και 719,49 τμ, όπως αυτά αποτυπώνονται με τους αριθμούς τέσσερα (4) και έξι (6), στο από Ιουνίου 2017 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού, …….., και από το γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ….. ένα εδαφικό τμήμα, έκτασης 17.199,07 τμ, όπως αυτό αποτυπώνεται με τον αριθμό δύο (2) στο ίδιο τοπογραφικό διάγραμμα, και να αποτυπωθούν αυτά (τα τρία εδαφικά τμήματα) ενιαίως με την απόδοση ενός ΚΑΕΚ, όπως το ενιαίο αυτό ακίνητο αποτυπώνεται με έκταση 19.999,99 τμ και με τους ως άνω αριθμούς στο ίδιο τοπογραφικό διάγραμμα. Και
Β) Να καταχωριστούν στο κτηματολογικό φύλλο του νέου γεωτεμαχίου :
1) Με τίτλο κτήσης το υπ’αριθμ. ……/1965 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, ………., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο 103 και με α.α 129, ως συγκύριοι, οι …….., άπαντες του …. και της …., κατά το ποσοστό των 25 % εξ αδιαιρέτου ο καθένας, 2) Με τίτλο κτήσης την υπ’αριθμ. …../2008 πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, ……., που έχει καταχωρηθεί νόμιμα στο οικείο κτηματολογικό φύλλο με αριθμ. πρωτ. …./2008, ως συγκύριοι, η ………., κατά το ποσοστό των 6,25 % εξ αδιαιρέτου, οι ………., κατά το ποσοστό των 9,375 % εξ αδιαιρέτου ο καθένας.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 5-11-2020.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ