Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 731/2018

 Αριθμός  731/2018

 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο Εφετών και από τη Γραμματέα, Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

    Η από 1.11.2017 και με αριθμό καταθέσεως ……. έφεση κατά της με αριθμό 1945/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε  αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών- εργατικών διαφορών(άρθρα 614 επ., 621-622 ΚΠολΔ), ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495,  511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της δεν απαιτείται η προκατάθεση παραβόλου, δεδομένου ότι η σχετική υποχρέωση   δεν ισχύει στις διαφορές του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠολΔ (άρθρο 495 παρ.3εδ.τελ.ΚΠολΔ) πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 30.5.2016 και με αύξοντα αριθμό καταθέσεως …….. αγωγή της, που άσκησε μαζί με τους μη διαδίκους στην παρούσα δίκη …… και …………, κατά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου, εξέθετε ότι  ότι την 27η Ιουνίου του έτους 2015 ο σύζυγός της και πατέρας της εκπροσωπούμενης από αυτήν ( στην ως άνω πρωτοβάθμια αλλά και παρούσα δίκη) θυγατέρας τους …….,  …….., πατέρας, επίσης, του ως άνω ……… και υιός της ………, ο οποίος ήταν εν ζωή  επαγγελματίας οδηγός φορτηγών οχημάτων,  προσλήφθηκε από την πρώτη  εργοδότριά του εναγόμενη εταιρεία, της οποίας εταίροι είναι ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγομένων, ο μεν πρώτος ως ομόρρυθμος και ο έτερος ως ετερόρρυθμος  εταίρος, προκειμένου να εργασθεί ως οδηγός φορτηγού στο σταθμό εμπορευματοκιβωτίων και φορτηγών κοντέινερ στην έδρα της που ευρίσκετο στο ……… και ειδικότερα επί της ………., έχοντας συνάψει μετά του νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή της πρώτης εναγομένης – δεύτερου εναγομένου ……….., την από 13.2.2013 σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχολήσεως,  προκειμένου να μεταφέρει προϊόντα εντός Ελλάδος κατά τους παρά των εναγομένων υποδεικνυόμενους χρόνους και τόπους, τούτο δε έπραττε οδηγώντας συγκεκριμένο φορτηγό όχημα που του είχε παραχωρηθεί προς τον σκοπό αυτό. Ότι την ανωτέρω ημερομηνία ο ανωτέρω εργαζόμενος είχε κληθεί από τον δεύτερο εναγόμενο νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης εναγόμενης εταιρείας στο χώρο της έδρας της εταιρείας, που ήταν χώρος σταθμεύσεως και αποθηκεύσεως φορτηγών και εμπορευματοκιβωτίων, για να εργασθεί και συγκεκριμένα προς εκτέλεση επί του οδηγούμενου από αυτόν φορτηγού εργασιών καθαρισμού και συντηρήσεως, ωστόσο κατά την ημερομηνία αυτή τραυματίσθηκε θανάσιμα, συνθλιβείς ανάμεσα σε κινούμενο φορτηγό – νταλίκα (έτερο από αυτό που οδηγούσε και για συντήρηση του οποίου είχε μεταβεί στην εταιρεία) και κοντέινερ ή με έτερο, ανεξακρίβωτο οδηγούμενο από τρίτο άγνωστο πρόσωπο ή μη κινούμενο όχημα. Ότι στην επέλευση του θανάτου του ………. συνετέλεσαν αιτιωδώς αμελείς πράξεις και παραλείψεις των εναγόντων και των προστηθέντων απ αυτούς  προσώπων – υπαλλήλων της εταιρείας και ειδικότερα: 1) αν ήθελε υποτεθεί ότι ο θάνατος του ανωτέρω επήλθε από απρόσμενη μετακίνηση της νταλίκας, δεν είχαν τοποθετηθεί τάκοι πίσω από τις ρόδες της, προς αποτροπή της μετακίνησής της, 2) στην ίδια περίπτωση αν δεν υφίστατο στενότητα χώρου και στρίμωγμα εισερχομένων, κινούμενων αλλά και σταθμευμένων και συντηρουμένων νταλικών φορτηγών, αποθηκευμένων και μεταφερομένων προς τοποθέτηση κοντέινερ και κινούμενων κλαρκ, ώστε να υφίσταται ωφέλιμος χώρος ελιγμών και να μην είχε λάβει λόγω στενότητας χώρου το εν λόγω ατύχημα, 3) ότι υπάλληλοι των εναγομένων για δεκαπέντε λεπτά από την επέλευση του συμβάντος της σύνθλιψής του από την νταλίκα δεν τον αντιλήφθηκαν ώστε αυτό να αποβεί μοιραίο για τη ζωή του 2) ότι κατά την κλήση που έκαναν στο Ε.ΚΑΒ. προκειμένου να τον παραλάβει δεν ανέφεραν την σύνθλιψή του από το κινούμενο φορτηγό αλλά αντιθέτως ανέφεραν ότι εμφάνιζε συμπτώματα μελανιάσματος, ώστε να μη γίνει αντιληπτή η κρίσιμη κατάσταση του ανωτέρω θανόντος στους τηλεφωνητές 3) ότι αφού εκάλεσαν το Ε.ΚΑΒ  να μεταβεί στο χώρο της εταιρείας ώστε να τον παραλάβει και να τον διακομίσει στο νοσοκομείο, πέντε λεπτά μετά την κλήση με δεύτερη κλήση ακύρωσαν την πρώτη και τον μετέφεραν οι ίδιοι στο νοσοκοµείο. Ότι από την απώλεια του συγγενούς τους συγκλονίσθηκαν και αισθάνθηκαν οδύνη και για το λόγο αυτό οι εναγόµενοι οφείλουν  να  καταβάλλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας η μεν πρώτη, ως εργοδότρια εταιρία, ο δε δεύτερος ως ομόρρυθμος εταίρος της, νομιμοτόκως, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή  τα κάτωθι χρηματικά ποσά:  120.000 ευρώ στην ενάγουσα-εν ζωή σύζυγό του, από 110.000 ευρώ στα δύο ως άνω τέκνα του  και ποσό 80.000 ευρώ στην προαναφερόμενη  µητέρα του, ο δε τρίτος των εναγοµένων, ως ετερόρρυθµος εταίρος της πρώτης, να καταβάλει µέρος των ανωτέρω ποσών ισούµενο µε το ποσοστό συµµετοχής του στο κεφάλαιο της πρώτης ανερχόµενο σε 32% και  ειδικότερα 38.400 ευρώ στην εν ζωή σύζυγό του, από 35.200 ευρώ εις έκαστο των δύο τέκνων του και 25.600 ευρώ στη µητέρα του,  πλέον ποσού 40 ευρώ επί των ανωτέρω απαιτήσεών τους που επιφυλάσσονται να διεκδικήσουν, παριστάµενοι ως πολιτικώς ενάγοντες ενώπιον των αρµοδίων ποινικών δικαστηρίων. Περαιτέρω ζητούσαν να απειληθεί, ως µέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της αποφάσεως, προσωπική κράτηση του δεύτερου και τρίτου των εναγοµένων, διάρκειας ενός έτους, λόγω αδικήµατος, να κηρυχθεί η εκδοθησόµενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόµενοι στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης.  Επί της αγωγής αυτής, που συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων,   εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που, αφού έκρινε καθ όλα ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, απέρριψε αυτή κατ ουσίαν. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα η  ως άνω ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα  με την κρινόμενη έφεσή της για τους αναφερόμενους σ αυτή λόγους, που συνίστανται σε  εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  και ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης  ώστε να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η ασκηθείσα απ αυτήν σε βάρος των εναγόμενων ως άνω αγωγή της.

Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 ΑΚ σαφώς προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί συντρέχον πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό αυτής. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση, εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Περαιτέρω, από τα  άρθρα 914 και 932 ΑΚ, 1 και 16 ΚΝ 551/1915 (του κωδικοποιηθέντος διά του ΒΔ 24-7/25-8-1920  και διατηρηθέντος σε ισχύ και μετά τη εισαγωγή του Αστικού Κώδικα) προκύπτει ότι χρηματική  ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν  συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Οι διατάξεις του άρθρου 16§ 1 Ν 551/1915, κατά τις οποίες  ο παθών από εργατικό ατύχημα δικαιούται να εγείρει αγωγή κατά το κοινό αστικό δίκαιο και να ζητήσει πλήρη αποζημίωση, μόνο όταν το ατύχημα δύναται να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των από αυτόν προστηθέντων προσώπων ή όταν επήλθε σε εργασία, κατά την οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών σε σχέση προς τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξ αιτίας της μη τήρησης των διατάξεων αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση  αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, για την οποία, ελλείψει πρόβλεψης του ανωτέρω νομοθετήματος, εφαρμόζονται μόνο οι γενικές διατάξεις. Επομένως, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα ή οι οικείοι  του θανόντος χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, αντίστοιχα, αρκεί να  συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των από αυτόν  προστηθέντων προσώπων με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16§ 1 Ν 551/1915. Τέτοια αμέλεια του εργοδότου (πέραν της από το  άρθρο 16§ 1 Ν 551/1915 ειδικής τοιαύτης) συντρέχει, όταν το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση  όρων προς διαφύλαξη της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των εργαζομένων, οι  οποίοι απορρέουν από τη γενική διάταξη του άρθρου 662 ΑΚ, από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτουμένη κατά τις συναλλαγές επιμέλεια, όπως, όταν ο εργοδότης  παρέλειψε να επιστήσει την προσοχή του εργαζομένου ως προς τον τρόπο εκτέλεσης της ανατεθείσας σε αυτόν εργασίας προς αποφυγή του εγκείμενου στην εκτέλεση αυτής κινδύνου ζωής ή υγείας του απασχολουμένου και γενικά όταν δεν συμμορφώθηκε προς τις διατάξεις των άρθρων 7§§ 18 και 12 ΠΔ 17/1996. Η παράλειψη αυτή ενημέρωσης του εργαζομένου από τον εργοδότη αίρεται, όταν ο εργαζόμενος γνωρίζει, όπως στην περίπτωση μακροχρόνιας απασχόλησής του, τα ληπτέα μέτρα και τους ακολουθητέους κανόνες για αποτροπή ατυχήματος κατά την εκτέλεση της εργασίας, οπότε και μόνον η εκ μέρους του εργοδότου ανωτέρω γνωστοποίηση είναι άνευ αντικειμένου. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των  άρθ. 914 και 932 ΑΚ, που ορίζουν αντίστοιχα, ότι (α) όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει και (β) σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθ. 71, 297, 298, 299, 300 και 932 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία αλλά και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία είναι (α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) του υποχρέου ή επί νομικού προσώπου των προσώπων που το αντιπροσωπεύουν (ευθυνομένων εις ολόκληρον με αυτό), καθώς και των προστηθέντων αυτών (β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης (γ) υπαιτιότητα του υποχρέου ή του από αυτόν προστηθέντος κλπ., που περιλαμβάνει τον δόλο και την αμέλεια και (δ) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Αμέλεια, ειδικότερα, υπάρχει κατά την έννοια του άρθρου 330 ΑΚ, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά την συναλλακτική πίστη από τον δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς του, είτε υπάρχει προς τούτο σαφώς νομικό καθήκον, είτε όχι, αρκεί να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο  αντίθετο από εκείνον, που επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Τέλος, υπάρχει αιτιώδης συνάφεια, όταν  η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου, ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας  ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο  αποτέλεσμα. (ΑΠ 561/2015, ΑΠ 874/2015, ΑΠ 1723/2014, AΠ 1253/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση,  από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου  και περιέχονται  στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη  πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης,  από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία  με νόμιμη επίκληση με τις προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου προσκομίζουν οι διάδικοι της έκκλητης δίκης,  χωρίς η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την ενάγουσα-εκκαλούσα υπ’ αριθμ………. ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς των μαρτύρων αντιστοίχως ……………, που ελήφθησαν μετά νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων της να παραστούν σ αυτές (βλ. τις  αντίστοιχες υπ’ αριθμ. …….. εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……..) καθώς και  την υπ’ αριθμ. …….. ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών του μάρτυρα ……….., που εξετάσθηκε επιμελεία της ως άνω ενάγουσας, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων της να παραστούν σ αυτή,  που έλαβε χώρα δια σχετικής δηλώσεώς της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγομένη και ήδη πρώτη εφεσίβλητη εταιρεία συστάθηκε υπό την επωνυμία «…….» από τους δεύτερο των εναγομένων-δεύτερο εφεσίβλητο, …………,  ως ομόρρυθμα μέλη καθώς και από τον …………, ως ετερόρρυθμο μέλος, δυνάμει του από 19-11-2002 καταστατικού σύστασης ετερόρρυθμης εμπορικής εταιρείας, το οποίο κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο Πειραιώς στις 21-11-2002 και καταχωρήθηκε με αριθμό μητρώου …….. και αριθμό κατάθεσης ……… Με το από 13-1-2010 συμφωνητικό τροποποίησης καταστατικού, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς στις 25-1-2010 και καταχωρήθηκε στα οικεία βιβλία του ως άνω Πρωτοδικείου με αριθμό κατάθεσης …… ο ………… μεταβίβασε το εταιρικό του μερίδιο στον τρίτο εναγόμενο και ήδη τρίτο εφεσίβλητο, ………, η δε επωνυμία της εταιρείας μεταβλήθηκε σε «………….». Με το  από 6-11-2012 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης καταστατικού, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, στις 26.11.2012 και καταχωρήθηκε στα οικεία βιβλία του ως άνω Πρωτοδικείου με αριθμό κατάθεσης ……..  ο αρχικός εταίρος ……….. μεταβίβασε την εταιρική του μερίδα στον δεύτερο εναγόμενο ομόρρυθμο εταίρο ……., του οποίου το εταιρικό μερίδιο ανήλθε στο 68% του κεφαλαίου της εταιρείας, ενώ ο τρίτος εναγόμενος …………. με εταιρικό μερίδιο 32% επί του ποσοστού του κεφαλαίου της εταιρείας, από ομόρρυθμος κατέστη ετερόρρυθμος εταίρος. Σκοπός της πρώτης εναγόμενης ετερόρρυθμης εταιρείας, όπως ορίζεται και στο τελευταίο ως άνω  τροποποιημένο καταστατικό, τυγχάνει  η επί κέρδει αποθήκευση εμπορευματοκιβωτίων (κοντέινερς) και εμπορευμάτων, η στάθμευση οχημάτων (φορτηγών – νταλικών ), η επισκευή και η συντήρηση αυτών (βάψιμο – αμμοβολή κ.λπ.) στον περιβάλλοντα χώρο μισθωμένου, από την ………, χώρο, εκτάσεως 8.129 τ.µ, επί της ……… . στο Πέραμα. Ομόρρυθμος εταίρος, κατά τα προαναφερόμενα, αλλά  και νόμιμος εκπρόσωπος της ανωτέρω εταιρείας είναι ο δεύτερος εναγόμενος ………, ενώ ετερόρρυθμο μέλος της, με ποσοστό συμμετοχής 32% στις κερδοζημίες τυγχάνει  ο υιός του και τρίτος εναγόμενος …………,  κατά τα ανωτέρω,  και ως εκ τούτου ο τρίτος εναγόμενος, ως ετερόρρυθμος μέλος αυτής, ευθύνεται για τα χρέη της εταιρείας και µε την προσωπική του περιουσία, ατοµικά, µέχρι της αξίας της εισφοράς του, η δε ευθύνη του αυτή, η οποία προβλέπεται στο 6ο άρθρο του ανωτέρω τροποποιηµένου καταστατικού της εταιρείας, πηγάζει ευθέως και εκ του νόµου (άρθρο 279 Ν. 4072/2012) είναι δε άµεση, δυνάµενοι οι δανειστές να στραφούν ευθέως εναντίον του για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους εις ολόκληρον µε το νοµικό πρόσωπο, µέχρι του ποσού της εισφοράς του. Ο … ….., σύζυγος της  ενάγουσας-εκκαλούσας, από το νόμιμο γάμο του με την οποία απέκτησε ένα ανήλικο τέκνο, τη ………, γεννηθείσα στις 26.2.2008, που  εκπροσωπείται στην παρούσα δίκη από την ίδια (εκκαλούσα), είχε προσληφθεί στις 13-2-2013 από το δεύτερο εναγόµενο …….. προκειµένου να εργασθεί στην ατοµική επιχείρησή του, που έχει αντικείµενο εµπορικής δραστηριότητας την εκτέλεση εθνικών µεταφορών και έδρα το ………, στην ειδικότερη θέση …….. Περαιτέρω, είχε συµφωνήσει µε τον ανωτέρω εργοδότη του, που τυγχάνει  και νόµιµος εκπρόσωπος της πρώτης εναγοµένης εταιρείας και υπό την ιδιότητά του αυτή, κάποια Σάββατα το µήνα, να µεταβαίνει στην έδρα της πρώτης εναγοµένης, ήτοι στο σταθµό φορτοεκφόρτωσης–αποθήκευσης εµπορευµατοκιβωτίων και συντήρησης και στάθµευσης φορτηγών, επί της …….., για να παράσχει την εργασία του στην ως άνω εταιρεία και ειδικότερα προκειµένου να οδηγεί φορτηγά οχήµατα που ήταν σταθµευµένα στο χώρο της προς εκτέλεση σ  αυτά εργασιών συντήρησης και καθαρισµού, καθώς και να µετέχει επιβοηθητικώς σε κάποιες  από τις εργασίες που έπρεπε να λάβουν χώρα. Ο ίδιος ήταν κάτοχος νόµιµης αδείας οδήγησης επαγγελματικών φορτηγών αυτοκινήτων και από την πρόσληψή του οδηγούσε και χειριζόταν το υπ.αριθµ. κυκλοφορίας ….. µάρκας …… φορτηγό αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του δεύτερου εναγοµένου. Στις 27-06-2015, ημέρα Σάββατο, ο θανών είχε μεταβεί στο χώρο αποθήκευσης εμπορευματοκιβωτίων επί της ……. στο ……, ήτοι στην έδρα της πρώτης εναγομένης, προκειμένου να παράσχει τις υπηρεσίες του σε αυτήν. Εκεί θα έπρεπε αφενός να επιμεληθεί και να παρακολουθήσει την συντήρηση του ως άνω φορτηγού αυτοκινήτου που οδηγούσε, αφετέρου να οδηγήσει τα υποδεικνυόμενα σε αυτόν φορτηγά αυτοκίνητα προς εκτέλεση εργασιών συντηρήσεως σε αυτά. Αρχικά μετέφερε το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …….. φορτηγό όχημα, στο συνεργείο που υπήρχε στον χώρο της εταιρείας για να λάβουν χώρα οι εργασίες αλλαγής λιπαντικών ελαίων και ελέγχου – αντικαταστάσεως φίλτρου από τον εργάτη της επιχείρησης ………… Όταν ο τελευταίος περί της 12:15 ολοκλήρωσε τις εργασίες συντήρησης, αναζήτησε τον θανόντα για να παραλάβει το όχημα από το συνεργείο, τον όποιο εντόπισε σε μικρή απόσταση από  το ως άνω συνεργείο, εγκλωβισμένο μεταξύ του φορτηγού αυτοκινήτου με αριθμό κυκλοφορίας …….. μάρκας ………. και γωνίας εμπορευματοκιβωτίου, που υπήρχε τοποθετημένο στο έδαφος. Το φορτηγό ευρισκόταν σε κίνηση, η αριστερή του πόρτα ήταν ανοιχτή, είχε μετακινηθεί προς τα πίσω περίπου 70 – 80 εκατοστά και το σώμα του οδηγού ……….. ευρισκόταν εκτός της καμπίνας του φορτηγού, με τα πέλματα των ποδιών του στο σκαλοπάτι ανόδου σε αυτήν, ενώ το στήθος του συμπιεζόταν από την εμπρόσθια αριστερή γωνία της καμπίνας του φορτηγού και η πλάτη του από την γωνία της εμπρόσθιας δεξιάς γωνίας του εμπορευματοκιβωτίου. Αμέσως  κλήθηκε από τον ανωτέρω εργαζόμενο ο οδηγός ……….., που εργάζεται επίσης στην πρώτη εναγόμενη εταιρεία, που ευρισκόταν στο χώρο της επιχείρησης, προκειμένου να μετακινήσει το φορτηγό προς απεγκλωβισμό του ………, ο οποίος πράγματι, αφού ανέβηκε στο εν λόγω φορτηγό, του οποίου η μηχανή ήταν αναμμένη, από τη δεξιά του πλευρά, ήτοι αυτή του συνοδηγού, μετακίνησε το φορτηγό και απεγκλώβισε τον ανωτέρω …….., ο οποίος ήταν βαριά τραυματισμένος. Εν συνεχεία οι ανωτέρω εργαζόµενοι της εταιρείας ειδοποίησαν την γραµµατέα ……….. που ευρισκόταν στα γραφεία της εταιρείας, προκειµένου να ειδοποιήσει το ΕΚΑΒ, της επεσήµαναν δε ότι ο ………. είχε αρχίσει να µελανιάζει. Η τελευταία κάλεσε το σταθµό του ΕΚΑΒ περί ώρα 12:30, πλην όµως σε πέντε λεπτά ακύρωσε την κλήση λόγω του ότι οι ανωτέρω εργαζόµενοι που έβλεπαν τον συνάδελφό τους να µελανιάζει, ήτοι να ευρίσκεται σε άµεσο κίνδυνο ζωής, αποφάσισαν να τον µεταφέρουν µε ίδια µέσα στο νοσοκοµείο προς εξοικονόµηση χρόνου. Έτσι ειδοποίησαν τον εργαζόµενο στην εταιρεία ……… προκειµένου να τον µεταφέρει µε το Ι.Χ. αυτοκίνητό του, ο οποίος πράγµατι µετέφερε αυτόν µετά του εργαζοµένου …………, πλην όµως όταν αφίχθησαν στο Γενικό Νοσοκοµείο Νίκαιας ο ………… είχε ήδη αποβιώσει, η δε προσπάθεια καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης που έλαβε χώρα στο νοσοκοµείο δεν απέδωσε. Αιτία θανάτου του ανωτέρω εργαζοµένου, σύµφωνα µε τη συνταχθείσα µε αρ……….. ληξιαρχική πράξη του Ληξιάρχου της δηµοτικής ενότητας ……… ήταν «πολλαπλαί κακώσεις θώρακος, καρδιάς, πνεύµονος και ήπατος ως από συµπιεστικά θλαστικά τραύµατα», χρόνος δε θανάτου αυτού, ως σημειώνεται στην ίδια ως άνω πράξη, ήταν η 27.6.2015 και ώρα 13.10 μμ. Τα ευρήµατα και ειδικότερα οι φωτογραφίες που απεικονίζουν την κατεστραµµένη µεταλλική χειρολαβή ανόδου της αριστερής πλευράς και την κατεστραµµένη µεταλλική ασφαλιστική διάταξη που επιτρέπει το µέγιστο άνοιγµα της αριστερής πόρτας, καθ’ ότι ευρέθηκαν σπασµένες, γεγονός που σηµαίνει ότι είχε λάβει χώρα το µέγιστο άνοιγµα της πόρτας και επιπροσθέτως περαιτέρω πίεση επί των ανωτέρω µεταλλικών µερών της θύρας του οχήµατος που προξένησε την θραύση τους και το γεγονός ότι ο εν λόγω οδηγός υπέστη τις αναφερόµενες πολλαπλές κακώσεις λόγω συµπιεστικών θλαστικών τραυµάτων, σε συνδυασµό µε την ένορκη στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα που μετακίνησε το όχημα,  ………., οδηγούν  στο συµπέρασµα ότι εχώρησε ακούσια και αιφνίδια µετακίνηση του με αριθμό κυκλοφορίας ……… µάρκας ……… φορτηγού προς τα πίσω, όπου ευρισκόταν τοποθετηµένο κοντέινερ και ο ανωτέρω οδηγός εγκλωβίστηκε µεταξύ της αριστερής πόρτας του φορτηγού και του ως άνω κοντέινερ. Δεδοµένου ότι κατά τον εντοπισµό του οχήµατος τα κλειδιά ευρίσκονταν στον διακόπτη του εκκινητή του οχήµατος και η µηχανή ήταν αναµµένη, συνάγεται ότι ο ανωτέρω παθών οδηγός στάθηκε στο εξωτερικό σκαλοπάτι ανόδου και προσπάθησε να ενεργοποιήσει τον κινητήρα του φορτηγού γυρίζοντας χειροκίνητα τον διακόπτη του εκκινητή (µίζας), µην έχοντας επισηµάνει ότι ο µοχλός της αλλαγής ταχυτήτων δεν ευρισκόταν στην θέση απεµπλοκής (νεκρά θέση) αλλά αντιθέτως ευρισκόταν στην θέση όπισθεν, µε αποτέλεσµα µε την ενεργοποίηση του κινητήρα το όχηµα να µετακινηθεί απότοµα προς τα πίσω. Κατά την µετακίνηση αυτή και λόγω της µικρής απόστασης του φορτηγού από το εµπορευµατοκιβώτιο, ο ως άνω παθών αιφνιδιάσθηκε και µη έχοντας τον απαραίτητο χρόνο για να ξεφύγει αλλάζοντας θέση, εγκλωβίσθηκε, µε αποτέλεσµα να τραυµατισθεί, υποστάς τις πολλαπλές κακώσεις που αναφέρθηκαν και οι οποίες αιτιωδώς προξένησαν τον θάνατό του. Το γεγονός ότι στο συγκεκριµένο όχηµα δύναται να τεθεί σε λειτουργία ο κινητήρας του µε το πάτηµα της µίζας και όταν αυτό ευρίσκεται µε κοµπλαρισµένη την όπισθεν στο κιβώτιο ταχυτήτων χωρίς το πάτηµα του πεντάλ του συµπλέκτη και να µετακινηθεί, αποδεικνύεται, παρά τα αβασίμως περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την ενάγουσα,  τόσο από την από 17-11-­2016 έκθεση τεχνικού ελέγχου οχήµατος του ιδιωτικού πραγµατογνώµονα – τεχνολόγου µηχανικού οχηµάτων …….., όσο και από την µε αρ. πρωτ. ………. έκθεση έρευνας ατυχήµατος, στην οποία οι συντάξαντες επιθεωρητές ασφάλειας και υγείας της εργασίας του Σώµατος Επιθεώρησης Εργασίας …….. και ………, πραγματοποιώντας έρευνα για την ανεύρεση των ακριβών αιτίων που προκάλεσαν το ατύχημα και δη τις περιγραφές των αυτοπτών μαρτύρων και μετά από αυτοψία που οι ίδιοι διενήργησαν στο χώρο  αποτύπωσαν στην  ως άνω έκθεσή τους τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά  ως πιθανή αιτία του ατυχήµατος. Τα υποστηριζόμενα από την πρώτη ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα  στην κρινόμενη αγωγή της  ότι αιτία προκλήσεως του ως άνω ατυχήματος καθίσταται η παράσυρση του θανόντος συζύγου της, που κινούνταν  πεζός  στο χώρο της προαναφερόμενης έδρας της πρώτης εναγόμενης από τρίτο άγνωστο δράση, που οδηγούσε την ως άνω νταλίκα και η σύνθλιψή του είτε επί του  κοντέινερ του επιδίκου σταθμού είτε επί ετέρου σταθμευμένου ή και κινούμενου επίσης φορτηγού-νταλίκας ουδόλως αποδείχτηκαν από το σύνολο του εισφερόμενου στο Δικαστήριο ως άνω αποδεικτικού υλικού. Ως εκ τούτου το εν λόγω ατυχήμα, συνεπεία του οποίου απώλεσε τη ζωή του ο σύζυγος της ενάγουσας-εκκαλούσας και πατέρας της εκπροσωπούμενης από την ίδια ως άνω ανήλικης  θυγατέρας της οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του ως άνω παθόντος. Ειδικότερα ο τελευταίος  όφειλε προτού ενεργοποιήσει τον κινητήρα του οχήµατος να είχε ελέγξει την θέση του επιλογέα ταχυτήτων και το χειρόφρενο του οχήματος ώστε το μεν χειρόφρενο να ήταν ενεργοποιημένο και ο επιλογέας σχέσεων στο κιβώτιο ταχυτήτων να ήταν στην θέση απεµπλοκής (νεκρά θέση), ώστε να µεσολαβήσει ασφαλής διαδικασία ενεργοποίησης του κινητήρα και να είχε αποφευχθεί η απότοµη κίνηση προς τα πίσω του ανωτέρω φορτηγού. Η επικαλούμενη από την ενάγουσα μη τήρηση από την πρώτη εναγόμενη-εργοδότρια εταιρία των αναγκαίων όρων ασφαλείας προς αποφυγή εργατικού ατυχήματος στον ως άνω χώρο που αυτό έλαβε χώρα και δη η επικαλούμενη  ύπαρξη στοιβαγµένων κοντέινερ δίπλα στα φορτηγά, η έλλειψη διαγραµµίσεων κινήσεως οχηµάτων και πεζών και αποθηκεύσεως κοντέινερ, η έλλειψη σηµάνσεων, προειδοποιητικών σηµάτων, η έλλειψη ωφέλιµου χώρου ελιγµών και αν ήθελαν υποτεθούν ως αληθείς συνθήκες, δε συνδέονται αιτιωδώς με το επελθόν αποτέλεσμα του θανάτου του εν λόγω εργαζομένου, αφού, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη, για τη γέννεση αδικοπρακτικής ευθύνης των εναγόμενων,  απαιτείται η ύπαρξη πρόσφορου αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στην  παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά  αυτών και στη ζημία, τέτοια δε υπάρχει όταν η ζημιογόνος συμπεριφορά (που θα πρέπει πάντως να ήταν από τους αναγκαίους όρους του επιζήμου αποτέλεσματος) ήταν  καθεαυτή αντικειμενικά ικανή, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να προκαλέσει τη ζημία, εν προκεμένω δε οι εν λόγω συνθήκες και αληθείς υποτιθέμενες  δεν δύνανται να είχαν οδηγήσει κατ’ αντικειµενική πρόγνωση µε βάση τα  ως άνω δεδοµένα κατά το χρόνο που έλαβε χώρα το εν λόγω εργατικό ατύχημα  στο γεγονός του θανάτου του ανωτέρω παθόντος, κατά τον τρόπο που προκλήθηκε, που ήταν ο λανθασµένος χειρισµός απ αυτόν  του φορτηγού αυτοκινήτου που είχε ως αποτέλεσμα τη  συµπίεσή του µεταξύ αυτού και του  κοντέινερ, έστω και αν το τελευταίο δεν έπρεπε να ευρίσκεται στην θέση που ευρίσκετο. Σε κάθε περίπτωση δεν µπορούσε να προβλεφθεί η συγκεκριµένη πληµµελής επενέργεια του θανόντος στο φορτηγό, ώστε να ληφθούν τα απαραίτητα µέτρα και να αποµακρυνθεί από τον τόπο που ευρισκόταν το εν λόγω κοντέινερ. Επιπρόσθετα η μη ύπαρξη τάκων ακινητοποίησης,  που επισηµαίνει η ενάγουσα, στην ένδικη αγωγή,  ως παράλειψη που οδήγησε στον θάνατο του οικείου της, δεν συνδέεται στην προκείμενη περίπτωση αιτιωδώς με το ένδικο ατύχημα, καθόσον το ζημιογόνο όχημα  διέθετε χειρόφρενο και το έδαφος δεν παρουσίαζε στο συγκεκριµένο σηµείο που ήταν σταθµευµένο ιδιαιτερότητα ώστε να απαιτείται ενίσχυση της σταθερότητάς του δια της τοποθετήσεως τάκων (βλ. ως προς το ως άνω γεγονός την προαναφερόμενη έκθεση  έρευνας ατυχήματος  στην οποία επισημαίνεται επί λέξει «στο χώρο  που έλαβε χώρα το ατύχημα δε διαπιστώθηκε κλήση εδάφους που να δικαιολογεί ελεύθερη κύλιση του οχήματος»). Ούτε, εξάλλου,  το γεγονός ότι το ατύχηµα δεν έγινε αισθητό αµέσως από τους υπαλλήλους της πρώτης εναγόμενης εργοδότριας εταιρίας, δύναται να αποδοθεί σε αμέλειά τους, αφού, την ημέρα που έλαβε χώρα το ως άνω ατύχημα εργάζονται κυρίως υπάλληλοι, που είναι επιφορτισμένοι με τη συντήρηση των οχημάτων και βρίσκονται στο χώρο του συνεργείου, ο οποίος δεν έχει οπτική επαφή με το σημείο του ατυχήματος και ως εκ τούτου δε θα μπορούσαν να υποπτευθούν ότι είχε επισυµβεί ατύχηµα στον θανόντα,  κατά τον τρόπο µάλιστα που επήλθε. Τέλος, αναφορικά µε τη διακοµιδή µε ίδια µέσα από τους εργαζόµενους της επιχείρησης, οµοίως δε συνιστά αµελή συµπεριφορά τους καθ ότι εκ του γεγονότος ότι η πρώτη κλήση ακυρώθηκε µόλις πέντε λεπτά αργότερα, αποδεικνύεται ότι αυτή έλαβε χώρα διότι δεν ήταν δυνατή η άµεση προσέλευση ασθενοφόρου (βλ.ως προς το γεγονός αυτό την κατάθεση του ως άνω αυτόπτη μάρτυρα, που χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων κατέθεσε «…….Δεν ερχόταν το ΕΚΑΒ………») και ως εκ τούτου επιλέχθηκε από τους εργαζόµενους η δια ιδίων µέσων µεταφορά του τραυµατισθέντος στο πλησιέστερο νοσοκοµείο (………). Από το γεγονός δε  ότι ήδη κατά τον εντοπισµό του  παθόντος από τους ως άνω εργαζόμενους στην πρώτη εναγόμενη παρατηρήθηκε ότι αυτός είχε αρχίσει ήδη να µελανιάζει, σε συνδυασµό µε τις πολλαπλές κακώσεις που υπέστη σε κύρια και ζωτικά όργανά του, εκτιµάται ότι η κατάστασή του ήταν ήδη βαρύτατη και ο θάνατός του επήλθε σε εγγύτατο χρόνο από τον εντοπισµό του, ενώ η ώρα άφιξης στο νοσοκοµείο (13.10) δεν υποδηλώνει κάποια υπαίτια καθυστέρηση ή αµέλεια των προστηθέντων υπαλλήλων που µετέφεραν τον τραυµατισθέντα, συνδεόμενη, μάλιστα, αιτιωδώς με το θάνατο του τελευταίου, ως επικαλείται η ενάγουσα.  Η δε αναφορά στο ΕΚΑΒ εκ μέρους των προστηθέντων των εναγόμενων εργαζομένων του γεγονότος του µελανιάσµατος αυτού (παθόντος) δεν υποβίβασε την κρισιµότητα της καταστάσεως του θανόντος στους τηλεφωνητές του ΕΚΑΒ, ως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα, αντιθέτως υποδήλωσε την κρισιµότητα αυτής,  αφού η κυάνωση (µελάνιασµα) συνδέεται κατά κανόνα είτε µε γεγονός πνευµονικής ή καρδιακής ανεπάρκειας είτε µε γεγονός εσωτερικής αιµορραγίας και σε κάθε περίπτωση µε έκτακτη κατάσταση που χρήζει άµεσης αντιµετώπισης. Και ναι μεν η μη αναγγελία εντός 24 ωρών του εν λόγω εργατικού ατυχήματος στην αρμόδια επιθεώρηση εργασίας, στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή και στην αρμόδια υπηρεσία του ασφαλιστικού οργανισμού στον οποίο υπάγεται ο  ως άνω παθών από τον νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, που ανήγγειλε αυτό καθυστερημένα και δη στις 29.6.2015,  συνιστά, κατ αρχήν, την παράβαση του άρθρου 43 παρ.2 εδ.α του Ν.3850/2010, αποτελεί, όμως, και αυτή παράλειψη που δε συνδέεται αιτιωδώς με το  ζημιογόνο αποτέλεσμα, εν προκειμένω το θάνατο του  ως άνω οικείου της ενάγουσας και της εκπροσωπούμενης απ αυτήν ανήλικης, για τον οποίο, κατά τα προαναφερόμενα, αποκλειστικά υπαίτιος είναι ο ίδιος ο θανών. Σημειωτέον, ότι δεχόμενη ως αποδειχθέντα τα ίδια ως άνω πραγματικά περιστατικά ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος, που είχε ως αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό του οικείου της εκκαλούσας και της εκπροσωπούμενης απ αυτήν ανήλικης η αρμόδια Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιώς δεν άσκησε ποινική δίωξη κατά των μηνυομένων από την ενάγουσα-εκκαλούσα, δεύτερου και τρίτου των εφεσιβλήτων, για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, που κατά τους ισχυρισμούς της, ως αυτοί εκτίθενται στην κρινόμενη αγωγή της, τέλεσαν σε βάρος του (βλ. την από 9.1.2018 πρόταση της ως άνω Εισαγγελέως προς τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς για εν μέρει αρχειοθέτηση της σχηματισθείσας για το ένδικο εργατικό ατύχημα δικογραφίας και δη για την ως άνω πράξη).

Κατ ακολουθία των παραπάνω,  το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, με παρόμοιες με την παρούσα αιτιολογίες,  απέρριψε την ασκηθείσα, μεταξύ άλλων, και από την τότε πρώτη ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, ενεργούσα ατομικά και για λογαριασμό της εκπροσωπούμενης απ αυτήν ανήλικης θυγατέρας της, …………..,  ένδικη αγωγή αποζημιώσεως  των ως άνω οικείων του θανόντος,  με την οποία αυτοί ζητούσαν  χρηματική ικανοποίηση λόγω της  ψυχικής οδύνης, που υπέστησαν εξαιτίας αυτού, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις και, συνεπώς,  οι σχετικοί λόγοι της έφεσης (υπό στοιχ.Ι-ΙΙΙ του εφετηρίου), κατ ορθή εκτίμηση αυτών, με την οποία  η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και συνεπώς απορριπτέοι. Επομένως, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα της ως άνω έφεσης, η τελευταία πρέπει ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα, τέλος, των εφεσιβλήτων,  του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός τους, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας,  λόγω της ήττας της στη δίκη (άρθρα 106,176, 183,191 παρ.2  ΚΠολΔ), ως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση κατά της με αριθμό 1945/2017  απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων,    για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας,  το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των  εξακοσίων  (600) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στον Πειραιά,  στις  7 Δεκεμβριου 2018, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

  Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ