ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Aριθμός Απόφασης
597/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Νόμιμα φέρεται για συζήτηση, με την Πράξη 74/2020 του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, η από 17.5.2019 έφεση του εκκαλούντος και οι από 26.2.2020 πρόσθετοι λόγοι αυτής, κατ’ άρθρο 74 §2 του ν. 4690/2020, μετά τον ορισμό νέας δικασίμου, ύστερα από τη μη διεξαγωγή της συζήτησής τους, κατά την ορισθείσα δικάσιμο, της 2.4.2020, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων.
ΙΙ. Η από 17.5.2019 έφεση του ενάγοντος ……….., κατά της οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά 960/2019, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 και 621 του Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυσαν μετά την τροποποίησή τους με το ν. 4335/2015) και αποφάνθηκε ότι δεν έχει δικαιοδοσία να δικάσει την από 10.4.2018 αγωγή του, παραπέμποντάς την στη διαιτησία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 §§1, 2, 511, 513 §1α, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ίδιου Κώδικα), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, κατ’ άρθρο 495 §3Α. περ. γ´ του Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 Κ.Πολ.Δ.). Εξάλλου, ο εκκαλών κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου πρόσθετους λόγους έφεσης, με το από 10.12.2018 ιδιαίτερο δικόγραφο, που επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη. Πρέπει επομένως, να συνεκδικαστούν οι πρόσθετοι λόγοι αυτοί με την ως άνω έφεση, λόγω του παρακολουθηματικού τους χαρακτήρα (άρθρο 520 §2 Κ.Πολ.Δ.).
ΙΙΙ. Με την από 10.4.2018 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων – ………… – Ισπανός ποδοσφαιριστής, ιστορούσε ότι, στις 27.7.2010, υπέγραψε με την εναγόμενη – Π.Α.Ε. συμβόλαιο παροχής υπηρεσιών επαγγελματία ποδοσφαιριστή. Ότι αγωνίστηκε σ’ αυτήν έως και τις 2.9.2011, οπότε λύθηκε το συμβόλαιό του με την τελευταία, κοινή συναινέσει. Ότι η εναγόμενη δεν κατέβαλε, όπως είχε υποχρέωση σύμφωνα με το ως άνω συμβόλαιο, προς το Ελληνικό Δημόσιο το ποσό των 130.336,11 ευρώ, που αφορούσε σε φορολογικά βάρη των εισοδημάτων του, ποσό το οποίο αναγκάστηκε να καταβάλει ο ίδιος. Ότι από την ως άνω παράνομη και υπαίτια πράξη της εναγομένης, η οποία, αν και γνώριζε την επιβολή των φόρων αυτών, δεν τους κατέβαλε, με αποτέλεσμα να ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη και να κατασχεθούν περιουσιακά του στοιχεία, προσβλήθηκε η προσωπικότητά του και υπέστη σημαντική ηθική βλάβη. Κατόπιν τούτων, ζήτησε, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρα 223, 294, 295 §1 και 297 Κ.Πολ.Δ.), να αναγνωριστεί ότι οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 130.336,11 ευρώ, επικουρικά δε, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς και αυτό των 50.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού δίκασε την αγωγή αντιμωλία των διαδίκων, με την απόφασή του 960/2019, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, αποφάνθηκε ότι δεν έχει δικαιοδοσία να δικάσει την αγωγή και την παρέπεμψε στη διαιτησία. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη, ο ενάγων, με την υπό κρίση έφεση, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να εκδικαστεί η ως άνω αγωγή του και να γίνει δεκτή στο σύνολό της.
ΙV. Με την διάταξη του άρθρου 51 του ν. 3057/2002 τροποποιήθηκε η αυτή της §1 του άρθρου 95 του ν. 2725/1999 και ορίζεται, όπως ισχύει έκτοτε, ότι “οι οικονομικές διαφορές που προκύπτουν από τις συμβάσεις μεταξύ αθλητών ή προπονητών και Αθλητικών Ανωνύμων Εταιριών ή αθλητικών σωματείων που διατηρούν Τμήματα Αμειβομένων Αθλητών, εάν δεν ορίζεται διαφορετικά με ρητό όρο της σχετικής σύμβασης, επιλύονται διαιτητικά από τις επιτροπές επίλυσης οικονομικών διαφορών”, ενώ περαιτέρω με το άρθρο 13 §3 του ν. 3262/2004, καταργήθηκε η §9 του άρθρου 95 του ν. 2725/1999 (όριζε ότι «επιτρέπονται προσφυγές στα πολιτικά δικαστήρια, όσον αφορά οικονομικές διαφορές μεταξύ επαγγελματιών αθλητών ή αθλητών με αμοιβή ή προπονητών και Α.Α.Ε ή σωματείων, που διατηρούν Τ.Α.Α, μόνο μετά την περάτωση των διαδικασιών ενώπιον των παραπάνω επιτροπών. Αγωγή, που ασκείται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων πριν από την εξάντληση της παραπάνω διαδικασίας, απορρίπτεται ως απαράδεκτη»). Κατόπιν της ως άνω τροποποίησης και της κατάργησης, που επήλθαν στις §§1 και 9 αντίστοιχα, του άρθρου 95 του ν. 2725/1999, οι οικονομικές διαφορές που προκύπτουν από τις συμβάσεις μεταξύ αθλητών ή των προπονητών και των ΑΑΕ ή των αθλητικών σωματείων, που διατηρούν Τ.Α.Α., υπάγονται σε υποχρεωτική διαιτησία και επιλύονται διαιτητικά σε πρώτο και σε δεύτερο βαθμό από τις επιτροπές επίλυσης οικονομικών διαφορών, που έχουν αρμοδίως, κατά νόμο, από πριν συγκροτηθεί (άρθρο 95 §§3 και 4 του ν. 2725/1999, όπως αυτές τροποποιήθηκαν με τις §§1 και 2 του άρθρου 13 του ν. 3262/2004), μόνο εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά με ρητό όρο της σχετικής σύμβασης τους, ενώ εάν αντίθετα τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν με ρητό όρο της σύμβασής τους ορίσει διαφορετικά, τότε δεν είναι υποχρεωτική η υπαγωγή της διαφοράς στην διαιτητική διαδικασία ενώπιον των ως άνω επιτροπών επίλυσης οικονομικών διαφορών, αλλά ισχύουν τα συμφωνηθέντα με τον σχετικό όρο της σύμβασής τους και η διαφορά επιλύεται, όπως έχει οριστεί με τον σχετικό ρητό αυτόν όρο (Εφ.Αθ. 1811/2011 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Με τις ανωτέρω διατάξεις νόμου ο νομοθέτης υπήγαγε τις παραπάνω διαφορές ιδιωτικού δικαίου στη δικαιοδοσία ειδικών διαιτητικών επιτροπών και αφαίρεσε αυτές από τη δικαιοδοσία από των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων (Εφ.Λαρ. 52/2014 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Εφ.Αθ. 5937/2003 Ελλ.Δ/νη 2004, σελ. 192). Επιπλέον, σύμφωνα με την §6 του άρθρου 95 του ως άνω ν. 2725/1999 “οι αποφάσεις των δευτεροβάθμιων επιτροπών επίλυσης οικονομικών διαφορών, καθώς και αυτές των πρωτοβάθμιων επιτροπών μετά την άπρακτη πάροδο της οριζόμενης στην §5 του παρόντος προθεσμίας, αποτελούν δεδικασμένο και είναι τίτλοι εκτελεστοί κατά την έννοια του άρθρου 904 §2 περ. β΄ του Κ.Πολ.Δ.”. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 29 §12 του ν. 3479/2006, “Θέματα του ποδοσφαίρου και της οργάνωσης και λειτουργίας της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, ρυθμίζονται από την Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία (Ε.Π.Ο.), στο πλαίσιο της αυτοδιοικητικής λειτουργίας της, σύμφωνα με το καταστατικό και τους κανονισμούς της, τα οποία πρέπει να είναι εναρμονισμένα με το Σύνταγμα, την κείμενη νομοθεσία, με δεδομένο ότι η Ε.Π.Ο. διαχειρίζεται τις υποθέσεις της, ανεξάρτητα και χωρίς επιρροή από τρίτους και σύμφωνα με τους κανονισμούς της Παγκόσμιας και Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου, μέλος των οποίων αποτελεί η Ε.Π.Ο.”. Τέλος, στο άρθρο 22 του Κανονισμού Ιδιότητας και Μεταγραφών Ποδοσφαιριστών της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου (FIFA) αναφέρει ότι “Με την επιφύλαξη του δικαιώματος κάθε ποδοσφαιριστή ή σωματείου να επιδιώξει αποζημίωση σε αστικό δικαστήριο για εργατικού περιεχομένου διαφορές, η FIFA έχει αρμοδιότητα σε : … β) Εργατικού περιεχομένου διαφορές μεταξύ συλλόγου και ποδοσφαιριστή με διεθνή διάσταση˙ τα προαναφερόμενα μέρη μπορούν, ωστόσο, να συμφωνήσουν εγγράφως να υπαγάγουν αυτές τις διαφορές σε ένα ανεξάρτητο διαιτητικό δικαστήριο, που έχει θεσμοθετηθεί σε εθνικό επίπεδο εντός της του πλαισίου της ομοσπονδίας και/η με συμφωνία συλλογικής διαπραγμάτευσης. Κάθε τέτοια ρήτρα διαιτησίας πρέπει να περιλαμβάνεται είτε απευθείας στη σύμβαση είτε σε συλλογική σύμβαση, που εφαρμόζεται στα μέρη. Το ανεξάρτητο εθνικό διαιτητικό δικαστήριο πρέπει να εγγυάται δίκαιη δίκη και να σέβεται την αρχή της ίσης εκπροσώπησης των παικτών και των συλλόγων”.
V. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα, με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσια συνεδρίασής του, την ένορκη βεβαίωση …./24.9.2018, που προσκομίζει η εναγόμενη – εφεσίβλητη και λήφθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………, μετά από νομότυπη κλήτευση του εκκαλούντος – ενάγοντος, καθώς και από την εκτίμηση των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι ενδεικτική, αφού δεν παραλήφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς – Α.Π. 386/2015 και Α.Π. 1001/2012 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ανάμεσα στον εκκαλούντα, ποδοσφαιριστή – ……………. – Ισπανικής υπηκοότητας και την εφεσίβλητη – Ποδοσφαιρική Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία ……….., υπογράφηκε, στις 27.7.2010, συμβόλαιο επαγγελματία ποδοσφαιριστή (σύμβαση εργασίας), διάρκειας από την ως άνω ημερομηνία έως τις 30.6.2013. Σύμφωνα με αυτό, η εφεσίβλητη ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στον εκκαλούντα το ποσό των 5.100.000 ευρώ (καθαρά). Επίσης, με το άρθρο 10 του ίδιου συμβολαίου, συμφωνήθηκε ότι κάθε διαφορά μεταξύ των μερών θα επιλύεται από την Πρωτοβάθμια Επιτροπή Επίλυσης Οικονομικών Διαφορών και σε δεύτερο βαθμό από το Διαιτητικό Δικαστήριο της Ε.Π.Ο. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι το ως άνω συμβόλαιο λύθηκε στις 2.9.2011, με το από ίδια ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό λύσης συμβολαίου κοινή συναινέσει. Mε αυτό ο εκκαλών παραιτήθηκε από τις απαιτήσεις, που είχε έναντι της εφεσίβλητης, ποσού 3.400.000 ευρώ, καθώς και από όλα τα μπόνους και τις πρόσθετες παροχές, που είχαν συμφωνηθεί. Επιπλέον, δήλωσε ότι παραιτείται, αμετάκλητα και χωρίς κανένα όρο ή επιφύλαξη, από οποιαδήποτε μελλοντική αξίωση, βασισμένη στην από 27.7.20010 ανωτέρω αναφερόμενη σύμβαση εργασίας, καθώς και από οποιαδήποτε άλλο ποσό ή μπόνους, το οποίο μπορεί να προκύψει από αυτήν… Τέλος, συμφωνήθηκε ότι οποιαδήποτε αντιδικία προκύψει από τo ιδιωτικό συμφωνητικό αυτό (λύσης συμβολαίου) θα υπόκειται στη δικαιοδοσία των αρμοδίων οργάνων της FIFA σε πρώτο βαθμό και σε δεύτερο βαθμό στο CAS. Επομένως, με το από 2.9.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό λύσης συμβολαίου κοινή συναινέσει (όπως άλλωστε και με το από 27.7.2010 συμβόλαιο), οι διάδικοι συμφώνησαν να υπαγάγουν την όποια μεταξύ τους διαφορά στη διαιτησία. Επιπλέον, μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Κανονισμού Ιδιότητας και Μεταγραφών Ποδοσφαιριστών της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου (FIFA), να παρέχεται στον εκκαλούντα ως ποδοσφαιριστή, το δικαίωμα προσφυγής στα πολιτικά δικαστήρια, ωστόσο, σύμφωνα με το από 2.9.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό, που σύναψε με την εφεσίβλητη – Π.Α.Ε., συμφώνησε και επέλεξε την υπαγωγή της οποιασδήποτε μεταξύ τους διαφοράς, στη δικαιοδοσία των αρμόδιων οργάνων της παγκόσμιας ομοσπονδίας ποδοσφαίρου (FIFA) και σε δεύτερο βαθμό στο αθλητικό διαιτητικό δικαστήριο (CAS). Επομένως, ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών εκθέτει ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα παρέπεμψε την υπόθεση στη διαιτησία, αφού οι κανόνες της παγκόσμιας ομοσπονδίας ποδοσφαίρου (FIFA) επιφυλάσσουν στον ποδοσφαιριστή το δικαίωμα να επιλέξει την επιδίωξη της απαίτησής του στα πολιτικά δικαστήρια, είναι αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις. Εξάλλου, για τον ίδιο λόγο απορριπτέος είναι και ο δεύτερος πρόσθετος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο ίδιος εκκαλών ισχυρίζεται ότι οι επιτροπές της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου δεν συνιστούν διαιτητικά όργανα. Άλλωστε, με την ρήτρα υπαγωγής στο αρμόδιο όργανο της παγκόσμιας ομοσπονδίας ποδοσφαίρου (FIFA) ο εκκαλών δεν απώλεσε το δικαίωμά του να διεκδικήσει αποζημίωση και ηθική βλάβη. Ωστόσο, με την επιλογή του αυτή ουσιαστικά παραιτήθηκε από το δικαίωμά του προσφυγής στα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια και επέλεξε να προσφύγει στην ως άνω επιτροπή, η οποία είναι νόμιμο όργανο της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας (FIFA) και δη οργανισμού υπερκείμενου της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, που διαχειρίζεται τις υποθέσεις της, σύμφωνα και με τους κανονισμούς της πρώτης (FIFA), όπως αναφέρεται και στη μείζονα σκέψη. Μάλιστα, η Ε.Π.Ο. είναι υποχρεωμένη, σύμφωνα με το καταστατικό της (άρθρα 1, 2 και 13), να συμμορφώνεται πλήρως και με τις αποφάσεις της (FIFA). Εξάλλου, οι αποφάσεις αυτές είναι άμεσα εκτελεστές μέσω της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, σε διαφορετική περίπτωση επιβάλλονται σοβαρές πειθαρχικές κυρώσεις, που φτάνουν, για τα νομικά πρόσωπα, ακόμη και τον υποβιβασμό σε μικρότερη κατηγορία και για τα φυσικά πρόσωπα έως και την απαγόρευση συμμετοχής σε κάθε δραστηριότητα, που σχετίζεται με το ποδόσφαιρο (άρθρο 61 του Καταστατικού της Ε.Π.Ο.). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια έστω και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο. Επίσης, απορριπτέος είναι και ο τρίτος λόγος της έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο ακόμη και με τις διατάξεις του αθλητικού νόμου (87 και 95 του ν. 2725/1999) αναγνωρίζεται το δικαίωμα επιλογής του εργαζόμενου να προσφύγει στα τακτικά δικαστήρια, διότι, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο ίδιος ο εκκαλών επέλεξε να υπαχθούν οι διαφορές του με την εφεσίβλητη στη δικαιοδοσία των αρμόδιων οργάνων της παγκόσμιας ομοσπονδίας ποδοσφαίρου (FIFA), με την επιλογή του δε αυτή παραιτήθηκε του δικαιώματός του να προσφύγει στα πολιτικά δικαστήρια. Περαιτέρω και ο ισχυρισμός του εκκαλούντος, ο οποίος προβάλλεται με το δεύτερο λόγο της έφεσης, ότι η υπό κρίση διαφορά ανάμεσα σ’ αυτόν και την εφεσίβλητη, ως εργατική διαφορά δεν μπορεί να υπαχθεί σε διαιτησία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 867 εδ. β´ του Κ.Πολ.Δ., η οποία θεωρείται διάταξη αναγκαστικού δικαίου, είναι αβάσιμος, διότι οι αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις, που υπήγαγαν τις σχετικές διαφορές, όπως η κρινόμενη, στη διαιτησία (άρθρο 95 του ν. 2725/1999 σε συνδυασμό με το άρθρο 29 §12 του ν. 3479/2006), υπερισχύουν, ως ειδικότερες, αυτών των διατάξεων του Κ.Πολ.Δ. (ad hoc Εφ.Αθ. 2225/2009 Ελλ.Δ/νη 2010, σελ. 499, σχετ. και Εφ.Λαρ. 52/2014, Εφ.Αθ. 1811/2011 και ΕφΑθ 5937/03 ό.π.). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια έστω και με ελλιπή εν μέρει αιτιολογία, που συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο. Σημειωτέον ότι στη δικαιοδοσία της ίδιας επιτροπής της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας ποδοσφαίρου υπήχθη, σύμφωνα με το ως άνω από 2.9.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό λύσης συμβολαίου, και η αξίωση του εκκαλούντος, η οποία στηρίζεται στην αδικοπραξία και με την οποία αξιώνει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που και αυτή μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαιτησίας (Α.Π. 506/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ως προς τον τρίτο πρόσθετο λόγο της έφεσης, με τον οποίο, κατ’ ορθή εκτίμησή του, προβάλλεται πως θα πρέπει να γίνει δεκτή η δυνατότητα του εκκαλούντος να προσφύγει στα πολιτικά δικαστήρια, σύμφωνα με τη βούληση του συντάκτη του Κανονισμού της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας ποδοσφαίρου, επειδή ο σχετικός όρος στο συμβόλαιό του περί προσφυγής στην τελευταία ήταν προδιατυπωμένος και δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης, πρέπει να απορριφθεί, αφού προβάλλεται το πρώτον ως λόγος έφεσης, στοιχειοθετεί αυτοτελή αίτηση παροχής έννομης προστασίας (ακυρότητας του σχετικού όρου), που δεν είχε ζητηθεί με την αγωγή, μεταβάλλοντας έτσι τις βάσεις της τελευταίας και δεν υπόκειται στις εξαιρέσεις του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 81/2014 στην ιστοσελίδα www.areiospagos.gr). Τέλος και ο πρώτος πρόσθετος λόγος της έφεσης, με τον οποίο πλήττεται το διατακτικό της εκκαλουμένης, επειδή δεν αναφέρεται σ’ αυτό πως η αγωγή παραπέμπεται σε διαιτησία, χωρίς να προσδιορίζεται ρητά σε ποια διαιτησία πρέπει να υπαχθεί, είναι επίσης αβάσιμος. Και τούτο διότι στο μεν διατακτικό της εκκαλουμένης ορίζεται ότι παραπέμπεται η αγωγή του εκκαλούντος στην αναφερόμενη στο σκεπτικό διαιτησία, στην προτελευταία δε πρόταση του σκεπτικού της, αναφέρεται με σαφήνεια πως η αγωγή παραπέμπεται στα αρμόδια διαιτητικά όργανα της παγκόσμιας ομοσπονδίας ποδοσφαίρου (FIFA).
VΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης και των πρόσθετων λόγων αυτής προς έρευνα πρέπει να απορριφθούν αυτοί (έφεση και πρόσθετοι λόγοι), ως ουσιαστικά αβάσιμοι, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα με το ηλεκτρονικό παράβολο ….. . του Υπουργείου Οικονομικών (άρθρο 495 §3 Α. περ. γ´ του Κ.Πολ.Δ.) και να συμψηφιστούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, την 17.5.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019 έφεση και τους 26.2.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2020 πρόσθετους λόγους έφεσης του …………
Δέχεται τυπικά την έφεση και τους πρόσθετους λόγους.
Απορρίπτει αυτούς (έφεση και πρόσθετους λόγους) κατ’ ουσία.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Και
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 7 Οκτωβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ