Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 666/2020

Αριθμός    666/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινομένη με αριθμό ………../2020 έφεση κατά της με αριθμό 3164/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 614 αρ.3 και 621 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό ……../2017 αγωγής του ηττηθέντος ενάγοντος ήδη εκκαλούντος κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης αφού δεν προκύπτει επίδοση της ούτε οι διάδικοι επικαλούνται τέτοια (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επισημαίνεται  ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 4055/2012, δε χρειάζεται  για το παραδεκτό της η κατάθεση παραβόλου σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔικ, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το αρθ. 12 παρ.2 του ν. 4055/2012, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Επομένως, η έφεση νόμιμα φέρεται στο Δικαστήριο αυτό που  είναι αρμόδιο για την  εκδίκασή της (αρ. 19 Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το αρθ. 4 παρ.2 του ν. 3994/2011 σε συνδ. με το άρθ. 72 παρ.13 του ίδιου νόμου και άρθρο 51 παρ. 6α ν.2172/1993), και πρέπει να ερευνηθεί  περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την προαναφερθείσα ειδική διαδικασία που εφάρμοσε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  (αρθ. 533 παρ.1, 621 επ ΚΠολΔικ ).

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε την προαναφερθείσα αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στην οποία εξέθετε  ότι δυνάμει  διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν μεταξύ αυτού και της  εναγομένης και ήδη εκκαλούσας στον Πειραιά, αυτός προσελήφθη και ναυτολογήθηκε αρχικώς στις 9.12.2015 υπό την ειδικότητα του Α` Μηχανοδηγού στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό οχηματαγωγό μεσογειακό πλοίο «S», αριθµού νηολογίου Πειραιώς ………., ολικής χωρητικότητας 30.902 κόρων, αντί των καθοριζοµένων στις οικείες Σ.Σ.Ν.Ε είτε πληρωµάτων Επιβατηγών Μεσογειακών τουριστικών Πλοίων είτε Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών όρων και αποδοχών (καθόσον το εν λόγω πλοίο εκτελούσε τόσο µεσογειακούς, όσο και ακτοπλοϊκούς πλόες), υπηρέτησε δε στο εν λόγω πλοίο από 9.12.2015 έως 23.5.2016, 24.6.2016 έως 26.4.2017, 12.5.2017 έως 14.8.2017 και από 15.9.2017 έως 22.9.2017, οπότε η σύµβασή του λύθηκε «αµοιβαία συναινέσει». Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολόγησής του, µε συµφωνία που καταρτίστηκε µεταξύ αυτού και του πλοιάρχου του πλοίου, ανέλαβε πέραν των καθηκόντων του µηχανοδηγού Α’ και όλα τα καθήκοντα του υδραυλικού, προκειµένου να καλυφθούν οι πάγιες και διαρκείς ανάγκες του πλοίου, απασχολούµενος, προς εκτέλεση των καθηκόντων αυτών, καθηµερινώς υπερωριακά επί 8 ώρες κατά µέσον όρο, ήτοι πέραν του νοµίµου ωραρίου εντός του οποίου εκτελούσε καθήκοντα µηχανοδηγού. Ότι η εναγοµένη κατέβαλε σ’ αυτόν µόνο την αµοιβή για την εκτέλεση των καθηκόντων του µηχανοδηγού, χωρίς να του καταβάλει πρόσθετη αµοιβή για την ειδικότητα του υδραυλικού, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 14.059,28 ευρώ, κατά τα χρονικά διαστήµατα που το επίδικο πλοίο εκτελούσε µεσογειακούς πλόες και το ποσό των 30.996,19 ευρώ, ως ειθισµένο µισθό επί των ακτοπλοϊκών πλόων, διότι δεν προβλέπεται ειδικότητα υδραυλικού στις αντίστοιχες ΣΣΝΕ, ο οποίος ισούται µε τον καταβαλλόµενο στον υδραυλικό επί µεσογειακών πλόων µισθό, άλλως και επικουρικώς (οµοίως για τα χρονικά διαστήµατα που το πλοίο εκτελούσε µόνον ακτοπλοϊκούς πλόες) το ποσό των 27.883,20 ευρώ, ως υπερωριακή απασχόληση οκτώ (8) ωρών πέραν του νοµίµου ωραρίου, υπολογιζόµενου όµως βάσει των αποδοχών του µηχανοδηγού Α’, κατά τα ειδικότερα αναλυτικώς αναφερόµενα στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων αιτήθηκε, µε απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, να υποχρεωθεί η εναγοµένη να του καταβάλει το ποσό των 45.055,47 ευρώ, άλλως 41.942,48 ευρώ µε το νόµιµο τόκο από 22.9.2017 (ηµεροµηνία απόλυσης), άλλως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθεί αυτή στα δικαστικά του έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τα άρθρα 16§1 περ. 3 και 25§2 Κ.Πολ.Δ. άρθρο 51 § 3Α του Ν. 2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα, των εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3 στοιχ. α και 621 επ. Κ.Πολ.Δ). Στη συνέχεια έκρινε ορισμένη την αγωγή αλλά απέρριψε ως νόμω αβασιμα τα αιτήματα της κύρια βάσης της αγωγής περί καταβολής πλήρους µισθού επί των καθηκόντων υδραυλικού καθ’ ο χρόνο το επίδικο πλοίο εκτελούσε τόσο µεσογειακούς όσο και ακτοπλοϊκούς πλόες διότι έκρινε ότι ο ενάγων δεν ανέφερε με το δικόγραφο της αγωγής (αλλά μόνο με τις προτάσεις του) ότι παράλληλα με τα καθήκοντα του μηχανοδηγού εντός του ωραρίου του εκτελούσε παράλληλα και καθήκοντα υδραυλικού αλλά ότι τα εκτελούσε μόνο κατά την υπερωριακή του απασχόληση, και ότι σε κάθε περίπτωση οι υδραυλικές εργασίες όταν το πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια περιλαμβάνονταν στα εργασιακά του καθήκοντα σύμφωνα με ρητό άρθρο της σχετική σσνε αφού αυτός ως μηχανοδηγός ήταν βοηθός των αξιωματικών του μηχανοστασίου και επομένως εκτελούσε στο πλαίσιο της εργασία του τα καθήκοντα αυτά. Αντίθετα έκρινε νόμιμη την επικουρική βάση με την οποία ο ήδη εκκαλών αιτείτο υπηρεσίες υδραυλικού στα πλαίσια καθηκόντων μηχανοδηγού α’ εργαζόμενος υπερωριακά αλλά την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη δεχόμενο ότι ο εκκαλών εξοφλήθηκε με την καταβολή των εκτάκτων αμοιβών, όπως ισχυρίστηκε η ήδη εφεσίβλητη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα ο ενάγων και ήδη εκκαλών για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων με τους διαλαμβανόμενους στο δικόγραφο της κρινόμενης έφεσης λόγους, και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει στο σύνολό της δεκτή η αγωγή του στην ουσία της.

Από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 του Συντάγματος, 3, 189, 192, 193, 361, 648, 651 έως 653 και 659 ΑΚ και 53 του ΚΙΝΔ συνάγεται ότι η αρχή της αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως, σε μέτρο που δεν περιορίζεται από κανόνες δημοσίας τάξεως, ισχύει και στο πεδίο της ναυτικής εργασίας, γι αυτό και μπορεί, με τη σύμβαση ναυτολογήσεως, να συνομολογηθεί έγκυρα ότι ο ναυτικός θα παρέχει, μέσα στα νόμιμα χρονικά όρια, περισσότερες από μία εργασίες, για τις οποίες, αν είναι αυτοτελείς και διαφορετικές η μία από την άλλη, δικαιούται να λαμβάνει, κατ` ελάχιστο όριο, πλήρεις τις αποδοχές που είναι νόμιμα καθορισμένες για την κάθε μία από τις απασχολήσεις αυτές (ΟλΑΠ 861/1984-ΕλλΔνη 25.1363, ΑΠ 1007/2000-ΕΝΔ 29.40, ΑΠ 261/1999-ΕΝΔ 27.353 , ΕφΠειρ. 570/2006, ΕφΠειρ 747/2005). Βάσει της αρχής αυτής γίνεται δεκτό ότι ο ναυτικός μπορεί, με τη σύμβαση ναυτολογήσεώς του, να αναλάβει έγκυρα την παράλληλη εκτέλεση περισσότερων καθηκόντων επί του πλοίου μέσα στα νόμιμα χρονικά, όρια, όπως γίνεται συνήθως κατά την αναπλήρωση ελλείποντος μέλους του πληρώματος. Στην περίπτωση αυτή ο ναυτικός άσχετα με το χρόνο της ημερήσιας απασχολήσεως του για κάθε αυτοτελή και διαφορετική υπηρεσία δικαιούται να λάβει πλήρεις τις αποδοχές των ειδικοτήτων – υπηρεσιών που προσέφερε, που είναι νόμιμα καθορισμένες για την κάθε μία από τις απασχολήσεις αυτές (ΟλΑΠ 861/1984 ΕλΔ 1984.1363, ΑΠ 1007/2000 ΕΝΔ 2001.40, ΑΠ 261/1999 ΕΝΔ 1999.353, ΕφΠειρ 877/1999 ΕΝΔ 1999.294, ΕφΠειρ 712/2004 ΔΕΕ 2005.211), εφόσον με την εργασία που προσέφερε εξαντλείται το περιεχόμενό τους (ΕφΠειρ 480/2007 ΕΝΔ 2007.402, ΕφΠειρ 172/2003 ΕΝΔ 2003.133). Αν η απασχόληση του ναυτικού είναι μειωμένη σε κάποια από τις παραπάνω εργασίες επιτρέπεται να γίνει ανάλογη ελάττωση του αντιστοίχου μισθού, μόνο όταν η μειωμένη αυτή απασχόληση οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε ρητή ή σιωπηρή συμφωνία, η οποία έχει διαλάβει τη λεγόμενη ρήτρα υποαπασχόλησης, που επιφέρει την αντίστοιχη μείωση της αντιπαροχής του εργοδότη (ΑΠ 33/1992 ΕΝΔ 1993.239, ΑΠ 178/1981 ΝοΒ 29.1387, ΕφΠειρ 480/2007 ΕΝΔ 2007.402, ΕφΠειρ 570/2006 ΕΝΔ 2006.359, ΕφΠειρ 747/2005 ΕΝΔ 2005.441, ΕφΠειρ 300/1998 ΕΝΔ 1998.478, ΕφΠειρ 76/1998 ΕΝΔ 1998.482). Η αξίωση του ναυτικού να λάβει την αντίστοιχη με την πρόσθετη απασχόληση αμοιβή απορρέει από τη σχετική σύμβαση με την οποία παρέχονται οι εργασίες που του ανατέθηκαν και όχι από τη διάταξη του άρθρου 57 εδ. β` του ΚΙΝΔ (ανάθεση επιπλέον καθηκόντων από τον πλοίαρχο στο ναυτικό κατά τον πλου σε εξαιρετικές περιπτώσεις) ή άλλες διατάξεις δημοσίου δικαίου, που αφορούν τη σύνθεση του πληρώματος του πλοίου και την αναπλήρωση των μελών που ελλείπουν (όπως το άρθρο 89 παρ. 4 του ΚΔΝΔ – Ν.Δ. 187/73 – διάταξη αντίστοιχη της προγενέστερης του άρθρου 8 του ν.δ. 2651/53), το δε κύρος της σύμβασης αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ελλείποντος μέλους του πληρώματος ή την πρόβλεψη της επιπλέον ειδικότητας στην οργανική σύνθεση του πληρώματος (ΑΠ 840/1997 ΕΝΔ 1997.433). Συνεπώς, σε περίπτωση εκτελέσεως, κατά συμφωνία, καθηκόντων κάποιας ειδικότητας, η ύπαρξη ή μη οργανικής θέσεως στη σύνθεση του πληρώματος του πλοίου δεν ασκεί καμιά επιρροή στο κύρος της συμβάσεως, πολύ περισσότερο, αφού και ο υπεράριθμος κατά τη νόμιμη σύνθεση ναυτικός δικαιούται να λάβει το μισθό της ειδικότητας τα καθήκοντα της οποίας εκτελεί (ΑΠ 1007/2000 ΕΝΔ 2001. 40, ΑΠ 840/97 ο.π, ΑΠ 33/92 ΕΝΔ 1993.239, ΑΠ 178/1981 ΝοΒ 29.1387,ΕφΠειρ  541/2012 ΕΝΑΥΤΔ 2012/395, ΕφΠειρ 77/2011 ΠΕΙΡΝΟΜ 2011/195, ΕφΠειρ 187/2005 ΕΝΔ 2005.97, ΕφΠειρ 172/2003 ΕΝΔ 2003.132, ΕφΠειρ 212/2002 ΕΝΔ 2002.200, ΕφΠειρ 27/2001 ΕΝΔ 2002.19). Εξάλλου για το ορισμένο της σχετικής αγωγής, πλην της εξειδίκευσης της ειδικότητας δεν απαιτείται και εξειδίκευση των καθηκόντων (ΑΠ 840/1997 ο.π., ΕφΠειρ 77/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 922/2009 ΕΝΔ 2010.29, ΕφΠειρ 97/2008 ΕΝΔ 2008.102). Εξάλλου, όταν πρόκειται για αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της που πρέπει ο ενάγων να αποδείξει, είναι κατά το άρθρο 53 ΚΙΝΔ η σύμβαση ναυτολογήσεως, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η ΣΣΝΕ που αρμόζει. Δεν αποτελεί όμως αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, είτε πρόκειται για αγωγή καταβολής μισθών, είτε υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ` ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον σ` αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού και τούτο διότι το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Περαιτέρω δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρεται σ` αυτήν ο χρόνος από του οποίου αρχίζει η υπερεργασία και η υπερωρία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (Εφ Πειρα 892/2002, Εφ Πειρ 901/2002, δημ. ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης εφέσης ο εκκαλών ναυτικός πλήττει το κεφάλαιο της εκκαλούμένης που αφορά την κύρια βάση της αγωγής η οποία αν και κρίθηκε ορισμένη στη συνέχεια απορρίφθηκε αφενός ως νομικά αβάσιμη λόγω νομική αοριστίας και ειδικότερα διότι αυτός με το δικόγραφο της αγωγής του δεν προσδιόριζε τα παράλληλα καθήκοντα του υδραυλικού εντός του νομίμου ωραρίου, και επιπλέον διότι κατά τη σσνε ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων η συντήρηση υδραυλικών εγκαταστάσεων δε συνιστά αυτοτελή πρόσθετη εργασία της ειδικότητας του αφού εκτελείται από τους αξιωματικούς του μηχανοστασίου των οποίων αυτός είναι βοηθός. Όμως όπως ήδη προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη όταν πρόκειται για αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της που πρέπει ο ενάγων να αποδείξει, είναι κατά το άρθρο 53 ΚΙΝΔ η σύμβαση ναυτολογήσεως, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η ΣΣΝΕ που αρμόζει και αντίθετα δεν αποτελεί όμως αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, είτε πρόκειται για αγωγή καταβολής μισθών, είτε υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ` ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον σ` αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού και τούτο διότι το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες. Επιπλέον σε περίπτωση εκτελέσεως, κατά συμφωνία, καθηκόντων κάποιας ειδικότητας, η ύπαρξη ή μη οργανικής θέσεως στη σύνθεση του πληρώματος του πλοίου δεν ασκεί καμιά επιρροή στο κύρος της συμβάσεως, πολύ περισσότερο, αφού και ο υπεράριθμος κατά τη νόμιμη σύνθεση ναυτικός δικαιούται να λάβει το μισθό της ειδικότητας τα καθήκοντα της οποίας εκτελεί. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επομένως που απέρριψε ως μη νόμιμη την κύρια βάση της αγωγής περί επιδίκασης δεδουλευμένων λόγω εκτελέσεως καθηκόντων παράλληλης ειδικότητας εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού πρώτου λόγου εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί κατά το κεφάλαιο της αυτό (και εντέλει στο σύνολο της) η εκκαλουμένη απόφαση και να κρατήσει το παρόν δικαστήριο και να δικάσει κατ’ουσίαν την κύρια βάση της αγωγής (άρθρο 535 του ΚΠολΔ). Επομένως παρέλκει η εξέταση του δεύτερου λόγου εφέσεως που αφορά την απόρριψη της επικουρικής βάσης της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης κατά παραδοχή της σχετικής ένστασης εξόφλησης της ήδη εφεσίβλητης, η οποία θα ερευνηθεί εκ νέου κατά την ουσιαστική εξέταση της κύρια βάσης αφού η ένσταση έγινε δεκτή κατ’ουσίαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Τούτο δε διότι από τις διατάξεις των άρθρων 522 και 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ. προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την παραδοχή λόγου εφέσεως ως βασίμου, εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση και, αν η ουσία της υποθέσεως ερευνήθηκε στον πρώτο βαθμό, κρατεί την υπόθεση και την δικάζει κατ’ ουσίαν. Στην περίπτωση αυτή είναι αρμόδιο να ερευνήσει όλα τα πρωτοδίκως υποβληθέντα για την οριστική διάγνωση της διαφοράς αναγκαία ζητήματα. Στην εξέταση αυτή υποβάλλονται και οι ενστάσεις, εάν, λόγω της απορρίψεως της αγωγής, δεν εξετάστηκαν καθόλου πρωτοδίκως, ως ασκηθείσες επικουρικώς, ήτοι μόνον για την περίπτωση της παραδοχής της αγωγής, ενώ εάν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τις ενστάσεις αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει την έφεση του ενάγοντος, ο οποίος παραπονείται γιατί απερρίφθη η αγωγή του, δεν μπορεί να ερευνήσει τις απορριφθείσες ενστάσεις, δίχως έφεση ή αντέφεση του εναγομένου (ΑΠ 849/2018 δημ. νόμος).

Από την εκτίµηση των προσκομιζόμενων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ενόρκων βεβαιώσεων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421επ. του ΚΠολΔ, όπως ισχύον μετά το άρθρο 1, άρθρο δεύτερο παρ. 3 του ν. 4335/2015 (φεκ α’ 87), δηλαδή ενώπιον της συμβολαιογράφου Πρεβέζης …………. (με αριθμό ……/3.5.2018) του συνταξιούχου ναυτικού …………. κατοίκου Πρεβέζης, και ενώπιον της συμβολαιογράφου Κύμης Ευβοίας (με αριθμό ……../2.5.2018) του ναυτικού ………… κατοίκου Κύμης μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους, σύμφωνα με τη με αριθμό …./25.4.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά . …… (σχετ. 5- 8) από την εκτίμηση όλων των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκοµίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά µέσα είτε για να χρησιµεύσουν για συναγωγή δικαστικών τεκµηρίων για µερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όµως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, από όσα οι διάδικοι συνοµολογούν σχετικά με και τέλος από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), πλήρως αποδείχθηκαν κατά την ουσιαστική κρίση του παρόντος Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Με διαδοχικές συµβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, ο ήδη εκκαλών ναυτικός προσελήφθη από την ήδη εφεσίβλητη εταιρία με έδρα την …. Αττικής το πρώτον το έτος για να απασχοληθεί µε την ειδικότητα του Μηχανοδηγού Α’, στο υπό ελληνική σηµαία και αριθµό νηολογίου Πειραιά ….. επιβατηγό – οχηµαταγωγό πλοίο “S” κόρων ολικής χωρητικότητας 30.902, υπό Διεθνές Διακριτικό Σήµα .., το οποίο της ανήκει κατά πλοιοκτησία. Το ανωτέρω πλοίο έχει μήκος 205 μέτρα, 10 επίπεδα, τους καλοκαιρινούς μήνες μετάφερε ακόμη και 1.800 επιβάτες και είχε εντεκαμελές πλήρωμα, ενώ εκτελούσε από 1.1.2016 έως 3.4.2016 και από 15.1.2017 έως 2.4.2017 µεσογειακούς πλόες, από το λιµάνι της Πάτρας προς Ανκόνα Ιταλίας το 2016 και προς Μπάρι Ιταλίας αρχικά και εν συνεχεία προς Ανκόνα το έτος 2017 και από 4.4.2016 µέχρι 23.5.2016, από 24.6.2016 µέχρι 15.1.2017, από 3.4.2017 µέχρι 26.4.2017, από 12.5.2017 µέχρι 14.8.2017 και από 15.9.2017 µέχρι 22.9.2017 ακτοπλοϊκά δροµολόγια, µε αφετηρία το λιµάνι του Πειραιά προς Σύρο και Δωδεκάνησα. Τα έτη που εδώ ενδιαφέρουν ο εκκαλών ναυτολογήθηκε από τον πλοίαρχο από 09.12.2015 έως και την 23.05.2016 που η σύµβασή του λύθηκε στο λιµάνι του Πειραιά, “Λόγω Αδείας”, από 24.06.2016 έως και την 26.04.2017 που η σύµβασή του λύθηκε στο λιµάνι του Πειραιά Λόγω Αδείας, από 12.05.2017 έως και 14.08.2017 που η σύµβασή του λύθηκε στο λιµάνι του Πειραιά “Λόγω Αδείας” και από 15.09.2017 έως και την 22.09.2017 που η σύµβασή του λύθηκε στο λιµάνι του Πειραιά, “αµοιβαία συναινέσει” του ιδίου και του πλοιάρχου, όπως δεν αμφισβητείται από αμφότερα τα διάδικα μέρη. Να σημειωθεί ότι είχε σημφωνηθεί να λαμβάνει τις αποδοχές των οικείων Σ.Σ.Ν.Ε είτε πληρωµάτων Επιβατηγών Μεσογειακών τουριστικών Πλοίων είτε Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών. Όπως αποδεικνύεται από τις ένορκες βεβαιώσεις των ναυτικών  ………. και ………….. επίσης ναυτολογημένων στο ίδιο πλοίο τα ίδια χρονικά διαστήματα σε συνδυασμό με τα δέκα εννέα αποκόμματα ανάθεσης υπηρεσίας (damage report) που προσκομίζει μετ’επίκληση ο εκκαλών αλλά και τα όσα αναφέρει η εφεσίβλητη στις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αυτός παράλληλα με τα εργασιακά του καθήκοντα ως μηχανοδηγού εκτελούσε και καθήκοντα υδραυλικού τόσο το διάστημα που το πλοίο εκτελούσε μεσογειακούς πλόες προς Ιταλία, όσο και το διάστημα που το πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια προς δωδεκάνησα εντός του νομίμου ωραρίου του. Τούτο δε διότι το πλοίο διέθετε εκτεταμένο δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης αφού είχε πάνω από 200 καμπίνες με ξεχωριστή τουαλέτα, καμπίνες αξιωματικών και πληρώματος, τέσσερα μπαρ, μια τεράστια κουζίνα και πολλές κοινόχρηστες τουαλέτες με αποτέλεσμα οι πολυάριθμες σε αυτές συσκευές και εγκαταστάσεις να χρήζουν καθημερινά επισκευής και έτσι να υφίσταται πάγια εντολή του πρώτου μηχανικού σε κατώτερο μέλος του μηχανοστασίου να εκτελεί τις εργασίες αυτές και το διάστημα που εδώ ενδιαφέρει στον εκκαλούντα. Να σημειωθεί επίσης ότι στη σύμβαση περί ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων δεν προβλέπεται ειδικότητα υδραυλικού αφού στο άρθρο 8 περί ειδικών επιδομάτων στην παράγραφο 14 προβλέπεται ότι στους αξιωματικού μηχανής χορηγείται ειδικό μηνιαίο επίδομα εκ ποσοστού 7% επί του μισθού ενεργείας για τη συντήρηση του ξενοδοχειακού και υδραυλικού εξοπλισμού του ακτοπλοϊκού επιβατηγού πλοίου ενώ στο άρθρο 16 ορίζεται ότι για την εκτέλεση έξτρα εργασιών, μη προβλεπόμενων στον ειδικό πίνακα του παρόντος καταβάλλεται μηνιαίο επίδομα στο κατώτερο πλήρωμα μηχανής συμπεριλαμβανόμενου και του υδραυλικού. Επομένως προκύπτει ότι αν και από τη σχετική σσνε δεν προβλέπεται η ειδικότητα του υδραυλικού συνήθως κάποιος από το κατώτερο πλήρωμα απασχολείται με καθήκοντα υδραυλικού. Σε κάθε περίπτωση ο ήδη εκκαλών ναυτικός δικαιούται για το χρόνο απασχόλησης του το διάστημα που το πλοίο εκτελούσε μεσογειακούς πλόες το μισθό ενεργείας του υδραυλικού που προβλέπεται στην σσνε Μεσογειακών τουριστικών επιβατηγών πλοίων και το διάστημα που το πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια τον ειθισμένο μισθό ενεργείας υδραυλικού. Να σημειωθεί ότι τόσο ο εκκαλών όσο και η εφεσίβλητη είναι μέλη των συνδικαλιστικών ενώσεων που υπέγραψαν τις σσνε Μεσογειακών Τουριστικών επιβατηγών πλοίων. Να σημειωθεί ότι το εκκαλών θα λάβει για τα παράλληλα καθήκοντα του ως υδραυλικού μόνο το μισθό ενεργείας (όπως προκύπτει και από την παραπάνω διάταξη του άρθρο 8 παρ. 14 της σσνε περί ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων που ορίζει ρητά μηνιαίο ποσοστό στην περίπτωση που εκτελούνται  καθήκοντα άλλης ειδικότητας (εδώ υδραυλικές εργασίες) επί του μισθού ενεργείας, αφού τα άλλα επιδόματα ο ναυτικός τα λαμβάνει ήδη στα πλαίσια της παροχής εργασίας για την κύρια ειδικότητα του. Μάλιστα κατά πάγια νομολογία το αντίτιμο τροφής, το οποίο αποτελεί παροχή εις είδος, δεν συμπεριλαμβάνεται στον υπολογισμό των ανωτέρω πρόσθετων αποδοχών του υδραυλικού, εφ` όσον ο ναυτικός παρέμενε και διατρέφετο στο πλοίο, και περιλαμβάνει στις αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας στις μηνιαίες αποδοχές του Α` Μηχανοδηγού τις οποίες ήδη έχει λάβει (βλ. Εφ Πειρ 71/2008 δημ νόμος, ΕΠειρ 172/2003 ΕΝΔ 31. 132). Επομένως σύμφωνα με συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας περί πληρωμάτων μεσογειακών, τουριστικών επιβατηγών πλοίων του 2016 και 2017 (υα 2242.5-1.5/72726/2016 φεκ β/2878/12.9.2016 βλ. ΕΝΔ 44, 375επ. και υα 2242.5-1.10/77059/2017 ν & π φεκ 4006/17.11.2017 ΕΝΔ 45, 376επ) που καθορίζουν το μισθό ενεργείας του υδραυλικού στα 1.088,30 ευρώ, αυτός για το διάστημα των 20 μηνών και 8 ημερών που ήταν ναυλογημένος (όπως δεν αμφισβητείται ειδικά και αποδεικνύεται και από το προσκομιζόμενο ναυτικό του φυλλάδιο) και εκτελούσε καθήκοντα υδραυλικού δικαιούται να λάβει 1.088,30 χ 20,27 =22.059,84 ευρώ. Στο σημείο αυτό να αναφερθούν τα ακόλουθα. Με τις συμβάσεις ναυτολόγησης του εκκαλούντος την 4.4.2016, 20.12.2016, 15.1.2017 και 3.4.2017 και αφορούν ακτοπλοϊκούς πλόες πλην της 3ης που αφορά µεσογειακούς πλόες, καθορίσθηκε «κλειστός» µεικτός µηνιαίος µισθός, ανερχόµενος σε 3.213,08 ευρώ στην 1η εξ αυτών, σε 3.098,61 ευρώ στην 2η, σε 3.385,09 ευρώ στην 3η και σε 3.213,08 ευρώ στην 4η. Όμως ο συμπληρωματικός με αριθμό 1 όρος που περιλαμβάνεται σε όλες τις συμβάσεις σύμφωνα με τον οποίο «Κάθε ποσό που καταβάλει η εταιρεία στο ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρείας σχετικές με την παρούσα σύμβαση» δεν συνεπάγεται το συμψηφισμό τυχόν μελλοντικών υποχρεώσεων της ήδη εφεσίβλητης με τις υπέρτερες αποδοχές που πρέπει να καταβληθούν στη συγκεκριμένη περίπτωση επειδή ο ναυτικός εκτελούσε και καθήκοντα υδραυλικού. Και τούτο διότι δεν προσδιορίστηκαν με τον άνω  όρο, ειδικά κατά ποσό, οι υπέρτερες αποδοχές  που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της ήδη εφεσίβλητης προς τον ενάγοντα  ενώ ούτε οι τυχόν έκτακτες αμοιβές προσδιορίστηκαν στην άνω σύμβαση ως επιμίσθιο πάγια και τακτικά καταβαλλόμενο (βλ. ad hoc ΜΕΦΠειρ160/2015 δημ. νόμος). Συνεπώς η ένσταση εξοφλήσεως η οποία υποβλήθηκε από την εφεσίβλητη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. πρακτικά ταυτάριθμα εκκαλουμένης) και που αφορά αποκλειστικά αυτά τα ποσά καθώς η εφεσίβλητη ούτε επικαλείται ούτε προσκομίζει άλλες καταβολές πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.  Ακολούθως των ανωτέρω θα πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος η κρινόμενη αγωγή που έχει νομικό έρεισμα κατά την κύρια βάση της στις διατάξεις των άρθρων 39, 53, 54, 60, ΚΙΝΔ, 361, 346, 648επ., 653, του ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Σ.Σ.Ν.Ε Πληρωμάτων Μεσογειακών Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2016 και 2017 υα 2242.5-1.5/72726/2016 φεκ β/2878/12.9.2016 και υα 2242.5-1.10/77059/2017 ν & π φεκ 4006/17.11.2017 και 176 του ΚΠολΔ, κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη και με δεδομένο ότι έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τα υπέρ τρίτων ποσοστά κατά το ποσό που υπερβαίνει την αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, όπως βεβαιώνεται με την εκκαλουμένη, να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγονται εκκαλούντα το ποσό των 22.059,84 ευρώ με το νόμιμο τόκο αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση (άρθρο 346 του ΑΚ). Μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας βαρύνει, μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος, τους εναγόμενους εφεσίβλητους λόγω της εν μέρει ήττας της κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 178, 191 παρ. 2 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τη με αριθμό ………./2020 έφεση κατά της με αριθμό 3164/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 614 αρ.3 και 621 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό ………../2017 αγωγής

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμό 3164/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της με αριθμό ………./2017 αγωγής

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από με αριθμό ………../2017 αγωγή

Υποχρεώνει την εναγομένη σε αυτή να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι δύο χιλιάδων πενήντα εννέα ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών του ευρώ (22.059,84) με το νόμιμο τόκο αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εφεσίβητης εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, δηλαδή το ποσό των οκτακοσίων ευρώ (800) συνολικά

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  11 Νοεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ