Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 675/2020

Περίληψη

Διαφορές μεταξύ καταβαλλομένων και νομίμων αποδοχών. Πότε εφαρμόζεται η συλλογική σύμβαση εργασίας ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών N. Πειραιώς, Αττικής και Νήσων. Λήξη ισχύος της. Υπερωριακή εργασία. Εργασία εκτός έδρας κατά τα Σάββατα και Κυριακές.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

675/ 2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα T.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την προαναφερθείσα Πράξη, επαναφέρεται προς συζήτηση η, επίσης προαναφερθείσα, από 10-6-2019 (με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ …………/20-6-2019) κλήση του καλούντος- εκκαλούντος- εφεσίβλητου -ενάγοντος, με την οποία φέρονται προς εκδίκαση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου,οι: Α) από 13-7-2018 και Β) από 23-7-2018 εφέσεις, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).

Οι ανωτέρω υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αρ. 2510/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των εργατικών διαφορών (άρθρα 591, 614 παρ. 3, 621 επ.ΚΠολΔ), όπως οι διατάξεις της ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το ν. 4335/23-7-2015, που καταλαμβάνει τις αγωγές και τα ένδικα μέσα που ασκήθηκαν μετά την 1η-1-2016, όπως εν προκειμένω (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει, ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της μέχρι την άσκηση των εφέσεων, δεν έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών. Δεν απαιτείται δε η κατάθεση, εκ μέρους των εκκαλούντων, του προβλεπόμενου, από το  άρθρο 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ, παραβόλου του Δημοσίου, καθώς, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με την παρ. 3 εδ.στ του ως άνω άρθρου, οι υποθέσεις που αφορούν εργατικές διαφορές, όπως η ένδικη. Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 1, 8 παρ. 2, 11, 16 παρ. 3 του ν. 1876/1990, σε συνδυασμό με το άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος, προκύπτει ότι η συλλογική σύµβαση εργασίας ισχύει µόνο έναντι των µελών των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που την έχουν συνάψει, εκτός εάν επεκτάθηκε µε απόφαση του Υπουργού Εργασίας, οπότε η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν από τα πρόσωπα αυτά, δηλαδή πέραν από τους εργαζομένους και εργοδότες του κλάδου ή του επαγγέλματος που η σύµβαση αυτή αφορά και οι οποίοι θα μπορούσαν µε τις δραστηριότητές τους να είναι µέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή της.Συνεπώς, η ιδιότητα του µέλους των παραπάνω συνδικαλιστικών οργανώσεων, ως στοιχείο προσδιοριστικό των υποκειμενικών ορίων της κανονιστικής ισχύος των ως άνω Σ.Σ.Ε, αποτελεί προϋπόθεση της γέννησης των δικαιωµάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές και συνακόλουθα στοιχείο που απαιτείται για τη θεμελίωση της αγωγής. Το στοιχείο, όµως, αυτό, ενόψει της κανονιστικής φύσεως των Σ.Σ.Ε, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται πανηγυρικά στο δικόγραφο της αγωγής αλλ` αρκεί να συνάγεται από το περιεχόμενό του. Τούτο δε συμβαίνει και όταν ο εργαζόμενος ζητεί μισθούς ή άλλες παροχές από κλαδική η ομοιοεπαγγελματική Σ.Σ.Ε, που δεν έχει κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική ή για χρόνο προγενέστερο της κήρυξής της ως υποχρεωτικής, θεωρώντας την έτσι δεσμευτική για τον εργοδότη του (ΑΠ 1561/2011). Στην περίπτωση αυτήν, αν ο εναγόμενος εργοδότης αμφισβητήσει ειδικά την ιδιότητα αυτού ή του εργαζομένου ως µελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες κατάρτισαν τη Σ.Σ.Ε, ο ενάγων εργαζόμενος δικαιούται και οφείλει να επικαλεστεί, κατ` επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής του µε τις προτάσεις, σύµφωνα µε το άρθρο 224 εδ. β` ΚΠολΔ, και να αποδείξει, σύµφωνα µε τους ορισµούς των άρθρων 335 και 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι µέλη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν απαιτείται στην περίπτωση κατά την οποία η ισχύς της Σ.Σ.Ε ή Δ.Α, στην οποία ο ενάγων στηρίζει την αγωγή του, έχει επεκταθεί, κατά τα πιο πάνω, µε την κήρυξή της ως γενικώς υποχρεωτικής µε υπουργική απόφαση, και πέραν από τα πρόσωπα που είναι µέλη των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που την έχουν συνάψει, οπότε αρκεί να αναφέρονται στην αγωγή τα πραγματικά γεγονότα που επισύρουν την εφαρμογή της, όπως είναι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η υφιστάμενη μεταξύ των διαδίκων εργασιακή σχέση, το είδος της ασκούμενης από τον εργοδότη επιχείρησης, το επάγγελμα ή η ειδικότητα του εργαζομένου και ο χρόνος για τον οποίο αξιώνονται οι αποδοχές, ενώ για το προηγούμενο της κηρύξεως της Σ.Σ.Ε ή Δ.Α, ως γενικώς υποχρεωτικής χρονικό διάστημα ισχύει η αυτεπαγγέλτως εφαρμοζόμενη, προηγουμένως ισχύουσα Σ.Σ.Ε ή Δ.Α, που ήδη είχε κηρυχθεί ως γενικώς υποχρεωτική από το χρόνο κήρυξής της ως γενικώς υποχρεωτικής (βλ. Ληξουριώτη ‘’Συλλογικές εργασιακές σχέσεις’’, εκδ.2015, σελ. 212, ΑΠ 874/2018, ΑΠ 330/2015,ΑΠ 1903/2014, ΑΠ 1561/2011, ΑΠ 1933/2008, Εφ.Πειρ.54/2017, Εφ.Θεσ. 219/2016, δημοσιευμένες όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 του ΑΚ και 216 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ή άλλων παροχών που οφείλονται από σύμβαση εργασίας, πρέπει να αναφέρονται σ’ αυτήν μεταξύ άλλων, ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης, ο συμφωνηθείς ή νόμιμος μισθός το είδος της παρασχεθείσας εργασίας, οι όροι παροχής και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται (ΑΠ 75/2016). Εξάλλου για την κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ νομική πληρότητα του δικογράφου της αγωγής μισθωτού, που έχει αντικείμενο την επιδίκαση διαφορών μεταξύ καταβαλλομένων αποδοχών κ.λπ. και οφειλομένων με βάση τα οριζόμενα από κλαδική Σ.Σ.Ε ή Δ.Α, που  έχει την ίδια ισχύ, η οποία έχει επεκταθεί και έχει κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το είδος της ασκούμενης από τον εργοδότη επιχείρησης, ώστε να είναι δυνατό να κριθεί από το δικαστήριο αν πρόκειται για ομοειδή ή συναφή εκμετάλλευση με τις επιχειρήσεις του κλάδου που αφορά η Σ.Σ.Ε ή  Δ.Α και αν μπορούσε έτσι ο εργοδότης και ο ενάγων μισθωτός να είναι μέλη των οργανώσεων, που μετείχαν στη σύναψή της, οπότε η ισχύς της επεκτείνεται και σ’  αυτούς (ΑΠ 1561/2011, ΑΠ1933/2008ο.π).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ.4 και 5 ν.1876/1990, που ορίζουν αντίστοιχα ‘’οι κανονιστικοί όροι συλλογικής σύμβασης, που έληξε ή καταγγέλθηκε, εξακολουθούν να ισχύουν επί ένα εξάμηνο και εφαρμόζονται και στους εργαζομένους που προσλαμβάνονται στο διάστημα αυτό, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ.2 του άρθρου 8, και μετά την πάροδο του εξαμήνου οι υφιστάμενοι όροι εργασίας εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις ότου λυθεί ή τροποποιηθεί η ατομική σχέση εργασίας’’, συνάγεται ότι, μετά την λήξη της Σ.Σ.Ε, οι υφιστάμενοι κανονιστικοί όροι εργασίας αυτής εξακολουθούν να ισχύουν μετά την πάροδο του οριζομένου ως άνω εξαμήνου ως όροι της ατομικής σύμβασης εργασίας μέχρι την έναρξη της ισχύος της επόμενης Σ.Σ.Ε (ΑΠ 723/2011). Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ.1 και 2 του ίδιου νόμου προκύπτει, ότι η καθιερουμένη ως άνω μετενέργεια των Σ.Σ.Ε ισχύει πρωτίστως για τις Ε.Γ.Σ.Σ.Ε, καθώς και για τις λοιπές Σ.Σ.Ε ως προς εργοδότες και εργαζομένους που είναι μέλη των συμβαλλομένων αντίστοιχων συνδικαλιστικών οργανώσεων, τους εργοδότες που συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις ατομικά και τους εργοδότες που συνάπτουν Σ.Σ.Ε με κοινό εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο ή εκπροσώπους σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 43 παρ.3 του νόμου αυτού, ενώ ως προς τους εργοδότες και εργαζομένους που δεν είναι μέλη αυτών (ισχύει), εάν αυτές είχαν κηρυχθεί γενικά υποχρεωτικές, όπως συνάγεται από την ρητή επιφύλαξη που διατυπώνεται στο άρθρο 9 παρ. 4 του ως άνω νόμου. Ωστόσο, με την υπ΄αρ.6/2012 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ, ΦΕΚ Α’ 38/28-2-2012), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1παρ.6 ν.4046/2012, ορίσθηκε ότι: (α) Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που βρίσκονται σε ισχύ, ήδη 24 μήνες πριν την 14-2-2012 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν.4046/2012) ή και περισσότερο, λήγουν την 14-2-2013 (παρ.2), (β) ΣΣΕ που την 14-2-2012 βρίσκονταν σε ισχύ για χρονικό διάστημα μικρότερο των 24 μηνών, λήγουν με την συμπλήρωση 3 ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος τους, εκτός και αν καταγγελθούν νωρίτερα κατά το άρθ.12 ν.1876/1990 (παρ.3), (γ) παύουν να ισχύουν οι διατάξεις των παραγράφων 1, 4 και 5 του άρθρου 9 ν.1876/1990 (παρ.5). Σημειώνεται ότι με την προϊσχύουσα ρύθμιση του άρθρου 37 παρ. 6 του ν.4024/2011, ανεστάλη, από 27-10-2011, η εφαρμογή των διατάξεων του ν.1876/1990 περί κήρυξης Σ.Σ.Ε ως γενικώς υποχρεωτικής, επί όσο διάστημα ίσχυε το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (2012-2015). Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο5 παρ.2 του ν. 4475/2017, βάσει του οποίου η αναστολή εφαρμογής των διατάξεων του ν. 1876/1990 περί κήρυξης Σ.Σ.Ε ως γενικώς υποχρεωτικής είχε ισχύ έως το τέλος του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής άρα μέχρι 20-8-2018. Στην περίπτωση που δεν είναι σε ισχύ μια συλλογική σύμβαση εργασίας ή είναι σε ισχύ αλλά δεν παράγεται αμφιμερής δέσμευση των μερών (στην περίπτωση δηλαδή που είτε ο εργοδότης είτε ο εργαζόμενος είτε και οι δυο από κοινού, δεν είναι μέλη των συμβαλλόμενων εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων αντίστοιχα στη σύναψη μιας κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής Σ.Σ.Ε) και ταυτόχρονα η υπό εξέταση Σ.Σ.Ε δεν έχει κηρυχθεί ως υποχρεωτική, τότε α) οι όροι αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων καθορίζονται από τις ατομικές συμβάσεις εργασίας,που όμως, δεν επιτρέπεται να ορίζουν μηνιαίες τακτικές αποδοχές ή ημερομίσθιο πλήρους απασχόλησης κατώτερο από το νομοθετικώς καθορισμένο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο. Επισημαίνεται ότι ο νόμιμος νομοθετημένος κατώτατος μισθός και ημερομίσθιο αφορά τους υπαλλήλους και εργατοτεχνίτες όλης της χώρας, των οποίων η αμοιβή δεν ρυθμίζεται από συλλογική σύμβαση εργασίας (άρθρο 103 ν.4172/2013), β) οι όροι εργασίας των εργαζομένων καθορίζονται από ατομικές συμβάσεις εργασίας που δεν επιτρέπεται να είναι δυσμενέστεροι των θεσμικών όρων της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων, εξέθετε στην ως άνω από 26-4-2017 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …./2017 αγωγή του, ότι, προσλήφθηκε από την εναγόμενη εταιρία, η οποία ασχολείται με επισκευές πλοίων στην Ελλάδα και το εξωτερικό, για να εργασθεί, με την ειδικότητα του βοηθού λεβητοποιού,δυνάμει των από 21-4-2012 και 23-10-2015 συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνήφθησαν στο Κερατσίνι, μεταξύ της εναγόμενης – εργοδότριας και του ίδιου (ενάγοντος – εργαζόμενου), μέχρι τις 22-4-2015 και τις 27-10-2016 αντίστοιχα. Ότι, εργαζόταν, ως μέλος των επισκευαστικών συνεργείων, που είχε μόνιμα καταρτίσει η εναγόμενη για τη διενέργεια εργασιών επισκευής πλοίων, τις οποίες η τελευταία αναλάμβανε εργολαβικά, ή σε επισκευές μηχανημάτων πλοίων, είτε στην επιχείρηση της εναγόμενης στον ……, είτε σε πλοία στην Ελλάδα, είτε σε επισκευές πλοίων εκτός Ελλάδας, κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα. Ότι, συμφωνήθηκε να εφαρμόζεται στη μεταξύ τους εργασιακή σχέση, η εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τους εργατοτεχνίτες και υπαλλήλους που απασχολούνται στις μεταλλουργικές επιχειρήσεις της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, ανεξάρτητα αν η έδρα τους είναι εντός ή εκτός της περιφέρειας Πειραιά. Ζητούσε δε ο ενάγων, όπως παραδεκτά περιόρισε εν μέρει το αγωγικό του αίτημα από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις του (άρθρα 223, 295 παρ. 1 εδ.α, 297 ΚΠολΔ), με βάση τις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας του, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει, με το νόμιμο τόκο, το συνολικό ποσό των 19.639,54 ευρώ, ως διαφορές ημερομισθίων, όπως τα επιμέρους κονδύλια αναφέρονται στην αγωγή, καθώς, επίσης, νααναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει, επίσης με το νόμιμο τόκο, το συνολικό ποσό των 227.547,56 ευρώ, που αφορά διαφορές, μεταξύ νομίμων και καταβαλλομένων, ημερομισθίων, καθώς και αμοιβές του για έκτο ημερομίσθιο, αργίες, υπερωριακή απασχόληση και εργασία του κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, τόσο για την εντός έδρας όσο και για την εκτός έδρας εργασία του, αποζημίωση εκτός έδρας εργασίας, επιδόματα δώρων εορτών, αναλογία αποζημίωσης και επιδόματος αδείας και αποζημίωση απόλυσης, όπως τα επιμέρους κονδύλια αναλύονται στην αγωγή.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 2510/2018), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία, σύμφωνα με τα προεκτέθεντα στη μείζονα σκέψη, παρά τον αβάσιμο περί του αντιθέτου ισχυρισμό της εναγόμενης, και νομικά βάσιμη, πλην των αγωγικών αξιώσεων που αφορούν στο διάστημα από 15-5-2013 και εφεξής, ως προς τις οποίες την απέρριψε ως νομικά αβάσιμη,διότι η από 30-4-2009 συλλογική σύμβαση εργασίας ‘’Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Εργατοτεχνιτών και Υπαλλήλων που απασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες Ν. Πειραιά – Αττικής και Νήσων’’ (Π.Κ. Υπουργού Απασχόλησης 20/4-5-2009), που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την Υ.Α 19738/1575/11.6.2009 (ΦΕΚ Β 1208/19-6-2009) από 4-5-2009, στην οποία επιχειρείται να στηριχθεί η νομική βασιμότητα της αγωγής, είχε παύσει να ισχύει, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, βάσει της Π.Υ.Σ. 6/14-2-2012, από τις 15-5-2013.Στη συνέχεια, η εκκαλουμένη, έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω αγωγή κι ως ουσιαστικά βάσιμη, υποχρέωσε δε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο, το ποσό των 962 ευρώ κι αναγνώρισε ότι, η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, επίσης με το νόμιμο τόκο,το ποσό των 11.211,10 ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν.

Ήδη κατά της ανωτέρω οριστικής απόφασης παραπονούνται: Α) ο ενάγων – ήδη εκκαλών στην Α΄ έφεση, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ως προς τα εκκληθέντα κεφάλαια, ώστε να γίνει συνολικά δεκτή η αγωγή του και Β)η εναγόμενη – ήδη εκκαλούσα στη Β΄ έφεση, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται, επίσης, σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε να γίνει απορριφθεί συνολικά η άνω αγωγή του αντιδίκου της.

Ο ενάγων με τον τέταρτο λόγο της ένδικης (υπό στοιχείο Α΄) έφεσής του, παραπονείται ότι, εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ως μη νόμιμη την αγωγή του, όσον αφορά στο προαναφερθέν διάστημα (από 15-5-2013 και μετά), λόγω μη ισχύος της εν λόγω από 30-4-2009 Σ.Σ.Ε, υποστηρίζοντας ότι, αφενός μεν ανέφερε σε αυτήν ότι δικαιούται τα αγωγικά κονδύλια βάσει της ως άνω Σ.Σ.Ε ‘’…ή με όποια άλλη συλλογική σύμβαση κριθεί εφαρμοστέα …’’, αφετέρου δε ότι, το γεγονός ότι έληξε στις 14-5-2013 η επίμαχη Σ.Σ.Ε, δεν επηρεάζει τις αξιώσεις του, αφού οι όροι της διατηρήθηκαν σε ισχύ με την ατομική σύμβαση εργασίας του και κατέστησαν ατομικοί όροι αυτής, που ίσχυσαν και μετά την λήξη της, αφού δεν τροποποιήθηκαν εγγράφως, μέχρι την απόλυσή του. Οι αιτιάσεις, ωστόσο αυτές, και συνεπώς κι ο παραπάνω λόγος της έφεσης, είναι απορριπτέες ως αβάσιμες, διότι οι διαφορές καταβαλλομένων και νόμιμων αποδοχών του, προκύπτουν, εφόσον έχει ισχύ και για όσο διάστημα είναι ενεργή, η συγκεκριμένη ως άνω Σ.Σ.Ε (για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Εργατοτεχνιτών και Υπαλλήλων που απασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες Ν. Πειραιά – Αττικής και Νήσων). Αντίθετα, επί εφαρμογής της Γ.Σ.Σ.Σ.Ε, κατά τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, η οποία εφαρμόζεται, όταν δεν βρίσκεται σε ισχύ ειδικότερη Σ.Σ.Ε, οι προβλεπόμενες ελάχιστες αμοιβές είναι μικρότερες από τις καταβαλλόμενες στον ενάγοντα. Επιπλέον, δεν προέκυψε ότι οι όροι της ανωτέρω Σ.Σ.Ε, κατέστησαν ατομικοί όροι της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, όπως αυτός υποστηρίζει, καθώς, δεδομένου μάλιστα ότι η σύμβαση εργασίας του δεν ήταν έγγραφη, δεν αποδείχθηκε κάτι τέτοιο.

Εξάλλου, η εναγόμενη -εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Β΄ έφεση, παραπονείται με τον πρώτο λόγο της έφεσής της αυτής, ότι εσφαλμένα έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση ότι, η από 30-4-2009 Σ.Σ.Ε τύγχανε εφαρμοστέα ως γενικώς υποχρεωτική για το ένδικο διάστημα προ της 15ης-5-2013, καθώς, όπως υποστηρίζει, η συλλογική αυτή σύμβαση εργασίας δεν ήταν αόριστης διάρκειας, αλλά ορισμένης και συγκεκριμένα διάρκειας ενός έτους, με αποτέλεσμα να έχει ήδη λήξει και να μην έχει εφαρμογή καθόλο το επίδικο διάστημα και όχι μόνο από 15-5-2013 και εφεξής, που δέχθηκε η εκκαλουμένη.Ο λόγος αυτός, όμως, της ως άνω έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, με την υπ΄αρ. 6/14-2-2012 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ, ΦΕΚ Α΄ 38/28-2-2012), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1παρ.6 ν.4046/2012, ορίσθηκε ότι: (α) Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που βρίσκονται σε ισχύ, ήδη 24 μήνες πριν την 14-2-2012 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 4046/2012) ή και περισσότερο, λήγουν την 14-2-2013 (παρ.2). Επομένως, ανεξαρτήτως της οριζόμενης ως διάρκειάς της,  η  από 30-4-2009 Σ.Σ.Ε για τους όρους αµοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και Υπαλλήλων που απασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες Ν. Πειραιά – Αττικής και Νήσων, έληξε, εφόσον συντρέχει η προαναφερθείσα προϋπόθεση, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στην προαναφερθείσα Π.Υ.Σ. (6/2012), στις 14-2-2013, οπότε σταμάτησε να ισχύει µετά την πάροδο τριμήνου από την ημερομηνία αυτή, ήτοι μετά την 15η-5-2013, όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και όχι νωρίτερα, κατά τον ισχυρισμό της εναγόμενης. Συνακόλουθα, απορριπτέοι ως αβάσιμοι τυγχάνουν και οι δεύτερος έως και όγδοος λόγοι της έφεσης της εναγόμενης, ως προς το μέρος τους και στο βαθμό, που βάλλουν κατά των επιδικασθέντων, με την εκκαλουμένη, στον ενάγοντα κονδυλίων, για τις επιμέρους αξιώσεις του, επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υπολόγισε τα επίμαχα κονδύλια με βάση την εν λόγω Σ.Σ.Ε, καθώς, οι λόγοι αυτοί στηρίζονται και προϋποθέτουν τον εσφαλμένο ισχυρισμό της, που πρόβαλε με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, περί μη εφαρμογής της ως άνω Σ.Σ.Ε κατά το επίδικο διάστημα έως 14-5-2013, ο οποίος, όμως, απορρίφθηκε, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα.  Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ήτοι της μάρτυρα του ενάγοντος ……….. και του μάρτυρα της εναγόμενης …………., που εξετάστηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση, πρακτικά αυτού, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, καθώς και των υπ’ αρ. …/19-10-2017 και …./19-10-2017 ενόρκων βεβαιώσεων των ………. και …….. αντίστοιχα, που προσκομίζει η εναγόμενη και ελήφθησαν με επιμέλειά της, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………., κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος, όπως προκύπτει από την υπ’αρ. ………/16-10-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………., αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Ο ενάγων προσελήφθη, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνήφθησαν στο Κερατσίνι, από την εναγόμενη εταιρία – εργοδότρια, που δραστηριοποιείται στον τομέα της ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών ειδικότερα, μεταξύ άλλων, στις επισκευές πλοίων στην Ελλάδα και το εξωτερικό, προκειμένου να εργασθεί ως ανειδίκευτος εργάτης και όχι ως βοηθός λεβητοποιού, που ισχυρίζεται στην αγωγή του, αλλά και με την έφεσή του, κατά τα χρονικά διαστήματα που θα αναφερθούν και παρακάτω, ως μέλος των επισκευαστικών συνεργείων που κατήρτιζε η εναγόμενη, για τη διενέργεια συγκεκριμένων επισκευών και εργασιών σε πλοία, στα μηχανουργεία της εναγόμενης στον …… Αττικής και σε ναυπηγεία του εξωτερικού.Οι συμβάσεις εργασίας του ενάγοντος ήταν μερικότερες ορισμένου χρόνου και όχι μόνο δύο, οι οποίες καταγγέλθηκαν από την εναγόμενη και απολύθηκε, κατά τον ισχυρισμό του (ενάγοντος), τον οποίο επαναφέρει με την ένδικη έφεσή του. Ο ισχυρισμός του αυτός δεν προκύπτει από κανένα έγγραφο στοιχείο (π.χ σύμβαση εργασίας, καταγγελία κ.α), μόνο δε η κατάθεση της μάρτυρά του, με την οποία συμβιώνουν, δεν είναι αρκετή για την απόδειξη των όσων σχετικά επικαλείται. Αντίθετα, το γεγονός ότι, οι συμβάσεις του ήταν ορισμένου χρόνου, εκτός από τις αναγγελίες πρόσληψής του προς τον Ο.Α.Ε.Δ, την κατάθεση του μάρτυρα της εναγόμενης και τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων που η τελευταία προσκομίζει, ενισχύεται και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, σύμφωνα με τα οποία, οι εταιρίες που ασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες, συνήθως δεν έχουν μόνιμα συνεργεία, ειδικά μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης που πλήττει τη χώρα τα τελευταία χρόνια, αλλά προσλαμβάνουν τεχνίτες – εργάτες που τα απαρτίζει για συγκεκριμένο διάστημα που διαρκούν οι εργασίες αυτές.Ακόμη, πρόκυψε, όπως αναφέρθηκε παραπάνω,ότι η ειδικότητα με την οποία προσλήφθηκε και εργαζόταν ο ενάγων, ήταν αυτή του ανειδίκευτου εργάτη, και όχι του βοηθού λεβητοποιού, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται,πράγμα που αποδεικνύεται τόσο από την από 18-9-2012 αναγγελία πρόσληψής του, όσο και από τον θεωρημένο από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας υπ’ αρ. πρωτ. ……./18-9-2012 πίνακα προσωπικού της εναγόμενης, σε συνδυασμό με τα όσα αναφέρουν οι προαναφερθέντες μάρτυρες – συνάδερφοί του στις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις τους, που προσκομίζει η εναγόμενη, οι οποίες, πέραν του ότι δεν προέκυψε ότι είναι ψευδείς, όπως ισχυρίζεται στην έφεσή του ο ενάγων, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελούν το μόνο στοιχείο, περί του ως άνω, αποδειχθέντος γεγονότος, αλλά συνεκτιμώνται με τα άλλα αποδεικτικά μέσα και κυρίως τα έγγραφα. Οπότε, ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο ενάγων παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη έκρινε ότι αυτός εργαζόταν ως ανειδίκευτος εργάτης, αντί ως βοηθός λεβητοποιού, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ισχυρίζεται δε με τον ίδιο λόγο ότι όλα τα έγγραφα που προσκόμισε η εναγόμενη, κάποια από τα οποία μάλιστα απευθύνονται σε δημόσιες υπηρεσίες, είναι ανυπόστατα και προσκομίστηκαν για να εξαπατήσουν το δικαστήριο, καθώς συντάχθηκαν μονομερώς από αυτήν. Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, δεν ελέγχεται ως βάσιμος, διότι η υπογραφή ενός εγγράφου από τον εκδότη του μόνο, δεν αναιρεί το χαρακτήρα του ως εγγράφου, πολλώ δε μάλλον που στην προκείμενη διαδικασία των εργατικών διαφορών, λαμβάνονται υπόψη και έγγραφα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Επίσης, ο ενάγων είχε προβάλει πρωτοδίκως, διά της υπογραφείσας από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, προσθήκης των προτάσεών του τον ισχυρισμό περί πλαστότητας της ως άνω αναγγελίας πρόσληψης, ο οποίος ορθώς απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως απαράδεκτος, διότι δεν υπήρχε η ειδική προς τούτο πληρεξουσιότητα, του δικηγόρου του ενάγοντος όπως απαιτείται, σύμφωνα με το άρθρο 98 περ. β ΚΠολΔ. Με το δεύτερο λόγο της έφεσής του ο ενάγων υποστηρίζει, ότι μετά την απόρριψη της ένστασης πλαστότητας από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το τελευταίο, θα έπρεπε να ερευνήσει τη γνησιότητα του εν λόγω εγγράφου, η άρνηση της οποίας εμπεριέχεται εννοιολογικά στην ως άνω ένσταση πλαστότητας.Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, δεν είναι βάσιμος, διότι, πέραν του ότι δικονομικά δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο, δεν προέκυψε ότι το έγγραφο αυτό δεν είναι γνήσιο. Η επικαλούμενη από τον ενάγοντα μη ομοιότητα της υπογραφής του σε αυτό με την υπογραφή του στο επικαλούμενο Πληρεξούσιο προς τον δικηγόρο του, που προσκομίζει προς σύγκριση, δεν αποδεικνύει άνευ άλλου, ότι η υπογραφή δεν είναι δική του, καθώς και στις αποδείξεις είσπραξης εκ μέρους του διαφόρων ποσών από την εναγόμενη, που προσκομίζει η τελευταία, τις οποίες υπογράφει ο ενάγων, υπάρχουν διαφοροποιήσεις στις υπογραφές του.Άλλωστε,στην από 2-2-2017 (με αρ.πρωτ. …..)  συμπληρωματική αίτησή του ενάγοντος για διενέργεια εργατικής διαφοράς προς το σώμα επιθεώρησης εργασίας Νοτίου τομέα Πειραιά, επισυνάπτεται η επίμαχη αναγγελία πρόσληψής του. Σε κάθε περίπτωση, το εν λόγω έγγραφο, συνεκτιμήθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και δεν αποτέλεσε το μόνο στοιχείο στο οποίο στηρίχθηκε το Δικαστήριο, για να αχθεί στην ως άνω κρίση.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, ο ενάγων απασχολήθηκε στην εναγόμενη, ειδικότερα, από 21-4-2012 έως 8-5-2012 στις Μπαχάµες, από 9-5-2012 έως 19-5-2012 στις ΗΠΑ, από 18-9-2012 έως 25-10-2012 στις εγκαταστάσεις της εναγόμενης στην Ελλάδα, από 26-10-2012 έως 11-11-2012 στην Πολωνία, από 10-12-2012 έως 23-12-2012 στην Ιταλία και από 21-2-2013 έως 27-2-2013 στην Πορτογαλία. Ειδικότερα δε κατά το χρόνο εργασίας του ενάγοντος στις εγκαταστάσεις της εναγόμενης, εκτιμάται, από το συνδυασμό όσων ανέφερε η μάρτυράς του, λαμβανομένων υπόψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, βάσει των οποίων ο χρόνος για την επισκευή των πλοίων είναι συνήθως περιορισμένος, οπότε απαιτείται εργασία πέραν του νομίμου ωραρίου για την ολοκλήρωσή της, ότι αυτός εργαζόταν επί 8 ώρες την ηµέρα κατά τις καθημερινές. O ισχυρισμός της εναγόμενης, που επιπροσθέτως προβάλει στον τρίτο λόγο της έφεσής της, ότι ο ενάγων δεν εργαζόταν καθημερινά επί 8 ώρες, όπως έκρινε η εκκαλουμένη, αλλά κατά βάση 7 ώρες ημερησίως επί 5 ημέρες την εβδομάδα και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις υπερέβαινε τις ως άνω ώρες εργασίας, για τις δε επιπλέον ώρες έχει εξοφληθεί, χωρίς ωστόσο, περαιτέρω να εξειδικεύει, ποιες ήταν αυτές, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Όμως, δεν προέκυψε ότι ο ενάγων εργαζόταν, όταν βρισκόταν εντός της έδρας της εναγόμενης, το Σάββατο και την Κυριακή, αφού πέραν από την κατάθεση του μάρτυρα της εναγόμενης κι η ίδια η μάρτυράς του ενάγοντος αναφέρει στην κατάθεσή της ότι ‘’…την πρώτη τριετία να δούλεψε 5 και 5 Κυριακές και Σάββατα’’. Ακόμη, προέκυψε ότι κατά την εργασία του ενάγοντος εκτός έδρας (στο εξωτερικό), όπως τα διαστήματα αυτά αναφέρθηκαν παραπάνω,  αυτός εργαζόταν 10 ώρες ημερησίως τις καθημερινές. Πιο συγκεκριμένα, όπως και ο ίδιος ο μάρτυρας της εναγόμενης ……….., που εργαζόταν στην τελευταία ως υπεύθυνος συνεργείων, σε ορισμένες δε αποστολές στο εξωτερικό μαζί με τον ενάγοντα, ανέφερε στην κατάθεσή του ότι, κατά τη διάρκεια της εκτός έδρας εργασίας τους στο εξωτερικό εργάζονταν 10 ώρες (ημερησίως). Οπότε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι εργαζόταν 8 ώρες ημερησίως τις καθημερινές και κατά την εκτός έδρας εργασίας και επιδίκασε ανάλογες υπερωρίες, ήτοι μία ώρα ημερησίως επί 46 ημέρες, έσφαλε,καθώς έπρεπε να επιδικάσει υπερωρίες για τρεις ώρες ημερησίως (3χ46), όπως ειδικότερα υπολογίζονται παρακάτω, γενομένου εν μέρει δεκτού ως βάσιμου του σχετικού πέμπτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος. Τα Σαββατοκύριακα, όμως, παρόλο που αποδείχθηκε ότι εργαζόταν (όταν βρισκόταν εκτός έδρας), δεν προέκυψε ότι η εργασία του υπερέβαινε τις 8 ώρες. Απορριπτέος τυγχάνει ο τρίτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο ισχυρίζεται ότι εργάστηκε επιπλέον χρονικά διαστήματα αυτών που δέχθηκε η εκκαλουμένη, εκτός έδρας, καθώς τα διαστήματα αυτά αφορούν σε ημερομηνίες μετά την 14η-5-2013, οπότε εκφεύγουν του χρονικού διαστήματος ισχύος της ανωτέρω Σ.Σ.Ε, πέραν του οποίου κρίθηκαν κατά τα προαναφερθέντα, μη νόμιμες οι αξιώσεις του ενάγοντος. Για τον ίδιο λόγο, αλλά και με βάση όσα αναφέρθηκαν παραπάνω για τα διαστήματα εργασίας του ενάγοντος, πρέπει να απορριφθεί κι ο έκτος λόγος έφεσης της έφεσής του,όπου υποστηρίζει ότι, κακώς η εκκαλουμένη υπολόγισε τις αξιώσεις του για εργασία κατά τα Σάββατα και Κυριακές εκτός έδρας μόνο για τα ως άνω χρονικά διαστήματα κι όχι και για τα λοιπά αιτούμενα, χωρίς ωστόσο να αναφέρει κάτι περαιτέρω. Με τον έβδομο λόγο της έφεσής του ο ενάγων παραπονείται ότι κακώς η εκκαλουμένη απέρριψε σιγή την αξίωσή του για την καταβολή του ημερομισθίου του για τις αργίες που δεν εργάστηκε.Πράγματι,στο κεφάλαιο Δ παρ.3 της ως άνω Σ.Σ.Ε (σχετικά με τους όρους αµοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και Υπαλλήλων που απασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες Ν. Πειραιά – Αττικής και Νήσων), ορίζονται οι ημέρες αργίας για τις οποίες οι μη απασχοληθέντες εργαζόμενοι, δικαιούνται το ημερομίσθιο. Εντούτοις, κατά τα παραπάνω διαστήματα, που, τόσο το πρωτοβάθμιο όσο και το παρόν Δικαστήριο δέχθηκε ότι εργάστηκε ο ενάγων και εμπίπτουν στο διάστημα για το οποίο κρίθηκαν νόμιμες οι αξιώσεις του με βάση την παραπάνω Σ.Σ.Ε, δεν περιλαμβάνονται οι ημέρες αργίας που αναφέρει ο ενάγων – εκκαλών και για τις οποίες ζητεί το ημερομίσθιό του, ήτοι 15-8-2012, 6-12-2012, 25-12-2012, 25-3-2013,1-5-2013και 6-5-2013 (Δευτέρα του Πάσχα). Οπότε ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί, συμπληρούμενης παραδεκτά (άρθρο 534 ΚΠολΔ) της αιτιολογίας της εκκαλουμένης ως προς το σημείο αυτό. Επίσης, ο ενάγων, με τον όγδοο λόγο της έφεσής του, ισχυρίζεται ότι κακώς απορρίφθηκε σιωπηρά το 14ο κονδύλι της αγωγής του με το οποίο ζητούσε την εκεί αναφερόμενη αποζημίωση απόλυσης, λόγω καταγγελίας των συμβάσεών του. Όμως, δεδομένου, ότι, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, αλλά και σύμφωνα με τα όσα έκρινε ως αποδειχθέντα το παρόν Δικαστήριο, οι συμβάσεις εργασίας που συνέδεαν τον ενάγοντα-εργαζόμενο με την εναγόμενη – εργοδότρια, ήταν ορισμένου και όχι αορίστου χρόνου, αυτές έληγαν αυτοδικαίως μετά την συμφωνηθείσα διάρκειά τους και δεν τίθεται θέμα απόλυσης του ενάγοντος και συνεπώς αποζημίωσής του. Οπότε, συμπληρώνοντας παραδεκτά το Δικαστήριο τούτο την αιτιολογία της εκκαλουμένης, σχετικά και με το ζήτημα αυτό, ο ως άνω λόγος της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Σε συνέχεια των ανωτέρω, για τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήµατα της εργασίας του στην εναγόµενη εταιρία και σύµφωνα µε τις διατάξεις της, επίσης, προαναφερθείσας από 30-4-2009 συλλογικής σύµβασης εργασίας ‘’Για τους όρους αµοιβής και εργασίας των Εργατοτεχνιτών και Υπαλλήλων που απασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες Ν. Πειραιά – Αττικής και Νήσων’’ (Π.Κ. Υπουργού Απασχόλησης 20104.5.2009), η οποία αποτελεί κλαδική συλλογική σύµβαση, κηρυχθείσα γενικά υποχρεωτική µε την από 4-5-2009 υπ’ αριθ. 19738/1575 υπουργική απόφαση (ΦΕΚ Β’ 1208/19-6-2009) και εφαρµόζεται εν προκειµένω αναγκαστικά εκ του νόµου – επειδή κηρύχθηκε γενικά υποχρεωτική µε την ανωτέρω υπουργική απόφαση – σε όλες τις επιχειρήσεις που εκτελούν ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες, ανεξάρτητα από την ιδιότητά τους ως µελών των συµβληθεισών εργοδοτικών οργανώσεων (ως εκ τούτου και στην εναγόμενη, η οποία λόγω της φύσης της επιχειρηµατικής δραστηριότητάς της, θα µπορούσε να είναι µέλος της Ένωσης Ναυπηγοεπισκευαστών Πειραιά, αφού δραστηριοποιείτο µόνιµα στον τοµέα της διενέργειας επισκευαστικών εργασιών σε πλοία τρίτων), ο ενάγων δικαιούται να λάβει τα εξής ποσά: 1) Για την επί επτάωρο εργασία του κατά τις 74 καθηµερινές των ως άνω χρονικών διαστηµάτων, το συνολικό ποσό των 4.292 ευρώ (58 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο του εργάτη σύμφωνα με την ως άνω εφαρμοζόμενη Σ.Σ.Ε Χ 74 ημέρες), έναντι του οποίου έλαβε 3.330 ευρώ (καταβαλλόμενο ημερομίσθιο 45 ευρώ Χ 74 καθημερινές), γενομένης εν μέρει δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγόμενης (416 ΑΚ) για το ως άνω ποσό, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού (4.292 – 3.330 =) 962 ευρώ. 2) Για το έκτο ημερομίσθιο της εβδομάδας, το οποίο δεν του κατέβαλε η εναγόμενη, το συνολικό ποσό των 870 ευρώ (νόμιμο ημερομίσθιο 58 ευρώ Χ 15 εβδομάδες των παραπάνω χρονικών διαστημάτων). 3) Για την υπερωριακή του εργασία όλες τις καθημερινές πέραν του νομίμου ωραρίου των 7 ωρών (8 π.μ έως 15μ.μ), ήτοι (5 ώρες κατά μέσο όρο εβδομαδιαίως Χ 15 εβδομάδες των ως άνω χρονικών διαστημάτων =) 75 ώρες Χ [23,86 το ωρομίσθιο (ημερομίσθιο 58 ευρώ + αναλογία έκτου ημερομισθίου 11,60 ευρώ = 69,60 ευρώ Χ 6 : 35 = 11,93 ευρώ + 100% προσαύξηση)] = 1.789,50 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 875 ευρώ (75 ώρες Ι 3 Χ 35 ευρώ για κάθε 3 επιπλέον ώρες εργασίας, όπως ο ίδιος αναφέρει στην ως άνω από 2-2-2017 συμπληρωματική αίτησή του για διενέργεια εργατικής διαφοράς προς το Σώμα επιθεώρησης εργασίας Νοτίου τομέα Πειραιά), γενομένης εν μέρει δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγόμενης για το παραπάνω ποσό, οπότε δικαιούται για την αιτία αυτή, το υπόλοιπο,ποσού (1.789,50 – 875 =) 914,50 ευρώ. 4) Για την εκτός έδρας εργασία του κατά τις καθημερινές των χρονικών διαστημάτων από 21-4-2012 έως 8-5-2012, από 9-5-2012 έως 19-5-2012, από 26-10-2012 έως 11-11-2012, από 10-12-2012 έως 23-12-2012 και από 21-2-2013 έως 27-2-2013, οπότε και απασχολήθηκε σε επισκευές πλοίων στις Μπαχάμες, στις  ΗΠΑ, στην Πολωνία, στην Ιταλία και στην Πορτογαλία αντίστοιχα, όπως ως άνω εκτέθηκε, δηλαδή εκτός της έδρας της εναγόμενης και εκτός της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, το συνολικό ποσό των 2.668 ευρώ (46 καθημερινές Χ 58 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 3.864 ευρώ (46 ημέρες Χ 7 ώρες Χ 12 ευρώ για κάθε ώρα εργασίας εκτός έδρας, όπως, επίσης, ο ίδιος αναφέρει στην από 2-2-2017 συμπληρωματική αίτησή του για διενέργεια εργατικής διαφοράς προς το Σώμα επιθεώρησης εργασίας Νοτίου τομέα Πειραιά) κι ως εκ τούτου,ουδέν του οφείλεται περαιτέρω για την αιτία αυτή, γενομένης δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγόμενης.5) Για την υπερωριακή του εργασία εκτός έδρας τις καθημερινές των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων, κατά τα οποία εργάστηκε συνολικά επί 138 ώρες μετά το νόμιμο 7ωρο (3 ώρες ημερησίως χ 46 ημέρες, όπως αναφέρθηκε παραπάνω), το ποσό των 6.036,12 ευρώ {[(νόμιμο ημερομίσθιο 58 ευρώ + εκτός έδρας 58 ευρώ + αναλογία έκτου ημερομισθίου 11,60 ευρώ = 127,60 ευρώ) Χ 6 : 35 = 21,87 ευρώ] + 100% προσαύξηση = 43,74 ευρώ το ωρομίσθιο Χ 138 ώρες}, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 552 ευρώ (46 ώρες Χ 12 ευρώ για κάθε ώρα εργασίας εκτός έδρας, όπως ο ίδιος αναφέρει στην από 2-2-2017 συμπληρωματική αίτησή του για διενέργεια εργατικής διαφοράς προς το Σώμα επιθεώρησης εργασίας Νοτίου τομέα Πειραιά, αλλά καταθέτει κι η ως άνω μάρτυράς του, γενομένης εν μέρει δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγόμενης για το ως άνω ποσό.Επομένως δικαιούται για την αιτία αυτή, υπόλοιπο ποσού (6.036,12 – 552 =) 5.484,12 ευρώ. 6) Για την εκτός έδρας εργασία του τα Σάββατα των ως άνω χρονικών διαστημάτων, κατά τα οποία απασχολήθηκε σε επισκευές πλοίων εκτός της έδρας της εναγόμενης, κατά τα οποία (διαστήματα) εργάστηκε 11 Σάββατα (11 Χ 8 =) 88 ώρες συνολικά, το ποσό των 3.849,12 ευρώ {[(νόμιμο ημερομίσθιο 58 ευρώ + εκτός έδρας 58 ευρώ + αναλογία έκτου ημερομισθίου 11,60 ευρώ = 127,60 ευρώ) Χ 6 : 35 = 21,87 ευρώ] + 100% προσαύξηση = 43,74 ευρώ το ωρομίσθιο Χ 88 ώρες}, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.056 ευρώ (88 ώρες Χ 12 ευρώ για κάθε ώρα εργασίας εκτός έδρας, όπως ο ίδιος αναφέρει στην παραπάνω συμπληρωματική αίτησή του για διενέργεια εργατικής διαφοράς προς το Σώμα επιθεώρησης εργασίας, γενομένης εν μέρει δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγόμενης για το ως άνω ποσό, κι ως εκ τούτου, δικαιούται για την αιτία αυτή, διαφορά, ποσού (3.849,12 – 1.056 =) 2.793,12 ευρώ. 7) Για την εκτός έδρας εργασία του κατά τις Κυριακές των ως άνω χρονικών διαστημάτων, που απασχολήθηκε σε επισκευές πλοίων εκτός της έδρας της εναγόμενης και πιο συγκεκριμένα, για την εργασία του τις 10 Κυριακές  (10 Χ 8 =) 80 ώρες συνολικά, το ποσό των 3.449,20 ευρώ {[(νόμιμο ημερομίσθιο 58 ευρώ + εκτός έδρας 58 ευρώ + αναλογία έκτου ημερομισθίου 11,60 ευρώ = 127,60 ευρώ) Χ 6 : 35 = 21,87 ευρώ] + 100% προσαύξηση = 43,74 ευρώ το ωρομίσθιο Χ 80 ώρες}, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 960 ευρώ (80 ώρες Χ 12 ευρώ για κάθε ώρα εργασίας εκτός έδρας, όπως ο ίδιος αναφέρει στην ίδια συμπληρωματική αίτησή του για διενέργεια εργατικής διαφοράς προς το Σώμα επιθεώρησης εργασίας,  γενομένης, επίσης, εν μέρει δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγόμενης για το ως άνω ποσό,οπότε δικαιούται για την αιτία αυτή,διαφορά, ποσού (3.449,20 – 960 =) 2.489,20 ευρώ. Σημειωτέον δε ότι, σύμφωνα με την ως άνω εφαρμοζόμενη ειδική Σ.Σ.Ε, η σχετική ρύθμιση της οποίας υπερισχύει ως ευνοϊκότερη για τον ενάγοντα των διατάξεων της υπ. αριθ. 890011946 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και του άρθρου 10 του β.δ 748/1966, αφού προβλέπει υψηλότερο ποσοστό προσαύξησης του ημερομισθίου για εργασία κατά τις ημέρες αυτές  (Κυριακές), ήτοι 100%, έναντι του 75% που προβλέπουν οι τελευταίες και, συνεπώς, ο ενάγων δικαιούται κατά τα προεκτεθέντα την μεγαλύτερη αυτή προσαύξηση του 100%, όχι όμως σωρευτικά με  αυτήν και την προσαύξηση του 75%, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται στην αγωγή του, δεδομένου ότι δεν επικαλείται ειδική αντίθετη συμφωνία (βλ. και ΟλΑΠ 5/1999,ΟλΑΠ 3/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). 8) Για επιδόματα δώρων εορτών: α) για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 21-4-2012 έως 30-4-2012, ως επίδομα Πάσχα 2012, την αναλογία 1,25 ημερομισθίων (10 ημέρες / 8), δηλαδή το ποσό των 170,71 ευρώ {[(ημερομίσθιο 58 ευρώ + αναλογία έκτου ημερομισθίου 11,60 ευρώ + αναλογία υπερωριακής εργασίας 38,40 ευρώ =) 108 Χ 1,25 ημερομίσθια] + αναλογία επιδόματος αδείας 35,71 ευρώ}, β) για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1-5-2012 έως 8-5-2012, ως επίδομα Χριστουγέννων 2012, την αναλογία 0,84 ημερομισθίων (8 ημέρες/19 Χ 2), δηλαδή το ποσό των 126,43 ευρώ {[(ημερομίσθιο 58 ευρώ + αναλογία έκτου ημερομισθίου 11,60 ευρώ + αναλογία υπερωριακής εργασίας 38,40 ευρώ=) 108 Χ 0,84 ημερομίσθια] + αναλογία επιδόματος αδείας 35,71 ευρώ}, γ) για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 9-5-2012 έως 19-5-2012, ως επίδομα Χριστουγέννων 2012, την αναλογία 1,16 ημερομισθίων (11 ημέρες /19 Χ 2), δηλαδή το ποσό των 160,99 ευρώ {[(ημερομίσθιο 58 ευρώ + αναλογία έκτου ημερομισθίου 11,60 ευρώ + αναλογία υπερωριακής εργασίας 38,40 ευρώ =) 108 Χ 1,16 ημερομίσθια] + αναλογία επιδόματος αδείας 35,71 ευρώ}, δ) για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 18-9-2012 έως 11-11-2012, ως επίδομα Χριστουγέννων 2012, την αναλογία 5,79 ημερομισθίων (55 ημέρες / 19 Χ 2), δηλαδή το ποσό των 661,03 ευρώ {[(ημερομίσθιο 58 ευρώ + αναλογία έκτου ημερομισθίου 11,60 ευρώ + αναλογία υπερωριακής εργασίας 38,40 ευρώ =) 108 Χ 5,79 ημερομίσθια] + αναλογία επιδόματος αδείας 35,71 ευρώ}, ε) για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 10-12-2012 έως 23-12-2012, ως επίδομα Χριστουγέννων 2012, την αναλογία 1,47 ημερομισθίων (14 ημέρες / 19 Χ 2), δηλαδή το ποσό των 194,47 ευρώ {[(ημερομίσθιο 58 ευρώ + αναλογία έκτου ημερομισθίου 11,60 ευρώ + αναλογία υπερωριακής εργασίας 38,40 ευρώ =) 108 Χ 1,47 ημερομίσθια] + αναλογία επιδόματος αδείας 35,71 ευρώ} και στ) για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 21- 2-2013 έως 27-2-2013, ως επίδομα Πάσχα 2013, την αναλογία 0,88 ημερομισθίων (7 ημέρες / 8), δηλαδή το ποσό των 130,75 ευρώ {[(ημερομίσθιο 58 ευρώ + αναλογία έκτου ημερομισθίου 11,60 ευρώ + αναλογία υπερωριακής εργασίας 38,40 ευρώ =) 108 Χ 0,88 ημερομίσθια] + αναλογία επιδόματος αδείας 35,71 ευρώ} και συνολικά το ποσό των (170,71 + 126,43 + 160,99 + 661,03 + 194,47 + 130,75 =) 1.444,38 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 210,94 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγόμενης για το ως άνω ποσό, οπότε δικαιούται για την αιτία αυτή επιπλέον το ποσό των (1.444,38- 210,94 =) 1.233,44 ευρώ. 9) Για αναλογία αποζημίωσης αδείας: α) για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 21-4-2012 έως 8-5-2012, τις πλήρεις αποδοχές 1,44 ημερομίσθιων (18 ημερομίσθια/12,5), δηλαδή το ποσό των 155,52 ευρώ [(ημερομίσθιο 58 ευρώ + αναλογία έκτου ημερομισθίου 11,60 ευρώ + αναλογία υπερωριακής εργασίας 38,40 =) 108 Χ 1,44 ημερομίσθια], β) για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 9-5-2012 έως 19-5-2012, τις πλήρεις αποδοχές 0,88 ημερομίσθιων (11 ημερομίσθια / 12,5), δηλαδή το ποσό των 95,04 ευρώ [(ημερομίσθιο 58 ευρώ + αναλογία έκτου ημερομισθίου 11,60 ευρώ + αναλογία υπερωριακής εργασίας 38,40 =) 108 Χ 0,88 ημερομίσθια], γ) για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 18-9-2012 έως 11-11-2012, τις πλήρεις αποδοχές 4,4 ημερομίσθιων (55 ημερομίσθια /12,5), δηλαδή το ποσό των 475,20 ευρώ [(ημερομίσθιο 58 ευρώ + αναλογία έκτου ημερομισθίου 11,60 ευρώ + αναλογία υπερωριακής εργασίας 38,40 =) 108 Χ 4,4 ημερομίσθια], δ) για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1 0-12-2012 έως 23-12-2012, τις πλήρεις αποδοχές 1,12 ημερομίσθιων (14 ημερομίσθια / 12,5), δηλαδή το ποσό των 120,96 ευρώ [(ημερομίσθιο 58 ευρώ + αναλογία έκτου ημερομισθίου 11,60 ευρώ + αναλογία υπερωριακής εργασίας 38,40 =) 108 Χ 1,12 ημερομίσθια] και ε) για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 21-2-2013 έως 27-2-2013, τις πλήρεις αποδοχές 0,56 ημερομίσθιων (7 ημερομίσθια /12,5), δηλαδή το ποσό των 60,48 ευρώ [(ημερομίσθιο 58 ευρώ + αναλογία έκτου ημερομισθίου 11,60 ευρώ + αναλογία υπερωριακής εργασίας 38,40 =)-108 Χ 0,56 ημερομίσθια] και συνολικά (155,52 + 95,04 + 475,20 + 120,96 + 60,48 =) 907,20 ευρώ. 10) Για αναλογία επιδόµατος αδείας και σύµφωνα µε τους ως άνω υπολογισµούς για την αναλογία αποζημίωσης αδείας: α) για το χρονικό διάστηµα της εργασίας του από 21-4-2012 έως 8-5-2012, το ποσό των 155,52 ευρώ, β) για το χρονικό διάστηµα της εργασίας του από 9-5-2012 έως 19-5-2012, το ποσό των 95,04 ευρώ, γ) για το χρονικό διάστηµα της εργασίας του από 18-9-2012 έως 11-11-2012, το ποσό των 475,20 ευρώ, δ) για το χρονικό διάστηµα της εργασίας του από 10-12-2012 έως 23-12-2012, το ποσό των 120,96 ευρώ και ε) για το χρονικό διάστηµα της εργασίας του από 21-2-2013 έως 27-2-2013, το ποσό των 60,48 ευρώ και συνολικά το ποσό των (105,52 + 95,04 + 475,20 + 120,96 + 60,48 =) 907,20 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των (129,60 + 234 =) 363,60 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγόμενης για το ως άνω ποσό, κι ως εκ τούτου, δικαιούται για την αιτία αυτή το υπόλοιπο ποσό των (907,20 -363,60 =) 543,60 ευρώ. Ως αβάσιμος πρέπει δε να απορριφθεί και ο ένατος και τελευταίος λόγος της (υπό στοιχείο Α) έφεσης του ενάγοντος, σύμφωνα με τον οποίο, εσφαλμένα δεν υπολογίστηκε με την εκκαλουμένη, η αναλογία της καθημερινής υπερωριακής του εργασίας στα επιδικασθέντα με αυτήν κονδύλια των επιδομάτων εορτών και στην αποζημίωση και επίδομα αδείας, διότι κάτι τέτοιο, βάσει των σχετικών υπολογισμών που αναφέρονται στην εκκαλουμένη και ανωτέρω, δεν προέκυψε.

Ακόμη, προβλήθηκε πρωτοδίκως από την εναγόμενη, ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του ένδικου δικαιώματος εκ μέρους του ενάγοντα (άρθρο 281 ΑΚ), που επαναφέρει με τον ένατο και τελευταίο λόγο της (υπό στοιχείο Β) έφεσής της, διότι, κατά τους ισχυρισμούς της, αυτός αδράνησε για μεγάλο χρονικό διάστημα να επιδιώξει την είσπραξη των ένδικων απαιτήσεών του, τις οποίες αξίωσε μόνο μετά τη λήξη της εργασιακής του σχέσης, καθώς,επίσης, εισέπραττε τα καταβαλλόμενα σε αυτόν ποσά των αποδοχών του, χωρίς ποτέ να διαμαρτυρηθεί. Η ένσταση αυτή, όμως, και συνεπώς κι ο ως άνω λόγος της έφεσης, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθώς δεν προέκυψε ότι ο ενάγων αδράνησε να ασκήσει το ένδικο δικαίωμά του, πολύ δε περισσότερο ότι δημιούργησε στην εναγόμενη, με τη συμπεριφορά του, την εύλογη εντύπωση ότι δεν θα το ασκήσει, ούτε ότι η τελευταία υφίσταται υπέρμετρη κι δυσανάλογη βλάβη από την άσκηση αυτή. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων επεδίωξε, λίγο καιρό μετά τη λύση της σύμβασής του, τη διεκδίκηση των ένδικων δικαιωμάτων του, ενώ το γεγονός ότι δεν διαμαρτυρήθηκε για τις διαφορές των αποδοχών του, που θεωρούσε ότι του οφείλονταν, ενόσω διαρκούσε η εργασιακή του σχέση με την εναγόμενη δικαιολογείται, διότι δεν ήθελε να διαταράξει τις σχέσεις του με αυτήν,  διακινδυνεύοντας έτσι να χάσει την εργασία του από την οποία βιοποριζόταν (βλ. σχετ. ΑΠ 139/2010, Μον.Εφ.Πειρ. 396/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στο βαθμό που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, κατά το βάσιμο περί τούτου σχετικού(πέμπτου) λόγουτης υπό στοιχείο Α΄έφεσης, να εξαφανισθεί. Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί η υπό στοιχείο Β΄ έφεση κατ΄ουσία και να  γίνει δεκτή η υπό στοιχείο Α΄ έφεση και κατ΄ ουσία κι αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και ως ουσιαστικά βάσιμη και:α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 962 ευρώ και β) να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (870 + 914,50 ευρώ + 6.036,12 ευρώ + 2.793,12 + 2.489,20 + 1.233,44 + 907,20 + 543,60 =)  15.235,18 ευρώ. Τα ως άνω επιµέρους ποσά πρέπει να καταβληθούν µε το νόµιµο τόκο ως εξής: α) τα ποσά που αφορούν δεδουλευµένα ηµεροµίσθια, το έκτο ηµεροµίσθιο, την αποζηµίωση για την εκτός έδρας εργασία, την αµοιβή υπερωριακής απασχόλησης και εργασίας τα Σάββατα και τις Κυριακές, από την πρώτη του εποµένου µήνα, στον οποίο αναφέρονται, β) τα ποσά που αφορούν αναλογίες αποζηµίωσης και επιδόµατος αδείας, από την πρώτη του επόµενου έτους, στο οποίο αναφέρονται και γ) τα ποσά που αφορούν αναλογίες των δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων, από 1ηΜαίoυ του έτους, στο οποίο αναφέρονται και από 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους, αντίστοιχα.

Εξάλλου, η εφεσίβλητη – εναγόμενη, υποβάλει παραδεκτά, κατ’ άρθρο 206 ΚΠολΔ, στο Δικαστήριο τούτο με τις προτάσεις της, αίτημα για διαγραφή των εκεί αναφερομένων, ανάρμοστων κατ΄αυτήν, φράσεων που περιέχονται στην έφεση του αντιδίκου της. Η χρήση του μέτρου αυτού περί διαγραφής, από το Δικαστήριο τέτοιου είδους φράσεων από τα δικόγραφα των διαδίκων, πρέπει να γίνεται, μετά από περίσκεψη, με φειδώ, οι δε υπερβολές στις εκφράσεις και οι οξείς χαρακτηρισμοί, πρέπει να υποβάλλονται σε βαθιά εκτίμηση και αξιολόγηση για να μην επέρχεται σύγχυση μεταξύ των ορίων αυτών και των κανόνων της ευπρέπειας και της ευκοσμίας, ώστε να μην καταλήγει σε λογοκρισία (Β.Βαθρακοκοίλη Ερμ. ΚΠολΔ, υπό το άρθρο 206 παρ. 3). Εν προκειμένω,παρότι, πράγματι, οι εν λόγω φράσεις πουεμπεριέχονται στο δικόγραφο της έφεσης του ενάγοντος όπως:« … κατασκεύαζε αναληθή έγγραφα μοvομερώς για να τα χρησιμοποιήσει στις αρχές και στα δικαστήρια όπως και πράγματι έπραξε εξαπατώvτας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο», «φέρει πλαστογραφηµέvη τηv υπογραφή µου … », « … και οι τρεις μάρτυρες της αντίδικης με την προτροπή των εκπροσώπων της αντίδικης ψεύδoνται στις καταθέσεις τους…» κ.α, είναι  οξείς, κινούνται δε στα όρια της προσβολής,τόσο σε σχέση με την αντίδικό του, όσο και με το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εντούτοις, μετά από έντονο προβληματισμό και με βάση τα προαναφερθέντα περί φειδούς στη χρήση της ως άνω διάταξης, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι βρίσκονται εντός των,ακραίων, έστω, ορίων της κόσμιας συμπεριφοράς που μπορεί να είναι ανεκτή, στα πλαίσια μιας αντιδικίας και της υπεράσπισης των εννόμων συμφερόντων του ενάγοντος, οπότε, δεν θα διαταχθεί η διαγραφή τους, απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος της εφεσίβλητης-εναγόμενης.(βλ. σχετ. ΑΠ 1386/2008, ΑΠ 1590/2003, Εφ.Λαρ.216/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ. Διαμαντόπουλου ‘’Οι ποινές τάξης των άρθρων 2005-2007ΚΠολΔ’’, Δνη 48. 16, 21-22).

Πρέπει, τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου,για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, όσον αφορά στη Β΄ έφεση, να επιβληθούν εις βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176,183 ΚΠολΔ), όπως προσδιορίζονται στο διατακτικό,ενώ όσον αφορά στην Α΄ έφεση, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους κι ανάλογα με την έκταση αυτής  (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, εις βάρος της εναγόμενης- εφεσίβλητης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, τις: Α) από 13-7-2018 και Β) από 23-7-2018 εφέσεις .

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσία την ως άνω Β΄(από 23-7-2018) έφεση.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου στην έφεση αυτή εις βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσία την Α΄  (από 13-7-2018) έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 2510/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών.

Κρατεί την αγωγή.

Δικάζει επί της ουσίας αυτήν.

Απορρίπτει ότι κρίθηκε ως απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την  αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εννιακοσίων εξήντα δύο (962) ευρώ με το νόμιμο τόκο, από την, κατά το νόμο, δήλη ημέρα καταβολής κάθε επιμέρους κονδυλίου, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης, έως την εξόφληση.

Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων διακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και δεκαοχτώ λεπτών (15.235,18 ευρώ), επίσης με το νόμιμο τόκο, από την, κατά το νόμο, δήλη ημέρα καταβολής κάθε επιμέρους κονδυλίου, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης, έως την εξόφληση.

Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος -εκκαλούντος στην Α΄ έφεση, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος της εναγόμενης – εφεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 16 Νοεμβρίου 2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ