ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 631/2020
ΤΟ MONOΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 27-3-2019 και με Γ.Α.Κ. .. και Ε.Α.Κ. ../28-3-2019 έφεση της ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης και κατά της με αριθ. 616/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 23-9-2015 και με Γ.Α.Κ. .. και Ε.Α.Κ. …/29-9-2015 αγωγής της κατά της εφεσίβλητης και απέρριψε αυτήν (αγωγή), έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), με την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 28-3-2019, προ πάσης επιδόσεως της πρωτόδικης απόφασης (αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε προκύπτει άλλωστε από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα), αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 87) και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα ένδικα μέσα που ασκούνται μετά την 1-1-2016] προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης που έλαβε χώρα στις 20-2-2019, αρμόδια δε καθ’ ύλη και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ενώ για το παραδεκτό της καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο παράβολο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).
Από τις διατάξεις των άρθρ. 65, 67, 68, 70, 211, 216, 229, 232 και 713 του Α.Κ. συνάγεται ότι, για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία, πρέπει αυτή να καταρτίστηκε είτε από το όργανο που το διοικεί και ενήργησε μέσα στα όρια της εξουσίας του, όπως αυτή προσδιορίζεται από τη συστατική πράξη ή το καταστατικό του νομικού προσώπου, είτε από άλλο ή άλλα πρόσωπα, στα οποία, κατά πρόβλεψη της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του νομικού προσώπου, παρασχέθηκε σχετική εξουσία από το όργανο που το διοικεί (Α.Π. 1172/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια αυτή η εκπροσώπηση του νομικού προσώπου και η διαχείριση της περιουσίας του έχει μεν οργανικό χαρακτήρα, εφόσον ασκείται από τα καταστατικά όργανα διοίκησης αυτού ή από υποκατάστατα πρόσωπα, τα οποία εκφράζουν και αυτά πρωτογενώς τη βούληση του νομικού προσώπου, ως όργανα της διοίκησής του, αντλώντας την εξουσία τους από το νόμο και το καταστατικό του ή αναλόγως τη συστατική του πράξη, όμως δεν εμποδίζονται τα όργανα διοίκησης του νομικού προσώπου, καταστατικά ή υποκατάστατα, να αναθέσουν με απόφασή τους, που μπορεί να συνάγεται και ερμηνευτικώς, κατά τα άρθρα 173 και 200 του Α.Κ, την εκτέλεση συγκεκριμένων πράξεων σε άλλα πρόσωπα, για να ενεργήσουν στο όνομα ή για λογαριασμό του νομικού προσώπου ως άμεσοι αντιπρόσωποί του ή ανάλογα ως εντολοδόχοι του (έμμεσοι αντιπρόσωποι). Μάλιστα τα πρόσωπα αυτά θεωρούνται ότι ενεργούν ως άμεσοι αντιπρόσωποι του νομικού προσώπου κατά την κατάρτιση δικαιοπραξίας, όταν η εξωτερίκευση της δράσης τους, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από το κοινό, παρέχει την εντύπωση, σύμφωνα με τα κριτήρια που διαμορφώνονται στις συναλλαγές ως προς το είδος της δραστηριότητας του νομικού προσώπου, ότι με απόφαση των διοικητικών οργάνων του ή των υποκατάστατων οργάνων της διοίκησής της ή έστω με την ανοχή τους ανατέθηκε στα ως άνω πρόσωπα ο κύκλος των ενεργειών, που περιλαμβάνει και τη δικαιοπραξία στην οποία συνέπραξαν (π.ρ.β.λ.. Α.Π. 1324/2014, Α.Π. 1363/2011, Α.Π. 470/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η υποκατάσταση αυτή στις εξουσίες του Δ.Σ. διαφέρει από τις σχέσεις της πληρεξουσιότητας και εντολής που προβλέπονται στα άρθρα 216 επ. και 713 επ. Α.Κ, καθόσον, τόσο ο πληρεξούσιος όσο και ο εντολοδόχος δεν αποτελούν όργανα που εκφράζουν τη βούληση του νομικού προσώπου της εταιρίας, αλλά ενεργούν ως αντιπρόσωποι πράξεις που αποφασίστηκαν από το διοικητικό συμβούλιο ή το υποκατάστατο όργανο. Η οργανική εκπροσώπηση βέβαια της εταιρίας, κατά το άρθρο 18 παρ. 2 του ν. 2190/1920 γενικά ή για την ενέργεια συγκεκριμένου είδους πράξεων καθ’ υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου αυτής, διαφέρει από την αντιπροσώπευσή της κατά το άρθρο 211 Α.Κ. (κατόπιν πληρεξουσιότητας ή εντολής) για την ενέργεια συγκεκριμένης πράξεως ή είδους πράξεων, αφού, κατά την οργανική εκπροσώπηση, η βούληση της εταιρίας εκφράζεται πρωτογενώς (Α.Π. 1363/2011, Α.Π. 470/2006, 1659/2005, Α.Π. 148/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 221 και 224 του ΑΚ προκύπτει, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, μολονότι δεν υπάρχει πληρεξουσιότητα, εν τούτοις κρίνεται άξια προστασίας η εμπιστοσύνη του τρίτου στην ύπαρξή της. Με βάση τις διατάξεις αυτές και την αρχή της εμπιστοσύνης, διαπλάστηκε η έννοια της «φαινομένης πληρεξουσιότητας». Πρόκειται για την περίπτωση που ο αντιπροσωπευόμενος δεν παρέσχε πληρεξουσιότητα ή την είχε παράσχει μεν κατά το παρελθόν, στην συνέχεια όμως την ανακάλεσε και ούτε ανέχθηκε, ούτε γνώριζε τη συμπεριφορά του φερομένου «αντιπροσώπου» του, αλλά θα μπορούσε να τη γνωρίζει και να την είχε εμποδίσει, αν επιδείκνυε την επιβαλλόμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, ενώ, από την άλλη πλευρά, ο συναλλαχθείς τρίτος δικαιούται, με βάση την καλή πίστη και τις αντιλήψεις των συναλλαγών, να πιστέψει ευλόγως ότι στον εμφανιζόμενο, ως αντιπρόσωπο, έχει παρασχεθεί πληρεξουσιότητα. Γι’ αυτό, όμως, απαιτείται διαρκής επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά του φερομένου «αντιπροσώπου» και καλή πίστη στο πρόσωπο του τρίτου που συναλλάχθηκε. Ο τελευταίος δεν προστατεύεται αν γνώριζε την έλλειψη της πληρεξουσιότητας ή την αγνοούσε από αμέλειά του. Εφόσον συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, καταλογίζεται στον «αντιπροσωπευόμενο» ότι με τη συμπεριφορά του δημιούργησε στους τρίτους την εύλογη πεποίθηση για την ύπαρξη πληρεξουσιότητας και αν πρόκειται για σύμβαση, αυτή θεωρείται καταρτισμένη διά μέσου του «κατά φαινόμενο πληρεξουσίου». Ο τρίτος που συναλλάχθηκε έχει στην περίπτωση αυτή κατά του αντιπροσωπευομένου τις αξιώσεις που πηγάζουν από τέτοια σύμβαση (Α.Π. 683/2015, Α.Π. 274/2013, Α.Π. 1659/2005, Α.Π. 939/2004, Α.Π. 1187/2000, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, πλοίαρχος είναι το πρόσωπο που έχει την εν γένει διοίκηση του πλοίου και διαδραματίζει το σημαντικότερο ρόλο στην επιχείρηση εκμετάλλευσης αυτού, μετά τον (φορέα της) πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή, έχοντας ευρύτατα κυριαρχικά δικαιώματα τόσο στα πράγματα όσο και σ’ αυτούς που επιβαίνουν στο πλοίο. Οι γενικές γραμμές των εξουσιών του πλοιάρχου ορίζονται στο άρθρο 104 του Κ.Δ.Ν.Δ, κατά το οποίο αυτός έχει τη διοίκηση του πλοίου, ασκεί εξουσία επί του πληρώματος και των επιβαινόντων κατά τον κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, λαμβάνει κάθε μέτρο μέσα στο πλοίο, στα πλαίσια πάντοτε του κανονισμού και του νόμου για την τήρηση της τάξης, της πειθαρχίας, της υγιεινής και της ασφάλειας του πλοίου, των επιβαινόντων και του φορτίου. Ειδικότερα, οι αρμοδιότητες του πλοιάρχου μπορούν να διακριθούν σ’ εκείνες: 1) Του νομίμου εκπροσώπου του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή, σύμφωνα με την οποία οι τελευταίοι ενέχονται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (άρθρα 84, 105 Κ.Ι.Ν.Δ.). Η παραπάνω νόμιμη εκπροσώπηση διακρίνεται περαιτέρω σε: α) Δικαστική εκπροσώπηση, η οποία συνίσταται στην ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση του πλοιάρχου σε ότι αφορά την κοινοποίηση διαδικαστικών και εξώδικων εγγράφων, στη λήψη συντηρητικών μέτρων, στην έγερση αγωγών, κ.λ.π. και β) δικαιοπρακτική εκπροσώπηση, η οποία είναι γενική και αφορά σε όλες τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (Εφ.Πειρ. 951/2006, Ε.Ν.Δ. 2007, 26).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την ανωτέρω αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, όπως διευκρινίστηκε παραδεκτά με τις έγγραφες προτάσεις της ενάγουσας, η τελευταία εκθέτει ότι εδρεύει στον Πειραιά και δραστηριοποιείται επιχειρηματικά, μεταξύ άλλων, στον τομέα της εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες λειτουργίας ποντοπόρων πλοίων. Ότι η εναγόμενη εταιρία εδρεύει στα νησιά Μάρσαλ και είναι πλοιοκτήτρια του περιγραφόμενου με ελληνική σημαία πλοίου «ΜVA». Ότι σε εκτέλεση σύμβασης πώλησης, που καταρτίσθηκε στις 30-10-2014 μεταξύ της ίδιας ως πωλήτριας και της μη διαδίκου αλλοδαπής εταιρίας «…………» – η οποία έχει τα χαρακτηριστικά μεσίτη ναυτιλιακών καυσίμων και ενεργούσε ως σιωπηρά εξουσιοδοτημένη αντιπρόσωπος της εναγομένης – ως αγοράστριας, αντί του αναφερομένου συμφωνημένου τιμήματος το οποίο συμφωνήθηκε καταβλητέο στις 26-11-2014, παρέδωσε στις 5-11-2014 στο άνω πλοίο, ενώ αυτό ναυλοχούσε στο λιμένα του Πειραιά, τα αναφερόμενα κατά ποσότητα, τύπο και ποιότητα ναυτιλιακά καύσιμα. Ότι τα ανωτέρω καύσιμα που προέρχονταν από τη φορολογική αποθήκη της παρέλαβε ανεπιφύλακτα ο πλοίαρχος του πλοίου, ο οποίος, ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της εναγομένης, έθεσε τη σφραγίδα του πλοίου και την υπογραφή του στο αναφερόμενο δελτίο αποστολής που η ίδια (ενάγουσα) εξέδωσε στο όνομα του πλοίου και ενσωματώνεται στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι την ιδιότητα της εταιρίας «……….» ως αντιπροσώπου της εναγομένης αγοράστριας τη συνήγαγε η ίδια (ενάγουσα) από τις εκτιθέμενες περιστάσεις «ως μόνη λογική εκδοχή των πραγμάτων», δεδομένου ότι η εταιρία αυτή, η οποία δεν της δήλωσε ρητά την ιδιότητα με την οποία ενεργούσε όταν παρήγγειλε την παράδοση των άνω ναυτιλιακών καυσίμων στο πλοίο της εναγομένης και υπέδειξε τον τόπο ναυλοχίας του, στερούνταν άδειας προμήθειας ναυτιλιακών καυσίμων και δεν είχε δικαίωμα αγοράς, μεταπώλησης και παράδοσης αυτών transit σε πλοία εντός της ελληνικής επικράτειας, με αποτέλεσμα να μη δύναται να συμβληθεί στο δικό της όνομα και για δικό της λογαριασμό. Ότι για την παράδοση των ανωτέρω καυσίμων στο πλοίο της εναγομένης – η οποία πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις υποδείξεις της αμέσου αντιπροσώπου της ναυτικής πράκτορος του πλοίου εταιρίας «……….» – η ίδια εξέδωσε ακολούθως, στο όνομα του πλοιάρχου του πλοίου και / ή της πλοιοκτήτριας αυτού και / ή της ναυλώτριας αυτού και / ή των διαχειριστών αυτού και / ή της εμφανιζόμενης ως αντισυμβαλλομένης της εταιρίας «…….», το με αριθ. ………./7-11-2014 τιμολόγιο, ποσού 141.209,28 δολ. Η.Π.Α, με αναγραφόμενο συμφωνημένο τόκο υπερημερίας ποσού 2% μηνιαίως, το οποίο (τιμολόγιο) παρέλαβε χωρίς οποιαδήποτε αντίρρηση η αντισυμβαλλομένη της εταιρία «……..», πλην όμως, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της (ενάγουσας) προς αυτή, καθώς και προς την αντιπροσωπευόμενη απ’ αυτήν εναγόμενη για την πληρωμή του, εξακολουθεί να παραμένει ανεξόφλητο. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα, επικαλούμενη ευθύνη της εναγομένης από τη μεταξύ τους σύμβαση πώλησης κατά την οποία η τελευταία αντιπροσωπεύονταν από την εταιρία «…………..», άλλως εκ του νόμου πραγματοπαγή ευθύνη της ως κυρίας του πλοίου, δια και μέχρις της αξίας αυτού, άλλως ευθύνη της κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού κατέστη αυτή (εναγόμενη) αδικαιολόγητα πλουσιότερη κατά το ποσό της αξίας των καυσίμων που παρέλαβε το πλοίο της χωρίς να της καταβάλει το ανάλογο αντάλλαγμα, ζήτησε – μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται και στις κατατεθείσες σ’ αυτό έγγραφες προτάσεις της (άρθρα 223, 224, 295 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) – να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να της καταβάλει το ισάξιο σε ευρώ, με βάση την ισοτιμία που θα ισχύει κατά το χρόνο πληρωμής, του άνω τιμήματος των 141.209,28 δολαρίων ΗΠΑ, πλέον του συμβατικά συμφωνηθέντος τόκου που προβλέπει ο όρος 7 των Γενικών Όρων Πωλήσεώς της, ανερχομένου σε 2 % μηνιαίως, άλλως και όλως επικουρικά, πλέον του νομίμου τόκου υπερημερίας, αρχομένης της τοκοφορίας της απαίτησής της σε αμφότερες τις περιπτώσεις από την επομένη της ημέρας κατά την οποία το οφειλόμενο ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, με την παρέλευση της συνομολογηθείσας προθεσμίας αποπληρωμής του, ήτοι από την 27-11-2014, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή του. Ακόμη, ζήτησε να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
Επί της άνω αγωγής εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθ. 616/2019 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της. Ειδικότερα, με την ανωτέρω απόφαση έγινε δεκτό: α) ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης που έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1, 4 Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 8, 9, 10, 14, 42 παρ. παρ. 1, 2, 44 Κ.Πολ.Δ. και 51 παρ. 3Β περ. ι’ Ν. 2172/1993, β) ότι εφαρμοστέο εν προκειμένω τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο: 1) ως προς την ευθύνη της εναγομένης από την ένδικη σύμβαση πώλησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2, 3 παρ. παρ. 1 και 2 και 24 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη I)] και λόγω σιωπηρού μετασυμβατικού καθορισμού του, αφού στο δίκαιο αυτό η ενάγουσα θεμελιώνει ρητά τις αξιώσεις της, χωρίς να αντιλέγει προς τούτο η εναγόμενη, 2) ως προς την αντιπροσώπευση της εναγομένης κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης πώλησης, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία η εταιρία «………….» φέρεται να επιχείρησε ως αντιπρόσωπος της εναγομένης τη δικαιοπραξία για την οποία της δόθηκε η πληρεξουσιότητα και 3) ως προς την ευθύνη της εναγομένης κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 3, 10 παρ. 1 και 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές» (Ρώμη ΙΙ), καθώς η άνω εξωσυμβατική ενοχή εμφανίζει στενό σύνδεσμο με την υφιστάμενη μεταξύ των μερών σχέση που απορρέει από τη διεπόμενη – κατά τα ανωτέρω – από το ελληνικό δίκαιο σύμβαση πώλησης καυσίμων και γ) ότι με βάση το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, που κρίθηκε εφαρμοστέο εν προκειμένω, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 περ. β’, 7 παρ. 2, 53, 57 παρ. 1 α’, 58 παρ. 1 εδάφ. α’, 59, 62, 78 της Σύμβασης της Βιέννης του 1980 για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων, 211, 212, 216, 291 (σε συνδ. με το άρθρο 1 του ν. 740/1977), 292 παρ. 1, 293, 341, 345, 346 ΑΚ, 111 παρ. 1 Εισ.Ν.Α.Κ, 6 παρ. 1 Ν. 5422/1932, 176 Κ.Πολ.Δ, πλην α) του αιτήματος περί επιδίκασης τόκων επί του κεφαλαίου της απαίτησης της ενάγουσας, υπολογιζόμενων με συμφωνηθέν επιτόκιο υπερημερίας 2% μηνιαίως, το οποίο απορρίφθηκε ως μη νόμιμο κατά το επιπλέον του ανωτάτου θεμιτού επιτοκίου υπερημερίας ποσοστό, κατά το οποίο η σχετική δικαιοπραξία κρίθηκε άκυρη, β) ως προς την πρώτη επικουρική βάση της από εκ του νόμου πραγματοπαγή ευθύνη της εναγομένης πλοιοκτήτριας ως κυρίας του πλοίου, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας (ως συνάγεται εκ της μνείας στην εκκαλουμένη ότι «η ενάγουσα, απαραδέκτως κατ’ άρθρο 224 Κ.Πολ.Δ, προέβη στη συμπλήρωση και τη μεταβολή με την προσθήκη των προτάσεων που προκατέθεσε, της ιστορικής βάσης της αγωγής, θεμελιώνοντας επικουρικά πλέον την πραγματοπαγή ευθύνη της εναγομένης, εκθέτοντας ότι η εναγόμενη υπήρξε η εφοπλίστρια του επίδικου πλοίου») και γ) της δεύτερης επικουρικής βάσης από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία επίσης απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, λόγω μη επίκλησης από την ενάγουσα ότι η ένδικη σύμβαση πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων ήταν άκυρη. Στη συνέχεια η αγωγή απορρίφθηκε ως προς την απομένουσα προς εξέταση κύρια βάση της από τη σύμβαση πώλησης ως αβάσιμη κατ’ ουσία, διότι κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η εναγόμενη δεν ανέλαβε τη συμβατική υποχρέωση να καταβάλει το τίμημα της μεταξύ της ενάγουσας και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρίας «……..» πώλησης των επίδικων ποσοτήτων καυσίμων που παραδόθηκαν στο άνω πλοίο, ενόψει του ότι, αφενός μεν δεν αποδείχθηκε ότι, κατά τη σύναψη της άνω σύμβασης πώλησης, η εταιρία «…………» ενήργησε στο όνομα και για λογαριασμό της εναγομένης, ούτε συνάγεται κατ’ αντικειμενική κρίση από τις περιστάσεις που υφίσταντο κατά την κατάρτιση της εν λόγω δικαιοπραξίας ότι η δήλωση βούλησης της «………………» έγινε στο όνομα της τελευταίας, όπως δεν προέκυψε και η καθ’ οιονδήποτε τρόπο έγκριση ή αποδοχή των όρων της προεκτιθέμενης σύμβασης εκ μέρους της εναγομένης, αφετέρου δε, αποδείχθηκε ότι τo εκδοθέν από την ενάγουσα δελτίο αποστολής των παραδοθέντων καυσίμων υπογράφηκε από τον Α’ μηχανικό του πλοίου, ο οποίος δεν είχε την εξουσία να εκπροσωπεί την πλοιοκτήτρια – εναγόμενη ως αντιπρόσωπός της για την κατάρτιση συμβάσεων με τρίτους, όπως εν προκειμένω η ενάγουσα, ενώ δεν είχε εξουσιοδοτηθεί σχετικά από τον πλοίαρχο του πλοίου, που έχει εκ του νόμου αντιπροσωπευτική εξουσία για τη σύναψη δικαιοπραξιών για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας, για την ανάληψη της ανωτέρω ή οποιασδήποτε άλλης συμβατικής υποχρέωσης για λογαριασμό της, αντίθετα, είχε εξουσιοδοτηθεί μόνο για να προβεί στην παραλαβή των καυσίμων κατόπιν ελέγχου αυτών ποσοτικά και ποιοτικά, το οποίο και μόνο βεβαίωσε, θέτοντας την υπογραφή του επί του άνω δελτίου. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται η ενάγουσα, έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθείσα διάδικος, με την κρινόμενη έφεσή της, ζητώντας για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφο της έφεσης και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την παραδοχή της έφεσής της και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, στη συνέχεια, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η αγωγή, να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν ως βάσιμη κατ’ ουσία και να επιδικαστεί σ’ αυτήν το αιτούμενο χρηματικό ποσό.
Με βάση τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της άνω αγωγής και συνοπτικά προαναφέρθηκαν, πρέπει στο σημείο αυτό, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, να αναφερθούν τα εξής: Εφαρμοστέο εν προκειμένω τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο και ειδικότερα: Α) ως προς την ευθύνη της εναγομένης από την ένδικη σύμβαση πώλησης, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία η ενάγουσα – πωλήτρια έχει τη συνήθη διαμονή της (άρθρα 1 παρ. 1, 2, 3, 4 παρ. 1 α’ και 19 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη I), που εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνήφθησαν μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009, όπως η ένδικη σύμβαση πώλησης, Β) Ως προς το ζήτημα της αντιπροσώπευσης της εναγομένης εταιρίας κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης πώλησης και της εξ αυτής δέσμευσής της έναντι της ενάγουσας, καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του Α.Κ, δεδομένου ότι το εν λόγω ζήτημα αποκλείεται ρητά από το πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω Κανονισμού 593/2008 (άρθρο 1 παρ. 2 περ. ζ΄). Σύμφωνα δε με γενικώς αποδεκτή σχετική γενική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του Α.Κ, τα θέματα της δέσμευσης του αντιπροσωπευόμενου και της έκτασης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απέκτησε αυτός από τη σχετική δικαιοπραξία που επιχείρησε ο εκούσιος πληρεξούσιος ως αντιπρόσωπος αυτού ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας στην περιοχή της οποίας επιχείρησε ο αντιπρόσωπος τη δικαιοπραξία, για την οποία του δόθηκε η πληρεξουσιότητα (Α.Π. 1187/2000, ΕλλΔνη 2001, 1317, 1350, Α.Π. 777/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου εν προκειμένω εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο τυγχάνει το ελληνικό, ως το δίκαιο της πολιτείας στην οποία επιχείρησε ο κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή αντιπρόσωπος της εναγομένης την ένδικη δικαιοπραξία για την οποία του δόθηκε κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς η πληρεξουσιότητα. Γ) ως προς την ευθύνη της εναγομένης κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 10 παρ. 1 και 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές» (Ρώμη ΙΙ), καθόσον η άνω εξωσυμβατική ενοχή εμφανίζει στενό σύνδεσμο με την υφιστάμενη μεταξύ των μερών σχέση που απορρέει από τη διεπόμενη – κατά τα ανωτέρω – από το ελληνικό δίκαιο σύμβαση πώλησης καυσίμων, που καταρτίστηκε και εκπληρώθηκε στην Ελλάδα μεταξύ πωλήτριας που εδρεύει στην Ελλάδα και αγοράστριας αλλοδαπής πλοιοκτήτριας εταιρίας πλοίου που διαχειρίζεται αυτό από την Ελλάδα. Περαιτέρω όμως, ενόψει του ότι, κατά το εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο, η άνω αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρα 904 επ Α.Κ.) είναι επιβοηθητικής φύσεως και ασκείται μόνο όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις της αξίωσης από σύμβαση ή αδικοπραξία, στην προκειμένη περίπτωση η δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής (από αδικαιολόγητο πλουτισμό) είναι απορριπτέα ως αόριστη, όπως ορθά έκρινε η εκκαλουμένη, γιατί η ενάγουσα δεν επικαλείται ειδικά, για την πληρότητα της βάσης αυτής, ακυρότητα ή άλλου είδους ανατροπή των αποτελεσμάτων της ένδικης σύμβασης πώλησης, στην οποία επιχειρείται η θεμελίωση της κύριας βάσης της αγωγής (Ολ.Α.Π. 2/2019, Ολ.Α.Π. 23/2003, Α.Π. 766/2014, Α.Π. 390/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένου ως αβάσιμου του πέμπτου λόγου της έφεσής της με τον οποίο ισχυρίζεται τα αντίθετα. Δ) Ως προς την εξωσυμβατική ευθύνη της εναγομένης ως κυρίας του πλοίου και με υπεγγυότητα αυτού μέχρι την αξία του για οφειλές συνδεόμενες με την οικονομική εκμετάλλευσή του, δηλαδή εκ του εφοπλισμού, στην οποία επιχειρείται θεμελίωση της πρώτης επικουρικής βάσης της αγωγής, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι το ελληνικό κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 εδάφ β’ Α.Κ. και του άρθρου 4 παρ. 4 του ανωτέρω 593/2008 Κανονισμού, ως το δίκαιο της χώρας που αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και με την οποία (χώρα) συνδέεται στενότερα η ενοχή, για τον ίδιο λόγο που αυτό συμβαίνει και στις ενοχές από σύμβαση, όταν αδρανήσει η βούληση των μερών (π.ρ.β.λ. σχετ. Γ. Μαριδάκη, Ιδ. Διεθνές Δίκαιο, παρ. 35, σ. 50, Εφ.Αθ. 10142/1981, Νο.Β. 30, 679, Εφ.Αθ. 14059/1988, Νο.Β. 38, 458, Εφ.Πειρ. 366/1998, Ε.Ν.Δ. 26,420). Τέτοιες δε ειδικές συνθήκες αποτελούν όχι μόνο η σημαία του πλοίου (η οποία εν προκειμένω είναι ελληνική) αλλά και η έδρα των εμπλεκόμενων μερών και ο τόπος σύναψης και εκτέλεσης των παραγωγικών της ευθύνης δικαιοπραξιών (ο οποίος επίσης εν προκειμένω βρίσκεται στην Ελλάδα), όπως και τυχόν υπάρχουσα συμφωνία του κυρίου του πλοίου και του εφοπλιστή, περί υπαγωγής τους στο δίκαιο ορισμένης πολιτείας (Α.Π. 384/2005, Ε.Εμπ.Δ. 2005, 375, Εφ.Πειρ. 262/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω όμως, σύμφωνα με το εφαρμοστέο ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, η ανωτέρω επικουρική βάση της αγωγής είναι μη νόμιμη, διότι, με βάση τα ιστορούμενα από την ενάγουσα, η εναγόμενη είναι πλοιοκτήτρια του άνω πλοίου και όχι κυρία του που έχει παραχωρήσει την οικονομική του εκμετάλλευση σε άλλον (εφοπλιστή), προκειμένου δε να θεμελιωθεί η κατ’ άρθρο 106 εδ. β’ Κ.Ι.Ν.Δ. ευθύνη του κυρίου του πλοίου εκ του εφοπλισμού δια του πλοίου και έως την αξία του, πρέπει να υφίσταται εφοπλισμός. Όμως στην ένδικη αγωγή δεν αναφέρονται περιστατικά εφοπλισμού του πλοίου, αλλά η εναγομένη ενάγεται ως πλοιοκτήτρια αυτού (για τη διάκριση μεταξύ των ανωτέρω εννοιών βλ. Α.Π. 1988/2014, Α.Π. 776/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 11/2009, Ε.Ν.Δ. 2009, 1, Α.Π. 5/2009, Δ.Ε.Ε. 2009, 800, Α.Π. 954/2004, Ε.Ν.Δ. 32, 342). Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως προς την άνω επικουρική βάση της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης, καθώς έπρεπε να δεχθεί ότι η βάση αυτή, σύμφωνα με τα ιστορούμενα στην αγωγή και τις προτάσεις της ενάγουσας, είναι μη νόμιμη, για το λόγο που προαναφέρθηκε. Επομένως, βάσιμα, καταρχήν, παραπονείται η ενάγουσα για την απόρριψη της αγωγής της ως απαράδεκτης λόγω μη τήρησης της προδικασίας ως προς την άνω επικουρική βάση με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της, ο οποίος, σημειωτέον, αφορά κεφάλαιο της εκκαλουμένης που εξετάζεται και αυτεπάγγελτα. Πλην όμως, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την ενάγουσα με τον άνω λόγο της έφεσής της, η εκκαλούμενη απόφαση δεν μπορεί να εξαφανιστεί κατά το ανωτέρω κεφάλαιό της, διότι η αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη κατά το κεφάλαιό της αυτό, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν και η εκκαλουμένη δεν επιδέχεται αντικατάσταση αιτιολογιών κατά το σχετικό μέρος της που απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη αντί ως μη νόμιμη. Και τούτο λόγω διαφορετικής έκτασης του δεδικασμένου, αλλά και διότι δεν πρέπει να καταστεί χειρότερη η θέση της εκκαλούσας με την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ως προς την άνω επικουρική βάση της που απορρίφθηκε ως απαράδεκτη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού το νόμω αβάσιμο είναι δυσμενέστερο του απαραδέκτου και δεν εξαφανίζεται η απόφαση λόγω κατ’ ουσίαν έρευνας (Α.Π. 940/2018, Α.Π. 2144/2013, δημοσ. areiospagos.gr, Εφ.Πειρ. 139/2020, Εφ.Πειρ. 701/2019, δημοσ. efeteio-peir.gr, Εφ.Αθ. 4489/2011, Επ.Εμπ.Δ. 2012, 216, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, 2015, αριθ. 2440, σ. 612). Περαιτέρω, η αγωγή είναι αρκούντος ορισμένη και νόμιμη ως προς την απομείνασα προς εξέταση κύρια βάση της από σύμβαση πώλησης, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 211, 212, 216, 291, 292 παρ. 1, 293, 317, 341 εδ. α’, 345 εδ. α’, 361, 513 επ, 713 ΑΚ, 111 παρ. 1 Εισ.Ν.Α.Κ, 70, 176 Κ.Πολ.Δ, 1 παρ. 1 Ν. 740/1977, 6 παρ. 1 Ν. 5422/1932, 1 Ν. 2842/2000 και 84 εδ. α’ Κ.Ι.Ν.Δ, πλην του παρεπομένου αιτήματος περί επιδικάσεως τόκων υπερημερίας με μηνιαίο επιτόκιο 2% (ήτοι 24% ετησίως), το οποίο είναι μη νόμιμο και απορριπτέο κατά το μέρος που υπερβαίνει το ανώτατο ποσοστό του τόκου υπερημερίας όπως αυτό ορίσθηκε με τις σχετικές αποφάσεις του Δ.Σ. της Ε.Κ.Τ. κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (άρθρο 3 παρ. 2 ν. 2842/2000) (και ανερχόταν συγκεκριμένα από 27-11-2014 έως 15-3-2016 σε ποσοστό 7,3% ετησίως και από 16-3-2016 και εντεύθεν σε ποσοστό 7,25% ετησίως), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174, 293, 294 του Α.Κ. και 109 του Εισ.Ν.Α.Κ, κατά τις οποίες κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη ως προς το υπερβάλλον, η δε περί ανώτατου θεμιτού ορίου τόκου ως άνω διάταξη είναι δημοσίας τάξεως και κάθε αντικείμενη προς αυτή συμφωνία είναι άκυρη και δεν μπορεί να καλυφθεί με αναγνώριση του υπόχρεου ή έμπρακτη καταβολή (Α.Π. 272/1994, Νο.Β. 1995, 57, Εφ.Πειρ. 276/2019, δημοσ. http://www.efeteio-peir.gr, Εφ.Αθ. 6029/1999, ΕλλΔνη 1999, 1625, Εφ.Θεσ. 1762/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, υπ’ άρθρο 294, αριθ. 1, Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, υπ’ άρθρο 294, αριθ. 1), απορριπτόμενων ως αβάσιμων των αντίθετων υποστηριζόμενων από την ενάγουσα με τον έκτο λόγο της έφεσής της.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, των υπ’ αριθ. .., … και ………/24-5-2018 ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων της εναγομένης ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………., που λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. …./21-5-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά ……….) και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και ορισμένα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, άσχετα αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι ανώνυμη ημεδαπή εταιρία, η οποία έχει ως αντικείμενο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας την εμπορία πετρελαιοειδών προϊόντων, μεταξύ άλλων και ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες ποντοπόρων πλοίων, ενώ είναι και κάτοχος της υπ’ αριθ. ………/18-2-2014 άδειας φορολογικής αποθήκης, της υπ’ αριθ. ………/27-3-2012 άδειας εγκεκριμένου αποθηκευτή καυσίμων, της υπ’ αριθ. …….. άδειας εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων κατηγορίας Ε, καθώς και άδειας εμπορίας αφορολόγητων ναυτιλιακών καυσίμων κατηγορίας Β1. Η εναγομένη είναι αλλοδαπή εταιρία, εδρεύουσα στα νησιά Marshall και είναι (και ήταν κατά τον κρίσιμο για την αγωγή χρόνο) πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία πλοίου « MV», με αριθμό ΙΜΟ …., κ.ο.χ. 81467, κ.κ.χ. 52687, ΔΔΣ …. Διαχειρίστρια του παραπάνω πλοίου είναι (και ήταν κατά τον κρίσιμο για την αγωγή χρόνο) η εταιρία «……..», που εδρεύει στη … Αττικής. Στις 30-10-2014 η εναγόμενη, μέσω της άνω διαχειρίστριας του πλοίου που ενεργούσε για λογαριασμό της (εναγομένης), απευθύνθηκε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σε τέσσερις εταιρίες που δραστηριοποιούνται ως ανεξάρτητοι έμποροι στη διακίνηση ναυτιλιακών καυσίμων [………….. (ενάγουσα) και «……….»] και ζήτησε να της αποστείλουν προσφορά για την πώληση σ’ αυτήν 300,00 μ.τ. ναυτιλιακών καυσίμων τύπου ΙFO 380 CST, προς παράδοσή τους στο άνω πλοίο στις 4-11-2014 στο λιμάνι του Πειραιά. Την πλέον συμφέρουσα προσφορά για την εναγόμενη (478 δολ. Η.Π.Α. / μ.τ. καυσίμων) έδωσε η εταιρία «………….» (μη διάδικος), η οποία επιβεβαίωσε αυθημερόν (ήτοι στις 30-10-2014) τη σχετική υπ’ αριθ. ……… παραγγελία της εναγομένης, αναφέροντας ότι η πληρωμή των καυσίμων έπρεπε να λάβει χώρα εντός 30 ημερών από την αποστολή του τιμολογίου της (είτε πρωτοτύπου, είτε με τέλεξ, είτε με φαξ). Προκειμένου να εκτελέσει την ανωτέρω παραγγελία η εταιρία «…………» απευθύνθηκε την ίδια ημέρα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην ενάγουσα και της ζήτησε να της αποστείλει προσφορά για την πώληση 300,00 μ.τ. ναυτιλιακών καυσίμων τύπου ΙFO 380 CST και την παράδοσή τους στο άνω πλοίο στις 4-11-2014 στο λιμάνι του Πειραιά. Τη σχετική παραγγελία της (υπ’ αριθ. …………) επιβεβαίωσε η ίδια την ίδια ημέρα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και η ενάγουσα την αποδέχτηκε αυθημερόν ηλεκτρονικά (βλ. την από 30-10-2014 ηλεκτρονική ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΩΛΗΣΗΣ ΚΑΥΣΙΜΩΝ – BUNKER SALE CONFIRMATION). Στο έγγραφο αυτό της ενάγουσας αναγράφονται ως αγοραστές «Πλοίαρχος και / ή ιδιοκτήτες και /ή ναυλωτές και / ή διαχειριστές του «MV» και /ή «…………», ως ημερομηνία παράδοσης των καυσίμων στο πλοίο η 4-11-2014, ως τόπος παράδοσης ο Πειραιάς, ως χρόνος πληρωμής 21 ημέρες από την ημερομηνία παράδοσης με πρωτότυπο τιμολόγιο και ως όρος ότι η πώληση θα διέπεται από τους ισχύοντες και ήδη γνωστούς στην αγοράστρια γενικούς όρους και προϋποθέσεις πωλήσεως ναυτιλιακών καυσίμων της πωλήτριας. Με το ίδιο έγγραφο η τελευταία καλεί, εκτός άλλων, την αντισυμβαλλομένη της να την ενημερώσει σε περίπτωση που αγνοεί τους ανωτέρω όρους της και την ενημερώνει για τα στοιχεία του τοπικού πράκτορα του πλοίου (εταιρία «………..»)]. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 31-10-2014 η ενάγουσα – η οποία είχε λάβει από την άνω πράκτορα του πλοίου τις αναγκαίες πληροφορίες για τον συμφωνηθέντα άνω εφοδιασμό του – υπέβαλε προς το Τελωνείο Κορίνθου – Κλιμάκιο Αγίων Θεοδώρων δήλωση εφοδιασμού του με καύσιμα προερχόμενα από τη φορολογική αποθήκη της. Ακολούθως, στις 5-11-2014, δια της φορτηγίδας «M», η ενάγουσα παρέδωσε ως φυσική προμηθεύτρια στο άνω πλοίο «MV», ενώ αυτό βρισκόταν στη ράδα του λιμένος Πειραιά, 298,666 μετρικούς τόνους του άνω πωληθέντος ναυτιλιακού καυσίμου και εξέδωσε σχετικά το υπ’ αριθ. …./5-11-2014 δελτίο αποστολής, στο οποίο όμως δεν γινόταν αναφορά σε οποιοδήποτε όρο της ή παραπομπή σε οποιουσδήποτε γενικούς όρους της, που να υποδηλώνουν απευθείας σχέση του εφοδιαζόμενου πλοίου με αυτή. Το άνω δελτίο αποστολής υπέγραψε κατά την παραλαβή των ανωτέρω καυσίμων από το άνω πλοίο ο Α’ Μηχανικός αυτού …………., θέτοντας την υπογραφή του υπό τη σφραγίδα του πλοίου, γεγονός που συνάγεται από την αντιπαραβολή των υπογραφών που φέρει το άνω δελτίο αποστολής και η από 9-5-2018 ενυπόγραφη δήλωση του άνω Α’ Μηχανικού που προσκομίζει με επίκληση η εναγόμενη (υπογραφών που οφθαλμοφανώς προσομοιάζουν σε σημαντικό βαθμό), άποψη που ενισχύεται από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρός της ……. (Διευθυντή του Τμήματος Επιχειρήσεων αυτής, ο οποίος εκ της ιδιότητάς του βεβαιώνει ότι είχε ιδίαν αντίληψη των υπογραφών του άνω Α’ Μηχανικού του πλοίου και του τότε πλοιάρχου του …………) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, σύμφωνα με τα οποία, κατά τις πετρελεύσεις των πλοίων η πάγια πρακτική στην παγκόσμια ναυτιλία είναι να παραλαμβάνει τα καύσιμα ο Α’ Μηχανικός (ως προϊστάμενος επιστασίας της μηχανής και έχων το γενικό πρόσταγμα και την τελική ευθύνη για ότι συμβαίνει στο μηχανοστάσιο) και να θέτει την υπογραφή του και τη σφραγίδα του πλοίου στα αντίστοιχα δελτία αποστολής που του δίδονται (καθώς, με βάση τις ειδικές γνώσεις που διαθέτει λόγω της ειδικότητάς του, έχει εκ του νόμου και από τη σύμβαση ναυτικής εργασίας του εξουσιοδότηση από την πλοιοκτήτρια να ελέγχει ότι παραδίδονται στο πλοίο τα συμφωνηθέντα από πλευράς ποιότητας και ποσότητας καύσιμα, όχι όμως και να αντιπροσωπεύει και δεσμεύει την τελευταία κατά την κατάρτιση των σχετικών συμβάσεων με τρίτους προμηθευτές). Από κανένα δε στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο ανωτέρω Α’ Μηχανικός είχε λάβει προηγουμένως τέτοια εξουσιοδότηση από τον πλοίαρχο, ο οποίος έχει εκ του νόμου αντιπροσωπευτική εξουσία για τη σύναψη δικαιοπραξιών για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας για την ανάληψη της ανωτέρω ή οποιασδήποτε άλλης συμβατικής υποχρέωσης (άρθρο 84 του Κ.Ι.Ν.Δ.). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι σχεδόν αμέσως μετά την ένδικη πετρέλευση στις 5-11-2014, η πωλήτρια των καυσίμων «……….» πτώχευσε και εξ αυτού του λόγου δεν εξέδωσε σε χρέωση της εναγομένης το αντίστοιχο τιμολόγιο πώλησης για τα άνω ναυτιλιακά καύσιμα που παρέδωσε η ενάγουσα στο άνω πλοίο, όπως δεν πλήρωσε και την ενάγουσα (φυσική προμηθεύτρια των καυσίμων στο πλοίο), από την οποία τα είχε αγοράσει για να τα μεταπωλήσει στην εναγόμενη. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι, ενώ η εναγόμενη ανέμενε την έκδοση και αποστολή τιμολογίου από την «……….», προκειμένου εντός 30 ημερών να προβεί στην πληρωμή του τιμήματος των ανωτέρω καυσίμων, πληροφορήθηκε στις 7-11-2014 ότι η εδρεύουσα στη Δανία εταιρία «……….» (που ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη εισηγμένη στο χρηματιστήριο εταιρία της Δανίας), μητρική του ομίλου «…………..», είχε καταθέσει αίτηση πτώχευσης λόγω αιφνίδιας κατάρρευσης όλου του ομίλου (από τους ισχυρότερους στην εμπορία ναυτιλιακών καυσίμων παγκοσμίως), συνέπεια της οποίας ήταν η πτώχευση και της «…….». Στη συνέχεια τέθηκε υπ’ όψιν της εναγομένης από την τράπεζα «…….., ότι είχαν εκχωρηθεί στην τελευταία – δυνάμει σύμβασης εξασφάλισης που είχε συναφθεί στις 19-12-2013, αφενός μεταξύ της «………» και αφετέρου διαφόρων εταιριών του ομίλου «………..» (μεταξύ των οποίων και η «………….») – όλες οι εκκρεμείς απαιτήσεις των εταιριών του ομίλου αυτού και της ζητήθηκε να καταβάλλει το τίμημα της επίδικης πετρέλευσης απευθείας στην άνω τράπεζα. Ενόψει όμως του ότι, μετά και την έγερση αξιώσεων από την ενάγουσα για την πληρωμή του επίδικου τιμολογίου, δεν ήταν σαφές για την εναγόμενη ποιός ήταν τελικά δικαιούχος του, η τελευταία κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 3-8-2016 και με ΓΑΚ .. και ΕΑΚ …/2016 ανακοίνωση δίκης κατά της «…….» και της «………», την οποία επέδωσε στις καθ’ ων και την κοινοποίησε και στην ενάγουσα (βλ. σχετ. τις υπ’ αριθ. …/26-10-2016, …./26-10-2016 και …./8-9-2016 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……….) και παράλληλα προσέφυγε στο Περιφερειακό Δικαστήριο Νότιας Περιφέρειας της Νέας Υόρκης Η.Π.Α, σύμφωνα με τη διαδικασία διακανονισμού απαιτήσεων (interpleader proceedings) κατά το δικονομικό δίκαιο των Η.Π.Α. και στις 6-11-2015 κατέθεσε στη γραμματεία του ανωτέρω Δικαστηρίου επιταγή 151.328,09 δολ. Η.Π.Α. για όποιο μέρος κριθεί ότι δικαιούται την πληρωμή της αξίας των επιδίκων καυσίμων, ενημερώνοντας σχετικά την ενάγουσα και καλώντας τη να συμμετέχει στη σχετική διαδικασία (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. …/31-5-2016 έκθεση επίδοσης του ίδιου άνω Δικαστικού Επιμελητή). Πλην όμως η ενάγουσα, επιλέγοντας να διεκδικήσει την πληρωμή του τιμήματος των επιδίκων καυσίμων από την εναγόμενη, απέστειλε σ’ αυτή το υπ’ αριθ. Α-…./7-11-2014 σχετικό τιμολόγιο πώλησης (Bunkering Invoice), το οποίο εξέδωσε σε χρέωση «Πλοιάρχου και / ή ιδιοκτητών και /ή ναυλωτών και / ή διαχειριστών του «MV» και / ή «…………..» (η οποία είναι η μόνη που κατονομάζεται σ’ αυτό ως πελάτης, ενώ η εναγόμενη δεν κατονομάζεται ως τέτοια ούτε στην προηγηθείσα από 30-4-2014 επιβεβαίωση πώλησης καυσίμων της ενάγουσας). Σύμφωνα δε με το άνω τιμολόγιο (το οποίο, σημειωτέον, είναι σε απόλυτη αντιστοιχία με την ανωτέρω υπ’ αριθ. ……….. εντολή αγοράς καυσίμων της «…….» προς την ενάγουσα) παραδόθηκαν στις 5-11-2014 στο M/V πλοίο «MV», 298,666 μετρικοί τόνοι καυσίμου τύπου FUEL OIL 380 CST, συνολικού τιμήματος 141.209,28 δολαρίων Η.Π.Α, καταβλητέου στις 26-11-2014. Δηλαδή οι πωληθείσες ποσότητες καυσίμων από την ενάγουσα στην «………..» συμπίπτουν με τις ένδικες ποσότητες καυσίμων που παραδόθηκαν στο πλοίο της εναγομένης πλοιοκτήτριας και κατά την αγωγή φέρεται να πώλησε στην τελευταία η ενάγουσα, όπως συμπίπτουν και επιμέρους στοιχεία των πωλήσεων αυτών, όπως το πλοίο που εφοδιάσθηκε με τα ανωτέρω καύσιμα, η ημερομηνία εφοδιασμού και ο φυσικός προμηθευτής των καυσίμων (ενάγουσα). Το γεγονός αυτό οδηγεί κατά λογική ακολουθία στο σύμφωνο με όσα προαναφέρθηκαν συμπέρασμα ότι, προκειμένου να ανεφοδιασθεί το ανωτέρω πλοίο με καύσιμα κατά την παραμονή του στη ράδα Πειραιά κατά τον κρίσιμο για την αγωγή χρόνο (4/5-10-2014), η πλοιοκτήτρια αυτού εναγόμενη, η οποία ήταν υπόχρεη για την πληρωμή των καυσίμων, ανέθεσε τον ανωτέρω εφοδιασμό – μέσω της διαχειρίστριας του πλοίου της εταιρίας «…….», που ενεργούσε στο όνομα και για λογαριασμό της (εναγομένης) – στην εταιρία «………..» και ότι η τελευταία, προκειμένου να εκτελέσει την άνω παραγγελία της εναγομένης, αγόρασε από την ενάγουσα τα καύσιμα και υπέδειξε στην τελευταία να τα παραδώσει στο άνω πλοίο. Σημειωτέον δε ότι και η ενάγουσα, προκειμένου να εκτελέσει την άνω αναληφθείσα παραγγελία από την «………», αγόρασε ανάλογη ποσότητα καυσίμων από την εταιρία «………..», η οποία φόρτωσε τα άνω καύσιμα στη φορτηγίδα «M.» και εξέδωσε στο όνομα της ενάγουσας αντίστοιχο δελτίο αποστολής (υπ’ αριθ. ………./1-11-2014) για ποσότητα 298,666 μετρικών τόνων καυσίμων τύπου FUEL OIL 380 CST, τα οποία φορτώθηκαν από το διυλιστήριό της στους Αγ. Θεοδώρους Κορινθίας την 1-11-2014 από ώρα 15:25 έως ώρα 16:45, με προορισμό το άνω πλοίο. Στη συνέχεια, η ενάγουσα πώλησε τα καύσιμα αυτά στην «……… ……..», η οποία με τη σειρά της τα μεταπώλησε στην εναγόμενη, κατά τα προαναφερθέντα. Η διαφορά του τιμήματος μεταξύ των ανωτέρω πωλήσεων που έλαβαν χώρα στις 30-10-2014 (478,00 δολ. Η.Π.Α. / μ.τ. πώλησε τα καύσιμα η «………» στην εναγόμενη, ενώ τα είχε αγοράσει 472,80 δολ. Η.Π.Α. / μ.τ. από την ενάγουσα) προφανώς αποτέλεσε το κίνητρο για να εμπλακεί η ενδιάμεση έμπορος «………..» στον επίδικο εφοδιασμό του πλοίου της εναγομένης, προσφέροντας σ’ αυτήν πιο συμφέρουσα τιμή από την ενάγουσα, κατά τα προαναφερθέντα. Όμως η κατονομαζόμενη στο άνω τιμολόγιο οφειλέτρια και αντισυμβαλλομένη της ενάγουσας στην ένδικη σύμβαση πώλησης εταιρία «…………» δεν πλήρωσε την οφειλή της από το άνω τιμολόγιο. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι το παρόν Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του αυτεπαγγέλτως, κατ’ άρθρο 336 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία γνωρίζει και από προηγούμενες δικαστικές ενέργειές του: Η προαναφερόμενη εταιρία «……..» ήταν μέλος του ομίλου εταιριών της δανέζικης εταιρείας «……….», η οποία υπήρξε από τους μεγαλύτερους διεθνείς εμπόρους ναυτιλιακών καυσίμων, μέχρι την άνω πτώχευσή της στις 7-11-2014. Στον όμιλο αυτό ανήκε πλήθος εταιριών, που έδρα είχαν σε διάφορες χώρες και ανελάμβαναν την υποχρέωση να εφοδιάζουν, σε εκτέλεση συμβάσεων πώλησης, πλοία με καύσιμα, τα οποία είχαν προηγουμένως αγοράσει από άλλους, κατά τόπους προμηθευτές ναυτιλιακών καυσίμων, οι οποίοι είχαν θέση βοηθού εκπληρώσεως. Η εμπορική αυτή συνεργασία συνίστατο κάθε φορά στην αγορά εκ μέρους μίας από τις εταιρίες του ομίλου από τους κατά τόπους προμηθευτές – πωλητές (όπως εν προκειμένω από την ενάγουσα) ορισμένης ποσότητας καυσίμων, αντί συμφωνημένου τιμήματος, καταβλητέου εντός συγκεκριμένης προθεσμίας από την παράδοσή τους. Τα καύσιμα, στα οποία εκάστη σύμβαση αφορούσε, ήταν πάντοτε παραδοτέα από την εκάστοτε πωλήτρια (τοπική προμηθεύτρια) σε συγκεκριμένη ημερομηνία, σε συγκεκριμένο λιμένα και σε συγκεκριμένο πλοίο, και στο μεσοδιάστημα μεταπωλούντο από την εκάστοτε αντισυμβαλλομένη της εταιρία του ανωτέρω ομίλου – αγοράστρια αυτών στον πλοιοκτήτη, εφοπλιστή, ναυλωτή, ή στον καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκμεταλλευόμενο το πλοίο για τον ανεφοδιασμό του οποίου προορίζονταν τα αγορασθέντα καύσιμα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, μετά την παράδοση των επιδίκων καυσίμων στις 5-11-2014 και την πτώχευση στις 7-11-2014 της εταιρίας «………..», η ενάγουσα απέστειλε στην εναγόμενη το προαναφερθέν υπ’ αριθ. Α-………/7-11-2014 τιμολόγιο, επικαλούμενη παράλληλα σε ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail) που της έστειλε στις 7-11-2014, την κακή πορεία των εργασιών της «………» και τη δήθεν συναίνεση της τελευταίας στο να γίνει απευθείας η πληρωμή της (ενάγουσας) απ’ αυτήν (εναγόμενη), χωρίς όμως να κοινοποιήσει το e-mail αυτό στην «………….» και να κατονομάσει στο άνω τιμολόγιο το όνομα της εναγομένης και της άνω διαχειρίστριας του πλοίου, οι οποίες, σημειωτέον, ουδέποτε υπέγραψαν ή αποδέχθηκαν το άνω τιμολόγιο. Κατόπιν όλων αυτών αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα, στο πλαίσιο ξεχωριστής σύμβασης που συνήψε με την «……….. ………», πώλησε τα καύσιμα στην τελευταία, η οποία, δυνάμει αυτοτελούς σύμβασης, τα πώλησε στην εναγόμενη. Ειδικότερα, στις 30-10-2014 καταρτίστηκαν δυο αυτοτελείς μεταξύ τους συμβάσεις πώλησης καυσίμων για το ένδικο πλοίο, που όμως αφορούσαν την ίδια ποσότητα καυσίμων, και ειδικότερα, η μια σύμβαση καταρτίστηκε μεταξύ της «………….» ως πωλήτριας και της εναγομένης πλοιοκτήτριας του πλοίου ως αγοράστριας και η δεύτερη μεταξύ της ενάγουσας ως πωλήτριας και της «…………» ως αγοράστριας. Σημειωτέον ότι η κατάρτιση των άνω διαδοχικών συμβάσεων είναι καθόλα επιτρεπτή, σύμφωνα με την παρ. 9 του άρθρου 6 ν. 3054/2002, στο οποίο ορίζεται ότι «Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η κατάρτιση συμβάσεων πωλήσεως ναυτιλιακών καυσίμων, είτε απευθείας με το διαχειριζόμενο το πλοίο, είτε με άλλο πρόσωπο που συνδέεται συμβατικά με αυτόν, υπό την προϋπόθεση ότι η παράδοση των προϊόντων αυτών θα γίνεται στο πλοίο με ευθύνη και παραστατικά παράδοσης αποκλειστικά των κατόχων άδειας εμπορίας, οι οποίοι θα εκδίδουν τα παραστατικά πώλησης προς τον διαχειριζόμενο το πλοίο ή τον συνδεόμενο συμβατικά με αυτόν». Κατά τη διεθνώς ακολουθούμενη ναυτιλιακή πρακτική οι πλοιοκτήτριες ή οι διαχειρίστριες των πλοίων, για να εφοδιάσουν τα πλοία των πρώτων με καύσιμα, συνάπτουν συμβάσεις αγοραπωλησίας με εταιρίες εμπορίας πετρελαιοειδών, οι οποίες ονομάζονται «bunker traders» και είναι μεταπωλητές, ενώ μόνο αυτή που βρίσκεται στην κορυφή της αλυσίδας συνδέεται συμβατικά με σχέση πώλησης με την πλοιοκτήτρια και σε κάποιες περιπτώσεις κάποιος μεταπωλητής παραδίδει τα καύσιμα ως βοηθός εκπλήρωσης (physical supplier) και για λογαριασμό της εταιρίας που συμβάλλεται με την πλοιοκτήτρια ως τελική μεταπωλήτρια. Αποδεικνύεται επομένως ότι δεν υπάρχει συμβατικός δεσμός της ενάγουσας με την εναγομένη από την ένδικη σύμβαση πώλησης, καθώς και ότι η εναγομένη ουδέποτε αντιπροσωπεύτηκε ή αποδέχθηκε ή ενέκρινε τη σύμβαση αγοραπωλησίας ναυτιλιακών καυσίμων που καταρτίστηκε κατά τα ανωτέρω μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρίας «……….». Ειδικότερα, δεν υπάρχει καμία απόδειξη περί του ότι η τελευταία, κατά την κατάρτιση της ένδικης πώλησης, ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης πλοιοκτήτριας, μόνη δε η έκδοση του προαναφερθέντος τιμολογίου πώλησης της ενάγουσας, με αναφορά σε αυτό ως υπόχρεων «Πλοιάρχου και / ή ιδιοκτητών και /ή ναυλωτών και / ή διαχειριστών του «MV» και / ή «….», χωρίς να κατονομάζεται η εναγόμενη και χωρίς γνώση της για τη μεταξύ ενάγουσας και «……..» σύμβαση πώλησης, δεν αποτελεί απόδειξη περί του αντιθέτου και δεν δεσμεύει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την εναγόμενη. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η εδρεύουσα στη ………. Αττικής εταιρία «……….», υπέβαλε, δηλώνοντας πράκτορας του άνω πλοίου που εκτελεί πλόες εξωτερικού, τη σχετική με τον ως άνω εφοδιασμό του αίτηση πετρέλευσης, καθόσον η ενέργεια αυτή έλαβε χώρα στα πλαίσια των αναγκαίων διατυπώσεων σχετικά με την προσέγγιση του πλοίου στον Πειραιά και τον εφοδιασμό του με καύσιμα και προκειμένου να τηρηθούν οι τελωνειακές διατυπώσεις, όχι δε προς το σκοπό κατάρτισης δικαιοπραξίας στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι το ένδικο ως άνω δελτίο αποστολής, το οποίο εξέδωσε η ενάγουσα, το υπέγραψε ο πλοίαρχος του πλοίου και όχι ο πρώτος μηχανικός και επιχειρεί να θεμελιώσει με τον ισχυρισμό αυτό αντιπροσώπευση της εναγομένης πλοιοκτήτριας από τον πλοίαρχο στην κατάρτιση σύμβασης για την υποχρέωση καταβολής του τιμήματος των πωληθέντων καυσίμων από την πλοιοκτήτρια. Όμως ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, το δελτίο αποστολής υπεγράφη από τον Α’ μηχανικό και όχι από τον Πλοίαρχο, ο δε Α’ μηχανικός έχει αρμοδιότητα να υπογράφει το δελτίο αποστολής μόνο όσον αφορά στην υλική πράξη της παραλαβής των καυσίμων και τη διαπίστωση της συμφωνηθείσας ποσότητας και ποιότητας αυτών που παραλαμβάνονται, χωρίς να έχει την εξουσιοδότηση να αναλαμβάνει για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας την ανάληψη συμβατικών υποχρεώσεων έναντι τρίτων. Η υπογραφή δε του άνω δελτίου αποστολής από τον Α’ Μηχανικό δεν έχει ως έννομη συνέπεια την ανάληψη από την εναγομένη πλοιοκτήτρια αυτοτελούς συμβατικής υποχρέωσης έναντι της ενάγουσας για την πληρωμή του τιμήματος των πωληθέντων και παραδοθέντων ναυτιλιακών καυσίμων. Σε κάθε περίπτωση, δεν αποδεικνύεται ότι ο Α’ μηχανικός ενήργησε κατά την ανωτέρω υπογραφή ως αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας, ούτε ως εξουσιοδοτημένο από αυτήν ή τον πλοίαρχο πρόσωπο για την ανάληψη υποχρέωσης καταβολής του ένδικου τιμήματος, αντίθετα αποδεικνύεται ότι ενήργησε μόνο στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του για την παραλαβή των καυσίμων. Περαιτέρω, από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται βάσιμος ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι κατά το χρόνο που έγινε η παραγγελία των καυσίμων και πριν αυτά παραδοθούν, η ίδια (ενάγουσα) είχε καταστήσει γνωστούς στην εναγόμενη τους γενικούς όρους των πωλήσεών της, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ρητή μνεία ότι η εναγόμενη είναι συνυπόχρεη για την καταβολή του οφειλομένου τιμήματος. Σε κάθε περίπτωση, η σύμβαση που συνήψε η ενάγουσα με την «……….» δεν αφορά και κυρίως δεν δεσμεύει την εναγόμενη χωρίς δική της διαπραγμάτευση ως προς τους όρους της διακριτής αυτής σύμβασης, στην οποία η εναγομένη δεν υπήρξε αντισυμβαλλόμενη. Επίσης, δεν αποδεικνύεται ότι οι διάδικοι μεταξύ τους ή η αντισυμβαλλομένη της ενάγουσας «…………» με την εναγομένη είχαν προβεί μεταξύ τους σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση, συνεννόηση ή συμφωνία ή εκπροσώπηση της μιας από την άλλη, ώστε η εναγομένη να γνωρίζει τους όρους πώλησης και εν γένει συναλλαγών της ενάγουσας, ούτε είχε οιονδήποτε λόγο να τους γνωρίζει, ούτε και ετέθησαν σε γνώση της πριν την παραλαβή των καυσίμων. Ακολούθως, δεν αποδείχθηκε ότι η αντισυμβαλλομένη της ενάγουσας στην ένδικη σύμβαση πώλησης, δηλαδή η «……………», κατά την κατάρτιση αυτής ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης, ώστε να επέρχονται τα αποτελέσματα της σύμβασης αμέσως υπέρ και κατά αυτής (εναγομένης). Τέτοια σχέση δεν αποδεικνύεται από κανένα στοιχείο, μόνη δε η έκδοση του τιμολογίου πώλησης της ενάγουσας με την γενική και αόριστη αναφορά μεταξύ των υπόχρεων, των πλοιοκτητών (χωρίς αυτοί να κατονομάζονται), μονομερώς και χωρίς γνώση της εναγομένης πλοιοκτήτριας, δεν αρκεί και δεν την δεσμεύει. Ειδικότερα, ουδόλως δημιουργεί συμβατικό δεσμό και εξ αυτού συμβατική ευθύνη της εναγομένης μόνη η έκδοση και αποστολή του τιμολογίου πώλησης της ενάγουσας στην εναγόμενη, χωρίς μάλιστα να απευθύνεται αυτό ονομαστικά στην τελευταία, απορριπτομένων των αντιθέτων ισχυρισμών της ενάγουσας, ως αβασίμων. Τέλος, ουδόλως απεδείχθη ότι η «……. ……..» ενήργησε ως μεσίτης ναυτιλιακών καυσίμων κι όχι ως πωλήτρια, όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα με το δεύτερο λόγο έφεσης, επικαλούμενη για να στηρίξει τον ισχυρισμό της αυτόν ότι η εταιρία αυτή δεν είχε άδεια εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων. Ο ισχυρισμός της αυτός όσον αφορά την «………….» τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος και αντίθετος στα άρθρα 6 παρ. 9 και 4 παρ 1, 16 και 17 Ν. 3054/2002, καθώς αποδείχθηκε ότι η ως άνω εταιρία νόμιμα πώλησε καύσιμα με βοηθό εκπλήρωσης την ενάγουσα που είναι εφοδιασμένη με τη σχετική άδεια, ενώ σε κάθε περίπτωση ακόμη κι αν η «…….» είχε πωλήσει καύσιμα στην αγοράστρια κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας, τυχόν ακυρότητα της σύμβασης πώλησης μεταξύ αυτής και της πλοιοκτήτριας δεν θα καθιστούσε την ενάγουσα αντισυμβαλλόμενη της πλοιοκτήτριας εναγομένης. Όσον αφορά δε στην άνω εταιρία «…………», η εταιρία αυτή καμία συμμετοχή δεν είχε στην κατάρτιση της ένδικης σύμβασης, παρά μόνο διεκπεραίωσε τις διατυπώσεις που απαιτούνταν για να καταστεί δυνατή η παραλαβή των καυσίμων και δήλωσε ρητά στην αίτηση για την ένδικη πετρέλευση ότι ενεργεί για το υπό πρακτόρευσή της πλοίο, η αίτηση δε αυτή αφορούσε αποκλειστικά στις διατυπώσεις της πετρέλευσης και προς τούτο γινόταν κατόπιν εντολής των πλοιοκτητών / ναυλωτών και πάντοτε σύμφωνα με τις τελικές οδηγίες του πλοιάρχου, ενώ δεν είχε πληρεξουσιότητα ή εντολή υπό την άνω ιδιότητά της να συνάψει για λογαριασμό της εναγομένης οποιαδήποτε σύμβαση μεταξύ αυτής και τρίτων, όπως η ενάγουσα. Επομένως, στο βαθμό που η αγωγή εδράζεται στις διατάξεις περί αντιπροσώπευσης για τη θεμελίωση συμβατικής ευθύνης της εναγομένης ως αγοράστριας των επιδίκων καυσίμων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Ακόμη όμως κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η «………..» ήταν μεσίτης καυσίμων, στην προκειμένη περίπτωση δεν ενήργησε ως μεσίτης, αφού οι ενέργειές της δεν περιορίστηκαν στο να υποδείξει στην ενάγουσα ή στην εναγομένη ευκαιρία για σύναψη σύμβασης (εν προκειμένω αγοραπωλησίας καυσίμων), όπως συμβαίνει στη σύμβαση μεσιτείας (άρθρο 703 Α.Κ.), αλλά αγόρασε η ίδια από την ενάγουσα τα ένδικα καύσιμα με σκοπό μεταπώλησης. Σε καμία δε περίπτωση ο μεσίτης δεν ενεργεί ως αντιπρόσωπος του ενδιαφερόμενου να καταρτίσει σύμβαση, ούτε συμβάλλεται για λογαριασμό του, παρά μόνο εάν έχει ειδική προς τούτο πληρεξουσιότητα, οπότε εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις περί πληρεξουσιότητας και αντιπροσώπευσης και όχι αυτές της μεσιτείας. Κατόπιν όλων αυτών η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία, αν και με ελλιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), έκρινε όμοια και απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσία την κύρια βάση της αγωγής από σύμβαση πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους της έφεσής της κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα. Ακολούθως, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, ενώ, πρέπει να διαταχθεί, λόγω της ήττας της εκκαλούσας και σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που αυτή προκατέβαλε κατά την κατάθεση της έφεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την από 27-3-2019 και με Γ.Α.Κ. …. και Ε.Α.Κ. …/28-3-2019 έφεση κατά της με αριθ. 616/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τμήμα ναυτικό – τακτική διαδικασία).
Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσία.
Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ. Και Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα, με κωδικό ………, e – παραβόλου άσκησης έφεσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 21 Οκτωβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ