ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙKΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης: 729/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Γ. Λ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες εφέσεις των διαδίκων κατά της υπ’ αριθ. 1366/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός της διετίας από την έκδοση της (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 2, 520 του ΚΠολΔ), διότι από τη δικογραφία δεν προκύπτει ούτε κανείς από τους διαδίκους επικαλείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει επιδοθεί και αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) χωρίς να απαιτείται η καταβολή παράβολου κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε΄ του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις αφού συνεκδικαστούν για λόγους πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, διευκολύνσεως και επιταχύνσεως της δίκης καθώς και μειώσεως των εξόδων (άρθρο 246 του ΚΠολΔ) να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ. 1 και 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ). Επίσης η εφεσίβλητη ……… με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και κοινοποίησε στην εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία «…………» οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση των εφέσεων (υπ’ αριθμ. ………… έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….) άσκησε νομίμως αντέφεση (άρθρο 591 παρ. 1 εδ. ζ΄ του ΚΠολΔ), η οποία αναφέρεται στα πληττόμενα με την έφεση της ανώνυμης εταιρίας «………..» κεφάλαια της εκκαλουμένης, είναι παραδεκτή (άρθρα 523 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, συνεκδικαζόμενη με τις εφέσεις (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη – εκκαλούσα – αντεκκαλούσα, ………… στην από 10/12/2015 αγωγή της ισχυρίστηκε ότι την 20/4/2010 προσλήφθηκε από την εναγόμενη, ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη – αντεφεσίβλητη, ανώνυμη εταιρία «………….», με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να εργαστεί ως καθαρίστρια στους σταθμούς της «………», που της υποδείκνυε η εναγόμενη, ότι σε αυτή εργάστηκε έως την 3/10/2014 πλην των μηνών Ιουνίου και Ιουλίου του έτους 2013 και Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου και Μαρτίου του έτους 2014, ότι εργαζόταν έξι ημέρες την εβδομάδα, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον τριών Κυριακών κάθε μήνα, από την 21:00 ώρα έως την 05:00 ώρα και λάμβανε ένα ρεπό εβδομαδιαίως και ότι η εναγόμενη δεν της κατέβαλλε τις νόμιμες αποδοχές της, όπως αυτές καθορίζονταν από την εφαρμοστέα Δ.Α. 11/2008, καθόσον το καταβληθέν ημερομίσθιο, η αμοιβή της για τη νυκτερινή εργασία της και την εργασία της τις Κυριακές και το επίδομα των εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα υπολείπονταν των νομίμων αντίστοιχων αποδοχών, ενώ ουδέποτε της κατέβαλε αποζημίωση για τη μη χορήγηση αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης. Ζητούσε, όπως παραδεκτά με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και με τις προτάσεις του περιόρισε εν μέρει το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής σε αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει για διαφορά δεδουλευµένων τακτικών αποδοχών το συνολικό ποσό των 3.884,37 ευρώ, για διαφορά προσαύξησης λόγω εργασίας της τις Κυριακές το συνολικό ποσό των 5.975,92 ευρώ, για διαφορά αποζημίωσης λόγω µη χορήγησης αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης, σύμφωνα µε τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, το συνολικό ποσό των 6.638,44 ευρώ, δηλ. τις αποδοχές που θα κατέβαλλε η εναγόμενη σε άλλον μισθωτό, που θα απασχολούσε µε έγκυρη σύβαση εργασίας κατά τις ίδιες ημέρες και υπό τις ίδιες συνθήκες που η ίδια – παρανόµως – εργάσθηκε, για διαφορά επιδόµατος εορτών Χριστουγέννων το συνολικό ποσό των 890,38 ευρώ και για διαφορά επιδόµατoς εορτών Πάσχα το συνολικό ποσό των 900,90 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της να της καταβάλει για οφειλόµενη διαφορά προσαύξησης νυχτερινής εργασίας το συνολικό ποσό των 13.216,56 ευρώ, όλα δε τα ανωτέρω ποσά νοµιµότοκα από το χρόνο που κάθε επιµέρους απαίτησή της κατέστη ληξιπρόθεσµη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του αφού απέρριψε το αίτημα για την καταβολή αποζημίωσης λόγω της μη χορήγησης αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης, δέχθηκε κατά τα λοιπά εν μέρει την αγωγή, αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 10.900,27 ευρώ ως οφειλόμενη προσαύξηση λόγω της νυχτερινής εργασίας της και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 5.935,47 ευρώ για διαφορά νόμιμων αποδοχών, αμοιβών για την εργασία της τις Κυριακές και επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, όλα δε τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επόμενη ημέρα που κάθε επί μέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό έως την εξόφληση του. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι διάδικοι, η μεν εναγόμενη με την έφεσή της και η ενάγουσα με την έφεση και την αντέφεσή της για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν, η μεν εναγόμενη να γίνει δεκτή η έφεσή της ώστε να εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της, η δε ενάγουσα να εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση ώστε η αγωγή της να γίνει δεκτή στο σύνολο της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 2112/1920 «η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχόμενη, ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογή των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος». Ο ίδιος κανόνας περιέχεται και στο άρθρο 9 παρ. 1 του β.δ. 16/18.7.1920. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του π.δ. 572/1988, με το οποίο εναρμονίσθηκε η ελληνική νομοθεσία προς εκείνη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ειδικότερα προς τις διατάξεις της 77/187/ΕΟΚ Οδηγίας «τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, που έχει ο μεταβιβάζων, από σύμβαση ή σχέση εργασίας, που υφίστανται κατά την ημερομηνία της, για οποιονδήποτε λόγο, μεταβίβασης, βαρύνουν, εξαιτίας της μεταβίβασης αυτής, τον διάδοχο. Με την επιφύλαξη της επομένης παραγράφου (η οποία αναφέρεται σε δικαιώματα, από τυχόν υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης), μετά την για οποιονδήποτε λόγο μεταβίβαση, ο διάδοχος τηρεί τους όρους εργασίας, που προβλέπονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας». Η εν λόγω Οδηγία τροποποιήθηκε με την 98/50 αντίστοιχη, προς προσαρμογή δε σ’ αυτή εκδόθηκε το π.δ. 178/2002. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1, 2 αυτού, οι οποίες εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων επιχειρήσεων ή εγκαταστάσεων, που συνιστά μεταβολή του προσώπου εργοδότη, ως μεταβίβαση, κατά την έννοια του προεδρικού διατάγματος, θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας. Ως «μεταβιβάζων» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, λόγω μεταβίβασης, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, ενώ ως «διάδοχος» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, λόγω μεταβίβασης, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι, κατά την έννοια αυτών, μεταβίβαση επιχείρησης είναι η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον, εφόσον δεν μεταβάλλεται η ταυτότητα της επιχειρήσεως, εφόσον, δηλαδή, συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση. Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, στην περίπτωση αυτή συνεπάγεται, ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβίβασης, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και απαλλαγή του προηγούμενου εργοδότη για το μετά τη μεταβολή χρονικό διάστημα. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση των εργαζομένων. Ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται σε όλες τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, χωρίς αυτές και τα εν γένει δικαιώματα των μισθωτών, να επηρεάζονται από τη μεταβίβαση, είτε τα δικαιώματα αυτά προέρχονται από Σ.Σ.Ε., από ατομική σύμβαση εργασίας ή από διαιτητική απόφαση ή από κανονισμούς εργασίας ή άλλη νόμιμη αιτία, όπως είναι η επιχειρησιακή συνήθεια, αρκεί η επιχείρηση να συνεχίζεται, ως οικονομική μονάδα και να διατηρεί την ταυτότητά της με τον νέο φορέα, επιδιώκοντας τον ίδιο κερδοσκοπικό ή οικονομικό σκοπό. Ο τρόπος της μεταβιβάσεως δεν ενδιαφέρει (ΑΠ 1833/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 330/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1097/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 525/2013 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 648 παρ. 1 του ΑΚ, με τη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος έχει την υποχρέωση να παρέχει για ορισμένο ή αόριστο χρόνο την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να του καταβάλλει το συμφωνημένο μισθό. Την έννοια των όρων «εργοδότης» και «μισθωτός» απέδωσε το άρθρο 1 του ν. 3239/1955 «περί συλλογικών διαπραγματεύσεων» κατά το οποίο «εργοδότης μεν θεωρείται παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον, συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου, ως και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, όπερ χρησιμοποιεί την εργασίαν άλλων φυσικών προσώπων, δυνάμει σχέσεως εργασίας ιδιωτικού δικαίου, μισθωτός δε ο παρέχων εις εργοδότην εξηρτημένην εργασίαν έναντι αμοιβής, υπολογιζομένης, είτε κατά χρονικήν διάρκειαν, είτε κατά μονάδα ή κατ’ αποκοπήν ή ποσοστά».
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 38 παρ. 1 του ν. 1892/1990, όπως ίσχυε, μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 2 του ν. 2639/1998 και πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 του ν. 3846/2010 (ΦΕΚ Α 66/11.5.2010) και το άρθρο 17 του ν. 3899/2010 (ΦΕΚ Α 212/17.12.2010), κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της, ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση) και ότι η συμφωνία αυτή, εφόσον μέσα σε 15 ημέρες από την κατάρτισή της δεν γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται, ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι, για την κατάρτιση της σύμβασης μερικής απασχόλησης, απαιτείται κατά νόμο έγγραφος τύπος, ο οποίος είναι συστατικός και η μη τήρησή του συνεπάγεται την ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου της σύμβασης, που αφορά τη μερική απασχόληση, η ακυρότητα δε αυτή είναι απόλυτη, κατ’ άρθρο 159 του ΑΚ και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, δεν θεραπεύεται δε και αν ακόμη εκπληρωθεί η σύμβαση με επίγνωση της έλλειψης του απαιτούμενου τύπου. Το τεκμήριο, περί του οποίου γίνεται λόγος στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρ. 38 του ν. 1892/1990 και τέθηκε, για την προστασία των δικαιωμάτων του εργαζομένου, δίχως να παραβλάπτονται τα δικαιώματα του εργοδότη, προϋποθέτει έγκυρη συμφωνία, περί μερικής απασχόλησης, δηλαδή εγγράφως καταρτισθείσα και αφορά μόνο την περίπτωση μη έγκαιρης γνωστοποίησης της συμφωνίας αυτής στην Επιθεώρηση Εργασίας (ΑΠ 965/2014 ΤΝΠ ΔΣΑ). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 138 του ΑΚ, δήλωση βούλησης, που δεν έγινε στα σοβαρά, παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη. Άλλη δικαιοπραξία, που καλύπτεται κάτω από την εικονική, είναι έγκυρη, αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της. Επομένως, εικονική είναι η δήλωση βούλησης, η οποία, σε γνώση του δηλούντος, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σκοπός, της εν λόγω δήλωσης, είναι να δημιουργηθεί στους άλλους η εντύπωση μεταβολής της νομικής κατάστασης, χωρίς να υπάρχει πρόθεση τέτοιας πραγματικής μεταβολής στον δηλούντα. Εικονική μπορεί να είναι η δήλωση βούλησης όχι μόνο σε μονομερή δικαιοπραξία, αλλά και σε σύμβαση, στην τελευταία δε αυτή περίπτωση, για την αντίστοιχη ακυρότητα της σύμβασης, προϋποτίθεται γνώση της εικονικότητας, από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος (ΑΠ 23/2015 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η, κατά το άρθρο 138 του ΑΚ, εικονικότητα της δικαιοπραξίας, ακόμη και τυπικής και η ύπαρξη, της, υπ’ αυτήν, καλυπτόμενης άλλης έγκυρης συμβάσεως, μπορεί να αποδειχθεί με όλα τα επιτρεπόμενα, κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ, αποδεικτικά μέσα, επομένως και με μάρτυρες, καθόσον η απόδειξη αυτή δεν στρέφεται κατά του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, το οποίο αναγνωρίζεται, όπως έχει εξωτερικά, αλλά, κατά του κύρους της περιεχομένης σε αυτήν πράξης, κατά τους ορισμούς του ουσιαστικού νόμου, η οποία έγινε χωρίς πρόθεση παραγωγής αποτελεσμάτων, διαφορετικών, από τη φαινομένη δικαιοπραξία (ΑΠ 2260/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1276/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 10/2007 ΕΠολΔ 2008, 88). Τέλος από τη γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου που έχει εισαγάγει η διάταξη του άρθρου 21 εδ. β΄ του ΕισΝΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία «διαδικαστικές πράξεις απόδειξης που έγιναν κατά τις διατάξεις του δικαίου που ίσχυε πριν από την εισαγωγή του ΚΠολΔ, κρίνονται κατά το δίκαιο αυτό» συνάγεται ότι διαδικαστικές πράξεις περί απόδειξης (π.χ. κλήσεις για ένορκες βεβαιώσεις και ένορκες βεβαιώσεις), που πραγματοποιήθηκαν πριν από την εν γένει ισχύ του νέου δικαίου (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ν. 4335/2015), δηλαδή πριν από την 1/1/2016, διέπονται από το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, ενώ όσες πραγματοποιούνται μετά την 1/1/2016 διέπονται από τις ρυθμίσεις του ν. 4335/2015, ακόμη και αν οι σχετικές αγωγές, ένδικα βοηθήματα ή ένδικα μέσα ασκήθηκαν πριν από την 1/1/2016. Η ερμηνεία αυτή βρίσκει επαρκές έρεισμα στη διατύπωση του άρθρου 1 άρθρου ενάτου παρ. 1 του ν. 4335/2015, σύμφωνα με την οποία τα άρθρα 237 και 238 του ΚΠολΔ και μόνον εφαρμόζονται στις αγωγές που ασκούνται μετά την 1/1/2016. Ως εκ τούτου, η κλήση για τη λήψη ένορκης βεβαίωσης που επιδίδεται μετά την 1/1/2016 πρέπει να περιέχει τα στοιχεία του άρθρου 422 του ΚΠολΔ, έστω και αν λαμβάνεται στο πλαίσιο αγωγής που είχε ασκηθεί πριν την 1/1/2016 (πρβλ. Π. Γιαννόπουλο/Χ.Τριανταφυλλίδη, Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στο πεδίο του δικαίου της απόδειξης, ΕλλΔνη 2016, 665 – άλλως X. Απαλαγάκη, Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το ν. 4335/2015, ο. 34, η οποία υποστηρίζει ότι οι νέες ρυθμίσεις ως προς τις ένορκες βεβαιώσεις εφαρμόζονται μόνον για όσες αγωγές ασκηθούν μετά την 1.1.2016).
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, των υπ’ αριθμ. ………….και ……. ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ……….και ………, που κατέθεσαν με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιά ………, για τις οποίες η εναγόμενη κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από αυτές (υπ’ αριθμ. ……. έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………) και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όχι όμως και της υπ’ αριθμ. …… ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρος ………, η οποία κατέθεσε με επιμέλεια της εναγόμενης ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Κ.Κ., διότι η εν λόγω μάρτυρας είναι κάτοικος …….. και έπρεπε για το νομότυπο της ένορκης βεβαίωσης, κατ’ άρθρο 421 του ΚΠολΔ, να καταθέσει ενώπιον του κατά τόπο αρμόδιου συμβολαιογράφου που έχει την έδρα του στην έδρα του Ειρηνοδικείου Πειραιά ή Ν. Ιωνίας (άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2830/2000: «Κώδικας Συμβολαιογράφων»), εξαιτίας, δε, της μη τήρησης της διάταξης αυτής η εν λόγω ένορκη βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 424 του ΚΠολΔ), εφαρμοζόμενων και στην ένδικη περίπτωση των πιο πάνω διατάξεων όπως προστέθηκαν με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του ν. 4335/2015 και σήμερα ισχύουν, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 20/4/2010 η ενάγουσα προσλήφθηκε από την εναγόμενη ανώνυμη εταιρία, η οποία αναλαμβάνει εργολαβικά τον καθαρισμό κτηρίων, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να εργαστεί ως καθαρίστρια στους σταθμούς του …… της Αθήνας, την καθαριότητα των οποίων είχε αναλάβει η εναγόμενη, καθ’ υπόδειξη της εναγόμενης και από το έτος 2012 κυρίως τους σταθμούς Χαλανδρίου και Συντάγματος. Στην εναγόμενη παρείχε τις υπηρεσίες της έως την 31/12/2012, επαναπροσλήφθηκε, δε, από αυτή την 17/4/2014 δυνάμει της από 17/4/2014 έγγραφης σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου με λήξη της διάρκειάς της την 3/9/2014. Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα εργάστηκε από την 1/1/2013 έως την 31/10/2013 στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «……….», με έδρα τον ………, ασκώντας σε αυτή τα ίδια ακριβώς καθήκοντα επίσης σε σταθμούς του …… της Αθήνας με τους ίδιους όρους εργασίας και το Νοέμβριο 2013, Δεκέμβριο 2013 και δυο ημέρες του Ιανουαρίου 2014 στην εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………..», με έδρα τον ……….. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την πρόληψη της (την 20/4/2010) έως την απόλυσή της εργαζόταν ανελλιπώς στην εναγόμενη, πλην του χρονικού διαστήματος πέντε μηνών (Ιούνιος, Ιούλιος 2013 και Ιανουάριος Φεβρουάριος, Μάρτιος 2014), οπότε δεν εργαζόταν, αρνούμενη ότι εργάστηκε ποτέ στην ανώνυμη εταιρία «………..», καθώς ουδέποτε μεταβλήθηκε ο τόπος και ο τρόπος παροχής της εργασίας της. Ο ισχυρισμός αυτός όμως πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος διότι: Μεταξύ της εναγόμενης και της πιο πάνω ανώνυμης εταιρίας με το διακριτικό τίτλο «…….», καταρτίστηκε η από 6/12/2012 σύμβαση απόσχισης τμημάτων της εναγόμενης (εισφέρουσας) και εισφοράς αυτών στην ανώνυμη εταιρεία «……….» (επωφελούμενη), η οποία καταρτίστηκε σύμφωνα με την από 16/11/2012 απόφαση της έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εναγόμενης (εισφέρουσας) εταιρίας και την από 16/11/2012 απόφασης της έκτακτης Γενική Συνέλευση των μετόχων της επωφελούμενης για την απόσχιση από την εισφέρουσα από τον κλάδο καθαρισμού χώρων και εγκαταστάσεων των τμημάτων, που αφορούν την καθαριότητα ιδιωτικών Νοσοκομείων, Μέσων Μαζικής Μεταφοράς πλην σταθερής τροχιάς, λιμένων Βορείου Ελλάδος και ιδιωτικών έργων και εισφοράς τους στην επωφελούμενη, χωρίς να λυθεί η εισφέρουσα, σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 και του ν.δ. 1297/1972, έναντι απόκτησης από την εισφέρουσα μετοχών στην επωφελούμενη με ημερομηνία κατάρτισης της Λογιστικής Κατάστασης των εισφερομένων τμημάτων την 1/11/2012. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή συμφωνήθηκε η εισφέρουσα εταιρία (εναγόμενη) να μεταβιβάσει στην επωφελούμενη εταιρία το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων που απαρτίζουν τα ως άνω εισφερόμενα τμήματα (ενεργητικό και παθητικό), τα οποία εκτιμήθηκαν στο ποσό των 240.000 ευρώ και θα αποτελούσαν την εισφορά σε είδος, εκ μέρους της εναγόμενης κατά την ισόποση αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της επωφελούμενης εταιρίας, με την ολοκλήρωση της διαδικασίας απόσχισης, οπότε θα εκδοθούν από την τελευταία 240.000 νέες κοινές ονομαστικές μετοχές που θα παραδοθούν στην εισφέρουσα εταιρεία (εναγόμενη). Στην ίδια σύμβαση ρητά αναφέρεται ότι κατόπιν της μεταβίβασης των ως άνω τμημάτων λόγω της απόσχισής τους, η οποία ολοκληρώνεται με την καταχώριση στο Μητρώο ΑΕ της εγκριτικής απόφασης της αρμόδιας εποπτεύουσας αρχής, μεταβιβάζονται αυτοδικαίως στην επωφελούμενη εταιρεία σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 178/2002 οι συμβάσεις εργασίας των εργαζόμενων στα εισφερόμενα τμήματα, μεταξύ των οποίων και εκείνης της ενάγουσας. Η απόσχιση από την εναγόμενη εταιρία των ανωτέρω τμημάτων και η απορρόφησή τους από την εταιρεία «……….» εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 14872/21.12.2012 απόφαση του Αντιπεριφερειάρχη Πειραιά, σύμφωνα με την οποία εγκρίθηκε η απόσχιση των τμημάτων που αφορούν την καθαριότητα των μέσων μαζικής μεταφοράς και της σταθερής τροχιάς, που καταχωρήθηκε την 28/12/2012 στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.ΕΜ.Η.) με την από 28/12/2012 ανακοίνωση του προέδρου του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στο τεύχος Α.Ε. – Ε.Π.Ε. και Γ.ΕΜ.Η. στο φύλλο 168/10.1.2013. Από την καταχώρηση της απόφασης αυτής στο Γ.ΕΜ.Η συντελέστηκε η απόσχιση και η απορρόφηση των τμημάτων καθαριότητας και επήλθε η μεταβίβαση της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, όπως και των άλλων εργαζόμενων στα τμήματα αυτά από την εναγόμενη στην διάδοχο εταιρία «……….» (άρθρο 15 παρ. 1 εδ. δ΄ του ν. 3419/2005), η οποία έκτοτε απέκτησε την ιδιότητα του εργοδότη, υπεισήλθε στα δικαιώματα και υποχρεώσεις που απέρρεαν από τις συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων στα τμήματα, υποχρεωμένη πλέον μόνο αυτή από την 1/1/2013 και όχι από την 1/11/2012, όπως η εναγόμενη αβάσιμα ισχυρίζεται, να καταβάλλει τις αποδοχές στην ενάγουσα, με βάση την από 20/4/2010 σύμβαση εξαρτημένη εργασίας αορίστου χρόνου που είχε συνάψει με τη εναγόμενη, με ταυτόχρονη απαλλαγή της έως τότε εργοδότριας εναγόμενης εταιρίας. Η μεταβολή άλλωστε του εργοδότη αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. πρωτ. ……… βεβαίωση του Διευθυντή του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Κορυδαλλού, σε συνδυασμό με το λογαριασμό της ενάγουσας στο Ι.Κ.Α., σύμφωνα με τα οποία η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………….», ασφάλισε την ενάγουσα ως εργοδότης της το χρονικό διάστημα από το Νοέμβριο του έτους 2012 (ανεξάρτητα αν, σύμφωνα με τα ανωτέρω, η μεταβολή του εργοδότη επήλθε από την 1/1/2013) έως και το Οκτώβριο του έτους 2013 (πλην των μηνών Ιουνίου και Ιουλίου κατά τους οποίους όπως και η ίδια αποδέχεται δεν εργαζόταν) με συνολικά 233 ημέρες εργασίας (21 το Νοέμβριο, 25 το Δεκέμβριο, 25 το Ιανουάριο, 24 το Φεβρουάριο, 26 το Μάρτιο, 26 τον Απρίλιο, 25 το Μάιο, 23 τον Αύγουστο, 13 το Σεπτέμβριο και 25 τον Οκτώβριο), η δε εναγόμενη ασφάλισε την ενάγουσα για 878 συνολικά ημέρες εργασίας, δηλ. για όσες ημέρες εργάστηκε σε αυτή (9 τον Απρίλιο 2010, 25 τον Μάιο 2010, 25 τον Ιούνιο 2010, 26 τον Ιούλιο 2010, 26 τον Αύγουστο 2010, 26 τον Σεπτέμβριο 2010, 26 τον Οκτώβριο 2010, 26 τον Νοέμβριο 2010, 23 τον Δεκέμβριο 2010, 24 τον Ιανουάριο 2011, 25 τον Φεβρουάριο 2011, 25 τον Μάρτιο 2011, 26 τον Απρίλιο 2011, 26 τον Μάιο 2011, 26 τον Ιούνιο 2011, 26 τον Ιούλιο 2011, 26 τον Αύγουστο 2011, 25 τον Σεπτέμβριο 2011, 25 τον Οκτώβριο 2011, 26 τον Νοέμβριο 2011, 26 τον Δεκέμβριο 2011, 25 τον Ιανουάριο 2012, 25 τον Φεβρουάριο 2012, 25 τον Μάρτιο 2012, 26 τον Απρίλιο 2012, 26 τον Μάιο 2012, 26 τον Ιούνιο 2012, 24 τον Ιούλιο 2012, 19 τον Αύγουστο 2012, 18 τον Σεπτέμβριο 2012, 25 τον Οκτώβριο 2012, 24 τον Απρίλιο 2014, 19 τον Μάιο 2014, 25 τον Ιούνιο 2014, 25 τον Ιούλιο 2014, 25 τον Αύγουστο 2014 και 3 τον Σεπτέμβριο 2014). Απόδειξη περί του αντιθέτου δεν αποτελούν ούτε οι καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης, οι οποίες μην έχοντας κάποιο λόγο να γνωρίζουν την, ανεξάρτητη από τη συναίνεσή τους, μεταβολή του εργοδότη τους με βάση την ανωτέρω σύμβαση, κατέθεσαν ότι το εργασιακό περιβάλλον και καθεστώς παροχής της εργασίας τους ουδέποτε μεταβλήθηκε και συνεπώς εργοδότης τους ήταν συνεχώς η εναγόμενη εταιρία, ούτε από το προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την ενάγουσα πίνακα προσωπικού που η εναγόμενη κατάθεσε στο Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας / Τμήμα Κοιν. Επιθεώρησης Κεντρ. Τομέα Πειραιά, στο οποίο αναγράφεται ως εργοδότης η εναγόμενη, διότι ο εν λόγω πίνακας δεν εκδόθηκε την 14/11/2013, όπως διατείνεται η ενάγουσα, αλλά αφορά το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2014 και περιλαμβάνει την ενάγουσα με αναγραφόμενη ημερομηνία πρόσληψης την 17/4/2014, ούτε, τέλος από την προσκομιζόμενη με ημερομηνία Δεκέμβριος 2012 απόδειξη αποδοχών – εκκαθαριστικό σημείωμα, που αφορά την καταβολή στην ενάγουσα από την εναγόμενη ποσού 699,26 ευρώ ως επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2012, το οποίο σε κάθε περίπτωση η εναγόμενη όφειλε να της καταβάλει. Εξάλλου από τα ίδια αυτά έγγραφα σε συνδυασμό με την από 31/10/2013 αναγγελία πρόσληψης αποδεικνύεται ότι το Νοέμβριο 2013, το Δεκέμβριο 2013 και δυο ημέρες τον Ιανουάριο 2014 η ενάγουσα εργάστηκε στην εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………….», η οποία ασφάλισε την ενάγουσα ως εργοδότης με 51 ημέρες εργασίας (23 το Νοέμβριο 2013, 26 το Δεκέμβριο 2013 και 2 τον Ιανουάριο 2014). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η ενάγουσα εργάστηκε στην εναγόμενη έως την 31/5/2013, κρίνοντας ότι με την ως άνω εκτιθέμενη απόσχιση των τμημάτων καθαριότητας δεν επήλθε απόσχιση και του τμήματος καθαριότητας που υπαγόταν εργασιακά η ενάγουσα, ούτε παράλληλη διαδοχή του εργοδότη της, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εναγόμενη παραπονείται ότι εσφαλμένα δεν έγινε δεκτή η προταθείσα με τις πρωτόδικες προτάσεις της ένσταση παθητικής νομιμοποίησης για το χρονικό διάστημα από την 1/11/2012 έως την 17/4/2014 να γίνει εν μέρει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2013 έως την 31/5/2013 και να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το χρονικό αυτό διάστημα. Για το χρονικό διάστημα όμως από την 1/11/2012 έως την 31/12/2012, κατά το οποίο εργοδότης παρέμεινε η εναγόμενη, διότι η διαδικασία απόσχισης δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί και για το περαιτέρω χρονικό διάστημα από την 30/7/2013 έως την 31/12/2013 που το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η ενάγουσα δεν εργάστηκε στην εναγόμενη, απορρίπτοντας τα αγωγικά κονδύλια που εμπίπτουν στο χρονικό αυτό διάστημα, δεν έσφαλε και πρέπει ο ίδιος πιο πάνω λόγος της έφεσης κατά το μέρος που αφορά το χρονικό αυτό διάστημα, όπως και η αντέφεση της ενάγουσας, με την οποία μέμφεται το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα έκρινε ότι δεν εργάστηκε στην εναγόμενη από την 30/7/2013 έως την 31/12/2013, να απορριφθούν.
Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι αν και η ενάγουσα υπαγόταν στο σύστημα της πενθήμερης απασχόλησης, σύμφωνα με το άρθρο 4 της Δ.Α. 39/2014, η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική από 29/9/2004 με την Υ.Α. 13129/2004 (ΦΕΚ Β΄ 1643/2004) και στα προγράμματα εργασίας που η εναγόμενη κατάρτιζε και κατάθετε νομίμως στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας του Πειραιά αναγραφόταν ότι παρείχε την εργασία της από την 21:30 ώρα έως την 05:00 ώρα με διάλειμμα από την 01:00 ώρα έως την 02:00 ώρα, στην πραγματικότητα η ενάγουσα εργαζόταν από την 21:00 έως την 05:00 δηλ. επί οκτάωρο καθημερινά, με ολιγόλεπτο διάλλειμα και μάλιστα έξι ημέρες εβδομαδιαίως συμπεριλαμβανομένων τριών έως τεσσάρων Κυριακών κάθε μήνα. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται όχι μόνο από τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης τόσο της εξετασθείσας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου όσο και εκείνων που κατέθεσαν ενώπιον του ανωτέρω συμβολαιογράφου, οι οποίες ήταν επίσης καθαρίστριες, εργαζόμενες στην εναγόμενη και υποκείμενες στο ίδιο εργασιακό καθεστώς με την ενάγουσα, αλλά και από το γεγονός ότι το Εφετείο αυτό με αποφάσεις του έχει δεχθεί ως ουσιαστικά βάσιμους ανάλογους ισχυρισμούς και άλλων εργαζόμενων – καθαριστών της εναγόμενης σε αντίστοιχες εργατικές αγωγές τους εναντίον της (ενδεικτικά οι υπ’ αριθμ. 51/2018 και 414/2016 αποφάσεις που η ενάγουσα προσκομίζει και επικαλείται, κατά των οποίων δεν αποδεικνύεται ότι έχει ασκηθεί αναίρεση). Ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι η ενάγουσα εργαζόταν 6,5 ώρες ημερησίως (32,5 ώρες την εβδομάδα και πέντε ημέρες εβδομαδιαίως), σύμφωνα με την από 21/4/2010 έγγραφη σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης που οι διάδικοι κατάρτισαν, δεν κρίνεται βάσιμος, διότι ναι μεν την εν λόγω σύμβαση η εναγόμενη κατέθεσε νομίμως και εμπροθέσμως στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, πλην όμως, η συμφωνία περί μερικής απασχόλησης δεν έγινε στα σοβαρά, παρά μόνο φαινομενικά, δηλαδή ήταν εικονική, ως προς το ωράριο εργασίας της ενάγουσας και κάλυπτε στην πραγματικότητα, κατά την αληθινή βούληση των μερών, σύμβαση πλήρους απασχόλησης, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα. Για το, κρίσιμο αυτό γεγονός, οι καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης στο ακροατήριο είναι αντίθετες μεταξύ τους, καθώς η μάρτυρας της ενάγουσας υποστηρίζει την εκδοχή της πλήρους και ο μάρτυρας του εναγόμενου της μερικής απασχόλησης, τα δε προσκομιζόμενα έγγραφα και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής ερμηνεύονται από τους διαδίκους ανάλογα με τους ισχυρισμούς τους. Όμως, το Δικαστήριο δέχεται ως αποδεδειγμένη την πρώτη εκδοχή (της πλήρους απασχόλησης), γιατί η εναγόμενη ενόψει του κύκλου των εργασιών της είχε ανάγκη τέτοιου προσωπικού, διότι ήταν επιφορτισμένη με την εκτέλεση του έργου καθαριότητας σε όλους τους σταθμούς του Μετρό της Αθήνας σε 24ωρη καθημερινή βάση. Για την κάλυψη των υποχρεώσεων αυτών εναλλάσσονταν τρεις βάρδιες ημερησίως (πρωινή, απογευματινή και βραδινή), οι εργαζόμενοι σε κάθε μια εκ των οποίων εργάζονταν οκτώ ώρες. Η εναγόμενη αν και δεν αρνείται την τριχοτόμηση του 24ωρου σε βάρδιες, ισχυρίζεται ότι το πραγματικό ωράριο της ενάγουσας ήταν 6 ώρες και 30 λεπτά διότι, για λόγους που δεν εξήγησε, προσερχόταν μισή ώρα αργότερα στην εργασία της (την 21:30) και πραγματοποιούσε, όπως όλοι οι εργαζόμενοι στη νυκτερινή βάρδια, μια ώρα διάλλειμα, χωρίς όμως να αποδεικνύει, ούτε ο μάρτυρας ανταπόδειξης να έχει άμεση γνώση, ότι το διάλειμμα αυτό πραγματοποιείτο στη συνολική διάρκεια του. Βέβαια, η εναγόμενη, όπως προεκτέθηκε, προσκομίζει, προς επίρρωση του ισχυρισμού της, περί μερικής απασχολήσεως της ενάγουσας, αντίγραφο της συμβάσεως μερικής απασχολήσεως, που φέρει, επί του σώματός της, βεβαίωση, για κατάθεσή της στο σώμα επιθεωρητών εργασίας, καθώς και τις υπογραφές των διαδίκων στη θέση του εργοδότη και εργαζομένου αντίστοιχα και αντίγραφα του προγράμματος εργασίας προσωπικού της επιχειρήσεως. Τα έγγραφα αυτά δεν παρέχουν, ως προς το ανωτέρω ζήτημα, αξιοπιστία, διότι συντάσσονται από τον εργοδότη, τον οποίο συμφέρει οικονομικά η αναγραφή μειωμένου ωραρίου απασχολήσεως, ενώ η υπογραφή της συμβάσεως μερικής απασχολήσεως από το μισθωτό συνήθως επιβάλλεται σε αυτόν, υπό την άφευκτο ανάγκη της εξακολουθήσεως της εργασίας του (ΕφΑθ 5177/1998 ΕΕργΔ 59, 86), πολύ περισσότερο, όταν πρόκειται, για περίπτωση αλλοδαπού μισθωτού, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Η ενάγουσα, όπως αποδείχθηκε από το προαναφερόμενο αποδεικτικό υλικό, υπέγραψε την εν λόγω σύμβαση μερικής απασχολήσεως, κατ’ απαίτηση της εργοδότριάς της, υπό το φόβο της απόλυσής της η οποία, έτσι, θα επιβαρύνονταν με την υποχρέωση καταβολής χαμηλότερων των νομίμων αποδοχών, αν και αποδείχθηκε, ότι η ενάγουσα εργάστηκε με καθεστώς πλήρους απασχολήσεως και όχι μερικής, όπως αναγράφεται στην παραπάνω σύμβαση, δοθέντος, ότι κρίσιμα στοιχεία παραμένουν οι πραγματικοί όροι και συνθήκες απασχολήσεως της μισθωτού, κατ’ εκτίμηση των οποίων συνάγεται ασφαλές το συμπέρασμα, κατά πόσον η εργαζόμενη απασχολήθηκε με συμβάσεις μερικής ή πλήρους απασχολήσεως. Μάλιστα η ανεπιφύλακτη υπογραφή από την ενάγουσα των αποδείξεων πληρωμής – εκκαθαριστικών σημειωμάτων, στα οποία εμφαίνεται ότι η ενάγουσα πληρωνόταν με βάση τη μειωμένη απασχόληση, δεν ενέχει, χωρίς άλλο, παραίτηση αυτής από τα νόμιμα δικαιώματά της, όπως η εναγόμενη ισχυρίζεται, διότι σε κάθε περίπτωση, τέτοια παραίτηση είναι χωρίς έννομη επιρροή, αφού κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου (άρθρα 3, 174, 180, 679 του ΑΚ, 8 του ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1920 και 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959), εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις Σ.Σ.Ε. και άλλες κανονιστικές διατάξεις, ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους (άρθρο 454 ΑΚ), καθώς και η παραίτηση, από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης (ΑΠ 1554/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1089/2006 ΔΕΕ 2006, 1178, ΑΠ 495/2006 ΔΕΕ 2006, 948). Τούτων δοθέντων και εφόσον η σύμβαση μερικής απασχόλησης κρίνεται εικονική και επομένως άκυρη, στην ένδικη περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής και η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 5 της Κ.Υ.Α. 33700/2890/1950 των Υπουργών Συντονισμού, Εργασίας και Οικονομικών «Περί αυξήσεως ημερομισθίων ανειδίκευτων και μαθητευομένων εργατών», που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 28/1944 (ΦΕΚ Β΄ 92/1950), κατά την οποία «αι παρ’ οιωνδήποτε εργοδότη κατά πλήρες ωράριο απασχολούμεναι καθαρίστριαι, ων η σχέσις εργασίας διέπεται δια συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου, δικαιούνται κατ’ ελάχιστον όριον του ημερομισθίου της ανειδικεύτου εργατρίας. Μείωσις των ωρών εργασίας κατά το 1/4, δι’ οιονδήποτε λόγον, δεν απαλλάσσει τον εργοδότην της υποχρεώσεως καταβολής του ανωτέρω ημερομισθίου», η οποία εξακολουθεί να ισχύει, αφού δεν έχει καταργηθεί, κατ’ εφαρμογή της οποίας οι καθαρίστριες που απασχολούνται με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, δικαιούνται για το πλήρες ωράριο εργασίας (40 ωρών εβδομαδιαίως) ή για ωράριο που είναι ελαττωμένο κατά το 1/4, την πλήρη προβλεπόμενη αμοιβή, δηλαδή επί ωραρίου 8 ωρών (πενθήμερο), το πλήρες ημερομίσθιο (8 ωρομίσθια), έστω και αν απασχολούνται επί 6 ώρες ημερησίως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι το πραγματικό ημερήσιο ωράριο της ενάγουσας ήταν οκτάωρο επί έξι ημέρες εβδομαδιαίως και ότι δικαιούται πλήρες ημερομίσθιο, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της εναγόμενης περί μερικής απασχόλησης της εργαζόμενης, ορθά κατ’ ουσία εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία που αντικαθίσταται από την παρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) και πρέπει ο περί αντίθετου τρίτος λόγος της έφεσης της εταιρίας «…………» να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ακολούθως απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι η ενάγουσα εργαζόταν μόνο μια έως δυο Κυριακές κάθε μήνα, διότι ο ισχυρισμός αυτός στηρίζεται αποκλειστικά στα προγράμματα εργασίας που κατά την εναγόμενη είχαν αναρτηθεί στους χώρους εργασίας και είχαν κατατεθεί στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας των μηνών από τον Ιούνιο του έτους 2010 έως και τον Ιανουάριο του έτους 2012. Εκτός του γεγονότος ότι η απαρέγκλιτη τήρηση των εν λόγω προγραμμάτων δεν επιβεβαιώθηκε από το μάρτυρα ανταπόδειξης, ο οποίος κατάθεσε ότι ήταν δυνατόν στα προγράμματα αυτά να γίνουν τροποποιήσεις και επιπλέον δεν είχε άμεση γνώση του ημερήσιου και εβδομαδιαίου ωραρίου της ενάγουσας και των άλλων καθαριστριών, οι δε μάρτυρες αποδείξεις κατέθεσαν ότι αυτά δεν τηρούντο, ο ως άνω ισχυρισμός κρίνεται αβάσιμος και με βάση την αμοιβή της ενάγουσας για τις Κυριακές σύμφωνα με τα εκκαθαριστικά σημειώματα που η εναγόμενη προσκομίζει και επικαλείται. Συγκεκριμένα, αν και η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι από την πρόσληψη της έως την 1/8/2010 η ενάγουσα αμειβόταν με βάση την ΔΑ 11/2008 και έκτοτε με το καθοριζόμενο στην ΕΓΣΣΕ 2010-2011-2012 ημερομίσθιο αναγόμενο στο χρόνο της μερικής απασχόλησής της, σύμφωνα με τα εκκαθαριστικά σημειώματα οι αποδοχές της στη θέση «Αργίες», χωρίς τις νόμιμες προσαυξήσεις επί αυτών, ανέρχονται για τον Ιούνιο 2010 στο ποσό των 119,68 ευρώ, για τον Ιούλιο 2010 στο ποσό των 149,60 ευρώ, για τον Αύγουστο 2010 στο ποσό των 119,68 ευρώ, για τον Σεπτέμβριο 2010 στο ποσό των 89,76 ευρώ, για τον Οκτώβριο 2010 στο ποσό των 119,68 ευρώ, για τον Νοέμβριο 2010 στο ποσό των 59,84 ευρώ, για τον Δεκέμβριο 2010 στο ποσό των 119,68 ευρώ για τον Ιανουάριο 2011 στο ποσό των 119,68 ευρώ, για τον Φεβρουάριο 2011 στο ποσό των 89,76 ευρώ, για τον Μάρτιο 2011 στο ποσό των 149,60 ευρώ, για τον Απρίλιο 2011 στο ποσό των 181,86 ευρώ, για τον Μάιο 2011 στο ποσό των 121,24 ευρώ, για τον Ιούνιο 2011 στο ποσό των 121,24 ευρώ, για τον Ιούλιο 2011 στο ποσό των 121,24 ευρώ, για τον Αύγουστο 2011 στο ποσό των 151,55 ευρώ, για τον Σεπτέμβριο 2011 στο ποσό των 121,24 ευρώ, για τον Οκτώβριο 2011 στο ποσό των 121,24 ευρώ, για τον Νοέμβριο 2011 στο ποσό των 121,24 ευρώ, για τον Δεκέμβριο 2011 στο ποσό των 60,62 ευρώ και για τον Ιανουάριο 2012 στο ποσό των 121,24 ευρώ. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από τα αναλυτικά μηναία προγράμματα εργασίας που η εναγόμενη προσκομίζει των μηνών από τον Ιούνιο του έτους 2014, οπότε την επαναπρόσλαβε έως και την απόλυσή της, όπου εμφαίνεται ότι η ενάγουσα εργάστηκε τον Ιούνιο του έτους 2014 τέσσερις Κυριακές (8, 15, 22, 29), τον Ιούλιο τρεις Κυριακές (13, 20, 27) και τον Αύγουστο τρεις Κυριακές (3, 10, 17) και την αργία της 15/8 και καταδεικνύει ότι και το προγενέστερο χρονικό διάστημα η ενάγουσα εργαζόταν τρεις ή τέσσερις Κυριακές κάθε μηνά, καθόσον δεν υπήρχε λόγος να είχε διαφορετικό μηναίο πρόγραμμα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα ίδια έκρινε ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο πέμπτος λόγος της έφεσης της εναγόμενης εταιρίας «…………..» να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Επομένως η ενάγουσα, η οποία κατά το χρόνο πρόσληψής της ήταν έγγαμη, όπως είχε γνωστοποιήσει στην εναγόμενη και δεν είχε συμπληρώσει τριετή προϋπηρεσία, δικαιούται α) για το χρονικό διάστημα από την 20/4/2010 το καθοριζόμενο από την Δ.Α. 11/2008, η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική με την Υ.Α. 51871/2440/11.7.2008 (ΦΕΚ Β΄ 1448/23.7.2008), ημερομίσθιο, ανερχόμενο στο ποσό των 42,92 ευρώ [37,32 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 3,73 ευρώ (επίδομα γάμου ) + 1,87 ευρώ (επίδομα ανθυγιεινής εργασίας) και β) από την 10/9/2012, οπότε τροποποιήθηκαν οι όροι της σύμβασης εργασίας με νεότερη τροποποιητική ατομική σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, λόγω της παύσης ισχύος της ΔΑ 11/2018 με την καταγγελία της την 1/2/2010 από τη Ο.Ι.Δ.Υ.Ε. και την παρέλευση του εξάμηνου παράτασης της ισχύος της, που προέβλεπε η ήδη καταργηθείσα διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 9 του ν. 1876/1990, το ημερομίσθιο όπως αυτό καθοριζόταν από την εκάστοτε ισχύουσα Εθνική Γενική Συλλογή Σύμβαση Εργασίας, ανερχόμενο στο ποσό των 36,92 ευρώ (άρθρο 3 ΕΓΣΕΕ 2010, 2011 & 2012) και από την 17/4/2014, στο ποσό των 26,18 ευρώ. Σημειωτέον ότι ο προσδιορισμός από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της αμοιβής της ενάγουσας από την 10/9/2012 και εντεύθεν δεν προσβάλλεται με ειδικό λόγο έφεσης. Η εναγόμενη με τον τέταρτο λόγο υπό στοιχείο α της έφεσής της ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα υπολόγισε την αμοιβή της ενάγουσας για το χρονικό διάστημα από την 1/8/2010 έως την 10/9/2012 (από προφανή παραδρομή στο δικόγραφο της έφεσης αναγράφεται «από 01.08.2010 και μέχρι την 09.10.2012») με βάση την ΔΑ 11/2008, ενώ έπρεπε να την είχε υπολογίσει με βάση την ΕΓΣΣΕ 2010, 2011, 2012 η οποία είχε συμφωνηθεί να ισχύει από την 1/8/2010. Ο ισχυρισμός αυτός όμως είναι απορριπτέος, διότι: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 της Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου με αριθμό 6/28-2-2012 «Ρύθμιση θεμάτων για την εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 1 του 4046/2012» (ΦΕK, Τεύχος Α΄, 38/28-02-2012): «1. Οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας συνάπτονται εφεξής για ορισμένο χρόνο ισχύος, η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα (1) έτος και δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία (3) έτη, 2. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που βρίσκονται σε ισχύ, ήδη 24 μήνες μέχρι την 14-2-2012 ή και περισσότερο, λήγουν στις 14-2-2013. 3. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που την 14-2-2012 βρίσκονταν σε ισχύ για χρονικό διάστημα μικρότερο των 24 μηνών, λήγουν με τη συμπλήρωση τριών (3) ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος τους, εκτός και αν καταγγελθούν νωρίτερα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 του ν. 1876/1990 (Α΄ 27). 4. Οι κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που θα λήξει ή θα καταγγελθεί, εξακολουθούν να ισχύουν επί ένα τρίμηνο από τη λήξη ή την καταγγελία τους. Κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης που έχει ήδη λήξει ή καταγγελθεί ισχύουν για ένα τρίμηνο από την ισχύ του ν. 4046/2012. Με την πάροδο του τριμήνου και εφόσον εν τω μεταξύ δεν έχει συναφθεί νέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, εξακολουθούν να ισχύουν από τους κανονιστικούς αυτούς όρους αποκλειστικώς οι όροι εκείνοι που αφορούν α) τον βασικό μισθό ή το βασικό ημερομίσθιο και β) τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας, εφόσον τα επιδόματα αυτά προβλέπονταν στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που έληξαν ή καταγγέλθηκαν, ενώ παύει αμέσως να ισχύει κάθε άλλο προβλεπόμενο σε αυτές επίδομα. Η προσαρμογή των συμβάσεων στις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου γίνεται χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων. Οι όροι του τρίτου εδαφίου που διατηρούνται, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις ότου αντικατασταθούν από εκείνους της νέας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ή της νέας ή της τροποποιημένης ατομικής σύμβασης. 5. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 4 και 5 του άρθρου 9 του ν. 1876/1990 (Α΄ 27) παύουν να ισχύουν. 6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν και για τις Διαιτητικές Αποφάσεις». Κατ’ ορθή ερμηνεία του γράμματος του νόμου της προκειμένης διατάξεως, όσον αφορά τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (στο εξής Σ.Σ.Ε.), που έχουν ήδη λήξει ή καταγγελθεί μέχρι την 14-2-2012 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του Ν. 4046/2012) πρέπει να γίνει η ακόλουθη διάκριση. Οι Σ.Σ.Ε., που έληξαν ή καταγγέλθηκαν εντός του τελευταίου εξαμήνου, πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4046/2012, εξακολουθούν να ισχύουν για ένα τρίμηνο, ήτοι από τις 14-2-2012 έως τις 14-5-2012. Αντιθέτως, για τις Σ.Σ.Ε., που έχουν ήδη λήξει ή καταγγελθεί πριν το τελευταίο εξάμηνο πριν την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (4046/2012), η τριμηνιαία παράταση δίνεται μόνο για τη σύναψη νέων συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Τούτο, διότι για τις τελευταίες έχει ήδη παρέλθει το εξάμηνο παράτασης της ισχύος τους, που προέβλεπε η πλέον καταργηθείσα διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990, με αποτέλεσμα οι όροι τους, παρόλη την άρση του χαρακτήρα τους, ως κανονιστικών και την παύση της άμεσης και αναγκαστικής τους ενέργειας, να έχουν επιβιώσει, ως κοινοί ενοχικοί όροι και να έχουν ενσωματωθεί στις ατομικές συμβάσεις, μέχρι την τροποποίησή τους με νεότερη ατομική συμφωνία ή με μεταγενέστερη Σ.Σ.Ε.. Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη με το πνεύμα των προϊσχυσάντων ρυθμίσεων των Ν. 3239/1955 και Ν. 1576/1990, κατά το οποίο, ληξάσης της ισχύος της Σ.Σ.Ε., αίρεται μεν ο χαρακτήρας των σχετικών αυτής όρων ως κανονιστικών και παύει η άμεση και αναγκαστική τούτων ενέργεια, οι υπ΄ αυτών, όμως, μέχρι τότε διεπόμενες ατομικές συμβάσεις εργασίας εξακολουθούν ισχύουσες, όπως μέχρι τότε είχαν διαμορφωθεί υπό τούτων, μέχρι της κατά κάποιο νόμιμο τρόπο λύσεώς τους ή της αντικαταστάσεώς τους δια νέας συλλογικής ρυθμίσεως, έστω και αν αυτή περιέχει όρους δυσμενέστερους των πρότερων ισχυόντων (ΑΠ 453/2010 ΠειρΝομ 2010.286). Εν προκειμένω η ΔΑ 11/2008 καταγγέλθηκε την 1/2/2010 από την Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδος, η εξάμηνη παράταση της ισχύος της έληξε την 1/8/2010. Έκτοτε οι όροι της απέβαλαν την κανονιστική ισχύ τους και αποτέλεσαν ενοχικούς όρους της σύμβασης εργασίας και ίσχυσαν έως την τροποποίηση τους με την από 10/9/2002 τροποιητική ατομική σύμβαση εργασία μεταξύ των διαδίκων, οι όροι της οποίας, ως προς τον καθορισμό της αμοιβής της ενάγουσας, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, ίσχυαν από τότε και μετά και όχι από την 1/8/2010. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει ο περί αντιθέτου τέταρτος με στοιχείο α λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Επομένως με βάση τα ανωτέρω η ενάγουσα: 1) Για το έτος 2010: Τον Απρίλιο δικαιούτο το ποσό των 386,28 ευρώ (42,92 ευρώ Χ 9), έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 341,15 ευρώ και οφείλει διαφορά ποσού 45,13 ευρώ, τον Μάιο δικαιούτο το ποσό των 1.073,00 ευρώ (42,92 ευρώ Χ 25) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.025,68 ευρώ και οφείλει διαφορά ποσού 47,32 ευρώ, τον Ιούνιο δικαιούτο το ποσό των (42,92ευρώ Χ 25) 1.073,00 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.003,80 ευρώ και οφείλει διαφορά ποσού 69,20 τον Ιούλιο δικαιούτο το ποσό των (42,92 ευρώ Χ 26) 1.115,92 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.098,99 ευρώ, οφείλει διαφορά ποσού 16,93 ευρώ, τον Αύγουστο δικαιούτο το ποσό των (42,92ευρώ Χ 26) 1.115,92 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.040,45 ευρώ και οφείλει διαφορά ποσού 75,47 ευρώ, το Σεπτέμβριο δικαιούτο το ποσό των (42,92 ευρώ Χ 26) 1.115,92 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.018,57ευρώ και οφείλει διαφορά ποσού 97,35 ευρώ, τον Οκτώβριο δικαιούτο το ποσό των (42,92 ευρώ Χ 26) 1.115,92 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.040,45 ευρώ και οφείλει διαφορά ποσού 75,47 ευρώ, το Νοέμβριο δικαιούτο το ποσό των (42,92 ευρώ Χ 26) 1.115,92 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 996,70 ευρώ και οφείλει διαφορά ποσού 119,22 ευρώ και το Δεκέμβριο δικαιούτο το ποσό των (42,92 ευρώ Χ 23) 987,16 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 930,50 ευρώ και οφείλει διαφορά ποσού 56,66 ευρώ και συνολικά της οφείλει το ποσό των 602,75 ευρώ. 2) Για το έτος 2011 τον Ιανουάριο δικαιούτο το ποσό των (42,92 ευρώ Χ 24) 1.030,08 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 967,15 ευρώ και οφείλει διαφορά ποσού 62,93 ευρώ, το Φεβρουάριο δικαιούτο το ποσό των (42,92 ευρώ Χ 25) 1.073 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 981,92 ευρώ και οφείλει διαφορά ποσού 91,08 ευρώ, τον Μάρτιο δικαιούτο το ποσό των (42,92 ευρώ Χ 25) 1.073 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.032,42 ευρώ και οφείλει διαφορά ποσού 40,58 ευρώ, τον Απρίλιο δικαιούτο το ποσό των (42,92 ευρώ Χ 26) 1.115,92 ευρώ, έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.142,29 ευρώ και ουδέν οφείλει για το μήνα αυτό, τον Μάιο δικαιούτο το ποσό των (42,92 ευρώ Χ 26) 1.115,92 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.091,14 ευρώ και οφείλει διαφορά ποσού 24,78 ευρώ, τον Ιούνιο δικαιούτο το ποσό των (42,92 ευρώ Χ 26) 1.115,92 ευρώ, έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.091,14 ευρώ και οφείλει διαφορά ποσού 24,78 ευρώ, τον Ιούλιο δικαιούτο το ποσό των (42,92 ευρώ Χ 26) 1.115,92 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.091,14 ευρώ και οφείλει διαφορά ποσού 24,78 ευρώ, τον Αύγουστο δικαιούτο το ποσό των (42,92 ευρώ Χ 26) 1.115,92 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.113,31 ευρώ και οφείλει διαφορά ποσού 2,61 ευρώ, το Σεπτέμβριο δικαιούτο το ποσό των (42,92 ευρώ Χ 25) 1.073 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.016,89 ευρώ και οφείλει διαφορά ποσού 56,11 ευρώ, τον Οκτώβριο δικαιούτο το ποσό των (42,92 ευρώ Χ 25) 1.073,00 ευρώ, έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.016,89 ευρώ και οφείλει διαφορά ποσού 56,11 ευρώ, το Νοέμβριο δικαιούτο το ποσό των (42,92 ευρώ Χ 26) 1.115,92 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.054,01 ευρώ και οφείλει διαφορά ποσού 61,91 ευρώ και το Δεκέμβριο δικαιούτο το ποσό των (42,92 ευρώ Χ 26) 1.115,92 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.046,82 ευρώ και οφείλει διαφορά ποσού 69,10 ευρώ και συνολικά της οφείλει το ποσό των 514,77 ευρώ 3) Για το έτος 2012 τον Ιανουάριο δικαιούτο το ποσό των (42,92 ευρώ Χ 25) 1.073 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε των 1.016,89 ευρώ και οφείλει διαφορά ποσού 56,11 ευρώ, το Φεβρουάριο δικαιούτο το ποσό των (42,92 ευρώ Χ 25) 1.073 ευρώ το ποσό των 1.016,89 ευρώ, και οφείλει διαφορά ποσού 56,11 ευρώ, τον Μάρτιο δικαιούτο το ποσό των (42,92 ευρώ Χ 25) 1.073 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 995,61 ευρώ και οφείλει διαφορά ποσού 77,39 ευρώ, τον Απρίλιο δικαιούτο το ποσό των (42,92 ευρώ Χ 26) 1.115,92 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.054,01 ευρώ και δικαιούται διαφορά ποσού 61,91 ευρώ, τον Μάιο δικαιούτο το ποσό των (42,92 ευρώ Χ 26) 1.115,92 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.031,85 ευρώ και οφείλει διαφορά ποσού 84,07 ευρώ, τον Ιούνιο δικαιούτο το ποσό των (42,92 ευρώ Χ 26) 1.115,92 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.054,01 ευρώ και οφείλει διαφορά ποσού 61,91 ευρώ, τον Ιούλιο δικαιούτο το ποσό των (42,92 ευρώ Χ 24) 1.030,08 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 957,60 ευρώ και οφείλει διαφορά ποσού 72,48 ευρώ, τον Αύγουστο δικαιούτο το ποσό των (42,92 ευρώ Χ 19) 815,48 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 727,62ευρώ και οφείλει διαφορά ποσού 87,86 ευρώ και το Σεπτέμβριο δικαιούτο το ποσό των [ (42,92ευρώ Χ 3 =) 128,76 ευρώ + (36,92ευρώ Χ 15=) 553,80=] 682,56 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 734,82 ευρώ, και ουδέν ποσό οφείλει και συνολικά της οφείλει το ποσό των 557,84 ευρώ. Εξάλλου κατά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία δεν πλήττεται με ειδικό λόγο έφεσης, για το χρονικό διάστημα από την 1/10/2012 έως την 31/12/2012, κατά το οποίο, σύμφωνα με τα παραπάνω, εργοδότης της ενάγουσας εξακολουθούσε να ήταν η εναγόμενη και το νόμιμο ημερομίσθιο της ενάγουσας ανέρχονταν στο ποσό των 36,92 ευρώ, η εναγόμενη, με βάση τις καταβολές που η ενάγουσα με την αγωγή της συνομολογεί, έχει εξοφλήσει τις βασικές αποδοχές της, ήτοι τα νόμιμα ημερομίσθια που αντιστοιχούν στις ημέρες εργασίας της, όπως και για το χρονικό διάστημα από την 17/4/2014 έως την 3/9/2014, κατά το οποίο, σύμφωνα με τα ανωτέρω, το ημερομίσθιο της ενάγουσας ανέρχονταν στο ποσό των 26,18 ευρώ, οι απαιτήσεις της τελευταίας από την αιτία αυτή έχουν εξοφληθεί, με βάση τις εκτιθέμενες στην αγωγή καταβολές της εναγομένης. Η εναγόμενη με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της, όπως εκτιμάται, ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, θεώρησε την απασχόληση της ενάγουσας την έκτη ημέρα κάθε εβδομάδας ως νόμιμη εργασία και συνυπολόγισε το αντίστοιχο ημερομίσθιο στη νόμιμη αμοιβή της με βάση τις απορρέουσες από τη σύμβαση εργασίας διατάξεις, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη και τα επιδόματα που δικαιούται, ενώ έπρεπε να την απορρίψει ως μη νόμιμη, διότι πρόκειται για άκυρη εργασία και η ενάγουσα έπρεπε να ζητήσει, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να της καταβάλει το ποσό, το οποίο θα κατέβαλε η εναγόμενη σε άλλο εργαζόμενο καθαριότητας άγαμο και χωρίς προϋπηρεσία, που θα απασχολείτο με έγκυρη σύμβαση εργασίας με τις ίδιες συνθήκες εργασίας και το οποίο ωφελήθηκε. Ο λόγος αυτός, ο οποίος είναι καταρχάς παραδεκτός, ανεξάρτητα αν η πιο πάνω αμφισβήτηση της νομικής βασιμότητας του σχετικού αιτήματος δεν είχε προταθεί πρωτοδίκως, διότι λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως και δεν εντάσσεται στο πλαίσιο εφαρμογής των περιορισμών της διάταξης του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (ΑΠ 470/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 781/2017 ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένου του περί αντιθέτου ισχυρισμού της ενάγουσας, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι υπό το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (Δευτέρα έως και Παρασκευή), των 8 ωρών ημερησίως και των 40 συνολικά εβδομαδιαία, άκυρη είναι η επί 8ωρο (εκούσια ή εξαναγκασμένη) παροχή εργασίας κατά το Σάββατο (ως 6η ημέρα), ημέρα υποχρεωτικής ανάπαυσης λόγω εξάντλησης του 5νθημέρου, η οποία δημιουργεί απαίτηση του μισθωτού κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού για την απόδοση της ωφέλειας του εργοδότη (ΑΠ 506/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 864/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1615/2011 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ενάγουσα ελάμβανε ένα ρεπό εβδομαδιαίως και ότι εργαζόταν τρεις έως τέσσερις Κυριακές κάθε μήνα, η έκτη ημέρα κάθε εβδομάδας ήταν η Κυριακή, για την εργασία κατά την οποία η ενάγουσα αμειβόταν με την προσαύξηση του 75% του ημερομισθίου της και όχι το Σάββατο, το οποίο δεν ήταν η 6η ημέρα, αλλά εντασσόταν στην πενθήμερη εβδομαδιαία απασχόληση. Τότε μόνο θα εδικαιούτο αμοιβή κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και σε αυτές θα έπρεπε να στηρίξει την αξίωση για την καταβολή της, εάν η έκτη ημέρα ήταν Σάββατο, οπότε, ως υπερβαίνουσα τη νόμιμη πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία, η παροχή εργασίας της θα ήταν άκυρη. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δεν απέρριψε, ενεργώντας αυτεπαγγέλτως, το σχετικό αίτημα ως μη νόμιμο, δεν έσφαλε και πρέπει ο δεύτερος λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα εργαζόταν κατά το επίδικο διάστημα, με πλήρες ωράριο, από 1 έως 4 Κυριακές ανά μήνα, όπως αναλυτικά εκτίθεται κατωτέρω, για τις οποίες της οφείλεται η νόμιμη προσαύξηση, ποσοστό 75% επί του νομίμου ημερομισθίου. Έτσι, η ενάγουσα δικαιούται: Για το έτος 2010: για τον Απρίλιο το ποσό των 32,19 ευρώ (1 Κυριακή Χ 32,19 ευρώ), τον Μάιο το ποσό των 96,57 ευρώ (3 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ), τον Ιούνιο το ποσό των 96,57 ευρώ (3 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ), τον Ιούλιο το ποσό των 128,76 ευρώ (4 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ), τον Αύγουστο το ποσό των 128,76 ευρώ (4 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ), το Σεπτέμβριο το ποσό των 96,57 ευρώ (3 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ), τον Οκτώβριο το ποσό των 128,76 ευρώ (4 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ), το Νοέμβριο το ποσό των 96,57 ευρώ (3 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ) και το Δεκέμβριο το ποσό των 128,76 ευρώ (4 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ) και συνολικά το ποσό των 933,51 ευρώ. Για το έτος 2011: για τον Ιανουάριο το ποσό των 96,57 ευρώ (3 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ), το Φεβρουάριο το ποσό των 96,57 ευρώ (3 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ), τον Μάρτιο το ποσό των 96,57 ευρώ (3 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ), τον Απρίλιο το ποσό των 128,76 ευρώ (4 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ), τον Μάιο το ποσό των 128,76 ευρώ (4 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ), τον Ιούνιο το ποσό των 96,57 ευρώ (3 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ), τον Ιούλιο το ποσό των 128,76 ευρώ (4 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ), τον Αύγουστο το ποσό των 128,76 ευρώ (4 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ), το Σεπτέμβριο το ποσό των 96,57 ευρώ (3 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ), τον Οκτώβριο το ποσό των 96,57 ευρώ (3 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ), το Νοέμβριο το ποσό των 96,57ευρώ (3 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ) και το Δεκέμβριο το ποσό των 128,76 ευρώ (4 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ) και συνολικά το ποσό των 1.319,79 ευρώ. Για το έτος 2012: για τον Ιανουάριο το ποσό των 128,76 ευρώ (4 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ), το Φεβρουάριο το ποσό των 96,57 ευρώ (3 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ), τον Μάρτιο το ποσό των 96,57 ευρώ (3 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ), τον Απρίλιο το ποσό των 128,76 ευρώ (4 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ), τον Μάιο το ποσό των 96,57 ευρώ (3 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ), τον Ιούνιο το ποσό των 128,76 ευρώ (4 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ), τον Ιούλιο το ποσό των 96,57 ευρώ (3 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ) τον Αύγουστο το ποσό των 64,38 ευρώ (2 Κυριακές Χ 32,19 ευρώ), το Σεπτέμβριο το ποσό των 55,38 ευρώ (2 Κυριακές Χ 27,69 ευρώ), τον Οκτώβριο το ποσό των 83,07 ευρώ (3 Κυριακές Χ 27,69 ευρώ), το Νοέμβριο το ποσό των 83,07 ευρώ (3 Κυριακές Χ 27,69 ευρώ) και το Δεκέμβριο το ποσό των 110,76 ευρώ (4 Κυριακές Χ 27,69 ευρώ) και συνολικά το ποσό των 1.169,22 ευρώ. Για το χρονικό διάστημα από 17/4/2014 έως 3/9/2014 για τον Μάιο το ποσό των 39,28 ευρώ (2 Κυριακές Χ 19,64 ευρώ), τον Ιούνιο το ποσό των 58,92 ευρώ (3 Κυριακές Χ 19,64 ευρώ), τον Ιούλιο το ποσό των 58,92 ευρώ (3 Κυριακές Χ 19,64 ευρώ) και τον Αύγουστο το ποσό των 78,56 ευρώ (4 Κυριακές Χ 19,64 ευρώ) και συνολικά το ποσό των 235,68 ευρώ. Επίσης σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση η ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από την 20/4/2010 έως την 31/12/2012 και από την 17/4/2014 έως την 3/9/2014, κατά το οποίο εργοδότης της ήταν η εναγόμενη η ενάγουσα δικαιούται τα ακόλουθα ποσά ως προς τα οποία δεν πλήττεται με ειδικό λόγο έφεσης και επομένως δεν χρήζουν περαιτέρω ανάλυσης 1) Για τη επτάωρη (22:00 – 05:00) νυκτερινή εργασία: Για το έτος 2010: τον Απρίλιο το ποσό των 101,43 ευρώ, τον Μάιο το ποσό των 281,75ευρώ, τον Ιούνιο το ποσό των 281,75 ευρώ, τον Ιούλιο το ποσό των 293,02 ευρώ, τον Αύγουστο το ποσό των 293,02ευρώ, το Σεπτέμβριο το ποσό των 293,02ευρώ, τον Οκτώβριο το ποσό των 293,02ευρώ, το Νοέμβριο το ποσό των 293,02 ευρώ και το Δεκέμβριο το ποσό των 259,21 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.389,24 ευρώ. Για το έτος 2011: για τον Ιανουάριο το ποσό των 270,48 ευρώ, το Φεβρουάριο το ποσό των 281,75 ευρώ, το Μάρτιο το ποσό των 281,75 ευρώ, τον Απρίλιο το ποσό των 293,02 ευρώ, τον Μάιο το ποσό των 293,02 ευρώ, τον Ιούνιο το ποσό των 293,02 ευρώ, τον Ιούλιο το ποσό των 293,02 ευρώ, τον Αύγουστο το ποσό των 293,02 ευρώ, το Σεπτέμβριο το ποσό των 281,75 ευρώ, τον Οκτώβριο το ποσό των 281,75 ευρώ, το Νοέμβριο το ποσό των 293,02 ευρώ και το Δεκέμβριο το ποσό των 293,02 ευρώ και συνολικά το ποσό των 3.448,62 ευρώ. Για το έτος 2012: για τον Ιανουάριο το ποσό των 281,75 ευρώ, το Φεβρουάριο το ποσό των 281,75ευρώ, τον Μάρτιο το ποσό των 281,75ευρώ, τον Απρίλιο το ποσό των 293,02 ευρώ, τον Μάιο το ποσό των 293,02 ευρώ, τον Ιούνιο το ποσό των 293,02 ευρώ, τον Ιούλιο το ποσό των 270,48 ευρώ, τον Αύγουστο το ποσό των 214,13 ευρώ, το Σεπτέμβριο το ποσό των 179,76 ευρώ, τον Οκτώβριο το ποσό των 243,25 ευρώ, το Νοέμβριο το ποσό των 204,33 ευρώ και το Δεκέμβριο το ποσό των 243,25 ευρώ και συνολικά το ποσό των 3.079,51 ευρώ. Για το χρονικό διάστημα από την 17/4/2014 έως την 3/10/2014: τον Απρίλιο το ποσό των 82,56 ευρώ, τον Μάιο το ποσό των 130,72 ευρώ, τον Ιούνιο το ποσό των 172 ευρώ, τον Ιούλιο το ποσό των 172 ευρώ, τον Αύγουστο το ποσό των 172 ευρώ και το Σεπτέμβριο το ποσό των 20,64 ευρώ και συνολικά το ποσό των 749,92 ευρώ. Επιπλέον, για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2010 το ποσό των 147,45 ευρώ και Χριστουγέννων 2011 το ποσό των 147,45 ευρώ και συνολικά το ποσό των 294,90 ευρώ και για επίδομα εορτών Πάσχα 2011 το ποσό των 86,12 ευρώ και Πάσχα 2012 το ποσό των 111,66 ευρώ και συνολικά το ποσό των 197,78 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα για την εργασία της τις Κυριακές ελάμβανε και το νόμιμο ημερομίσθιο της ημέρας εκείνης, συνυπολογιζόμενο με των υπόλοιπων ημερών του μήνα και την προσαύξηση του 75%, ενώ παράλληλα, όπως η ίδια ομολογεί, ελάμβανε ρεπό την επόμενη εβδομάδα, το οποίο έχει την έννοια της αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης και επομένως πλην των ανωτέρω η ενάγουσα δεν δικαιούται άλλης αμοιβής σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 7 και 10 παρ. 1 β.δ. 748/1966 «περί κωδικοποιήσεως κ.λπ. της κειμένης νομοθεσίας περί εβδομαδιαίας και Κυριακής αναπαύσεως και ημερών αργίας» και 2 παρ. 1 ν. 435/1976 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως ενίων διατάξεων εργατικών τινών νόμων κ.λπ.» και εκείνων των 8900/1946 και 25825/1951 κοινών αποφάσεων των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, απορριπτομένου ως μη νόμιμου του αγωγικού αιτήματος για την καταβολή συνολικού ποσού 6.638,44 ως αποζημίωσή της λόγω μη χορήγησης αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει ο μοναδικός λόγος της έφεσης της …………….. με τον οποίο παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά της αυτό να απορριφθεί ως ουσιαστικά βάσιμος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 416 και 422 εδ. α΄ του ΑΚ, από τις οποίες η πρώτη ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με την καταβολή και η δεύτερη ότι, αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη προς το δανειστή, έχει το δικαίωμα να ορίσει κατά τη καταβολή το χρέος που θέλει να εξοφληθεί, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 338 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο οφειλέτης, εναγόμενος προς πληρωμή ορισμένου χρέους, φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξης της καταβολής που επάγεται την απόσβεση, ολική ή μερική, της οφειλής του, χωρίς να είναι αναγκαίο να ισχυρισθεί και ν’ αποδείξει και ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, καθόσον αυτό εξυπακούεται, αφού γι’ αυτό μόνον είναι η διαφορά. Τα ανωτέρω δεν διαφοροποιούνται, εάν ο δανειστής καθ’ υποφορά ήδη με την αγωγή του προβεί στην αφαίρεση του καταβληθέντος σε αυτόν ποσού που αντιστοιχεί στις ένδικες αξιώσεις του για τον επίδικο χρόνο, η οποία ενέχει άρνηση του ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου εργοδότη περί περαιτέρω καταβολών διώκοντας την επιδίκαση σε αυτόν της ούτω προκύπτουσας διαφοράς (ΑΠ 533/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1139/2017 ΝΟΜΟΣ). Αναφορικά με την ένσταση αυτή παρατηρητέα τυγχάνουν τα ακόλουθα: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η ένσταση, όπως και η αγωγή (άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένο αίτημα και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν. Η απουσία κρίσιμων περιστατικών που θεμελιώνουν το αμυντικό αίτημά της οδηγεί σε απόρριψη τη ενστάσεως ως αόριστης – απαράδεκτης. Επομένως για να είναι ορισμένη η ένσταση εξόφλησης χρηματικής απαιτήσεως, που έχει ως βάση περισσότερες της μίας καταβολές, πρέπει να διαλαμβάνει αναλυτικώς τα επιμέρους ποσά που απαρτίζουν το συνολικό ποσό που φέρεται καταβληθέν ή προταθέν σε συμψηφισμό (ΑΠ 1522/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1163/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 960/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 178/2010 ΝΟΜΟΣ) και δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στο μισθωτό για την παρεχόμενη εργασία του εκτός αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, άλλως πρέπει να μνημονεύονται και τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων. Για τον λόγω αυτό, άλλωστε, με τα άρθρα 1.8 του ν. 1082/1980 και 20 παρ. 2 του ν. 1469/1984 επιβάλλεται στους ενάγοντες η υποχρέωση να χορηγούν, εφόσον πρόκειται περί φυσικών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού τους, εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογή μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας. Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να απεικονίζονται αναλυτικά οι πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού καθώς και οι κρατήσεις που έγιναν σε αυτές (ΑΠ 1069/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 381/2014 ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση η εναγόμενη με τις πρωτόδικες προτάσεις της ισχυρίστηκε ότι η ενάγουσα έχει πλήρως εξοφλήσει διότι της έχει καταβάλει τα ποσά που αναγράφονται στη συγκεντρωτική κατάσταση που ενσωμάτωσε στις προτάσεις της και με βάση τα εκκαθαριστικά σημειώματα πληρωμής που προσκομίζει και επικαλείται. Ο ισχυρισμός αυτός που συνιστά ένσταση εξόφλησης της απαίτησης της ενάγουσας και όχι άρνηση της αγωγής, όπως ισχυρίζεται η εναγόμενη, είναι απαράδεκτη ως αόριστη, αφού υπεβλήθη επιγραμματικά και δεν περιλαμβάνει τα απαιτούμενα θεμελιωτικά αυτής περιστατικά, καθόσον στην ενσωματωθείσα στις πρωτόδικες προτάσεις συγκεντρωτική κατάσταση, αναγράφεται μόνο το συνολικό ποσό που κατέβαλε στην ενάγουσα ανά μήνα το οποίο συμπεριλαμβάνονται η αμοιβή της για τις καθημερινές, η αμοιβή της για τις Αργίες και η προσαύξηση της αμοιβής της για τις αργίες και τη νυκτερινή εργασία χωρίς να εξειδικεύει, όπως έχει υποχρέωση τα επιμέρους ποσά για κάθε αιτία και το χρόνο καταβολής, μην αρκούσης της παραπομπής στα εκκαθαριστικά σημειώματα καταβολής των αποδοχών της. Μόνη εξειδικευμένη αναφορά των επιμέρους καταβληθεισών ποσών, όχι όμως και του χρόνου καταβολής τους, γίνεται για τα επιδόματα των εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, τα οποία όμως σε κάθε περίπτωση η ενάγουσα έχει αφαιρέσει στην αγωγή από το αιτούμενο για τις αιτίες αυτές ποσό. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε και απέρριψε την πιο πάνω ένσταση ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας ορθά εφάρμοσε το νόμο και ο τέταρτος με στοιχείο β λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εναγόμενη παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν δέχθηκε την ένσταση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Τέλος κατά το άρθρο 655 του ΑΚ, επί συμβάσεως εργασίας, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της συμβάσεως, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Μισθός κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648 και 649 του ΑΚ και 1 της 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας, που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, είναι κάθε παροχή, την οποία οφείλει ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη σύμβαση στο μισθωτό ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία του. Άρα, μισθό υπό την έννοια των ως άνω διατάξεων αποτελούν και οι αμοιβές, που οφείλονται κατά νόμο στο μισθωτό ως αντάλλαγμα της συμφωνηθείσας νυκτερινής εργασίας και της εργασίας του τις Κυριακές και τις αργίες, αφού συνιστούν νόμιμα αντάλλαγμα της εργασίας του. Επομένως και για τις αμοιβές αυτές τάσσεται από το άρθρο 655 του ΑΚ κατά τα ανωτέρω δήλη ημέρα καταβολής, σε τρόπο ώστε με μόνη την πάροδο αυτής να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος κατά το άρθρο 341 παρ. 1 του ΑΚ και να οφείλει έκτοτε επί χρηματικού χρέους τόκους υπερημερίας κατά το άρθρο 345 εδάφ. α΄ του ΑΚ. Για την αμοιβή δε, της συμφωνηθείσας νυχτερινής εργασίας και της εργασίας του τις Κυριακές και τις αργίες, δήλη ημέρα καταβολής των απαιτήσεων αυτών σε μισθωτό που αμείβεται με μηνιαίο μισθό είναι η τελευταία ημέρα του μήνα μέσα στον οποίο παρασχέθηκαν οι επί μέρους αυτές εργασίες, εκτός αν συμφωνήθηκε εγκύρως άλλη. Ανεξάρτητα, όμως, από το άρθρο 655 του ΑΚ, για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και τα επιδόματα αδείας, τάσσεται από το νόμο (άρθρο 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, του ν. 4504/1961 και 1 παρ. 3 του ν.δ/τος 4547/1966) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30η Απριλίου και η τελευταία το αργότερο του οικείου έτους, αντίστοιχα), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες, κατά το άρθρο 345 εδ. α΄ του ΑΚ (ΟλΑΠ 39/2002 ΕΕργΔ 2002, 1482, ΟλΑΠ 40/2002 ΕΕργΔ 2002, 1478, ΑΠ 1166/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 286/2013 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι αν και η ενάγουσα αμειβόταν με ημερομίσθιο, η αμοιβή της καταβαλλόταν, κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων στις από 20/4/2010 και 17/4/2014 έγγραφες συμβάσεις εργασίας, στο τέλος κάθε μήνα και επομένως δήλη ημέρα καταβολής των αποδοχών της για τις καθημερινές, τις Κυριακές και για τη νυκτερινή εργασία κάθε μήνα, που επιδικάστηκαν με την πρωτόδικη απόφαση, ήταν η τελευταία ημέρα του μήνα αυτού, μετά την πάροδο της οποίας η εναγόμενη περιερχόταν σε υπερημερία και όφειλε τόκους υπερημερίας χωρίς όχληση, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Το ίδιο ισχύει και για τα επιδικασθέντα επιδόματα των εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα με δήλη ημέρα καταβολής την 31 Δεκεμβρίου και την 30 Απριλίου αντίστοιχα κάθε έτους. Η εναγόμενη ισχυρίστηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις της και επαναφέρει τον ισχυρισμό της με τον έκτο λόγο της έφεσής της, ότι δεν πρέπει να της καταλογιστούν τόκοι υπερημερίας κατά τα ανωτέρω διότι δεν βαρύνεται από υπαιτιότητα ως προς τη μη καταβολή των επιδικασθέντων αποδοχών στην ενάγουσα, καθώς καλόπιστα είχε την πεποίθηση ότι της κατέβαλλε τις νόμιμες αποδοχές, την οποία πεποίθησή της ενίσχυε η έλλειψη οποιασδήποτε διαμαρτυρίας από την εναγόμενη κατά την είσπραξη των αποδοχών της. Ο ισχυρισμός αυτός, που συνιστά ένσταση ελλείψεως της υπαιτιότητας της εναγόμενης εκ των άρθρων 330 και 342 του ΑΚ (ΑΠ 1278/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 113/2014 ΝΟΜΟΣ) πρέπει να απορριφθεί, διότι η απαίτηση της ενάγουσας είναι πλήρως εκκαθαρισμένη, απορρέουσα από τις οικίες διατάξεις αρχικά της ΔΑ 11/2008 και, μετά την παύση της ισχύος της, της ΕΓΣΣΕ 2010, 2011, 2012, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, την εφαρμογή των οποίων στη σύμβαση εργασίας των διαδίκων η εναγόμενη ουδέποτε αμφισβήτησε και επομένως δεν δικαιολογείται άγνοια ούτε για το ύψος των νόμιμων αποδοχών της, πολύ δε περισσότερο που οι επιδικασθείσες διαφορές δεν είναι μικροποσά, ούτε ότι θα έπρεπε να αμείβεται για πλήρη και όχι για μερική απασχόληση, όπως ισχυρίζεται, αφού τέτοιου είδους απασχόληση δεν αποδείχθηκε από πουθενά. Εξάλλου ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί βάσιμος ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι η ενάγουσα ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για την αμοιβή που ελάμβανε δεν δικαιολογεί αμφιβολία και έλλειψη υπαιτιότητας της εναγόμενης (εκκαλούσας) και δεν αίρει την υπερημερία της διότι, σε κάθε περίπτωση, τέτοια παραίτηση είναι χωρίς έννομη επιρροή, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε και απέρριψε την ένσταση της εναγόμενης περί της έλλειψης υπαιτιότητάς της ως προς τη μη καταβολή στην ενάγουσα των νόμιμων αποδοχών της, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο έκτος λόγος της έφεσης πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Πρέπει επομένως η έφεση και η αντέφεση της ………….. να απορριφθούν, να μην επιδικαστούν όμως σε βάρος της δικαστικά έξοδα, διότι η εφεσίβλητη – αντεφεσιβλητη ανώνυμη εταιρία «….» δεν υποβάλει σχετικό αίτημα, η έφεση της ανώνυμης εταιρίας με το διακριτικό τίτλο «…» να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (ΕφΘεσ 1738/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 729/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 279/2018 ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να ερευνηθεί η αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα, για διαφορά ημερομισθίων, αμοιβή της για την εργασία της τις Κυριακές και επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα το ποσό των πέντε χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι έξι ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (5.826,24 ευρώ) και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα για την αμοιβή της για τη νυκτερινή εργασία το ποσό των εννέα χιλιάδων εξακοσίων εξήντα επτά ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (9.667,29) με το νόμιμο τόκο από τη επόμενη ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλι έπρεπε να καταβληθεί έως την εξόφληση. Ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγόμενης λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 17/5/2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………. έφεση της ανώνυμης εταιρίας με το διακριτικό τίτλο «………..», την από 24/7/2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………. έφεση της ………. και την από 19/2/2018 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……… αντέφεση της τελευταίας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση και την αντέφεση της ……….. τυπικά.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτές κατ’ ουσία.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση της ανώνυμης εταιρίας με το διακριτικό τίτλο «………», τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 1366/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 10/12/2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……… αγωγής.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη ανώνυμη εταιρία με το διακριτικό τίτλο «…….» να καταβάλει στη ενάγουσα …… το ποσό των πέντε χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι έξι ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (5.826,24 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από τη επόμενη ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλι έπρεπε να καταβληθεί έως την εξόφληση.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εννέα χιλιάδων εξακοσίων εξήντα επτά ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (9.667,29) με το νόμιμο τόκο από τη επόμενη ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλι έπρεπε να καταβληθεί έως την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγόμενης ένα μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 6 Δεκεμβρίου 2018.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ