Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 644/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

644 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος κατά της υπ’αριθμ.1067/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η σε βάρος της εφεσίβλητης ναυτικής εταιρίας ασκηθείσα από 22.11.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ………./7.12.2017) αγωγή του εκκαλούντος/ναυτικού, διώκοντος την επιδίκαση διαφόρων χρηματικών απαιτήσεών του, συνολικού ποσού 27.179,07 ευρώ, πλέον τόκων, απορρεουσών από καταρτισθέντα με την εναγόμενη προσύμφωνα συμβάσεων ναυτολόγησης  αορίστου χρόνου σε πλοίο, πλοιοκτησίας της, σε εκτέλεση των οποίων επιβιβάσθηκε στο πλοίο αυτό, ναυτολογήθηκε από τον πλοίαρχό του και εργάσθηκε, με την ειδικότητα του ναύτη, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα, και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 503,03 ευρώ, ως οφειλόμενη διαφορά αμοιβής υπερωριακής απασχόλησής του (του κονδυλίου αυτού κατά τα λοιπά και των έτερων αγωγικών κονδυλίων απορριφθέντων ως ουσιαστικά αβασίμων, κατόπιν παραδοχήν ως κατ’ουσίαν βάσιμης προβληθείσας ένστασης εξόφλησης της αντιδίκου του διά καταβολών και συμψηφισμού του συμφωνημένου επιμισθίου), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης (στις 16.10.2016) της τελευταίας κατά σειράν εργασιακής του σύμβασης έως την εξόφληση, και μέρος της δικαστικής του δαπάνης, το ύψος της οποίας προσδιορίσθηκε στο ποσό των 20 ευρώ, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 24.4.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/24.4.2019), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης στον ενάγοντα, και ήδη εκκαλούντα, που έλαβε χώρα, με την επιμέλεια της εναγομένης, στις 4.4.2019, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ……../4.4.4.2019 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πατρών Δικαστικού Επιμελητή ……….., και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, παραδεκτά δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος καθ’ύλην και κατά τόπον αρμοδίου δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), στρεφόμενη κατά των αναφερομένων στο εφετήριο κεφαλαίων της εκκαλουμένης απόφασης, που βλάπτουν τον εκκαλούντα. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

Ο ενάγων, Έλληνας ναυτικός, με την από 22.11.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ…………./7.12.2017) αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενος ότι σε εκτέλεση προσυμφώνων σύμβασης ναυτολόγησης αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκαν μεταξύ αυτού και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, ναυτικής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού πλοίου, τύπου καταμαράν, με την ονομασία «SJ» (ΣΤ), στις 18.1.2016, στις 18.4.2016 και στις 16.8.2016, επιβιβάσθηκε στο εν λόγω πλοίο, ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη, σύμφωνα με τους όρους και τις αποδοχές, που προβλέπονται στη Σ.Σ.Ν.Ε. για τα Πληρώματα των Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, έχοντας έως τότε θαλάσσια υπηρεσία πλέον των δύο ετών, και προσέφερε την εργασία του σ’αυτό, συνεχώς και καθημερινά, κατά τα χρονικά διαστήματα α) από 18.1.2016 έως 21.3.2016, όταν και απολύθηκε λόγω μετάθεσης, β) από 18.4.2016 έως 13.8.2016, όταν και απολύθηκε για τον ίδιο λόγο, και γ) από 16.8.2016 έως 16.10.2016, οπότε και απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» του ιδίου και του πλοιάρχου, ότι κατά τη διάρκεια των ανωτέρω ναυτολογήσεών του στο εν λόγω πλοίο παρείχε τις υπηρεσίες του ανελλιπώς όλες τις ημέρες της εβδομάδας, των Σαββάτων, Κυριακών και αργιών των διαστημάτων αυτών συμπεριλαμβανομένων, κατ’εντολήν του πλοιάρχου, κατά μεν το πρώτο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο πραγματοποιούντο στο πλοίο εργασίες επισκευής στο Πέραμα Αττικής, επί 9 ώρες ημερησίως, κατά δε το δεύτερο και το τρίτο, κατά τα οποία το πλοίο εκτελούσε τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο ακτοπλοϊκά δρομολόγια, με αφετηρία το λιμένα του Πειραιά, της Ραφήνας, ή της νήσου Θήρας, προορισμού τους λιμένες διαφόρων νήσων των Κυκλάδων ή τον Πειραιά, και με προσέγγιση ενδιάμεσων λιμένων νήσων των Κυκλάδων, επί 14 ώρες ημερησίως, καθώς και ότι διατηρεί σε βάρος της εναγομένης αξιώσεις εκ της εργασιακής του σχέσης λόγω της μη καταβολής σ’αυτόν α) του συνολικού ποσού των 13.395,88 ευρώ, που δικαιούται να λάβει ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση, β) του ποσού των 3.168,13 ευρώ, ως οφειλόμενη αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2016, γ) του ποσού των 2.048,88 ευρώ ως αναλογία δώρου Πάσχα του ιδίου έτους, δ) του ποσού των 3.765,61 ευρώ ως αποζημίωση λόγω μη χορήγησης αδείας, και ε) του συνολικού ποσού των 4.800,57 ευρώ, ως του προβλεπομένου αντιτίμου τροφής για τα διαστήματα των ναυτολογήσεών του, σύμφωνα με τα αναλυτικά στην αγωγή εκτιθέμενα δι’έκαστο των επιμέρους κονδυλίων, ζήτησε να υποχρεωθεί η αντίδικός του να του καταβάλει, κυρίως μεν με βάση την παροχή εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, άλλως επικουρικώς τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, το συνολικό ποσό των ως άνω χρηματικών απαιτήσεών του, τούτου ανερχομένου σε 27.179,07 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της τελευταίας κατά σειράν εργασιακής του σύμβασης, που έλαβε χώρα στις 16.10.2016, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και να καταδικασθεί αυτή στη δικαστική του δαπάνη. Επί της ως άνω αγωγής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’αριθμ.1067/2019 οριστική απόφαση, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 503,03 ευρώ, ως οφειλόμενη διαφορά αμοιβής παρασχεθείσας υπερωριακής του εργασίας, καθώς έγινε δεκτό ότι ο ενάγων απασχολήθηκε στο εν λόγω πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, με την ειδικότητα του ναύτη, κατά το χρονικό διάστημα της πρώτης ναυτολόγησής του, κατά το οποίο στο πλοίο διενεργούντο εργασίες επισκευής, επί 9 ώρες ημερησίως, και κατά τη διάρκεια των άλλων δύο ναυτολογήσεών του στο ίδιο πλοίο, κατά τις οποίες αυτό εκτελούσε δρομολογιακούς πλόες, επί 11 ώρες ημερησίως, κατά τις κατ’αριθμό ειδικότερα προσδιορισθείσες στην απόφαση καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων, ενώ όσον αφορά μεν το υπόλοιπο ποσό, που κρίθηκε ότι δικαιούται για την ίδια αιτία, αλλά και για αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2016 και για αντίτιμο τροφής, έγινε δεκτό ότι η απαίτησή του έχει πλήρως και ολσχερώς εξοφληθεί από την εναγόμενη, λόγω καταβολών από πλευράς της, κατόπιν εκτίμησης των προσκομισθεισών από την τελευταία αποδείξεων πληρωμής αποδοχών του ενάγοντος, υπογεγραμμένων απ’αυτόν, και των αποδεικτικών κατάθεσης από την ίδια χρηματικών ποσών στον τραπεζικό του λογαριασμό, όσον αφορά δε τα κριθέντα ως οφειλόμενα ποσά για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2016 και για αποζημίωση λόγω μη χορήγησης αδείας, έγινε δεκτό ότι οι σχετικές απαιτήσεις του ενάγοντος έχουν ομοίως πλήρως εξοφληθεί, κατόπιν συμψηφισμού προς αυτές του συνολικού χρηματικού ποσού των 1.300 ευρώ, που κρίθηκε ότι καταβλήθηκε στον ενάγοντα από την εναγόμενη ως δώρo – “bonus” (μπόνους) κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του, με βάση ειδικότερη συμφωνία περί καταλογισμού του ποσού αυτού σε εξόφληση οφειλομένων αποδοχών του, περιληφθείσα στις συμβάσεις ναυτικής εργασίας του, κατά παραδοχήν ως κατ’ουσίαν βάσιμης υποβληθείσας από την εναγόμενη σχετικής ένστασης εξόφλησης των αγωγικών αξιώσεων με αυτό το περιεχόμενο. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό, που κρίθηκε ότι του οφείλεται, με το νόμιμο τόκο από τις 17.10.2016, επομένη της λύσης της τελευταίας κατά σειράν εργασιακής του σύμβασης, καθώς και το ποσό των 20 ευρώ, ως μέρος της δικαστικής του δαπάνης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων, ως εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό διάδικος, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο εφετήριο λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την κρίση του επί της ουσίας της υπόθεσης, και δη επί α) των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του σ’αυτό, κατά τα οποία το πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια (οι παραδοχές της εκκαλουμένης επί του ημερησίου ωραρίου εργασίας του κατά την πρώτη ναυτολόγησή του στο εν λόγω πλοίο, όταν πραγματοποιούντο σ’αυτό εργασίες επισκευής, δεν προσβάλλεται με την έφεση), και β) της προβληθείσας από την εναγόμενη ένστασης εξόφλησης των αγωγικών απαιτήσεων, τούτης ειδικότερα συνισταμένης σε καταβολές χρηματικών ποσών, αλλά και στον καταλογισμό σε εξόφληση συγκεκριμένων κονδυλίων του σταδιακά καταβληθέντος σ’αυτόν συνολικού ποσού ως δώρου (bonus), με βάση σχετική συμφωνία τους, που περιλήφθηκε στις συμβάσεις εργασίας του, κατόπιν παραδοχής της οποίας (ως άνω ένστασης) ως ουσιαστικά βάσιμης απορρίφθηκε εν μέρει κατ’ουσίαν το αγωγικό κονδύλιο της αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, και καθ’ολοκληρίαν τα κονδύλια του δώρου Πάσχα του έτους 2016 και του αντιτίμου τροφής ως ουσιαστικά αβάσιμα (λόγω καταβολών χρηματικών ποσών από την εναγόμενη για τις αιτίες αυτές κατά τη διάρκεια των συμβάσεων ναυτικής εργασίας του), και απορρίφθηκαν εν όλω τα κονδύλια του δώρου Χριστουγέννων του έτους 2016 και της αποζημίωσης αδείας ως ουσιαστικά αβάσιμα [λόγω συμψηφισμού από την εναγόμενη στα κριθέντα ως οφειλόμενα για τις ως άνω αιτίες χρηματικά ποσά του ποσού των 1.300 ευρώ, που έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη ότι εισέπραξε τμηματικά ως μπόνους (bonus)], αφετέρου δε σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όσον αφορά το ορισμένο της προβληθείσας από την εναγόμενη ένστασης εξόφλησης της απαίτησής του για δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα του έτους 2016 λόγω καταλογισμού στα οφειλόμενα για τις αιτίες αυτές ποσά του καταβληθέντος “δώρου” (bonus), ως προς την οποία ισχυρίζεται ότι θα έπρεπε ν’απορριφθεί ως αόριστη, διότι δεν περιέχει όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία για το ορισμένο της προβολής της, καθώς και σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των περί δικαστικών εξόδων διατάξεων και σε μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με το ύψος του επικασθέντος σε βάρος της εναγομένης μέρους της δικαστικής του δαπάνης, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια αυτής, που τον βλάπτουν, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και αναδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει καθ’ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του ως κατ’ουσίαν βάσιμη.

Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής σύμβασης εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη Σ.Σ.Ε. και περιλήφθηκε όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής σύμβασης. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ πρόβλεψης «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Ειδικότερα μπορεί να συμφωνηθεί ο συμψηφισμός του επιμισθίου με τυχόν άλλες αποδοχές, που είναι δυνατό να δικαιούται ο ναυτικός, είτε λόγω μελλοντικής αύξησης των κατώτατων ορίων των αποδοχών του, είτε λόγω έκτακτης ή υπερωριακής απασχόλησής του κλπ, έστω και αν δεν έχει εκ των προτέρων προσδιορισθεί το ύψος τους. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ορισμένως και ειδικώς, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας, έτσι, μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (βλ. ΑΠ 1013/2003 ΕΝαυτΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002.1314, ΕφΠειρ 218/2016. ΕφΠειρ 213/2016, ΕφΠειρ 265/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012.381, ΕφΠειρ 185/2012 ΕΝαυτΔ 2012.397, ΕφΠειρ 471/2011 ΕΝαυτΔ 2011. 257, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο, τόμος 1ος, αρθρ.60, σελ. 326). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγόμενη της ανωτέρω αγωγής προέβαλε ένσταση εν όλω απόσβεσης των αγωγικών απαιτήσεων, που αφορούν σε αναλογία δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2016, με σχετική προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, που καταχωρήθηκε  – συνοπτικά διατυπωθείσα – στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, παραθέτοντας αναλυτικά αυτήν και στις νομίμως κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις της, σύμφωνα με την οποία ουδέν ποσό οφείλεται στον ενάγοντα για τις ανωτέρω αιτίες, και, επομένως, ως προς τα συγκεκριμένα κονδύλια η αγωγή απορριπτέα τυγχάνει ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, διότι τα κατά τους δικούς της υπολογισμούς ποσά, που αυτός εδικαιούτο ως επιδόματα εορτών, των 2.390,39 ευρώ και των 1.090,56 ευρώ αντίστοιχα, έχουν πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί, κατά μεν το ποσό των 2.041,19 ευρώ και των 1.042,15 ευρώ, διά καταβολών της, σύμφωνα με τις ειδικότερα αναφερόμενες στις προτάσεις της αποδείξεις πληρωμής αποδοχών, κατά δε το υπόλοιπο ποσό εκάστης αξίωσης λόγω συμψηφισμού προς αυτό του ποσού των 1.300 ευρώ, το οποίο έχει συνολικά καταβάλει στον ενάγοντα ως δώρο πλοιοκτητών (bonus) κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του στο πλοίο της, δυνάμει ρητής προς τούτο συμφωνίας τους (περί δικαιώματός της καταλογισμού του πρόσθετου αυτού ποσού σε τυχόν αξιώσεις του ναυτικού της), που περιλήφθηκε στις από 18.1.2016 και από 18.4.2016 συμβάσεις εργασίας του, σε συνδυασμό με τις οικείες αποδείξεις πληρωμής αποδοχών, οι οποίες επίσης μνημονεύονται στις προτάσεις της και προσκομίσθηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό. Ούτως προβληθείσα η ένσταση αυτή της εναγομένης, κατά το μέρος, που αφορά στην εξόφληση των ως άνω αγωγικών κονδυλίων λόγω καταλογισμού του υπολοίπου του ποσού, που κατά την ενιστάμενη διάδικο δικαιούται να λάβει ο ενάγων για τις αιτίες αυτές (αφαιρεθέντων των ποσών, που εισέπραξε με καταβολές) στο συνολικό ποσό του καταβληθέντος προς αυτόν από την εναγόμενη κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του ως δώρου/μπόνους (bonus), είναι επαρκώς ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία για την πληρότητα του περιεχομένου της και, συνακόλουθα, τη θεμελίωσή της, διότι εκτίθενται αναλυτικά και με σαφήνεια στις προτάσεις της τα ακριβή ποσά εκ των συγκεκριμένων απαιτήσεων του ενάγοντος, που φέρονται ότι εξοφλήθηκαν με τον τρόπο αυτό, και, βέβαια, η μεταξύ των διαδίκων ειδική συμφωνία, που περιλήφθηκε στις συμβάσεις εργασίας του ενάγοντος, περί δυνατότητας της εναγομένης να προβεί μονομερώς σε έναν τέτοιο συμψηφισμό, άνευ της οποίας ο συμψηφισμός αυτός του καταβληθέντος επιμισθίου από τον εργοδότη σε εξόφληση απαιτήσεων του εργαζομένου από την εργασιακή του σύμβαση δεν επιτρέπεται, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, κατά τρόπον ώστε, αφενός μεν το δικαστήριο να δύναται να την εκτιμήσει και αξιολογήσει από πλευράς νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας, αφετέρου δε ο ενάγων να μπορεί ευχερώς να αμυνθεί και να την αντικρούσει. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δεν απέρριψε την ως άνω ένσταση κατά το πληττόμενο σκέλος αυτής ως αόριστη, αλλά προέβη στη διερεύνηση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητάς της, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα στο οικείο σκέλος του όγδοου λόγου της κρινόμενης έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων.

Με τα άρθρα 18 του ν. 1082/1980 και 20 παρ. 2 του ν. 1469/1984, με την οποία προστέθηκε εδάφιο ε΄ στο τέλος της παρ. 9 του άρθρου 26 του Α.Ν. 1846/1951 επιβάλλεται στους εργοδότες η υποχρέωση να χορηγούν, εφόσον πρόκειται περί φυσικών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού τους, εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας. Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να απεικονίζονται αναλυτικά οι πάσης φύσης αποδοχές του προσωπικού, καθώς, και οι κρατήσεις που έγιναν σε αυτές (ΑΠ 1069/2014 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 381/2014 ΧρΙΔ 2014.488, ΑΠ 1030/2011 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 191/2011 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1322/2010 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 178/2010 ΕλλΔνη 2010.743, ΑΠ 1828/2008 ΔΕΝ 2009.628, ΑΠ 1320/2008 ΧρΙΔ 2009.311, ΑΠ 894/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1405/2006 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1086/2006 ΕΕργΔ 2007.306, Γκούτος Χρ., «Εξόφληση χρηματικού χρέους του εργοδότη», ΔΕΝ 2009.817). Η παραβίαση της ανωτέρω υποχρέωσης του εργοδότη συνεπάγεται τις διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 24 του Νόμου 3996/2011, όπως ισχύει “. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 424 του ΑΚ και ήδη 340 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι ο εργοδότης, κατά την πληρωμή του μισθού και την χορήγηση του εκκαθαριστικού σημειώματος, έχει το δικαίωμα να αξιώσει από τον εργαζόμενο να υπογράψει εξοφλητική απόδειξη. Η εν λόγω απόδειξη πρέπει να είναι αναλυτική, ήτοι να αναφέρει τα επιμέρους χρηματικά ποσά, που απαρτίζουν τις καταβληθείσες αποδοχές του εργαζομένου, την αιτία καταβολής ενός εκάστου, το χρονικό διάστημα, στο οποίο αντιστοιχεί η καταβολή και τον χρόνο καταβολής. Η εξοφλητική απόδειξη που δεν είναι αναλυτική, κατά την ως άνω έννοια, θεωρείται αόριστη και δε λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο. Και στην περίπτωση αυτή, όμως, δεν αποκλείεται στον εργοδότη η δυνατότητα να αποδείξει ένσταση εξόφλησης των αποδοχών του εργαζομένου με άλλα αποδεικτικά μέσα, εφόσον, μάλιστα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 340 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο 2 παρ.2 του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος από την 1η.1.2016, σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του ιδίου νόμου), που εφαρμόζεται εν προκειμένω με βάση το χρόνο άσκησης της αγωγής, λαμβάνει επίσης υπόψη και εκτιμά ελεύθερα και  αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (βλ. σχετ. ΑΠ 1385/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 11 παρ.2 του ν.3842/2010 (ΦΕΚ Α΄ 58/23.04.2010) Αποκατάσταση φορολογικής δικαιοσύνης, αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και άλλες διατάξεις, προβλέπεται ότι: “Μετά το πρώτο εδάφιο της υποπερίπτωσης αα’ της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. προστίθενται τέσσερα εδάφια που έχουν ως εξής:  “Η υπηρεσία που διενεργεί το φορολογικό έλεγχο, τακτικό ή προσωρινό, υποχρεούται, αμέσως μετά την ολοκλήρωσή του, να ενημερώσει τον αρμόδιο ασφαλιστικό οργανισμό σχετικά με την απόδοση ή μη των ασφαλιστικών εισφορών. Η παραβίαση της υποχρέωσης του προηγούμενου εδαφίου συνιστά πειθαρχικό αδίκημα που τιμωρείται κατά τις οικείες διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου. Οι δαπάνες μισθοδοσίας δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση αν δεν έχουν εξοφληθεί μέσω επαγγελματικών τραπεζικών λογαριασμών ή επιταγών που εξοφλούνται μέσω των ίδιων λογαριασμών. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται η σταδιακή εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων εδαφίων, η διαδικασία της εξόφλησης των δαπανών μισθοδοσίας, και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου.” Επίσης στο άρθρο 38 παρ.9 του ν.4387/2016 (ΦΕΚ Α΄85/12.5.2016) Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας – Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού συστήματος – Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων και άλλες διατάξεις, ορίζεται ότι:”Από την 1.7.2016 οι αποδοχές των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και οι ασφαλιστικές εισφορές και ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών κατατίθενται από τους εργοδότες μέσω τραπεζικού λογαριασμού και μεταφέρονται αντιστοίχως και αποδίδονται από την οικεία τράπεζα στους λογαριασμούς των δικαιούχων μισθωτών, των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και του Δημοσίου” Περαιτέρω, στο άρθρο 1 της εκδοθείσας σε εκτέλεση της διάταξης του άρθρου 38 παρ.7 του ανωτέρω νόμου (4387/2016), που απαιτούσε την έκδοση υπουργικής απόφασης για τη ρύθμιση των ειδικότερων ζητημάτων σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου αυτού, υπ’αριθμ. 22528/430/17.5.2017 (ΦΕΚ Β΄1721/18.5.2017) Απόφαση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών, ορίζεται ότι: “Καθιερώνεται εφεξής η υποχρεωτική καταβολή από τους εργοδότες των αποδοχών των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα αποκλειστικά στους τραπεζικούς λογαριασμούς των δικαιούχων μισθωτών. Η καταβολή των αποδοχών στους λογαριασμούς των δικαιούχων μισθωτών γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής ή παρόχων υπηρεσιών πληρωμών”.Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 2 της ιδίας Κ.Υ.Α.: “Στον εργοδότη που παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 1 επιβάλλονται κυρώσεις από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, σύμφωνα με τα άρθρα 23 και 24 του ν. 3996/2011 (Α΄ 170). Στην ανωτέρω Κ.Υ.Α, η οποία έχει καταργηθεί από την 1η.7.2019 με το άρθρο 3 της ΚΥΑ 26034/695/2019 (ΦΕΚ Β’ 2362/18.06.2019), αφενός μεν ορίσθηκε ως χρόνος έναρξης ισχύος της η 1η.6.2017 (άρθρο 3 αυτής), αφετέρου δε σε περίπτωση παραβίασης της υποχρέωσης αυτής του εργοδότη προβλέπεται η επιβολή μόνον διοικητικών κυρώσεων από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας. Σε κάθε δε περίπτωση και ανεξαρτήτως τούτου, ουδόλως απαγορεύεται από διάταξη νόμου η εξόφληση απαιτήσεων του εργαζομένου από τον εργοδότη του με άλλο τρόπο, και δη με την καταβολή μετρητών χρημάτων, ούτε επιβάλλεται εκ του νόμου η κατάθεση των αποδοχών τους σε τραπεζικό λογαριασμό, ούτως ώστε η με άλλο τρόπο καταβολή των οφειλομένων αποδοχών να μη λαμβάνεται υπόψη και η απαίτηση του εργαζομένου να λογίζεται ως ανεξόφλητη. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 παρ. 1 των Σ.Σ.Ν.Ε. των Πληρωμάτων Ακτοπλοΐκών Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2014 και 2016, οι οποίες τυγχάνουν διαδοχικά εφαρμοστέες εν προκειμένω κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα για όλους τους ναυτικούς που αφορούν, ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους τούτου υπηρεσίας. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ 328/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014 ΤΝΠ Νόμος,  ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανείων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από το σχετικό άρθρο 18 των εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 των ιδίων Σ.Σ.Ν.Ε. εξευρίσκεται δια της διαίρεσης του μισθού ενεργείας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία, που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας), αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 14 των Σ.Σ.Ν.Ε. των ετών 2014 και 2016, που τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμοστέες, σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’αριθμ. 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄1/7.1.1982) προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών, αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δε διήρκησε καθόλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων εορτών λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό η νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που του παρέχει ο ναυτικός, τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’επανάληψη και καθ’ορισμένα διαστήματα του χρόνου. Μάλιστα, ως τέτοιες, προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) Η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004.212 = ΕΝαυτΔ 2003.345, ΜονΕφΠειρ 430/2014, ΜονΕφΠειρ 361/2014, ΜονΕφΠειρ 56/2014, ΜονΕφΠειρ 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012.19, ΕφΠειρ 521/2009 ΕΝαυτΔ 2009.273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ 647/2014, ΜονΕφΠειρ 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ Νόμος) και η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας (ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011.387). Περαιτέρω, στο άρθρο 15 αμφοτέρων των εν προκειμένω εφαρμοστέων κατά τα χρονικά διαστήματα των  ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. των ετών 2014 και 2016, το οποίο αναφέρεται στις άδειες των ναυτικών, προβλέπονται τα εξής: «1. Οι ναυτικοί δικαιούνται αδείας υπολογιζόμενης ως ακολούθως: α. Για τους έχοντας διετή τουλάχιστον θαλάσσια υπηρεσία εξήντα (60) ημέρες το χρόνο ή 5,00 για κάθε μήνα υπηρεσίας, για δε τις τυχόν ημέρες αντίστοιχο κλάσμα του μηνός.β… 2. Η αποζημίωση της άδειας υπολογίζεται επί του μισθού ενεργείας της παραγρ.1 του άρθρου 1 που καθορίζεται από τη Συλλογική Σύμβαση, πλέον του επιδόματος Κυριακών και του αντιτίμου τροφής. 3. Οι άδειες σε όλους τους Αξιωματικούς και το κατώτερο πλήρωμα θα δύνανται να χορηγούνται και κατά την διάρκεια των επισκευών του πλοίου ή της ετήσιας επιθεωρήσεως του, κατά την κρίσιν του Πλοιάρχου. Σε αντίθετη περίπτωση είτε αναβάλλεται η παροχή ταύτης για τον κατάλληλο χρόνο είτε θεωρείται ως παρασχεθείσα, καταβαλλομένης στην περίπτωση αυτή στο ναυτικό της υπό της προηγουμένης παραγράφου καθοριζομένης αποζημίωσης». Τέλος, στο άρθρο 3 των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. ορίζονται τα κάτωθι: «Αντίτιμο Τροφής. Το ημερήσιο αντίτιμο τροφής των ναυτικών επί ή εκτός του πλοίου σε όσες περιπτώσεις δικαιούνται τούτου, είτε λόγω ασθενείας ή μη χορηγήσεως παρασκευασμένης τροφής, καθορίζεται τόσον για τους αξιωματικούς όσο και για το πλήρωμα εις ΕΥΡΩ 19,21».

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος του ενάγοντος …………., που δόθηκε κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται, απομαγνητοφωνηθείσα, στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) την κατάθεση του εκτός δίκης εξετασθέντος, με πρωτοβουλία της εναγομένης, μάρτυρος ……………., η οποία δόθηκε κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της εναγομένης να παραστεί  κατά τη λήψη της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ………./13.2.2018 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή ……………, και περιέχεται στην υπ’αριθμ. ……/16.2.2018 ένορκη βεβαίωση, που δόθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, και προσκομίσθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, γ) την κατάθεση του εκτός δίκης, εξετασθέντος με πρωτοβουλία του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος μάρτυρος ……………., η οποία δόθηκε κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της εναγομένης/εφεσίβλητης  να παραστεί κατά την κατάθεση του ανωτέρω μάρτυρος, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ……./14.11.2019 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικής Επιμελήτριας ……………., περιέχεται στην υπ’αριθμ. ……../19.11.2015 ένορκη βεβαίωση, δοθείσα ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, και προσκομίζεται για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου παραδεκτά, αφού και ενώπιον του Εφετείου ε­πιτρέπονται και νέα αποδεικτικά μέσα, άρα και ένορκες βεβαιώσεις, που δό­θηκαν ακόμη και μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης, σύμφωνα με τα άρθρα 524 § 1 εδαφ.α΄ και 529 του ΚΠολΔ (ΑΠ 204/2017, ΑΠ 1114/2011, ΑΠ 319/2009, ΑΠ 964/2007, ΑΠ 678/2007, ΑΠ 1850/2005, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, βλ. και Ι. Πετρόπουλου, Οι ένορκες βεβαιώσεις στην πολιτική δίκη, σε Δνη 2007/38 επομ. [48]), ενώ, επιπροσθέτως, ουδόλως προέκυψε εν προκειμένω ότι το εν λόγω έγγραφο δεν προσκομίσθηκε στον πρώτο βαθμό από πρόθεση στρεψοδικίας, ή από βαριά αμέλεια του ενάγοντος, χωρίς να απαιτείται για το παραδεκτό της προσκόμισής της, και προκειμένου να ληφθεί υπόψη από το παρόν Δικαστήριο, να αιτιολογηθεί από τον ανωτέρω διάδικο το γεγονός της μη προσκομιδής της στην πρωτόδικη δίκη, των περί του αντιθέτου προβαλλομένων από την εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών της απορριπτομένων ως αβασίμων, οι οποίες άπασες (κατάθεση και βεβαιώσεις) εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μάρτυρα, χωρίς το γεγονός ότι ο εξετασθείς στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μάρτυρας απόδειξης τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης, επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑθ. 3879/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ. 2004/266), καθόσον, άλλωστε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 340 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο 2 παρ.2 του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος από την 1η.1.2016, σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του ιδίου νόμου), που εφαρμόζεται εν προκειμένω, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, όπως είναι ακόμα και οι εξαιρετέοι μάρτυρες, δ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Με σύμβαση παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνήφθη εγγράφως στον Πειραιά, στις 18.1.2016, μεταξύ του ενάγοντος, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του υπό στοιχεία ……… ναυτικού φυλλαδίου, και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, ναυτικής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού πλοίου, τύπου καταμαράν, με την ονομασία «SJ» (ΣΤ), με αριθμό νηολογίου Πειραιώς ………, ολικής χωρητικότητας 492,75 κόρων, καθαρής χωρητικότητας 336,80 κόρων, με αριθμό ΙΜΟ ……, και με διεθνές διακριτικό σήμα …………, ο ενάγων προσλήφθηκε, προκειμένου να ναυτολογηθεί και εργασθεί στο ανωτέρω πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη, για το χρονικό διάστημα από 18.1.2016 έως 29.2.2016, με δικαίωμα της πλοιοκτήτριας «να παρατείνει ή να περιορίσει μονομερώς τη διάρκεια της σύμβασης έως ένα μήνα» κατά την απόλυτη διακριτική της ευχέρεια, αντί των προβλεπόμενων από την οικεία και εκάστοτε ισχύουσα κατά το χρόνο της υπηρεσίας του Σ.Σ.Ν.Ε. πληρωμάτων ακτοπλοϊκών – επιβατηγών πλοίων. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής ο ενάγων επιβιβάσθηκε την ίδια ημέρα της κατάρτισής της στο ανωτέρω πλοίο στο Πέραμα Αττικής, ναυτολογήθηκε αυθημερόν από τον πλοίαρχό του, και παρείχε τις υπηρεσίες του σ’αυτό, με την ειδικότητα του ναύτη, μέχρι και τις 21.3.2016, οπότε και απολύθηκε στο λιμένα του Περάματος Αττικής, λόγω μετάθεσής του στο πλοίο «SJ2» (ΣΤ2). Στη συνέχεια, ο ενάγων, με σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που κατήρτισε επίσης εγγράφως με το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης, στον Πειραιά, στις 18.4.2016, ναυτολογήθηκε στο πλοίο «SJ» (ΣΤ), με την ίδια ειδικότητα και τους αυτούς όρους εργασίας, για το χρονικό διάστημα από 18.4.2016 έως 30.6.2016, και απασχολήθηκε σ’αυτό και μετά την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου διάρκειας της σύμβασής του, και συγκεκριμένα μέχρι και τις 13.8.2016, οπότε και απολύθηκε στο λιμένα του Πειραιά, λόγω μετάθεσής του στο πλοίο «CJ1» (ΤΤ1). Τέλος, σε εκτέλεση προφορικά καταρτισθείσας μεταξύ των διαδίκων στις 16.8.2016 στον Πειραιά σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, ο ενάγων επαναυτολογήθηκε στο πλοίο ««SJ» (ΣΤ), αυθημερόν στη νήσο Θήρα, και απασχολήθηκε σ’αυτό, με την ίδια, όπως πάντα, ειδικότητα, και τους ίδιους εργασιακούς όρους, μέχρι και την 16η.10.2016, οπότε και αποναυτολογήθηκε στο λιμένα του Πειραιώς με αμοιβαία συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου του πλοίου. Όλα τα ανωτέρω δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους, προκύπτουν άλλωστε και από το αντίγραφο του αντιστοίχου τμήματος του ναυτικού φυλλαδίου του ενάγοντος. Κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο συγκεκριμένο πλοίο της εναγομένης τις πάσης φύσης αποδοχές και τους εν γένει όρους της παροχής της εργασίας του ρύθμιζαν αρχικά μέχρι την 4η.9.2016 η Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, που κυρώθηκε με την υπ’αριθμ. 3525.1.5./01/2014 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 24.6.2014 (τεύχος Β΄, αριθμ.φύλλου 1664/24.6.2014)  και στη συνέχεια (από την 5η.9.2016 και στο εξής) η αμέσως επόμενη Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2016, που κυρώθηκε με την υπ’αριθμ. 2242.5.-1-5/72672/2016 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 5.9.2016 (τεύχος Β΄, αριθμ. 2796/5.9.2016), εκ των οποίων η πρώτη τυγχάνει εφαρμογής επί των αγωγικών αξιώσεων της περιόδου από 18.1.2016 έως 4.9.2016 (διότι στις 5.9.2016 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η κυρωτική της αμέσως επόμενης Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2016 Υπουργική Απόφαση, οπότε και άρχισε η εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε. να ισχύει), και η  δεύτερη Σ.Σ.Ν.Ε. (του έτους 2016) εφαρμόζεται επί των επίδικων αξιώσεων, που ανάγονται στο μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, από 5.9.2016 έως και 16.10.2016, όταν και λύθηκε η τελευταία κατά σειράν σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος (σημειωτέον ότι οι ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. ουδόλως διαφέρουν ως προς τις ρυθμίσεις τους, αλλά ταυτίζονται απόλυτα), όπως, άλλωστε, έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, χωρίς η κρίση του αυτή να πλήττεται ειδικά με την ένδικη έφεση. Κατά τη διάρκεια της πρώτης ναυτολόγησης του ενάγοντος (από 18.1.2016 έως 21.3.2016) το εν λόγω πλοίο δεν εκτελούσε πλόες, αλλά ναυλοχούσε στο λιμένα του Περάματος, και εκτελούντο σ’αυτό εργασίες επισκευής και συντήρησης από μέλη του πληρώματος, αλλά και των επιληφθέντων συνεργείων. Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά στο πλοίο, μαζί με έτερο ναυτολογημένο ναύτη, των Σαββάτων, Κυριακών, και αργιών του διαστήματος αυτού συμπεριλαμβανομένων, επί εννέα (9) ώρες ημερησίως, έχοντας αμφότεροι επιφορτισθεί με την εκτέλεση εργασιών καθαρισμού των χώρων του πλοίου. Επομένως, αποδείχθηκε ότι κατά το διάστημα αυτό ο ενάγων απασχολείτο καθημερινά στο πλοίο υπερωριακά, ήτοι πέραν των 8 ωρών, που καθορίζονται στο άρθρο 11 της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2014 ως ώρες υποχρεωτικής ημερήσιας εργασίας για όλους τους ναυτικούς, εν πλω και στο λιμάνι, και συγκεκριμένα επί 1 ώρα κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, ενώ η επί 9 ώρες εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες του ανωτέρω χρονικού διαστήματος θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, με αποτέλεσμα να δικαιούται της προβλεπομένης από την ίδια Σ.Σ.Ν.Ε. αμοιβής για την παρασχεθείσα υπερωριακή του εργασία. Ειδικότερα, δικαιούται για την υπερωριακή του απασχόληση επί 1 ώρα κατά τις 45 καθημερινές και τις 9 Κυριακές του ανωτέρω χρονικού διαστήματος το συνολικό ποσό των 452,52 ευρώ, και επί 9 ώρες κατά τα 9 Σάββατα και τη 1 αργία (της Καθαράς Δευτέρας) του διαστήματος αυτού το συνολικό χρηματικό ποσό των 904,50 ευρώ, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση. Σημειωτέον ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης, και, συνακόλουθα, επί της υπερωριακής του απασχόλησης, κατά τη διάρκεια της πρώτης κατά σειράν σύμβασης ναυτικής εργασίας του, επί του αριθμού των καθημερινών, Σαββάτων, Κυριακών και αργιών του χρονικού αυτού διαστήματος, κατά τις οποίες παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη, και επί του συνολικού χρηματικού ποσού της αμοιβής, που καταρχήν εδικαιούτο να λάβει για την παρασχεθείσα υπερωριακή του εργασία, δεν πλήττεται από τον ενάγοντα με την ένδικη έφεσή του, με αποτέλεσμα, εφόσον δεν έχει μεταβιβασθεί ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου με το ασκηθέν κατά της πρωτόδικης απόφασης ένδικο μέσο, να έχει πλέον καταστεί τελεσίδικη. Αποδείχθηκε επίσης ότι α) το ανωτέρω πλοίο, το οποίο είναι ένα μικρό ταχύπλοο, και μεταφέρει μόνον επιβάτες και όχι οχήματα, κατά τα χρονικά διαστήματα των έτερων δύο ναυτολογήσεων του ενάγοντος σ’αυτό με την ειδικότητα του ναύτη, εκτελούσε καθημερινά τακτικά, ως επί το πλείστον κυκλικά, αλλά και όχι, και πολύωρα (συνήθως υπερέβαιναν τις 12 ώρες) δρομολόγια σε γραμμή ενταγμένη στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, που άλλαζαν ανά περιόδους του έτους, με λιμένες αφετηρίας ενίοτε του Πειραιά, και ενίοτε αυτούς της Ραφήνας, της νήσου Θήρας, ή της νήσου Ίου, και λιμένες προορισμού τους λιμένες της νήσου Θήρας, της Ραφήνας, του Πειραιά, ή της νήσου Μυκόνου, αναλόγως του εκάστοτε εκτελουμένου δρομολογίου, αλλά πάντοτε με προσέγγιση στο ενδιάμεσο εκάστου ημερησίου δρομολογίου πολλών λιμένων διαφόρων νήσων των Κυκλάδων, καθώς και ότι β) κατά τη διάρκεια του κάθε δρομολογίου στο πλοίο απασχολούντο καθημερινά δύο πληρώματα, ένα με πλοίαρχο το ……….., και ένα με πλοίαρχο το …………., στο οποίο υπηρετούσε και ο ενάγων ως ναύτης, ομού μετά άλλου ενός ναυτικού της αυτής ειδικότητας, που εργάζονταν (τα δύο πληρώματα) εκ περιτροπής σε διαδοχικές βάρδιες, και εναλάσσονταν είτε μία φορά, είτε δύο εντός του κάθε δρομολογίου, με το πρώτο πλήρωμα ανάλογα με το εκάστοτε δρομολόγιο, άλλοτε να παρέχει τις υπηρεσίες του από το λιμένα αφετηρίας του ημερησίου δρομολογίου του πλοίου και μέχρι το συγκεκριμένο ενδιάμεσο του δρομολογίου λιμένα, διαφορετικό για κάθε δρομολόγιο, στον οποίο και αντικαθίστατο από το έτερο πλήρωμα, που εργαζόταν έκτοτε εφεξής και έως τον κατάπλου του πλοίου στο λιμένα προορισμού, αλλά και στη συνέχεια κατά το ταξίδι επιστροφής του πλοίου και μέχρι τον κατάπλου του στον ανωτέρω ενδιάμεσο λιμένα αλλαγής, όπου αντικαθίστατο και αυτό με τη σειρά του από το πρώτο πλήρωμα, το οποίο και απασχολείτο συνεχώς έκτοτε μέχρι τον κατάπλου του πλοίου στο λιμένα αφετηρίας, ή σε κάθε περίπτωση στον τελευταίο λιμένα του κάθε δρομολογίου, όπερ συνεπάγεται ότι διαρκούντος του ημερησίου δρομολογίου του πλοίου ελάμβανε χώρα δύο φορές αλλαγή πληρώματος, ενώ την επόμενη ημέρα απασχολείτο στο πλοίο από το λιμένα αφετηρίας το δεύτερο πλήρωμα της προηγούμενης ημέρας, που αντικαθίστατο από το έτερο στον ενδιάμεσο λιμένα αλλαγής, και αυτό με τη σειρά του κατά τον πλου της επιστροφής του πλοίου στον αυτό ενδιάμεσο λιμένα από το άλλο, το οποίο εργαζόταν έκτοτε μέχρι τον κατάπλου στο τελευταίο λιμένα του ημερησίου δρομολογίου, κ.ο.κ. εναλλάξ ανά ημέρα, και άλλοτε να εργάζεται (το πρώτο πλήρωμα) από τον απόπλου του πλοίου από το λιμένα της αφετηρίας μέχρι τον κατάπλου του στον καθορισμένο για κάθε δρομολόγιο ενδιάμεσο λιμένα, όπου αντικαθίστατο από το έτερο (δεύτερο) πλήρωμα, που εργαζόταν στο πλοίο καθόλη τη διάρκεια του υπολοίπου δρομολογίου του και μέχρι τον κατάπλου του στο λιμένα αφετηρίας, ή στον τελευταίο λιμένα του δρομολογίου, δηλαδή το πλήρωμα του πλοίου αντικαθίστατο μία φορά εντός εκάστου δρομολογίου, και τούτο εναλλάξ ανά ημέρα, καθώς την επομένη το δεύτερο πλήρωμα της προηγουμένης ημέρας ήταν αυτό που εργαζόταν  στο πλοίο ως πρώτο, παρέχοντας τις υπηρεσίες του από το λιμένα της αφετηρίας έως την άφιξη στον ενδιάμεσο λιμένα αλλαγής, όπου και αντικαθίστατο από το έτερο πλήρωμα κ.ο.κ. Ειδικότερα: α) Κατά τα χρονικά διαστήματα από 18.4.2016 έως 16.5.2016 και από 16.8.2016 έως 16.10.2016 το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Τήνος – Μύκονος (όπου ελάμβανε χώρα αλλαγή  των πληρωμάτων) – Νάξος  – Θήρα – Νάξος – Μύκονος (όπου το πλήρωμα άλλαζε για δεύτερη φορά) – Τήνος – Πειραιάς, συνολικής διάρκειας 11 -12 ωρών, με δύο πληρώματα, που, όπως προεκτέθηκε, εναλλάσσονταν δύο φορές διαρκούντος του δρομολογίου, και εργάζονταν εκ περιτροπής, του ενάγοντος απασχοληθέντος υπό τις εντολές και οδηγίες του Πλοιάρχου …………, β) κατά το χρονικό διάστημα από 17.5.2016 έως 9.6.2016 το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Θήρα – Ίος – Νάξος – Πάρος – Μύκονος – Τήνος – Ραφήνα (όπου το πρώτο πλήρωμα του δρομολογίου αντικαθίστατο από το δεύτερο) – Τήνος – Μύκονος – Πάρος – Νάξος – Ίος – Θήρα, συνολικής διάρκειας 13 ωρών, με τον ενάγοντα να αποτελεί μέλος του πληρώματος του Πλοιάρχου …………, γ) κατά το χρονικό διάστημα από 10.6.2016 έως 19.6.2016 εκτελούσε το δρομολόγιο Θήρα – Ίος – Φολέγανδρος – (Κίμωλος) – Μήλος – Σίφνος – Σέριφος – Πειραιάς – Σέριφος – Σίφνος – Μήλος – Κίμωλος – Φολέγανδρος – Ίος – Θήρα, συνολικής διάρκειας 14 ωρών, με το πρώτο πλήρωμα να αντικαθίσταται από το δεύτερο, διαρκούντος του δρομολογίου, είτε στο λιμένα του Πειραιά, είτε στους λιμένες της Σίφνου ή της Σερίφου, με τον ενάγοντα να εργάζεται υπό τις εντολές του Πλοιάρχου …………, δ) κατά τα χρονικά διαστήματα από 20.6.2016 έως 19.8.2016 και από 1.9.2016 έως 12.9.2016 το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Θήρα – Ίος – (Σίκινος) – Φολέγανδρος – Κίμωλος – Μήλος – Σίφνος – Σέριφος – Πειραιάς (όπου εναλλάσονταν τα δύο πληρώματα) – Σέριφος – Σίφνος – Μήλος – Κίμωλος – Φολέγανδρος – (Σίκινος) – Ίος – Θήρα, συνολικής διάρκειας 15 -16 ωρών, του ενάγοντος απασχοληθέντος ως μέλος του πληρώματος του ιδίου ως άνω Πλοιάρχου, ε) από 20.8.2016 έως 31.8.2016 το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Σίφνος – Μήλος – Φολέγανδρος – Θήρα – Αμοργός – Κουφονήσια – Νάξος (όπου ελάμβανε χώρα η αλλαγή των πληρωμάτων) – Μύκονος – Νάξος – Κουφονήσια – Αμοργός – Θήρα – Φολέγανδρος – Μήλος – Πειραιάς, συνολικής διάρκειας 21 ωρών, καθώς και το δρομολόγιο Πειραιάς – Σίφνος – Μήλος – Φολέγανδρος – Θήρα – Αμοργός – Κουφονήσια – Νάξος (όπου το πρώτο πλήρωμα του δρομολογίου αντικαθίστατο από το δεύτερο) – Μύκονος – Νάξος – Θήρα – Φολέγανδρος  – Ίος – Θήρα, συνολικής διάρκειας 17 ωρών, με τον ενάγοντα να εργάζεται ως μέλος του πληρώματος του πλοίου υπό τις εντολές του Πλοιάρχου ……….., στ) κατά το χρονικό διάστημα από 14.9.2016 έως 26.9.2016 το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Ίος – Θήρα – Νάξος – Πάρος – Μύκονος – Τήνος – Ραφήνα (όπου γινόταν η αλλαγή των πληρωμάτων) – Τήνος – Μύκονος – Πάρος – Νάξος – Θήρα – Ίος, συνολικής διάρκειας 18 ωρών, με τον ενάγοντα να εργάζεται υπό τις εντολές του Πλοιάρχου ………., και ζ) κατά το χρονικό διάστημα από 27.9.2016 έως 16.10.2016 το εν λόγω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Σίφνος – Μήλος – Φολέγανδρος – Ίος – Θήρα (όπου το πρώτο πλήρωμα αντικαθίστατο από το δεύτερο, που αναλάμβανε υπηρεσία) – Ίος – Φολέγανδρος – Μήλος –  Σίφνος – Πειραιάς, συνολικής διάρκειας 14 ωρών, με τον ενάγοντα να αποτελεί μέλος του πληρώματος του Πλοιάρχου ………… Τα προεκτεθέντα περί των συγκεκριμένων δρομολογίων, που εκτελούσε το εν λόγω πλοίο κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος σ’αυτό, και της συνολικής διάρκειας εκάστου, τα οποία προκύπτουν σαφώς από τις σχετικές εγγραφές κάθε ημέρας στα προσκομιζόμενα αντίγραφα των αποσπασμάτων από  το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου των επίμαχων περιόδων, συνιστούν παραδοχές της εκκαλουμένης, οι οποίες δεν πλήττονται με την ένδικη έφεση του ενάγοντος. Σημειωτέον ότι στο ημερολόγιο του πλοίου των συγκεκριμένων χρονικών περιόδων έχει επίσης καταγραφεί από τον εκάστοτε Πλοίαρχο (….. ή ……) το γεγονός της εναλλαγής των δύο πληρωμάτων προς ανάληψη υπηρεσίας, που ελάμβανε χώρα, διαρκούντος του δρομολογίου, στον καθορισμένο κάθε φορά λιμένα, αναλόγως του ημερησίου δρομολογίου, το οποίο είχε προγραμματισθεί να πραγματοποιεί το πλοίο, και δεν αναιρείται πειστικά από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία το πλοίο εκτελούσε τους προαναφερθέντες δρομολογιακούς πλόες, ο ενάγων απασχολείτο με την ειδικότητα του ναύτη ως μέλος του ενός εκ των δύο πληρωμάτων, το οποίο εργαζόταν στο πλοίο υπό τις εντολές και οδηγίες του Πλοιάρχου ………., και αντικαθίστατο από το άλλο σε συγκεκριμένους λιμένες, μαζί με έτερο ναυτολογημένο με την αυτή ειδικότητα σε κάθε πλήρωμα πρόσωπο, με καθήκοντα, που περιελάμβαναν τη συμμετοχή του, διαρκούσης της βάρδιάς του, στις εργασίες πρόσδεσης και απόδεσης του πλοίου σε κάθε λιμένα του ημερησίου δρομολογίου του (αφετηρίας, ή προορισμού, ανάλογα της ημερήσιας βάρδιας, στην οποία κάθε φορά είχε ορισθεί να εργάζεται, και βέβαια στους ενδιάμεσους λιμένες προσέγγισης), καθώς και στις εργασίες καθαρισμού των εξωτερικών χώρων του πλοίου, αλλά και, ενίοτε, ιδίως σε περίπτωση δυσμενών καιρικών συνθηκών, στην παροχή συνδρομής στους θαλαμηπόλους και επίκουρους θαλαμηπόλους, που επίσης υπηρετούσαν στη βάρδιά του, στην ασφαλή επιβίβαση και αποβίβαση των επιβατών σε κάθε λιμένα του δρομολογίου του πλοίου, και στη φορτοεκφόρτωση των αποσκευών τους, προσελθείς για εργασία και επιβιβασθείς στο πλοίο 30 λεπτά ενωρίτερα του πρώτου απόπλου του από το λιμένα της αφετηρίας, όταν απασχολείτο στο πρώτο (το πρωϊνό) πλήρωμα, που αναλάμβανε υπηρεσία από την αναχώρηση του πλοίου κατά την έναρξη του ημερησίου δρομολογίου του, και εργαζόταν έκτοτε μέχρι την αντικατάστασή του από το άλλο πλήρωμα στον εκάστοτε καθορισμένο λιμένα αλλαγής, αναλόγως του δρομολογίου, που κάθε φορά εκτελούσε το πλοίο, κατά τα προεκτεθέντα, και αποβιβασθείς 30 λεπτά μετά τον κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα του δρομολογίου του, όταν αποτελούσε μέλος του πληρώματος, που είχε ορισθεί να εργασθεί στην τελευταία βάρδια της ημέρας μέχρι την ολοκλήρωση του ημερησίου δρομολογίου του πλοίου. Η καθημερινή διάρκεια της απασχόλησης του ενάγοντος δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, ενόψει της συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, την εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών, αλλά και τον αυξομειούμενο ανά περιόδους του έτους όγκο της επιβατικής κίνησης αυτών. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές συνάγεται, κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, το συμπέρασμα ότι ο ενάγων, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, πράγματι εργαζόταν, για την εξυπηρέτηση των αναγκών αυτού, που σχετίζονταν με την ειδικότητά του, κατ’εντολήν του πλοιάρχου του πληρώματος, στο οποίο είχε ορισθεί να υπηρετεί, πέραν του νομίμου ωραρίου του, που προβλέπεται από τις ισχύσασες κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., των 8 ωρών ημερησίως. Σύμφωνα με όλα όσα προεκτέθηκαν, και λαμβανομένων επίσης υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόληση αυτού επί του εν λόγω πλοίου, το οποίο ήταν δρομολογημένο στις ως άνω ακτοπλοϊκές γραμμές, που ιδίως κατά το χρονικό διάστημα από Μάιο έως Οκτώβριο παρουσιάζουν ιδιαιτέρως αυξημένη επιβατική κίνηση διότι εξυπηρετούν νήσους ως επί το πλείστον τουριστικές (σημειωτέον ότι ο ενάγων ήταν ναυτολογημένος στο συγκεκριμένο πλοίο κατά τους μήνες Απρίλιο έως και Οκτώβριο, όπερ εμπίπτει κατά το μεγαλύτερο μέρος στη θερινή περίοδο), του μεγάλου αριθμού των λιμένων, που προσέγγιζε το πλοίο σε κάθε δρομολόγιο, που απέχουν μικρή απόσταση μεταξύ τους, της διαδοχικής απασχόλησης στο πλοίο κατά τη διάρκεια εκάστου ημερησίου δρομολογίου δύο πληρωμάτων με πλήρη σύνθεση μελών, που εναλλάσσονταν, της σταθερής καταβολής σ’αυτόν από την εναγόμενη, εργοδότριά του και πλοιοκτήτρια, κάθε μήνα διαφόρων χρηματικών ποσών για «υπερωριακή αμοιβή καθημερινών/Σαββάτων/ Κυριακών/αργιών”, όπως συνάγεται από τις προσκομιζόμενες από την ανωτέρω διάδικο αποδείξεις πληρωμής αποδοχών, για τις οποίες θα γίνει διεξοδικά λόγος κατωτέρω, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, όπως εκτενώς περιγράφηκαν ανωτέρω, και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, καθώς οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητάς του στο πλοίο δε μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ.1 του ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» εκδ. 3η σελ. 160), με αποτέλεσμα ο χρόνος παραμονής του στο πλοίο κατά την εκτέλεση του ημερησίου δρομολογίου του, να μην ταυτίζεται με χρόνο πραγματικής απασχόλησής του σ’αυτό, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας εργασίας του ανέρχεται σε 11 ώρες, και όχι σε 14 ώρες, όπως καθ’υπερβολήν ισχυρίσθηκε αυτός με την αγωγή του. Η κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου ενισχύεται ιδίως από τον, έχοντα ίδιαν αντίληψη, μάρτυρα της εναγομένης …………, η κατάθεση του οποίου, περιληφθείσα σε ένορκη βεβαίωσή του ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς κρίνεται πιο αξιόπιστη, ως αποδίδουσα με μεγαλύτερη πιστότητα τις εν γένει συνθήκες της καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος, τα ειδικότερα καθήκοντα, με τα οποία είχε επιφορτισθεί, και το ημερήσιο ωράριο εργασίας του στο συγκεκριμένο πλοίο, όπου και οι ίδιος είχε ναυτολογηθεί και εργαζόταν, και δη στους αυτούς χώρους, με την αυτή ειδικότητα του ναύτη, και μάλιστα κατά το αυτό χρονικό διάστημα, σε σχέση με αυτές των μαρτύρων του ενάγοντος, εκ των οποίων ο εξετασθείς στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μάρτυρας …………. απασχολείτο στο ίδιο πλοίο με τον ενάγοντα μόνον κατά το διάστημα, που σ’αυτό εκτελούντο εργασίες επισκευής, ενώ στη συνέχεια, όταν το εν λόγω πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, εργάσθηκε σε άλλο πλοίο του ιδίου επιχειρηματικού ομίλου, ο δε εξετασθείς ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, σε ένορκη βεβαίωσή του, που προσκομίσθηκε παραδεκτά το πρώτον στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της έκκλητης δίκης, μάρτυρας ……….., ο οποίος κατά το χρονικό διάστημα Μάιος έως Σεπτέμβριος του έτους 2016 είχε ναυτολογηθεί σε άλλα πλοία του ιδίου ομίλου με την ειδικότητα του Πλοιάρχου και του Υπάρχου, κυρίως καταθέτει περί του τρόπου καταβολής των αποδοχών τους στους ναυτικούς των πλοίων του ομίλου, περιορισθείς να αναφέρει ως προς το ημερήσιο ωράριο εργασίας τους, ότι υπερέβαινε το δωδεκάωρο λόγω του αριθμού των λιμένων που προσέγγιζαν τα συγκεκριμένα πλοία, και του μεγάλου αριθμού των επιβατών λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης των νήσων των Κυκλάδων, που εξυπηρετούσαν. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης δέχθηκε ότι ο ενάγων απασχολείτο καθημερινά επί 11 ώρες στο πλοίο της εναγομένης, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του σ’αυτό με την ειδικότητα του ναύτη,  ορθά τις ενώπιόν του προσκομισθείσες αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα περί 14ωρης ημερήσιας εργασίας του στο εν λόγω πλοίο  με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής του, απορριπτομένων ως αβασίμων. Επομένως, αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του, όταν το πλοίο εκτελούσε δρομολογιακούς πλόες σε ακτοπλοϊκές γραμμές, ο ενάγων απασχολήθηκε καθημερινά σ’αυτό υπερωριακά, και δη πέραν των 8 ωρών, που καθορίζονται στο άρθρο 11 των εν προκειμένω εφαρμοστέων ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. ως ώρες υποχρεωτικής ημερήσιας εργασίας για όλους τους ναυτικούς, εν πλω και στο λιμάνι, ήτοι επί 3 ώρες κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, ενώ η ενδεκάωρη εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες των επίμαχων χρονικών διαστημάτων θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, με αποτέλεσμα να δικαιούται της προβλεπομένης αμοιβής για τις πραγματοποιηθείσες υπερωρίες. Ειδικότερα, ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση 1) κατά τις καθημερινές και Κυριακές των χρονικών διαστημάτων από 18.4.2016 έως 13.8.2016 (82 καθημερινές και 15 Κυριακές) και από 16.8.2016 έως 16.10.2016 (43 καθημερινές και 9 Κυριακές) δικαιούται να λάβει το συνολικό χρηματικό ποσό των 2.497,24 ευρώ, και β) για τα Σάββατα και τις αργίες του χρονικού διαστήματος από 18.4.2016 έως 13.8.2016 (17 Σάββατα και 4 αργίες) και του χρονικού διαστήματος από 16.8.2016 έως 16.10.2016 (9 Σάββατα και μία αργία) δικαιούται το συνολικό χρηματικό ποσό των 3.427,05 ευρώ. Επομένως, συνολικά για την αιτία αυτή, δικαιούται το ποσό των 7.281,31 ευρώ (452.52 ευρώ + 904,50 ευρώ + 2.497,24 ευρώ + 3.427,05 ευρώ). Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί του ύψους της οφειλομένης στον ενάγοντα αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση στο εν λόγω πλοίο της εναγομένης κατά τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του, κατά τα οποία αυτό εκτελούσε δρομολόγια, και ειδικότερα οι παραδοχές της εκκαλουμένης, που αναφέρονται στο συγκεκριμένο τρόπο μαθηματικού υπολογισμού των χρηματικών ποσών, τα οποία έγινε τελικά δεκτό ότι δικαιούται να λάβει για την αιτία αυτή, μεταξύ δε τούτων οι παραδοχές, που αναφέρονται στο ύψος του ωρομισθίου του ενάγοντος, όπως αυτό διαμορφώνεται με τις προβλεπόμενες στις εφαρμοστέες Σ.Σ.Ν.Ε. προσαυξήσεις, με βάση το οποίο λαμβάνει χώρα ο αριθμητικός υπολογισμός της αμοιβής του, και στον αριθμό των καθημερινών ημερών, των Σαββάτων, των Κυριακών και των αργιών, που περιλαμβάνονται στα ως άνω χρονικά διαστήματα, δεν πλήττονται ειδικά από τον ανωτέρω διάδικο με την έφεση, που άσκησε, αλλά μόνον οι παραδοχές, που αφορούν στη διάρκεια της ημερήσιας εργασίας του στο πλοίο αυτό, καθώς, όπως ισχυρίσθηκε στην αγωγή του, εργαζόταν καθημερινά επί 14 ώρες, και, επομένως, δικαιούται της προβλεπομένης αμοιβής για την ως άνω παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία. Επιπροσθέτως, ο ενάγων δικαιούται για αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2016 το ποσό των 1.011,56 ευρώ, για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του ιδίου έτους το ποσό των  2.048,34 ευρώ, για αποζημίωση λόγω μη χορήγησης της προβλεπομένης στις εφαρμοστέες Σ.Σ.Ν.Ε. αδείας το ποσό των 3.391,43 ευρώ, και για αντίτιμο τροφής των ημερών των χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών του στο πλοίο της εναγομένης (244 ημέρες) το συνολικό ποσό των 4.687,24 ευρώ, όπως επίσης έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, με την περαιτέρω επισήμανση ότι, όσον αφορά τα κονδύλια των επιδομάτων εορτών του έτους 2016, ο ενάγων με τους τρίτο και τέταρτο αντίστοιχα λόγους της ένδικης έφεσής του προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση, ισχυριζόμενος αβάσιμα, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ότι, εάν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εκτιμούσε τις προσκομισθείσες αποδείξεις, θα έπρεπε, για τον προσδιορισμό των οφειλομένων για τις αιτίες αυτές ποσών, να συνυπολογίσει στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του το μέσο όρο της μηνιαίας αμοιβής του για παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία,  όπως αυτός προκύπτει με βάση καθημερινή απασχόλησή του στο πλοίο της εναγομένης επί 14 ώρες, και όχι  επί 11 ώρες, ενώ κατά τα λοιπά η πρωτόδικη κρίση επί του συγκεκριμένου τρόπου μαθηματικού υπολογισμού των ποσών, που έγινε καταρχήν δεκτό ότι δικαιούται αυτός να λάβει για αναλογία δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, με βάση τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, τούτων προσδιοριζομένων σύμφωνα με τις ανωτέρω εφαρμοστέες κατά τα επίμαχα χρονικά διαστήματα Σ.Σ.Ν.Ε., δεν πλήττεται ειδικά με την έφεση. Περαιτέρω, ο ενάγων με την ένδικη έφεσή του προσβάλλει την κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που αφορά στην υποβληθείσα ένσταση της εναγομένης περί απόσβεσης όλων των αγωγικών αξιώσεων, η οποία έγινε εν όλω δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη για το σύνολο των κονδυλίων, πλην του κονδυλίου της αμοιβής της παρασχεθείσας υπερωριακής εργασίας, ως προς το οποίο η ένσταση αυτή έγινε εν μέρει δεκτή κατ’ουσίαν, και, συνακόλουθα, και η αγωγή, απορριφθείσα κατά τα λοιπά ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ειδικότερα με την εκκαλουμένη απόφαση, όπως έχει ήδη αναφερθεί, κρίθηκε ότι το οφειλόμενο στον ενάγοντα ποσό για αμοιβή της υπερωριακής του απασχόλησης στο πλοίο της εναγομένης έχει εν μέρει εξοφληθεί, πλην του ποσού των 503,03 ευρώ, το οποίο και τελικά υποχρεώθηκε η εναγόμενη να του καταβάλει, πλέον τόκων από την επόμενη ημέρα της λύσης της τελευταίας σύμβασης ναυτολόγησής του, καθώς και ότι τα ποσά, που έγινε δεκτό ότι δικαιούται να λάβει ως αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2016, και ως αντίτιμο τροφής, έχουν πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί, αφενός μεν διά καταβολών μετρητών χρημάτων για τις αιτίες αυτές, σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα από την εναγόμενη έγγραφα, που τιτλοφορούνται «ως αποδείξεις  πληρωμής αποδοχών», και φέρουν την υπογραφή του, αφετέρου δε διά της κατάθεσης χρηματικών ποσών για τις ίδιες αιτίες στον τραπεζικό του λογαριασμό, όπως προκύπτει από τα επίσης προσκομιζόμενα αντίστοιχα αποδεικτικά. Περαιτέρω, όσον αφορά τα κονδύλια της αναλογίας δώρου Χριστουγέννων του έτους 2016 και της αποζημίωσης λόγω μη χορήγησης αδείας, η αγωγή επίσης απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθώς έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι αυτά έχουν ομοίως πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί, κατά παραδοχήν ως κατ’ουσίαν βάσιμης της σχετικώς προβληθείσας ένστασης της εναγομένης, αφενός μεν διά αντίστοιχων καταβολών στον ενάγοντα κατά το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του μετρητών χρημάτων, ή διά της κατάθεσης χρημάτων για τις αιτίες αυτές στον τραπεζικό του λογαριασμό, αφετέρου δε λόγω συμψηφισμού στο υπόλοιπο κριθέν ως οφειλόμενο για κάθε κονδύλιο ποσό, κατόπιν αφαίρεσης των κατά τα ανωτέρω εισπραχθέντων, του προς αυτόν συνολικά καταβληθέντος ως επιμίσθιο/bonus (μπόνους) ποσού των 1.300 ευρώ,  με βάση σχετικό όρο στις μεταξύ τους συμβάσεις εργασίας, με τον οποίο η εναγόμενη είχε επιφυλάξει το δικαίωμα να καταλογίσει την πρόσθετη αυτή παροχή με μονομερή δήλωσή της προς άλλες αξιώσεις του ενάγοντος. Όσον αφορά την ένσταση αυτή ο ενάγων με την ένδικη έφεσή του (και συγκεκριμένα με τους δεύτερο έως και έβδομο λόγους) ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα εκτιμώντας τις αποδείξεις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την έκανε δεκτή εν μέρει ως κατ’ουσίαν βάσιμη αναφορικά με το κονδύλιο της αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, και εν όλω ως ουσιαστικά βάσιμη αναφορικά με όλα τα υπόλοιπα αγωγικά κονδύλια, διότι ουδέποτε εισέπραξε τα αναφερόμενα για τις αιτίες αυτές στα προσκομιζόμενα από την εναγόμενη έγγραφα ποσά, τα οποία (ποσά) λήφθηκαν υπόψη κατά τη διερεύνηση της ουσιαστικής βασιμότητας της προβληθείσας ένστασης εξόφλησης και αξιολογήθηκαν ως καταβληθέντα, καθώς τα συγκεκριμένα έγγραφα σε κάθε περίπτωση δε συνιστούν αποδείξεις πληρωμής προς αυτόν των αναγραφομένων ποσών, όπως τιτλοφορούνται, αλλά απλές καταστάσεις μισθοδοσίας, τις οποίες ουσιαστικά υποχρεώθηκε να υπογράψει (πλην μίας, της προσαγομένης με αριθμό σχετικού 12, τη γνησιότητα της οποίας αμφισβητεί), ως αναγκαία προϋπόθεση ούτως ώστε να εμβασθούν χρήματα στον τραπεζικό του λογαριασμό από την παροχή της εργασίας του, όπως άλλωστε έπρατταν και οι υπόλοιποι ναυτικοί των εταιριών του ιδίου επιχειρηματικού ομίλου, όπου ανήκει και η αντίδικός του, με την επισήμανση ότι τα μόνα χρήματα, που έχει λάβει καθόλο το διάστημα της υπηρεσίας του, είναι μόνον αυτά που έχουν κατατεθεί στον τραπεζικό του λογαριασμό προς εξόφληση του μηνιαίου μισθού και των βασικών επιδομάτων, που εδικαιούτο, όπως πάντοτε καταβάλλοντο από την εναγόμενη οι αποδοχές των εργαζομένων της, και έτερον ουδέν σε μετρητά, με αποτέλεσμα να εξακολουθούν να του οφείλονται τα αιτούμενα με την αγωγή του ποσά για τις αναφερόμενες στο δικόγραφο απαιτήσεις από τις συμβάσεις ναυτολόγησής του. Επιπροσθέτως, όσον αφορά το κριθέν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως καταβληθέν από την εναγόμενη ποσό των 1.300 ευρώ ως δώρο (bonus/μπόνους), το οποίο, κατά παραδοχήν ως κατ’ουσίαν βάσιμης σχετικής ένστασής της, καταλογίσθηκε με την εκκαλουμένη, κατά το αντίστοιχο ποσό, στο υπόλοιπο του ποσού, που έγινε δεκτό με την ίδια απόφαση ότι εξακολουθεί να οφείλεται στον ενάγοντα για αποζημίωση λόγω μη χορήγησης αδείας και δώρο Χριστουγέννων του έτους 2016, κατόπιν αφαίρεσης των κριθέντων ως ήδη καταβληθέντων σ’αυτόν για τις συγκεκριμένες αιτίες ποσών, είτε με μετρητά είτε με κατάθεση στον τραπεζικό του λογαριασμό, κατ’ εφαρμογήν σχετικού όρου των ατομικών συμβάσεων εργασίας του (β΄ συμπληρωματικό όρο), που παρέχει στην εναγόμενη τέτοια δυνατότητα μονομερούς συμψηφισμού του ποσού του δώρου με πάσης φύσης αξιώσεις του ναυτικού της σε βάρος της, στις οποίες περιλαμβάνονται, κατ’ενδεικτική, και όχι περιοριστική αναφορά, οι απαιτήσεις από επιδόματα εορτών και αποζημίωση αδείας, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση των κονδυλίων αυτών, ως προς τα οποία, συνακόλουθα, η αγωγή απορρίφθηκε  ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, ο ενάγων με το δεύτερο σκέλος του έβδομου λόγου της έφεσής του, χωρίς να αμφισβητεί το ανωτέρω δικαίωμα της εναγομένης, ισχυρίζεται ότι ουδέποτε του καταβλήθηκε σε μετρητά το ποσό αυτό, όπως ανακριβώς αναγράφεται στα προσκομιζόμενα από την αντίδικό του έγγραφα, που φέρονται ως αποδείξεις πληρωμής, και εσφαλμένα εκτιμώντας τις αποδείξεις έκρινε ως τέτοιες το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και, στη συνέχεια, δέχθηκε την ένσταση ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και περαιτέρω, και σε κάθε περίπτωση, (ισχυρίζεται) ότι στην εκκαλουμένη, επίσης εσφαλμένα, καταλογίσθηκε το ποσό του δώρου σε εξόφληση και του κριθέντος ως εισέτι οφειλομένου ποσού για την αποζημίωση της αδείας του, παρότι τέτοιος συμψηφισμός (του ποσού του δώρου με την αξίωση από αποζημίωση αδείας) δεν προτάθηκε από την εναγόμενη, όπως προκύπτει από την ανάπτυξη της ένστασής της αυτής στις κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις της. Επί των προβληθεισών αυτών αιτιάσεων του εκκαλούντος με τον ανωτέρω λόγο της ένδικης έφεσής του λεκτέα τα κάτωθι: Κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης οι πάσης φύσης αποδοχές για την παροχή της εργασίας του καταβάλλοντο σ’αυτόν, όχι μόνο με την κατάθεση χρημάτων στον τραπεζικό του λογαριασμό, όπως αβάσιμα αυτός διατείνεται, αλλά και με μετρητά χρήματα, όπως πέραν πάσης αμφιβολίας συνάγεται από τις προσκομιζόμενες από την εναγόμενη και υπογεγραμμένες από τον ίδιο αποδείξεις πληρωμής αποδοχών, οι οποίες αφορούν σχεδόν σε όλους στους μήνες των επίμαχων χρονικών διαστημάτων των συμβάσεων εργασίας του, πλην των μηνών Μαρτίου, Απριλίου και Οκτωβρίου του έτους 2016, και στις οποίες αναφέρονται αναλυτικά τα επιμέρους χρηματικά ποσά, που απαρτίζουν τις καταβληθείσες μηνιαίες αποδοχές του, καθώς και την αιτία καταβολής ενός εκάστου ποσού, παρά το γεγονός ότι για τις αποδοχές των μηνών αυτών αποδεικνύεται ότι δεν έχουν κατατεθεί χρήματα στον τραπεζικό του λογαριασμό, όπερ ουδόλως αμφισβητείται από τους διαδίκους. Τα ανωτέρω ιδιωτικά έγγραφα, που φέρουν, πλην της υπογραφής ενός φυσικού προσώπου για λογαριασμό της εναγομένης, και την υπογραφή του ενάγοντος (η γνησιότητά τους σημειωτέον δεν αμφιβητήθηκε απ’αυτόν, πλην της απόδειξης, η οποία προσκομίσθηκε ως σχετικό υπ’αριθμ.12, αφορά στις αποδοχές του μηνός Αυγούστου του έτους 2016, και, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου έχει ομοίως υπογραφεί από τον ενάγοντα, όπως συνάγεται διά της απλής αντιπαραβολής της με τις μη αμφισβητηθείσες υπογραφές του, που έχουν τεθεί στις λοιπές αποδείξεις), εκτός από αυτές, που αφορούν στις αποδοχές του των μηνών Μαρτίου, Απριλίου και Οκτωβρίου του έτους 2016,  που είναι ανυπόγραφες, προσκομισθέντων για τους μήνες αυτούς από την εναγόμενη για τις αξιώσεις του από την παροχή της εργασίας του αποδεικτικών κατάθεσης χρημάτων στον τραπεζικό του λογαριασμό, άπασες υπό το επίσης αναγραφέν σ’αυτές κείμενο “με την υπογραφή του παρόντος, του οποίου παρέλαβα αντίγραφο, ουδεμία άλλη απαίτηση έχω από την εταιρία”, δε συνιστούν απλώς λογαριασμούς μισθοδοσίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, αλλά ουσιαστικά εξοφλητικές αποδείξεις, χωρίς να απαιτείται ρητή και πανηγυρική σχετική αναγραφή επί του σώματος αυτών, οι οποίες συντάσσοντο από το λογιστήριο της εναγομένης, που λειτουργεί στην έδρα της στον Πειραιά, βάσει των στοιχείων, που συγκεντρώνονταν κάθε μήνα αναφορικά με τις συνθήκες εργασίας του και τις τυχόν ληφθείσες απ’αυτόν προκαταβολές, και στη συνέχεια αποστέλλοντο στο λογιστήριο του πλοίου και ετίθεντο υπόψη και του ιδίου στο τέλος εκάστου μηνός, ο οποίος, αφού ελάμβανε γνώση του περιεχομένου τους, και, υπό την προϋπόθεση ότι είχε ήδη προηγουμένως εισπράξει τα αναγραφόμενα ποσά, είτε σε προγενέστερο χρόνο είτε ταυτόχρονα κατά τη δεδομένη στιγμή, έθετε επ’αυτών την υπογραφή του, όπερ σαφώς καταδεικνύει τη συμφωνία του περί του γεγονότος της είσπραξης και ισοδυναμεί με έκφραση σχετικής δήλωσης, όπως άλλωστε συνέβαινε και με τα λοιπά μέλη του πληρώματος, και εκ των οποίων (αποδείξεων) προκύπτει, κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, σε βαθμό σχηματισμού πλήρους δικανικής πεποίθησης, η καταβολή από την εναγόμενη, και η είσπραξη απ’αυτόν αντίστοιχα, σε μετρητά χρήματα των ειδικότερα αναφερομένων στις συγκεκριμένες αποδείξεις ποσών των αποδοχών του σε πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή τους. Και ναι μεν η ανεπιφύλακτη παραλαβή και υπογραφή από τον ενάγοντα των εγγράφων αυτών δεν ενέχει, χωρίς άλλο, παραίτηση αυτού από τα νόμιμα δικαιώματά του, ακόμη μάλιστα κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι συνιστά παραίτηση (άφεση χρέους), και πάλι στερείται εννόμου επιρροής, καθώς κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν 2112/1920, 5 παρ. 1 α.ν. του 539/1945, 8 παρ.4 του νδ 4020/1920 και 8 παρ.4 του ν.δ/τος 4020/1959, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δε συγχωρείται και άρα είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο ελάχιστα όρια των αποδοχών του, καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας, και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, πλην όμως στην προκειμένη περίπτωση ουδόλως αποδείχθηκε το αντίθετο, ότι δηλαδή ο ενάγων, παρά το γεγονός ότι υπέγραψε τις εν λόγω αποδείξεις, ουσιαστικά ως εισπράξας, στην πραγματικότητα ουδέποτε έλαβε τα αναγραφόμενα σ’αυτές χρηματικά ποσά. Σημειωτέον ότι ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν του καταβλήθηκαν τα ποσά αυτά, τα οποία, όπως διατείνεται, εσφαλμένα αφαιρέθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως μη οφειλόμενα από το κριθέν ότι δικαιούται να λάβει ποσό δι’έκαστο των αγωγικών κονδυλίων, διότι τα αναγραφόμενα σ’αυτές χρηματικά ποσά των προκαταβολών δεν ταυτίζονται με τα κατατεθέντα στον τραπεζικό του λογαριασμό ποσά, δεν ευσταθεί, διότι, όπως έχει εκτεθεί, ο ανωτέρω εισέπραττε προκαταβολές έναντι των αποδοχών του και σε μετρητά χρήματα, για τις οποίες υπέγραφε στο τέλος του μήνα τις προαναφερθείσες αποδείξεις πληρωμής για το σύνολο των ληφθέντων χρημάτων, οι οποίες υπέχουν θέση εξοφλητικών αποδείξεων των αναγραφομένων ποσών. Εξάλλου, όπως αναφέρθηκε και στη μείζονα σκέψη, δεν αντίκειται στο νόμο η καταβολή των αποδοχών του εργαζομένου από τον εργοδότη του σε μετρητά χρήματα, και ουδόλως προβλέπεται σε κάποια διάταξη η υποχρεωτική εξόφληση των απαιτήσεων του εργαζομένου αποκλειστικά και μόνον διά της κατάθεσης των ποσών, που δικαιούται να λάβει, στον τραπεζικό του λογαριασμό. Πρέπει επίσης να λεχθεί ότι ο εξετασθείς στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής μάρτυρας του ενάγοντος ουδέν κατέθεσε περί καταβολής των αποδοχών των ναυτικών του συγκεκριμένου πλοίου, όπου αμφότεροι αυτός και ο ενάγων είχαν ναυτολογηθεί, αποκλειστικά και μόνον στον τραπεζικό τους λογαριασμό, και όχι με μετρητά, ενώ ο το πρώτον στο πλαίσιο της παρούσας έκκλητης δίκης ενόρκως καταθέσας ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά μάρτυρας του ιδίου διαδίκου ………………., ναυτολογηθείς με τις ειδικότητες του Πλοιάρχου και του Υπάρχου σε άλλα πλοία του αυτού επιχειρηματικού ομίλου κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, χωρίς πειστικότητα καταθέτει ότι οι εργαζόμενοι όλων των πλοίων του ομίλου εισέπρατταν τις αποδοχές τους μόνον διά της κατάθεσης χρημάτων σε τραπεζικό λογαριασμό, και ουδέποτε σε μετρητά, ενώ ο ισχυρισμός του ότι οι εργαζόμενοι ουσιαστικά εξαναγκάζοντο να υπογράφουν έγγραφα, στα οποία, παρότι στην πραγματικότητα επρόκειτο περί λογαριασμών μισθοδοσίας, αναγραφόταν ότι συνιστούν αποδείξεις πληρωμής, όπως εκ των υστέρων πληροφορήθηκε, σε κάθε περίπτωση αντίκειται στην κοινή πείρα και λογική, καθώς είναι προφανές για το μέσο συνετό άνθρωπο το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων εκ της απλής ανάγνωσης του κειμένου και μόνο. Περαιτέρω εκ των ιδίων αποδείξεων προκύπτει ότι η εναγόμενη κατέβαλε στον ενάγοντα ως “bonus (μπόνους/δώρο) πλοιοκτητών”, το συνολικό ποσό των 1.300 ευρώ κατά τα χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία είχε ναυτολογηθεί και απασχολήθηκε στο πλοίο της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή  του δέχθηκε ότι εκ του ποσού, που δικαιούται ο ενάγων να λάβει δι’έκαστο των αγωγικών κονδυλίων, ήτοι ως αμοιβή για την παροχή της υπερωριακής του εργασίας, για δώρο Πάσχα 2016, για δώρο Χριστουγέννων 2016, για αποζημίωση αδείας και για αντίτιμο τροφής, πρέπει να αφαιρεθούν τα καταβληθέντα προς αυτόν από την εναγόμενη χρηματικά ποσά ως μη οφειλόμενα, και δη, όχι μόνον τα κατατεθέντα για τις αιτίες αυτές στον τραπεζικό του λογαριασμό ποσά, αλλά και τα ποσά, τα οποία αναφέρονται ως καταβληθέντα για τις ίδιες αιτίες στις προσκομισθείσες από την εναγόμενη και υπογεγραμμένες από τον ίδιο τον ενάγοντα ανωτέρω αποδείξεις πληρωμής, και τα οποία εισέπραξε αυτός σε μετρητά χρήματα κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο εν λόγω πλοίο (συγκεκριμένα για την αμοιβή της υπερωριακής του εργασίας έγινε δεκτό ότι του καταβλήθηκε το συνολικό ποσό των 6.888,13 ευρώ, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 503,03 ευρώ, ότι για δώρο Πάσχα του έτους 2016 έλαβε το συνολικό ποσό των 1.042,15 ευρώ, με αποτέλεσμα ουδέν να του οφείλεται, ότι για δώρο Χριστουγένων του ιδίου έτους εισέπραξε το συνολικό ποσό των 2041,19 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά ποσού 7,15 ευρώ, ως προς το οποίο στη συνέχεια δέχθηκε ότι ο ενάγων δε διατηρεί απαίτηση, κατόπιν συμψηφισμού αντίστοιχου μέρους εκ του ποσού των 1.300 ευρώ, που επίσης κρίθηκε ότι εισέπραξε  αυτός κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, με βάση τις ως άνω αποδείξεις πληρωμής, ως δώρο (bonus), κατ’εφαρμογήν ρητού όρου (του υπό στοιχεία β΄συμπληρωματικού όρου) των ατομικών συμβάσεων εργασίας του, που παρέχει τέτοιο δικαίωμα στην εναγόμενη, με την εν λόγω αξίωση σε πλήρη εξόφλησή της, ότι για αποζημίωση αδείας εισέπραξε το ποσό των 2.611,45 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 779,98 ευρώ, για το οποίο θα γίνει λόγος κατωτέρω, και ότι έλαβε για αντίτιμο τροφής το συνολικό ποσό των 4.687,24 ευρώ, όσο δηλαδή και αυτό, που εδικαιούτο, με αποτέλεσμα ουδέν να του οφείλεται), κατά παραδοχήν ως βάσιμης κατ’ουσίαν σχετικώς προβληθείσας ένστασης της εναγομένης, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με τους δεύτερο έως και έβδομο λόγους της έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων, με την περαιτέρω επισήμανση ότι εφόσον κατά τα λοιπά δεν πλήττεται ειδικά η ανωτέρω κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με λόγο έφεσης, δεν απαιτείται να  επαναληφθούν στην παρούσα απόφαση τα εισπραχθέντα κάθε μήνα από τον ενάγοντα για το κάθε επιμέρους κονδύλιο ποσά, το άθροισμα των οποίων συνιστά το προαναφερθέν συνολικά καταβληθέν δι’έκαστο κονδύλιο ποσό, όπως τα  ποσά των μηνιαίων καταβολών για τις αιτίες αυτές αναγράφονται στις προσκομισθείσες αποδείξεις πληρωμής και προκύπτουν από τις συνομολογηθείσες από τον ενάγοντα καταθέσεις του στον τραπεζικό του λογαριασμό. Πλην όμως με την εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένα συμψηφίσθηκε το κριθέν ως εισέτι οφειλόμενο στον ενάγοντα ως αποζημίωση λόγω μη χορήγησης αδείας ποσό των 779,98 ευρώ (όπως αυτό προέκυψε κατόπιν αφαίρεσης από το ποσό των 3.391,43 ευρώ, που έγινε δεκτό ότι εδικαιούτο να λάβει, του συνολικού ποσού των 2.611,45 ευρώ, το οποίο, ορθά κατά τα προεκτεθέντα, κρίθηκε ότι έχει καταβληθεί σ’αυτόν από την εναγόμενη για την ανωτέρω αιτία κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του στο πλοίο της, αφού λήφθηκαν υπόψη οι προσκομιζόμενες μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής των αποδοχών του, και τα αποδεικτικά κατάθεσης στον τραπεζικό του λογαριασμό) με το ισόποσο από το συνολικό ποσό των 1.300 ευρώ, που, επίσης ορθά, έγινε δεκτό ότι εισέπραξε αυτός κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, με βάση τις ως άνω αποδείξεις πληρωμής, ως δώρο (bonus), κατ’εφαρμογήν ρητού όρου των ατομικών συμβάσεων εργασίας του, που παρέχει τέτοιο δικαίωμα στην εναγόμενη, και, απορρίφθηκε, συνακόλουθα, εν  όλω η αγωγή κατά το εν λόγω κονδύλιο ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθώς έγινε δεκτό ότι διά του μονομερούς αυτού συμψηφισμού, που προτάθηκε κατ’ένσταση από την εναγόμενη και αφορούσε και το αγωγικό αυτό κονδύλιο, η σχετική απαίτηση του ενάγοντος έχει πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από τις κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις της εναγομένης, στις οποίες εκτίθεται αναλυτικά η εν λόγω ένσταση από πλευράς πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την ιστορική βάση της,  και όπου επίσης περιέχεται και το σχετικό αίτημα για την περίπτωση παραδοχής της, (ένσταση), η οποία επίσης διατυπώθηκε συνοπτικά στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, η ανωτέρω διάδικος δεν πρότεινε σε συμψηφισμό με το ποσό του καταβληθέντος στον ενάγοντα “δώρου”/bonus (μπόνους) τυχόν απαίτηση αυτού εκ της μη καταβολής αποζημίωσης αδείας, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ενάγων με το τελευταίο σκέλος του έβδομου λόγου της κρινόμενης έφεσής του, ει μη μόνον τα κατά τους υπολογισμούς της εισέτι οφειλόμενα σ’αυτόν χρηματικά ποσά ως επιδόματα εορτών του έτους 2016, ως προς τα οποία ισχυρίσθηκε, ότι κατόπιν του εν λόγω συμψηφισμού έχουν πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί. Επομένως, το ανωτέρω ποσό των 779,98 ευρώ, ως προς το οποίο εσφαλμένα έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη ότι έχει εξοφληθεί διά του συμψηφισμού του με το αντίστοιχο μέρος του καταβληθέντος στον ενάγοντα “δώρου” (μπόνους), κατά παραδοχήν ένστασης της εναγομένης ως κατ’ουσίαν βάσιμης, παρότι τέτοια ένσταση για το συγκεκριμένο αγωγικό κονδύλιο της αποζημίωσης αδείας δεν προβλήθηκε από τη διάδικο αυτή, όπως απαιτείται, προκειμένου να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο ο εν λόγω αυτοτελής ισχυρισμός, εξακολουθεί να οφείλεται στον ενάγοντα, και η εναγόμενη υποχρεούται να του το καταβάλει, πλέον τόκων. Tέλος, εφόσον η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, όπερ σημαίνει ότι πρόκειται περί περίπτωσης μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο, κατένειμε τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας του καθενός, και επέβαλε σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 178 παρ.1 του ΚΠολΔ, λαμβάνοντας δε υπόψη το επιδικασθέν στον ανωτέρω ποσό των 503,03 ευρώ, σε σχέση με το ποσό των 27.197,07 ευρώ, που συνολικά ζητήθηκε με την αγωγή να του καταβληθεί, υπολόγισε αυτήν (τη δικαστική του δαπάνη), επίσης ορθά, στο ποσό των 20 ευρώ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 παρ. 1 περ. α΄ και 68 παρ. 1 του Ν. 4194/27.09.2013 «Κώδικας Δικηγόρων», η αμοιβή για τη σύνταξη της αγωγής και των προτάσεων του ενάγοντος κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης καθορίζεται σε ποσοστό 2% και 1% αντίστοιχα, για αξία αντικειμένου της αγωγής μέχρι του ποσού των 200.000 ευρώ, δηλαδή για το ποσό των 503,03 ευρώ, που υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα εν προκειμένω, η αμοιβή της πληρεξουσίας δικηγόρου του ανωτέρω διαδίκου του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας ανέρχεται στο ποσό των 15,09 ευρώ (503,03 ευρώ Χ 3%), πλέον λοιπών αναγκαίων εξόδων (επιδόσεις, χαρτόσημα κλπ. βλ. σχετ. ΕφΔωδ 183/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με τον όγδοο και τελευταίο λόγο της ένδικης έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων. Πρέπει, συνεπώς, κατά παραδοχήν του τελευταίου σκέλους του έβδομου λόγου της κρινόμενης έφεσης, να γίνει δεκτή η έφεση, και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση μόνο κατά το κεφάλαιο, που αφορά στο κονδύλιο της αποζημίωσης αδείας του ενάγοντος, και αφού κρατηθεί και εκδικασθεί η υπόθεση κατά το εκκληθέν κεφάλαιο, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό των 779,98 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 17.10.2016, επομένη της λύσης της τελευταίας κατά σειράν σύμβασης ναυτολόγησής του, που έλαβε χώρα στις 16.10.2016, κατά τα προεκτεθέντα. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ.1 και 183 του ΚΠολΔ), και να επβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, που περιέχεται στο εφετήριο (άρθρο 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης, αφού η αγωγή, κατά το μέρος, που κρατήθηκε και εκδικάσθηκε εξαρχής, μετά την μερική εξαφάνιση της εκκαλουμένης, έγινε εν μέρει δεκτή, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης αναφερόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και εν μέρει κατ’ουσίαν την από 22.4.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/24.4.2019 και …………/24.4.2019) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 1067/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση μόνον κατά το κεφάλαιο αυτής, που αφορά στο υπ’αριθμ. 4 κονδύλιο της από 22.11.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../7.12.2017) αγωγής, ήτοι αυτό της αποζημίωσης αδείας του ενάγοντος.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της ανωτέρω αγωγής ως προς το κονδύλιο αυτό.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς το ως άνω κονδύλιο.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των επτακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (779,98), με το νόμιμο τόκο από τις 17.10.2016 μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 30 Οκτωβρίου2020

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ