Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 643/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

 

Αριθμός απόφασης    643/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

          Ι. Με τις από 2.9.2019 και με αριθμούς έκθεσης κατάθεσης και προσδιορισμού δικασίμου ………/2.9.2019 και  ……../2.9.2019 κλήσεις αντιστοίχως, αφενός του εφεσιβλήτου, …….. και αφετέρου των εκκαλούντων-εναγόντων, ……… και ……. για τον εαυτό τους και για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους, ……. και ………., του πρώτου τούτων ήδη ενηλίκου, παρισταμένου με το όνομα του, νόμιμα φέρονται προς περαιτέρω συζήτηση και έκδοση απόφασης, οι κρινόμενες αντίθετες: α)από 21.2.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../22.2.2018 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……./5.4.2018 και β) από 13.3.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……./14.3.2018 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……./5.4.2018, εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός της εδρεύουσας στο ………….της Ιταλίας νομίμως εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «……..» και αφετέρου των …….. και ……. για τον εαυτό τους και για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους, ………. και ……., του πρώτου τούτων ήδη ενηλίκου, συμμετέχοντος στη δίκη με το όνομα του, που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.4747/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία επί της από 28.7.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./4.8.2015 αγωγής αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, με βάση κυρίως τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, των δεύτερων κατά της πρώτης, του ………., ήδη εφεσιβλήτου και της εδρεύουσας στο Βέλγιο εταιρείας «……..», ως προς την οποία παραιτήθηκαν του αγωγικού δικογράφου, οπότε θεωρήθηκε γι’αυτήν η αγωγή μη ασκηθείσα και έγινε εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη, μόνο αναφορικά με τον πρώτο ενάγοντα, κατά την πρώτη επικουρική βάση από την σύμβαση πώλησης του επίδικου σκάφους με την ελαττωματική μηχανή, ενώ απορρίφθηκε, ως προς τους λοιπούς ενάγοντες και τον δεύτερο εναγόμενο, ως μη νόμιμη, κατόπιν της έκδοσης της υπ’ αριθμ.443/2019 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, που ανέβαλε τη συζήτηση τους, προκειμένου να συμπληρωθούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 ΚΠολΔ και εντός της τασσόμενης προς τούτο προθεσμίας, οι ελλείψεις της πληρεξουσιότητας των παρισταμένων δικηγόρων, …….. και ……., ως πληρεξουσίων αντίστοιχα, της εκκαλούσας – εφεσίβλητης εδρεύουσας στο ………. της Ιταλίας εταιρείας με την επωνυμία «……..» και του εφεσιβλήτου …………….. Ήδη σε συμμόρφωση με την ανωτέρω απόφαση προσκομίζονται, μετ’επικλήσεως, το υπ’αριθμ……/11.12.2019 ειδικό πληρεξούσιο, που συντάχθηκε στο κατάστημα του Επίτιμου Γενικού Προξενείου της Ελλάδος στο Μιλάνο, ενώπιον του Επίτιμου Γενικού Προξένου της προξενικής αυτής αρχής, ……., ασκούντος στην προκειμένη περίπτωση συμβολαιογραφικά καθήκοντα, με το οποίο ο υπογράφων εντολέας ……., ως νόμιμος εκπρόσωπος της εκκαλούσας-εφεσίβλητης εταιρείας «………», που εδρεύει στο …………. και είναι καταχωρημένη στο Μητρώο Επιχειρήσεων του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Μιλάνο Μόντσα Μπριάντσα Λόντι και με την εξουσία, που του παρέχεται από την διάταξη του άρθρου 25 του προσκομιζομένου επικυρωμένου αντιγράφου του από 31.1.2007 καταστατικού ίδρυσης της εν λόγω εταιρείας περιορισμένης ευθύνης και σε νομότυπη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα από τον ορκωτό μεταφραστή του Δικαστηρίου της Παβίας, ….. ., με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του, υπό την ιδιότητα του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της ανωτέρω εταιρείας, να εκπροσωπεί την τελευταία και στο Δικαστήριο και να διορίζει δικηγόρους και πληρεξουσίους σε κάθε έδρα και βαθμό δικαιοσύνης, παρείχε με το πληρεξούσιο αυτό, την ειδική πληρεξουσιότητα στον δικηγόρο Αθηνών, ……….., να παρίσταται και να εκπροσωπεί την, ως άνω, εκκαλούσα-εφεσίβλητη εταιρεία ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς στην παρούσα δίκη σχετικά με τις ένδικες αντίθετες εφέσεις κατά της εκκαλουμένης υπ’αριθμ.4747/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και να ενεργεί ό,τι είναι αναγκαίο για την διεξαγωγή της και την εκτέλεση των εν λόγω εντολών. Επιπλέον με το, ως άνω, πληρεξούσιο ο προαναφερθείς εντολέας εκπρόσωπος της εκκαλούσας-εφεσίβλητης εταιρείας, δήλωσε ότι εγκρίνει και αναγνωρίζει ρητά και ανεπιφύλακτα στο όνομα και για λογαριασμό της, όλες τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις, που διενεργήθηκαν προς εκπροσώπηση της μέχρι τότε από τον ανωτέρω πληρεξούσιο δικηγόρο, μεταξύ των οποίων και εκείνες που αφορούν την παράσταση του στο Δικαστήριο τούτο κατά την συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ.443/2019 αναβλητική απόφαση. Περαιτέρω, από το νομίμως προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από την ανωτέρω εκκαλούσα – εφεσίβλητη εταιρεία και σε νομότυπη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, από τον ορκωτό μεταφραστή του Δικαστηρίου της Παβίας, ………., με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του, εξαχθέν από το Μητρώο Επιχειρήσεων του ανωτέρω Εμπορικού Επιμελητηρίου, από 15.10.2019 πιστοποιητικό της εν λόγω εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με ένα μόνο μέτοχο, με ΑΦΜ και αριθμό εγγραφής ……….., που αναφέρεται, μεταξύ άλλων στοιχείων, στο σύστημα διαχείρισης της από διοικητικό συμβούλιο, τον ορισμένο πρόεδρο τούτου και τις εξουσίες του, προκύπτει ότι το προαναφερθέν πρόσωπο, που υπογράφει το ως άνω ειδικό πληρεξούσιο, είναι ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου αυτής και ένας εκ των δύο διαχειριστών της, με ευρείες εξουσίες τακτικής και έκτακτης διοίκησης της, χωρίς καμία εξαίρεση, που διαθέτει αντιπροσωπευτική εξουσία προς εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της απέναντι σε τρίτους και σε δίκες, με τη δυνατότητα διορισμού δικηγόρων και πληρεξουσίων, βάσει του καταστατικού της και των οικείων διατάξεων του Ιταλικού δικαίου για την παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας (άρθρα 83 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας της χώρας αυτής) και ειδικά από μονοπρόσωπη ΕΠΕ, προσκομιζομένης προς τούτο της με αριθ.πρωτ. 504/12.12.2019 Νομικής Πληροφορίας του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου.

Εξάλλου, με το υπ’αριθμ……../3.12.2019 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Κρωπίας, ……….., ο δεύτερος εφεσίβλητος της δεύτερης έφεσης, ……., παρείχε την ειδική πληρεξουσιότητα στον δικηγόρο Αθηνών, ………., να παρίσταται και να τον εκπροσωπεί σε οποιοδήποτε Δικαστήριο και ειδικότερα ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς στην παρούσα δίκη σχετικά με την ένδικη έφεση των εκκαλούντων-εναγόντων κατά της εκκαλουμένης υπ’αριθμ.4747/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και να ενεργεί οποιαδήποτε διαδικαστική πράξη απαιτείται για την εκπροσώπηση του και την εκτέλεση των εν λόγω εντολών. Επιπλέον, με το ίδιο πληρεξούσιο ο προαναφερθείς εντολέας, δήλωσε ότι εγκρίνει και αναγνωρίζει ρητά όλες τις πράξεις του ανωτέρω πληρεξουσίου, που ενήργησε μέχρι τότε στο όνομα και για λογαριασμό του, προς εκπροσώπηση του, μεταξύ των οποίων και εκείνες που αφορούν την παράσταση και εκπροσώπηση του στο Δικαστήριο τούτο κατά την συζήτηση της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ.443/2019 αναβλητική απόφαση. Επομένως, ενόψει των ως άνω ειδικών πληρεξουσίων, που συνιστά τον προσήκοντα κατά το νόμο, τόσο τον ελληνικό όσο και τον ιταλικό, τύπο χορηγήσεως της σχετικής δικαστικής πληρεξουσιότητας, αποδεικνύεται ότι οι ανωτέρω παριστάμενοι δικηγόροι διαθέτουν την απαιτούμενη πληρεξουσιότητα προς εκπροσώπηση της εκκαλούσας-εφεσίβλητης εταιρείας και του εφεσιβλήτου, αντίστοιχα, στην παρούσα κατ’έφεση δίκη, τόσο κατά την παρούσα όσο και κατά την προηγούμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου συζήτηση, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εκκαλούντων-εναγόντων είναι αβάσιμοι και συνεπώς, η συναφής ένσταση τους πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Περαιτέρω, οι κρινόμενες εφέσεις ασκήθηκαν  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία των εναγόντων-εκκαλούντων, στις 27.2.2018 στην εναγομένη – εκκαλούσα και τον εναγόμενο – εφεσίβλητο, συντασσομένων των υπ’αριθμ….. και ……/27.2.2018 εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιώς, ……….., που προσκομίζονται μετ’επικλήσεως από αυτούς, τα δε πρωτότυπα των δικογράφων των εφέσεων κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 22.2.2018 και 14.3.2018 αντίστοιχα, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό τους έχουν κατατεθεί τα αναλογούντα παράβολα υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Εξάλλου, πριν την συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, νομότυπα (άρθρα 294 και 297 ΚΠολΔ), έχει χωρήσει παραίτηση από το δικόγραφο της προηγούμενης, από 2.2.2018 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./6.2.2018 έφεσης των εναγόντων-εκκαλούντων κατά των και νυν εφεσιβλήτων-εναγομένων, κατά της ίδιας απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 297 ΚΠολΔ, με το από 14.3.2018 σχετικό δικόγραφο, που κατατέθηκε στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό …………/14.3.2018 και επιδόθηκε στους αντιδίκους των παραιτούμενων, όπως προκύπτει από τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους εκκαλούντες-ενάγοντες, αφενός την υπ’αριθμ………./5.6.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ……., προς την Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς για την καθ’ης εφεσίβλητη εταιρεία, που έχει την έδρα της στο ……….. της Ιταλίας, σε συνδυασμό  με την με αριθμό πρωτ…….. παραγγελία επίδοσης, της ιταλικής υπηρεσίας παραλαβής του επιδιδόμενου δικογράφου, με συνημμένο το από 13.11.2019 πιστοποιητικό επίδοσης δικογράφων εξωτερικού, του αρμόδιου επιμελητή του Δικαστηρίου της Monza, για την παραλαβή του επιδιδόμενου δικογράφου από το αναφερόμενο πρόσωπο, που βρέθηκε στην έδρα της εφεσίβλητης, για λογαριασμό της, που θεωρείται νόμιμος τρόπος επίδοσης, κατά το νόμο και την πρακτική του Εφετείου της Ρώμης, τα οποία αυτό απέστειλε στην διαβιβάσασα Εισαγγελική αρχή, σύμφωνα με τα άρθρα 4, 7 και 10 του Κανονισμού ΕΚ 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, για τις επιδόσεις στα κράτη μέλη δικαστικών και εξώδικων πράξεων στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις και αφετέρου την υπ’αριθμ……../13.9.2019 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή για την επίδοση του εν λόγω δικογράφου στον δεύτερο εφεσίβλητο-εναγόμενο (άρθρα 129 παρ.2 σε συνδ. με 128 παρ.4ΚΠολΔ). Επομένως, η υπό κρίση δεύτερη έφεση των εναγόντων δεν τυγχάνει απαράδεκτη, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι, επειδή δεν είχε χωρήσει η παραίτηση από το δικόγραφο της προηγούμενης κατά την συνεδρίαση του παρόντος Δικαστηρίου στις 18.10.2018, καθόσον, κατά εκείνη την συνεδρίαση, το Δικαστήριο δεν προχώρησε σε συζήτηση της βασιμότητας  της ένδικης μεταγενέστερης έφεσης, αλλά ανέβαλε την συζήτηση της για να καλυφθούν οι ελλείψεις στην πληρεξουσιότητα των εμφανιζομένων δικηγόρων και η συζήτηση της έλαβε χώρα το πρώτον στην παρούσα συνεδρίαση, που εκδικάστηκε η υπόθεση, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών των εφεσιβλήτων, ως αβασίμων. Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246 και 524 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532 και 533 § 1 ΚΠολΔ.

ΙΙ. Οι ενάγοντες-εκκαλούντες, με την από 28.7.2015 αγωγή τους, όπως παραδεκτά διορθώθηκε, ισχυρίζονται ότι ο πρώτος τούτων, κατήρτισε με την πρώτη εναγομένη  εταιρία, που εδρεύει στο ………….Ιταλίας, μέσω του αντιπροσώπου της στην Ελλάδα, δευτέρου εναγομένου, ………., σύμβαση πωλήσεως του περιγραφομένου σκάφους αναψυχής μετά της αναφερόμενης μηχανής, κατασκευής της τρίτης των εναγομένων, το οποίο διατηρούσε η πρώτη στις εγκαταστάσεις της για δοκιμές, πειθόμενος από τις ψευδείς παραστάσεις τους ότι ήταν σε άριστη κατάσταση, χωρίς πραγματικά ελαττώματα, με δυνατότητα να αναπτύσσει ταχύτητα 40-45 κόμβων την ώρα και μικρή κατανάλωση πετρελαίου, τα δε πρόσθετα εξαρτήματα του ανέρχονταν σε 19.000 ευρώ, αντί τιμήματος, που ορίστηκε τελικά στο ποσό των 76.000 ευρώ, το οποίο εξόφλησε, εκδοθέντος όμως τιμολογίου πώλησης, ποσού 46.360 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ και ότι στις 23.6.2014, ενώ έπλεαν με το σκάφος, στο οποίο επέβαινε η ενάγουσα σύζυγος του και τα ενάγοντα ανήλικα τέκνα τους, νοτιοδυτικά της Σερίφου, σταμάτησε η λειτουργία της μηχανής, ενώ εξέρχονταν καπνοί, το σκάφος κατέστη ακυβέρνητο και ρυμουλκήθηκε στην Σέριφο, η δε βλάβη, όπως διαπιστώθηκε κατά τους ελέγχους και τις επιθεωρήσεις, που διενεργήθηκαν, οφειλόταν στα πραγματικά ελαττώματα και την έλλειψη των συνομολογηθέντων ιδιοτήτων, που αναλυτικά εκτίθενται και την καθιστούσαν άχρηστη, οι δε εναγόμενοι, κατά το χρόνο πώλησης και παράδοσης του σκάφους, τελούσαν σε γνώση της ύπαρξης τούτων και συνεπεία της παράνομης, υπαίτιας και αντισυμβατικής συμπεριφοράς τους, ο πρώτος των εναγόντων υπέστη ζημία, ύψους 37.531,60 ευρώ, όπως αναλύεται στα επιμέρους ποσά, ενώ όλοι υπέστησαν ηθική βλάβη από τον τρόμο, την αγωνία και την λαχτάρα, που δοκίμασαν κατά το επίδικο συμβάν. Με αυτό το ιστορικό  οι ενάγοντες ζήτησαν, κατόπιν της παραίτησης από το δικόγραφο, ως προς την τρίτη εναγομένη και περιορισμού των καταψηφιστικών αιτημάτων τους σε έντοκα αναγνωριστικά, να αναγνωρισθεί ότι οι δύο πρώτοι εναγόμενοι υποχρεούνται εις ολόκληρον να καταβάλλουν στον πρώτο τούτων, κυρίως με βάση τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες και επικουρικά από την σύμβαση πώλησης για μείωση του τιμήματος, κατά το ποσό των 29.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αξία της μηχανής και συνιστά την διαφορά μεταξύ της αγοραίας αξίας του σκάφους χωρίς τα ελαττώματα της μηχανής και της αξίας του με τα εν λόγω ελαττώματα, καθώς και περαιτέρω αποζημίωση για τις εκτιθέμενες δαπάνες, που αυτός υποβλήθηκε και έτι επικουρικότερα, με βάση τις διατάξεις του Ν.2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή, όπως τροποποιήθηκε, η μεν πρώτη εναγομένη με την ιδιότητα της πωλήτριας και προμηθεύτριας του σκάφους με την ελαττωματική μηχανή, ο δε δεύτερος εναγόμενος, ως εισαγωγέας και προμηθευτής τούτου, αφενός το ποσό των 37.531,60 ευρώ, ως αποζημίωση, όπως προσδιορίζονται τα επιμέρους ποσά και αφετέρου το ποσό των 30.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που υπέστη και συνολικά το ποσό των 67.531,60 ευρώ, στην δε δεύτερη ενάγουσα, κατά την κύρια βάση, το ποσό των 20.000 ευρώ για την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης και επιπλέον σε αμφότερους τους δυο πρώτους ενάγοντες, το ποσό των 20.000 ευρώ, για λογαριασμό εκάστου ανηλίκου τέκνου τους, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής τους βλάβης, ως ασκούντες από κοινού την γονική μέριμνα τούτων, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να διαταχθεί η προσωπική κράτηση του δεύτερου εναγομένου, λόγω της αδικοπραξίας, ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά τους έξοδα.

Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ως προς την κύρια βάση, εκ του τόπου που επήλθε η ζημία και είναι η κατοικία ενός εκ των ομοδίκων, του δεύτερου εναγομένου και ως προς την επικουρική από την σύμβαση πώλησης, λόγω της δωσιδικίας της ομοδικίας, αλλά και λόγω της κατοικίας του πρώτου ενάγοντος, που φέρει την ιδιότητα του καταναλωτή και εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, ως προς την κύρια βάση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 867/2007 για τις εξωσυμβατικές ενοχές, ως το δίκαιο του τόπου που επήλθε η ζημία και έχει την κατοικία του ο πρώτος ενάγων και ως προς την επικουρική από την σύμβαση πώλησης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 6παρ.1 του Κανονισμού 593/2008 για τις συμβατικές ενοχές, ως το δίκαιο της χώρας της συνήθους διαμονής του πρώτου ενάγοντος καταναλωτή, ακολούθως έκρινε την αγωγή μη νόμιμη, όσον αφορά τις αξιώσεις χρηματικής ικανοποίησης της δεύτερης ενάγουσας και των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, καθώς επίσης, ως προς την επικουρική βάση που στηρίζεται στον Ν.2251/1994, τόσο αναφορικά με την πρώτη εναγομένη, όσο και τον δεύτερο εναγόμενο και στην συνέχεια την απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά την κύρια βάση της, κρίνοντας ότι δεν θεμελιώνεται αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων σε βάρος του πρώτου ενάγοντος και την έκανε εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη, αναφορικά με τον πρώτο ενάγοντα, κατά την πρώτη επικουρική βάση από την σύμβαση πώλησης του επίδικου σκάφους με την ελαττωματική μηχανή, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση της πρώτης εναγομένης να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 21.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στην μείωση της αγοραίας αξίας του σκάφους αφαιρουμένης της αξίας των διασωθέντων εξαρτημάτων αξίας 8.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους οι ενάγοντες και η πρώτη εναγομένη για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής  από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή και απόρριψη της αντιστοίχως.

III. Το άρθρο 2 παράγραφος 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II) (ΕΕ 2007, L 199, σ. 40), προβλέπει: «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η έννοια της ζημίας περικλείει όλες τις συνέπειες των αδικοπραξιών, του αδικαιολογήτου πλουτισμού, της διοίκησης αλλοτρίων ή της ευθύνης κατά τις διαπραγματεύσεις (culpa in contrahendo).» Κατά το άρθρο 5 του ανωτέρω Κανονισμού με τίτλο: «Ευθύνη λόγω ελαττωματικού προϊόντος» προβλέπεται: «1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 4 παράγραφος 2, οι εξωσυμβατικές ενοχές οι οποίες οφείλονται σε ζημία λόγω ελαττωματικού προϊόντος διέπονται από: α) το δίκαιο της χώρας στην οποία ο ζημιωθείς είχε τη συνήθη κατοικία του κατά τον χρόνο επέλευσης της ζημίας, εάν το προϊόν διετίθετο στην αγορά της εν λόγω χώρας, ή ελλείψει τούτου· β) το δίκαιο της χώρας στην οποία αποκτήθηκε το προϊόν, εάν το προϊόν διετίθετο στην αγορά της εν λόγω χώρας, ή ελλείψει τούτου· γ) το δίκαιο της χώρας στην οποία επήλθε η ζημία, εάν το προϊόν διετίθετο στην αγορά της εν λόγω χώρας. Πάντως, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας της συνήθους διαμονής του φερομένου ως υπαιτίου, εφόσον αυτός δεν μπορούσε ευλόγως να προβλέψει τη διάθεση στην αγορά του συγκεκριμένου προϊόντος, ή προϊόντος του αυτού τύπου, στη χώρα της οποίας το δίκαιο είναι εφαρμοστέο δυνάμει των στοιχείων α), β) ή γ). 2.Εάν, από το σύνολο των περιστάσεων, συνάγεται ότι η αδικοπραξία εμφανίζει προδήλως στενότερο σύνδεσμο με άλλη χώρα, από εκείνη που ορίζεται στην παράγραφο 1, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο αυτής της άλλης χώρας. Ο προδήλως στενότερος δεσμός με άλλη χώρα θα μπορούσε να βασίζεται ιδίως σε προϋπάρχουσα σχέση μεταξύ των μερών, όπως σύμβαση, η οποία συνδέεται στενά με την εν λόγω αδικοπραξία.».

Περαιτέρω, ο Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καταργήθηκε από τον Κανονισμό (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Ο δεύτερος αυτός Κανονισμός έχει όμως εφαρμογή, κατά το άρθρο 81 τούτου, μόνον από τις 10 Ιανουαρίου 2015. Συνεπώς, δεδομένης της ημερομηνίας των πραγματικών περιστατικών της ένδικης διαφοράς, αυτή εξακολουθεί να διέπεται από τον Κανονισμό 44/2001 και όχι από τον Καν.1215/2012, όπως εσφαλμένα έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Εισαγωγικά, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στο μέτρο που ο Κανονισμός 1215/2012 καταργεί και αντικαθιστά τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ο οποίος, με τη σειρά του, αντικατέστησε τη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε με τις διαδοχικές συμβάσεις για την προσχώρηση των νέων κρατών μελών στη Σύμβαση αυτή, η ερμηνεία των διατάξεων της τελευταίας αυτής νομικής πράξεως στην οποία προέβη το Δικαστήριο ισχύει και για τον Κανονισμό 1215/2012, όταν οι διατάξεις αυτές μπορούν να χαρακτηριστούν ως «ισοδύναμες» (απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, …….., C-451/18, EU:C:2019:635, σκέψη 23). Ειδικότερα, το άρθρο 2, παράγραφος 1, του ως άνω Κανονισμού είχε ως εξής: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.». Το άρθρο 5 του εν λόγω Κανονισμού ανήκε στο κεφάλαιο II, τμήμα 2, του Κανονισμού, τμήμα το οποίο έφερε τον τίτλο «Ειδικές δικαιοδοσίες». Το σημείο 1 του άρθρου αυτού προέβλεπε τα εξής: «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος: 1) α) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή β) για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι: – εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων, – εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών γ) το στοιχείο α) εφαρμόζεται, εφόσον δεν εφαρμόζεται το στοιχείο β). […] 3) ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός». Το άρθρο 15 του ίδιου Κανονισμού, που ανήκε στο κεφάλαιο II, τμήμα 4, του Κανονισμού αυτού, τμήμα το οποίο έφερε τον τίτλο «Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών», όριζε τα εξής: «1. Σε συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα του προσώπου που τις καταρτίζει, του καταναλωτή, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, με την επιφύλαξη των άρθρων 4 και 5, σημείο 5: […] γ) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν η σύμβαση καταρτίσθηκε με πρόσωπο, το οποίο ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή ή το οποίο κατευθύνει με οποιοδήποτε μέσον τέτοιου είδους δραστηριότητες σ’ αυτό το κράτος μέλος ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους μέλους, και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων. Το άρθρο 16 παράγραφος 1, του ανωτέρω Κανονισμού, ήδη άρθρο 18 παρ.1 Καν.1215/2012, προβλέπει: «Η αγωγή του καταναλωτή κατά του αντισυμβαλλομένου ασκείται είτε ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο αντισυμβαλλόμενος είτε, ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου κατοικίας του καταναλωτή.» Οι κανόνες αυτοί συνιστούν παρέκκλιση τόσο από τον γενικό κανόνα δικαιοδοσίας του άρθρου 2 παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, βάσει του οποίου διεθνή δικαιοδοσία έχουν τα Δικαστήρια του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο εναγόμενος, όσο και από τον κανόνα ειδικής δικαιοδοσίας επί διαφορών εκ συμβάσεως, τον οποίο θέτει το άρθρο 5, σημείο 1, του ίδιου Κανονισμού. Επομένως, οι εν λόγω κανόνες του ως άνω τμήματος 4, πρέπει σε κάθε περίπτωση να ερμηνεύονται στενά (Απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, C-419/11, EU:C:2013:165, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από το τμήμα 4 σε περίπτωση, που πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 15 παράγραφος 1, του Κανονισμού 44/2001, ήτοι, πρώτον, ένας συμβαλλόμενος έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ο οποίος ενεργεί εντός πλαισίου δυνάμενου να θεωρηθεί ξένο προς την επαγγελματική του δραστηριότητα, δεύτερον, η σύμβαση μεταξύ ενός τέτοιου καταναλωτή και ενός επαγγελματία έχει όντως συναφθεί και, τρίτον, η σύμβαση αυτή ανήκει σε μια από τις κατηγορίες της παραγράφου 1, στοιχεία α έως γ, του εν λόγω άρθρου 15. Οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς, με αποτέλεσμα, εάν λείπει έστω και μία από αυτές, η διεθνής δικαιοδοσία να μην μπορεί να καθοριστεί σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τις συμβάσεις καταναλωτών (Απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, ….., C-208/18, EU:C:2019:825, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, Απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2015, ….., C-375/13, EU:C:2015:37, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η έννοια του «καταναλωτή» των ανωτέρω άρθρων του Κανονισμού 44/2001 και ήδη 1215/2012, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, λαμβανομένης υπόψη της θέσεως του προσώπου αυτού σε συγκεκριμένη σύμβαση, σε σχέση με τη φύση και τον σκοπό της συμβάσεως αυτής και όχι της υποκειμενικής καταστάσεως του ίδιου αυτού προσώπου, δεδομένου ότι ένα και το αυτό πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί ως καταναλωτής στο πλαίσιο ορισμένων πράξεων και ως επιχειρηματίας στο πλαίσιο άλλων πράξεων. Το ΔΕΚ συνήγαγε εντεύθεν ότι μόνον οι συμβάσεις που συνάπτονται εκτός του πλαισίου οποιασδήποτε επαγγελματικής δραστηριότητας και ανεξαρτήτως αυτής, με μοναδικό σκοπό την ικανοποίηση ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός προσώπου, εμπίπτουν στο ειδικό καθεστώς που καθιέρωσε ο Κανονισμός για την προστασία του καταναλωτή, ως ασθενέστερου συμβαλλόμενου μέρους (Απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, ….., C-208/18, EU:C:2019:825, σκέψεις 41, 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Υπογραμμίζεται ότι το άρθρο 15 του Κανονισμού 44/2001, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 17 του Κανονισμού 1215/2012, έχει εφαρμογή μόνον εφόσον η υπό κρίση αγωγή αφορά σύμβαση συναφθείσα μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία. Συγκεκριμένα, κατά τη διατύπωση τόσο της εισαγωγικής φράσης της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του Κανονισμού 44/2001 όσο και του στοιχείου γ της ίδιας παραγράφου του άρθρου αυτού, απαιτείται η «σύναψη σύμβασης» μεταξύ του καταναλωτή και ενός προσώπου που ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες. Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται, επίσης, από τον τίτλο του τμήματος 4 του κεφαλαίου II του Κανονισμού αυτού, στο οποίο περιλαμβάνεται το άρθρο 15, περί «διεθνούς δικαιοδοσίας σε συμβάσεις καταναλωτών» (Απόφαση της 14ης Μαΐου 2009, ….., C-180/06, EU:C:2009:303, σκέψεις 52 και 53). Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ανάλυσης του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, της Σύμβασης της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, το οποίο αντιστοιχεί επίσης στο άρθρο 17 του Κανονισμού 1215/2012, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή μια ερμηνεία της Σύμβασης αυτής, σύμφωνα με την οποία ορισμένες μεν αγωγές εκ της συναφθείσας από τον καταναλωτή συμβάσεως εμπίπτουν στους κανόνες περί δικαιοδοσίας των άρθρων 13 έως 15 της εν λόγω Σύμβασης, ενώ άλλες αγωγές, που εμφανίζουν με τη σύμβαση αυτή δεσμούς τόσο στενούς ώστε να συνδέονται άρρηκτα με αυτήν, υπόκεινται σε διαφορετικούς κανόνες. Συγκεκριμένα, η ανάγκη να αποφεύγεται, κατά το μέτρο του δυνατού, η αύξηση των αρμοδίων για την ίδια σύμβαση Δικαστηρίων, καθίσταται ακόμη επιτακτικότερη όταν πρόκειται περί συμβάσεως μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία (Απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, ….., C-96/00, EU:C:2002:436, σκέψεις 56, 57). Δεδομένου ότι η αύξηση των βάσεων δικαιοδοσίας ενδέχεται να πλήξει ιδιαιτέρως τα συμφέροντα του ασθενέστερου μέρους της συμβάσεως, όπως ο καταναλωτής, πρέπει, προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, να έχει αυτός τη δυνατότητα να υποβάλλει στην κρίση ενός μόνον Δικαστηρίου το σύνολο των δυσχερειών τις οποίες ενδέχεται να γεννήσει μια σύμβαση στη σύναψη της οποίας ώθησε τον καταναλωτή η εκ μέρους του επαγγελματία χρήση διατυπώσεων δυναμένων να παραπλανήσουν τον αντισυμβαλλόμενο του (Απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, …., C-96/00, EU:C:2002:436, σκέψη 58). Επομένως, προκειμένου να εφαρμοστεί το κεφάλαιο II, τμήμα 4, του εν λόγω Κανονισμού  σε αγωγή καταναλωτή κατά επαγγελματία, πρέπει, πέραν της συνδρομής των λοιπών προϋποθέσεων του άρθρου 15 παράγραφος 1 του Κανονισμού 44/2001, ήδη άρθρου 17 παράγραφος 1 του Κανονισμού 1215/2012, να έχει πράγματι συναφθεί σύμβαση μεταξύ των δύο αυτών μερών, η δε αγωγή πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εν λόγω σύμβαση. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, ο Κανονισμός 44/2001 και ήδη 1215/2012, έχει την έννοια ότι, για τον προσδιορισμό του Δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία, η αγωγή λόγω αστικής ευθύνης από αδικοπραξία, που ασκείται από καταναλωτή εμπίπτει στο κεφάλαιο II, τμήμα 4, του εν λόγω Κανονισμού, εάν είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με σύμβαση που πράγματι έχει συναφθεί μεταξύ αυτού και του επαγγελματία, πράγμα που απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει. (Απόφαση 2ας Απριλίου 2020 ΔΕΚ C-500/2018, Απόφαση 26ης Μαρτίου 2020 ΔΕΚ C-215/2018, ΤΝΠ «Νόμος»).

Στην προκειμένη περίπτωση προκύπτει ότι η κρινόμενη αγωγή στηρίζεται, αφενός στην αστική ευθύνη από αδικοπραξία, δηλαδή σε εξωσυμβατική ευθύνη του πωλητή, για τον λόγο ότι γνώριζε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, την ύπαρξη των πραγματικών ελαττωμάτων και την έλλειψη των συνομολογημένων ιδιοτήτων του πωληθέντος σκάφους και αφετέρου στην ενδοσυμβατική ευθύνη από την σύμβαση πώλησης, αλλά και στις εθνικές διατάξεις σχετικές με την προστασία των καταναλωτών του Ν.2251/994, όπως ισχύει, δηλαδή στην ευθύνη του πωλητή-προμηθευτή για την ζημία, που οφείλεται σε ελάττωμα του καταναλωτικού προϊόντος, που διέθεσε στον ενάγοντα καταναλωτή. Επομένως, με την εν λόγω αγωγή, μεταξύ άλλων, ζητείται να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του επαγγελματία για παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων έναντι του αντισυμβαλλομένου καταναλωτή. Ενόψει τούτου, η αγωγή αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συναφθείσα μεταξύ του πρώτου ενάγοντα καταναλωτή και της εναγομένης επαγγελματία σύμβαση πώλησης, οπότε η διεθνής δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου καθορίζεται από το κεφάλαιο II, τμήμα 4, του Κανονισμού 44/2001, που έχει εφαρμογή στην αγωγή αυτή, εφόσον πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 του Κανονισμού αυτού, ήτοι, πρώτον, ο συμβαλλόμενος πρώτος των εναγόντων έχει την ιδιότητα του καταναλωτή, ο οποίος ενεργεί εντός πλαισίου δυνάμενου να θεωρηθεί ξένο προς την επαγγελματική του δραστηριότητα, δεύτερον, η σύμβαση μεταξύ αυτού με την ιδιότητα του καταναλωτή και της επαγγελματία, πρώτης των εναγομένων, έχει όντως συναφθεί και, τρίτον, η σύμβαση αυτή ανήκει στην, ως άνω, κατηγορία της παραγράφου 1, στοιχείο γ, του εν λόγω άρθρου 15. Οι κανόνες αυτοί περί διεθνούς δικαιοδοσίας σε συμβάσεις καταναλωτών, συνιστούν παρέκκλιση τόσο από τον γενικό κανόνα δικαιοδοσίας του άρθρου 2 παράγραφος 1 του εν λόγω Κανονισμού, βάσει του οποίου διεθνή δικαιοδοσία έχουν τα Δικαστήρια του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο εναγόμενος, όσο και από τον κανόνα ειδικής δικαιοδοσίας επί διαφορών εκ συμβάσεως, τον οποίο θέτει το άρθρο 5, σημείο 1, του ίδιου Κανονισμού και ιδρύουν ειδικό καθεστώς, που σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή μια ερμηνεία του Κανονισμού αυτού, σύμφωνα με την οποία ορισμένες μεν αγωγές εκ της συναφθείσας από τον καταναλωτή συμβάσεως εμπίπτουν στους κανόνες περί δικαιοδοσίας των άρθρων 15 έως 17 του Κανονισμού 44/2001, ενώ άλλες αγωγές, που εμφανίζουν με τη σύμβαση αυτή δεσμούς τόσο στενούς, ώστε να συνδέονται άρρηκτα με αυτήν, υπόκεινται σε διαφορετικούς κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας, καθόσον ο Κανονισμός 44/2001 και ήδη 1215/2012, έχει την έννοια ότι, για τον προσδιορισμό του Δικαστηρίου, που έχει διεθνή δικαιοδοσία, η αγωγή λόγω αστικής ευθύνης από αδικοπραξία, που ασκείται από καταναλωτή, βάσει συμβάσεως, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, εμπίπτει στο κεφάλαιο II, τμήμα 4, του εν λόγω Κανονισμού, εφόσον είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την σύμβαση, που πράγματι έχει συναφθεί μεταξύ αυτού και του επαγγελματία, απορριπτομένου του ισχυρισμού της πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας, που προέβαλε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρει με τον ένατο λόγο της έφεσης της, περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του αναφορικά με την επικουρική βάση της αγωγής από την σύμβαση πώλησης, ως αβασίμου.

Εξάλλου, εφαρμοστέο στην επίδικη διαφορά είναι το ελληνικό δίκαιο, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 α΄ του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία ο ζημιωθείς είχε τη συνήθη κατοικία του κατά τον χρόνο επέλευσης της ζημίας, απορριπτομένου του ισχυρισμού της πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας, που προέβαλε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρει με τον δέκατο λόγο της έφεσης της, περί εφαρμογής του ιταλικού δικαίου, ως εκ της έδρας της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ.1 α΄ του Κανονισμού 593/2008 για τις συμβατικές ενοχές, ως αβασίμου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που αποφάνθηκε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία και ότι εφαρμοστέο δίκαιο στην προκείμενη περίπτωση τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθώς κατ’αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε  το νόμο, απορριπτομένων του ένατου και του δέκατου αντίστοιχα λόγων της έφεσης της εκκαλούσας-εναγομένης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβασίμων.

IV. Περαιτέρω, η ένδικη από 28.7.2015 αγωγή νομότυπα εισήχθη για συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την από 29.7.2016 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………./2.8.2016 κλήση των καλούντων – εναγόντων, κατόπιν ματαίωσης της, κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 8ης.3.2016, απορριπτομένων των ισχυρισμών της πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας, που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει με την έφεση της, ότι η κρινόμενη αγωγή πρέπει να θεωρηθεί ως μη ασκηθείσα και, ως εκ τούτου, δεν επήλθαν οι δικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες της άσκησης της και ειδικότερα η διακοπή της διετούς παραγραφής των ένδικων αξιώσεων από την σύμβαση πώλησης, λόγω παρέλευσης της ταχθείσης προθεσμίας των εξήντα ημερών από την ημερομηνία ματαίωσης της συζήτησης της, μέχρι την κατάθεση της ανωτέρω κλήσης, κατ’εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 260 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015, ως αβασίμου, διότι η προβλεπόμενη από την ανωτέρω διάταξη προθεσμία, που αφορά τις περιπτώσεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠοΛΔ, όπως αντικαταστάθηκαν με τον νέο νόμο, εφαρμόζεται σε αγωγές, που κατατίθενται μετά την 1.1.2016, κατά το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ίδιου ως άνω νομοθετήματος και δεν καταλαμβάνει αγωγές, που κατατέθηκαν πριν την παραπάνω ημερομηνία, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένων των συναφών πρώτου και δεύτερου λόγων της έφεσης της εναγομένης, που διαλαμβάνουν τα αντίθετα, ως αβασίμων.

V. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1, 2 και 4 στοιχείο α΄, 6 παρ. 1, 5 και 6, 7 παρ. 1 και 2 του Ν. 2251/ 1994, [όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση του με τα άρθρα 100-110 του Ν.4512/2018 και την κωδικοποίηση τούτου σε ενιαίο κείμενο με την ΥΑ 5338/2018 (ΦΕΚ Β 40/17.1.2018)], σαφώς προκύπτει ότι ο νόμος για την προστασία των καταναλωτών δεν σκοπεί να υποκαταστήσει το πλέγμα των νομικών διατάξεων, το οποίο ρυθμίζει τις συνέπειες από την πώληση ελαττωματικού πράγματος, αλλά θεσμοθετεί την ευθύνη του παραγωγού που διέθεσε στην αγορά προϊόντα μη ασφαλή, από τη χρήση των οποίων προέκυψε ζημία στον καταναλωτή. Ειδικότερα: 1) κατά το άρθρο 1 παρ. 4 στοιχ. α΄ του ν. 2251/1994 “καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους”. Η συμπερίληψη των νομικών προσώπων υπό τη σκέπη του νόμου, μαζί με τα φυσικά πρόσωπα, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη προϊόντων ή υπηρεσιών, αποτελεί ευνοϊκότερη ρύθμιση από τον εθνικό νομοθέτη, αποκλίνοντας σ’ αυτό το σημείο από τις οδηγίες της ΕΟΚ, οι οποίες αναφέρονται σε καταναλωτή φυσικό πρόσωπο (85/577/ΕΟΚ για τις συμβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος, 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων και 87/102/ΕΟΚ για την καταναλωτική πίστη, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 90/88/ΕΟΚ), με τις οποίες όμως επιτρέπεται η εκ μέρους των εθνικών νομοθετών υιοθέτηση ευνοϊκότερων ρυθμίσεων για τον καταναλωτή. Προκειμένου λοιπόν, να θεωρηθεί ως καταναλωτής ένα πρόσωπο, πρέπει να πληροί τις δύο παραπάνω προϋποθέσεις: α) να πρόκειται για προϊόντα ή υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά, β) ο προμηθευόμενος αυτός να είναι ο τελικός αποδέκτης. Δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί καταναλωτής το πρόσωπο που αποκτά τα προϊόντα με σκοπό να τα μεταβιβάσει αυτούσια ή επεξεργασμένα, να παραχωρήσει τη χρήση ή να τα χρησιμοποιήσει για λογαριασμό ή για την οικονομική εξυπηρέτηση τρίτου. Επίσης, δεν απαιτείται ο τελικός αποδέκτης να χρησιμοποιήσει το αγαθό για προσωπικές, δηλαδή μη επαγγελματικές ανάγκες του, όπως απαιτούσε ο προηγούμενος νόμος (άρθρο 2 παρ. 1 ν. 1969/1991). Ενόψει αυτών, η έννοια του καταναλωτή, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, είναι ευρεία και καταλαμβάνει, κάθε πρόσωπο που αποτελεί τον τελικό αποδέκτη ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, ασχέτως αν η χρήση για την οποία προορίζεται, είναι προσωπική ή επαγγελματική (ΟλΑΠ 13/2015, ΑΠ 1343/2012, ΑΠ 1332/2012, ΑΠ 733/2011), 2) κατά την ίδια, ως άνω, διάταξη εδ. β΄, προμηθευτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, κατά την άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητος του, προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή και 3) κατά το άρθρο 6 παρ. 2 του ίδιου νόμου, παραγωγός, θεωρείται ο κατασκευαστής τελικού προϊόντος, πρώτης ύλης ή συστατικού, καθώς και κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό του γνώρισμα. Προϊόντα με την έννοια αυτού του άρθρου θεωρούνται και τα κινητά πράγματα που ενσωματώθηκαν ως συστατικά σε άλλα πράγματα κινητά ή ακίνητα. Προϊόντα θεωρούνται επίσης οι φυσικές δυνάμεις, ιδίως το ηλεκτρικό ρεύμα και η θερμότητα, εφόσον υπόκεινται σε εξουσίαση, όταν περιορίζονται σε ορισμένο χώρο. Σύμφωνα με την παρ. 3 του εν λόγω άρθρου, όποιος εισάγει ένα προϊόν για πώληση, χρηματοδοτική ή απλή μίσθωση ή άλλης μορφής διανομή στα πλαίσια της επαγγελματικής εμπορικής του δραστηριότητας ευθύνεται όπως ο παραγωγός. Κατά δε την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, όταν η ταυτότητα του παραγωγού είναι άγνωστη, κάθε προμηθευτής του προϊόντος θεωρείται για την εφαρμογή του νόμου αυτού παραγωγός, εκτός αν μέσα σε εύλογο χρόνο ενημερώσει τον καταναλωτή για την ταυτότητα του παραγωγού ή εκείνου που του προμήθευσε το προϊόν. Το ίδιο ισχύει και για τον προμηθευτή προϊόντων εισαγωγής, όταν η ταυτότητα του εισαγωγέα είναι άγνωστη, έστω και αν η ταυτότητα του παραγωγού είναι γνωστή. Περαιτέρω, η ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων, ρυθμίζεται από την ως άνω διάταξη του άρθρου 6 του ν. 2251/1994, που έχει ενσωματώσει την υπ’ αριθ. 85/374/25.7.1985 Οδηγία της ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών – μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων. Η ρύθμιση αποτελεί στην ουσία ειδική ρύθμιση της αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων, ενώ οι κοινές διατάξεις εφαρμόζονται μόνο αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή (άρθ. 14 § 5 ν. 2251/1994) ή πρόκειται για θέματα τα οποία δεν καλύπτονται από την ειδική ρύθμιση. Στο πλαίσιο της ειδικής αυτής ρύθμισης του άρθ. 6 ν. 2251/1994, ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία, στην οποία περιλαμβάνεται η βλάβη ή καταστροφή, εξαιτίας του ελαττωματικού προϊόντος, κάθε περιουσιακού στοιχείου του καταναλωτή, καθώς και η ζημιά λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης (§ 6), που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του (§ 1). Η ικανοποίηση όμως της ηθικής βλάβης, πριν τις 10-7-2007, δεν καλυπτόταν από τις διατάξεις του νόμου αυτού, αλλά από τις κοινές διατάξεις των άρθρων 914, 932 ΑΚ, οι οποίες ρυθμίζουν και την ευθύνη του προμηθευτή ελαττωματικού προϊόντος (άρθ. 1 § 4 εδάφιο β΄ ν. 2251/1994) όταν αυτός δεν εξομοιώνεται με τον παραγωγό, ήδη όμως με το Ν.3587/2007 άρθρο 7 παρ. 3 αυτού, αντικαταστάθηκε η παρ. 7 του άρθρου 6 του προηγούμενου νομοθετήματος και ορίζεται πλέον ότι χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης οφείλεται και σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος άρθρου. Η ειδική, ως άνω, ρύθμιση της ευθύνης του παραγωγού αποσκοπεί στη διαφύλαξη της σωματικής και περιουσιακής ακεραιότητας των καταναλωτών (διαφέρον ακεραιότητας) από προσβολές εξαιτίας ελαττωματικών προϊόντων. Αντίστοιχα, προς το σκοπό αυτό ορίζεται με το άρθ. 6 § 5 εδ. α΄ του ν. 2251/1994, ως ελαττωματικό, το προϊόν εκείνο, που δεν παρέχει την εύλογα αναμενόμενη ασφάλεια, ενόψει όλων των ειδικών συνθηκών και ιδίως της εξωτερικής εμφάνισης του, της εύλογα αναμενόμενης χρησιμοποιήσεως του και του χρόνου, κατά τον οποίο τέθηκε σε κυκλοφορία. Ελαττωματικό, συνεπώς, είναι το επικίνδυνο προϊόν, που αντιδιαστέλλεται από το ασφαλές και με την έννοια αυτή η ελαττωματικότητα του προϊόντος συνδέεται κατά τρόπο άμεσο με τη θεμελίωση της ειδικής αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού. Αντίθετα για τη θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης του, κατά τις κοινές διατάξεις, απαιτείται παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του, με την οποία να συνδέεται η (αντικειμενική) βλαπτική ελαττωματικότητα του προϊόντος. Η συμπεριφορά είναι παράνομη, όχι μόνο όταν προσκρούει σε συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, αλλά και όταν εξέρχεται από τα όρια των χρηστών συναλλακτικών ηθών, όπως τα όρια αυτά προκύπτουν από τα άρθ. 5 του Συντάγματος, 200, 281 και 288 ΑΚ. Σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και τη γενική επιταγή δημιουργείται για τους μετερχόμενους επικίνδυνες δραστηριότητες, γενική υποχρέωση πρόνοιας, δηλαδή λήψης όλων των κατάλληλων μέτρων για την προστασία των έννομων αγαθών των τρίτων, που εύλογα εμπιστεύονται την άσκηση της δραστηριότητος (αρχή της εμπιστοσύνης). Τα κατάλληλα μέτρα μπορεί να προκύπτουν άμεσα από διάταξη ουσιαστικού νόμου, διαφορετικά προσδιορίζονται με βάση τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων. Διαμορφώνονται έτσι οι ειδικότερες συναλλακτικές υποχρεώσεις, που συνδέονται με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα και καθορίζουν το αναγκαίο επίπεδο ασφάλειας της. Δραστηριότητα που εγκυμονεί κινδύνους για αόριστο αριθμό ατόμων, αποτελεί και εκείνη του παραγωγού (ή ανάλογα του προμηθευτή) προϊόντων, ο οποίος με τη διαφήμιση και την προβολή των προϊόντων του εμπεδώνει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και δημιουργεί δεσμό πίστεως, από τον οποίο απορρέουν αντίστοιχες συναλλακτικές υποχρεώσεις του. Κοινή συνισταμένη των υποχρεώσεων του παραγωγού είναι η οργάνωση της παραγωγής με τρόπο που να εξυπηρετείται η γενική υποχρέωση πρόνοιας, μέσω κυρίως του ελέγχου του προϊόντος και της πληροφόρησης του καταναλωτικού κοινού. Η παράβαση με οποιοδήποτε τρόπο της υποχρέωσης αυτής, που έχει ως συνέπεια την παραγωγή και διάθεση ελαττωματικών προϊόντων, δηλαδή προϊόντων που θέτουν σε κίνδυνο έννομα αγαθά απροσδιόριστου αριθμού καταναλωτών, αποτελεί συμπεριφορά που εξέρχεται από τα όρια της θεμιτής δράσης του παραγωγού και διαψεύδει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, ως προς το προσδοκώμενο όριο ασφαλείας του προϊόντος. Αναμφίβολα αποτελεί παράνομη και κατ` αρχήν και υπαίτια (άρθ. 330 εδ. β` ΑΚ) συμπεριφορά που δικαιολογεί, με τη συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης, αποζημίωση για υλικές ζημιές και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Με την παράγραφο 1 του άρθ. 7 του ν.2251/1994, που ενσωμάτωσε την υπ’ αριθμό 92/59 Οδηγία της ΕΟΚ για την ασφάλεια των προϊόντων, ορίζεται ότι οι προμηθευτές (άρθ. 1 § 4 εδ. β΄ ν. 2251/1994), υποχρεούνται να διαθέτουν στην αγορά μόνο ασφαλή προϊόντα, ενώ με τις §§2 και 4 του ίδιου νόμου ορίζεται πότε ένα προϊόν είναι ασφαλές και πότε οι προμηθευτές θεωρούνται ότι συμμορφώθηκαν με την υποχρέωση διάθεσης ασφαλών προϊόντων. Συνάγεται έτσι άμεσα από το νόμο συγκεκριμένη συναλλακτική υποχρέωση, η παράβαση της οποίας αποτελεί παράβαση επιτακτικού κανόνα δικαίου, που επισύρει αυτόνομα την αδικοπρακτική ευθύνη των προμηθευτών. Τέλος, κατά την παρ. 11 του άρθρου 6 η ευθύνη του παραγωγού (και των προσώπων που εξομοιώνονται με αυτούς), δεν μειώνεται αν η ζημία οφείλεται σωρευτικά τόσο σε ελάττωμα του προϊόντος όσο και σε πράξη ή παράλειψη τρίτου (προδήλως και εκείνων που παρεμβαίνουν στη διαδικασία διάθεσης), μπορεί όμως εν όψει όλων των ειδικών συνθηκών να μειωθεί ή και να αρθεί, όταν συντρέχει πταίσμα του ζημιωθέντος ή προσώπου για το οποίο ευθύνεται ο ζημιωθείς. Ενόψει όλων αυτών, το ελάττωμα και η ταυτότητα του προϊόντος, η ζημία από την συνηθισμένη (την κατά προορισμό) χρήση του και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ελαττώματος και ζημίας είναι στοιχεία που έχει το βάρος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο ενάγων καταναλωτής (ή ο ζημιούμενος τρίτος) για να θεμελιώσει και κατά τις κοινές διατάξεις αδικοπρακτική ευθύνη του παραγωγού ή ανάλογα των προμηθευτών του (άρθ. 338 § 1 ΚΠολΔ). Το αίτιο όμως της βλαπτικής ελαττωματικότητας του προϊόντος με τη μορφή της υπαίτιας παράβασης συγκεκριμένης συναλλακτικής υποχρέωσης του παραγωγού ή των προμηθευτών του προϊόντος, ο καταναλωτής βρίσκεται σε αντικειμενική αδυναμία να το προσδιορίσει και να το αποδείξει, αφού αυτός είναι ξένος προς τη διαδικασία παραγωγής και διάθεσης του προϊόντος, δηλαδή προς τη σφαίρα επιρροής άλλων προσώπων και συνεπώς δεν μπορεί να γνωρίζει τις πράξεις ή παραλείψεις, καθώς και ποιου προσώπου, από εκείνα που αναμείχθηκαν στην διαδικασία διάθεσης, οδήγησαν στην κυκλοφορία ελαττωματικού προϊόντος. Γίνεται έτσι δεκτό με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 925 ΑΚ, που απηχεί τη λεγόμενη θεωρία των σφαιρών επιρροής ή προελεύσεως των κινδύνων, ότι ο καταναλωτής απαλλάσσεται από το σχετικό βάρος και αντίθετα έχει το βάρος ο παραγωγός ή ο προμηθευτής του προϊόντος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι κατά το χρόνο που το προϊόν ήταν στη σφαίρα επιρροής του, δεν υπήρξε πλημμέλεια στην παραγωγή ή ανάλογα στη συντήρηση και διάθεση του προϊόντος ή ότι η τυχόν πλημμέλεια δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του ή σε υπαιτιότητα προσώπων για τα οποία ευθύνεται. Έτσι με αναστροφή του βάρους απόδειξης, η αδικοπρακτική ευθύνη των προσώπων αυτών διαμορφώνεται, κατά τις κοινές διατάξεις σε νόθο αντικειμενική (ΑΠ 891/2013, ΑΠ 1505/2008).

Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, η πρώτη εναγομένη-εκκαλούσα-εφεσίβλητη ήταν προμηθευτής του επίδικου σκάφους, το οποίο πώλησε στον πρώτο ενάγοντα, που ήταν ο τελικός αποδέκτης τούτου και συνακόλουθα καταναλωτής, με την διαμεσολάβηση του δεύτερου εναγομένου, εμπορικού αντιπροσώπου της στην Ελλάδα, που ενεργούσε για λογαριασμό της. Επομένως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η πρώτη εναγομένη θεωρείται παραγωγός και ευθύνεται ως τέτοια, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν.2251/1994, που ρυθμίζουν την ευθύνη του παραγωγού. Περαιτέρω, αναφέρεται με σαφήνεια στην ένδικη αγωγή, τόσο το είδος του ελαττώματος και η ταυτότητα του προϊόντος, που προμηθεύτηκε έναντι ανταλλάγματος ο πρώτος ενάγων από την πρώτη εναγομένη, όσο και η ζημία του, από την κατά προορισμό χρήση του προϊόντος, καθώς και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ελαττώματος και της ζημίας του. Αντίθετα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν απαιτείται να προσδιορίζεται η παράνομη συμπεριφορά της αντιδίκου του, που οδήγησε στη βλαπτική ελαττωματικότητα του προϊόντος, με τη μορφή της υπαίτιας παραβάσεως συγκεκριμένης συναλλακτικής υποχρεώσεως της, αφού τα στοιχεία αυτά δεν εμπίπτουν αντικειμενικά στο γνωστικό πεδίο του ενάγοντος, αλλά στη σφαίρα επιρροής της αντιδίκου του. Σε κάθε περίπτωση από τα ιστορούμενα στην αγωγή συνάγεται ότι η πρώτη εναγομένη παρέβη την επιτακτική, από το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 2251/1994, υποχρέωση της, κατά την οποία υποχρεούται να διαθέτει στην αγορά ασφαλή προϊόντα. Ούτε εξάλλου, ήταν αναγκαίο να προσδιορίζεται στην αγωγή, για την αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης, ότι η ευθύνη για την παραβίαση των άνω υποχρεώσεων, βαρύνει την ίδια ή τους υπ’ αυτής προστηθέντες ή τρίτους που διαμεσολάβησαν στην πώληση του προϊόντος. Τούτο διότι, ενόψει της ιδιότητας της εναγομένης, ως προμηθεύτριας-παραγωγού, η ευθύνης της, διαμορφώνεται ως νόθος αντικειμενική, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 925 ΑΚ. Συνεπώς, η τελευταία υποχρεούται να επικαλεσθεί και να αποδείξει την έλλειψη της αντικειμενικής αθετήσεως των γενικών υποχρεώσεων της πρόνοιας, που την βαρύνουν, καθώς και ότι η ελαττωματικότητα του προϊόντος δεν οφείλεται σε δικό της πταίσμα ή πταίσμα του προσώπου, που μεσολάβησε στη διαδικασία διάθεσης του ελαττωματικού προϊόντος. Ενόψει αυτών, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, ως προς την δεύτερη επικουρική βάση της, καθόσον αφορά την πρώτη εναγομένη ιταλική εταιρεία, στηριζόμενη στις διατάξεις του Ν.2251/1994 και επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε αντίθετα και την απέρριψε, ως μη νόμιμη, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, καθόσον απαίτησε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης της πρώτης εναγομένης, ως προμηθευτή και δεν εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου αυτές διατάξεις, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, ως προς την πρώτη εναγομένη και συνεπώς, ο όγδοος λόγος της έφεσης των εναγόντων με τον οποίο του αποδίδεται, κατά το πρώτο σκέλος του, η ως άνω πλημμέλεια, είναι ουσιαστικά βάσιμος. Κατά το δεύτερο όμως σκέλος του, που πλήττει την εκκαλουμένη, για τον λόγο ότι απέρριψε την αγωγή κατά την κρινόμενη επικουρική βάση, ως μη νόμιμη, αναφορικά με τον δεύτερο εναγόμενο, διότι δεν είχε την ιδιότητα του εισαγωγέα, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο, καθόσον κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 6 παρ.3 και 4 του ανωτέρω νόμου, ως παραγωγός θεωρείται και ο εισαγωγέας, δηλαδή όποιος με σκοπό την πώληση, χρηματοδοτική ή απλή μίσθωση ή άλλη μορφή διανομής στα πλαίσια της εμπορικής του δραστηριότητας, εισάγει ένα προϊόν στην Κοινότητα από τρίτη χώρα και όχι αυτός που διακινεί προϊόντα μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ευθύνεται μόνο, ως προμηθευτής, αν είναι άγνωστη η ταυτότητα του παραγωγού και δεν ενημερώσει τον καταναλωτή για την ταυτότητα του παραγωγού ή εκείνου που του προμήθευσε το προϊόν, προϋποθέσεις, που δεν συντρέχουν εν προκειμένω και ως εκ τούτου, ο κρινόμενος λόγος, κατά το μέρος αυτό, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

VI. Περαιτέρω, ως ουσιαστικά αβάσιμος, κρίνεται ο έβδομος λόγος της έφεσης της εναγομένης-εκκαλούσας, με τον οποίο παραπονείται για την μη απόρριψη της πρώτης επικουρικής βάσης της αγωγής από την σύμβαση πώλησης, ως αόριστης, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση του στο ότι για το ορισμένο του αιτήματος μείωσης του τιμήματος δεν αναφέρεται η αντικειμενική αξία όλων των πραγμάτων, ελαττωματικών και μη και η αποτίμηση της αξίας τους, ως ελαττωματικών, ώστε να βρεθεί η αναλογική σχέση των δύο αξιών, καθόσον, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, διαλαμβάνονται με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την στήριξη του αιτήματος μείωσης του τιμήματος της πώλησης του επίδικου σκάφους και δεν απαιτούνται περισσότερα.

VII. Aπό την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ……….., αντιστοίχως, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, τις υπ’ αριθ. …. και …/29.5.2017 ένορκες βεβαιώσεις του ……… και του ………, αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκαν επιμελεία των εναγόντων-εκκαλούντων, μετά από νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων (υπ’αριθ……../19.4.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά, …….., προς την Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς για την καθ’ης εναγομένη – εκκαλούσα – εφεσίβλητη εταιρεία, που έχει την έδρα της στο ……… της Ιταλίας, σε συνδυασμό με την υπ’αριθμ.πρωτ………./8.5.2017 παραγγελία επίδοσης, της ιταλικής υπηρεσίας παραλαβής  του επιδιδόμενου δικογράφου και την από 18.5.2017 βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή στο Δικαστήριο της Μonza, σύμφωνα με τα άρθρα 4, 7 και 10 του Κανονισμού ΕΚ 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, για τις επιδόσεις στα κράτη μέλη δικαστικών και εξώδικων πράξεων στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς και την υπ’αριθμ……΄/23.5.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά, ……..), την υπ’αριθμ………../17.10.2018 ένορκη βεβαίωση του ………….. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκε με επιμέλεια των εκκαλούντων-εναγόντων, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των αντιδίκων εφεσιβλήτων (υπ’ αριθ…… και ……./12.10.2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά, ……….), μη λαμβανομένης υπόψη της υπ’αριθμ……../2.6.2017 ένορκης βεβαίωσης του ίδιου μάρτυρα, ………, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, καθόσον δεν κλητεύθηκε η πρώτη εναγομένη, παρά μόνο ο δεύτερος εναγόμενος και συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που ομοίως δεν την έλαβε υπόψη, αν και με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά, κατ’αποτέλεσμα, έκρινε και ως εκ τούτου, η συναφής αιτίαση, που διαλαμβάνεται στον δεύτερο λόγο της έφεσης των εναγόντων, πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, από την υπ’ αριθ………./26.5.2017 ένορκη βεβαίωση του ……….. ενώπιον της Προξένου της Μπολόνια, την οποία προσκομίζει με επίκληση η πρώτη εναγόμενη και λήφθηκε με επιμέλεια της, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της (υπ’ αριθ……΄ και ……΄/15.5.2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……..), την υπ’ αριθ. …../28.5.2017 ένορκη βεβαίωση του ……….., ενώπιον της Ειρηνοδίκη Νέας Ιωνίας, που λήφθηκε επιμελεία του δεύτερου εναγομένου, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόντων (υπ’ αριθ. ……… και ………./24.5.2017 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….), καθώς και από όλα τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες από τους ενάγοντες τεχνικές εκθέσεις, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρο 352 § 1 ΚΠολΔ και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη, ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη, εδρεύουσα στο ………….Ιταλίας μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………….», έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας την κατασκευή και εμπορία σκαφών αναψυχής και διατηρεί προς τούτο ναυπηγείο και εκθεσιακό χώρο στην έδρα της. Περί τις αρχές Νοεμβρίου του έτους 2013 ο πρώτος ενάγων, ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος, …….., απευθύνθηκε στο δεύτερο εναγόμενο, ήδη εφεσίβλητο, …….., ο οποίος διατηρεί ατομική επιχείρηση εμπορίας και φύλαξης μικρών σκαφών αναψυχής στο Κορωπί Αττικής με τον διακριτικό τίτλο «………» και είναι αντιπρόσωπος στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων αλλοδαπών εταιριών κατασκευής σκαφών αναψυχής και της πρώτης εναγόμενης εταιρίας και εκδήλωσε ενδιαφέρον για την αγορά ενός φουσκωτού σκάφους αναψυχής. Σε μία από τις επόμενες συναντήσεις τους, ο δεύτερος εναγόμενος, μεταξύ άλλων, πρότεινε στον ενάγοντα να προβεί στην αγορά σκάφους κατασκευής της πρώτης εναγόμενης εταιρίας και για το σκοπό αυτό του παρέδωσε ενημερωτικά έντυπα με τα πλήρη τεχνικά στοιχεία των απ’ αυτή κατασκευαζόμενων και πωλούμενων σκαφών, καθώς και σχετικό τιμοκατάλογο, ενώ την 7.11.2013 ο ίδιος απέστειλε στον ενάγοντα ηλεκτρονικό μήνυμα με συνημμένες πληροφορίες και φωτογραφίες για το σκάφος «J.», κατασκευής της πρώτης εναγόμενης. Ακολούθως, περί τα μέσα Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, ο δεύτερος εναγόμενος πληροφόρησε τον ενάγοντα ότι η πρώτη εναγόμενη διέθετε προς πώληση ένα σκάφος, τύπου RIB, μοντέλο MAINSTREAM 800 EFB, επί του οποίου ήταν τοποθετημένη μία πετρελαιοκίνητη μηχανή, 265 ίππων, εργοστασίου κατασκευής VOLKSWAGEN, τύπου TDI 3.0L 265, το οποίο βρισκόταν στο ναυπηγείο της πρώτης εναγόμενης, ως εκθεσιακό, για επίδειξη σε υποψήφιους αγοραστές και δοκιμές, με λιγότερες από 10 ώρες πλεύσης, και παρέστησε στον ενάγοντα ότι το παραπάνω σκάφος και η μηχανή του ήταν σε άριστη κατάσταση, έφερε επιπλέον εξοπλισμό, είχε τη δυνατότητα να αναπτύσσει ταχύτητα 40 έως 45 κόμβων την ώρα και είχε χαμηλή κατανάλωση πετρελαίου 0,5 λίτρα ανά μίλι. Οι ως άνω παραστάσεις του δεύτερου εναγόμενου προς τον ενάγοντα αναφορικά με την κατάσταση και τις ιδιότητες του παραπάνω σκάφους επιρρωνύονται και από όσα σχετικά κατέθεσε ο ………., με την υπ’αριθ……/2017 ένορκη βεβαίωση του, που ήταν παρών κατά τη συνάντηση, που έλαβε χώρα μεταξύ του ενάγοντος και του δεύτερου εναγόμενου και δεν αναιρούνται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Το τίμημα προσδιορίστηκε από τον δεύτερο εναγόμενο στο ποσό των 64.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. και έναντι τούτου ο ενάγων κατέβαλε σ’αυτόν μετρητά το ποσό των 30.000 ευρώ, ως προκαταβολή, χωρίς να του χορηγηθεί απόδειξη, του υπολοίπου καταβλητέου με την παράδοση του σκάφους στις εγκαταστάσεις του δευτέρου εναγομένου. Ωστόσο, επειδή καθυστερούσε η παράδοση τούτου, ο ενάγων, αφού συνεννοήθηκε με τον διευθυντή της πρώτης εναγομένης, ………., μετέβη ο ίδιος στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου της στην Ιταλία για να το παραλάβει. Εκεί, στις 15.1.2014, παρουσία και του δευτέρου εναγομένου, αφού έγινε επίδειξη του σκάφους σ’αυτόν και έλαβε τις κρίσιμες για τον ίδιο πληροφορίες και ταυτόσημες διαβεβαιώσεις για την άριστη κατάσταση του σκάφους και της μηχανής, καθώς και για τις επιδόσεις του, την χαμηλή κατανάλωση καυσίμων και τα πρόσθετα εξαρτήματα, που διέθετε (GPS, ραδιοκασετόφωνο, bow thruster κ.αλ.), αξίας, όπως του δηλώθηκε από τους ανωτέρω, 19.000 ευρώ, τα οποία αναγόρευαν την αξία του σε 95.000 ευρώ, διαμορφώθηκε τελικά η τιμή αγοράς του, με έκπτωση, σε 76.000 ευρώ. Προς εξόφληση του εν λόγω τιμήματος, ο ενάγων κατέβαλε στις 16.1.2014 στην πρώτη εναγομένη το υπόλοιπο ποσό των 46.000 ευρώ, με κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό της στην ιταλική τράπεζα «………..” που υπέδειξε σ’ αυτόν ο ….., εκδιδομένου του υπ’αριθμ.  …/16.1.2014 σχετικού τιμολογίου πώλησης της πρώτης εναγομένης, ποσού 46.360 ευρώ (38.000 ευρώ + Φ.Π.Α. 8.360 ευρώ) και του παραδόθηκε το σκάφος, συντελεσθείσης της, μεταξύ της προμηθεύτριας-πωλήτριας πρώτης εναγομένης εταιρείας, με την μεσολάβηση του αντιπροσώπου της, δευτέρου εναγομένου και του πρώτου ενάγοντος με την ιδιότητα του καταναλωτή, σύμβασης πώλησης, απορριπτομένου του έβδομου λόγου της έφεσης των εναγόντων, που πλήττει την εκκαλουμένη, ως προς τον χρόνο σύναψης της σύμβασης πώλησης, ως ουσιαστικά αβασίμου. Το αναγραφόμενο στο εκδοθέν παραστατικό τίμημα δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, αλλά ήταν εικονικό για φορολογικούς λόγους, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού της πρώτης εναγόμενης, που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει με τον τρίτο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά αβασίμου.

Μετά την παράδοση του σκάφους, ο ενάγων μερίμνησε για τη μεταφορά του από το ναυπηγείο της πρώτης εναγόμενης στις εγκαταστάσεις του δεύτερου εναγόμενου στην Ελλάδα, όπου και το παρέδωσε προς φύλαξη. Ακολούθως, το σκάφος καταχωρήθηκε με το όνομα «Ε» και με αριθμό ………… στο Λεμβολόγιο που τηρεί το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά. Ο πρώτος ενάγων, κατά τους μήνες Απρίλιο και Μάϊο του έτους 2014, προέβη στην διενέργεια σύντομων δοκιμαστικών πλόων εξοικείωσης με το σκάφος, ενώ τον Ιούνιο του ίδιου έτους, προέβη στο πρώτο service των 50 ωρών, σε στατικό έλεγχο (start up) του κινητήρα του σκάφους, σε αντικατάσταση των λιπαντικών, του φίλτρου λαδιού και σε αλλαγή βαλβολινών, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους ενάγοντες, υπ’αριθ.175/30.6.2014 τιμολόγιο πώλησης της εταιρίας «…………», σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. ……/30.6.2014 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο της ίδιας εταιρίας.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 20.6.2014, κατά τη διάρκεια πλου από το Λαύριο με προορισμό την Κίμωλο, ανοικτά της Κύθνου, ενώ στο σκάφος επέβαινε ο ενάγων με την δεύτερη ενάγουσα, σύζυγο του, …… και τα ανήλικα τότε τέκνα τους, ……, γεννηθέντα στις 10.9.2001, ήδη ενήλικο και …….., γεννηθέντα στις 17.2.2005, εμφανίστηκε βλάβη στο «τριμ» της μηχανής του σκάφους. Συγκεκριμένα, ο ενάγων διαπίστωσε ότι δεν ήταν δυνατή η ρύθμιση της κλίσης του ποδιού του κινητήρα και για το λόγο αυτό κατέπλευσε στο λιμένα της Κύθνου με το πόδι του κινητήρα σε υψηλή θέση. Κατόπιν αποκατάστασης της βλάβης από τοπικό τεχνίτη, την επόμενη ημέρα ο ενάγων απέπλευσε από τον παραπάνω λιμένα και κατέπλευσε στην Κίμωλο, χωρίς να αντιμετωπίσει έτερο πρόβλημα. Στις 23.6.2014 όμως, περί ώρα 7.00 πρωινή, κατά τον πλου της επιστροφής από την Κίμωλο προς το Λαύριο σε συνθήκες καλοκαιρίας, νοτιοδυτικά της Σερίφου, προκλήθηκε έντονος θόρυβος από τη μηχανή και εκπομπή καπνών και ακολούθως σταμάτησε η λειτουργία της και το σκάφος κατέστη ακυβέρνητο. Ο ενάγων έσβησε τη μηχανή, σταμάτησε την εκπομπή καπνών με τη χρήση πυροσβεστήρα και στη συνέχεια το σκάφος του ρυμουλκήθηκε στη Σέριφο από το αλιευτικό σκάφος «Ε» υπό τον συντονισμό του Κέντρου Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας. Κατά την επακολουθήσασα πρώτη επιθεώρηση του σκάφους και της μηχανής του, που διενεργήθηκε στις 29.6.2014, στην επιχείρηση του δευτέρου εναγομένου, από τον …….., μηχανολόγο-μηχανικό της εταιρίας «………..», αντιπροσώπου στην Ελλάδα της κατασκευάστριας της μηχανής βελγικής εταιρείας, αρχικά τρίτης εναγομένης, εκ της οποίας έχει χωρήσει παραίτηση του αγωγικού δικογράφου, ο οποίος συνέταξε την από 12.8.2014 τεχνική αναφορά του και εξετάστηκε ενόρκως ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, διαπιστώθηκε ότι με την εκκίνηση της μηχανής παράχθηκε δυνατός μεταλλικός θόρυβος, που ενδείκνυε εσωτερική ζημία της μηχανής. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα η μηχανή σταμάτησε. Η μηχανή έχασε σημαντική ποσότητα πετρελαίου κατά τη διάρκεια αυτών των δευτερολέπτων λειτουργίας της μέσω του συστήματος εξάτμισης. Περαιτέρω προσπάθειες να περιστραφεί η μηχανή είτε χειροκίνητα είτε εκκινώντας το μοτέρ απέτυχαν. Συμπερασματικά ο συντάξας την εν λόγω αναφορά καταλήγει στα εξής: Ο στροβιλοφυσητήρας δεν λειτούργησε και πετρέλαιο της μηχανής μέσω της εσωτερικά βλαβείσας περιμέτρου πετρελαίου του στροβιλοφυσητήρα πέρασε στο σύστημα εξάτμισης και έξω από τη μηχανή με αποτέλεσμα επίσης την κακή λίπανση της μηχανής. Δεν έμεινε σχεδόν καθόλου πετρέλαιο στη μηχανή. Επιπρόσθετα αέρια της εξάτμισης, που διέρρεαν στο μηχανοστάσιο, πεδίκλωναν το φίλτρο αέρα, με αποτέλεσμα τον υψηλό περιορισμό και την υπερθέρμανση της εισαγωγής αέρος και με περαιτέρω αποτέλεσμα τη λειτουργία της μηχανής υπό μεγάλη καταπόνηση. Οι παραπάνω συνθήκες θα μπορούσαν να προκαλέσουν περαιτέρω εσωτερική ζημία στη μηχανή και προσωρινή ή μόνιμη ανικανότητα της μηχανής να περιστραφεί. Για την ασφαλή διάγνωση της ακριβούς κατάστασης της ζητήθηκε η εξαγωγή της από το σκάφος, ενώ προτάθηκε η αντικατάσταση της με νέα μηχανή. Κατόπιν συνεννοήσεων του ενάγοντος αγοραστή με την πωλήτρια εναγομένη, το σκάφος με δαπάνες του πρώτου μεταφέρθηκε με φορτηγό στο ναυπηγείο της δεύτερης, όπου έφθασε στις 10.7.2014, προς αντικατάσταση της μηχανής με καινούργια, χωρίς επιβάρυνση του, πλην όμως, παρά τις διαβεβαιώσεις της πρώτης εναγομένης, δεν έλαβε χώρα αντικατάσταση της, αλλά επισκευή της και επιστράφηκε με έξοδα πάλι του πρώτου ενάγοντος στον ….., στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης φύλαξης σκαφών «………….», χωρίς να συνοδεύεται από αναφορά σχετικά με την αιτία της βλάβης και την έκταση της, ούτε με τις ενέργειες αποκατάστασης της. Ένεκα τούτων, στις 7.8.2014 επακολούθησε νέα επιθεώρηση του μηχανοστασίου του σκάφους και της μηχανής στην ξηρά και διενέργεια δοκιμής λειτουργίας της στην θάλασσα, από τον ίδιο, ως άνω επιθεωρητή……….. και τον επιθεωρητή της ασφαλιστικής εταιρείας του σκάφους «………..», ………., κατά την οποία, όπως προκύπτει από την ίδια, ως άνω, τεχνική αναφορά του πρώτου, διαπιστώθηκε ότι η πρώτη εναγομένη είχε προβεί σε αντικατάσταση του στροβιλοφυσητήρα και του φίλτρου αέρος, το οποίο όμως ήταν μερικώς βρώμικο, εν μέρει καθαρισμό της μηχανής, αφαίρεση του αυτοκόλλητου «TEAM RR» στο ηλεκτρικό κιβώτιο, που όπως διευκρίνισε ο συντάξας την έκθεση στο ακροατήριο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν είναι εργοστασιακό, αλλά αποτελεί ένδειξη επέμβασης τρίτου στο λογισμικό του εγκεφάλου της μηχανής για να αποδώσει μεγαλύτερη ισχύ από εκείνη που ορίζει ο κατασκευαστής, η σωλήνα πετρελαίου ήταν χαλαρή με όχι σωστή ροπή στρέψης, η μάνικα δεν είχε αντικατασταθεί, αν και ο προφυλακτήρας είχε καεί, καθώς επίσης είχε γίνει αφαίρεση και λύσιμο του ψυγείου για τον καθαρισμό του. Περαιτέρω, από την ίδια ως άνω τεχνική έκθεση προκύπτει ότι από τη δοκιμή στη θάλασσα, που διενεργήθηκε στο ….. στις 7.8.2014, κατά τη διάρκεια λειτουργίας της μηχανής διαπιστώνεται διαρροή αερίων εξάτμισης στο μηχανοστάσιο από το στροβιλοφυσητήρα. Πετρέλαιο διαρρέει ακόμα από το στροβιλοφυσητήρα, το οποίο δημιουργεί καπνούς στο μηχανοστάσιο και υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης πυρκαγιάς. Η μηχανή ενώ είναι σχεδιασμένη να επιτυγχάνει 4.250 στροφές ανά λεπτό, εμφανίζει 700 στροφές ανά λεπτό λιγότερες. Η μηχανή λειτουργεί υπό εξαιρετική καταπόνηση είτε λόγω παλαιάς εσωτερικής φθοράς είτε λόγω κακής τοποθέτησης της (αναλογία στροφών κινητήρα με τον ελικοφόρο άξονα). Ακολούθως, ο ενάγων με την από 5.9.2014 ηλεκτρονική επιστολή, που απέστειλε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του προς την πρώτη εναγόμενη και τις επακόλουθες τέτοιες από 11.9.2014 και 15.9.2014, απαίτησε από την πρώτη εναγόμενη την αντικατάσταση της μηχανής με νέα, ίδιου τύπου, χωρίς όμως να ικανοποιηθεί η απαίτηση του αυτή. Εξεταζόμενος ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως μάρτυρας, ο συντάξας την ανωτέρω τεχνική έκθεση, …………, κατέθεσε με σαφήνεια ότι η μηχανή του σκάφους έχει υποστεί καταστροφική βλάβη, εξαιτίας πιθανής απώλειας λαδιού και υπερβολικού φορτίου, με την έννοια ότι ο κινητήρας της δεν απέδιδε στις μέγιστες στροφές, οι οποίες για τον συγκεκριμένο κινητήρα ανέρχονται σε 4.200, αλλά στις 3.500 έως 3.550 στροφές. Επίσης, από την ίδια κατάθεση του παραπάνω μάρτυρα απόδειξης, σε συνδυασμό με την προσκομιζόμενη μετ’επικλήσεως από τους ενάγοντες, από 23.3.2015 τεχνική έκθεση του μηχανολόγου – ναυπηγού μηχανικού, ………., πιστοποιημένου πραγματογνωμονα, κατ’εντολή και για λογαριασμό του ενάγοντος πλοιοκτήτη, προέκυψε ότι κατά την εκ νέου επιθεώρηση του σκάφους στις 30.10.2014, ύστερα από αίτηση του διευθυντή της πρώτης εναγομένης, …….., μέσω του δικηγόρου της, …………, που απέστειλε την από 17.10.2014 σχετική ηλεκτρονική επιστολή στον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος πλοιοκτήτη, παρουσία όλων των εμπλεκομένων διαδίκων και μη μερών, ύστερα από κλήση του τελευταίου και ειδικά την εξέταση του κινητήρα τούτου, προς διαπίστωση  της έκτασης της βλάβης, που έφερε και της αιτίας που την δημιούργησε, που διενεργήθηκε στις 4.12.2014, στις εγκαταστάσεις της «………» στην περιοχή …… Αττικής, του εντεταλμένου μηχανικού, ………, της ως άνω αντιπροσώπου στην Ελλάδα της κατασκευάστριας εταιρείας της μηχανής, μετά από αποσυναρμολόγηση του κινητήρα, διαπιστώθηκε ότι οι προφυλακτήρες των διόδων των εξατμίσεων προς τον υπερσυμπιεστή ήταν πρόδηλα υπερθερμασμένοι, όπως και οι ίδιες οι σωληνώσεις, ενώ οι εξαγωγές προς τις σωληνώσεις παρουσίαζαν έντονη φθορά λόγω υπερθέρμανσης και σημαντικές αποσπάσεις υλικού. Η συγκεκριμένη ζημία δεν οφείλεται σε ένα μεμονωμένο εξωτερικό ή/και συμπτωματικό συμβάν και αποτελεί εσωτερική δυσλειτουργία του κινητήρα, δημιουργήθηκε δε σταδιακά στις καταγεγραμμένες ώρες λειτουργίας του. Επίσης, βρέθηκε ότι τα αποσπασμένα θραύσματα των σωληνώσεων εξάτμισης, είχαν εισχωρήσει στον υπερσυμπιεστή, δημιουργώντας του σημαντική ζημία και ακολούθως προκάλεσαν κάμψη και γώνιασμα του άξονα της φτερωτής των καυσαερίων, την καταστροφή των αντίστοιχων κουζινέτων κύλισης και των σταθεροποιητικών τσιμουχών, καθώς και τη διαρροή λιπαντικού στο πρυμιό μέρος του κινητήρα και του μηχανοστασίου. Επειδή η διαπιστωμένη απώλεια ελαίου, καθώς και η διαπιστωμένη υπερθέρμανση, πλήττουν ως επί το πλείστον το άνω μέρος του κινητήρα, εκτιμάται ότι ο κινητήρας φέρει σημαντική ζημία, η οποία δεν είναι επισκευάσιμη. Περαιτέρω, διαπιστώθηκε ότι οι σωληνώσεις λιπαντικού ελαίου του υπερσυμπιεστή και τα πυρόμετρα ήταν χαλαρά, δημιουργώντας αιτία διαρροής, ευρήματα που οφείλονται σε υπερταλάντωση υλικών είτε λόγω της ως άνω δυσλειτουργίας και βλάβης του κινητήρα ή/και της κακής τοποθέτησης του κινητήρα εκ μέρους του ναυπηγείου. Τα συγκεκριμένα ευρήματα, αν και είχαν διαπιστωθεί από τον πρώτο έλεγχο του σκάφους και είχαν αναφερθεί στην κατασκευάστρια τούτου πρώτη εναγομένη εταιρεία, η οποία δήλωσε ότι τα αποκατέστησε, όπως και ότι αντικατέστησε τον κατεστραμμένο υπερσυμπιεστή με καινούργιο, διαπιστώθηκε ότι ο υπερσυμπιεστής φέρει ίχνη ανακατασκευής, προφανή ίχνη παλαιότητας, εναπομένουσα ζημία στην φτερωτή εισαγωγής και δεν συνοδεύεται από τα νόμιμα πιστοποιητικά προέλευσης ή/και συγχρονισμού του. Εξάλλου, δυσλειτούργησε κατά την έναρξη των δοκιμών στην θάλασσα, που διενεργήθηκαν, όπως προαναφέρθηκε, στις 7.8.2014 και ήταν ο πρωτεύων λόγος, που αυτές διακόπηκαν. Επίσης, κατά την επιθεώρηση διαπιστώθηκαν ίχνη καπνιάς στο πίσω μέρος του κινητήρα, καμένα και κατεστραμμένα πλαστικά καλύμματα καλωδίων και σωληνώσεων, καθώς και υπολείμματα διαρροής λιπαντικού ελαίου, αλλά και πετρελαίου στις σεντίνες του μηχανοστασίου και όλα αυτά μετά την δηλωμένη αποκατάσταση εκ μέρους της πρώτης εναγομένης, που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι αυτή ήταν πλημμελέστατη. Εξάλλου, δεν κατέστη δυνατό να εξακριβωθεί κατά την επιθεώρηση η αρτιότητα της μηχανοκίνησης και του ελικοαξονικού συστήματος, λόγω μη προσκόμισης από την κατασκευάστρια εναγομένη των τεχνικών χαρακτηριστικών του κινητήρα, του ηλεκτρονικού του συστήματος, των πιστοποιητικών καταλληλότητας τούτων, καθώς και της μελέτης απόδοσης του αξονικού συστήματος και της προπέλας, στοιχεία που είναι μέρος του τεχνικού φακέλου του σκάφους, που έχει εγκριθεί από τον πιστοποιημένο φορέα, που εξέδωσε την πιστοποίηση του σκάφους. Συμπερασματικά, αιτία της περιγραφόμενης ζημίας, αποτελεί, κατά τον υπογράφοντα την εν λόγω τεχνική έκθεση σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, η σημαντική μελετητική και κατασκευαστική αμέλεια του ναυπηγείου της πρώτη εναγομένης. Η μελετητική αμέλεια συνίσταται στην επιλογή και τοποθέτηση ανεπαρκούς ισχύος κινητήρα, που δεν κάλυπτε τις απαιτήσεις και προδιαγραφές του σκάφους, όπως είχαν παρουσιαστεί στον αγοραστή ενάγοντα, η δε κατασκευαστική αμέλεια συνίσταται στην εσφαλμένη τοποθέτηση και ρύθμιση του κινητήρα, ούτως ώστε να ανταποκριθεί στα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες, ως προς την ισχύ και απόδοση του, που είχαν συνομολογηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, με αποτέλεσμα ο κινητήρας του σκάφους και το αξονικό σύστημα να λειτουργούν συνεχώς σε κατάσταση πλήρους υπερφόρτωσης και να παρουσιαστούν οι προπεριγραφόμενες βλάβες, που δεν είναι επισκευάσιμες, ήταν δε αναμενόμενες και μπορούσαν να προβλεφθούν από την πρώτη εναγομένη κατασκευάστρια του σκάφους και καθιστούσαν την συγκεκριμένη μηχανή ακατάλληλη και επικίνδυνη για το σκάφος και τους επιβαίνοντες.  Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ούτε από την προσκομιζόμενη με επίκληση από την πρώτη εναγομένη υπ’ αριθ. ……/26.5.2017 ένορκη βεβαίωση του επικεφαλής του τεχνικού τμήματος της, ……….., ο οποίος προς επίρρωση των αντίστοιχων ισχυρισμών της για τα αίτια της βλάβης του κινητήρα, που, κατά την ανεπέρειστη άποψη της, ανάγονται στην ακατάλληλη χρήση και συντήρηση της από τον ενάγοντα αγοραστή, κατέθεσε ότι κατά το πρώτο service της μηχανής δεν έγινε αλλαγή του φίλτρου λαδιού, ούτε καθαρισμός του intercooler, καθώς και ότι τα έλαια που χρησιμοποιήθηκαν στην αλλαγή τους ήταν χαμηλής ποιότητας και λανθασμένης βαθμολογίας, σε σχέση με τις προδιαγραφές της κατασκευάστριας εταιρίας, επιπλέον δε ότι η βλάβη της μηχανής θα μπορούσε να έχει προκληθεί από το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του πλου στον οποίο εμφανίστηκε η βλάβη, μπλόκαρε το πόδι του κινητήρα σε θέση μεγίστου ύψους, προκαλώντας μία ανώμαλη λειτουργία του ποδιού και όλου του συστήματος κινητήρα και προωστήρα, καθώς και ότι κατά την επιθεώρηση που διενήργησε στην Ελλάδα το πρώτο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου 2014, αυτός παρατήρησε ότι «ορισμένα στοιχεία είχαν τροποποιηθεί ή αγγιχτεί». Ωστόσο, οι ανωτέρω ισχυρισμοί δεν αποδεικνύονται ουσιαστικά βάσιμοι, καθόσον, αφενός το service του κινητήρα έγινε, όπως προαναφέρθηκε, από την εταιρία «……..», που αποτελεί εξουσιοδοτημένο συνεργείο της  «………..» αντιπροσώπου στην Ελλάδα της πωλήτριας μηχανών «….» και «…..» εταιρείας «……….», κατά τον προσήκοντα τρόπο και έλαβε χώρα αντικατάσταση του φίλτρου λαδιού, ο δε επικαλούμενος μη καθαρισμός του ψυκτήρα (intercooler) δεν προέκυψε ότι συνδέεται αιτιωδώς με την επίδικη βλάβη, ενώ αναφορικά με τα λιπαντικά έλαια που χρησιμοποιήθηκαν, πέραν της ασαφούς κατάθεσης του παραπάνω μάρτυρα, δεν αποδεικνύεται ότι ήταν χαμηλής ποιότητας και βαθμολογίας και αφετέρου, ο ισχυρισμός περί διαπίστωσης «πειραγμένων» σημείων της μηχανής κατά την επιθεώρηση στην Ελλάδα, παρίσταται εντελώς έωλος και αόριστος, συνάμα δεν αντέχει στην βάσανο της λογικής, πώς δεν είχε διακριβωθεί τούτο, αν είχε πράγματι συμβεί, κατά την περίοδο επισκευών του σκάφους στο ναυπηγείο της πρώτης εναγομένης, εφόσον σε μεταγενέστερο χρόνο, όπως υποστηρίζει ο μάρτυρας, δεν δικαιολογείται να έλαβε χώρα. Εξάλλου, η βλάβη που θα προκαλούνταν στη μηχανή, αν το σκάφος ταξίδευε με το πόδι του σε θέση μεγίστου ύψους, θα εμφανιζόταν στους «σταυρούς» (αρθρωτοί σύνδεσμοι που μεταδίδουν την κίνηση από τον κινητήρα στο πόδι), πιθανότατα στο σύστημα μείωσης του ποδιού και ενδεχομένως στο σύστημα των βαλβίδων, όχι όμως στον υπερσυμπιεστή και τις εξαγωγές των καυσαερίων, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση και προκύπτει ιδίως από την σαφή περί τούτου κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, ………, χωρίς να αντικρούεται από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης της εναγομένης, διευθυντή της, . ……., ούτε από το λοιπό αποδεικτικό υλικό. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα περιγραφόμενα ελαττώματα της μηχανής εμφανίσθηκαν περίπου στις 60 ώρες λειτουργίας της, κατά την διάρκεια του, ως άνω, μακρύτερου ταξειδιού, που έκαναν οι ενάγοντες, με παρατεταμένη χρήση της μηχανής και όχι νωρίτερα, κατά τους σύντομους πλόες εξοικείωσης, που είχε διενεργήσει ο αγοραστής ενάγων το προηγούμενο διάστημα, διότι στην κρινόμενη περίπτωση ο κινητήρας και το αξονικό του σύστημα λειτουργούσαν συνεχώς σε κατάσταση πλήρους υπερφόρτωσης, εξαιτίας του γεγονότος ότι η μηχανή δεν ανταποκρινόταν από πλευράς στροφών στις προδιαγραφές της κατασκευάστριας της μηχανής εταιρίας και, ειδικότερα, αυτή δεν λειτουργούσε στο 100% του φορτίου με το πλήρες εύρος στροφών, το οποίο για τη συγκεκριμένη μηχανή, με βάση τις προδιαγραφές της ήταν 4.200, αλλά στις 3.500 έως 3.550 στροφές, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το βήμα της προπέλας, δηλαδή η απόσταση που διανύει η προπέλα σε μία πλήρη περιστροφή της, λόγω μετατροπής από την πρώτη εναγομένη, ήταν 25 ίντσες, ενώ έπρεπε να είναι 21 ίντσες, με σκοπό να διανύει το σκάφος περισσότερα μίλια σε πιο χαμηλές στροφές, ενώ, παράλληλα, η σχέση του μειωτήρα μετάδοσης συστήματος, δηλαδή η αναλογία των στροφών του κινητήρα με τον ελικοφόρο άξονα ήταν 1,81/1 ανά λεπτό, δηλαδή για κάθε 1,81 περιστροφές του κινητήρα ο ελικοφόρος άξονας περιστρεφόταν 1 φορά ανά λεπτό, αντί για την αναλογία 2/1, με αποτέλεσμα ο κινητήρας να λειτουργεί σε λιγότερες στροφές υπό μεγάλο φορτίο, να ζορίζεται και να καταπονείται ιδιαίτερα, με συνέπεια, από την παρατεταμένη χρήση λειτουργίας του σε τέτοιες συνθήκες να προκληθεί η εκτιθέμενη πολύ σοβαρή βλάβη, που τον κατέστησε άχρηστο και να διακινδυνεύσει η ασφάλεια των επιβατών του σκάφους. Τα ανωτέρω προκύπτουν με σαφήνεια ιδίως από τις διευκρινίσεις, που έδωσε ο εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρας, ……………, που διαθέτει τις ιδιάζουσες γνώσεις, που απαιτούνται για τα ζητήματα αυτά, σε συνδυασμό με την ως άνω τεχνική αναφορά, που συνέταξε, καθώς και εκείνη του τεχνικού συμβούλου …….., επιρρωνύονται από τις προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εναγόντων και ουδόλως αναιρούνται από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Εξάλλου, δεν απαιτείται να διεξαχθεί δικαστική πραγματογνωμοσύνη για να διακριβωθεί η αιτία της βλάβης της επίδικης μηχανής, αν είναι και με ποιο κόστος επισκευάσιμη και ποια η αξία της, καθόσον τα κρίσιμα αυτά ζητήματα διαγνώστηκαν από τα υφιστάμενα αποδεικτικά μέσα, στα οποία περιλαμβάνονται και οι ανωτέρω τεχνικές εκθέσεις των ειδικών περί τούτων προσώπων και δεν χρειάζεται να οριστεί έτερος πραγματογνώμονας από το Δικαστήριο, απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος της πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και ορθά απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη και του έκτου λόγου της έφεσης της, που βάλει κατά της απορριπτικής αυτής κρίσης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και το επαναφέρει, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Σημειωτέον, ότι η επίκληση από τους ενάγοντες με τις προτάσεις της πρώτης συζήτησης, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων τους, αφενός της, ως άνω, από 15.7.2014 ηλεκτρονικής επιστολής περί αντικατάστασης της μηχανής του σκάφους με νέα, που να μην είναι «πειραγμένη» (πουσαρισμένη) και αφετέρου της από 18.9.2014 ηλεκτρονικής επιστολής του …………, προς έτερη πελάτισσα της πρώτης εναγομένης, που είχε αγοράσει σκάφος ίδιου τύπου με το επίδικο, ότι μετά από εξέταση του εγκεφάλου της μηχανής στο εργοστάσιο της ………, επιβεβαιώθηκε ότι ήταν «πειραγμένος» (πουσαρισμένος) ώστε η μηχανή να έχει μεγαλύτερη ιπποδύναμη από την κανονική του εργοστασίου, δεν συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, κατ’άρθρο 224 ΚΠολΔ, όπως αβασίμως υποστήριξε η εναγομένη με τις πρωτόδικες προτάσεις της και επαναλαμβάνει με τον τέταρτο λόγο της έφεσης της, καθόσον δεν πρόκειται για νέα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, που υποκαθιστούν την αρχική ιστορική αιτία, ούτε συνιστούν αυτοτελή προϋπόθεση των ένδικων αξιώσεων, αλλά με τα γεγονότα αυτά διασαφηνίζονται οι ουσιώδεις πραγματικοί αγωγικοί ισχυρισμοί περί επέμβασης και μετατροπής του κινητήρα, προς τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματoς και δεν αναιρείται η ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει τα αιτήματα της αγωγής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε σιγή τον κρινόμενο ισχυρισμό, δεν έσφαλε για την μη κήρυξη απαραδέκτου, απορριπτομένου του τέταρτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, που διαλαμβάνει τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβασίμου.

Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, το ένδικο ατύχημα οφείλεται σε πραγματικά ελαττώματα του κινητήρα του πωληθέντος σκάφους, που υπήρχαν κατά τον κρίσιμο χρόνο παράδοσης τούτου στον ενάγοντα – εκκαλούντα αγοραστή και οφείλονταν στις εκτιθέμενες υπαίτιες ενέργειες της κατασκευάστριας του σκάφους και πωλήτριας πρώτης εναγομένης εταιρείας, που συνίστανται στην τοποθέτηση του επίμαχου κινητήρα ανεπαρκούς ισχύος και την ρύθμιση του, ούτως ώστε να εμφανίζεται ότι ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές της προοριζόμενης χρήσης του και τις συνομολογηθείσες ιδιότητες περί υψηλής απόδοσης του με ανάπτυξη ταχύτητας 40-45 κόμβων την ώρα και χαμηλής κατανάλωσης καυσίμων μόλις 0,5 λίτρα ανά μίλι, αν και αυτή γνώριζε την ύπαρξη των ελαττωμάτων, που επηρέαζαν αρνητικά την καλή λειτουργία του, την απόδοση του, την κατανάλωση καυσίμων και εντεύθεν την αξιοπλοΐα του σκάφους, ήτοι τελούσε εν γνώσει της έλλειψης των συμφωνηθέντων ιδιοτήτων, πλην όμως δια του προστηθέντος διευθυντή της, ……….. και του εμπορικού αντιπροσώπου της στην Ελλάδα, δευτέρου εναγομένου, που διαπραγματευόταν για λογαριασμό της την πώληση των εμπορευμάτων της, εν προκειμένω του επίδικου σκάφους, προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της και επομένως, οι ενέργειες του εντάσσονταν στο πεδίο της επιχειρηματικής δραστηριότητας της, δολίως τα απέκρυψε και δεν ανακοίνωσε στον αγνοούντα ενάγοντα αγοραστή τα ανωτέρω ελαττώματα και την έλλειψη των εν λόγω ιδιοτήτων, αντίθετα, τα ανωτέρω φυσικά πρόσωπα, κατά την εργασία που τους είχε ανατεθεί από την εναγομένη εταιρεία, παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς σ’αυτόν ότι το σκάφος, μετά  της μηχανής του, δεν είχε ελαττώματα και είχε τις συγκεκριμένες ιδιότητες, ενεργώντας παράνομα και σε αντίθεση με την εκ της καλής πίστης και τα συναλλακτικά ήθη υποχρέωση τους προς γνωστοποίηση τούτων, προκειμένου να πειστεί εκείνος στην κατάρτιση της σύμβασης πώλησης, αφού στην ύπαρξη των εν λόγω ιδιοτήτων αποδόθηκε ιδιαίτερη σημασία από τον ενάγοντα αγοραστή και τις οποίες η πωλήτρια – προμηθεύτρια εναγομένη εγγυήθηκε, ανεξαρτήτως αν δεν παρέδωσε γραπτή εγγύηση, αναλαμβάνοντας και την ευθύνη για την έλλειψη τους, όπως και για την ύπαρξη ελαττωμάτων στο πωληθέν σκάφος, συνεπεία δε της εκτιθέμενης απατηλής συμπεριφοράς των ανωτέρω προκλήθηκε βλάβη, τόσο στον εξαπατηθέντα ενάγοντα αγοραστή του ελαττωματικού σκάφους, όσο και την ενάγουσα σύζυγο του και τα ενάγοντα τέκνα τους, που επέβαιναν στο σκάφος, κατά τον χρόνο του ένδικου ατυχήματος, δεδομένου ότι για την θεμελίωση του αδικήματος της απάτης δεν απαιτείται ταύτιση του εξαπατηθέντος και του ζημιωθέντος προσώπου, η δε βλάβη τους συνδέεται αιτιωδώς με τις παραπλανητικές παραστάσεις και αθέμιτες αποκρύψεις των ανωτέρω υπαίτιων προσώπων για τα ελαττώματα του σκάφους. Όσον αφορά την επικαλούμενο ισχυρισμό περί ψευδούς παράστασης της αξίας των πρόσθετων εξαρτημάτων του σκάφους σε 19.000 ευρώ, ενώ δεν υπερέβαιναν τις 4.000 ευρώ, ανεξαρτήτως της εγγενούς αοριστίας του, αλυσιτελώς προβάλλεται, καθόσον και αληθής υποτιθέμενος, δεν θεμελιώνει, έστω από κοινού με τα λοιπά εκτιθέμενα στην αγωγή περιστατικά, πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογηθείσης ιδιότητας του σκάφους και ουδόλως σχετίζεται με την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος και τις αγωγικές συνεπεία τούτου αξιώσεις.

Με βάση τις παραδοχές αυτές στοιχειοθετείται αδικοπρακτική συμπεριφορά της πρώτης και του δεύτερου των εναγομένων, απορριπτομένων των συναφών αρνητικών ισχυρισμών τους, που προβλήθηκαν πρωτοδίκως και επαναφέρονται τόσο με την έφεση της πρώτης τούτων και τις προτάσεις της σε αντίκρουση της εναντίον της έφεσης, όσο και με τις προτάσεις του δεύτερου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς επίσης της ένστασης τούτου περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης του, για τον λόγο ότι δεν φέρει καμία ευθύνη ενεργώντας σαν αντιπρόσωπος της πρώτης εναγομένης, ως ουσιαστικά αβασίμων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την κύρια αδικοπρακτική βάση της αγωγής, αφενός, ως νόμω αβάσιμη, αναφορικά με την δεύτερη ενάγουσα και τα εκπροσωπούμενα από αμφότερους τους γονείς τους ενάγοντα ανήλικα τέκνα, του πρώτου τούτων ήδη ενηλίκου και αφετέρου, ως ουσιαστικά αβάσιμη, ως προς τον πρώτο ενάγοντα, εσφαλμένα δεν υπήγαγε τα επικαλούμενα και αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στις εφαρμοζόμενες διατάξεις του ελληνικού δικαίου περί αδικοπραξιών, τις οποίες δεν εφάρμοσε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους και κακώς εκτίμησε τις αποδείξεις, συνεπώς, οι πρώτος, τρίτος και εν μέρει τέταρτος, παρεκτός του σκέλους τούτου περί της αξίας των πρόσθετων εξαρτημάτων, λόγοι της κρινόμενης έφεσης των εναγόντων, με τους οποίους αποδίδονται οι ανωτέρω πλημμέλειες στην εκκαλουμένη, κρίνονται ουσιαστικά βάσιμοι, απορριπτομένου του συναφούς τρίτου λόγου της έφεσης της πρώτης εναγομένης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβασίμου. Εξάλλου, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, η ένσταση περί συνυπαιτιότητας του πρώτου ενάγοντος στην πρόκληση του επίδικου ατυχήματος και την έκταση της βλάβης των εναγόντων, που παραδεκτά προέβαλαν πρωτοδίκως, τόσο η πρώτη όσο και ο δεύτερος των εναγομένων και επαναφέρουν στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κατά ποσοστό 95% και 90% αντιστοίχως, λόγω απειρίας και κακού χειρισμού εκ μέρους του, πλημμελούς συντήρησης του σκάφους και έλλειψης εφεδρικής μηχανής, κρίνεται απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω, η μη παραδεκτή προβολή εκ μέρους του δεύτερου εναγομένου κατά την πρωτόδικη διαδικασία, των λοιπών ενστάσεων, που προέβαλε προφορικά η πρώτη εναγομένη, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με τις οποίες ο πληρεξούσιος δικηγόρος του δήλωσε ότι ταυτίζεται, με σχετική καταχώρηση στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης τούτου, πλην όμως ουδείς εξ αυτών περιλήφθηκε και αναπτύχθηκε στις πρωτόδικες προτάσεις του, δεν συνεπάγεται την ερημοδικία του, άλλως την συνομολόγηση των αγωγικών ισχυρισμών, ως αβασίμως ισχυρίζονται οι ενάγοντες με τον δεύτερο λόγο της έφεσης τους, κατά το πρώτο σκέλος του και συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τους εν λόγω αυτοτελείς ισχυρισμούς, ως απαράδεκτους και όχι συλλήβδην όλους τους ισχυρισμούς του δεύτερου εναγομένου, τόσο τους αρνητικούς όσο και τους ως άνω αυτοτελείς, που προβλήθηκαν παραδεκτά, ως αβασίμως υπολαμβάνουν με την συναφή αιτίαση τους οι εκκαλούντες-ενάγοντες και δέχθηκε την κατ’αντιμωλία παράσταση του, που ούτως ή άλλως δεν εξαρτάται από το παραδεκτό των προβαλλομένων ισχυρισμών και δεν θεώρησε ότι υφίσταται εκ μέρους του αποδοχή της αγωγής, δεν έσφαλε και ως εκ τούτου, ο κρινόμενος λόγος κρίνεται αβάσιμος, κατά το μέρος αυτό.

Εξαιτίας της υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς των δύο πρώτων εναγόμενων-εφεσιβλήτων, ο πρώτος ενάγων-εκκαλών ζημιώθηκε κατά το ποσό των 29.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην πραγματική αξία της μηχανής, κατά τον κρίσιμο χρόνο επέλευσης της ζημίας και δεν ανέρχονταν αυτή σε 16.000 ευρώ, ως αβασίμως υποστηρίζει η πρώτη εναγομένη επικαλούμενη την μαρτυρία ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου του διευθυντή της, ……….., πλην όμως δεν προκύπτει κάτι τέτοιο από την επισκόπηση της κατάθεσης του, αντίθετα ο τελευταίος αναγορεύει την αξία της, κατά την πώληση του σκάφους στον ενάγοντα, σε 30.000 ευρώ, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της εναγομένης, που διαλαμβάνονται στον πέμπτο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά αβασίμων. Από το ανωτέρω ποσό πρέπει να αφαιρεθεί η αξία των διασωθέντων ανταλλακτικών της, που εκτιμάται ότι ανέρχεται, κατά μέσο όρο, στο ποσό των 5.500 ευρώ, όπως παραδέχονται οι ενάγοντες και προκύπτει ιδίως από την ένορκη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατάθεση του μάρτυρος τους, ……….. και όχι στο ποσό των 10.000 ευρώ, κατά τον συναφή ισχυρισμό της πρώτης εναγομένης, που παρεκτός της εγγενούς αοριστίας του, που απαραδέκτως επιχειρείται να θεραπευτεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, κρίνεται αβάσιμος στην ουσία του, καθόσον δεν επιρρωνύεται από κανένα αποδεικτικό μέσο, λαμβανομένου επιπρόσθετα υπόψη ότι η εν λόγω μηχανή δεν είναι επισκευάσιμη, ο δε εγκέφαλος της δεν έχει καμία αξία, κατόπιν των επεμβάσεων που έχει υποστεί, δεκτής γενομένης εν μέρει της προβαλλόμενης επικουρικά πρωτοδίκως και επαναλαμβανόμενης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ένστασης της περί συνυπολογισμού ζημίας και οφέλους και, ως εκ τούτου, η εναπομείνασα αποζημίωση του πρώτου ενάγοντος για την αιτία αυτή, αφαιρουμένης της αξίας των υπολειμμάτων της μηχανής, ανέρχεται σε  23.500 ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι η αξία τούτων ανέρχεται σε 8.000 ευρώ, πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου, κατ’ουσίαν, του πέμπτου λόγου της έφεσης των εναγόντων και απορριπτομένου του αντίθετου ταυτάριθμου λόγου της έφεσης της εναγομένης, ως ουσιαστικά αβασίμου. Όσον αφορά την ένσταση επίσχεσης της καταβαλλομένης ως άνω αποζημίωσης, που προέβαλε πρωτοδίκως η πρώτη εναγομένη και επαναφέρει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τον όγδοο λόγο της έφεσης της, μέχρις ότου ο ενάγων της επιστρέψει τα υπολείμματα της μηχανής, κρίνεται απορριπτέα, ως νόμω αβάσιμη, καθόσον η απόδοση των υπολειμμάτων εναπόκειται στην ευχέρεια του δικαιούχου της αποζημίωσης και δεν αποτελεί αξίωση και δη ληξιπρόθεσμη του οφειλέτη της αποζημίωσης κατά του δανειστή, μη στοιχειοθετουμένου δικαιώματος επίσχεσης, κατ’άρθρο 325 ΑΚ, ούτε συνιστά αντιπαροχή, ούτως ώστε να μην θεμελιώνεται ένσταση μη εκπλήρωσης της σύμβασης, κατ’άρθρο 374 ΑΚ, ως αβασίμως διαλαμβάνει η πρώτη εναγομένη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την ένσταση επίσχεσης, ως νόμω αβάσιμη, με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται από την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά, κατ’αποτέλεσμα, έκρινε, απορριπτομένου του όγδοου λόγου της έφεσης της εναγομένης, ως αβασίμου. Σημειωτέον, ότι εντελώς απαράδεκτα και αλυσιτελώς, επιχειρείται να θεμελιωθεί, με τον κρινόμενο λόγο έφεσης, το επικαλούμενο δικαίωμα επίσχεσης στην υπαναχώρηση του αγοραστή από την σύμβαση πώλησης, καθόσον κατά την πρώτη επικουρική βάση της αγωγής, εκ της ενδοσυμβατικής ευθύνης, ο ενάγων αγοραστής ασκεί το δικαίωμα μείωσης του τιμήματος του πωληθέντος σκάφους, κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην αγοραία αξία της μηχανής, λόγω των πραγματικών ελαττωμάτων της και όχι το δικαίωμα υπαναχώρησης από την σύμβαση, ως εντελώς αβασίμως υπολαμβάνει η εκκαλούσα-εναγομένη για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου.

Εξάλλου, το αίτημα επίδειξης της ασφαλιστικής σύμβασης του σκάφους, που έχει στην κατοχή του ο πρώτος των εναγόντων, το οποίο υπέβαλε η πρώτη εναγομένη-εκκαλούσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναλαμβάνει ενώπιον του παρόντος, κρίνεται απορριπτέο, ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθόσον το ζητούμενο έγγραφο δεν είναι πρόσφορο προς απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού της, η όποια δε αξίωση καταβολής ασφαλιστικής αποζημίωσης, ένεκα του ατυχήματος, δεν την απαλλάσσει από την ευθύνη της προς αποζημίωση των εναγόντων, ως αβασίμως υπολαμβάνει.

Περαιτέρω, συνεπεία του ατυχήματος, ο πρώτος ενάγων στις 23.6.2014 υποβλήθηκε στην δαπάνη μεταφοράς του ιδίου και των λοιπών εναγόντων, μελών της οικογένειας του, από τη Σέριφο στον Πειραιά με το πλοίο της γραμμής «S4» της εταιρείας «……….», καταβάλλοντας για την έκδοση τεσσάρων εισιτηρίων και συγκεκριμένα δύο για τους ενήλικες επιβάτες εκ 43 ευρώ έκαστο και δύο για τα ανήλικα τέκνα εκ 22 ευρώ έκαστο, το ποσό των 130 ευρώ, ενώ για τη μεταφορά του σκάφους από τη Σέριφο στις εγκαταστάσεις του δεύτερου εναγόμενου στην Βάρη, κατέβαλε στον ………. για τα έξοδα μετάβασης του από την Βάρη στην Σέριφο, από το λιμάνι του Πειραιά, με Ι.Χ. αυτοκίνητο με ρυμουλκούμενο (τρέιλερ) και την επιστροφή του με το σκάφος ρυμουλκούμενο με το τρέιλερ, το ποσό των 226,30 ευρώ (43 ευρώ + 125,30 ευρώ για το τρέιλερ + 58 ευρώ για επιβατηγό όχημα) για κάθε διαδρομή και επιπλέον το ποσό των 350 ευρώ, ως κατ’αποκοπή συμφωνηθείσα αμοιβή και συνολικά 802,60 ευρώ (226,30 + 226,30 + 350). Επίσης δαπάνησε το ποσό των 1.599 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. 23%, ως αμοιβή του ………., μηχανολόγου – ναυπηγού μηχανικού, αφενός για την επιθεώρηση του σκάφους και της μηχανής του, τόσο στις 30.10.2014 στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης «……..» στον ………, όσο και στις 4.12.2014 στις εγκαταστάσεις της «…..» στον ….., μετά την αποσυναρμολόγηση της μηχανής για πιο ενδελεχή έλεγχο της και διαπίστωσης των αιτιών της βλάβης, της έκτασης της και της δυνατότητας αποκατάστασης της και αφετέρου για τη σύνταξη της σχετικής από 23.3.2015, ως άνω, τεχνικής έκθεσης εκδιδομένης της προσκομιζομένης υπ’αριθμ……../26.3.2015 απόδειξης παροχής υπηρεσιών. Το εν λόγω κονδύλι συνιστά, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ζημία αποκαταστατέα, κατά τα άρθρα 914 και 298 ΑΚ, που συνδέεται αιτιωδώς με την ζημιογόνα συμπεριφορά των εναγομένων  και όχι εξώδικη δαπάνη προς απόκτηση αποδεικτικού μέσου και δεν διενεργήθηκε από υπερβολική πρόνοια, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η πρώτη εναγόμενη και εσφαλμένα έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απορρίπτοντας το, ως μη νόμιμο (ΑΠ 1450/2009 ΧρΙΔ 2010, 341), λαμβανομένου υπόψη ότι η εκ νέου επιθεώρηση του σκάφους και της μηχανής, η οποία μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, ζητήθηκε από τον διευθυντή της πρώτης εναγομένης, ……….., αν και αυτή δεν παρέστη σε εκείνη, που διενεργήθηκε στις 4.12.2014, ήταν αναγκαία, εφόσον κατά τις προηγούμενες, ως άνω, επιθεωρήσεις, στις οποίες δεν είχε λάβει χώρα εξαγωγή της μηχανής και ενδελεχής έλεγχος της στην στεριά, δεν κατέστη εφικτό να εξαχθούν πλήρη και ασφαλή συμπεράσματα για τα ακριβή αίτια και την έκταση της επίδικης βλάβης, καθώς και την δυνατότητα επισκευής της, ζητήματα που είναι ουσιώδη για την έκβαση της παρούσας δίκης και απαιτούν ιδιάζουσες γνώσεις μηχανολογικής και ναυπηγικής επιστήμης και τέχνης για να διακριβωθούν, τις οποίες διέθεταν οι εμπειρογνώμονες όλων των εμπλεκομένων μερών, που συμμετείχαν, παρεκτός της πρώτης εναγομένης, που αδικαιολόγητα απουσίαζε. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι το αιτούμενο ποσό των 1.599 ευρώ για την ανωτέρω αιτία, είναι μη νόμιμο, πλημμελώς εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου του συναφούς έκτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, κατά το δεύτερο σκέλος του, ως ουσιαστικά βάσιμου. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο πρώτος ενάγων για την ρυμούλκηση του καθισταμένου ακυβέρνητου σκάφους του, εξαιτίας του επίδικου ατυχήματος, στην Σέριφο, κατέβαλε στον πλοιοκτήτη του αλιευτικού «Ε» το ποσό των 1.000 ευρώ, ενώ για την οδική μεταφορά του σκάφους του με το με αριθμό κυκλοφορίας ……… φορτηγό αυτοκίνητο της εδρεύουσας στο … Βουλγαρίας μεταφορικής εταιρείας «…….», στις 10.7.2014 από τις εγκαταστάσεις του δεύτερου εναγόμενου στην Βάρη, στο ναυπηγείο της πρώτης εναγόμενης στο ………. της Ιταλίας και την επιστροφή του στις 2.8.2014 στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης φύλαξης σκαφών «……….» στον ………., κατέβαλε το συνολικό ποσό των 1.500  ευρώ, απορριπτομένου του αιτούμενου ποσού για το υπερβάλλον, ως ουσιαστικά αβάσιμου. Εξάλλου, οι επικαλούμενες δαπάνες για την αποσύνδεση της επίδικης μηχανής προς έλεγχο της στις 4.12.2014 και τη σύνδεση και εγκατάσταση νέας μηχανής στο σκάφος, ύψους εκάστης 1.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α., δεν αποδεικνύονται ουσιαστικά βάσιμες, καθόσον δεν δικαιολογούνται από τις εκτιθέμενες περιστάσεις, λαμβανομένου υπόψη ότι η αποσυναρμολόγηση της μηχανής έγινε από τον εντεταλμένο μηχανικό της «……», η οποία προμήθευσε στον ενάγοντα και την καινούργια μηχανή προς αντικατάσταση της βλαβείσης ενεργώντας ως αντιπρόσωπος της κατασκευάστριας εταιρείας και δεν προκύπτει ότι προέβη στις κρινόμενες χρεώσεις, άλλωστε δεν γίνεται επίκληση και προσκόμιση των σχετικών παραστατικών στοιχείων, ούτως ώστε να μην προκύπτει η επικαλούμενη επιβάρυνση του ενάγοντος με Φ.Π.Α., ούτε όμως προσδιορίζεται το κόστος καθεμίας άνευ Φ.Π.Α. και, ως εκ τούτων, πρέπει να απορριφθούν κατ’ουσίαν. Συνολικά, οι ανωτέρω δαπάνες του πρώτου ενάγοντος, που απορρέουν από το ένδικο συμβάν, ανέρχονται στο ποσό των 5.031,60 ευρώ. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε συλλήβδην όλα τα ανωτέρω αγωγικά κονδύλια αναφορικά με τις δαπάνες του ενάγοντος πλοιοκτήτη, συνεπεία της προκληθείσης βλάβης στην μηχανή του σκάφους του, ένεκα των εκτιθέμενων πραγματικών ελαττωμάτων της, που ανάγονται σε υπαιτιότητα των εναγομένων, ως ουσιαστικά αβάσιμα, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, ο συναφής έκτος λόγος της έφεσης των εναγόντων, κατά το μέρος, που βάλει κατά της κρίσης αυτής της εκκαλουμένης, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός κατ’ουσίαν. Επομένως, ο πρώτος ενάγων υπέστη περιουσιακή ζημία, που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την αδικοπρακτική ευθύνη της πρώτης και του δεύτερου των εναγομένων και ανέρχεται συνολικά σε  28.531,60 (23.500 + 5.031,60) ευρώ.

Επιπλέον, από την εκτιθέμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των  εναγομένων, η οποία, κατά τα ανωτέρω, συνδέεται αιτιωδώς με το ατύχημα, που υπέστησαν οι ενάγοντες κατά τον εν λόγω πλου, αυτοί υπέστησαν ηθική βλάβη, λόγω του έντονου φόβου και της σοβαρής ανησυχίας, που περιήλθαν για την ασφάλεια της ζωής και της υγείας τους, της στενοχώριας, που δοκίμασαν, αλλά και της ταλαιπωρίας στην οποία υποβλήθηκαν, συνεπεία της σοβαρής βλάβης του σκάφους, που επέβαιναν, καταμεσής του πελάγους. Επομένως, δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης, η οποία, ενόψει της αδικοπραξίας, που έχει διαπραχθεί σε βάρος τους και των συνθηκών τέλεσης της, της αποκλειστικής υπαιτιότητας των υπαιτίων ανωτέρω προσώπων, του είδους και της έκτασης της ζημίας και της βλάβης τους και της μετέπειτα κατάστασης τους, εξαιτίας αυτής, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, πρέπει να καθορισθεί στο ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ για τους δύο πρώτους ενάγοντες ατομικά στον καθένα και στο ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους, ………, υπό την ιδιότητα τους, ως ασκούντες από κοινού την γονική του μέριμνα και στο ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ για το έτερο τέκνο τους ενηλικιωθέντα, ……, που κρίνονται εύλογα στην συγκεκριμένη περίπτωση.

VIII. Κατ’ακολουθίαν, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, η έφεση της εναγομένης-εκκαλούσας πρέπει να απορριφθεί κατ’ουσίαν και να γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση των εναγόντων-εκκαλούντων, ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά τους προαναφερόμενους αντίστοιχα λόγους και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς όλα τα κεφάλαια της, για την ενότητα της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να θεωρηθεί, ως μη ασκηθείσα, ως προς την τρίτη εναγομένη και να γίνει μερικώς δεκτή, κατά την κύρια βάση της, ως και ουσιαστικώς βάσιμη, αναφορικά με την πρώτη και τον δεύτερο των εναγομένων και να αναγνωρισθεί ότι αυτοί υποχρεούνται, εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα-εκκαλούντα, το ποσό των 36.531,60 ευρώ, για τον εαυτό του ατομικά, στην δεύτερη ενάγουσα-εκκαλούσα το ποσό των 8.000 ευρώ, σε αμφότερους δε αυτούς, ως ασκούντες την γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου τους, …….., το ποσό των 5.000 ευρώ, για λογαριασμό του και στον τρίτο ενάγοντα-εκκαλούντα, ήδη ενηλικιωθέντα, …….., το ποσό των 5.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Το αίτημα προσωπικής κράτησης του δεύτερου εναγομένου, ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης, κρίνεται απορριπτέο, ως ουσιαστικά αβάσιμο, λόγω της μη αμφισβητούμενης φερεγγυότητας του. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας αναφορικά με τη έφεση που απορρίφθηκε, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας, ενώ σχετικά με την έφεση, που έγινε εν μέρει δεκτή και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων – εκκαλούντων, κατόπιν σχετικού αιτήματος τους (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος των εναγομένων – εφεσιβλήτων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, κατά μερική παραδοχή του συναφούς ένατου λόγου της έφεσης τους, που πλήττει την εκκαλουμένη ως προς το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, να διαταχθεί δε αφενός η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της απορριφθείσης έφεσης παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και αφετέρου η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της γενομένης εν μέρει δεκτής έφεσης παραβόλου στους εκκαλούντες (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.

Απορρίπτει την από 21.2.2018 έφεση της εναγομένης-εκκαλούσας, ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Επιβάλει τα δικαστικά έξοδα του πρώτου ενάγοντος-εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας-εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του καταβληθέντος για την κατάθεση της ανωτέρω έφεσης παραβόλου.

Δέχεται την από 13.3.2018 έφεση των εναγόντων-εκκαλούντων εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.4747/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 28.7.2015 αγωγή.

Θεωρεί αυτήν, ως μη ασκηθείσα, ως προς την τρίτη εναγομένη.

Δέχεται αυτήν εν μέρει, ως προς την πρώτη και τον δεύτερο των εναγομένων.

Αναγνωρίζει ότι η πρώτη και ο δεύτερος των εναγομένων – εφεσιβλήτων υποχρεούνται, εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα-εκκαλούντα, το ποσό των τριάντα έξι χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα ενός και εξήντα λεπτών (36.531,60) ευρώ, για τον εαυτό του ατομικά, στην δεύτερη ενάγουσα-εκκαλούσα το ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ, για τον εαυτό της ατομικά, σε αμφότερους δε αυτούς, ως ασκούντες την γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου τους, ….., το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, για λογαριασμό του και στον τρίτο ενάγοντα-εκκαλούντα, ήδη ενηλικιωθέντα, ……, το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

Επιβάλλει στους ανωτέρω εναγομένους – εφεσιβλήτους μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων – εκκαλούντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων οκτακοσίων (3.800) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της ανωτέρω έφεσης παραβόλου στους εκκαλούντες.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 30 Οκτωβρίου 2020.

 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ