Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 730/2018

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    

730 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ. Λ .

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ  ‘’Αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της έφεσης είναι τριάντα ημέρες, αν διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη, εξήντα ημέρες. Και στις δύο περιπτώσεις η προθεσμία αρχίζει από την επίδοση της απόφασης που περατώνει τη δίκη, ενώ σύμφωνα με την ειδικότερη διάταξη του άρθρου 652 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το Ν.4335/23-7-2015, που καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά την 1-1-2016, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου, η προθεσμία της έφεσης κατά των αποφάσεων που εκδίδονται κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 647 έως 661 ΚΠολΔ, (επίσης πριν την κατάργησή τους με τον ως άνω νόμο), με την οποία δικάζονται και οι μισθωτικές διαφορές, είναι δεκαπέντε ημερών αν εκείνος, που δικαιούται να την ασκήσει, διαμένει στην Ελλάδα, αρχίζει δε η προθεσμία από την επομένη της επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης, ενώ ,κατά τη διάταξη του άρθρου 532 του ίδιου Κώδικα, αν η έφεση δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα το Δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 1834/2007, ΑΠ 204/2006, Εφ.Πειρ. 844/2014, Εφ.Λαμ. 234/2011, δημοσιευμένες όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Θεσ. 32/2006 Αρμ 2006,91).

Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139,438 και 440 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η έκθεση επίδοσης που συντάσσει ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο παρέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ` αυτήν ότι έγιναν από το δικαστικό επιμελητή ή ενώπιον του. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή της ως πλαστής. Τα περιστατικά αντίθετα που βεβαιώνονται σ` αυτήν, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής, αλλά τα οποία δεν υποπίπτουν από τη φύση τους στην άμεση αντίληψη του, όπως π.χ, είναι και ότι εκείνος στον οποίο εγχειρίσθηκε το έγγραφο είναι σύνοικος, αποδεικνύονται μεν πλήρως από την έκθεση επίδοσης, επιτρέπεται όμως ως προς αυτά ανταπόδειξη, με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες, από εκείνον που αμφισβητεί την αλήθεια τους (ΑΠ 350/2013, Εφ. Αθ. (Μον) 7601/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 126 παρ.1 εδ.δ, σε περίπτωση επίδοσης εγγράφου σε νομικό πρόσωπο πρέπει το έγγραφο αυτό να παραδίδεται σε εκείνον που είναι εκπρόσωπός του, κατά το νόμο ή το καταστατικό (ΑΠ 443/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων 152 παρ.1 επ. του ΚΠολΔ, ο διάδικος που δεν μπόρεσε να ασκήσει εμπρόθεσμα έφεση δύναται, αν η εκπρόθεσμη άσκηση αυτής οφείλεται σε ανώτερη βία  ή σε δόλο του αντιδίκου του, να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στη προηγουμένη κατάσταση, με την έννοια της πρόσδοσης με δικαστική απόφαση στην εκπρόθεσμη άσκηση αυτού του ενδίκου  μέσου της έννομης ενέργειας που θα είχε σε περίπτωση εμπρόθεσμης άσκησής του. Η αίτηση επαναφοράς που απευθύνεται στο κατά νόμο αρμόδιο δικαστήριο, και έχει ως έννοια, ειδικά επί απώλειας της προθεσμίας για την άσκηση ενδίκου μέσου, να θεωρηθεί, με δικαστική απόφαση, το εκπρόθεσμα ασκηθέν ένδικο μέσο ως εμπρόθεσμο (ΑΠ 204/2014, ΑΠ 908/2006), ασκείται με τα διαμειβόμενα στη δίκη δικόγραφα, είτε με τις προτάσεις είτε με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται κατά τις διατάξεις για την αγωγή και κοινοποιείται στον αντίδικο μέσα στην κατ` άρθρ. 153 του ΚΠολΔ οριζόμενη 30νθήμερη προθεσμία από την άρση του κωλύματος που συνιστά την ανώτερη βία ή τη γνώση του δόλου. Με τη διάταξη του άρθρου 158 ΚΠολΔ, με την οποία επιδιώκεται η εξασφάλιση σταθερότητας στην διαδικασία και η αποτροπή διατήρησης της εκκρεμότητας για μακρό χρόνο, τίθεται περιορισμός σχετικά με την αίτηση δικαστικής επαναφοράς, ο οποίος συνίσταται στον αποκλεισμό της υποβολής της αίτησης αποκατάστασης των πραγμάτων, αν για οποιοδήποτε λόγο (ακόμη και από δόλο του αντιδίκου του αιτούντος), απωλέσθηκε η οριζόμενη στο άρθρο 153 τριακονθήμερη προθεσμία άσκησής της. Κατά την εξειδίκευση δε της αόριστης νομικής έννοιας της ανώτερης βίας στο χώρο του δικονομικού δικαίου και ειδικότερα στην προδιαληφθείσα διάταξη του άρθρου 152 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., αυτή (ανώτερη βία) εκλαμβάνεται όπως στο ουσιαστικό δίκαιο. Έτσι, στην έννοιά της περιλαμβάνεται οποιοδήποτε ανυπαίτιο εξαιρετικής φύσης γεγονός που ήταν απρόβλεπτο και δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί από το διάδικο που άσκησε εκπρόθεσμη έφεση ούτε με την επίδειξη άκρας επιμέλειας και σύνεσης (Ολ.ΑΠ 9/1992, ΑΠ 366/2010, ΑΠ 178/2011, Εφ.Πειρ.(Μον) 610/2015, δημοσιευμένες όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η άγνοια του διαδίκου για την γενόμενη προς αυτόν έγκυρη επίδοση της απόφασης υποκείμενης σε έφεση και εντελώς ανυπαίτια αν είναι, δεν αποτελεί καθ` εαυτήν περιστατικό ανώτερης βίας, παρακωλυτικό της εκ μέρους του τήρησης της προθεσμίας για άσκηση έφεσης (ΑΠ 106/2017, ΑΠ 153/2015, ΑΠ 518/2010, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοιο περιστατικό μπορεί να αποτελέσει η ως άνω άγνοια, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς τη γνώση της επίδοσης, ο νομιμοποιούμενος να εκκαλέσει και ο πληρεξούσιος τυχόν δικηγόρος του, προβαίνοντας σε κάθε ενδεικνυόμενη λογικώς, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, συνετή και άκρως ακόμη επιμελή ενέργεια, δεν θα είχαν τη δυνατότητα να είναι ενήμεροι της εκκλητής απόφασης εγκαίρως, ούτως ώστε να εναπομένει μέχρι τη λήξη της προθεσμίας που η επίδοση της πρωτόδικης απόφασης κίνησε, χρόνος επαρκής, αξιοποιήσιμος και σύμφωνα με την ενδεικνυόμενη δικονομική επιμέλεια και σύνεση, αλλά και τις αρχές της διαδικαστικής καλής πίστης και της μη παρέλκυσης των δικών, αξιοποιητέος για την άσκηση έφεσης.  (Ολ.ΑΠ 29/1992, ο.π, ΑΠ 443/2015 ο.π, ΑΠ 61/2005 ΕλλΔνη 2005,1447, Εφ.Αθ.(Μον) 7601/2013,ο.π, Εφ. Πειρ.(Μον) 610/2015 ο.π ).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες – ήδη εκκαλούντες, εξέθεταν στην ως άνω από 26-9-2011 και με αρ. κατάθεσης ………, αγωγή τους, ότι  το πρώτο εξ αυτών – φιλανθρωπικό σωµατείο, δυνάµει του υπ’ αρ. ……. συµβολαίου µίσθωσης ακινήτων και εκχώρησης µισθωτικών δικαιωµάτων της Συµβολαιογράφου Πειραιά …….., που µεταγράφηκε νόµιµα και των συµπληρωµατικών και τροποποιητικών αυτής συµβολαίων, εκμίσθωσε στον εναγόμενο – ήδη πρώτο εφεσίβλητο, δύο ακίνητα που βρίσκονται στον Πειραιά, επί της οδού ……… το πρώτο και στη ………… το δεύτερο και αποτελούνται από 12 καταστήµατα έκαστο, τα οποία δεν αποτελούν οριζόντιες ιδιοκτησίες, όπως περαιτέρω περιγράφονται στην αγωγή. Ότι συµφωνήθηκε, επιπλέον, ότι το πρώτο ενάγον εκχωρεί στον εναγόµενο τα µισθωτικά του δικαιώµατα επί των ήδη µισθωµένων καταστηµάτων των ως άνω μίσθιων ακινήτων κυριότητάς του, µε τους ειδικότερους όρους και συµφωνίες, µεταξύ των οποίων και του δικαιώµατος υποµίσθωσης, που αναφέρονται στο άνω συµβόλαιο και στα τροποποιητικά αυτού. Ότι η διάρκεια της σύµβασης συµφωνήθηκε µέχρι το έτος 2022 και το µίσθωµα (συμφωνήθηκε) αρχικά για το πρώτο ακίνητο, στο ποσό των 1.245.000 δρχ. μηνιαίως και για το δεύτερο ακίνητο στο ποσό των 2.500.000 δρχ., μηνιαίως, ενώ μετά από τις συμφωνηθείσες αναπροσαρμογές το μηνιαίο μίσθωμα ανέρχονταν, για το έτος 2011, στο ποσό των 9.421 ευρώ και 18.915 ευρώ, μηνιαίως, για το πρώτο και δεύτερο ακίνητο, αντίστοιχα, πλέον τέλους χαρτοσήμου ποσοστού 3,6% που, κατά τη σύμβαση, βάρυνε τον εναγόμενο. Ότι με το υπ’ αρ. ……….. συμβόλαιο δωρεάς, το πρώτο ενάγον δώρησε το δικαίωμα ενάσκησης της επικαρπίας των μίσθιων ακινήτων με όλα τα σχετικά δικαιώματα και τις σχετικές αγωγές και ενστάσεις στο δεύτερο ενάγον και εκχώρησε το δικαίωμα είσπραξης των μισθωμάτων, το δε δεύτερο ενάγον ανήγγειλε στον εναγόμενο με την από 18-11-2009 αναγγελία την εκχώρηση και τον κάλεσε, όπως, εφεξής να καταβάλλει σε αυτό τα μισθώματα. Ότι ο εναγόμενος, καθυστερεί επανειλημμένως από δυστροπία την καταβολή των μισθωμάτων των μηνών Δεκεμβρίου 2009 έως και Σεπτεμβρίου 2011, συνολικού ύψους και για τα δύο μίσθια ακίνητα 596.793,82 ευρώ, (συμπεριλαμβανομένου του χαρτοσήμου), αν και κάνει ανενόχλητη χρήση αυτών. Ακολούθως, και μετά την παραδεκτή παραίτηση εκ μέρους του δεύτερου ενάγοντος, (που έλαβε χώρα με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου των εναγόντων, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά αυτού, αλλά και με τις προτάσεις τους), από το αίτημα της αγωγής, που αφορούσε στην καταβολή σε αυτό (δεύτερο ενάγον) των επίμαχων μισθωμάτων, ζητούσε το πρώτο ενάγον, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, αφενός μεν να του αποδώσει τη χρήση των μίσθιων ακινήτων, αφετέρου δε να του καταβάλει το ως άνω ποσό των οφειλόμενων μισθωμάτων.

Επίσης ο εναγόμενος στην ως άνω κύρια αγωγή – μισθωτής, άσκησε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, την από 17-4-2011 με αρ. κατάθεσης ……… ανακοίνωση δίκης μετά προσεπίκλησης προς την υπομισθώτρια εταιρεία, ενώ η τελευταία (προσεπικαλούμενη) – ήδη δεύτερη εφεσίβλητη, άσκησε την από 19-4-2011 και με αρ. ……….. παρέμβαση κατά των λοιπών διαδίκων, στην οποία υποστήριζε ότι οι καθών η παρέμβαση με δόλο ασκούν την αγωγή, προκειμένου να διαταχθεί η απόδοση του μίσθιου από μέρους της, ενώ έχουν καταβληθεί τα μισθώματα και με την οποία ζητούσε να απορριφθεί η αγωγή.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς), με την εκκαλουμένη απόφασή του ( υπ΄αρ. 3280/2013) , αφού συνεκδίκασε, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 647 επ. ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν πριν τις τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με το 4335/23-7-2015), την ως άνω αγωγή, (όπως παραδεκτά περιορίστηκαν τα αιτήματά της, κατά τα προεκτεθέντα), την  ανακοίνωση δίκης μετά προσεπίκλησης και την παρέμβαση, την οποία χαρακτήρισε ως κύρια, έκρινε αυτές παραδεκτές και νόμιμες, (σημειώνοντας ότι το πρώτο ενάγον νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της αγωγής απόδοσης του μισθίου, καθώς, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, το συμβόλαιο με το οποίο δωρήθηκε η επικαρπία στο δεύτερο ενάγον, δε μεταγράφηκε και επομένως δεν απέκτησε την επικαρπία των μίσθιων ακινήτων το δεύτερο εξ αυτών, ώστε να επέλθει μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης, σύμφωνα με τα ειδικότερα αναλυόμενα στην εκκαλουμένη). Στη συνέχεια, δεχόμενο ως ουσιαστικά βάσιμη τη σχετική ένσταση εξόφλησης (416 ΑΚ), που πρόβαλε  ο εναγόμενος – ήδη εφεσίβλητος,  απέρριψε την κύρια αγωγή και την παρέμβαση ως ουσιαστικά αβάσιμες.

             Η άνω απόφαση, (υπ΄αρ.3280/2013) του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία δημοσιεύθηκε στις 12-6-2013, επιδόθηκε, με επιμέλεια του εναγόμενου – ήδη πρώτου εφεσίβλητου, στο πρώτο ενάγον – ήδη πρώτο εκκαλούν στις 6-9-2013 (βλ. την προσκομιζόμενη, από τον εναγόμενο – πρώτο εφεσίβλητο, υπ’ αρ. …….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ………, την οποία, όπως προκύπτει από τα αναφερόμενα σε αυτήν και αποτελούν πλήρη απόδειξη κατά τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, αλλά δεν αμφισβητείται και από το πρώτο ενάγον – εκκαλούν, την παρέλαβε, ως νόμιμος εκπρόσωπός του, ο τότε ισόβιος Πρόεδρός του ………… Το ηττηθέν (πρώτο) ενάγον, όμως, άσκησε, εκπροσωπούμενο από τον ίδιο  ως άνω Πρόεδρό του, την ένδικη έφεση, κατά της απόφασης αυτής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (για την οποία έχουν καταβληθεί τα προβλεπόμενα από το άρθρο 495 ΚΠολΔ, παράβολα , όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της γραμματέα στην έκθεση κατάθεσης), στις 16-12-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……….., όπως αναφέρθηκε και στην αρχή της παρούσας απόφασης, ήτοι μετά την παρέλευση της δεκαπενθήμερης προθεσμίας που προβλεπόταν από το ισχύον τότε άρθρο 652 παρ. 1 ΚΠολΔ για την άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά αποφάσεων εκδιδομένων, όπως στην προκειμένη περίπτωση, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, σύμφωνα με τα επίσης εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη, αλλά και μετά την παρέλευση της προθεσμίας των 30 ημερών του άρθρου 518 παρ. ΚΠολΔ και μάλιστα μετά την παρέλευση δύο και πλέον ετών από την επίδοση της εκκαλουμένης. Κατά συνέπεια, η έφεση αυτή ασκήθηκε εκπρόθεσμα από το πρώτο εκκαλούν.

Το πρώτο εκκαλούν σωματείο, επικαλείται με τις προτάσεις του, ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, ότι ναι μεν επιδόθηκε αντίγραφο της εκκαλουμένης στον εκπροσωπούντα αυτό ισόβιο τότε Πρόεδρό του ……….., αλλά δικαιολογημένα, δεν άσκησε εμπροθέσμως την έφεση διότι, ο τελευταίος, ο οποίος υπέγραψε την ως άνω έκθεση επίδοσης, καθώς και την από 27-7-2012 υπεύθυνη δήλωση ότι αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση, δεν ενημέρωσε τα μέλη του Δ.Σ,  ενεργώντας με δόλο μαζί με τον πρώτο εφεσίβλητο, με συνέπεια να απωλεσθεί η προθεσμία άσκησης της έφεσης. Ότι, έλαβαν γνώση για την ως άνω επίδοση της εκκαλουμένης, μόλις στις 17-6-2016, με αφορμή την επίδοση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων που άσκησε ο πρώτος εφεσίβλητος εναντίον του πρώτου εκκαλούντος, στην οποία αναφέρονταν η εν λόγω έκθεση επίδοσης. Ότι, μετά τη γνώση τους αυτή και συγκεκριμένα στις 22-6-2016, συγκλήθηκε το Δ.Σ του Σωματείου ,όπου ο ως άνω τότε Πρόεδρός του ……….., συνέταξε την από 22-6-2016 δήλωση παραίτησής του, όπου παραδέχθηκε, σχετικά με την επίμαχη έκθεση επίδοσης, ότι την υπέγραψε χωρίς να γνωστοποιήσει το γεγονός αυτό στο Δ.Σ του Σωματείου ή στο δικηγόρο που χειρίζονταν την υπόθεση, κι ότι, αυτό το έπραξε, καθ΄ υπόδειξη του ………., προκειμένου να μην ασκηθεί έφεση κατά της εκκαλουμένης απόφασης. Ότι κατά του …….. και του …………-πρώτου εφεσίβλητου έχει υποβληθεί μήνυση (η από 2-8-2016 και µε ΑΒΜ ………), εκ μέρους του πρώτου εκκαλούντος για τα αδικήματα της απιστίας σε βάρος των συµφερόντων του Σωµατείου και µε σκοπό να ωφελήσει τον πρώτο εφεσίβλητο, καθώς και της ηθικής αυτουργίας σε αυτό του πρώτου εφεσίβλητου, απάτης στο δικαστήριο κλπ, η οποία βρίσκεται στο στάδιο της κύριας ανάκρισης. Με βάση δε τα παραπάνω περιστατικά, το πρώτο εκκαλούν ζητεί να θεωρηθεί ως εμπροθέσμως ασκηθείσα η έφεση και να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.

Όμως, όσον αφορά την αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων, αυτή είναι απορριπτέα προεχόντως ως εκπρόθεσμη, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, καθώς από την ημερομηνία που οι ίδιοι οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι έλαβαν γνώση της επίδοσης και των άλλων ως άνω περιστατικών (17-6-2016)  δηλ. όταν πλέον είχε αρθεί, ο λόγος ανώτερης βίας (άγνοιας της επίδοσης κατά τα προαναφερθέντα), έως την άσκηση της εν λόγω αίτησης επαναφοράς, που έλαβε χώρα με τις ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, κατά τα ανωτέρω, κατατεθείσες προτάσεις τους στις 17-10-2018, έχει παρέλθει το χρονικό διάστημα των 30 ημερών, (από την άρση του κωλύματος που συνιστά την ανώτερη βία ή τη γνώση του δόλου), εντός του οποίου έπρεπε να ασκηθεί η αίτηση αυτή, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη.

Πέραν δε τούτου, τα περιστατικά που επικαλούνται, αληθή υποτιθέμενα, δε συνιστούν ανώτερη βία, διότι, κατά τα επίσης αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ως ανώτερη βία, νοείται, το παρακωλυτικό γεγονός της τήρησης της προθεσμίας, που ήταν απρόβλεπτο και δεν μπορούσε στην συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί ούτε με ενέργεια άκρας επιμέλειας και σύνεσης. Τέτοιο γεγονός δεν είναι, μόνη η άγνοια, έστω και ανυπαίτια, από τον διάδικο της έγκυρης επίδοσης της απόφασης, παρά μόνο αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς τη γνώση της επίδοσης, ο νομιμοποιούμενος να εκκαλέσει και ο πληρεξούσιος τυχόν δικηγόρος του, προβαίνοντας σε κάθε ενδεικνυόμενη υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, άκρως επιμελή ενέργεια, δεν θα είχαν τη δυνατότητα να είναι ενήμεροι της εκκλητής απόφασης εγκαίρως, ούτως ώστε να εναπομένει μέχρι τη λήξη της προθεσμίας, που η επίδοση της πρωτόδικης απόφασης κίνησε, χρόνος επαρκής κι αξιοποιήσιμος για την άσκηση έφεσης.

Εν προκειμένω, έστω κι αν πράγματι, για τους λόγους που αναφέρει στις προτάσεις του, το πρώτο εκκαλούν, αγνοούσε την εν λόγω επίδοση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 6-9-2013, θα μπορούσε, αν είχε επιδείξει αυτό διά των μελών του Δ.Σ ή του πληρεξουσίου δικηγόρου του (που παραστάθηκε κατά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης και ο οποίος, σημειωτέον, υπογράφει και το δικόγραφο της ένδικης έφεσης), την ενδεικνυόμενη δικονομική επιμέλεια, μετά τη δημοσίευση της εκκαλουμένης (12-6-2013), την οποία μπορούσαν να πληροφορηθούν εγκαίρως, κατά το διάστημα των 3 μηνών περίπου, που μεσολάβησε μέχρι την εν λόγω επίδοση, να ασκήσει το ένδικο μέσο της έφεσης, προ πάσης δηλ. επιδόσεως, αλλά και όσο διαρκούσε η νόμιμη προθεσμία μετά από αυτήν, πράγμα που δεν έπραξε.

Άλλωστε, ακόμα και μετά την (εκπρόθεσμη) άσκηση της ένδικης έφεσης (στις 16-12-2015), από το πρώτο εκκαλούν, αλλά κι όταν πλέον έμαθε, κατά τους ισχυρισμούς του, τα ως άνω γεγονότα σχετικά με την επίδοση της εκκαλουμένης δηλ. στις 17-6-2016, εντούτοις δεν φρόντισε για τον προσδιορισμό της συζήτησή της, ο οποίος έγινε με επιμέλεια του πρώτου εφεσίβλητου στις 2-12-2016, όπως προκύπτει από την αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας απόφασης, έκθεση.

Επομένως, σύμφωνα τα προαναφερθέντα, ως προς το πρώτο εκκαλούν, πρέπει να απορριφθεί η αίτησή του επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, και συνεπώς και η έφεση, ως εκπρόθεσμη.

Σχετικά με το δεύτερο εκκαλούν, ως προς το οποίο δεν επιδόθηκε η εκκαλουμένη, η έφεση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης. Ειδικότερα, το δεύτερο εκκαλούν – δεύτερο ενάγον στην ως άνω αγωγή, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αλλά αναγράφεται και στην εκκαλουμένη απόφαση, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά αυτού, αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις, παραδεκτά (άρθρα 223 σε συνδ. με άρθρα 294,295,297,591 ΚΠολΔ), παραιτήθηκε από το αίτημα της αγωγής σχετικά με την καταβολή σε αυτό των επίδικων μισθωμάτων, το οποίο ήταν και το μοναδικό αίτημα που αφορούσε το δεύτερο ενάγον, καθώς αίτημα απόδοσης της χρήσης των μίσθιων ακινήτων είχε μόνο το πρώτο ενάγον, οπότε κατόπιν αυτού παρέμειναν τα αγωγικά αιτήματα του πρώτου ενάγοντος περί απόδοσης της χρήσης των μίσθιων, λόγω επανειλημμένης δυστροπίας περί της καταβολής των οφειλόμενων, κατά τους ισχυρισμούς του, μισθωμάτων, καθώς και της καταβολής αυτών. Συνεπώς, μετά την παραίτηση του δεύτερου ενάγοντος από το παραπάνω, μοναδικό ως προς αυτό, αγωγικό αίτημα, θεωρείται η αγωγή ως μη ασκηθείσα, όσον αφορά στο δεύτερο ενάγον, ενώ παρέμεινε ως προς τον πρώτο ενάγοντα ( άρθρο 295 παρ.1 ΚΠολΔ) . Εφόσον, λοιπόν , ως προς το δεύτερο ενάγον η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα, αυτό δεν ήταν διάδικος κατά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης, οπότε δεν νομιμοποιείται να ασκήσει έφεση κατ΄αυτής, καθώς δεν εμπίπτει σε ένα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 516 ΚΠολΔ, πρόσωπα, που δικαιούνται ν΄ασκήσουν έφεση. Ο δε ισχυρισμός του δεύτερου εκκαλούντος ότι ο λόγος που έγινε η παραίτηση από το ως άνω αίτημα της καταβολής των επίδικων μισθωμάτων, ήταν η εκχώρηση τους από αυτό στην αρμόδια ΔΟΥ, δεν αναιρεί το γεγονός ότι εφόσον παραιτήθηκε από το μοναδικό αυτό ως προς αυτό αίτημα της αγωγής, δεν είναι πλέον διάδικος ,ούτε κάποιο από τα λοιπά πρόσωπα που αναφέρονται στο ως άνω άρθρο και δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της έφεσης.

Κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και ειδικότερα ως προς το πρώτο εκκαλούν, κατά το άρθρο 532 ΚΠολΔ, αυτεπαγγέλτως ως εκπρόθεσμη, (κατ’ αποδοχή και των σχετικών ισχυρισμού του πρώτου εφεσίβλητου, με τους οποίους συντάσσεται και η δεύτερη εφεσίβλητη), καθώς και ως προς το δεύτερο εκκαλούν, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης. Τέλος,  πρέπει οι εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους, να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους ,για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, καθώς επίσης θα διαταχθεί η εισαγωγή των κατατεθέντων, από τους εκκαλούντες, παραβόλων, στο δημόσιο ταμείο, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ,

 

                              ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

            Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

            Απορρίπτει την έφεση.

            Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

            Διατάσσει την εισαγωγή των κατατεθέντων, από τους εκκαλούντες, παραβόλων, στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 6 Δεκεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ