Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 625/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός   625/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη  και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 579 παρ. 1 εδαφ. α’ Κ.Πολ.Δ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, ενώ κατά το άρθρο 581 παρ. παρ. 1-2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση και δεν είναι απαραίτητο να επιδοθεί η αναιρετική απόφαση, η δε υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις, κατά το άρθρο 237. Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο, επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην προ της εκδόσεως αυτής κατάσταση (Ολ.Α.Π. 27/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μια απόφαση όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (Ολ.Α.Π. 27/2007, Α.Π. 711/2018, Α.Π. 1123/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Από τις άνω διατάξεις (579 παρ. 1 και 581 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) προκύπτει επίσης ότι η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναίρεσης, καθώς και εκείνα που συνάπτονται άρρηκτα προς τα αναιρεθέντα (Α.Π. 511/2018, Α.Π. 711/2018, Α.Π. 1298/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον Κ.Πολ.Δ, έκδ. 2009, παρ. 1Α, αριθ. 5, σ. 540). Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού, απ’ αυτήν, της έκτασης της αναίρεσης, της προσβαλλόμενης απόφασης, ως ολικής. Όταν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε μόνο ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης του Εφετείου (Α.Π. 511/2018, Α.Π. 1900/2017, Α.Π. 707/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Δεληκωστόπουλου, Οι δικονομικοί λόγοι αναίρεσης, έκδ. 2009, παρ. 16, αριθ. 7, σ. 610). Κατά την έννοια του άρθρου 579 Κ.Πολ.Δ, μετά την αναίρεση της απόφασης καταργείται, κατά την αυτή έκταση και η συζήτηση κατά την οποία είχε εκδοθεί η αναιρεθείσα απόφαση. Ως εκ τούτου, οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατ’ αυτήν, όταν ανάγονται σε διατάξεις για τις οποίες εχώρησε η αναίρεση, δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικάζον την έφεση δικαστήριο και αν ακόμη γίνεται νόμιμη επίκλησή τους (Α.Π. 1070/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται, όπως προεκτέθηκε, στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, με έφεση, αγωγή, κτλ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. παρ. 1 και 2 Κ.Πολ.Δ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των σχετικών με την αρμοδιότητα διατάξεων, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο. Το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. παρ. 2 και 3, 579 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, επανεκδικάζει την έφεση, ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία έγινε η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναίρεσης, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται για ορισμένη παράβαση, αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν μέρος επί του οποίου με την απόφασή του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται, μόνο ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (Α.Π. 1614/2008, Α.Π. 129/2004, Εφ.Πατρ. 117/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και όχι ως προς την ουσία της διαφοράς (Α.Π. 1614/2008, Α.Π. 548/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ούτε από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις απ’ ότι η αναιρεθείσα, εφόσον επιδέχονται διαφορετική νομική λύση (Α.Π. 146/2009, Εφ.Πειρ. 572/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και αν δεν εθίγησαν με την αναίρεση, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (Α.Π. 758/2018, Α.Π. 1614/2008, Εφ.Πατρ. 105/2019,  Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι εφετείου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα, διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Α.Π. 758/2018, Εφ.Αθ. 745/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 963/1999, ΕλλΔνη 41,51), ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (Α.Π. 758/2018, Εφ.Αθ. 745/2018, Εφ.Πειρ. 37/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1421/2002, Χρ.Ι.Δ. 2003, 145). Οι μεταγενέστερες αποφάσεις, που στηρίζονται στην αναιρεθείσα, συναναιρούνται μόνον αν οι λόγοι αναίρεσης επηρεάζουν και αυτές (Κ. Καλαβρού, ό.α, υπ’ άρθρο 579, αριθ. 12, σ. 543).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την ένδικη από 8-12-2010 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./8-12-2010 αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εταιρία «………….» εξέθεσε ότι εδρεύει στο Πέραμα Αττικής και δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στην κατασκευή, επισκευή και συντήρηση πετρελαιοκινητήρων πλοίων, αγοραπωλησία ανταλλακτικών αυτών και γενικά σε κάθε δραστηριότητα που έχει σχέση με τα παραπάνω, καθώς και ότι η εναγόμενη εταιρία «………………» εδρεύει στο …….. Αττικής, όπου  διατηρεί επιχείρηση εμπορίας και ναύλωσης πλοίων και σκαφών αναψυχής. Ότι στο πλαίσιο της άνω επιχειρηματικής της δραστηριότητας στο Πέραμα το Μάρτιο του έτους 2009 συμφώνησε με την εναγόμενη να εκτελέσει τις απαραίτητες εργασίες για την επισκευή και συντήρηση των κινητήρων του Μ/Υ πλοίου «ΑΜΖ», κυριότητας της τελευταίας και να την προμηθεύσει με τα κατάλληλα προς τούτο αναλώσιμα και ανταλλακτικά μηχανής θαλάσσης. Ότι σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής από το Μάρτιο έως τον Απρίλιο 2009 πραγματοποίησε στο άνω σκάφος τις περιγραφόμενες κατ’ είδος και κόστος εργασίες και τοποθέτησε τα περιγραφόμενα κατ’ είδος και κόστος ανταλλακτικά, το συνολικό κόστος των οποίων (εργασιών και ανταλλακτικών) ανήλθε σε 50.211,90 ευρώ, ποσό που αποδέχθηκε η εναγόμενη, η οποία εξέδωσε αντίστοιχη βεβαίωση απαλλαγής Φ.Π.Α, ενώ η ίδια (ενάγουσα) εξέδωσε στο όνομα της τελευταίας για το άνω ποσό το υπ’ αριθ. 44/22-7-2010 Τ.Π.Υ, πληρωτέο με πίστωση 30 ημερών, ήτοι έως τις 2-8-2010. Ότι αν και η εναγόμενη ενέκρινε τις εκτελεσθείσες εργασίες και χρησιμοποιεί τα παραδοθέντα ανταλλακτικά, καθυστερεί να καταβάλλει το άνω οφειλόμενο ποσό των 50.211,90 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει το άνω οφειλόμενο ποσό των 50.211,90 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 22-8-2010 που παρήλθε ο χρόνος πίστωσης από την έκδοση του άνω Τ.Π.Υ, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Επί της αγωγής αυτής, η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την εκκαλούμενη με αριθ. 4207/2011 οριστική απόφαση, με την οποία δέχτηκε την αγωγή ως βάσιμη και κατ’ ουσία και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει  στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 50.211,90 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 22-8-2010 και μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής, η εναγόμενη που ηττήθηκε, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 13-3-2012 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……./15-3-2012 έφεση, με την οποία παραπονείται για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, ώστε να απορριφθεί η αγωγή εναντίον της. Το Δικαστήριο τούτο (με άλλη σύνθεση), δικάζοντας ερήμην της εκκαλούσας, εξέδωσε τη με αριθμό 980/2013 απόφασή του και απέρριψε την άνω έφεσή της λόγω της ερημοδικίας της. Η εναγόμενη άσκησε κατά της ανωτέρω απόφασης την από 31-1-2014 και με αριθ. κατάθ. ……/2014 ανακοπή ερημοδικίας και ζήτησε, επικαλούμενη ανωτέρα βία του πληρεξούσιου δικηγόρου της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της σε βάρος της αγωγής. Με τη με αριθμό 53/2015 οριστική απόφαση, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, το Δικαστήριο τούτο (με άλλη σύνθεση) απέρριψε την άνω ανακοπή ερημοδικίας ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης η εκκαλούσα άσκησε την από 23-3-2015 και με αριθ. κατάθ. ……./24-3-2015 αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου, επί της οποίας εκδόθηκε η αριθμό 1281/2018 απόφασή του, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση αναίρεσης, αναιρέθηκε η ως άνω προσβληθείσα απόφαση (980/2013) κατά το μέρος που ενσωματώθηκε σ’ αυτήν η πρωτόδικη με αριθ. 4207/2011 απόφαση (ήτοι κατά το σύνολο της νομικής και ουσιαστικής κρίσης της επί της ένδικης αγωγής) και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Ήδη η εναγόμενη επαναφέρει προς περαιτέρω συζήτηση την άνω έφεσή της, με την από 20-3-2019 και με ΓΑΚ …… και ΕΑΚ ……/26-3-2019 κλήση της, της οποίας ορίστηκε εν τέλει δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, κατά τα αναφερόμενα στο εισαγωγικό τμήμα της. Η άνω με αριθμό 1281/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου της, έκανε δεκτή την άνω αίτηση αναίρεσης, στον τρίτο λόγο της, για παράβαση του άρθρου 559 αριθμός 1 Κ.Πολ.Δ. Δέχθηκε, ότι το παρόν Δικαστήριο, με την με αριθμό 980/2013 απόφασή του, η οποία ενσωμάτωσε, λόγω της ερημοδικίας της εκκαλούσας, την πρωτόδικη με αριθ. 4207/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 690 Α.Κ, κρίνοντας ότι η προβληθείσα με τις προτάσεις της εναγομένης ένσταση συμψηφισμού της αναφερόμενης ανταπαίτησής της με την ένδικη απαίτηση της ενάγουσας προβάλλεται αλυσιτελώς, δεδομένου ότι δεν εισάγεται με τρόπο παραδεκτό προς κρίση η ανταπαίτηση της εναγομένης προς συμψηφισμό με την αγωγική απαίτηση. Με την αναίρεση της άνω απόφασης κατά το μέρος που ενσωματώθηκε σ’ αυτήν η πρωτόδικη με αριθ. 4207/2011 απόφαση (ήτοι κατά το σύνολο της νομικής και ουσιαστικής κρίσης της επί της ένδικης αγωγής), η εκκαλούσα και η εφεσίβλητη επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την έκδοση της εκκαλουμένης και αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης καθ’ όλα της τα κεφάλαια κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και συνεπώς το παρόν Δικαστήριο παραπομπής θα επανεκδικάσει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. παρ. 2 και 3, 579 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, την έφεση στο σύνολό της. Μετά ταύτα, νόμιμα και παραδεκτά η εναγόμενη – εκκαλούσα, με την από 20-3-2019 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ ……/26-3-2019 κλήση της, επαναφέρει προς περαιτέρω συζήτηση την άνω έφεση κατά της με αριθμό 4207/2011 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία. Η έφεση ασκήθηκε νομότυπα (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 Κ.Πολ.Δ.) και εμπρόθεσμα (άρθρα 144 και 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. – βλ. και την από 15-2-2012 σημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………. περί κοινοποίησης στην εναγόμενη της εκκαλουμένης απόφασης επί αντιγράφου της τελευταίας που προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να συνεκδικαστεί με τους παραδεκτά ασκηθέντες από την εκκαλούσα, με ιδιαίτερο δικόγραφο, από 4-11-2019 και με ΓΑΚ …… και ΕΑΚ ……/6-11-2019 πρόσθετους λόγους της, το δικόγραφο των οποίων κατατέθηκε στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου τούτου και κοινοποιήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη (βλ. την υπ’ αριθ. ……/14-11-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….). Ακολούθως, η έφεση και οι  πρόσθετοι λόγοι της (με τους οποίους επίσης η εναγόμενη παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων) πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια διαδικασία. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της έφεσης, ως εκ του χρόνου της άσκησής της (15-3-2012), δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου (άρθρο 12 Ν. 4055/12-3-2012).

Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητά της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 681 του A.K. «με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή». Για το ορισμένο της εκ του άρθρου τούτου αγωγής του εργολάβου προς καταβολή της αμοιβής του για το έργο που εκτέλεσε και παρέδωσε στον εναγόμενο εργοδότη, οφείλει αυτός να επικαλεστεί τη σύμβαση, το έργο που συμφωνήθηκε, το είδος και το ύψος της αμοιβής και την προσήκουσα εκτέλεση της βαρύνουσας αυτόν υποχρεώσεως να παραδώσει το έργο στον εργοδότη. Ως έργο νοείται κάθε τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και δραστηριότητας του εργολάβου στο οποίο απέβλεψαν τα μέρη της συμβάσεως, ενώ ως παράδοση του έργου νοείται η εκπλήρωση της κυρίας υποχρεώσεως του εργολάβου, που συνίσταται στην εκτέλεση του έργου και στην προσπόρισή του στον εργοδότη, δηλαδή στην περιέλευση του έργου στη σφαίρα εξουσιάσεως του εργοδότη, με την προϋπόθεση ότι το έργο είναι αυτό που συμφωνήθηκε και όχι εντελώς διαφορετικό, διότι τότε δεν θεωρείται ότι ο εργολάβος προεκπλήρωσε την παροχή του, ώστε να δικαιούται κατά το αρθρ. 694 Α.Κ. της συμφωνημένης αμοιβής του. Αντίθετα, η παράδοση έργου με ελλείψεις, είτε πρόκειται για έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων είτε για ουσιώδη ή επουσιώδη ελαττώματα του έργου, δεν απαλλάσσει τον εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής της εργολαβικής αμοιβής, ακόμη και αν πρόκειται για έργο άχρηστο, ούτε μπορεί ο εργοδότης να αποποιηθεί το προσφερόμενο σ’ αυτόν ελαττωματικό έργο, ώστε να αποφύγει έτσι την καταβολή της αμοιβής, αλλά έχει μόνον τα προβλεπόμενα στα άρθρα 688-690 Α.Κ, δικαιώματα, εκτός βέβαια διαφορετικής συμφωνίας τους (Α.Π. 5/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με το περιεχόμενο και αίτημα που ανωτέρω εκτέθηκε, η ένδικη αγωγή [η οποία παραδεκτά και αρμόδια εισήχθη για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του πρωτοβαθμίου Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ως καθ’ ύλη και κατά τόπον αρμόδιου (άρθρα 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 33 Κ.Πολ.Δ, σε συνδ. με άρθρο 51 παρ. 1, 2 και 3Β περ. β’ Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς)], ως προς τη μόνη βάση της, που επιχειρεί θεμελίωση σε αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, είναι αρκούντος ορισμένη, καθόσον διαλαμβάνει τα αναγκαία κατά νόμο (άρθρα 681 επ.  Α.Κ. και 216 Κ.Πολ.Δ.) για τη διαδικαστική της πληρότητα και τη θεμελίωση του αιτήματός της στοιχεία, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη. Ειδικότερα, προσδιορίζονται, για το ορισμένο και την πληρότητα αυτής, τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η περιγραφόμενη σύμβαση έργου, με την αναφορά της σχετικής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, του έργου που αναλήφθηκε από την ενάγουσα, του είδους και του ύψους της αμοιβής της που συμφωνήθηκε και του ότι αυτή προέβη σε προσήκουσα εκτέλεση της υποχρέωσης που την βάρυνε για παράδοση του έργου. Ως προς το στοιχείο της παράδοσης του έργου, είναι γεγονός ότι η ενάγουσα δεν το αναφέρει ρητά στην αγωγή της, πλην όμως η στην αγωγή της αναφορά όλων των λοιπών άνω στοιχείων σε συνδυασμό με την αναφορά ότι η εναγόμενη εργοδότρια αποδέχτηκε και ενέκρινε τις συμφωνηθείσες και εκτελεσθείσες εργασίες (έστω και εάν υπήρχαν ελαττώματα στο έργο) και ότι χρησιμοποιεί τα επίδικα ανταλλακτικά που τοποθετήθηκαν από την ενάγουσα, περιγράφουν επαρκώς την εκ μέρους της εναγομένης παραλαβή του έργου (και σε κάθε περίπτωση την προσήκουσα προσφορά του προς αυτήν από την ενάγουσα) κατά τρόπο σαφή μη επιδεχόμενο οποιαδήποτε αμφιβολία, χωρίς να κρίνεται απαραίτητη η πανηγυρική διατύπωση περί αυτού, αφού η αναφορά των άνω πραγματικών περιστατικών είναι ικανή να οδηγήσει τη δικανική κρίση στην υπαγωγή τους στον κατάλληλο κανόνα δικαίου, επιτρέποντας ευχερώς στην εναγόμενη να αμυνθεί με την προβολή των σχετικών ισχυρισμών. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα όσα αντίθετα ισχυρίζεται η εναγόμενη με το σχετικό λόγο της έφεσής της. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που αμέσως ανωτέρω εκτέθηκε, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 345, 346, 681 επ, 694 Α.Κ. και 176 Κ.Πολ.Δ. και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το προσήκον για το αντικείμενό της δικαστικό ένσημο.

Από τις διατάξεις των άρθρων 688-690 Α.Κ, που καθορίζουν λεπτομερώς την ευθύνη του εργολάβου αναλόγως με την φύση των ελαττωμάτων και ελλείψεων, τα οποία φέρει το έργο που εκτελέσθηκε από αυτόν, προκύπτει ότι ο εργοδότης δικαιούται να απαιτήσει: α) σε περίπτωση επουσιωδών ελαττωμάτων είτε τη διόρθωση αυτών είτε την ανάλογη μείωση της αμοιβής, β) σε περίπτωση ουσιωδών ελαττωμάτων, τα οποία καθιστούν το έργο άχρηστο η έλλειψης των συνομολογηθεισών ιδιοτήτων είτε τη διόρθωση είτε την ανάλογη μείωση της αμοιβής είτε αντί αυτών να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και γ) σε περίπτωση κατά την οποία οι ελλείψεις του έργου, οι οποίες ανάγονται είτε σε ουσιώδη είτε σε επουσιώδη ελαττώματα, όσο και σε συμφωνημένες ιδιότητες, που οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, ο εργοδότης δικαιούται αντί υπαναχώρησης ή μειώσεως της αμοιβής να απαιτήσει αποζημίωση για κάθε ζημία, η οποία προήλθε από το γεγονός ότι ο εργολάβος δεν ανταποκρίθηκε υπαιτίως στις εκ της συμβάσεως υποχρεώσεις του να κατασκευάσει έργο, που να φέρει τις συμφωνημένες ιδιότητες και χωρίς ελαττώματα. Διαγράφεται δηλαδή από τα άρθρα αυτά διαζευκτικά συρροή περισσοτέρων δικαιωμάτων υπέρ του εργοδότη, ο οποίος έχει έτσι το εκλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει οποιοδήποτε από τα παραπάνω παρεχόμενα σε αυτόν δικαιώματα, όταν δε κάνει την επιλογή του ασκώντας ένα από αυτά, δεν μπορεί να παραιτηθεί από αυτό και να ασκήσει το άλλο. Αυτό δε διότι, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 306 Α.Κ, ο οποίος εφαρμόζεται και επί διαζευκτικής συρροής δικαιωμάτων, η ως άνω επιλογή, που μπορεί να γίνει με άτυπη, μονομερή και απευθυντέα δήλωση προς τον εργολάβο, είναι αμετάκλητη και αναλίσκεται με τη δήλωση του εργοδότη ότι ασκεί ένα από τα πιο πάνω δικαιώματα. Έτσι, ο εργοδότης που επιδιώκει αποζημίωση με βάση το άρθρο 690  Α.Κ. οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει: α) την κατάρτιση της σύμβασης έργου, β) ότι το έργο εκτελέσθηκε, γ) ότι το εκτελεσθέν έργο έχει ελλείψεις, χωρίς να ενδιαφέρει η διάκριση τους σε ουσιώδεις και επουσιώδεις και δ) την ζημία που υπέστη από τις ελλείψεις του έργου, η οποία τελεί σε λογική ακολουθία με το ποσό της αποζημίωσης που ζητεί. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι η ενάσκηση της εκ του άρθρου 690 Α.Κ. αξίωσης προϋποθέτει, κατά τη κρατούσα άποψη στη θεωρία και τη νομολογία, εκτελεσθέν και παραδοθέν ή προσφερθέν προς παράδοση έργο, έστω και ελαττωματικό. Η αποζημίωση περιλαμβάνει κατ’ αρχήν τη δαπάνη, στην οποία πρέπει να υποβληθεί ο εργοδότης για να αποκαταστήσει τις ελλείψεις του έργου, καθώς, επίσης, το διαφυγόν κέρδος και κάθε περαιτέρω ζημία. Απαιτείται ακόμη για την ευθύνη του εργολάβου προς αποζημίωση και υπαιτιότητά του, την οποία όμως δεν υποχρεούται να επικαλεσθεί και αποδείξει ο εργοδότης, αλλά ο εργολάβος, επικαλούμενος έλλειψη υπαιτιότητας του ιδίου ή των προσώπων που χρησιμοποίησε για να εκτελέσει το έργο. Ο εργοδότης, εναγόμενος από τον εργολάβο για να καταβάλει την αμοιβή του, μπορεί να προτείνει κατ’ ένσταση σε συμψηφισμό την αξίωσή του για αποζημίωση από τις ελλείψεις του έργου. Αν δε πριν την αποπεράτωση του έργου, ο εργοδότης διαπιστώσει ότι το έργο που μέχρι τότε έχει εκτελεσθεί έχει ελλείψεις και ελαττώματα, που οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, τότε ο εργοδότης δικαιούνται να επικαλεστεί μόνο τα δικαιώματα, που παρέχει σ’ αυτόν η ως άνω διάταξη του άρθρου 687 του Α.Κ, ήτοι να τάξει, με δήλωσή του, στον εργολάβο, εύλογη προθεσμία για τη διόρθωση των ελλείψεων και ελαττωμάτων, στην οποία δήλωση πρέπει να περιέχεται η αξίωση για διόρθωση των ελλείψεων και ελαττωμάτων και αν παρέλθει η προθεσμία αυτή χωρίς να κάνει τίποτε ο εργολάβος, να εκτελέσει ο ίδιος τις διορθώσεις, με δαπάνες του εργολάβου, ενώ, αν θέλει να ασκήσει κάποιο από τα άλλα δικαιώματα τα προβλεπόμενα στα άρθρα 688-690 Α.Κ, οφείλει να περιμένει την ολοκλήρωση του έργου, ακόμα και όταν η ύπαρξη ελαττωμάτων είναι βεβαία εκ των προτέρων (ΑΠ 1281/2018, Α.Π. 985/2015, Α.Π. 852/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (8-3-2011) και από τα έγγραφα τα οποία οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων [χωρίς να λαμβάνονται παντάπασιν υπόψη οι προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα από 12-1-2011 και από 18-6-2011 υπεύθυνες δηλώσεις του πλοιάρχου ………., διότι αποτελούν μαρτυρίες τρίτου που δόθηκαν χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις των διατάξεων του Κ.Πολ.Δ, με αποκλειστικό σκοπό να χρησιμοποιηθούν στην παρούσα δίκη και αποτελούν ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο που δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (Α.Π. 1088/2019, Α.Π. 6/2019, Α.Π. 297/2019, Α.Π. 524/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ)], αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εταιρία «…………» εδρεύει στο Πέραμα Αττικής και δραστηριοποιείται στην κατασκευή, επισκευή και συντήρηση πετρελαιοκινητήρων πλοίων. Η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη εταιρία «……………» εδρεύει στο ….. Αττικής και κατά τον κρίσιμο για την αγωγή χρόνο ήταν πλοιοκτήτρια του σκάφους αναψυχής «ΑΜΖ». Στις 2-10-2008 το άνω σκάφος, ενώ βρισκόταν στο λιμάνι του Λαυρίου, υπέστη σοβαρή ζημιά στο αριστερό μηχανικό σύστημα πρόωσής του, όταν, κατά τη διάρκεια λειτουργίας των μηχανών του, από σφάλμα τυλίχτηκε κάβος ρεμέτζου στη μηχανή jet αυτού. Η εταιρία ταξινόμησης και πιστοποίησης σκαφών «…………..», η οποία κλήθηκε για να διαγνώσει την έκταση και το βαθμό της ζημιάς, διαπίστωσε ότι τα μέρη που επλήγησαν από το ατύχημα ήταν το jet, ο άξονας, η ρεβέρσα και η μηχανή του σκάφους. Σύμφωνα με την άνω εταιρία (νηογνώμονα), τα μέρη αυτά έπρεπε να αφαιρεθούν προκειμένου να ελεγχθούν λεπτομερώς και να ξεκινήσουν οι εργασίες επισκευής. Για την αποκατάσταση της λειτουργικότητας της μηχανής και της ρεβέρσας η εναγόμενη απευθύνθηκε στον Ευθύμιο Ακτύπη, με τον οποίο είχε παλαιότερα συνεργασία και ήταν εκπρόσωπος της ενάγουσας και άλλων εταιριών συμφερόντων του με τις οποίες συναλλασσόταν [«……….», «………….»]. Για την αποκατάσταση της λειτουργικότητας του jet και του άξονά του, η εναγόμενη απευθύνθηκε στον ……….., εκπρόσωπο της εταιρίας «……..». Η ενάγουσα (δια της εταιρίας «……..») και η εταιρία «………….» ανέλαβαν ακολούθως το ανατεθέν σε καθεμία άνω έργο και από τα μέσα Οκτωβρίου 2008 –  αφού το σκάφος ανελκύστηκε στα ναυπηγεία «……………» στο Πέραμα  – ξεκίνησαν εργασίες εξαρμόσεων και ελέγχων για την αποκατάσταση της ορθής λειτουργίας των άνω βλαβέντων μηχανικών μερών του. Στις 10-3-2009 οι μηχανικοί των άνω εταιριών είχαν ολοκληρώσει τις εργασίες τοποθέτησης των επισκευασμένων μηχανικών μερών στο σκάφος και έγινε παρουσία όλων καθέλκυση αυτού στη νηοδόχο του άνω ναυπηγείου, εκκίνηση των κινητήρων του και δοκιμές εν όρμω. Στις δοκιμές αυτές έγινε έλεγχος του δεξιού κινητήρα και του δεξιού αναστροφέα. Οι θερμοκρασίες, πίεση ελαίου κινητήρα, πίεση ελαίου αναστροφέα ήταν εντός των ορίων, έγινε έλεγχος διαρροών και δεν διαπιστώθηκε κάποια διαρροή ή απώλεια. Στη συνέχεια έγινε εκκίνηση του αριστερού κινητήρα και ελέγχθηκε η θερμοκρασία ύδατος, η πίεση ελαίου, η πίεση ελαίου αναστροφέα και έγινε και έλεγχος διαρροών ή απώλειας. Εφόσον δεν διαπιστώθηκε κάποια δυσλειτουργία και σε συμφωνία με τον πλοίαρχο, μέσω του Α’ μηχανικού, έγινε εμπλοκή του συστήματος προώσεως (υδροτζέτ). Στον αριστερό αναστροφέα παρατηρήθηκαν τότε αναθυμιάσεις, ενώ στο δεξιό αναστροφέα δεν παρατηρήθηκε πρόβλημα. Έγινε κράτηση του αριστερού κινητήρα και ο τεχνικός της ενάγουσας, ο οποίος είχε επισκευάσει τον αναστροφέα, μετέβη στο σκάφος. Έγινε έλεγχος του φίλτρου ελαίου, όπου δεν παρατηρήθηκε πρόβλημα, και δοκιμή περιστροφής του αξονικού του υδροτζέτ, όπου παρατηρήθηκε αδυναμία σωστής περιστροφής του αξονικού (έστρεφε με μεγάλη δυσκολία) και έγινε αφαίρεση των βιδών συγκρατήσεων του αξονικού συνδέσμου στον αναστροφέα. Στις 11-3-2009 έγινε έλεγχος περιστροφής του αναστροφέα, αφού είχαν αφαιρεθεί οι κοχλίες συνδέσεως και ο τελικός άξονας (άξονας εξόδου) του αναστροφέα είχε φυσιολογική περιστροφή, ενώ ο άξονας του υδροτζέτ δεν στάθηκε δυνατό να περιστραφεί. Ακολούθως, το συνεργείο της ενάγουσας ενημέρωσε: α) τον Α’ μηχανικό του σκάφους ότι δεν στρέφει το αξονικό και β) το συνεργείο που τοποθέτησε την αριστερή χοάνη και ευθυγράμμισε τους άξονες (συνεργείο επισκευής των jet) και γ) τον ιδιοκτήτη ότι ο αναστροφέας στρέφει φυσιολογικά, ενώ το αξονικό δεν στρέφει. Παράλληλα, ετέθησαν υπόψη των προαναφερομένων οι εξής παρατηρήσεις: «Απόκλισις ευθυγραμμίας αριστερού άξονος 10 mm το αξονικό προς τα κάτω, 2,5 mm το αξονικό προς τα αριστερά, απόκλισις ευθυγραμμίας δεξιού αξονικού» και δόθηκε η ακόλουθη εκτίμηση επί ερωτήματος του ιδιοκτήτη για τις ενέργειες που έπρεπε να γίνουν προς αποκατάσταση του προβλήματος: Α. Πρέπει να αποκατασταθεί η ευθυγραμμία των δυο αξόνων, δια μετακινήσεως των συγκροτημάτων κινητήρας – αναστροφέας. Και Β. Πρέπει να ελεγχθεί η αδυναμία περιστροφής του αριστερού αξονικού δια του συνεργείου που πραγματοποίησε εργασίες ελέγχου ευθυγραμμίσεως, κολλήματος αριστερής χοάνης, επισκευής των υδροτζέτ». Στη συνέχεια, κατόπιν προφορικής εντολής του ιδιοκτήτη του σκάφους, κατά τα  ειδικότερα εκτιθέμενα στη συνέχεια, το συνεργείο της ενάγουσας ανέλαβε τη μετακίνηση του κινητήρα – αναστροφέα και με προσθήκες πραγματοποίησε την αποκατάσταση της ευθυγραμμίας σε επιτρεπτά όρια. Στο αξονικό μέρος το συνεργείο της ενάγουσας δεν έκανε κανένα έλεγχο, καθότι, όπως προαναφέρθηκε, ο αριστερός άξονας δεν έστρεφε. Τότε όμως δόθηκε η εντολή από τον ιδιοκτήτη να δοθεί το αξονικό και στους δυο αναστροφείς. Άμεσα το συνεργείο της ενάγουσας ενημέρωσε το έτερο συνεργείο (επισκευής των jet), τον Α’ μηχανικό και τον ιδιοκτήτη, ότι, εφόσον δεν στρέφει το αξονικό, θα προκληθεί, ζημία. Οι απαντήσεις των τελευταίων ήταν οι εξής: Συνεργείο επισκευής των jet: «Είναι πρόβλημα, πρέπει να έχει ζημία το υδροτζέτ», Α’ Μηχανικός: «Είναι εντάξει, ξέρει ο ……..», Ιδιοκτήτης: «Κλείστε να φύγουμε έστω με μια μηχανή». Το συνεργείο της ενάγουσας, έχοντας προειδοποιήσει τους ανωτέρω ότι υπήρχε σοβαρό πρόβλημα από τη μη περιστροφή του αριστερού αξονικού, εκτέλεσε την εντολή του ιδιοκτήτη «κλείστε να φύγουμε» και προέβη σε σύνδεση των δυο συνδέσμων, έθεσε σε λειτουργία τους κινητήρες και πραγματοποίησε και εμπλοκή των υδροτζέτ. Όμως, πριν το σκάφος μετακινηθεί περισσότερο από 150-500 μέτρα, άρχισαν να βγαίνουν καπνοί και αναθυμιάσεις από τον αριστερό αναστροφέα. Ενημερώθηκε τότε ο Α’ μηχανικός και ο πλοίαρχος και το σκάφος επέστρεψε στη νηοδόχο. Το συνεργείο της ενάγουσας πραγματοποίησε απεμπλοκή του αριστερού συνδέσμου και παρατηρήθηκαν τα ακόλουθα: «Α. Το αξονικό δεν έστρεφε καθόλου. Β. Υπήρχε έντονη μυρωδιά καμένου λιπαντικού στον αναστροφέα. Γ. Υπήρχαν ρινίσματα στο φίλτρο ελαίου του αναστροφέα». Άμεσα το συνεργείο της ενάγουσας ενημέρωσε τον Α’ μηχανικό, το συνεργείο επισκευής των jet και τον ιδιοκτήτη ότι υπάρχει σοβαρή ζημία στον αναστροφέα από κακή ευθυγράμμιση του αριστερού αξονικού και έπρεπε: Α. Να αποκατασταθούν οι ζημίες και Β. Να αποκατασταθούν οι ευθυγραμμίσεις, διότι αυτή εκτιμάτο ότι ήταν η αιτία της ζημίας του αναστροφέα. Σε ερώτηση του ιδιοκτήτη πως έπρεπε να γίνουν οι εργασίες αυτές, το συνεργείο της ενάγουσας απήντησε ότι έπρεπε: Α. Να γίνει μέτρηση στο σκάφος για την συμπεριφορά του στο νερό. Β. Κατά τον ίδιο τρόπο να τοποθετηθεί στο ναυπηγείο. Γ. Να εξαρμωσθεί ο αναστροφέας για έλεγχο και επισκευή. Δ. Να τοποθετηθεί ο αναστροφέας στην θέση του. Ε. Να κατασκευασθεί μεταλλική φλάντζα για να ευρεθεί το κέντρο του σημείου εδράσεως του υδροτζέτ. Και Ζ. Με σημείο αναφοράς Α το κέντρο της φλάντζας από το σημείο εδράσεως του υδροτζέτ και σημείο Β τη φλάνζα του άξονος εξόδου του αναστροφέως, να αρχίσει η ευθυγράμμιση. Επακολούθησε ανέλκυση του σκάφους, οπότε το συνεργείο της ενάγουσας προέβη στις εξής πρόσθετες παρατηρήσεις προς το έτερο συνεργείο (επισκευής αξόνων, υδροτζέτ, χοανών) και τον ιδιοκτήτη: «Α. Ο άξονας, αν και αποσυνδεδεμένος από τον αναστροφέα, δεν έστρεψε ξανά. Β. Το στροφείο του υδροτζέτ είχε βρει στο κέλυφός του. Γ. Ο άξονας είχε βρει στη νέα χοάνη, που είχε τοποθετηθεί σε λάθος σημείο». Ακόμη, επισημάνθηκαν λάθη του συνεργείου επισκευής των jet κατά τις επισκευαστικές εργασίες ως εξής: «Α. Δεν είχε ληφθεί κανένα σημείο αναφοράς όταν έγινε αντικατάσταση της χοάνης στεγανότητας. Β. Το σκάφος είχε τοποθετηθεί λάθος στο ναυπηγείο. Γ. Δεν έγινε έλεγχος της ευθυγραμμίας σε κανένα στάδιο εργασιών (π.χ. όταν το σκάφος καθελκύστηκε ή όταν τοποθετήθηκε ο κινητήρας στον αναστροφέα). Δ. Αφού ευρέθη ο άξονας να μην στρέφει, δεν έπρεπε να δεθούν οι σύνδεσμοι και να αρχίσουν δοκιμές». Παράλληλα, διατυπώθηκε ως θέση του συνεργείου της ενάγουσας ότι: «Α. Δεν ανέλαβε κανένα έλεγχο ευθυγράμμισης. Β. Δεν πραγματοποίησε καμία εργασία στο αξονικό σύστημα. Γ. Δεν ερωτήθηκε για τον τρόπο ελέγχου, τοποθετήσεως της νέας χοάνης. Δ. Όταν αυτό (συνεργείο ενάγουσας) ολοκλήρωσε τις εργασίες επισκευής του αριστερού αναστροφέως και τον τοποθέτησε στη βάση του, άρχισε τις ευθυγραμμίσεις σε αυτό το σημείο και ενημέρωσε το έτερο συνεργείο ότι δεν πρέπει να λάβει τον αναστροφέα για σημείο αναφοράς και να τοποθετήσει τη νέα χοάνη, διότι δεν είναι και ο κινητήρας στη θέση του, ο οποίος (κινητήρας) έχει άμεση σύνδεση στον αναστροφέα και όταν τοποθετηθεί θα αλλάξει θέση ο αναστροφέας. Παράλληλα, πληροφόρησε το συνεργείο των ευθυγραμμίσεων ότι, όταν θα τοποθετηθεί και ο κινητήρας και απαιτηθεί μετακίνηση του συγκροτήματος, αυτή μπορεί να γίνει. Πλην όμως, αφού τοποθετήθηκε ο αριστερός κινητήρας και έγινε άρμωσίς του, παρά την ανωτέρω ενημέρωση και σύσταση που του έγινε, το έτερο συνεργείο δεν έπραξε τα ακόλουθα: Α. Επαναφορά στο Ναυπηγείο της ευθυγράμμισης του αριστερού αξονικού και Β. Έλεγχο στο ναυπηγείο της ευθυγράμμισης του δεξιού αξονικού. Επιπλέον, αφού καθελκύστηκε το σκάφος και πριν τις δοκιμές εν όρμω, δεν έγιναν τα ακόλουθα στο ναυπηγείο και στο νηοδόχο από το έτερο συνεργείο: Α. Έλεγχος ευθυγράμμισης του αριστερού αξονικού και Β. Έλεγχος ευθυγράμμισης του δεξιού αξονικού. Εφόσον όμως δεν είχαν λάβει χώρα τα ανωτέρω λάθη και παραλείψεις του έτερου συνεργείου, για τα οποία είχε προειδοποιήσει αυτό και την εναγόμενη το συνεργείο της ενάγουσας, θα εντοπίζονταν έγκαιρα η λάθος ευθυγράμμιση και δεν θα επακολουθούσε η επίδικη ζημία στο δεξιό και στον αριστερό κινητήρα του σκάφους και στους αναστροφείς τους, η οποία συνίστατο ειδικότερα: Α. Σε κατεστραμμένη φωλιά εδράνου εξόδου, Β. Σε κατεστραμμένους δίσκους σύμπλεξης (ολίσθηση), Γ. Σε κατεστραμμένο αποστάτη – ροδέλλα και Δ. Σε κατεστραμμένο έδρανο άξονος εξόδου (θρωστ). Επί των άνω περιστατικών, αναλυτική, πλήρως αιτιολογημένη και συνακόλουθα απόλυτα πειστική κρίνεται η από 10-4-2009 και με αριθ. πρωτ. ……… επιστολή της ενάγουσας προς τους ιδιοκτήτες και τον πλοίαρχο του σκάφους της, ενόψει και του ότι αυτή στάλθηκε αμέσως μετά την εκτέλεση των επίδικων εργασιών και αποτυπώνει επί τόπου σχετικές καταγραφές των μηχανικών του συνεργείου της, ενώ τα αναγραφόμενα σ’ αυτήν επιβεβαιώνονται: α) από τη σαφή και εμπεριστατωμένη κατάθεση του μάρτυρος της ενάγουσας ………….. (τεχνικού διευθυντή της), ο οποίος, έχοντας ιδίαν αντίληψη για τα κρίσιμα άνω πραγματικά περιστατικά, κατέθεσε μεταξύ άλλων «…..η ζημιά είναι από τη ρεβέρσα και μετά και έχει να κάνει με την ευθυγράμμιση και το τελείωμα του προσθήριου συστήματος μέχρι την κίνηση του σκάφους, ….η προσπάθεια ευθυγράμμισης που έγινε στο καρνάγιο από το έτερο συνεργείο της εναγομένης, χωρίς την τοποθέτηση κινητήρα, έγινε με λάθος σειρά, καθώς έπρεπε πρώτα να τοποθετηθεί στη θέση της η ρεβέρσα, που είναι το  πιο ευαίσθητο σημείο, μετά το άλλο άκρο του άξονα, μετά η μηχανή και μετά να ληφθούν κέντρα για να γίνει η ευθυγράμμιση, αλλά το έτερο συνεργείο πήρε κέντρα από τη ρεβέρσα και συνέχισε την ευθυγράμμιση πριν τοποθετηθεί η μηχανή, της οποίας η δουλειά δεν είχε τελειώσει, παρότι το συνεργείο της ενάγουσας τους προειδοποίησε να μην πάρουν κέντρα γιατί η ρεβέρσα δεν είναι σωστή αν δεν τοποθετηθεί και η μηχανή,…η ευθυγράμμιση στο καρνάγιο του συστήματος μηχανής και ρεβέρσας με τον άξονα δεν ήταν δουλειά της ενάγουσας, δεν τους την ανέθεσε η εναγόμενη, τη δουλειά αυτή την κάνει όποιος πληρώνεται γι’ αυτή, …..επειδή γνωρίζαμε τους ανθρώπους στην εναγόμενη και δεν είχαμε με αυτούς κανένα πρόβλημα στο παρελθόν, δεχτήκαμε εξαρχής να μην μας προκαταβληθεί το 50% της αξίας των εκτελεσθέντων εργασιών και των τοποθετουμένων ανταλλακτικών, όπως είναι η πάγια τακτική μας», β) από το ότι η εναγόμενη, επί ενάμισι χρόνο περίπου που μεσολάβησε μέχρι την έκδοση του επίδικου τιμολογίου από την ενάγουσα, δεν αμφισβήτησε την επίδικη συναλλαγή της με αυτήν, ούτε διαμαρτυρήθηκε για οποιαδήποτε πλημμέλεια των εκτελεσθέντων επισκευαστικών εργασιών με κάποια επιστολή, εξώδικη δήλωση, κ.λ.π, που να αναφέρει τις απόψεις της ή κάποιες αιτιάσεις της σε βάρος της ενάγουσας (η τελευταία, από την πλευρά της, της είχε αποστείλει από 30-4-2009 λογαριασμό και είχε λάβει απ’ αυτή τα νόμιμα έγγραφα για την απαλλαγή από το Φ.Π.Α, πλην όμως, επιδιώκοντας τη συνέχιση της μέχρι τότε άριστης συνεργασίας τους, καθυστέρησε την έκδοση του άνω τιμολογίου), γ) από το γεγονός ότι η εναγόμενη εξέδωσε και χορήγησε στην ενάγουσα, για την επίδικη συναλλαγή, βεβαίωση απαλλαγής από το Φ.Π.Α, με εκδότη τον πλοίαρχο του σκάφους της και ημερομηνία χρήσης την 22-7-2010 (σημειωτέον ότι ο κατ’ ένσταση ισχυρισμός της, το πρώτον με τις προτάσεις της κατά την παρούσα συζήτηση, ότι η προσκομιζόμενη με επίκληση από την ενάγουσα άνω βεβαίωση είναι πλαστή ως προς το περιεχόμενό της, καθώς την είχε παραδώσει στην ενάγουσα κενή στοιχείων – αριθμού τιμολογίου, ποσών και ονόματος επισκευαστή, για εργασίες που η τελευταία έκανε στο σκάφος της το 2008, αλλά η βεβαίωση αυτή συμπληρώθηκε εν αγνοία της για άλλο σκοπό σχεδόν 2 έτη αργότερα για να φανεί ότι η ίδια δήθεν αποδέχθηκε τις επίδικες εργασίες, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος γιατί, όπως προκύπτει από τις από 8-3-2011 προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ο άνω ισχυρισμός, με τον οποίο δεν αποδίδεται πλαστογραφία σε συγκεκριμένο πρόσωπο, δεν προτάθηκε κατά τη συζήτηση της αγωγής, αντιμωλία των διαδίκων, στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά την οποία το έγγραφο αυτό προσκομίσθηκε για πρώτη φορά με επίκληση από την εναγόμενη, ούτε προτείνεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τούτο κατ’ άρθρο 527 Κ.Πολ.Δ. – Α.Π. 401/2019, Α.Π. 592/2017, Εφ.Αθ. 215/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και δ) από το γεγονός ότι η εναγόμενη δεν επιχείρησε να ασκήσει το δικαίωμα, που έδινε μόνο σ’ αυτή το από 9-4-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό της με την ενάγουσα και με την έτερη επισκευάστρια εταιρία, να προσλάβει εντός δέκα ημερών ειδικό (ναυπηγό – μηχανολόγο) κοινής αποδοχής, με σκοπό να καταλογίσει ευθύνες για την άνω ζημία και να αναλάβει το οικονομικό κόστος της ο υπαίτιος. Σε άλλη κρίση δεν άγεται το Δικαστήριο από άλλο αποδεικτικό στοιχείο, εξ αυτών που εισφέρθηκαν στη δίκη κυρίως από την εναγόμενη η οποία, άλλωστε, φέρει και το δικονομικό βάρος απόδειξης του ισχυρισμού της ότι είχε αναθέσει στην ενάγουσα την (επιπρόσθετη των επίδικων εργασιών κατά την αγωγή εναντίον της) εργασία της ευθυγράμμισης του κοινού άξονα των υπό επισκευή μηχανικών μερών (κύριας μηχανής / αναστροφέα) με τον τελικό άξονα του μηχανισμού πρόωσης (water jet) κατά την τοποθέτησή τους στο σκάφος συμπεριλαμβανομένων: α) της από 13-11-2008 έγγραφης προσφοράς (μέσω φαξ) της ενάγουσας (δια της εταιρίας «…………..»), για εκτέλεση «όταν θα ολοκληρωθούν οι αρμώσεις, εργασιών ελέγχου και αποκατάστασης ευθύτητος του συγκροτήματος αναστροφέας, κινητήρες σε σχέση με τον τελικό άξονα με LAZER, κόστος 3.500,00 ευρώ», ενόψει του ότι δεν αποδεικνύεται ότι η προσφορά αυτή έγινε αποδεκτή από την εναγόμενη, αλλά και ότι αφορά όλες τις απαιτούμενες εργασίες ευθυγράμμισης στα επισκευασθέντα μηχανικά μέρη από τα δυο συνεργεία μέχρι που βρέθηκε το σκάφος στο νερό και επανατοποθετήθηκαν οι μηχανές στους αναστροφείς τους, β) του άνευ ημερομηνίας e-mail του …………., εκπροσώπου της επισήμου αντιπροσώπου στην Ελλάδα των συστημάτων πρόωσης MJP, με το συνημμένο εγχειρίδιο εγκατάστασης των άνω συστημάτων, αφού σ’ αυτά απλώς παρατίθεται η διαδικασία και η ορθή σειρά ευθυγράμμισης των εξαρτημάτων του προωστήριου συστήματος MJP, γ) της άνευ ημερομηνίας έκθεσης αναφορικά με τη ζημιά της αριστερής προωστήριας μηχανής του σκάφους του ναυπηγού μηχανολόγου ………….., αφού αυτός, ο οποίος βασίστηκε αποκλειστικά σε στοιχεία που του παρείχε η εντολέας του εναγόμενη, δεν αποφαίνεται αιτιολογημένα για το εάν κάποια από τις δυο επισκευάστριες εταιρίες είχε αναλάβει την ευθύνη της ευθυγράμμισης του κοινού άξονα της κύριας μηχανής / αναστροφέα με τον τελικό άξονα του μηχανισμού πρόωσης (water jet) μετά την επισκευή της πρώτης ζημίας, ούτε για το εάν κάποια απ’ αυτές είχε αναλάβει και την ευθύνη του επανελέγχου της ευθυγράμμισης μετά την καθέλκυση του σκάφους από το ναυπηγείο για την εκτέλεση των δοκιμών, δ) του από 16-3-2009 εγγράφου του πραγματογνώμονα της ασφαλιστικής εταιρίας του σκάφους της εναγομένης ……………, αφού αυτός, εκπροσωπώντας τα συμφέροντα της άνω ασφαλιστικής εταιρίας,  δεν λαμβάνει θέση για το ποιά από τις δυο επισκευάστριες εταιρίες είχε αναλάβει την ευθύνη της επίμαχης ευθυγράμμισης, ούτε τοποθετείται επί της εξ αρχής προβληθείσας θέσης της ενάγουσας, ότι με εντολή του ιδιοκτήτη του σκάφους δέθηκαν οι σύνδεσμοι και άρχισαν οι δοκιμές, ενώ είχε ευρεθεί ο άξονας να μη στρέφεται. Και ε) της κατάθεσης του μάρτυρος της εναγομένης ……………… (εκπροσώπου του συνεργείου επισκευής των Jet), ενόψει του ότι αυτός κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι όλες οι εργασίες που εκτέλεσε η ενάγουσα ήταν μηχανολογικές και δεν γνωρίζει να συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων αμοιβή της ενάγουσας για εργασία ευθυγράμμισης, ενώ, έχοντας υπογράψει και ο ίδιος το προαναφερθέν από 9-4-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό, δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους, κατά τη γνώμη του, η εναγόμενη δεν κίνησε τη διαδικασία προσφυγής σε πραγματογνώμονα κοινής αποδοχής για την εξακρίβωση των αιτίων της επίδικης ζημίας, ως είχε μόνη αυτή το δικαίωμα εκ του άνω συμφωνητικού. Μετά ταύτα αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα είχε αναλάβει μόνο τις αναφερόμενες στην αγωγή επισκευαστικές εργασίες που παρατίθενται στη συνέχεια, στις οποίες δεν περιλαμβάνονταν η επικαλούμενη από την εναγόμενη εργασία ευθυγράμμισης του κοινού άξονα των υπό επισκευή μηχανικών μερών (κύριας μηχανής / αναστροφέα) με τον τελικό άξονα του μηχανισμού πρόωσης (water jet) κατά την τοποθέτησή τους στο σκάφος. Εφόσον δε η εκκαλουμένη έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), ορθά το νόμο εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της κρινόμενης έφεσης και των πρόσθετων λόγων της είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Ο περαιτέρω ισχυρισμός της εναγομένης, με σχετικό λόγο της έφεσής της, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου με το να απορρίψει κατ’ ουσία, χωρίς ειδική αιτιολογία, τον ισχυρισμό της περί ελαττωματικής εκτέλεσης του έργου, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, καθώς το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τούτο και χωρίς την επικαλούμενη άνω δικονομική πλημμέλεια, θα κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα, με βάση όσα ανωτέρω αποδείχθηκαν. Ειδικότερα δε η ένσταση συμψηφισμού, την οποία προέβαλε πρωτόδικα η εναγόμενη και επαναφέρεται με σχετικούς λόγους της έφεσης και των πρόσθετων λόγων της και έχει το εξής περιεχόμενο «Ακόμη, όμως, και στην περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι οφείλουμε να καταβάλουμε οιοδήποτε ποσό στην ενάγουσα, αυτό πρέπει να συμψηφιστεί με τα ακόλουθα ποσά που αναγκαστήκαμε να δαπανήσουμε εξαιτίας των πλημμελειών που επέδειξαν οι μηχανικοί της κατά την εκτέλεση των εργασιών τους, αλλά και με ποσά που την είσπραξη των οποίων απωλέσαμε λόγω της καθυστερημένης παράδοσης του σκάφους (όπως ανωτέρω αναλυτικά εκτίθενται), και ειδικότερα: με το ποσό των 19.870 ευρώ τo οποίο, λόγω των εργασιών για την επισκευή των νέων ζημιών που προκάλεσαν οι τεχνικοί της ενάγουσας, η εταιρεία μας υποχρεώθηκε να καταβάλλει στα «…………..» για τον έναν επιπλέον μήνα παραμονής του σκάφους σ’ αυτό (από 13-3-2009 έως 15-4-2009), με το ποσό των 4.700 ευρώ που καταβάλλαμε στην εταιρεία «…………….», για την ευθυγράμμιση του σκάφους λόγω της αδυναμίας της ενάγουσας να το πράξει, παρά τη ρητή έγγραφη ανάληψη της σχετικής υποχρέωσης, με το ποσό των 12.788 ευρώ που καταβάλλαμε στην DNV για την επιθεώρηση των εργασιών, καθώς λόγω των αλλεπάλληλων πλημμελειών της ενάγουσας, οι υπάλληλοί της χρειάστηκε να επισκεφθούν για επιθεώρηση το σκάφος ακόμη δύο φορές αντί μόνο μίας όπως θα γινόταν αν όλα είχαν κυλήσει ομαλώς, με το ποσό των 20.000 ευρώ για αμοιβές προς μηχανικούς και ναυπηγούς, καθώς επίσης και με το ποσό των 80.000 ευρώ, την είσπραξη του οποίου απωλέσαμε και αντιστοιχούσε στο ποσό του ναύλου που είχε συμφωνηθεί (ναυλωτής η εταιρεία ………………) να πραγματοποιηθεί για την χρονική περίοδο από 16-4-2009 έως 26-4-2009, ναύλος ο οποίος τελικά ακυρώθηκε λόγω της καθυστερημένης “παράδοσης” του σκάφους από την ενάγουσα (λόγω των εργασιών επισκευής των ζημιών που οι μηχανικοί της προκάλεσαν στο σκάφος), γεγονός το οποίο δεν μπορούσαμε να προβλέψουμε κατά την υπογραφή του ναυλοσυμφώνου (μετά την “παράδοση” απαιτείτο έλεγχος και έγκριση από τον ελληνικό νηογνώμονα, την DNV, καθώς επίσης καθαρισμός και προετοιμασία του σκάφους για να “υποδεχθεί” κόσμο. Διαδικασίες που για να ολοκληρωθούν απαιτείται χρονικό περιθώριο τουλάχιστον δέκα ημερών). Γενομένης δεκτής της εδώ προβαλλόμενης ένστασης συμψηφισμού των απαιτήσεών μας σε βάρος της ενάγουσας, ουδέν οφείλουμε στην αντίδικο για το κόστος των εργασιών που με την επίδικη αγωγή της διεκδικεί. Και για το λόγο αυτό ζητούμε την απόρριψη της αγωγής», πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστη, αφού με αυτή δεν εισάγεται με τρόπο παραδεκτό προς κρίση ανταπαίτηση της εναγομένης προς συμψηφισμό με την αγωγική απαίτηση, καθώς η εναγόμενη δεν προέβαλε κατ’ ένσταση ένα εκ των δικαιωμάτων που προβλέπουν περιοριστικά οι προμνησθείσες διατάξεις των άρθρων 688-690 Α.Κ, με συνέπεια το Δικαστήριο να μην μπορεί αυτεπαγγέλτως να προβεί στην άσκηση ενός εξ αυτών. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αποδείχθηκαν, η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα και ως αβάσιμη κατ’ ουσία, αφού δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η ενάγουσα είχε αναλάβει τις επίμαχες άνω εργασίες ευθυγράμμισης που σχετίζονται με την πρόκληση της ανωτέρω ζημίας που υπέστη στους κινητήρες και στους αναστροφείς το σκάφος της μετά το δοκιμαστικό πλου της 13-3-2009. Περαιτέρω, από τα ίδια άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε, ως έγινε μνεία και ανωτέρω, ότι δυνάμει προφορικής σύμβασης μίσθωσης έργου που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων στο Πέραμα Αττικής περί τα μέσα Μαρτίου 2009, η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να προβεί στις απαιτούμενες εργασίες για την αποκατάσταση της ανωτέρω μηχανικής ζημίας του σκάφους, καθώς και να προμηθεύσει την εναγόμενη με τα κατάλληλα προς τούτο ανταλλακτικά. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής η ενάγουσα προέβη μέχρι και τον Απρίλιο 2009 στην εκτέλεση των κατωτέρω εργασιών και προμήθευσε την εναγόμενη με τα ακόλουθα αναλώσιμα – ανταλλακτικά: Α) Εργασίες επισκευής αριστερού κινητήρα και αναστροφέα: Μεταλλικό ικρίωμα, 2.600,00 ευρώ, αναστροφέας αριστερ. 4.000,00 ευρώ, Κινητήρας αριστ. 22.000,00 ευρώ, Γερανοί Μεταφορών 2.400,00 ευρώ, Έλεγχοι στροφαλοφόρου 1.800,00 ευρώ, Έλεγχος εκκεντροφόρου 600,00 ευρώ, Έλεγχος διωστήρων 800,00 ευρώ, Αντλία καυσίμου 1.800,00 ευρώ, Μίζα – Δυναμό 600,00 ευρώ, Ζυγοσταθμίσεις turbo 400,00 ευρώ, Ρεκτιφιέ κυλ/λων 1.600,00 ευρώ, Rehoning χιτωνίων 800,00 ευρώ, ήτοι συνολικό κόστος εργασιών: 39.400,00 ευρώ. Β) Εργασίες: επισκευής δεξιού κινητήρα και αναστροφέα: Εργασίες επιπέδου W4 2.000,00 ευρώ. Επισκευή αναστροφέα 4.000,00 ευρώ. Φλάντζα καπακιού ψυγείου αέρα 22,00 ευρώ , Ο – seal  4 x 12 = 48,00 ευρώ. Βίδες 35,00 ευρώ. Σωλήνες, σφικτήρες 38,50. Αλουμινόπανο 47,00 ευρώ. Σωλήνας, τάπες, 21,40 ευρώ, ήτοι συνολικό κόστος εργασιών 6.211,90 ευρώ. Γ) Εξάρμωση αριστερού αναστροφέα και επισκευή αυτού: 4.000,00 και Δ) Κόστος μεταφοράς γερανού 600,00. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το συνολικό κόστος των άνω επισκευαστικών εργασιών και ανταλλακτικών ανήλθε στο ποσό των 50.211,90 ευρώ. Για τις άνω εκτελεσθείσες εργασίες και ανταλλακτικά  που τα παρέλαβε η εναγόμενη και εξέδωσε βεβαίωση απαλλαγής από το Φ.Π.Α. για το άνω ποσό, την οποία υπέγραψε για λογαριασμό της ο πλοίαρχος του άνω σκάφους της η ενάγουσα εξέδωσε το με αριθμό 44/22-7-2010 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, ποσού 50.211,90 ευρώ, με πίστωση 30 ημερών. Η εναγόμενη, αν και οχλήθηκε προς τούτο, δεν έχει πληρώσει έκτοτε το άνω τιμολόγιο. Κατόπιν όλων αυτών, εφόσον αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη εξακολουθεί να οφείλει στην ενάγουσα, για τις άνω επισκευαστικές εργασίες και ανταλλακτικά, το ποσό των 50.211,90 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 22-8-2010 (άρθρο 341 Α.Κ.) και δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι της. Μετά δε την απόρριψη της έφεσης και των πρόσθετων λόγων της πρέπει να απορριφθεί ως άνευ αντικειμένου το αίτημα της εκκαλούσας με τις έγγραφες προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση κατ’ άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ. και για επιστροφή σ’ αυτή του εισπραχθέντος από την ενάγουσα στις 26-6-2015 ποσού της υπ’ αριθ. ……………. εγγυητικής επιστολής ύψους 58.000,00 ευρώ (αύξ. αριθ. κατάθ. 10/20-4-2011) της πρώην τράπεζας MARFIN και ήδη τράπεζας Πειραιώς, την οποία υποχρεώθηκε η ίδια να καταθέσει στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατόπιν της με αριθμό 1375/2011 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία είχε διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακινήτου περιουσίας της (εναγομένης) προς εξασφάλιση της ενάγουσας και μέχρι του ποσού των 58.000,00 ευρώ για απαίτησή της (για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα) που προέρχονταν από την ένδικη με αριθ. κατάθ. ……../2010 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, σε συνδυασμό με την από 12-4-2011 προσωρινή διαταγή που χορηγήθηκε επί της με αριθ. κατάθ. ……../2011 αίτησης της εναγομένης περί μεταρρυθμίσεως αυτής στις 20-4-2011. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλίαν των διαδίκων: α) την από 13-3-2012 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …/15-3-2012) έφεση κατά της με αριθμό 4207/2011 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) και β) τους από 4-11-2019 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ  …../6-11-2019 πρόσθετους λόγους αυτής.                   Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ’ ουσία.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 15 Οκτωβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ