Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 658/2020

Αριθμός    658/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 914/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική  διαδικασία), η συζήτη­ση της οποίας, είχε αρχικώς ορισθεί να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη δικάσιμο στις 2-4-2020, οπότε η συζήτηση της ματαιώθηκε, κατά τη διάρκεια της επιβολής του  μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων, νομίμως εισάγεται να συζητηθεί κατά την προαναφερόμενη  δικάσιμο με την υπ’αριθμ. 37/2020 πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, κατ’άρθρο 74 παρ.2 ν. 4690/2020. Αυτή  έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 6-5-2019, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, δεδομένου ότι αντίγραφο  της εκκαλουμένης επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 5-4-2019 (βλ. τη σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών). Επιπλέον, κατατέθηκε  το νόμιμο παράβολο,  ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό  ………../2019 e-παράβολο). Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την  με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2017 αγωγή του ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εκθέτει, ότι  με τους εναγόμενους τυγχάνουν  συγκύριοι εξ αδιαιρέτου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα, ενός ειδικώς  περιγραφόμενου ακινήτου, οικοπέδου μετά της επ΄αυτού παλαιάς οικίας και βοηθητικών κτισμάτων, στον οικισμό «……….» της νήσου Ύδρας, η αντικειμενική αξία του οποίου ανέρχεται στο ποσό των 150.000 ευρώ, και ότι οι τελευταίοι δεν συμφωνούν στην εξώδικη διανομή του,  ζητά δε, τη λύση της υφιστάμενης μεταξύ τους κοινωνίας με τη δια πλειστηριασμού πώληση αυτού, λόγω  του ανέφικτου της αυτούσιας διανομής του,  και τη διανομή του πλειστηριάσματος στους συγκυρίους κοινωνούς κατά το λόγο της μερίδας εκάστου, και τον διορισμό συμβολαιογράφου Πειραιώς ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά έξοδα. Επ’αυτής  εκδόθηκε αρχικά η με αριθμό αριθ. 1522/2018 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε ως μη νόμιμο το αγωγικό αίτημα περί διορισμού υπαλλήλου του πλειστηριασμού και  διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο προκειμένου, με επιμέλεια του ενάγοντος, να προσκομισθεί πιστοποιητικό βαρών του επίκοινου ακινήτου από το Υποθηκοφυλακείο Ύδρας, και ακολούθως η εκκαλουμένη οριστική απόφαση, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και διατάχθηκε η πώληση με πλειστηριασμό του επίκοινου ακινήτου, ενώ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων επιβλήθηκαν σε βάρος της διανεμητέας περιουσίας.  Κατά της απόφασης αυτής, με την οποία  συμπροσβάλλεται και η ως άνω μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ,παραπονούνται  οι εναγόμενοι με την ένδικη έφεση τους, επικαλούμενοι εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και  ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, με σκοπό   να  απορριφθεί εξ ολοκλήρου  η  σε βάρος τους αγωγή.

ΙΙΙ. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 και 3 του Ν. ΓΠΟΗ/1912 «περί δικαστικού ενσήμου» όπως το άρθρο αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 του Ν.Δ/τος 1544/1942, το άρθρο 11 του Ν.Δ/τος 4189/1961, το άρθρο πρώτο υποπαρ. ΙΓ.1. περ. 6 του Ν. 4093/2012 και το άρθρο 40 παρ. 16 του Ν. 4111/2013, «Το δικαστικό ένσημο καθορίζεται σε ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8 %ο) επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής ή άλλου δικογράφου, που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις, εφόσον το αιτούμενο ποσό είναι ανώτερο των διακοσίων (200,00) ευρώ». Σε αγωγή διανομής ακινήτου το τέλος δικαστικού ενσήμου που πρέπει να καταβληθεί υπολογίζεται και υπό την ισχύ του ΚΠολΔ με βάση το εικοσαπλάσιο της ετήσιας προσόδου του μεριδίου που ανήκει στον ενάγοντα (ΑΠ 830/1980, ΝοΒ 29. 84, ΕφΑθ 10/2000). Αυτό το τελευταίο όμως δεν εφαρμόζεται σε κάθε αγωγή διανομής, αλλά μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου από το διανεμητέο ακίνητο προκύπτει ετήσια πρόσοδος, με την έννοια πραγματικής απολαυής εισοδημάτων από το ακίνητο. Διαφορετικά αν το διανεμητέο ακίνητο, είναι απρόσοδο για τους κοινωνούς, γίνεται δεκτό ότι το δικαστικό ένσημο υπολογίζεται με βάση την αξία του μεριδίου που ανήκει στον ενάγοντα κοινωνό, ήτοι κατά τους ορισμούς της παρ. 2 και όχι της παρ. 3 του ως άνω άρθρου 2 του Ν. ΓΠΟΗ/1912 (βλ. Εφ 10/2000 οπ, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, τόμ. Α` (1989) σελ. 452, Π. Αρβανιτάκη, Παρατηρήσεις κάτω από την ΕφΘεσ 1309/1994 Αρμ. ΜΗ`, 586). Περαιτέρω κατά την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, σε περίπτωση προβολής ένστασης ως προς τον υπολογισμό της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, ή και αυτεπαγγέλτως, το δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του να αποφασίσει με βάση βεβαιώσεις ή να διατάξει αποδείξεις σε βάρος του υποχρέου. Εξάλλου, επειδή ο παραπάνω νόμος δεν περιλαμβάνει διάταξη ως προς τον τρόπο υπολογισμού της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς για τον καθορισμό του δικαστικού ενσήμου, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του ΚΠολΔ που αφορούν τον τρόπο προσδιορισμού της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς για τον καθορισμό της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Δικαστηρίου (βλ.ΕφΑθ 10/2000 οπ). Όπως δε προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων  ΚΠολΔ για τον προσδιορισμό της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, για τον καθορισμό της κατά τα άρθρα 14επ. ΚΠολΔ υλικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, λαμβάνεται υπόψη η αποδιδόμενη με την αγωγή αξία της παροχής κλπ., η οποία αν αμφισβητηθεί κρίνεται ελεύθερα από το Δικαστήριο κατ’ εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, χωρίς να δεσμεύεται από τα αποδεικτικά μέσα του άρθρου 339 ΚΠολΔ. Έτσι δικαιούται να σχηματίσει την κρίση του με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λαμβάνοντας υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του Νόμου, αρκεί να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση (βλ. ΑΠ 1535/2018, ΕφΠατρ 279/2019 αμφ. δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Αν αποδειχθεί ότι η διαπιστωθείσα διαφορά (μεταξύ πραγματικής και  δηλωθείσας αξίας) υπερβαίνει  το ένα τρίτο της πραγματικής αξίας, επιβάλλεται διπλάσιο τέλος για όλη τη διαφορά, διαφορετικά επιβάλλεται απλό τέλος (άρθα. 2 παρ. 4 ν. ΓΠΟΗ/ 1912, όπως συμπληρώθηκε απο τη διάταξη  του άρθρ. 7 παρ. 2 ν.δ. 1544 /42 ). Το δικαστήριο, όταν επιβάλλει απλό ή διπλό τέλος, απέχει από την περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης εωσότου καταβληθεί κατά την επόμενη συζήτηση (ΑΠ. 955 /75,ΝοΒ 24.265).

ΙV. Εν προκειμένω, με τον τρίτο λόγο της εφέσεως διατυπώνεται από τους εκκαλούντες το παράπονο ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένως θεώρησε προσήκουσα τη  καταβολή δικαστικού ενσήμου από τον ενάγοντα, υπολογισθέντος επί της αναφερόμενης στην αγωγή αξίας  του μεριδίου του στο επίκοινο,  ποσού 30.000 ευρώ, αν και το ίδιο (Δικαστήριο) ακολούθως την  όρισε  κατά την ελεύθερη κρίση του πέραν του  διπλασίου, ήτοι στο ποσό των 62.500 ευρώ,  και ερεύνησε κατ` ουσίαν την αγωγή, ενώ θα έπρεπε να επιβάλλει διπλό τέλος, ως εκ της  διαπιστωθείσας διαφοράς μεταξύ πραγματικής (62.500 ευρώ) και δηλωθείσας αξίας (30.000 ευρώ), που υπερβαίνει  το ένα τρίτο της πρώτης, και να απέχει από την περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης, ορίζοντας αυτό να καταβληθεί κατά την επόμενη συζήτηση, υφιστάμενο του ενάγοντος και τις δικονομικές συνέπειες σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του. Όπως προκύπτει από τα σχετικώς προσκομιζόμενα έγγραφα ο ενάγων, που  στην αγωγή του  υπολόγισε εσφαλμένα το αναλογούν δικαστικό ένσημο με βάση το εικοσαπλάσιο της ετήσιας προσόδου  του μεριδίου του, δηλαδή επι ποσού 25.000 ευρώ,  αν και το επίκοινο δεν είναι προσοδοφόρο, και ως εκ τούτου αυτό έπρεπε να υπολογισθεί, κατά τους ορισμούς της παρ. 2 και όχι της παρ. 3 του ως άνω άρθρου 2 του Ν. ΓΠΟΗ/1912, ακολούθως  υπολόγισε αυτό διορθωτικά επι της αξίας 37.500 ευρώ του ιδανικού μεριδίου του (1/4) στο επίκοινο (αξίας 150.000 ευρώ κατά την αγωγή) και κατέβαλε προς τούτο ως δικαστικό ένσημο  τα ποσά των  317,76 ευρώ και 79,44 ευρώ (βλ. τα υπ’αρίθμ. ……….. e-παράβολα), ενώ συμπλήρωσε αυτό, ενόψει της εκδίκασης της υπό κρίση έφεσης,  με το ποσό των 264,80 ευρώ (βλ. το υπ’αρίθμ. ………./2-11-2020 e- παράβολο),  αποδεχόμενος έτσι τον υπολογισμό της αξίας του μεριδίου του από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σε 62.500 ευρώ, ώστε το συνολικό ποσό, που αυτός κατέβαλε για το δικαστικό ένσημο να ανέρχεται σε 662 ευρώ. Ωστόσο, καθόσον η διαφορά  μεταξύ της πραγματικής αξίας του μεριδίου του ενάγοντος επι του διανεμητέου ακινήτου  και της αξίας αυτού που δηλώθηκε με την αγωγή (62.500 ευρώ- 37.500 ευρώ=25.000 ευρώ) υπερβαίνει  το 1/3  της πρώτης (62.500/3=20.834 ευρώ) πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του ενάγοντος διπλό τέλος για όλη τη  διαφορά.  Επομένως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, πρέπει να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο κατ΄άρθρο 254 ΚΠολΔ, προκειμένου κατά τη νέα συζήτηση, που θα θεωρηθεί ως συνέχεια της παρούσας, να συμμορφωθεί ο ενάγων προς την υποχρέωση καταβολής του προσήκοντος τέλους δικαστικού ενσήμου και των επ΄αυτού ποσοστών υπέρ τρίτων, κατά το μέρος που υπολείπεται (662 ευρώ), γνωρίζοντας ότι στην αντίθετη περίπτωση αυτός θα λογισθεί ερήμην και η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη (βλ. και ΕφΠειρ 222/2016, Εφ Πατρ 1465/2006, ΕφΘεσ  602/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  με παρόντες τους διαδίκους  την έφεση κατά της υπ’ αριθ. 914/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά   την έφεση

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ να αποφασίσει οριστικώς και

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζητήσεως, προκειμένου ο ενάγων να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση καταβολής του προσήκοντος τέλους δικαστικού ενσήμου και των ποσοστών υπέρ τρίτων, κατά το μέρος που τα ήδη καταβληθέντα ποσά υπολείπονται των νομίμων, όπως προσδιορίζονται στο σκεπτικό της παρούσας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  5 Νοεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ