Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 673/2020

Αριθμός  673/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών,  Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη και Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 16-3-2019 (αρ. καταθ. …../2019) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 13/2019 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, παράβολο, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ(βλ. το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ ………../2019 και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ).

Με την από 19-9-2014 (αρ. καταθ. …./2014) αγωγή τους οι ενάγοντες, ήδη εφεσίβλητοι, οι οποίοι με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου τους που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της αγωγής ως προς τους 2ο, 3ο και 4ο των εναγομένων, ιστορούσαν ότι από παράνομη και υπαίτια πράξη του πρώτου των εναγομένων, ιατρού, και δη λόγω της άσκησης ιατρικών πράξεων επικίνδυνων, που αφορούν σε απαγορευμένη μέθοδο υπερταχείας απεξάρτησης από εξαρτησιογόνες ουσίες, προκλήθηκε την 3-10-2009 ο θάνατος του …………., υιού του πρώτου και της δεύτερης από αυτούς (ενάγοντες) και αδελφού της τρίτης από αυτούς (ενάγοντες). Ότι ο πρώτος των εναγομένων – θεράπων ιατρός του θανόντος, ενήργησε με ενδεχόμενο δόλο, άλλως με βαρύτατη αμέλεια, η δε παράνομη συμπεριφορά του συνδέεται αιτιωδώς με τον επελθόντα θάνατο. Ακολούθως, ισχυρίσθηκαν ότι ο πρώτος των εναγομένων τέλεσε σε βάρος του πρώτου και της δεύτερης από αυτούς (ενάγοντες) το αδίκημα της απάτης, καθόσον παρέστησε ψευδώς σε αυτούς, με διαφημιστικές καταχωρήσεις και προφορικά κατά τις συναντήσεις τους, ότι η χρησιμοποιούμενη μέθοδος «υπερταχείας απεξάρτησης» με ναλτρεξόνη οδηγεί στην τελική αποτοξίνωση του ασθενούς και τυγχάνει ασφαλής και αποτελεσματική, ενώ αυτό ήταν ψευδές, αφού πρόκειται για μέθοδο η οποία αμφισβητείται από την επιστημονική κοινότητα και η οποία απαγορεύεται να διενεργείται σε ιδιωτικές κλινικές, ενώ δεν είχε στην περίπτωση του υιού τους το αποτέλεσμα που ο πρώτος των εναγομένων ισχυριζόταν. Ότι το ψευδές των ισχυρισμών του γνώριζε ο πρώτος των εναγομένων, στον οποίο είχαν γνωστοποιηθεί αρνητικές απαντήσεις στα αιτήματα χορήγησης της σχετικής άδειας για τη διενέργεια της μεθόδου στην κλινική που εκμεταλλευόταν η πέμπτη των εναγομένων ανώνυμη εταιρεία, της οποίας ήταν προστηθείς, αλλά και νόμιμος εκπρόσωπος, ως πρόεδρος του διοικητικού της συμβουλίου. Ότι συνεπεία της απάτης αυτής, οι πρώτος και δεύτερη από αυτούς (ενάγοντες) ζημιώθηκαν κατά το συνολικό ποσό των 16.290 ευρώ, που αφορά στις αμοιβές/νοσήλια που κατέβαλαν για έξι συνολικά θεραπείες που διενήργησε ο πρώτος των εναγομένων στον υιό τους, ………….., από το έτος 2003 έως το θάνατό του, καθώς και στην αξία των δισκίων ναλτρεξόνης που χορηγούσε ο πρώτος των εναγομένων στον θανόντα για ορισμένο χρονικό διάστημα μετά από κάθε θεραπεία. Με βάση δε το ανωτέρω ιστορικό, όπως το αίτημα της αγωγής περιορίσθηκε, με δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου τους στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, οι ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι οι πρώτος και πέμπτη των εναγομένων οφείλουν να καταβάλουν, ο καθένας αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, 400.000 ευρώ σε έκαστο εκ των πρώτου και δεύτερης από αυτούς (ενάγοντες) και 300.000 ευρώ στην τρίτη από αυτούς (ενάγοντες) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, επιφυλασσόμενος καθένας από αυτούς (ενάγοντες) να αξιώσει επιπλέον και το ποσό των 44 ευρώ ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική δίκη, επίσης, να αναγνωριστεί ότι οι πρώτος και πέμπτη των εναγομένων οφείλουν να καταβάλουν, ο καθένας αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, στους πρώτο και δεύτερη από αυτούς (ενάγοντες) το ποσό των 16.290 ευρώ για αποκατάσταση της θετικής τους ζημίας, νομιμότοκα όλα τα ως άνω ποσά από την επίδοση της αγωγής. Επίσης, ζήτησαν να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του πρώτου των εναγομένων, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά τους έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 13/2019 οριστική απόφασή του, αφού κατάργησε τη δίκη ως προς τους 2ο, 3ο και 4ο των εναγομένων, δίκασε αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς τους πρώτο και πέμπτη των εναγομένων, αναγνώρισε ότι οι πρώτος και πέμπτη των εναγομένων υποχρεούνται να καταβάλουν, έκαστος αλληλεγγύως και εις ολόκληρον: α) σε έκαστο εκ των πρώτου και δεύτερης των εναγόντων το ποσό των εκατόν τεσσάρων χιλιάδων εκατόν έξι ευρώ (104.106 ευρώ) και β) στην τρίτη των εναγόντων το ποσό των σαράντα εννέα χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα έξι ευρώ (49.956 ευρώ), νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής και καταδίκασε τους πρώτο και πέμπτη των εναγομένων στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, τα οποία όρισε στο ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με την προαναφερόμενη έφεση οι εν μέρει ηττηθέντες πρώτος και πέμπτη των εναγομένων και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί η ένδικη αγωγή.

Κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Σύμφωνα δε με το άρθρο 932 του ΑΚ «Σε  περίπτωση  αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη  κατά  την  κρίση  του  χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή  της  υγείας,  της  τιμής  ή  της αγνείας  του  ή  στερήθηκε  την  ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική  αυτή  ικανοποίηση  μπορεί  να  επιδικαστεί  στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης.». Από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 298, 299 και 330 εδ. β΄ του ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται οπωσδήποτε παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί και η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιικής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρεώσεως για τη λήψη ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλλε, -με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητας του-, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεως του, ήλπισε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε όντως στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων θεμελιώνει και την αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία που προκαλείται από αυτόν κατά την παροχή των (ιατρικών) υπηρεσιών του. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 24 του Α.Ν. 1565/1939 «Περί Κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος», που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 47 του ΕισΝΑΚ (και ισχύει στην ένδικη υπόθεση), «Ο ιατρός οφείλει να παρέχει μετά ζήλου, ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρικήν αυτού συνδρομήν, συμφώνως προς τας θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσης πείρας, τηρώντας τας ισχύουσας διατάξεις περί διαφυλάξεως της υγείας των ασθενών και προστασίας των υγιών». Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες που προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλειά του, ακόμη και ελαφρά, εάν κατά την εκτέλεση των ιατρικών καθηκόντων του παρέβη την υποχρέωση του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, δηλαδή αυτή που αναμένεται από το μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του (ΑΠ 181/2011, ΑΠ 424/2012, ΑΠ 1362/2007). Αντιθέτως, δεν φέρει καμιά ευθύνη αν ενήργησε σύμφωνα με τους ως άνω κανόνες (lege artis), και ειδικότερα, όπως θα ενεργούσε κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και έχοντας στη διάθεσή του τα ίδια μέσα ένας μέσος, συνετός και επιμελής ιατρός (ΑΠ 655/2019, ΑΠ 1598/2017). Στην περίπτωση αυτή ο ιατρός ευθύνεται στην καταβολή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος ασθενούς κατά τους όρους των άρθρων 297, 298, 299 και 932 του ΑΚ, ενώ η ευθύνη περισσότερων ιατρών για το αυτό ζημιογόνο αποτέλεσμα, στο οποίο υπήρξε συντρέχουσα αμέλειά τους, ταυτόχρονη ή και διαδοχική, ρυθμίζεται από το άρθρο 926 εδ. α΄ του ΑΚ και ενέχονται από κοινού και εις ολόκληρον. Μάλιστα η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία που προκάλεσε σε ασθενή κατά την παροχή σ΄ αυτόν των ιατρικών υπηρεσιών του εμπίπτει και στη ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 «Για την προστασία των καταναλωτών», που καθιερώνει νόθο αντικειμενική ευθύνη για τον υπαίτιο ιατρό, αφού και αυτός παρέχει τις ιατρικές υπηρεσίες του κατά τρόπο ανεξάρτητο, δηλαδή δεν υπόκειται σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του ασθενούς, αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει ο ίδιος τον τρόπο της παροχής των υπηρεσιών του (ΑΠ 424/2012, ΑΠ 1227/2007). Εξάλλου, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί κατά τις πιο πάνω διατάξεις ευθύνη του ιατρού και υποχρέωσή του για αποζημίωση, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη πρόσφορου αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της φερομένης ως παράνομης συμπεριφοράς του ιατρού και της ζημίας που έχει προκληθεί ή και της βλάβης, περιουσιακής ή ηθικής, την οποία ο ασθενής επικαλείται. Ο εν λόγω αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερομένη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, ήταν ικανή και πρόσφορη να επιφέρει το ζημιογόνο γεγονός. Εξάλλου, από τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 299, 330 εδ. β΄, 914 και 932 του ΑΚ, σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 922 του ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση πρόκλησης σωματικής βλάβης ή θανάτου προσώπου από αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος, η ευθύνη του προστήσαντος προς αποκατάσταση της ζημίας και της τυχόν ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης, β) παράνομη και υπαίτια (άρα και αμελή) συμπεριφορά του προστηθέντος, τελούσα σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επέλευση της βλάβης και γ) εσωτερική αιτιώδη σχέση μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς και της εκτέλεσης της ανατεθειμένης στον προστηθέντα υπηρεσίας. Σχέση πρόστησης υπάρχει όταν στο πλαίσιο υφισταμένης μεταξύ δυο προσώπων (φυσικών ή νομικών) δικαιοπρακτικής ή οποιασδήποτε άλλης βιοτικής σχέσης, διαρκούς ή ευκαιριακής, το ένα από τα πρόσωπα αυτά (προστήσας) αναθέτει στο άλλο (προστηθέντα), με ή χωρίς αμοιβή, την εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, υλικής ή νομικής φύσης, η οποία αποβλέπει σε διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου και κατά την οποία ο δεύτερος υπόκειται στον έλεγχο ή έστω στις γενικές οδηγίες και εντολές ή μόνο στην επίβλεψη του πρώτου. Έτσι, πρόστηση μπορεί να υπάρχει και σε περίπτωση σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Πάντως, όταν η εκτέλεση μιας υπηρεσίας έχει ανατεθεί σε πρόσωπα με εξειδικευμένες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις, ο ως άνω έλεγχος δεν είναι απαραίτητο να εκτείνεται στον τρόπο εργασίας των εν λόγω προσώπων, ως προς τον οποίο άλλωστε ο κύριος της υπόθεσης, ελλείψει των σχετικών γνώσεων, δεν είναι σε θέση να τα ελέγξει, αλλά μπορεί και αρκεί (ο έλεγχος) να αφορά στην παροχή οδηγιών, έστω και γενικού περιεχομένου, ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους λοιπούς όρους εργασίας των ειδικευμένων προσώπων. Ειδικότερα, στην περίπτωση νοσηλείας ασθενούς από ιατρό σε ιδιωτική κλινική ή άλλο ιατρικό κέντρο αρκεί, για τον χαρακτηρισμό του τελευταίου ως προστήσαντος, η εκ μέρους του παροχή γενικών μόνο οδηγιών στον ιατρό ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του τελευταίου. Και τούτο, γιατί η παροχή ειδικών οδηγιών στον ιατρό για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων (διαγνωστικών ή θεραπευτικών) δεν είναι δυνατή, αφού, όπως προκύπτει από το προρρηθέν άρθρο 24 του Α.Ν. 1565/1939, ο ιατρός είναι υποχρεωμένος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ενεργήσει όχι σύμφωνα με τις τυχόν αυτές οδηγίες, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, ήτοι τα διδάγματα της εν λόγω επιστήμης και την αποκτηθείσα συναφώς ειδική πείρα (ΑΠ 1429/2012). Επομένως, αν από αμελή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του συμπεριφορά του προστηθέντος ιατρού επήλθε η σωματική βλάβη ή θάνατος νοσηλευομένου σε ιδιωτική κλινική, η προστήσασα τον ιατρό κλινική ευθύνεται για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη το πιο πάνω πρόσωπο ή της ψυχικής οδύνης που υπέστη η οικογένεια του θύματος. Πρόκειται για γνήσια αντικειμενική ευθύνη, δικαιολογητικό λόγο της οποίας αποτελεί το γεγονός ότι ο προστήσας ωφελείται από τις υπηρεσίες του προστηθέντος, διευρύνοντας το πεδίο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του προστηθέντος (ΑΠ 418/2018, ΑΠ 687/2013, ΑΠ 181/2011, ΑΠ 1362/2007, ΑΠ 1226/2007, ΕφΠειρ 23/2016). Περαιτέρω, αδικοπρακτική συμπεριφορά κατά την έν­νοια του άρθρου 914 του ΑΚ, αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί, με κάθε μέσο ή τέχνασμα, σφαλερή αντίληψη σε άλλον ως προς τα γεγονότα, εξαιτίας της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχεί­ρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το απατηλό μέσο που χρησιμοποιήθηκε, υπήρξε αποφασιστικό για τη δήλωση της βούλησης ή την επιχείρηση της πράξης. Ειδικότερα, για τη θεμελίωση αξίωσης αποζημίωσης από αδικοπρακτική απάτη, απαιτείται και αρκεί η ζημία του παθόντος να οφείλεται σε περιουσιακή διάθε­ση αυτού από πλάνη, που προκλήθηκε με δόλο του δράστη. Σ΄ αυτή την περίπτωση δεν απαιτείται η παραπλανητική ενέργεια να ήταν η μοναδική αιτία της πλάνης και της συνακόλουθης ζημίας, η δε τυχόν συν­δρομή και άλλων αιτίων, όπως η αμέλεια ή απειρία του παθόντος, δεν αποκλείει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παραπλανη­τικής πράξης και της ζημίας. Η ψευδής πα­ράσταση που συνιστά την απάτη μπορεί να αφορά και σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με την απόκρυψη ή την αποσι­ώπηση κρίσιμων γεγονότων αναγόμενων στο παρόν, την ύπαρξη των οποίων αγνο­ούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε. Η έννοια του δόλου προκύ­πτει κατά βάση από τη διάταξη του άρθρου 27 του ΠΚ και συντρέχει όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση ζημί­ας, αλλά και όταν αποδέχεται τη ζημία είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του (ΑΠ 1596/2014, ΑΠ 861/2014, ΑΠ 1861/2013, ΑΠ 683/2013, ΑΠ 1516/1999, ΕφΛαρ 272/2015). Ακολούθως, κατά την έννοια του άρθρου 932 του ΑΚ, το Δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι΄ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, το βαθμό του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου (ΑΠ 142/2019, ΑΠ 65/2019, ΑΠ 838/2017, ΑΠ 1361/2013). Από τη διάταξη δε του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι επί αγωγής αποζημίωσης από αδικοπραξία (άρθρα 914, 297 και 298 του ΑΚ), αν ο εκκαλών με την έφεση προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς την υπαιτιότητα, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, θεωρείται ότι συμπροσβάλλεται και το κεφάλαιο της αποζημίωσης για υλικές ζημίες, αλλά και για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης (ή ψυχικής οδύνης), έστω και χωρίς ειδικό παράπονο (λόγο έφεσης), αφού, με την άσκηση της έφεσης από τον εναγόμενο, είναι αυτονόητο ότι επιδιώκεται η ολοσχερής απόρριψη του κεφαλαίου αυτού (ΑΠ 1001/2013, ΑΠ 632/2010, ΑΠ 1092/2002, ΑΠ 442/2002, ΕφΑθ 781/2009). Επιπλέον στη διάταξη του άρθρου 71 του ΑΚ ορίζεται ότι: «το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά  την  εκτέλεση  των  καθηκόντων  που  τους  είχαν  ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση  αποζημίωσης. Το  υπαίτιο  πρόσωπο  ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον.». Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ευθύνη από πράξη ή παράλειψη των καταστατικών οργάνων, η οποία πρέπει να είναι παράνοµη και να ανάγεται σε πράξεις ή παραλείψεις των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί. Αν υπάρχει και υπαιτιότητα του οργάνου αυτού, παραλλήλως προς την ευθύνη του νοµικού προσώπου συντρέχει και τοιαύτη του υπαιτίου οργάνου, υφισταµένης µεταξύ τούτων παθητικής εις ολόκληρον ενοχής (ΑΠ 88/2018, ΑΠ 1723/2014).      Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 247 του ΑΚ σε παραγραφή υπόκειται αξίωση, δηλαδή το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος από άλλον μια πράξη ή μια παράλειψη. Η αναγνωριστική, επομένως, αγωγή, με την οποία δεν ασκείται αξίωση, δεν υπόκειται αυτή καθ΄ εαυτή σε παραγραφή. Όταν, όμως, παραγραφεί η αξίωση, την οποία προπαρασκευάζει, εκλείπει πλέον το έννομο συμφέρον για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής και για το λόγο αυτό απορρίπτεται αυτή ως απαράδεκτη (ΑΠ 72/2013, ΑΠ 192/2008, ΑΠ 1241/2004, ΕφΑθ 1008/2015). Εξάλλου, στο άρθρο 937 παρ. 1 του ΑΚ ορίζεται ότι «Η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση σε κάθε όμως περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη.». Από τις διατάξεις αυτές του νόμου, σαφώς προκύπτει ότι προϋπόθεση για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής της αξιώσεως, που προήλθε από αδικοπραξία, είναι η γνώση από τον παθόντα, τόσο της ζημίας, όσο και του υπαιτίου προς αποζημίωση, δηλαδή όλων εκείνων των πραγματικών περιστατικών που παρέχουν σε αυτόν τη δυνατότητα να ασκήσει ορισμένη αγωγή εναντίον συγκεκριμένου προσώπου. Εάν ένα από τα στοιχεία αυτά δεν είναι γνωστό, η αξίωση παραγράφεται μετά είκοσι έτη από την τέλεση της αδικοπραξίας. Ως γνώση της ζημίας, για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής, νοείται η γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών της πράξεως, όχι δε η γνώση της ακριβούς εκτάσεως της ζημίας ή του ποσού της αποζημιώσεως (ΟλΑΠ 24/2003, ΑΠ 72/2013). Όμως, στο άρθρο 937 παρ. 2 του ΑΚ ορίζεται ότι «Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης.». Η δεύτερη παράγραφος της παραπάνω διατάξεως υπαγορεύθηκε από το λόγο ότι δεν θα ήταν δικαιολογημένη η κατάλυση μέσω της παραγραφής της προς αποζημίωση αστικής απαιτήσεως, ενόσω ο δράστης της αδικοπραξίας θα ήταν ακόμη εκτεθειμένος στη βαρύτερα πλήττουσα αυτόν ποινική δίωξη και στη συνέχεια καταδίκη, για την εφαρμογή της δε, πρέπει να συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις: 1) η αδικοπραξία πρέπει να αποτελεί συνάμα κολάσιμη κατά τον ποινικό νόμο πράξη. Δεν αποτελεί όμως προϋπόθεση η προηγούμενη άσκηση ποινικής διώξεως και η τιμωρία του δράστη. Αν δεν έχει προηγηθεί άσκηση ποινικής διώξεως, το πολιτικό Δικαστήριο που κρίνει την αγωγή αποζημιώσεως ερευνά τη συνδρομή των υποκειμενικών και αντικειμενικών προϋποθέσεων της κολάσιμης πράξεως και 2) η ποινική αξίωση της πολιτείας για την τιμώρηση της αξιόποινης πράξεως πρέπει να υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή. Για τη διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξεως είναι ή όχι μακρότερη από την αστική παραγραφή της απαιτήσεως από την αδικοπραξία θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξεως ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη στον Ποινικό Νόμο, αναλόγως, ποινική παραγραφή, όπως αυτή ως προς τη διάρκειά της καθορίζεται στο άρθρο 111 του ΠΚ ή σε διάταξη άλλου, ειδικού, ποινικού Νόμου. Εξάλλου, για τη διακρίβωση αν, προκειμένου περί πλημμελημάτων ή κακουργημάτων, είναι ή όχι μακρότερη η ποινική παραγραφή σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δεν συνυπολογίζεται το οριζόμενο από την παρ. 2 του άρθρου 113 του ΠΚ μέγιστο διάστημα της αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση και το οποίο ανέρχεται σε τρία (3) έτη για τα πλημμελήματα και πέντε (5) έτη για τα κακουργήματα. Και τούτο διότι: α) η αναστολή της ποινικής παραγραφής προϋποθέτει έναρξη της κύριας διαδικασίας, η οποία εκ των προτέρων δεν είναι γνωστό πότε θα επέλθει και δε χωρεί αυτοδικαίως εκ του Νόμου. Εξάλλου, η ασφάλεια δικαίου ως έκφανση της αρχής του κράτους δικαίου επιβάλλει να είναι από την αρχή προσδιορισμένη η διάρκεια της παραγραφής. Την αρχή αυτή δεν ικανοποιεί η άποψη περί συνυπολογισμού στη βασική (in abstracto) πενταετή ποινική παραγραφή και της τριετίας της αναστολής. Και β) ο συνυπολογισμός της τριετίας της ποινικής αναστολής προκαλεί και σύγχυση με τη διακοπή και την αναστολή της αστικής παραγραφής της απαιτήσεως αποζημιώσεως, όπως οι θεσμοί αυτοί ρυθμίζονται στα άρθρα 255 επ. και 260 επ. του ΑΚ, αφού θα προκληθεί το φαινόμενο στην αστική παραγραφή να εφαρμόζονται παράλληλα, αφενός η ποινική αναστολή και αφετέρου η αναστολή-διακοπή της παραγραφής του ΑΚ. Τόσο, όμως, η ποινική όσο και η αστική παραγραφή αποτελούν σύστημα κανόνων δικαίου, στο οποίο οι πράξεις που επιφέρουν διακοπή ή αναστολή της παραγραφής κρίνονται αυτόνομα στο πλαίσιο καθενός από τα συστήματα αυτά (ΟλΑΠ 21/2003, ΑΠ 1041/2017, AΠ 415/2015, ΑΠ 875/2015, ΑΠ 670/2015, ΑΠ 199/2014, ΑΠ 1049/2014, ΕφΠειρ 489/2016, ΕφΠειρ 230/2016). Θεωρείται δε ότι ο δικαιούχος της αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης γνωρίζει τον υπόχρεο όταν αυτός γνωρίζει τόσα περιστατικά ώστε με βάση αυτά να μπορεί να εγείρει αγωγή εναντίον ορισμένου προσώπου με ελπίδες επιτυχίας. Δεν αρκούν εικασίες, υποψίες ή εξ αμελείας άγνοια. Πότε δε συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι ζήτημα πραγματικό εξαρτώμενο από τη συνολική εκτίμηση της συγκεκριμένης περίπτωσης. Αν μπορούν να διαπιστωθούν το όνομα και η διεύθυνση του υπόχρεου σε αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση τότε ο παθών θεωρείται ότι γνωρίζει το πρόσωπο του υπόχρεου κατά το χρόνο που ο δικαιούχος ερευνώντας θα μπορούσε να το πληροφορηθεί και έκτοτε αρχίζει και η πενταετής αστική παραγραφή. Εξάλλου, ο περί παραγραφής της ένδικης αξίωσης ισχυρισμός θεμελιώνει ένσταση του εναγομένου, η οποία για να είναι ορισμένη κατά το άρθρο 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με την προπαρατεθεισα διάταξη (άρθρο 937 του ΑΚ), πρέπει να αναφέρει το χρόνο κατά τον οποίο ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του υποχρέου σε αποζημίωση και τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί ο χρόνος έναρξης και συμπλήρωσης της παραγραφής (ΑΠ 1412/2013, ΑΠ 1239/2010, ΕφΑθ 1008/2015). Εξάλλου από τις διατάξεις του άρθρου 937 του ΑΚ, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 338 του ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι το βάρος απόδειξης ότι ο δικαιούχος της αποζημίωσης γνώριζε από ορισμένο σημείο τη ζημία και τον υπόχρεο προς αποζημίωση, φέρει εκείνος που επικαλείται πενταετή παραγραφή της αξίωσης, δηλαδή, ο εναγόμενος, ο δε ισχυρισμός του ενάγοντος ότι έλαβε γνώση της ζημίας σε μεταγενέστερο χρόνο, αποτελεί αιτιολογημένη άρνησή της (ένστασης παραγραφής) και όχι αντένσταση κατά της ένστασης περί παραγραφής (ΑΠ 807/1997) και υποχρεούται να αποδείξει τον ισχυρισμό του αυτόν ανταποδεικτικά (ΕφΑθ 6632/2001, ΕφΑθ 1170/1986). Επιπλέον, η διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το Ν. 4335/2015 (ο οποίος κατήργησε και το άρθρο 269 του ΚΠολΔ), προβλέπει σχετικά με το πότε επιτρέπεται η προβολή νέων ισχυρισμών στο Εφετείο τα εξής: «Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ΄ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και, δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ΄ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως η μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αν αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως.» Ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται όσοι τείνουν στη θεμελίωση ή κατάλυση του ουσιαστικού δικαιώματος, δηλαδή οι ενστάσεις, αντενστάσεις κλπ και όχι όσοι μεταβάλλουν το αίτημα ή τη βάση της αγωγής ή τη συμπληρώνουν, η προβολή των οποίων απαγορεύεται και αυτοί τυγχάνουν απαράδεκτοι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 525 και 526 του ΚΠολΔ, έστω και αν τείνουν σε υπεράσπιση κατά της εφέσεως (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 749/1992). Ο όρος «ισχυρισμοί» στην έκφραση «νέοι ισχυρισμοί» ταυτίζεται με τα «μέσα επιθέσεως και άμυνας» του παλιού άρθρου 269 του ΚΠολΔ που καταργήθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 1 του Ν. 4335/2015. Δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των «νέων ισχυρισμών» και συνεπώς δεν υπόκεινται στην απαγόρευση του άρθρου 527 του ΚΠολΔ οι αρνητικοί ή καθαρώς νομικοί ισχυρισμοί, όπως η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (AΠ 205/1996, Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα: Ερμηνεία ΚΠολΔ, I, έκδοση 2000, σελ. 947, 948). Περαιτέρω, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, αναφορικά με τη συγκεκριμένη (υπ΄ αρ. 6) εξαίρεση από τον κανόνα της απαγόρευσης προβολής νέων ισχυρισμών στο δεύτερο βαθμό, οι ισχυρισμοί πρέπει να αποδεικνύονται ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου, ή να αποδεικνύονται εγγράφως, ήτοι με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο πλήρους απόδειξης, η απόδειξη δε πρέπει να είναι άμεση και όχι σε συνδυασμό με τεκμήρια (ΑΠ 536/2017, ΑΠ 514/2016, ΑΠ 243/2015, ΑΠ 523/2015, ΑΠ 1337/2014, ΑΠ 1146/2011, ΕφΔωδ 31/2019, ΕφΑθ 723/2018, ΕφΑθ 1008/2015, ΕφΛαρ 415/2012).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα των εναγομένων ………….., (άλλος μάρτυρας δεν εξετάσθηκε), που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχεται (η κατάθεση) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι[ανάμεσα στα οποία έγγραφα των οποίων για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας γίνεται επίκληση και προσαγωγή όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1088/2019, ΑΠ 394/2012), μεταξύ των οποίων και η υπ΄ αρ. 179, 180, 184, 207, 208, 238, 239, 272, 306/2016,9, 10, 28, 50, 69, 70, 85, 104, 113/2017 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πειραιά, καθώς και αντίγραφα από την σχηματισθείσα σε σχέση με το ένδικο συμβάν ποινική δικογραφία, τα οποία εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 631/2004, ΑΠ 370/2004), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004.70), [σημειώνοντας ότι οι εφεσίβλητοι στις προτάσεις του παρόντος βαθμού περιλαμβάνουν, όπως επικαλούνται, αυτούσιες τις από 5-3-2015 πρωτόδικες προτάσεις τους, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις (πρβλ. ΑΠ 224/2016)], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πέμπτη των εναγομένων ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……….», η οποία ήδη είναι υπό εκκαθάριση και φέρει την επωνυμία «…………. υπό εκκαθάριση», εκμεταλλευόταν στον Πειραιά, επί της οδού …………, ιδιωτική Μικτή Παθολογική Κλινική με δύναμη 54 κλινών, η οποία περιλάμβανε πέντε τμήματα (παθολογικό, καρδιολογικό, νευρολογικό, νεφρολογικό και πνευμονολογικό), επιπλέον διέθετε ΜΕΘ (Μονάδα Εντατικής Θεραπείας) με τέσσερεις κλίνες, μονάδα τεχνητού νεφρού και εργαστήρια, καθώς επίσης και εξωτερικά ιατρεία (βλ. σχετ. την από 11-11-2010 βεβαίωση καλής λειτουργίας της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας της Νομαρχίας Πειραιά). Η ίδια κλινική διαφημιζόταν στο διαδίκτυο ότι εφαρμόζει μία μέθοδο αποτοξίνωσης, η οποία είχε άμεσα αποτελέσματα, δίχως εντούτοις να προσδιορίζεται στις εν λόγω διαφημίσεις επακριβώς η μέθοδος αυτή. Μάλιστα, ήδη από το έτος 1997 είχε αιτηθεί από τον τότε διευθυντή της ανωτέρω εταιρείας, προς το Υπουργείο Υγείας-Πρόνοιας,η χορήγηση άδειας εφαρμογής πιλοτικού προγράμματος αποτοξίνωσης από οπιοειδή με τη μέθοδο «Υπερταχείας Αποτοξίνωσης από οπιοειδή» με ναλτρεξόνη, για την οποία, όπως αναφέρεται στην ως άνω αίτηση, η κλινική είχε λάβει το κατ΄ αποκλειστικότητα δικαίωμα εφαρμογής της στην Ελλάδα μετά από συμφωνία με την CITΑ (Center Investigation and Treatment of Addiction). Κατά την ίδια αίτηση, η μέθοδος αυτή χρησιμοποιεί την ανταγωνιστική ουσία ναλτρεξόνη, και συγκεκριμένα, στον ασθενή χορηγείται η ουσία κατά τη διάρκεια εξάωρης νάρκωσης, κατά την οποία περνά το στερητικό σύνδρομο ανώδυνα και όταν ξυπνήσει είναι 100% αποτοξινωμένος. Κατά τη φιλοσοφία της μεθόδου, η ναλτρεξόνη καταλαμβάνει τους υποδοχείς της ηρωίνης, με αποτέλεσμα, ακόμη και σε περίπτωση χρήσης, ο οργανισμός να μην έχει ευφορικό αποτέλεσμα, και ακολούθως, με παράλληλη ψυχολογική υποστήριξη για εννέα μήνες, οι ασθενείς να επιτυγχάνουν την τελική απεξάρτηση σε ποσοστό άνω του 70%. Εντούτοις, στην εν λόγω κλινική ουδέποτε χορηγήθηκε άδεια προς εφαρμογή της εν λόγω μεθόδου, δεδομένου και του ότι τέτοια άδεια δεν θα μπορούσε να χορηγηθεί, καθώς κατά τις διατάξεις του άρθρου 54 παρ. 5 του Π.Δ. 148/2007«Κωδικοποίηση των διατάξεων κανονιστικών διαταγμάτων και κανονιστικών υπουργικών αποφάσεων της εθνικής νομοθεσίας για τα ναρκωτικά», αυτή μπορούσε να διενεργηθεί μόνο σε δημόσια νοσοκομεία και μάλιστα σε εκείνα, στα οποία λειτουργεί μονάδα εντατικής θεραπείας και ειδικό πρόγραμμα αποτοξίνωσης. Ωστόσο, η κλινική εφάρμοζε παρανόμως τη μέθοδο αυτή. Ο ………….., που γεννήθηκε την 20-8-1979, ο οποίος διέμενε μόνιμα με την οικογένειά του στη ……, ήδη από ηλικίας 17 ετών έκανε χρήση ναρκωτικών ουσιών και δη ηρωίνης και βαρβιτουρικών. Λόγω της εξάρτησής του, η μητέρα του – δεύτερη των εναγόντων έχοντας περί το έτος 2002 πληροφορηθεί από το διαδίκτυο για την ύπαρξη της κλινικής της πέμπτης των εναγομένων και την εφαρμοζόμενη σε αυτήν από τον πρώτο των εναγομένων, ιατρό – παθολόγο, μέθοδο αποτοξίνωσης, ήρθε σε επαφή μαζί του, ο οποίος και την ενημέρωσε ότι η μέθοδος είναι ακίνδυνη, κοστίζει 7.000 ευρώ και έχει αποτελέσματα άμεσα, ήτοι εντός 24 ωρών. Κατόπιν αυτού, ο ανωτέρω . …. επισκέφθηκε την κλινική, υποβλήθηκε στη μέθοδο αποτοξίνωσης, πλην, όμως, μετά από ολιγόμηνη διακοπή από τη χρήση ηρωίνης, υποτροπίασε. Αυτό έγινε άλλες τέσσερεις φορές, επίσης χωρίς αποτέλεσμα. Μάλιστα, μετά από κάθε θεραπεία και για ορισμένο χρονικό διάστημα λάμβανε καθημερινά ένα δισκίο ναλτρεξόνης. Ειδικότερα, ο ……….. νοσηλεύθηκε στην ανωτέρω κλινική προς αποτοξίνωσή του πέντε φορές κατά τα έτη 2003-2009. Και μετά την πέμπτη θεραπεία, ο ανωτέρω, αφού διέκοψε τη χρήση ηρωίνης για ορισμένο χρονικό διάστημα, ακολούθως ξεκίνησε και πάλι τη χρήση. Το φθινόπωρο του έτους 2009 αποφάσισε για ακόμη μια φορά (έκτη) να υποβληθεί στη θεραπεία και για το λόγο αυτό, έχοντας προγραμματισμένο ραντεβού, ήρθε αεροπορικώς από τη ….. συνοδευόμενος από τη μητέρα του, το πρωί της 1-10-2009. Ο ……….. εισήχθη στην ανωτέρω κλινική περί ώρα 12:00, δηλώνοντας ο ίδιος κατά την εισαγωγή του, ότι έκανε ημερησίως χρήση (από τη μύτη) τριών (3) γραμμαρίων ηρωίνης και 3-4 βαρβιτουρικών χαπιών (xanax), καθώς και ότι είχε κάνει χρήση μισού γραμμαρίου ηρωίνης το ίδιο πρωί. Με την εισαγωγή του, στο ιστορικό ασθενούς που συντάχθηκε και υπογράφεται από την ανειδίκευτη τότε ιατρό …….., όσον αφορά στην περιγραφή της αιτιολογίας εισαγωγής, υπό τον τίτλο «Παρούσα Νόσος», ανεγράφη αναληθώς περί της κατάστασης της υγείας του ως αιτιολογία «Αδυναμία, καταβολή, έμετος ΧΕΟ», ενώ, κατά την εισαγωγή του στην κλινική, ο ανωτέρω ασθενής (… …) δεν εμφάνιζε κάποιο από τα ανωτέρω συμπτώματα, αλλά ήταν σε καλή κατάσταση, φυσιολογικός, πλην, όμως, η ανωτέρω αιτιολογία ανεγράφη στο ιστορικό του ασθενούς, διότι τέτοιες εντολές είχαν οι ανειδίκευτοι ιατροί από τον πρώτο των εναγομένων, ο οποίος και ήταν ο μόνος που ασχολούταν με τους τοξικομανείς που προσέρχονταν στην κλινική για την υποβολή τους στη θεραπεία αποτοξίνωσης. Ο …. …. υποβλήθηκε στις συνήθεις εξετάσεις εισαγωγής στην κλινική, μεταξύ των οποίων και σε ηλεκτροκαρδιογράφημα το οποίο δεν έδειξε να εμφανίζει κάποιο καρδιολογικό πρόβλημα. Τον εν λόγω ασθενή συνόδευσαν στη ΜΕΘ και περί τις μεσημεριανές ώρες άρχισε να εμφανίζει στερητικά σύνδρομα. Αφού του τοποθετήθηκε ορός, εκλήθη αναισθησιολόγος, ο ………., κατά την άφιξη του οποίου στην κλινική ο ασθενής αντιμετώπιζε ήδη στερητικά σύνδρομα, ήταν φοβερά διεγερτικός και είχε σφίξεις 140 και πίεση 20. Αφού ο αναισθησιολόγος τοποθέτησε καινούργιο ορό στον ασθενή, έλαβε γνώση του ιστορικού του από τον πρώτο των εναγομένων, ενημερώθηκε ότι το πρωί ο ασθενής είχε κάνει χρήση ηρωίνης, είδε το ηλεκτροκαρδιογράφημα, το οποίο βρήκε φυσιολογικό, και άρχισε τη διαδικασία της νάρκωσης, προκειμένου να κατευνάσει τα στερητικά του σύνδρομα. Αρχικά χορήγησε στον ασθενή μιδαζολάμη (dormicum) για να τοποθετηθεί ανώδυνα ο φλεβοκαθετήρας, ακολούθως του χορήγησε προποφόλη (diprivan 1%), τον διασωλήνωσε και του έβαλε ρινογαστρικό καθετήρα levine, εξακολουθώντας να του χορηγεί προποφόλη στάγδην με ορό για τη διατήρηση της καταστολής, η οποία διήρκεσε περίπου 5-6 ώρες έως τις 22:30 της 1-10-2009, οπότε σταδιακά άρχισε να ξυπνά τον ασθενή. Ο ………. αποσωληνώθηκε και ξύπνησε περί ώρα 23:00, του χορηγήθηκε κορτιζόνη για το οίδημα στον λάρυγγα λόγω της διασωλήνωσης, αντιεμετικό και aminophylline για να μη κάνει βρογχόσπασμο. Αφού ξύπνησε, ο ασθενής σηκώθηκε κανονικά και τον πήγε στην τουαλέτα ο ίδιος ο αναισθησιολόγος, ο οποίος όταν διαπίστωσε ότι ο ασθενής ανέπνεε κανονικά, φούσκωνε το στήθος, έβηχε και μιλούσε, αποχώρησε από την κλινική γύρω στις 12.00 τα μεσάνυχτα, αφήνοντας τον ασθενή στη φροντίδα του θεράποντος ιατρού – πρώτου των εναγομένων. Καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, η μητέρα του ασθενούς, η οποία ήταν παρούσα και σε άλλες ανάλογες διαδικασίες, βρισκόταν έξω από το ειδικό δωμάτιο – ΜΕΘ, στο οποίο ο υιός της υποβαλλόταν στην ανωτέρω διαδικασία. Πλην όμως, ενώ συνήθως περί ώρα 21:00, της ίδιας ημέρας που άρχιζε η ανωτέρω διαδικασία πάντα μεσημέρι, καλούσαν τους συγγενείς, ώστε όταν ξυπνήσουν οι ασθενείς, να δουν τους οικείους τους, εκείνο το βράδυ δεν ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία, αλλά περί ώρα 05:30 της 2-10-2009 βγήκαν άλλα δύο νεαρά άτομα που ήταν στην ΜΕΘ και είχαν εισαχθεί την ίδια ώρα για την ίδια διαδικασία, και μετά από 20 λεπτά εξήλθε, σε αντίθεση με τα άλλα δύο άτομα, υποβασταζόμενος ο ……, ο οποίος αναγνώρισε τη μητέρα του-δεύτερη των εναγόντων λέγοντας «μαμά». Από τη στιγμή που έφθασαν στο δωμάτιο νοσηλείας ο ……… άρχισε να έχει εμέτους και διαρροϊκές κενώσεις. Η δεύτερη των εναγόντων κάλεσε τους νοσηλευτές οι οποίοι ζήτησαν από τον ανωτέρω ασθενή να πάνε στο μπάνιο να τον πλύνουν, πλην όμως, αυτός δεν απαντούσε και τελικά οι νοσηλευτές τον άλλαξαν στο κρεβάτι του. Περί ώρα 09:00 της 2-10-2009 εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στο δωμάτιο του ασθενούς ο πρώτος των εναγομένων – θεράπων ιατρός, για τη συνήθη νοσηλεία, μαζί με άλλους ιατρούς της κλινικής, μεταξύ των οποίων οι ……, …… και …….., ο δε …. … μιλούσε καθισμένος στο κρεβάτι του. Ο ασθενής συνέχισε έως το μεσημέρι να έχει εμέτους και διαρροϊκές κενώσεις, ενώ ο πρώτος των εναγομένων δεν επισκέφθηκε ξανά τον ανωτέρω ασθενή του, αποχωρώντας από την κλινική το μεσημέρι και αφήνοντας τη φροντίδα όλων των ασθενών στην ανειδίκευτη τότε ιατρό ………., που εφημέρευε μόνη για ολόκληρη την κλινική, με μόνη προηγούμενη εμπειρία της ένα έτος σε ιδιώτη ιατρό άνευ μισθού, εννέα μήνες στους … Λακωνίας και ένα έτος άσκηση στη γενική χειρουργική στο Νοσοκομείο ….. Μάλιστα, η ίδια ιατρός δεν είχε ενημερωθεί για τα φάρμακα και τις ουσίες που είχε λάβει ο εν λόγω ασθενής έως τότε και η παράδοση του ασθενούς είχε γίνει στην ίδια από την, επίσης ανειδίκευτη ιατρό, …….., που εφημέρευε την προηγούμενη ημέρα, και όχι από τον θεράποντα. Η ………… όταν επισκέφθηκε για πρώτη φορά τον εν λόγω ασθενή, κατά τη διάρκεια της εφημερίας της, τον είδε ξαπλωμένο και άτονο, κάτι που απέδωσε στους εμέτους και τις κενώσεις που είχε, συμπτώματα συνήθη για τους ασθενείς αυτούς λόγω των συμπτωμάτων στέρησης που έχουν μετά την υποβολή τους στη θεραπεία αποτοξίνωσης. Οι έμετοι και οι διαρροϊκές κενώσεις του ασθενούς συνεχίζονταν, με αποτέλεσμα περί ώρα 18:00 της 2-10-2009, να του τοποθετήσουν πάνες, ενώ η κατάσταση της υγείας του έβαινε διαρκώς επιδεινούμενη. Μάλιστα, άρχισε να έχει παραισθήσεις και ρίγος και η ίδια αναζήτησε τον πρώτο των εναγομένων, ο οποίος όμως δεν ήρθε ποτέ. Ο ανωτέρω ασθενής περί ώρα 20:30 – 21:30 της 2-10-2009, εμφάνισε αδυναμία, καταβολή δυνάμεων, πυρετό 38,5°C, καθώς και ταχυκαρδία, είχε 120 σφίξεις/λεπτό και, κυρίως, πτώση οξυγόνου στο αίμα (87%). Τότε, η ανωτέρω ανειδίκευτη ιατρός του χορήγησε apotel (παρακεταμόλη) για τον πυρετό και ενημέρωσε τηλεφωνικά τον θεράποντα ιατρό – πρώτο των εναγομένων. Η πτώση του οξυγόνου και η ταχυκαρδία έκανε τους ιατρούς, και συγκεκριμένα την εφημερεύουσα ιατρό, τον θεράποντα – πρώτο των εναγομένων και τον πνευμονολόγο ………. (με τον οποίο επικοινώνησε η ……….), να σκεφτούν το ενδεχόμενο λοίμωξης του αναπνευστικού και, κατ΄ εντολή του θεράποντος, χορηγήθηκε στον ασθενή berovent και becloneb, ουσίες βρογχοδιασταλτικές, ενώ του τοποθετήθηκε και μάσκα οξυγόνου (venturi), ο δε ασθενής τοποθετήθηκε σε ημικαθιστή θέση. Ο ασθενής εμφάνισε για λίγο κάποια βελτίωση, έπεσε ο πυρετός και βελτιώθηκε ο κορεσμός του οξυγόνου, εν τούτοις αργότερα ανέβασε και πάλι πυρετό και έπεσε και πάλι ο κορεσμός του οξυγόνου στο αίμα, αν και του χορηγείτο οξυγόνο με τη μάσκα. Η εφημερεύουσα επικοινώνησε εκ νέου με τον θεράποντα ιατρό, ο οποίος είχε τη γνώμη ότι έπρεπε να κληθεί το ΕΚΑΒ για τη διακομιδή του ασθενούς σε δημόσιο νοσοκομείο για περαιτέρω έλεγχο, διότι το ακτινολογικό τμήμα της κλινικής δεν λειτουργούσε κατά τη διάρκεια της νύχτας. Το ΕΚΑΒ εκλήθη τελικά περί ώρα 02:00 της 3-10-2009, το δε ασθενοφόρο έφθασε μετά από μία ώρα, πλην όμως, λίγο προ της αφίξεώς του, ο ασθενής έπαθε κάμψη καρδιακής λειτουργίας και την ώρα που προσπαθούσε η ανωτέρω ανειδίκευτη ιατρός να υποβάλει τον ασθενή σε καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση, εμφανίσθηκαν ο θεράπων ιατρός, ο πνευμονολόγος ……….. και ο τεχνικός του ΕΚΑΒ, πλην όμως, λίγα λεπτά μετά εξέπνευσε, περί ώρα 04:15 της 3-10-2009. Ακολούθως, ο πρώτος των εναγομένων, παρόλο που ήταν ο θεράπων και ήταν παρών κατά το θάνατο του ασθενούς, ζήτησε από την ……….. να συντάξει το πιστοποιητικό θανάτου, στο οποίο ως αιτία θανάτου αναγράφηκε η καρδιακή ανεπάρκεια, η οποία όμως (αναγραφείσα στο πιστοποιητικό θανάτου αιτιολογία θανάτου) ιατρικά δεν αποτελεί την αιτία θανάτου, αλλά το αποτέλεσμα αυτής από το οποίο εντέλει κατέληξε ο ασθενής. Στον εν λόγω ασθενή δεν έγινε νεκροψία αμέσως μετά το θάνατο, αλλά μετά την παρέλευση ορισμένων ημερών (μετά την ταρίχευση και ταφή της σωρού), δυνάμει της υπ΄ αρ. πρωτ. …../13-10-2009 εισαγγελικής παραγγελίας του Εισαγγελέως Πρωτοδικών …., με την οποία διατάχθηκε η ιατροδικαστική υπηρεσία … να διενεργήσει νεκροψία – νεκροτομή, μετά από εκταφή, και δεδομένου ότι η μητέρα του πίστευε ότι ο θάνατος οφειλόταν στη μέθοδο αποτοξίνωσης, ζητήθηκε από την ανωτέρω υπηρεσία να δοθεί περισσότερη προσοχή και να αιτιολογείται στο πόρισμά της, εάν όντως ο θάνατος του ανωτέρω επήλθε από αυτά τα αίτια. Ακολούθως, ο ιατροδικαστής …. έλαβε δείγματα αίματος, ούρων και χοληδόχου κύστης για τη διενέργεια τοξικολογικών εξετάσεων και επίσης απέστειλε την καρδιά, τμήματα του ήπατος, του πνεύμονος και του νεφρού προς διενέργεια ιστολογικών εξετάσεων. Από τις τοξικολογικές εξετάσεις προέκυψε ότι στο αίμα του ανωτέρω θανόντος ανευρέθη μορφίνη και διαζεπάμη και στα ούρα αυτού προποφόλη (γενικό αναισθητικό), παρακεταμόλη, μετοκλοπραμίδη (αντιεμετικό), νορδιαζεπάμη (που συνιστά μεταβολίτη της διαζεπάμης – stedon), αλπραζολάμη (xanax), μορφίνη και μηκωνίνη. Κατά την από 21-12-2009 έκθεση τοξικολογικής εξέτασης του εργαστηρίου ιατροδικαστικής και τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών η εξέταση που έγινε ήταν απόλυτα αξιόπιστη λόγω της προηγηθείσης ταριχεύσεως, με αδυναμία εν τούτοις ποσοτικού προσδιορισμού των ανευρεθέντων στον οργανισμό του θανόντος φαρμάκων, ενώ οι ανευρεθείσες ουσίες είχαν ληφθεί από τον ίδιο (θανόντα) ή του είχαν χορηγηθεί εν ζωή, δίχως από την εν λόγω έκθεση να αποκλείεται η χορήγηση και άλλων ουσιών που δεν ανευρέθησαν λόγω αραίωσης του αίματος με τη φορμόλη ή λόγω καταστροφής τους από τη φορμόλη. Επιπλέον, κατά την εν λόγω έκθεση η ανευρεθείσα στα ούρα μορφίνη προέρχεται από χρήση παρανόμως παρασκευασθέντος οπιούχου παραγώγου, και όχι καθαρού σκευάσματος μορφίνης, διότι συγχρόνως ανιχνεύθηκε και το αλκαλοειδές μηκωνίνη που αποτελεί συστατικό του οπίου. Αναφέρεται, επίσης, ότι η προποφόλη είναι βραχείας δράσεως ενδοφλέβιο αναισθητικό για εισαγωγή και διατήρηση γενικής αναισθησίας, ενισχύει δε τη δράση άλλων αναισθητικών και κατασταλτικών του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος και το αντίστροφο. Τέλος, αναφέρεται ότι η συνεργιστική δράση πολλών ισχυρών κατασταλτικών, όπως εν προκειμένω, της προποφόλης, του οπιούχου παραγώγου, της αλπραζολάμης και της διαζεπάμης, μπορεί να επιφέρει το θάνατο του ατόμου. Από την από 17-12-2009 έκθεση ιστολογικής εξετάσεως, επίσης, του εργαστηρίου ιατροδικαστικής και τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, μεταξύ άλλων, προκύπτει ότι η καρδιά, εμφάνιζε στο τοίχωμα της αριστεράς κοιλίας και του μεσοκοιλιακού διαφράγματος εκτεταμένη φλεγμονώδη διήθηση μικτού τύπου, με υπερίσχυση των πολυμορφοπύρηνων λευκοκυττάρων και περιορισμένη λύση της συνέχειας μυοκαρδιακών ινών, εικόνα ενδεικτική μυοκαρδίτιδος. Οι στεφανιαίες αρτηρίες παρουσίαζαν αθηροσκληρυντικές αλλοιώσεις τύπου ΙΙ, που προκαλούν στένωση του αυλού τους έως και 10%. Στο τμήμα του πνεύμονος που απεστάλη, αναγνωρίσθηκε εικόνα πνευμονικού οιδήματος, εντόνου βαθμού και εντός των πνευμονικών κυψελίδων αναγνωρίσθηκαν μακροφάγα που φαγοκυτταρώνουν «καφεοειδή χρωστική». Αιμοφόρα αγγεία και τριχοειδή παρουσίαζαν εντόνου βαθμού διάταση και συμφόρηση. Συνυπήρχαν δε ικανού βαθμού αυτολυτικές αλλοιώσεις στο πνευμονικό παρέγχυμα. Την 28-1-2010, ο ανωτέρω ιατροδικαστής Ρόδου συνέταξε ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής, κατά την οποία, μεταξύ άλλων, όσον αφορά στους πνεύμονες, μακροσκοπικώς και ιστολογικώς διαπιστώνεται εικόνα εντόνου βαθμού πνευμονικού οιδήματος και συμφόρησης και όσον αφορά στην καρδιά ιστολογικώς διαπιστώνεται εικόνα ενδεικτική μυοκαρδίτιδας. Κατά την ίδια έκθεση, από τα αποτελέσματα της τοξικολογικής εξέτασης, διαπιστώνεται, μεταξύ άλλων, η πρόσφατη, πριν το θάνατο του . …., χορήγηση σε αυτόν σχήματος γενικής αναισθησίας – καταστολής που περιελάμβανε προποφόλη, διαζεπάμη και αλπραζολάμη, τα οποία προφανώς είναι μέρος της μεθόδου αποτοξίνωσης. Επιπλέον, διαπιστώνεται η λήψη οπιούχου παραγώγου (ηρωίνης), η λήψη του οποίου έχει γίνει πιθανότατα αμέσως πριν την είσοδο του ατόμου στο κέντρο αποτοξίνωσης. Η ιδιαίτερη σημασία, κατά την ίδια έκθεση, αυτής της διαπίστωσης συνίσταται στο ότι η ταυτόχρονη δράση του οπιούχου παραγώγου με τις προαναφερθείσες ουσίες αναισθησίας – καταστολής, έχει ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη και ανεπιθύμητη βαρεία καταστολή του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος (ΚΝΣ) που μπορεί εύκολα να επιφέρει το θάνατο. Κατά την ίδια έκθεση, καθότι η κατασταλτική δράση του αναισθητικού (προποφόλη) και των υπνωτικών (διαζεπάμη, αλπραζολάμη) και η κατασταλτική δράση των οπιούχων είναι συνεργιστική (το ένα επιτείνει τη δράση του άλλου και αντίστροφα) θεωρείται εξόχως επικίνδυνη η χορήγηση των πρώτων σε άτομο που βρίσκεται υπό την επήρεια οπιούχων παραγώγων, όπως η ηρωίνη. Η ίδια έκθεση επισημαίνει ότι δεν ανιχνεύθηκε, κατά την τοξικολογική εξέταση, η παρουσία των αντιδότων ναλοξόνης και φλουμαζενίλης για να αντιρροπηθεί η δράση του οπιούχου παραγώγου και των υπνωτικών αντίστοιχα. Η χορήγηση ναλοξόνης θα είχε σαν σκοπό την εξουδετέρωση της κατασταλτικής δράσης ενός, έστω και ενδεχομένως παρόντος, οπιούχου παραγώγου. Η χορήγηση φλουμαζενίλης θα μπορούσε να εξουδετερώσει την κατασταλτική δράση της διαζεπάμης και της αλπραζολάμης, όταν θα διαπιστωνόταν η υπέρμετρη καταστολή της αναπνευστικής και καρδιακής λειτουργίας που οδηγεί στο θάνατο. Εξάλλου, ο ίδιος ιατροδικαστής τονίζει ότι σε κάθε περίπτωση η αντιμετώπιση τέτοιας βαρείας καταστολής (από συνδυασμό πολλαπλών κατασταλτικών του ΚΝΣ) απαιτεί τη διασωλήνωση του ατόμου και την εισαγωγή του σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Κατά την ίδια έκθεση, η μυοκαρδίτιδα που διαπιστώθηκε ιστολογικώς, ενδεχομένως να αποτέλεσε επιβαρυντικό παράγοντα για την καρδιακή λειτουργία στην κατάσταση που περιήλθε το άτομο, χωρίς όμως να θεωρείται υπεύθυνη για το θάνατο. Τέλος, η ιατροδικαστική έκθεση καταλήγει, ότι ο θάνατος του …………… οφείλεται σε καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια συνεπεία καταστολής του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος από τη συνεργιστική δράση πολλαπλών κατασταλτικών ουσιών. Το συμπέρασμα αυτό, ωστόσο, αμφισβητήθηκε από πολλούς ειδικούς μάρτυρες κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του ΜΟΔ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο πρώτος των εναγομένων και θεράπων ιατρός του θανόντος, αν και ενημερώθηκε, ήδη τουλάχιστον από ώρας 21:30 της 2-10-2009,  από την ανειδίκευτη ιατρό …………. για την κρίσιμη κατάσταση της υγείας του ανωτέρω ασθενούς του και ειδικότερα ενημερώθηκε ότι ο κορεσμός του οξυγόνου στο αίμα είχε πέσει στο 87%, είχε 38,5°C πυρετό και ταχυκαρδία με 120 σφίξεις/λεπτό, ήτοι σημάδια από τα οποία καθίστατο πιθανό ότι ο ασθενής εμφάνιζε κάποια λοίμωξη, γεγονός για το οποίο ενημερώθηκε, όπως προαναφέρθηκε, από την ανειδίκευτη ιατρό ………. και έγινε σε αυτόν αντιληπτό εφόσον ζήτησε από την ανωτέρω ιατρό να χορηγήσει στον ασθενή αντιβίωση προς καταπολέμηση της εμφανισθείσας λοιμώξεως και ενώ επίσης, γνώριζε ότι η ως άνω ανειδίκευτη ιατρός ήταν η μόνη ιατρός στην κλινική με περιορισμένη εμπειρία δίχως να υπάρχει άλλος ιατρός στην κλινική και δίχως κατά τον ως άνω χρόνο, να λειτουργεί η ΜΕΘ, σύμφωνα με τις απαραίτητες από την κείμενη νομοθεσία προϋποθέσεις (αφού η μόνη ιατρός στην κλινική …. …, όπως προαναφέρθηκε, ήταν ανειδίκευτη και με περιορισμένη εμπειρία), καθώς επίσης δεν λειτουργούσε και το ακτινολογικό και μικροβιολογικό τμήμα, από αμέλειά του, και δη από έλλειψη της κατ΄ αντικειμενικής κρίσης προσοχής την οποία όφειλε και ηδύνατο να καταβάλει και την οποία κάτω από ανάλογες συνθήκες θα κατέβαλε κάθε μετρίως συνετώς και ευσυνείδητος ιατρός, με βάση τους νομικούς κανόνες, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, παρέλειψε να παράσχει στον ανωτέρω ήδη θανόντα ασθενή του, ιατρική βοήθεια κατά παράβαση των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της επιστήμης και ειδικότερα παρέλειψε να μεταβεί στην ανωτέρω κλινική του άμεσα, ήτοι αμέσως με την ενημέρωσή του για την ανωτέρω κατάσταση του ασθενούς του και δεν μετέβη καθόλο το χρονικό διάστημα από 21:30 της 2-10-2009 παρά μετέβη μόλις λίγα λεπτά προ του θανάτου του ασθενούς, με αποτέλεσμα κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα να μην παρασχεθούν οι αναγκαίες ιατρικές πράξεις και δη διασωλήνωση του ασθενούς και έγκαιρη διακομιδή του σε οργανωμένο νοσοκομείο προκειμένου να αντιμετωπισθεί η εμφανισθείσα μυοκαρδίτιδα και το εξ αυτής πνευμονικό οίδημα, με αποτέλεσμα το θάνατο του ανωτέρω ασθενούς εκ της ανωτέρω εμφανισθείσας μυοκαρδίτιδας και του πνευμονικού οιδήματος, ενώ εάν είχε προβεί στις ανωτέρω επιβεβλημένες ενέργειες ήτοι είχε μεταβεί στην κλινική αμέσως με την ενημέρωσή του περί της άσχημης κατάστασης του ασθενούς του περί ώρα 21:30 της 2-10-2009, και επιμελείτο της διασωλήνωσης του ανωτέρω ασθενούς και της άμεσης διακομιδής του σε νοσοκομείο, τότε με πιθανότητα που αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, το συγκεκριμένο αποτέλεσμα και δη ο θάνατος του ανωτέρω ασθενούς δεν θα είχε επέλθει. Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι ο πρώτος των εναγομένων κρίθηκε, ήδη αμετακλήτως, από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Πειραιά, ότι τέλεσε την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια σε βάρος του θανόντος, για την οποία και έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής (βλ. την υπ΄ αρ. 179, 180, 184, 207, 208, 238, 239, 272, 306/2016, 9, 10, 28, 50, 69, 70, 85, 104, 113/2017 απόφαση του ΜΟΔ Πειραιά, από την οποία προκύπτει ότι οι τρεις τακτικοί δικαστές, που είχαν την δυσμενέστερη για τον πρώτο των εναγομένων – κατηγορούμενο γνώμη, ότι αυτός τέλεσε την πράξη της θανατηφόρας έκθεσης, κατ΄ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο, προσχώρησαν στην αμέσως ηπιότερη γνώμη δυο εκ των ενόρκων, που είχαν την γνώμη ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος των εναγομένων ήταν προστηθείς της πέμπτης των εναγομένων ανώνυμης, ήδη σε εκκαθάριση τελούσας, εταιρείας. Ειδικότερα, ο συγκεκριμένος ιατρός, πέραν του ότι ήταν πρόεδρος του ΔΣ της πέμπτης των εναγομένων εταιρείας, αυτός ασκούσε και το έργο του ιατρού στην κλινική που η εταιρεία εκμεταλλευόταν, είχε τους δικούς του ασθενείς, ο δε έλεγχος του προστηθέντος ιατρού από την προστήσασα εταιρεία δεν εκτεινόταν στον τρόπο εργασίας του, δηλαδή, στον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων που αναλάμβανε, καθώς, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, τούτο δεν είναι επιτρεπτό, αλλά εξαντλείτο στην παροχή γενικών οδηγιών ήτοι η πέμπτη των εναγομένων έδινε γενικές οδηγίες στον πρώτο από αυτούς (εναγομένων) σχετικά με το ποιον ασθενή έπρεπε να εξετάσει και σε ποιο χρόνο και τόπο έπρεπε αυτή να γίνει. Τα στοιχεία αυτά δημιουργούσαν τη μεταξύ τους σχέση πρόστησης. Επιπλέον δε, η προστήσασα ωφελούνταν από τη δράση του (ήτοι την τέλεση ιατρικών πράξεων σε πελάτες στην κλινική της), καθώς έτσι διεύρυνε το πεδίο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας και αύξανε το κέρδος της, αφού οι ασθενείς επιβαρύνονταν με τις δαπάνες νοσηλείας τους στην κλινική της, όπως και στην προκειμένη υπόθεση. Ο πρώτος των εναγομένων ενεργούσε μέσα στο πλαίσιο της σχέσης πρόστησης που διατηρούσε με την πέμπτη των εναγομένων και όχι μέσα στο πλαίσιο σχέσης ιδιώτη ιατρού με τον πελάτη του. Ο ….. … ήταν κατά το χρόνο θανάτου του 30 ετών, οι δε ενάγοντες, από τους οποίους ο πρώτος και η δεύτερη είναι γονείς του και η τρίτη αδελφή του, συνδέονταν με τον θανόντα με αμοιβαία αγάπη και στενούς ψυχικούς δεσμούς και δοκίμασαν μεγάλη θλίψη και πόνο από το θάνατό του. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο λαμβάνοντος υπόψη την ηλικία του θανόντος, το βαθμό του πταίσματος του πρώτου των εναγομένων στην πρόκληση του θανάτου, όλων των εν γένει συνθηκών και λοιπών περιστάσεων, κατά τα προαναφερόμενα, και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των εναγόντων και του πρώτου των εναγομένων, καθώς και την οικονομική κατάσταση της πέμπτης των εναγομένων, αλλά και την έντονη ψυχική οδύνη που υπέστησαν οι ενάγοντες από το θάνατο του ανωτέρω, ανάλογα με το βαθμό της συγγένειάς τους, κρίνει ότι η χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν πρέπει να καθορισθεί στα κατωτέρω ποσά που κρίνονται εύλογα α) για έκαστο εκ των πρώτου και δεύτερης των εναγόντων στο ποσό των 50.000 ευρώ, και β) για την τρίτη των εναγόντων στο ποσό των 25.000 ευρώ, ποσά από τα οποία πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 44 ευρώ για καθέναν από τους ενάγοντες, το οποίο επιφυλάχθηκαν να διεκδικήσουν κατά την παράστασή τους ως πολιτικώς ενάγοντες στην ποινική δίκη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι ο θάνατος του ……….. οφειλόταν σε θανατηφόρο έκθεση και δεν τελέσθηκε από αμέλεια του πρώτου των εναγόμενων, καθώς επίσης ότι έκαστος εκ των πρώτου και δεύτερης των εναγόντων δικαιούνται εύλογη χρηματική ικανοποίηση, ποσού 100.000 ευρώ και η τρίτη των εναγόντων δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση ποσού 50.000 ευρώ, ποσά από τα οποία έπρεπε να αφαιρεθεί το ποσό των 44 ευρώ για καθέναν από τους ενάγοντες, το οποίο επιφυλάχθηκαν να διεκδικήσουν κατά την παράστασή τους ως πολιτικώς ενάγοντες στην ποινική δίκη και ακολούθως αναγνώρισε ότι οι πρώτος και πέµπτη των εναγοµένων υποχρεούνται να καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρον: α) σε έκαστο εκ των πρώτου και δεύτερης των εναγόντων το ποσό των 99.956 (=100.000-44) ευρώ, και β) στην τρίτη των εναγόντων το ποσό των 49.956 (=50.000-44) ευρώ, δεν εκτίμησε ορθά τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, αλλά έσφαλε και οι σχετικοί λόγοι εφέσεως πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτοί ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμοι. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος των εναγομένων τέλεσε σε βάρος των πρώτου και δεύτερης των εναγόντων την πράξη της απάτης, όσον αφορά όμως μόνο στην πρώτη θεραπεία στην οποία υποβλήθηκε ο υιός τους το έτος 2003, διότι τους παρέστησε και τους έπεισε, κατά την προσωπική τους επικοινωνία, ότι η θεραπεία αποτοξίνωσης που εφάρμοζε είναι οριστική και αποτελεσματική, ενώ πρόκειται για μέθοδο η οποία αμφισβητείται από την επιστημονική κοινότητα και η οποία απαγορεύεται να διενεργείται σε ιδιωτικές κλινικές, όπως προαναφέρθηκε (άρθρο 54 παρ. 5 του Π.Δ. 148/2007). Αποδείχθηκε δε ότι ο πρώτος των εναγομένων γνώριζε καλώς ότι όσα παρέστησε στους δυο πρώτους των εναγόντων ήταν ψευδή, αφού η μέθοδός του δεν είχε τα αποτελέσματα που υποσχόταν, η δε κλινική του (πέμπτη των εναγομένων) δεν είχε λάβει άδεια για τη διενέργεια της μεθόδου, καίτοι είχε υποβάλει σχετική αίτηση. Από την απάτη αυτή οι πρώτος και δεύτερη των εναγόντων υπέστησαν θετική ζημία συνιστάμενη στην αμοιβή και τα νοσήλια που κατέβαλαν για την πρώτη θεραπεία του υιού τους, ανερχόμενα στο ποσό των 7.000 ευρώ, και στην αξία των ειδικών δισκίων ναλτρεξόνης που έλαβε ο υιός τους μετά την πρώτη θεραπεία ποσού 1.300 (= 200 + 200 + 100 + 200 + 100 + 100 + 200 + 200) ευρώ. Συνολικά, επομένως, από την ως άνω παραπλανητική συμπεριφορά του πρώτου των εναγομένων, υπέστησαν θετική ζημία ποσού 8.300 ευρώ, την οποία οφείλουν, σύμφωνα με τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, να αποκαταστήσουν οι πρώτος και πέμπτη των εναγομένων, η τελευταία ως προστήσασα τον πρώτο των εναγομένων, καθόσον η ως άνω πράξη του πρώτου των εναγομένων έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε, ώστε  τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό σκέλος του δεύτερου λόγου της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Όσον αφορά στις επόμενες θεραπείες έως το έτος 2009  στις οποίες υποβλήθηκε ο ………….., το σχετικό κονδύλιο απορρίφθηκε ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμο, η διάταξη δε αυτή της αποφάσεως δεν προσβλήθηκε με λόγο εφέσεως εκ μέρους των δύο πρώτων των εναγόντων. Επιπροσθέτως, οι εκκαλούντες, επικουρικά, προβάλλουν με το σχετικό σκέλος του δεύτερου λόγου της εφέσεώς τους, τον ισχυρισμό ότι η ένδικη απαίτηση έχει υποπέσει σε παραγραφή, διότι από το χρόνο που φέρεται να τελέσθηκε η σχετική πράξη, ήτοι το έτος 2003, έως την άσκηση της αγωγής το έτος 2014 παρήλθαν 11 έτη και το σχετικό αγωγικό δικαίωμα έχει παραγραφεί. Με το περιεχόμενο αυτό, ο εν λόγω ισχυρισμός, ο οποίος συνιστά την εκ του άρθρου 237 του ΑΚ ένσταση παραγραφής, καίτοι δεν είχε προταθεί στον πρώτο βαθμό, παραδεκτά προβάλλεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 527 εδ. α΄ περ. 6 α΄ του ΚΠολΔ), πλην, όμως, είναι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, απορριπτέος ως αόριστος. Τούτο δε, καθόσον οι ενιστάμενοι, εκκαλούντες, δεν αναφέρουν πότε οι δύο πρώτοι των εναγόντων έλαβαν γνώση της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση, χρονικά σημεία από τα οποία αρχίζει η παραγραφή της αξίωσης. Επομένως, η σχετική ένσταση που προβάλλουν οι εκκαλούντες πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη, όπως και το ως άνω σχετικό σκέλος του δεύτερου λόγου της ένδικης εφέσεως. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι της εφέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη, να διαταχθεί, λόγω της εν μέρει νίκης των εκκαλούντων η επιστροφή του παραβόλου ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως με το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ ………………../2019 και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, σε αυτούς (εκκαλούντες), να εξαφανισθεί, ως προς τους πρώτο και πέμπτη των εναγομένων, η εκκαλουμένη απόφαση, καθώς και ως προς τις διατάξεις και τα κεφάλαια που δεν μεταρρυθμίστηκε, αλλά θα περιληφθούν στην ενιαία απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, και τούτο χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ήτοι για να υπάρχει ένας μόνο τίτλος εκτελέσεως (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αναγκαίως δε και κατά τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων που θα καθορισθεί εξ αρχής, και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί εκ νέου η από 19-9-2014 (αρ. καταθ. ……/2014) αγωγή, να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι οι πρώτος και πέμπτη των εναγομένων, έκαστος εις ολόκληρον, υποχρεούνται να καταβάλουν: α) σε έκαστο εκ των πρώτου και δεύτερης των εναγόντων το ποσό των 49.956 (= 50.000 – 44) ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης και το ποσό των 4.150 (= 8.300 : 2) ευρώ ως θετική ζημία από την σε βάρος τους απάτη, με τη σημείωση ότι το αιτούμενο με την αγωγή ποσό για την αιτία αυτή επιμερίζεται σε ίσα μέρη σε έκαστο των πρώτου και δεύτερης των εναγόντων σύμφωνα με το άρθρο 480 του ΑΚ, όπως και πρωτοδίκως, διάταξη η οποία δεν προσβλήθηκε με λόγο εφέσεως εκ μέρους των δύο πρώτων των εναγόντων, ήτοι το ποσό των 54.106(= 49.956 + 4.150) ευρώ σε καθέναν από αυτούς και β) στην τρίτη των εναγόντων το ποσό των 24.956 (= 25.000 – 44) ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι πρώτος και πέμπτη των εναγομένων στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του οικείου αιτήματος των τελευταίων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε πλευράς (άρθρα 106, 183, 178, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 16-3-2019 (αρ. καταθ. …/2019) έφεση.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατατέθηκε με το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ …../2019 και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στους εκκαλούντες.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 13/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Κρατεί και δικάζει ως προς την ουσία την από 19-9-2014 (αρ. καταθ. ……/2014) αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς τους πρώτο και πέμπτη των εναγομένων.

Αναγνωρίζει ότι οι πρώτος και πέµπτη των εναγοµένων υποχρεούνται να καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρον: α) σε έκαστο εκ των πρώτου και δεύτερης των εναγόντων το ποσό των πενήντα τεσσάρων χιλιάδων εκατόν έξι (54.106) ευρώ, και β) στην τρίτη των εναγόντων το ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα έξι (24.956) ευρώ, νοµιµότοκα από την επίδοση της αγωγής.

Καταδικάζει τους πρώτο και πέμπτη των εναγομένων στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των (4.800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 15η Οκτωβρίου 2020 και δημοσιεύθηκε στις 12 Νοεμβρίου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ