ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης
561/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία- Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα, E.T..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Όπως προκύπτει από τις από 3-3-2020 και 6-3-2020 εκθέσεις επιδόσεως του επιμελητή Δικαστηρίων, ………, ακριβές αντίγραφο της υπ’αριθ. ……/2020 Πράξεως της Εφέτη Εμμανουηλίας-Αλεξάνδρας Κεχαγιά περί αυτεπαγγέλτου διορθώσεως της υπ’ αριθ. 101/2020 οριστικής αποφάσεως αυτού του Δικαστηρίου, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, με ορισμό δικασίμου, την 19-3-2020, και κλήση προς συζήτηση, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων. Επομένως, εφόσον αυτοί δεν εμφανίστηκαν, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, που ορίστηκε αυτεπαγγέλτως, κατόπιν ματαιώσεως, λόγω της αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων, κατ’άρθρο 74 § 2 του ν.4690/2020, με την υπ’αριθμ. …./2020 Πράξη του Εφέτη, Ιωάννη Αποστολόπουλου, που ορίστηκε από τον Διευθύνοντα το Εφετείο, ούτε κατέθεσαν έγγραφη δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, πρέπει, εφόσον η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευσή τους, η συζήτηση να προχωρήσει σαν να ήταν όλοι παρόντες, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η απόφαση που διορθώνεται (άρθρο 318 του ΚΠολΔ), παρ’ότι δεν προκύπτει γνωστοποίηση της δικασίμου στον Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς ούτε και στους διαδίκους, η οποία προβλέπεται μεν από το προαναφερθέν άρθρο 74 § 2 του ν.4690/2020 αλλά όχι επί ποινή ακυρότητας.
Κατά το άρθρο 315 του ΚΠολΔ, αν από παραδρομή κατά τη σύνταξη της απόφασης περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως, να την διορθώσει με νέα απόφασή του. Από τη διάταξη αυτή, η οποία ως εξαιρετική υπηρετεί στα πλαίσια της επιταγής για ασφάλεια του δικαίου τον κύριο σκοπό της δίκης, που είναι η δικαιοσύνη, συνάγεται ότι μπορεί να γίνει διόρθωση των σφαλμάτων της απόφασης, που οφείλονται σε ασυμφωνία αυτών που ήθελε το δικαστήριο και αυτών που έχουν διατυπωθεί στην απόφαση (ΑΠ 266/2019 ΔΕΕ 2019.1451, ΑΠ 633/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1572/2012 ΕΦΑΔ 2013.351, ΑΠ 1564/2012, ΕΔΠΟΛ 2013. 257), εξαιτίας γραφικού ή λογιστικού λάθους, ή ανακριβούς διατυπώσεως του διατακτικού της και αυτά προκύπτουν από το κείμενο της ιδίας αποφάσεως είτε από άλλα διαδικαστικά έγγραφα (ΑΠ 1572/2012 ό.π), όπως τα πρακτικά ή οι προτάσεις ή τα δικόγραφα των διαδίκων, είναι δηλαδή πρόδηλα, έτσι ώστε να αποκλείεται η διόρθωση με βάση νέα στοιχεία (ΑΠ 1564/2012 ό.π), και να μην απαιτείται για τη διαπίστωση του σφάλματος του δικαστηρίου επανεξέταση της ουσίας της διαφοράς ή επανάληψη της ερμηνευτικής διαδικασίας (ΑΠ 633/2017 ό.π), έστω και αν από τη διόρθωση της ανακρίβειας της διατύπωσης επέρχεται μεταβολή στο διατακτικό, αφού η μεταβολή αυτή, η οποία δεν ανατρέπει, αλλά ορθώς διατυπώνει την αληθή δικαιοδοτική βούληση, κάτι που επιτρέπει ο νόμος, δεν αποτελεί παραβίαση του δεδικασμένου (ΑΠ 266/2019, ΑΠ 633/2017 ό.π). Δεν αποτελούν έτσι αντικείμενο διόρθωσης διαγνωστικά σφάλματα του δικαστηρίου, που αναφέρονται στην ερμηνεία ή στην εφαρμογή ουσιαστικής διάταξης καθώς και στην εκτίμηση των αποδείξεων και που αίρονται μόνο με την οδό των ενδίκων μέσων, αλλά ακούσιες πλημμέλειες, που παρεισφρύουν κατά τη σύνταξη ή την καθαρογραφή της απόφασης (ΑΠ 1564/2012 ό.π).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προαναφερόμενη υπ’αριθ. καταθ. ………./2020 Πράξη αυτεπάγγελτης διόρθωσης της άνω Δικαστή, η οποία αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, που είναι και το εκδόν τη διορθούμενη απόφαση (άρθρο 318 § 1 του ΚΠολΔ), ζητείται οίκοθεν η διόρθωση της υπ’αριθ. 101/2020 οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σε αυτήν, σύμφωνα με τις διατάξεις που μνημονεύονται στη σκέψη που προεκτέθηκε, εφόσον, κατά τα εκτιθέμενα, δεν πρόκειται για διαγνωστικό σφάλμα.
Από τα έγγραφα που τέθηκαν οίκοθεν υπόψη του παρόντος Δικαστηρίου και ειδικότερα από το σκεπτικό της προς διόρθωση απόφασης προκύπτουν τα εξής: Επί της από 23-5-2018 (με αύξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../24-5-2018) έφεσης του ενάγοντος και της από 7-6-2018 (με αύξ.αριθμ. εκθ. καταθ. ………./8-6-2018) έφεσης της εναγομένης, εκδόθηκε η ως άνω υπ’ αριθ. 101/2020 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών. Όπως, ωστόσο, προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της απόφασης, από προφανή παραδρομή, το σκεπτικό αλλά και το διατακτικό της είναι εσφαλμένο. Ειδικότερα, στην πέμπτη σειρά της δέκατης τέταρτης σελίδας αναγράφεται από παραδρομή ότι ο ενάγων τελικώς αποχώρησε από την εναγομένη στις 14/9 του έτους 2014 αντί του ορθού 2015, το οποίο μνημονεύεται σε άλλο σημείο της απόφασης και συγκεκριμένα την πρώτη σειρά της δέκατης έβδομης σελίδας, όπου αναγράφεται ως επίδικη χρονική περίοδος το διάστημα από τις 30-9-2011 έως τις 14-9-2015, στην ένατη σειρά από την αρχή και την τρίτη σειρά από το τέλος της δέκατης όγδοης σελίδας, ενώ προκύπτει εμμέσως πλην σαφώς και από την απόρριψη του τρίτου λόγου της υπό στοιχ. Β έφεσης της εναγομένης, περί οικειοθελούς αποχώρησης του ενάγοντος στις 30-9-2011. Επιπλέον, στην όγδοη σειρά από το τέλος της δέκατης έκτης σελίδας, από προφανή παραδρομή, αντί να υπολογιστεί το ποσό των οφειλόμενων εργατικών εισφορών, που δικαιούτο ο ενάγων, με βάση το σύνολο των μηνών της απασχόλησής του, που ήταν 47,46, στο ποσό των 14.143 (298 X 47,46) ευρώ, έχει υπολογιστεί εσφαλμένα με αριθμό μηνών 15,4, στο ποσό των 4.589 (298 X 15,4) ευρώ. Επομένως, το άθροισμα των οφειλομένων στον ενάγοντα καταψηφιστικώς ποσών ανέρχεται σε 16.843 (14.143 + 900 + 900 + 900) ευρώ και όχι 7.289 ευρώ. Έτσι, πρέπει να γίνει σχετική διόρθωση και στην 15η σειρά της δέκατης ένατης σελίδας και στο διατακτικό της στη δεύτερη σειρά της διάταξής της που αρχίζει με τη λέξη «ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ».
Τέλος, πρέπει η παρούσα απόφαση να σημειωθεί στο περιθώριο της διορθουμένης αποφάσεως κατ’ άρθρο 320 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1564/2012 ό.π). Ζήτημα ορισμού παράβολου ερημοδικίας δεν τίθεται, δεδομένου ότι δεν επιτρέπεται κατά της απόφασης αυτής ανακοπή ερημοδικίας (άρθρο 319 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΑΤΑΣΕΙ αυτεπάγγελτα τη διόρθωση της υπ’αριθ. 101/2020 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, ως προς τα ακόλουθα στοιχεία :
Α) Στη σελίδα 14, στην πέμπτη (5η) σειρά, από το εσφαλμένο 14-9-2014 στο ορθό 14-9-2015.
Β) Στη σελίδα 16, στην όγδοη (8η) σειρά από το τέλος, από το εσφαλμένο 4.589 (298 X 15,4) ευρώ στο ορθό 14.143 (298 X 47,46) ευρώ.
Γ) Στη σελίδα 19, στην δέκατη πέμπτη (15η) σειρά, από το εσφαλμένο 7.289 ευρώ στο ορθό 16.843 ευρώ.
Δ) Στο διατακτικό, στη δεύτερη (2η) σειρά της διάταξής της που αρχίζει με τη λέξη «ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ», από το εσφαλμένο επτά χιλιάδων διακοσίων ογδόντα εννέα (7.289) ευρώ, στο ορθό δεκαέξι χιλιάδων οκτακόσιων σαράντα τριών (16.843) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 9 Σεπτεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΕΦΕΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ