Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 586/2020

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Περίληψη

Ανακοπή πίνακα κατάταξης. Ναυτικά προνόμια. Πλειστηριασμός πλοίου με αλλοδαπή σημαία (Κύπρου). Η σειρά κατάταξης των εν λόγω προνομίων θα κριθεί κατά το δίκαιο του τόπου εκτέλεσης. Έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου. Έχουν προνομιακό χαρακτήρα εφόσον έγιναν μετά τον κατάπλου του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι, όπου επακολούθησε η παρακώλυση της ναυσιπλοΐας λόγω της κατάσχεσης. Δεν είναι απαραίτητο να διενεργήθηκαν μετά την κατάσχεση. Αν η lex fori δεν αναγνωρίζει ως προνομιακή την απαίτηση, που ασφαλίζεται με ναυτικό προνόμιο κατά το αλλοδαπό δίκαιο της σημαίας, τότε η εν λόγω απαίτηση δεν κατατάσσεται προνομιακά. Απορρίπτει έφεση.

Αριθμός Απόφασης:   586/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 06-03-2019 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 08-03-2019, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 12-03-2019, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019, κατά της με αριθμ. 2558/30-05-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από ένωση και συνεκδίκαση, στις 28/02/2017, κατά την τακτική διαδικασία (και τους ειδικούς κανόνες των άρθρων 933 και 937 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο όγδοο παρ. 2 του άρθρου πρώτου του Ν. 4335/2015, δεδομένου ότι η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση, βάσει της οποίας επισπεύσθηκε η αναγκαστική εκτέλεση διενεργήθηκε πριν την 1-1-2016 -βλ. σχετ. ΜονΕφΛαμ 129/2017 Δημ. Νόμος): Α) της με γενικό αριθ. κατάθ. …./2014 και με αριθ. κατάθ. …./2014 ανακοπής της εφεσίβλητης και Β) της με γενικό αριθ. κατάθ. …./2014 και με αριθ. κατάθ. …../2014 ανακοπής της εκκαλούσας, ερήμην της καθ’ ης της υπό στοιχείο Α’ ανακοπής και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων, κατά του ίδιου υπ’ αριθ. …/2014 πίνακα κατατάξεως δανειστών του Συμβολαιογράφου Πειραιώς, …….., αλλά εν μέρει στρεφόμενες και κατά των ίδιων προσώπων, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 520 ΚΠολΔ, από την εν μέρει ηττηθείσα εκκαλούσα, εφόσον από το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης, η οποία δημοσιεύθηκε στις 30-05-2017 και η από 06-03-2019 έφεση κατατέθηκε, στις 08-03-2019, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ήτοι πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευσή της (βλ. με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/08-03-2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/08-03-2019 έκθεση κατάθεσης δικογράφου). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495 § 3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ).

Με την από 11-4-2014 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2014 υπό στοιχείο Β΄ ανακοπή της η ανακόπτουσα εταιρεία με την επωνυμία «………..», ήδη εκκαλούσα, την οποία άσκησε εναντίον των: 1) ……….., 2) δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στον Πειραιά, νόμιμα εκπροσωπούμενης, 3) ……… και 4) τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «………», με έδρα στην Αθήνα, ως καθολικής διαδόχου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 75 παρ. 1 εδ. α του κ.ν. 2190/1920, της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» λόγω συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως της δευτέρας άνω εταιρείας από την πρώτη άνω εταιρεία, νομίμως εκπροσωπούμενης, εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, στις 15-1-2014 διενεργήθηκε, ενώπιον του πρώτου των καθ’ ων η ανακοπή, Συμβολαιογράφου Πειραιώς, ……….., με επίσπευση της τέταρτης των καθ’ ων η ανακοπή και για ικανοποίηση απαιτήσεών της, αναγκαστικός πλειστηριασμός του κατασχεθέντος, δυνάμει της υπ’ αριθ. …./26-11-2013 εκθέσεως αναγκαστικής κατάσχεσης, υπό κυπριακή σημαία πλοίου με την ονομασία «SR, κυρία του οποίου ετύγχανε η οφειλέτιδά της (ανακόπτουσα) εταιρεία, με την επωνυμία «………….», που εδρεύει τυπικά μεν στη Λευκωσία της Κύπρου, στην πραγματικότητα, όμως, στον Πειραιά. ΄Οτι, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος, ποσού 13.150.000 δολαρίων Η.Π.Α, που επιτεύχθηκε κατά τον πλειστηριασμό, συντάχθηκε από τον προαναφερόμενο υπάλληλο του πλειστηριασμού ο προσβαλλόμενος υπ’ αριθ. …/4-3-2014 πίνακας κατάταξης δανειστών, σύμφωνα με τον οποίο, αφού αφαιρέθηκαν τα έξοδα της εκτέλεσης και συγκεκριμένα το ποσό των 229,82 ευρώ (ή 312,69 δολαρίων Η.Π.Α.) για έξοδα του πρώτου των καθ’ ων, το ποσό των 10.180 ευρώ (ή 13.850,90 δολαρίων Η.Π.Α.) για έξοδα της δεύτερης εξ αυτών (καθ’ ων), το ποσό των 3.054,13 ευρώ (ή 4.155,45 δολαρίων Η.Π.Α.) για έξοδα του τρίτου (των καθ’ ων) δικαστικού επιμελητή και τα ποσά των 102.334,58 δολαρίων Η.Π.Α. και των 20.051,14 ευρώ (ή 27.281,58 δολαρίων Η.Π.Α.) για έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, στα οποία υποβλήθηκε η τέταρτη των καθ’ ων η ανακοπή, κατατάχθηκε στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, ποσού 13.002.064,80 δολαρίων Η.Π.Α., ως ενυπόθηκη δανείστρια, προνομιακά και οριστικά η τελευταία (και ειδικότερα το νομικό πρόσωπο με την επωνυμία «……….») για μέρος της απαίτησής της από δανειακή σύμβαση, που συνήψε με την καθ’ ης η εκτέλεση η τραπεζική εταιρεία, με την επωνυμία «. ………» (της οποίας καθολική διάδοχος τυγχάνει η τέταρτη των καθ’ ων), για την εξασφάλιση της οποίας (σύμβασης) ενεγράφη υποθήκη επί του εκπλειστηριασθέντος πλοίου. ΄Οτι στον ίδιο πλειστηριασμό είχε αναγγελθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, χωρίς, όμως, να καταταγεί και η ίδια (η ανακόπτουσα) για απαιτήσεις της κατά της ως άνω πλοιοκτήτριας, που απέρρεαν από διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, δυνάμει των οποίων προμήθευσε, κατά το χρονικό διάστημα από 26-6-2013 έως 12-11-2013, το εκπλειστηριασθέν πλοίο με ναυτικούς χάρτες, και ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 8.006,91 ευρώ (ή 10.804,93 δολαρίων Η.Π.Α.), όσο δηλαδή και το μη εξοφληθέν τίμημα των ανωτέρω πωλήσεων, πλέον νομίμων τόκων υπερημερίας και εξόδων. Με αυτό το ιστορικό ζητούσε, για τους λόγους, που αναφέρει ειδικότερα στο δικόγραφο της ανακοπής της, να ακυρωθεί, άλλως μεταρρυθμισθεί, ο προσβαλλόμενος πίνακας, ώστε να καταταγεί αυτή για το σύνολο της αναγγελθείσας κατά τα ανωτέρω απαίτησής της οριστικά και προνομιακά, ενόψει του ότι η εν λόγω απαίτησή της τυγχάνει προνομιακή, κατά το δίκαιο της πολιτείας της σημαίας, που φέρει το εκπλειστηριασθέν πλοίο (ήτοι το κυπριακό δίκαιο), αφού προηγουμένως αποβληθούν απ’ αυτόν αντιστοίχως στο σύνολό τους τα προαναφερθέντα έξοδα των πρώτου, δεύτερης και τρίτου των καθ’ ων η ανακοπή, άλλως, αφού καταταγούν οι πρώτος και τρίτος εξ αυτών οριστικώς και προνομιακώς, καθώς και αφού καταταγεί οριστικώς και προνομιακώς η τέταρτη καθ’ ης για τα προεκτιθέμενα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, αποβαλλόμενης δε αυτής για την ενυπόθηκη απαίτησή της, αφού, εκτός των άλλων, ικανοποιήθηκε κατατασσόμενη με επωνυμία έτερου νομικού προσώπου («…………»), άλλως, αφού καταταγεί η ίδια (τέταρτη καθ’ ης) μόνο οριστικώς και όχι προνομιακώς, δεδομένου ότι αυτό ζήτησε με την αναγγελία της. Ειδικότερα, με την ένδικη από 11-04-2014 υπό στοιχείο Β΄ ανακοπή, καθ’ ο μέρος αφορά στις απαιτήσεις και την κατάταξη στον προσβαλλόμενο πίνακα της τέταρτης των καθ’ ων (επισπεύδουσας δανείστριας), προεβλήθη ότι ο εν λόγω συμβολαιογράφος εσφαλμένα προέβη στην προαφαίρεση των εξόδων φυλάξεως και συντηρήσεως του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, στα οποία φέρεται ότι προέβη η τέταρτη των καθ’ ων, αντί να τα κατατάξει προνομιακά, αμφισβητήθηκε η ύπαρξη και η γένεση της απαίτησης της καταταγείσας εταιρείας με την επωνυμία «…………», προσεβλήθη η προνομιακή κατάταξη της ενυπόθηκης απαίτησής της, καθόσον η ίδια (τέταρτη καθ’ ης) ζήτησε με την αναγγελία της μόνο την οριστική της κατάταξη και, τέλος, προσεβλήθη η προνομιακή κατάταξη της ως άνω απαίτησής της, ενόψει ότι αυτή έπεται της απαίτησης της ανακόπτουσας κατά την τάξη των ναυτικών προνομίων, σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο (τέταρτος λόγος της ανακοπής), ζητήθηκε δε να καταταγεί οριστικώς και προνομιακώς αυτή (τέταρτη καθ’ ης) για τα προεκτιθέμενα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, στα οποία προέβη, αποβαλλόμενης δε αυτής για την ενυπόθηκη απαίτησή της, άλλως να καταταγεί οριστικώς και όχι προνομιακώς, προκειμένου να καταταγεί οριστικώς και προνομιακώς η αναγγελθείσα απαίτηση της ανακόπτουσας. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 2558/30-05-2017 οριστική απόφασή του, μετά από ένωση και συνεκδίκαση, στις 28/02/2017, κατά την τακτική διαδικασία: Α) της με γενικό αριθ. κατάθ. …/2014 και με αριθ. κατάθ. …/2014 ανακοπής της εφεσίβλητης και Β) της με γενικό αριθ. κατάθ. …./2014 και με αριθ. κατάθ. …./2014 ανακοπής της εκκαλούσας, ερήμην της καθ’ ης της υπό στοιχείο Α’ ανακοπής και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων, κατά του ίδιου υπ’ αριθ. …/2014 πίνακα κατατάξεως δανειστών του Συμβολαιογράφου Πειραιώς, . ……, αλλά εν μέρει στρεφόμενες και κατά των ίδιων προσώπων, έκανε δεκτή την υπό στοιχείο Α’ ανακοπή και δεκτή εν μέρει την υπό στοιχ. Β’ ανακοπή. Ειδικότερα, αφού κρίθηκε με την εκκαλουμένη ότι η υπό κρίση ανακοπή, η οποία εν τοις πράγμασι αποτελεί υποκειμενική σώρευση ανακοπών με την μορφή της παθητικής ομοδικίας, δεδομένου ότι ασκείται κατά πλειόνων καταταγέντων προσώπων, τα οποία συνδέονται με το δεσμό της απλής ομοδικίας, κατ’ άρθ. 74 περ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1083/2013 ΕΝΔ 2013. 226), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 1006 παρ. 3 και 979 παρ. 2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η επίδοση της πρόσκλησης προς την ανακόπτουσα για να λάβει γνώση του πίνακα κατάταξης εκ μέρους του υπαλλήλου του πλειστηριασμού διενεργήθηκε στις 4-4-2014 και η ανακοπή ασκήθηκε εντός της οριζόμενης στη διάταξη του άρθρου 979 παρ. 2 ΚΠολΔ, προθεσμίας των δώδεκα εργάσιμων ημερών από την ανωτέρω ημερομηνία (βλ. την από 4-4-2014 σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, . …, που διενήργησε την επίδοση, επί της επιδοθείσας στην ανακόπτουσα υπ’ αριθ. …/4-3-2014 πρόσκλησης, σε συνδυασμό με τις υπ’ αριθ. ……../14-4-2014 και ……../15-4-2014 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ……., προς τους καθ’ ων η ανακοπή), επιπλέον δε έχει κοινοποιηθεί αντίγραφό της (ανακοπής) στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφο Πειραιώς . …… (βλ. την υπ’ αριθ. …/14-4-2014 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή), καθ’ ο μέρος η ανακοπή στρέφεται κατά του πρώτου και της δεύτερης των καθ’ ων η ανακοπή (μη διαδίκων στην παρούσα δίκη) και κατά το σκέλος της, με το οποίο προσβάλλεται ως αόριστη και αναιτιολόγητη η γενομένη στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης εκκαθάριση των εξόδων των ως άνω προσώπων, αμφισβητείται δε ότι τα αφορώντα τη δεύτερη εξ αυτών (καθ’ ων) έξοδα έλαβαν χώρα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών, όπως, επίσης, και καθ’ ο μέρος αυτή στρέφεται κατά του τρίτου των καθ’ ων (δικαστικού επιμελητή) (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη) και κατά το σκέλος της, με το οποίο προσβάλλεται ως αόριστος και αναιτιολόγητος ο πίνακας εξόδων, που κατέθεσε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού το ως άνω όργανο της εκτέλεσης, βάσει του οποίου διενεργήθηκε εν συνεχεία η εκκαθάριση των εξόδων του στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης, απορρίφθηκε (η ανακοπή) ως απαράδεκτη, λόγω μη συνδρομής στο πρόσωπο των ως άνω διαδίκων της διαδικαστικής προϋπόθεσης της παθητικής νομιμοποίησης και ότι ως προς την τέταρτη των καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη, τυγχάνει μόνο παραδεκτή η εν λόγω ανακοπή αναφορικά με τους ανωτέρω λόγους. Εν συνεχεία η εκκαλουμένη, όσον αφορά στην υπό στοιχείο Α΄ ανακοπή, έκανε δεκτή κατά τα λοιπά αυτήν, μεταρρύθμισε τον υπ’ αριθ. …/2014 πίνακα κατάταξης δανειστών του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, συμβολαιογράφου Πειραιώς, . ……, ώστε, μετά την αποβολή της καθ’ ης η υπό στοιχείο Α΄ ανακοπή (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη), δικηγορική εταιρεία με την επωνυμία «………..» ως προς το ποσό των 10.180 ευρώ ή 13.850,90 δολ. ΗΠΑ, κατέταξε οριστικά στο απελευθερούμενο αυτό ποσό του πλειστηριάσματος την ανακόπτουσα εταιρεία με την επωνυμία «………..» και καταδίκασε την καθ’ ης η υπό στοιχ. Α’ ανακοπή στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας, τα οποία καθόρισε στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ. ΄Οσον αφορά δε στην υπό στοιχ. Β’ ανακοπή, δέχθηκε αυτήν εν μέρει, μεταρρύθμισε τον υπ’ αριθ. …../2014 πίνακα κατάταξης δανειστών του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, συμβολαιογράφου Πειραιώς, . ……, ώστε, μετά την ακύρωση της αφαίρεσης: α) των εξόδων και δικαιωμάτων του τελευταίου (υπαλλήλου του πλειστηριασμού) στο σύνολό τους και β) των εξόδων και δικαιωμάτων του δικαστικού επιμελητή ……. κατά ένα μέρος και τη διαγραφή του ποσού των εξόδων αυτών [α) 229,82 ευρώ ή 312,69 δολ. ΗΠΑ και β) 385,83 ευρώ ή 524,96 δολ. ΗΠΑ αντιστοίχως], κατέταξε οριστικά την ανακόπτουσα εταιρεία «………» στο απελευθερούμενο ποσό του πλειστηριάσματος, συνολικού ύψους 615,65 ευρώ ή 837,65 δολ. ΗΠΑ και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων στο σύνολό τους. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεσή της, για τους αναφερομένους στην έφεσή της λόγους, όσον αφορά στην υπό στοιχείο Β΄ ανακοπή, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση καθ’ ο μέρος βλάπτει αυτήν και να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ανακοπή της ως προς την τέταρτη των καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216§1, 217, 979§2, 933 και 585§2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 118 και 120 του ίδιου Κώδικα, και τους λόγους αυτής, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον μεν καθ’ ου να αμυνθεί στο δε δικαστήριο να ελέγξει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της απαίτησης καθώς και την ύπαρξη του προνομίου της. Ειδικότερα, η ανακοπή, ως εισαγωγικό δικόγραφο της περί την εκτέλεση δίκης, πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή της απαίτησης, για την οποία ζητείται η κατάταξη και του προνομίου της απαίτησης, δηλαδή παράθεση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία κατά νόμο θεμελιώνουν την ενεργητική νομιμοποίηση του ανακόπτοντος, αλλά και τη συγκεκριμένη έννομη σχέση, από την οποία πηγάζει η απαίτησή του και το προνόμιό της, ώστε να μπορεί και το δικαστήριο να ερευνήσει την ουσιαστική και νομική βασιμότητα της καταταγείσας απαίτησης και ο καθ’ ου η ανακοπή ν` αμυνθεί ικανοποιητικά. Η ελλιπής παράθεση των περιστατικών αυτών καθιστά την ανακοπή αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα, μη δυνάμενη να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με την αναφορά σε άλλα έγγραφα (ΑΠ 1001/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 885/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1460/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1860/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1281/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜονΕφΠειρ 295/2014 Δημ. Νόμος). Αν ο λόγος ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης συνίσταται σε απλή αμφισβήτηση και άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαίτησης του καθ’ ου, που έχει καταταγεί, ή του προνομίου της, για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής αρκεί μόνο η άρνηση αυτή, δεδομένου ότι ο καθ’ ου η ανακοπή βαρύνεται με την επίκληση και την απόδειξη των παραγωγικών της απαιτήσεώς του ή του προνομίου της πραγματικών γεγονότων. Δηλαδή στην περίπτωση αυτή ο καθ’ ου η ανακοπή οφείλει κατά την πρώτη ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση να επικαλεσθεί κατά τρόπο ορισμένο (και να αποδείξει) την ύπαρξη, το περιεχόμενο και το μέγεθος της απαιτήσεώς του, για την οποία έχει καταταγεί, καθώς και τον προνομιακό χαρακτήρα της. Αν ο καθ’ ου η ανακοπή δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, η ανακοπή γίνεται δεκτή (ΑΠ 1001/2019 ό.π., ΑΠ 885/2019 ό.π., ΑΠ 792/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 687/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 129/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 108/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1460/2014 ό.π., ΑΠ 1860/2013 ό.π., ΑΠ 1907/2011, ΑΠ 1311/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1340/2004 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘ 2719/2018 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 267/2012 Δημ. Νόμος). Όμως, ακόμη και όταν ο λόγος της ανακοπής δεν αφορά την απαίτηση του ανακόπτοντος ή του προνομίου της, υποχρεούται αυτός να προσδιορίσει με την ανακοπή του την απαίτησή του κατά το είδος, το ποσό και τα θεμελιωτικά αυτής πραγματικά περιστατικά, διότι η ύπαρξη απαίτησής του είναι σε κάθε περίπτωση αναγκαία για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός του και κατ` επέκταση της ενεργητικής νομιμοποίησής του για την άσκηση της ανακοπής (ΑΠ 129/2018 ό.π., ΑΠ 108/2018 ό.π., ΑΠ 1353/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1281/2011, ΜονΕφΘ 2719/2018 ό.π.). Η ανωτέρω άρνηση ή αμφισβήτηση της ύπαρξης της απαίτησης, για την οποία έγινε η κατάταξη, μπορεί να γίνει και στην περίπτωση ακόμη, που αυτή αποδεικνύεται έναντι του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, από έγγραφα, τα οποία έχουν, έναντι αυτού, αποδεικτική δύναμη ή από το δεδικασμένο απόφασης, αφού η αποδεικτική δύναμη των εγγράφων αυτών, καθώς και το δεδικασμένο απόφασης, που εκδόθηκε μεταξύ οποιουδήποτε δανειστή και του καθ` ου η εκτέλεση, δεν δεσμεύουν τρίτους, όπως είναι οι λοιποί δανειστές που αναγγέλθηκαν (ΑΠ 108/2018 ό.π., ΑΠ 687/2018 ό.π., ΑΠ 1353/2015 ό.π., ΑΠ 1860/2013 ό.π., ΑΠ 1340/2004 ό.π.). Επομένως, ο ανακόπτων δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο απόφασης μεταξύ του καθ’ ου η ανακοπή και του καθ’ ου η εκτέλεση (ΑΠ 1340/2004 ό.π., ΑΠ 404/2003). Επίσης, η ως άνω εξειδίκευση της απαίτησης του ανακόπτοντος απαιτείται και όταν αυτός τη στηρίζει αποδεικτικά σε έγγραφα ή σε δεδικασμένο απόφασης, αφού η αποδεικτική δύναμη των εγγράφων αυτών, καθώς και το δεδικασμένο απόφασης, που εκδόθηκε μεταξύ του ανακόπτοντος και του καθού η εκτέλεση, δεν δεσμεύουν τρίτους, όπως είναι οι λοιποί δανειστές που αναγγέλθηκαν (ΑΠ 129/2018 ό.π., ΑΠ 108/2018 ό.π., ΑΠ 270/2012). Κατά την έννοια αυτή, αρκεί να προσδιορίζεται στην ανακοπή η απαίτηση, με βάση εκείνα τα στοιχεία, που είναι αναγκαία για την αναγγελία της (ΑΠ 129/2018 ό.π., ΑΠ 461/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 679/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1353/2015 ό.π., ΑΠ 240/2015 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 979 παρ. 2 ΚΠολΔ, μέσα σε δώδεκα εργάσιμες ημέρες αφότου επιδοθεί η πρόσκληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς τον καθ’ ου η εκτέλεση και τους αναγγελθέντες δανειστές για να λάβουν γνώση του πίνακα κατάταξης, οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ανακόψει αυτόν (πίνακα κατάταξης), οπότε εφαρμόζονται τα άρθρα 933 επ. του ίδιου Κώδικα.

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθ. ../4-3-2014 πίνακα κατάταξης δανειστών του Συμβολαιογράφου Πειραιώς . ……, σε συνδυασμό με την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της ανακόπτουσας στη με γενικό αριθ. κατάθ. ../2014 και με αριθ. κατάθ. …/2014 ανακοπή, που εξετάσθηκε νόμιμα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, καθώς και από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από όσα βάσει της αγωγής και των προτάσεων των διαδίκων συνομολογούνται (άρθρο 261 ΚΠολΔ), τα διδάγματα της κοινής λογικής και εμπειρίας, καθώς και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της συναφθείσας, στις 24 Ιουνίου 2008, μεταξύ της τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία «………..» (της οποίας καθολική διάδοχος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 75 παρ. 1 εδ. α του κ.ν. 2190/1920, τυγχάνει η τέταρτη των καθ’ ων στην υπό στοιχείο Β’ ως άνω ανακοπή, λόγω συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως της πρώτης από τη δεύτερη) και αφενός της καθ’ ης η εκτέλεση εταιρείας με την επωνυμία «………….», αφετέρου της κυπριακής εταιρείας με την επωνυμία «……..», η πρώτη («……….») χορήγησε στις τελευταίες δάνειο κυμαινομένου επιτοκίου ποσού 91.500.000 δολ. ΗΠΑ. Προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της ανωτέρω δανείστριας εκ της προαναφερόμενης σύμβασης η καθ’ ης η εκτέλεση της παραχώρησε την από 25 Ιουνίου 2008 Πρώτης Τάξεως Ναυτική Υποθήκη επί του με σημαία Κύπρου φορτηγού πλοίου «SR», ιδιοκτησίας της, η οποία καταχωρίσθηκε την ιδία ημερομηνία στα υποθηκικά βιβλία του Λιμένα Λεμεσού. Μετέπειτα δε τις επανειλημμένες οχλήσεις της καθ’ ης η εκτέλεση εκ μέρους της ως άνω τραπεζικής εταιρείας για άμεση καταβολή όλων των ληξιπρόθεσμων δόσεων κεφαλαίου και των τόκων εκ της ανωτέρω συμβάσεως και την αδιαφορία της πρώτης περί τακτοποιήσεως και πλήρους εξοφλήσεως των οφειλών της απ’ αυτή (σύμβαση), η δανείστρια «………….» προχώρησε, στις 21 Αυγούστου 2013, στην καταγγελία της εν λόγω σύμβασης δανείου, ως τούτο προκύπτει από τις υπ’ αριθ. .. και …/23-8-2013 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πειραιώς, ………, με την οποία κηρύχθηκε ολόκληρο το δάνειο με γεγενημένους τόκους, προμήθειες, δαπάνες κ.α. αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και κλήθηκε η καθ’ ης η εκτέλεση να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 54.513.692 δολ. ΗΠΑ. Με επίσπευση δε της ως άνω δανείστριας τράπεζας και σε εκτέλεση του υπ’ αριθ. …/2013 πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθ. …../5-2-2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διατασσόταν η καθ’ ης η εκτέλεση να καταβάλει στην πρώτη το ποσό των 670.590,46 δολ. ΗΠΑ, πλέον τόκων και εξόδων, με την ισοτιμία δολ. ΗΠΑ – ευρώ, κατά το χρόνο της αποπληρωμής του αιτούμενου ποσού, το οποίο αποτελούσε μέρος της μέχρι τότε οφειλής της καθ’ ης η εκτέλεση, και της παρά πόδας αυτού (απογράφου) επιταγής προς πληρωμή, κατασχέθηκε αναγκαστικώς, δυνάμει της με αριθμό …/26-11-2013 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ………., και της με αριθμό …./9-12-2013 περίληψης κατασχετήριας έκθεσης του ίδιου επιμελητή, το υπό σημαία Κύπρου φορτηγό πλοίο «SR», Νηολογίου Λεμεσού Κύπρου με αριθμό …….., με διεθνές διακριτικό σήμα: .., ΙΜΟ …, που ανήκε στην καθ’ ης η εκτέλεση εταιρεία «……….» και το οποίο ήταν αγκυροβολημένο στη Ράδα του Λιμένος Πειραιώς. Ο πλειστηριασμός του πλοίου αυτού ορίστηκε για την 15η Ιανουάριου 2014 στο κατάστημα του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, ενώπιον του πρώτου των καθ’ ων στην υπό στοιχείο Β’ ως άνω ανακοπή, υπαλλήλου του πλειστηριασμού, οπότε το εν λόγω πλοίο εκπλειστηριάστηκε, συνταχθείσης της με αριθμό …/15-1-2014 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού πλοίου και κατακυρώθηκε στην τέταρτη καθ’ ης στην υπό στοιχείο Β’ ανακοπή για το ποσό των 13.150.000 δολ. ΗΠΑ. Στον πλειστηριασμό αυτόν αναγγέλθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα για να λάβουν μέρος στη διανομή, μεταξύ άλλων, η ανακόπτουσα της υπό στοιχ. Β’ ανακοπής, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….», με την από 23-1-2014 αναγγελία της, για ποσό 8.006,91 ευρώ (ή 10.804,93 δολαρίων Η.Π.Α.), πλέον τόκων και εξόδων, που αφορούσε απαιτήσεις της από διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, με τις οποίες προμήθευσε το εκπλειστηριασθέν πλοίο, κατά το χρονικό διάστημα από 26-6-­2013 έως 12-11-2013, με ναυτικούς χάρτες και η τέταρτη των καθ’ ων στην ανωτέρω υπό στοιχ. Β’ ανακοπή, τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……….», με την από 15-1-2014 αναγγελία της, για ποσό 51.288.000 δολ. ΗΠΑ, πλέον τόκων και εξόδων, που αφορούσε τις απαιτήσεις της από την προαναφερόμενη σύμβαση δανείου, για την εξασφάλιση των οποίων είχε εγγράφει πρώτη προτιμώμενη ναυτική υποθήκη επί του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι με την τελευταία ως άνω αναγγελία, και συγκεκριμένα στο αιτητικό αυτής, ζητήθηκε από την προαναφερθείσα τραπεζική εταιρεία να καταταγεί οριστικώς και προνομιακώς, απορριπτομένων όσων περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η ανακόπτουσα, όπως κρίθηκε και με την εκκαλουμένη, με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης υπό στοιχ. Β’ ανακοπής της ως αβάσιμων κατ’ ουσίαν. Λόγω δε ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος των 13.150.000 δολ. ΗΠΑ, συντάχθηκε από τον προαναφερόμενο υπάλληλο του πλειστηριασμού ο προσβαλλόμενος υπ’ αριθ. …./4-3-2014 πίνακας κατάταξης δανειστών, σύμφωνα με τον οποίο, αφού αφαιρέθηκαν ως έξοδα εκτέλεσης τα κάτωθι ποσά: 1) 229,82 ευρώ ή 312,69 δολ. ΗΠΑ για έξοδα του ως άνω υπαλλήλου του πλειστηριασμού (πρώτου των καθ’ ων η υπό στοιχ. Β’ ανακοπή), 2) 10.180 ευρώ ή 13.850,90 δολ. ΗΠΑ για τη δικηγορική εταιρεία με την επωνυμία «……….» (δεύτερης των καθ’ ων η υπό στοιχ. Β’ ανακοπή), 3) 3.054,13 ευρώ ή 4.155,45 δολ. ΗΠΑ για το δικαστικό επιμελητή ……… (τρίτος των καθ’ ων η υπό στοιχ. Β’ ανακοπή) και 4) 102.334,58 δολ. ΗΠΑ και 20.051,14 ευρώ ή 27.281,58 δολ. ΗΠΑ για έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, στα οποία υποβλήθηκε η τραπεζική εταιρεία «………….», κατετάγη στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, ποσού 13.002.064,80 δολ. ΗΠΑ, οριστικά και προνομιακά, η τέταρτη των καθ’ ων η υπό στοιχ. Β’ ανακοπή ως άνω τραπεζική εταιρεία, σε μερική εξόφληση της αναγγελθείσας απαίτησης, που απέρρεε από την προαναφερόμενη σύμβαση δανείου, για την εξασφάλιση της οποίας είχε εγγράφει πρώτη προτιμώμενη ναυτική υποθήκη επί του πλειστηριασθέντος πλοίου. Επισημαίνεται ότι η επωνυμία της τέταρτης των καθ’ ων η υπό στοιχ. Β’ ανακοπή είναι «………» και με διακριτικό τίτλο «……..», με έδρα στην Αθήνα, επί της οδού …………, με ΓΕΜΗ ……. (πρώην ΑΡ. Μ.Α.Ε ………..), ως καθολικής διαδόχου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 75 παρ. 1 εδ. α του κ.ν. 2190/1920, της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», η δε αναφορά της στην από 15-1-2014 αναγγελία της και στον επίδικο πίνακα κατάταξης δανειστών ως «…………» (μεταφορά στην αγγλική με τη χρήση ελληνικού αλφαβήτου) δεν δημιουργεί οιοδήποτε πρόβλημα ταυτότητας του νομικού προσώπου. Κατ’ ακολουθίαν, όσα περί του αντιθέτου ισχυρίστηκε η ανακόπτουσα με την ένδικη υπό στοιχ. Β’ ανακοπής της, με την οποία αμφισβητήθηκε η ύπαρξη και η γένεση της απαίτησης της καταταγείσας εταιρείας με την επωνυμία «……….», απορρίφθηκαν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πωλήσεως, τις οποίες κατήρτισε η ανακόπτουσα στην υπό στοιχ. Β’ ανακοπή με την εταιρεία με την επωνυμία «………», διαχειρίστρια του εκπλειστηριασθέντος ως άνω πλοίου, η οποία ενεργούσε ως άμεσος αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας αυτού εταιρείας, ήτοι επ’ ονόματι και για λογαριασμό της καθ’ ης η εκτέλεση εταιρείας με την επωνυμία «……….», δια ρητής προς τούτο αναφοράς στα σχετικά τιμολόγια, με την αναγραφή της ένδειξης «ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΕΛΑΤΗ ………. (care of – με τη φροντίδα) ………..», με αποτέλεσμα να δεσμεύεται η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία «………», έναντι της ανακόπτουσας, από τις εν λόγω δικαιοπραξίες (άρθρα 211, 212 και 216 του ΑΚ) (ΑΠ 258/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 752/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 776/2000 ΕλλΔνη 42. 86), η πρώτη (ανακόπτουσα) προμήθευσε, κατά το χρονικό διάστημα από 26-6-2013 έως 12-11-2013, το εκπλειστηριασθέν πλοίο με ναυτικούς χάρτες, που περιγράφονται αναλυτικά (κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας) στα ακόλουθα φορολογικά παραστατικά: 1) …./26-6-2013 τιμολόγιο – Δ. αποστολής, συνολικού ποσού προ εκπτώσεως, πλέον ΦΠΑ ευρώ 710,77 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 497,54 + ποσόν ευρώ 213,23 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθ. …./13-12-13 τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 10-8-2013, 2) …../26-6-2013 Δ. αποστολής – τιμολόγιο, συνολικού ποσού ευρώ 19,21, με ημερομηνία εξόφλησης 10-8-2013, 3) …./28-6-2013 Δ. αποστολής – τιμολόγιο, συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 125,43 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 87,80 + ποσό ευρώ 37,63, ως διαφορά εκπτώσεως συμπ.ΦΠΑ, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …./13-12-13 τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 12-8-2013, 4) …./3-7-2013 Δ. αποστολής – τιμολόγιο, συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 125,43 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 87,80 + ποσό ευρώ 37,63, ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/13-12-13 τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 17-8-2013, 5) …./4-7-13 Δ. αποστολής – τιμολόγιο, συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 308,98 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 217,40 + ποσό ευρώ 91,58 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …./13-12-13 τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 18-8-2013, 6) …./5-7-2013 Δ. αποστολής – τιμολόγιο, συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 41,81 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 29,27 + ποσόν ευρώ 12,54 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/13-12-13 τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 19-8-2013, 7) …../8-7-2013 Δ. αποστολής -τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 553,50 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 387,45 + ποσόν ευρώ 166,05 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …../13-12-13 τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 22-8­2013, 8) …../10-7-2013 Δ. αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 501,72 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 351,20 + ποσόν ευρώ 150,52 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/13-12-13 τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 24-8-2013, 9) …../11-7-2013 Δ. αποστολής – τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 83,62 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 58,53 + ποσόν ευρώ 25,09 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …../13-12-13 τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 25-8-2013, 10) …../12-7-2013 Δ. αποστολής – τιμολόγιο συνολικού ποσού ευρώ 19,21, με ημερομηνία εξόφλησης 26-8-2013, 11) …../16-7-2013 Δ. αποστολής  – τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 41,81 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 29,27 + ποσό ευρώ 12,54 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/13-12-13 τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 30-8-2013, 12) …../19-7-2013 Δ. αποστολής – τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 83,62 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 58,53 + ποσόν ευρώ 25,09 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …./13-12-13 τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 2-9-2013, 13) …./23-7-2013 Δ. αποστολής- τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 83,62 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 58,53 + ποσόν ευρώ 25,09 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/13-12-13 τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 6-9-2013, 14) …./26-7-2013 Δ.  αποστολής- τιμολόγιο συνολικού ποσού ευρώ 19,21, με ημερομηνία εξόφλησης 9-9-2013, 15) …./6-8-13 Δ. αποστολής – τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 945,92 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 666,09 + ποσόν ευρώ 279,83 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/13-12-13 τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 20-9-2013, 16) …/9-8-2013 Δ. αποστολής – τιμολόγιο συνολικού ποσού ευρώ 21,89, έναντι του οποίου κατεβλήθη ποσόν 2,37 δυνάμει του υπ’ αριθμ. …./26-9-2013 πιστωτικού τιμολογίου (συνολικού ποσού 83,18), με ημερομηνία εξόφλησης 23-9-2013 και άρα οφείλεται συνολικά ποσόν ευρώ 19,52 ως υπόλοιπο, 17) …/20-8-13 Δ. αποστολής – τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 565,14 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 409,74 + ποσόν ευρώ 155,40 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …./13-12-13 τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 4-10­2013, έναντι του οποίου καταβλήθηκε ποσόν ευρώ 47,14 δυνάμει του υπ’ αριθμ. …./26-9-2013 πιστωτικού τιμολογίου (συνολικού ποσού 83,18) και οφείλεται το υπόλοιπο ποσόν ευρώ 518,00, 18) …./20-8-2013 Δ. αποστολής – τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 403,67 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 292,67 + ποσόν ευρώ 111,00 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/13-12-13 τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 4-10-2013, έναντι του οποίου καταβλήθηκε ποσό 33,67, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …./26-9-2013 πιστωτικού τιμολογίου (συνολικού ποσού 83,18) και οφείλεται το υπόλοιπο ποσόν ευρώ 370,00, 19) …./22-8-2013 Δ. αποστολής  – τιμολόγιο συνολικού ποσού ευρώ 19,21, με ημερομηνία εξόφλησης 6-10-2013, 20) …./27-8-2013 Δ. αποστολής – τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 96,24 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 67,37 + ποσόν ευρώ 28,87 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …./13-12-13 τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 11-10-2013, 21) …./30-8-2013 Δ. αποστολής – τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 327,92 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 230,65 + ποσόν ευρώ 97,27 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/13-12-13 τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 14-10-2013, 22) …./4-9-2013 Δ. αποστολής – τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 125,43 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 87,80 + ποσόν ευρώ 37,63 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …./13-12-13 τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 19-10-2013, 23) …../6-9-2013 Δ. αποστολής – τιμολόγιο συνολικού ποσού ευρώ 19,21, με ημερομηνία εξόφλησης 21-10-2013, 24) …./12-9-2013 Δ. αποστολής – τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 308,24 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 219,71 + ποσόν ευρώ 88,53 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/13-12-13 τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 27-10-2013, 25) …./19-9-2013 Δ. αποστολής – τιμολόγιο συνολικού ποσού ευρώ 19,21, με ημερομηνία εξόφλησης 3-11-2013, 26) …../4-10-2013 Δ. αποστολής – τιμολόγιο συνολικού ποσού 19,21 ευρώ, με ημερομηνία εξόφλησης 18-11­2013, 27) …../8-10-2013 Δ. αποστολής – τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 798,94 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 566,04 + ποσόν ευρώ 232,90 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/13-12-13 τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 22-11-2013, 28) …/21-10-2013 Δ. αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού ευρώ 19,21, με ημερομηνία εξόφλησης 5-12-2013, 29) …./22-10-2013 Δ. αποστολής – τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 125,43 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 87,80 + ποσόν ευρώ 37,63 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …./13-12-13 τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 6-12-2013, 30) …./1-11-2013 Δ. αποστολής – τιμολόγιο συνολικού ποσού ευρώ 71,79, με ημερομηνία εξόφλησης 16-12-2013, 31) …./1-11-2013 Δ. αποστολής – τιμολόγιο συνολικού ποσού ευρώ 19,21, με ημερομηνία εξόφλησης 16-12­-2013, 32) …../12-11-2013 Δ. αποστολής – τιμολόγιο συνολικού ποσού ευρώ 1.419,34, με ημερομηνία εξόφλησης 27-12-2013, 33) …./12-11-2013 Δ. αποστολής – τιμολόγιο συνολικού ποσού ευρώ 46,95, με ημερομηνία εξόφλησης 27-12-2013. Το τίμημα της εκάστοτε επιμέρους πώλησης, το οποίο ανήλθε στο ποσό που αναγράφεται σε καθένα από τα προαναφερόμενα τιμολόγια, έπρεπε να εξοφληθεί, κατά τη σχετική συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών, κατά την ημερομηνία που αναγραφόταν στο αντίστοιχο τιμολόγιο. Σημειώνεται ότι, ως προς τα θέματα της δεσμεύσεως του αντιπροσωπευόμενου και της εκτάσεως των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απέκτησε αυτός από τη σχετική δικαιοπραξία, που επιχείρησε ο εκούσιος πληρεξούσιος, ως αντιπρόσωπος αυτού, εφαρμόζεται το δίκαιο της πολιτείας στην περιοχή της οποίας επιχείρησε ο αντιπρόσωπος τη δικαιοπραξία, για την οποία του δόθηκε η πληρεξουσιότητα (ΑΠ 1187/2000 ΕλλΔνη 2001. 1317, 1350), και, επομένως, εφαρμοστέο εν προκειμένω τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της πολιτείας στην οποία επιχείρησε η εταιρεία «………» τις εν λόγω δικαιοπραξίες, για τις οποίες της δόθηκε η πληρεξουσιότητα, καθώς οι συμβάσεις πώλησης καταρτίστηκαν στην Ελλάδα και τα πωληθέντα εμπορεύματα παραδόθηκαν στην έδρα της ως άνω διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας, στην οδό ……….. στον Πειραιά. Ωστόσο, η αγοράστρια των παραπάνω εμπορευμάτων – πλοιοκτήτρια του εκπλειστηριασθέντος πλοίου εταιρεία, παρά τις προφορικές και γραπτές οχλήσεις εκ μέρους της ανακόπτουσας, δεν κατέβαλε τα οφειλόμενα ποσά, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον όρο 2 ενός εκάστου τιμολογίου – δελτίου αποστολής, όπως αυτός συμφωνήθηκε με την καθ’ ης η εκτέλεση, να υποχρεούται η τελευταία να καταβάλει αυτά (ποσά) προ έκπτωσης πλέον του αναγραφόμενου ΦΠΑ, συνολικής αξίας 8.006,91 ευρώ, δυνάμει του υπ’ αριθ. …../13-12-13 τιμολογίου της ανακόπτουσας. Η τελευταία υπέβαλε δε, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, την από 30-12-2013 αίτησή της κατά της πλοιοκτήτριας εταιρείας προς έκδοση διαταγής πληρωμής, για το σύνολο του οφειλόμενου τιμήματος, η οποία έγινε δεκτή, όπως προκύπτει από τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …../2013 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας διατάχθηκε περαιτέρω η καθ’ ης η αίτηση να καταβάλει στην ανακόπτουσα το ανωτέρω αναφερόμενο συνολικό ποσό των 8.006,91 ευρώ ή 10.804,93 δολ. ΗΠΑ, πλέον τόκων και εξόδων, κοινοποιήθηκε δε αυτή στην καθ’ ης η εκτέλεση μετά της παρά πόδας αυτής επιταγής προς πληρωμή (βλ. την υπ’ αριθ. …./20-1-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ……….). Όπως δε προκύπτει από το υπ’ αριθ. 91/8-4-2014 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμία για την άσκηση ανακοπής κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής παρήλθε άπρακτη, δεδομένου ότι τέτοια ανακοπή δεν είχε ασκηθεί από την καθ’ ης η εκτέλεση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς μέχρι και τις 8-4-2014. Εφόσον, λοιπόν, αποδεικνύεται ότι υφίστανται απαιτήσεις της ανακόπτουσας της υπό στοιχ. Β’ ανακοπής έναντι της καθ’ ης η εκτέλεση εταιρείας από τις ανωτέρω ιστορούμενες αιτίες, συνολικού ύψους 8.006,91 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου αιτιάσεων της τετάρτης των καθ’ ων της ένδικης ως άνω ανακοπής, συντρέχει στο πρόσωπό της έννομο συμφέρον να προσβάλει τον ως άνω πίνακα κατάταξης. Περαιτέρω, με την εκκαλουμένη, καθ’ ο μέρος δεν προσβάλλεται με την υπό κρίση έφεση, έγινε δεκτός ως νόμω (στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ) και ουσία βάσιμος ο πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Β’ ανακοπής της (ως προς τον οποίο η ανακοπή κρίθηκε με την εκκαλουμένη ότι τυγχάνει παραδεκτή μόνο καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της τέταρτης των καθ’ ων – επισπεύδουσας δανείστριας), με τον οποίο η ανακόπτουσα εταιρεία με την επωνυμία «………………» προσέβαλε ως αόριστη και αναιτιολόγητη τη γενομένη στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης εκκαθάριση των εξόδων του πρώτου των καθ’ ων η ανακοπή (υπαλλήλου του πλειστηριασμού), ενόψει του ότι στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης (καθώς δεν προέκυψε ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε ιδιαίτερη πράξη εκκαθάρισης για τα έξοδα εκτέλεσης, που προαφαίρεσε από το πλειστηρίασμα) αναγράφεται μόνο το συνολικό ποσό των δικαιωμάτων και εξόδων του υπαλλήλου του πλειστηριασμού (229,82 ευρώ ή 312,69 δολ. ΗΠΑ), χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση των επιμέρους κονδυλίων αυτών και της αιτίας τους, η έλλειψη δε οιασδήποτε αιτιολογίας καθιστά την αφαίρεση του ως άνω ποσού από το πλειστηρίασμα μη νόμιμη και, συνακόλουθα, άκυρη. Εν συνεχεία, με την εκκαλουμένη μεταρρυθμίστηκε ο ανακοπτόμενος πίνακας και ειδικότερα, ακυρώθηκε η αφαίρεση των εξόδων και δικαιωμάτων του υπαλλήλου του πλειστηριασμού (πρώτου των καθ’ ων η ανακοπή) και, ακολούθως, διαγράφηκε το συγκεκριμένο ως άνω ποσό των 229,82 ευρώ ή 312,69 δολ. ΗΠΑ [σύμφωνα με την επίσημη ισοτιμία του ευρώ προς το Δολ. ΗΠΑ, κατά την ημερομηνία του πλειστηριασμού (15-1-2014), ήτοι 1 ευρώ = 1,3606 δολ. ΗΠΑ, την οποία έλαβε υπόψη του ο υπάλληλος του πλειστηριασμού κατά τη σύνταξη του ανακοπτόμενου πίνακα κατάταξης, κατά το οποίο αυτός (πίνακας) δεν πλήττεται με λόγο ανακοπής (βλ. άρθρο 106 ΚΠολΔ)] και κατετάγη με την εκκαλουμένη οριστικά στο απελευθερούμενο ποσό του πλειστηριάσματος η ανακόπτουσα εταιρεία. Κατόπιν δε τούτων, δεν εξετάστηκαν με την εκκαλουμένη οι δεύτερος και τρίτος των λόγων της κρινόμενης ανακοπής, που συνίστανται αφενός στην άρνηση της ύπαρξης και της γένεσης των συγκεκριμένων εξόδων εκτέλεσης, αφετέρου στην εσφαλμένη προαφαίρεση των εξόδων αυτών αντί της προνομιακής τους κατάταξης, δεν ασκήθηκε δε αντίθεση έφεση ή αντέφεση ως προς τα κεφάλαια αυτά. Εξάλλου, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη και δεν προσβάλλεται με σχετικό λόγο έφεσης, με τον ένατο λόγο της ίδιας ως άνω ανακοπής, η ανακόπτουσα προσέβαλε ως αόριστο και αναιτιολόγητο τον από 30-1-2014 πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων που κατέθεσε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού ο δικαστικός επιμελητής ……………… (τρίτος των καθ’ ων η υπό στοιχ. Β’ ανακοπή) σχετικά με τις πράξεις εκτελέσεως, που διενήργησε αυτός, τα οποία ανήλθαν, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στον πίνακα αυτόν, στο συνολικό ποσό των 2.483,03 ευρώ πλέον Φ.Π.Α., ήτοι, συνολικά, στο ποσό των 3.054,13 ευρώ, βάσει του οποίου διενεργήθηκε εν συνεχεία η εκκαθάριση των εξόδων του εν λόγω οργάνου στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης. Ο λόγος αυτός, ως προς τον οποίο κρίθηκε με την εκκαλουμένη ότι η ανακοπή τυγχάνει παραδεκτή μόνο καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της τέταρτης των καθ’ ων – επισπεύδουσας δανείστριας, και ότι είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 975 του ΚΠολΔ, απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμος, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου αυτού, ο συγκεκριμένος πίνακας τυγχάνει επαρκώς ορισμένος και αιτιολογημένος, ειδικότερα, παρατίθενται αναλυτικά σ’ αυτόν τα επιμέρους κονδύλια των δικαιωμάτων και εξόδων του ως άνω δικαστικού επιμελητή και προσδιορίζεται η αιτία του καθενός αυτών, κατά τρόπον ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος των κονδυλίων αυτών τόσο από το Δικαστήριο όσο και από κάθε άλλον ενδιαφερόμενο. Επίσης, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη και δεν προσβάλλεται με σχετικό λόγο έφεσης «…με το δέκατο λόγο της προεκτιθέμενης ανακοπής της, η ανακόπτουσα αρνείται την ύπαρξη και τη γένεση των εξόδων του ως άνω δικαστικού επιμελητή (τρίτου των καθ’ ων η ανακοπή), που προαφαιρέθηκαν από το πλειστηρίασμα. Ο λόγος αυτός (ως προς τον οποίο η ανακοπή τυγχάνει παραδεκτή τόσο καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του τρίτου των καθ’ ων όσο και κατά της τέταρτης εξ αυτών – επισπεύδουσας δανείστριας, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα) είναι νόμιμος, ως στηριζόμενος στα άρθ. 979 παρ. 2 και 933 παρ. 1 ΚΠολΔ, ενόψει του ότι ο λόγος ανακοπής δύναται να συνίσταται σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαιτήσεως του καθ’ ου που έχει καταταγεί ή του προνομίου της, οπότε ο τελευταίος βαρύνεται με την επίκληση διά των προτάσεων (και με την απόδειξη) των παραγωγικών της απαιτήσεως ή του προνομίου της πραγματικών γεγονότων. Ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου αυτού λεκτέα τα εξής: Από το συνολικό ποσό των 3.054,13 ευρώ ή 4.155,45 δολ. ΗΠΑ που αφαιρέθηκαν από το πλειστηρίασμα για τα έξοδα και τα δικαιώματα του παραπάνω δικαστικού επιμελητή: 1) Το επιμέρους ποσό των 30 € αφορούσε την αμοιβή του εν λόγω οργάνου της εκτέλεσης για την έρευνα που διενήργησε στα δημόσια βιβλία που τηρούνται στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά (Νηολόγιο, Ναυτικό Υποθηκολόγιο, Βιβλίο Κατασχέσεων πλοίων) (υπ’ αριθμ. 1 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Ωστόσο, τέτοια έρευνα δεν αποδείχθηκε ότι έγινε, ούτε, άλλωστε, ήταν αναγκαία, δεδομένου ότι το εκπλειστηριασθέν πλοίο έφερε κυπριακή σημαία. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το ανωτέρω ποσό. 2) Το επιμέρους ποσό των 50 € αφορούσε τα οδοιπορικά έξοδα για τη μετάβαση του τρίτου καθ’ ου και του συμπράξαντος δικαστικού επιμελητή από τον Πειραιά στη ράδα του λιμένος Πειραιώς, προκειμένου να προβεί ο πρώτος στην αναγκαστική κατάσχεση του εκπλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθ. 2 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Εντούτοις, από οιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο εν λόγω καθ’ ου υποβλήθηκε στα επικαλούμενα ως άνω έξοδα. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το ανωτέρω ποσό. 3) Το επιμέρους ποσό των 13 € που αφορούσε την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τη σύνταξη της ως άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου (υπ’ αριθ. 3 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Το ποσό αυτό ορθώς αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα, δεδομένου ότι η ως άνω έκθεση αποτελείται από 6 φύλλα, για το πρώτο από τα οποία η αμοιβή του δικαστικού επιμελητή καθορίζεται στο ποσό των 3 € και για το καθένα από τα υπόλοιπα στο ποσό των 2 € με βάση τη διάταξη της ενότητας Ε’ περ. δ’ της υπ’ αριθ. 2/54638/0022/13-08-2008 Κοινής Απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Φ.Ε.Κ. Β’ 1716/26-08-2008) «Καθορισμός αμοιβών δικαστικών επιμελητών». Η νόμιμη αμοιβή που δικαιούνταν, λοιπόν, ο εν λόγω καθ’ ου για τη σύνταξη της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ανερχόταν στο ως άνω ποσό των (1 φύλλο χ 3 € + 5 φύλλα χ 2 € =) 13 €. 4) Δεδομένου, μάλιστα, ότι ως μάρτυρας προσελήφθη ο συμπράξας δικαστικός επιμελητής του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ………….. (βλ. τα αναφερόμενα στην έβδομη σελίδα της υπ’ αριθ. …./26-11-2013 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου), η αμοιβή αυτού ανήλθε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σχετική διάταξη της ενότητας Δ’ περ. II της προαναφερόμενης Κ.Υ.Α., στο ποσό των 60 ευρώ (υπ’ αριθ. 4 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των (87 – 60=) 27 € για την ανωτέρω αιτία. 5) Το επιμέρους ποσό των (53 + 147,75 + 422=) 622,75 € αφορούσε την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τη διενέργεια της αναγκαστικής κατάσχεσης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθ. 5 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Το ποσό αυτό ορθώς αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα, δεδομένου ότι η αναγκαστική εκτέλεση επισπεύσθηκε για την ικανοποίηση μέρους των απαιτήσεων της επισπεύδουσας δανείστριας που απέρρεαν από την προαναφερόμενη σύμβαση δανείου, ποσού 670.590,46 $, σύμφωνα δε με τη διάταξη της ενότητας Β’ περ. 1′ της παραπάνω Κ.Υ.Α. η αμοιβή για την ενέργεια αναγκαστικής κατάσχεσης καθορίζεται ανάλογα με το ποσό της απαίτησης για την οποία η κατάσχεση, με βάση την παρακάτω κλίμακα: α. Για ποσό απαίτησης μέχρι 590 €, πενήντα τρία ευρώ (53 €) β. Για το ποσό απαίτησης από 590,01 € μέχρι 6.500 €, υπολογίζεται και προστίθεται ποσοστό αμοιβής 2,5% [ήτοι (6.500 – 590) χ 2,5% = 147,75 €] και γ. Για το ποσό απαίτησης από 6.500,01 € και άνω υπολογίζεται και προστίθεται ποσοστό αμοιβής 1% που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 422 €. 6) Το επιμέρους ποσό των 147 € αφορούσε τα δικαιώματα του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τα αντίγραφα της ανωτέρω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης που εξέδωσε (υπ’ αριθ. 6 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Όπως, όμως, προκύπτει από το περιεχόμενο του ανωτέρω πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων (βλ. τα υπ’ αριθ. 8, 9, 10, 12 και 13 κονδύλια αυτού), καθώς και από τα αναφερόμενα στη δεύτερη σελίδα της υπ’ αριθ. …../10-12-2013 πράξης καταθέσεως εγγράφων πλειστηριασμού, που συνέταξε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, ο εν λόγω δικαστικός επιμελητής επέδωσε επίσημα αντίγραφα της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου στον Λιμενάρχη, το Νηολόγο και το Ναυτικό Υποθηκοφύλακα Πειραιώς, στην καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτιδα και τον αντίκλητό της, καθώς και στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο. Σε άλλο πρόσωπο δεν αποδεικνύεται ότι διενεργήθηκε επίδοση επισήμου αντιγράφου της εν λόγω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης και, επομένως, δεν αποδεικνύεται ότι συντάχθηκαν άλλα τέτοια αντίγραφα πέραν των έξι που απαιτήθηκαν κατά τα ανωτέρω. Συνεπώς, δεδομένου ότι η ως άνω έκθεση αποτελείται από 6 φύλλα, για το καθένα από τα οποία η αμοιβή του δικαστικού επιμελητή καθορίζεται στο ποσό των 3,50 €, με βάση τη διάταξη της ενότητας Ε’ περ. ε’ της παραπάνω Κ.Υ.Α., το ποσό που δικαιούνταν ο καθ’ ου για την έκδοση των ως άνω έξι αντιγράφων ανερχόταν στα (6 αντίγραφα χ 6 φύλλα χ 3,50 € =) 126 €. Συνακόλουθα, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των (147 – 126 =) 21 € για την ανωτέρω αιτία. 7) Το επιμέρους ποσό των 13,44 € αφορούσε τα ένσημα που επικολλήθηκαν από τον καθ’ ου δικαστικό επιμελητή στα εκδοθέντα επίσημα αντίγραφα της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθ. 7 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Τέτοια επικόλληση, όμως, ουδόλως αποδεικνύεται. Αντιθέτως μάλιστα, όπως προκύπτει από το φωτοαντίγραφο ενός από τα επίσημα αντίγραφα της ως άνω έκθεσης που προσκομίσθηκε στο Δικαστήριο, κανένα ένσημο δεν έχει επικολληθεί σ’ αυτό. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το ανωτέρω ποσό. 8) Το επιμέρους ποσό των (23 X 4=) 92 € αφορούσε την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για την επίδοση της έκθεσης κατάσχεσης στον Λιμενάρχη, το Νηολόγο και το Ναυτικό Υποθηκοφύλακα Πειραιώς, καθώς και στην καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτιδα (υπ’ αριθ. 8, 9, 10 και 12 κονδύλια του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή), ενώ το επιμέρους ποσό των 33 € αφορούσε την αμοιβή αυτού για την επίδοση της ίδιας έκθεσης κατάσχεσης στον αντίκλητο της καθ’ ης η εκτέλεση, δικηγόρο ……….., κάτοικο ………. Αττικής (υπ’ αριθ. 13 κονδύλιο του ανωτέρω πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων). Πράγματι, επίσημο αντίγραφο της ως άνω έκθεσης επιδόθηκε στα προαναφερόμενα πρόσωπα, προς τούτο δε συντάχθηκαν και οι σχετικές υπ’ αριθ. …………. εκθέσεις επίδοσης. Για καθεμία από τις επιδόσεις αυτές η αμοιβή που δικαιούται ο εν λόγω δικαστικός επιμελητής ανέρχεται στο ποσό των 23 €, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της ενότητας Α’ περ. α’ της παραπάνω Κ.Υ.Α., όπως αυτή διορθώθηκε με σχετική καταχώριση στο ΦΕΚ Β’ 1916/18- 09-2008, καθώς και το ποσό των 10 € για την επίδοση στον αντίκλητο, που αντιστοιχεί στην πρόσθετη αμοιβή του (δικαστικού επιμελητή) για τη μετάβαση από τον Πειραιά στο ………… μετ’ επιστροφής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σχετική διάταξη της ενότητας Ε’ περ. ια’ της ανωτέρω Κ.Υ.Α. (ήτοι 20 χιλιόμετρα χ 0,50 € = 10 €). Επομένως, ορθώς αφαιρέθηκαν από το πλειστηρίασμα τα ανωτέρω ποσά. 9) Το επιμέρους ποσό των 5 € αφορούσε την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τη σύνταξη περίληψης της έκθεσης κατάσχεσης για το νηολόγιο (υπ’ αριθ. 11 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Ωστόσο, τέτοια πράξη δεν αποδείχθηκε ότι διενεργήθηκε από το ως άνω πρόσωπο. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το ανωτέρω ποσό 10) Το επιμέρους ποσό των 15,00 € που αφορούσε την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τη σύνταξη της υπ’ αριθ. …../9-12-2013 περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθ. 14 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Δεδομένου ότι η ως άνω περίληψη αποτελείται από 7 φύλλα, για το πρώτο από τα οποία η αμοιβή του δικαστικού επιμελητή καθορίζεται στο ποσό των 3 € και για το καθένα από τα υπόλοιπα στο ποσό των 2 € με βάση τη διάταξη της ενότητας Ε’ περ. στ’ της παραπάνω Κ.Υ.Α., η νόμιμη αμοιβή που δικαιούνταν ο εν λόγω καθ’ ου για τη σύνταξη της περίληψης αυτής ανερχόταν στο ποσό των (1 φύλλο χ 3 € + 6 φύλλα χ 2 € =) 15 €. Επομένως, ορθώς αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το ανωτέρω ποσό. 11) Το επιμέρους ποσό των (53 + 118,20 + 210 =) 381,20 € αφορούσε την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για την κατάρτιση της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθ. 15 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Το ποσό αυτό ορθώς αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα, δεδομένου ότι η αναγκαστική εκτέλεση επισπεύσθηκε για την ικανοποίηση μέρους των απαιτήσεων της επισπεύδουσας δανείστριας που απέρρεαν από την προαναφερόμενη σύμβαση δανείου, ποσού 670.590,46 $, σύμφωνα δε με τη διάταξη της ενότητας Γ’ της παραπάνω Κ.Υ.Α. η αμοιβή για την κατάρτιση περίληψης κατασχετήριας έκθεσης καθορίζεται ανάλογα με το ποσό της απαίτησης για την οποία επισπεύδεται ο πλειστηριασμός με βάση την παρακάτω κλίμακα: α. Για ποσό απαίτησης μέχρι 590 €, πενήντα τρία ευρώ (53 €) β. Για το ποσό απαίτησης από 590,01 € μέχρι 6.500 €, υπολογίζεται και προστίθεται ποσοστό αμοιβής 2% [ήτοι (6.500 – 590) χ 2% = 118,20 €] και γ. Για το ποσό απαίτησης από 6.500,01 € και άνω υπολογίζεται και προστίθεται ποσοστό αμοιβής 1% που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 210 €. 12) Το επιμέρους ποσό των 392,00 € αφορούσε τα δικαιώματα του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τα αντίγραφα της ανωτέρω περίληψης κατασχετήριας έκθεσης που εξέδωσε (υπ’ αριθ. 16 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Όπως, όμως, προκύπτει από τις υπ’ αριθ. …………. εκθέσεις επίδοσης, καθώς και από τα αναφερόμενα στην τρίτη σελίδα  της υπ’ αριθ. …../10-12-2013 πράξης καταθέσεως εγγράφων πλειστηριασμού, που συνέταξε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, ο εν λόγω δικαστικός επιμελητής επέδωσε επίσημα αντίγραφα της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου στον Λιμενάρχη, τον Νηολόγο και τον Ναυτικό Υποθηκοφύλακα Πειραιώς, στην καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτιδα στον Πειραιά και στον ως άνω αντίκλητό της στο ……., στον Ειρηνοδίκη Πειραιώς, στο Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. στην Αθήνα, στη Διεύθυνση Τελωνείων Αττικής στον Πειραιά, στη Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιώς, στο Ν.Α.Τ. στον Πειραιά, στην Ο.Λ.Π. Α.Ε. στον Πειραιά, στο Ταμείου Εσόδων του Ι.ΚΑ. – Ε.ΤΑ.Μ. στον Πειραιά, στον πλοίαρχο του εκπλειστηριασθέντος πλοίου στη Ράδα του λιμένος Πειραιώς, στην επισπεύδουσα δανείστρια στην Αθήνα, καθώς και στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο. Σε άλλο πρόσωπο δεν αποδεικνύεται ότι διενεργήθηκε επίδοση επισήμου αντιγράφου της εν λόγω περίληψης κατασχετήριας έκθεσης και, επομένως, δεν αποδεικνύεται ότι συντάχθηκαν άλλα τέτοια αντίγραφα πέραν των δεκαπέντε που απαιτήθηκαν για τις ως άνω επιδόσεις. Συνεπώς, δεδομένου ότι η ως άνω περίληψη αποτελείται από 7 φύλλα, για το καθένα από τα οποία η αμοιβή του δικαστικού επιμελητή καθορίζεται στο ποσό των 3,50 €, με βάση τη διάταξη της ενότητας Ε’ περ. ε’ της παραπάνω Κ.Υ.Α., το ποσό που δικαιούνταν ο καθ’ ου για την έκδοση των ως άνω δεκαπέντε αντιγράφων ανερχόταν στα (15 αντίγραφα χ 7 φύλλα χ 3,50 € =) 367,50 €. Συνακόλουθα, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των (392,00 – 367,50 =) 24,50 € για την ανωτέρω αιτία. 13) Το επιμέρους ποσό των 34,24 € αφορούσε τα ένσημα που επικολλήθηκαν από τον καθ’ ου δικαστικό επιμελητή στα εκδοθέντα επίσημα αντίγραφα της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθ. 17 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Τέτοια επικόλληση, όμως, ουδόλως αποδεικνύεται. Αντιθέτως μάλιστα, όπως προκύπτει από το φωτοαντίγραφο ενός από τα επίσημα αντίγραφα της ως άνω έκθεσης που προσκομίσθηκε στο Δικαστήριο, κανένα ένσημο δεν έχει επικολληθεί σ’ αυτό. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το ανωτέρω ποσό. 14) Τα επιμέρους ποσά των 23 €, 23 €, 23 €, 23 €, 33 €, 23 €, 35 €, 23 €, 23 €, 23 €, 23 €, 23 €, 70 € και 23 € (ήτοι συνολικά 391 €) αφορούσαν την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για την επίδοση της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης στον Λιμενάρχη, τον Νηολόγο και τον Ναυτικό Υποθηκοφύλακα Πειραιώς, στην καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτιδα στον Πειραιά και στον ως άνω αντίκλητό της στο Παλαιό Φάληρο, στον Ειρηνοδίκη Πειραιώς, στο Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. στην Αθήνα, στη Διεύθυνση Τελωνείων Αττικής στον Πειραιά, στη Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιώς, στο Ν.Α.Τ. στον Πειραιά, στην Ο.Λ.Π. Α.Ε. στον Πειραιά, στο Ταμείου Εσόδων του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. στον Πειραιά, στον πλοίαρχο του εκπλειστηριασθέντος πλοίου στη Ράδα του λιμένος Πειραιώς και στην επισπεύδουσα δανείστρια στην Αθήνα (βλ. και τις ανωτέρω σχετικές εκθέσεις επίδοσης) (υπ’ αριθ. 18-31 κονδύλια του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Για καθεμία από τις επιδόσεις αυτές η αμοιβή που δικαιούται ο εν λόγω δικαστικός επιμελητής ανέρχεται στο ποσό των 23 €, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της ενότητας Α’ περ. α’ της παραπάνω Κ.Υ.Α., όπως αυτή διορθώθηκε με σχετική καταχώριση στο ΦΕΚ Β’ 1916/18-09-2008, καθώς και το ποσό των 10 € για την επίδοση στον αντίκλητο, που αντιστοιχεί στην πρόσθετη αμοιβή του για τη μετάβαση από τον Πειραιά στο ………. μετ’ επιστροφής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σχετική διάταξη της ενότητας Ε’ περ. ια’ της ανωτέρω Κ.Υ.Α. (ήτοι 20 χιλιόμετρα χ 0,50 € = 10 €), όπως και το ποσό των 12 € για την επίδοση στο Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. (αλλά και για την επίδοση στην επισπεύδουσα δανείστρια για την οποία όμως δεν διαλαμβάνεται σχετικό κονδύλιο στον εν λόγω πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή), που αντιστοιχεί στην πρόσθετη αμοιβή του για τη μετάβαση από τον Πειραιά στην Αθήνα μετ’ επιστροφής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ως άνω διάταξη (ήτοι 24 χιλιόμετρα χ 0,50 € = 12 €). Αντιθέτως, με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου, δεν αποδείχθηκε ότι ο καθ’ ου υποβλήθηκε σε οδοιπορικά έξοδα για τη διενέργεια των παραπάνω επιδόσεων. Επομένως, το συνολικό ποσό που δικαιούνταν ο καθ’ ου για τη διενέργεια των ως άνω επιδόσεων ανέρχεται σε (23 € χ 14 + 22 € =) 344 €. Άρα εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των (391 – 344=) 47 € για τις ανωτέρω αιτίες. 15) Το επιμέρους ποσό των 45 € αφορούσε τη δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε ο καθ’ ου δικαστικός επιμελητής για την κατάθεση εγγράφων σχετικών με τον επισπευδόμενο αναγκαστικό πλειστηριασμό του ένδικου σκάφους (υπ’ αριθ. 32 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Το ποσό αυτό ορθώς αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα, δεδομένου ότι, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθ. ……./10-12-2013 πράξη κατάθεσης εγγράφων πλειστηριασμού που συνέταξε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, ο καθ’ ου προέβη πράγματι στην ως άνω κατάθεση, για την οποία μάλιστα κατέβαλε ως αμοιβή στον εν λόγω συμβολαιογράφο το ποσό των 36 € πλέον Φ.Π.Α., ενώ επικολλήθηκε και τέλος μεγαροσήμου 0,50 ευρώ στο πρωτότυπο και σε ένα αντίγραφο, ήτοι συνολικά κατεβλήθη το ποσό των 45,28 ευρώ, το οποίο υπερβαίνει το ποσό που αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα για την ανωτέρω αιτία. 16) Το επιμέρους ποσό των 3,50 € αφορούσε τα δικαιώματα του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για την κατάθεση των ως άνω εγγράφων στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (υπ’ αριθ. 33 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Ωστόσο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της ενότητας Ε’ περ. θ’ της παραπάνω Κ.Υ.Α., το ποσό που δικαιούται ο δικαστικός επιμελητής για κατάθεση εγγράφων στον υπάλληλο του πλειστηριασμού ορίζεται στα 2 €. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των (3,50 – 2=) 1,50 € για την ανωτέρω αιτία. 17) Το επιμέρους ποσό των 4 € αφορούσε τα δικαιώματα του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τη σύνταξη αποσπάσματος της προαναφερόμενης περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης, προκειμένου αυτό να δημοσιευθεί στην Ιστοσελίδα Δημοσιεύσεων Πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ε.Τ.Α.Α. (υπ’ αριθ. 34 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Ωστόσο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της ενότητας Ε’ περ. στ’ της παραπάνω Κ.Υ.Α., ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται για μεν το πρώτο φύλλο 3 €, για κάθε δε επόμενο φύλλο 2 €. Εφόσον, επομένως, δεν προκύπτει εν προκειμένω ότι το ως άνω απόσπασμα αποτελείτο από περισσότερα του ενός φύλλα, ο καθ’ ου δικαιούνταν για τη σύνταξη του παραπάνω αποσπάσματος το ποσό των 3 € μόνο. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό του (4 – 3 =) 1 € για την ανωτέρω αιτία. 18) Τέλος, τα επιμέρους ποσά των 96,90 € και 27 €  αφορούσαν τα δικαιώματα του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τη δημοσίευση του προαναφερόμενου αποσπάσματος στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ε.Τ.Α.Α. και τα δικαιώματα του ως άνω Ταμείου για την εν λόγω δημοσίευση, τα οποία κατέβαλε αυτός (υπ’ αριθ. 35 και 36 κονδύλια του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Πράγματι, όπως προκύπτει από το νομίμως προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως, υπ’ αριθ. …./23-12-2013 γραμμάτιο είσπραξης του Ε.Τ.Α.Α., απόσπασμα της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης δημοσιεύθηκε από τον καθ’ ου στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ε.Τ.Α.Α, ο οποίος (καθ’ ου) κατέβαλε και το ποσό των 61,90 ευρώ για δικαιώματα του ως άνω Ταμείου. Για τη διενέργεια δε της δημοσίευσης αυτής ο καθ’ ου δικαιούνταν το ποσό των 3 €, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της ενότητας Ε’ περ. Γ της παραπάνω Κ.Υ.Α. Αντιθέτως, με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου, δεν αποδείχθηκε ότι ο καθ’ ου υποβλήθηκε σε οδοιπορικά έξοδα ή σε οιαδήποτε άλλη δαπάνη για τη διενέργεια της ανωτέρω δημοσίευσης. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των [(96,90 + 27) – (61,90 + 3)=] 59 € για τις ανωτέρω αιτίες. Με βάση τα ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι ο καθ’ ου η ανακοπή δικαστικός επιμελητής δικαιούνταν για τα έξοδα και την αμοιβή του για τις πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας που διενεργήθηκαν απ’ αυτόν, το συνολικό ποσό των (13 + 60 + 622,75 + 126 + 92 + 33 + 15 + 381,20 + 367,50 + 344 + 45 + 2 + 3 + 61,90 + 3=) 2.169,35 €. Συνεπώς, από το πλειστηρίασμα έπρεπε να αφαιρεθεί το συγκεκριμένο ποσό, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. ποσοστού 23%, ήτοι συνολικά το ποσό των 2.668,30 € για τις προεκτιθέμενες αιτίες. Άρα, το ποσό που εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα για τις ανωτέρω αιτίες, ανέρχεται σε (3.054,13-2.668,30=) 385,83 ευρώ. Συνακόλουθα, απορριπτομένου του ισχυρισμού των καθ’ ων η ανακοπή περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της ανακόπτουσας, ως μη έχουσας προνομιακή απαίτηση, ως νόμω αβάσιμου, σύμφωνα με όσα μνημονεύονται στην υπό στοιχ. Β’ οικεία μείζονα πρόταση της παρούσας, εφόσον η τελευταία (ανακόπτουσα) έχει προφανές έννομο συμφέρον στην άσκηση της προκείμενης ανακοπής, επιδιώκοντας να καταταγεί η ίδια στο επιπλέον ποσό, που θα προκύψει γενομένης δεκτής αυτής (ανακοπής), ανεξάρτητα από το αν υπάρχει άλλος προηγούμενος δανειστής που κατατάχθηκε μερικώς, λόγω μη επάρκειας του πλειστηριάσματος, αφού δεν άσκησε ανακοπή και δεν μπορεί να ωφεληθεί από τους λόγους ανακοπής του προτάθηκαν από την ίδια (ως άνω ανακόπτουσα), πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως και ουσιαστικά βάσιμος ο δέκατος λόγος της προαναφερόμενης ανακοπής, και να μεταρρυθμισθεί ο ανακοπτόμενος πίνακας. Ειδικότερα, πρέπει να ακυρωθεί η αφαίρεση των εξόδων και δικαιωμάτων του ανωτέρω δικαστικού επιμελητή (τρίτου των καθ’ ων η ανακοπή) ως προς το προαναφερόμενο ποσό των 385,83 € ή 524,96 $ [σύμφωνα με την επίσημη ισοτιμία του Ευρώ προς το Δολ. ΗΠΑ κατά την ημερομηνία του πλειστηριασμού (15-1-2014), ήτοι 1 ευρώ = 1,3606 δολ. ΗΠΑ, την οποία έλαβε υπόψη του ο υπάλληλος του πλειστηριασμού κατά τη σύνταξη του ανακοπτόμενου πίνακα κατάταξης, κατά το οποίο αυτός (πίνακας) δεν πλήττεται με λόγο ανακοπής (βλ. άρθρο 106 ΚΠολΔ)] και, ακολούθως, να διαγραφεί το συγκεκριμένο ποσό και να καταταγεί οριστικά στο απελευθερούμενο ποσό του πλειστηριάσματος η ανακόπτουσα εταιρεία…». Περαιτέρω, ως προς τον τέταρτο λόγο της ένδικης υπό στοιχ. Β’ ανακοπής της εταιρείας με την επωνυμία «………………», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, με τον οποίο (λόγο) προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάταξη της απαιτήσεως της τετάρτης των καθ’ ων (επισπεύδουσας δανείστριας) αντί των αναγγελθεισών απαιτήσεων της ανακόπτουσας, για τον επικαλούμενο λόγο ότι οι τελευταίες απολαύουν ισχυρότερου προνομίου έναντι της πρώτης, καθ’ ο μέρος μεταβιβάστηκε η υπόθεση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, σημειώνεται ότι, όπως ορθώς κρίθηκε και με την εκκαλουμένη, κατά το άρθρο 1012 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση ως εκ του χρόνου σύνταξης του ένδικου πίνακα κατάταξης (4-3-2014) (βλ. σχετ. ΑΠ 1421/2019 Δημ. Νόμος), σε περίπτωση πλειστηριασμού κατασχεμένου πλοίου, η σειρά των δανειστών στον πίνακα κατάταξης, γίνεται, κατά κύριο λόγο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ, κατά δε το άρθρο 9 του τελευταίου κώδικα, το δίκαιο της πολιτείας, της οποίας τη σημαία φέρει το πλοίο, ρυθμίζει και τα επ’ αυτού εμπράγματα δικαιώματα. Περαιτέρω, ναι μεν, κατά το άρθρ. 205 του ίδιου Κώδικα, τα καθοριζόμενα με αυτό προνόμια, ως εξομοιούμενα με ειδικό ενέχυρο έχουν εμπράγματο χαρακτήρα και προηγούνται, σύμφωνα με την τελευταία παράγραφο του ίδιου άρθρου, της ναυτικής υποθήκης, προκειμένου, όμως, να προηγηθούν της ίδιας υποθήκης κατά την κατάταξη σε πλειστηρίασμα, που αφορά πλοίο με σημαία αλλοδαπής πολιτείας, πρέπει, κατά ρητή επιταγή της προαναφερομένης διάταξης του άρθρου 9, να έχουν τον ίδιο προνομιακό-εμπράγματο χαρακτήρα και κατά το δίκαιο της πολιτείας, τη σημαία της οποίας φέρει το πλοίο (κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης). Η σειρά, όμως, κατάταξης των εν λόγω προνομίων θα κριθεί κατά το δίκαιο του τόπου εκτέλεσης (Lex Fori), αφού η λόγω προνομίου προτίμηση στην κατάταξη δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά στη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους και κανονίζεται από το δικονομικό δίκαιο. Συνεπώς, αν πλειστηριάστηκε στην Ελλάδα αλλοδαπό πλοίο, δεν προηγείται της ναυτικής υποθήκης, οποιοδήποτε προνόμιο επί του πλοίου αναγνωρίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο της σημαίας του πλοίου, παρά μόνο εκείνα, που όμοιά τους, κατά τη φύση και το χαρακτήρα, προβλέπει το άρθρο 205 του Κ.Ι.Ν.Δ., στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 1012 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1421/2019 ό.π., ΑΠ 533/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 295/2002 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 191/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 233/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 411/2014 ΕλλΔνη 2015/490, ΕφΠειρ 131/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 16/2010 ΕΝΔ 2010.252, ΕφΠειρ 519/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 933/2006 ΕΝΔ 2007.49, ΕφΠειρ 270/2006 ΠειρΝομ 2006.242, ΕφΠειρ 1135/2005 ΕΝΔ 2005.456, 3/2004 ΕΝΔ 2004.140, ΕφΠειρ 497/2003 ΕΝΔ 2003.447, Α. Αντάπαση+/ Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2020, σελ. 308 επ.). Εάν πλοίο με σημαία αλλοδαπή κατασχέθηκε και πλειστηριάστηκε στην Ελλάδα, εφόσον οι απαιτήσεις είναι προνομιακές και κατά το δίκαιο της χώρας αυτής, κατατάσσονται ως προνομιακές, σύμφωνα με το άρθρ. 205 του ΚΙΝΔ, πριν από την υποθήκη, ανεξάρτητα από τη σειρά κατάταξης τους κατά το δίκαιο της εν λόγω χώρας (ΑΠ 1421/2019 ό.π., ΑΠ 533/2015 ό.π., ΕφΠειρ 191/2017 ό.π., ΕφΠειρ 233/2016 ό.π., ΕφΠειρ 131/2012 ό.π.). Αν η lex fori δεν αναγνωρίζει ως προνομιακή την απαίτηση, που ασφαλίζεται με ναυτικό προνόμιο κατά το αλλοδαπό Δίκαιο της σημαίας, τότε η εν λόγω απαί­τηση δεν κατατάσσεται προνομιακά (ΕφΠειρ 191/2017 ό.π.). Κατά τη διάταξη του άρθρου 205 του Ν. 3816/1958 περί Κ.Ι.Ν.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 214 του ν. 4072/2012 (ΦΕΚ Α’ 86/11-04-2012), καθιερώνεται ειδική σειρά κατάταξης και προσδιορίζονται τα ναυτικά προνόμια σε τέσσερις κατηγορίες, που αποκαλούνται τάξεις, στις οποίες εντάσσονται και κατατάσσονται: 1) στην πρώτη τάξη και κατά την οριζόμενη σειρά: α) οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι, β) τα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών γενόμενα δικαστικά έξοδα, γ) τα τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο και δ) τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθένειας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.), 2) στη δεύτερη τάξη κατατάσσονται: α) οι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος από τη σύμβαση εργασίας και β) τα έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου από τον κατάπλου του στο τελευταίο λιμένα, 3) στην τρίτη τάξη κατατάσσονται τα έξοδα και οι αμοιβές λόγω επιθαλάσσιας αρωγής διάσωσης και ναυαγιαίρεσης και 4) στην τέταρτη τάξη κατατάσσονται οι λόγω σύγκρουσης ή πρόσκρουσης πλοίων οφειλόμενες αποζημιώσεις για ζημίες σε πλοία, επιβάτες και φορτία. Τα προνόμια, κατά ρητή διάταξη του ίδιου άρθρου, προηγούνται της υποθήκης. Ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 206 του ΚΙΝΔ, «αι προνομιούχοι απαιτήσεις της αυτής τάξεως κατατάσσονται συμμέτρως. Επί απαιτήσεων εξ επιθαλασσίου αρωγής, διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως, αι μεταγενέστεροι προηγούνται των προγενεστέρων». Τα παραπάνω προνόμια είναι ειδικά, έχουν ως αντικείμενο ορισμένο πλοίο (ή το ναύλο) και εκτοπίζουν κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικαίου ή του ΚΠολΔ. Στη συνέχεια, κατατάσσονται οι ενυπόθηκες απαιτήσεις επί του πλοίου, απλές ή προτιμώμενες. Μετά την ικανοποίηση και των απαιτήσεων αυτών, στο τυχόν απομένον πλειστηρίασμα κατατάσσονται οι απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976 του ΚΠολΔ, κατά την έκταση που δεν καλύπτονται από το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, μεταξύ των οποίων και αυτές των εργαζομένων με σύμβαση χερσαίας εργασίας. Τελευταίοι κατατάσσονται οι εγχειρόγραφοι δανειστές (βλ. ΕφΠειρ 191/2017 ό.π., ΕφΠειρ 131/2012 ό.π., ΕφΠειρ 933/2006 ό.π. ΕφΠειρ 3/2004 ό.π., 497/2003 ό.π.). Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, προνομιούχες επί του πλοίου και του ναύλου είναι μεταξύ άλλων και οι απαιτήσεις για έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου, εφόσον αυτά έγιναν μετά τον κατάπλου του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι, δηλαδή σ` εκείνο, που επακολούθησε, λόγω της κατάσχεσής του, η παρακώλυση της τελευταίας ναυσιπλοΐας (βλ. ΑΠ 1421/2019 ό.π., ΑΠ 52/1995, ΕφΠειρ 191/2017 ό.π., Α. Αντάπαση+/Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, ό.π. σελ. 309). Έξοδα φύλαξης, όπως και έξοδα συντήρησης, είναι όσα δαπανώνται για να διατηρηθεί σε καλή κατάσταση το πλοίο για την εκπλήρωση του προορισμού του, ως οικονομικής μονάδας, αλλά και για να αποφευχθεί η μείωση της αξίας του. Προνομιούχος δε, θεωρείται κάθε δαπάνη, που έγινε για τον ανωτέρω σκοπό, από του κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα, δηλαδή σ’ εκείνο τον οποίο κατέπλευσε το πλοίο και από τον οποίο παρεμποδίστηκε να αποπλεύσει, λόγω της κατάσχεσής του, χωρίς να είναι απαραίτητο οι δαπάνες αυτές να έχουν γίνει μετά την κατάσχεση (βλ. ΑΠ 1421/2019 ό.π., ΑΠ 533/2015 ό.π., ΑΠ 1691/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 295/2002, ΑΠ 52/1995, ΑΠ 284/1989, Α. Αντάπαση+/Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 309 επ., 311 επ., Ι. Δεληκωστόπουλου, Οριοθέτηση της έννοιας του «τελευταίου λιμένος» μετά τον κατάπλου για την ενεργοποίηση του ναυτικού προνομίου της δεύτερης τάξης του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, ΧρΙδ 2019 σελ. 401). Στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον το εκπλειστηριασθέν πλοίο έφερε σημαία της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο προνομιακός εμπράγματος χαρακτήρας των αμφισβητούμενων απαιτήσεων κρίνεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο της χώρας αυτής, σύμφωνα με τ’ αναφερόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη της παρούσας, η οποία δεν έχει προσχωρήσει στη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών της 10-04-1926 «Περί ενοποιήσεως ορισμένων κανόνων που αφορούν τα ναυτικά προνόμια και τις υποθήκες» (βλ. σχετ. το CMI Yearbook 2016, σελ. 386-387, που είναι δημοσιευμένο στο διαδικτυακό ιστότοπο http://www.comitemaritime.org), απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της ανακόπτουσας της υπό στοιχ. Β’ ανακοπής, ενώ η αμφισβητούμενη σειρά κατατάξεως αυτών, εφόσον εξοπλίζονται με προνόμιο επί του πλοίου κρίνεται με βάση το δίκαιο του τόπου της εκτέλεσης, δηλαδή το ελληνικό, στο οποίο, εξάλλου, υποβλήθηκαν τα διάδικα μέρη, ως το δίκαιο, με το οποίο συνδέεται στενότερα η απαίτηση (βλ. σχετ. ΑΠ 1421/2019 ό.π.), καθώς οι συμβάσεις πώλησης καταρτίστηκαν στην Ελλάδα και τα πωληθέντα εμπορεύματα παραδόθηκαν στην έδρα της ως άνω διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας, στην οδό ………. στον Πειραιά. Ειδικότερα, σύμφωνα και με την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους γνωμοδότηση, το ισχύον ναυτιλιακό δίκαιο στην Κυπριακή Δημοκρατία καθορίζεται στο άρθρο 29(2)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 και είναι το ναυτιλιακό δίκαιο που ίσχυε στην Αγγλία το έτος 1960, το δε δίκαιο της Κύπρου, σχετικά με τον καθορισμό των ναυτικών προνομίων και την κατάταξη των χρεών κατά το πλειστηριασμό πλοίου εφαρμόζει το Βρετανικό Δίκαιο (British Shipping Laws) και τα κυπριακά δικαστήρια, κατ’ εφαρμογή των αρχών του αγγλικού δικαίου, έχουν ορίσει ως ναυτικό προνόμιο μια προνομιακή αξίωση σε σχέση με ένα πλοίο ή σε σχέση με άλλη ναυτική περιουσία (maritime property), ως επακόλουθο του γεγονότος ότι το είδος των υπηρεσιών και απαιτήσεων, που έχει παρασχεθεί σ’ αυτό από τους πιστωτές, παρέχει στους τελευταίους δικαίωμα αγωγής in rem (statutory right of action in rem) έναντι του πλοίου. Η κυπριακή, μάλιστα, νομοθεσία, αναγνωρίζει ως ναυτικά προνόμια τις κάτωθι κύριες κατηγορίες των απαιτήσεων: α) οι απαιτήσεις για καταβολή αποζημίωσης σε πρόσωπο που προσέφερε τις υπηρεσίες του για τη διάσωση του πλοίου, όταν αυτό βρισκόταν σε κίνδυνο (salvage), β) οι απαιτήσεις από ζημίες, που προξενήθηκαν από το πλοίο (damage done by the ship), γ) οι μισθοί του πληρώματος (crew`s wages), δ) τα ναυτικά δάνεια (bottomry and respondentia), ε) οι μισθοί και τα έξοδα του πλοιάρχου, που προέρχονται από την υπηρεσία στο πλοίο (master`s wages) και στ) οι απαιτήσεις για δαπάνες και υποχρεώσεις, που προκλήθηκαν από τον πλοίαρχο κατά τη διάρκεια ταξιδιού (disbursements and liabilities). Κατ’ εφαρμογή, τέλος, των αρχών του αγγλικού δικαίου, η νομολογία των κυπριακών δικαστηρίων, ως προς το θέμα της κατάταξης των προνομιούχων απαιτήσεων, δεν είναι πάγια, αλλά διαφοροποιείται με βάση τις αρχές της επιείκειας και του φυσικού δικαίου, ακολουθείται δε, συνήθως, η εξής σειρά κατάταξης των προνομιούχων απαιτήσεων επί πλοίου: α) τα έξοδα του αρμόδιου για την κατάταξη των προνομιούχων απαιτήσεων δικαστικού επιμελητή (marshal`s expenses), όπως για εφοδιασμό, φύλαξη κλπ., χωρίς τα οποία δεν θα ήταν δυνατό το πλοίο να παραμείνει στη δικαιοδοσία των ναυτικών δικαστηρίων κατά τη διάρκεια της δίκης, β) οι οφειλές προς τις λιμενικές αρχές από ζημίες που προκάλεσε το πλοίο, είτε από λιμενικά τέλη, προηγούνται των λοιπών προνομιούχων απαιτήσεων, γ) τα ναυτικά προνόμια προηγούνται των εμπραγμάτων προνομίων, των υποθηκών και των λοιπών θεσμικών προνομίων, δ) τα εμπράγματα προνόμια προηγούνται όλων των απαιτήσεων που γεννήθηκαν μετά την απόκτηση της κατοχής του πλοίου και έπονται των απαιτήσεων, που είχαν δημιουργηθεί πριν από την απόκτηση της κατοχής του πλοίου, ε) οι υποθήκες επί του πλοίου έπονται των ναυτικών προνομίων και των εμπραγμάτων προνομίων και προηγούνται των λοιπών θεσμικών προνομίων, εφόσον δημιουργήθηκαν πριν από αυτά, στ) τα λοιπά θεσμικά προνόμια κατατάσσονται τελευταία στη σειρά κατάταξης των προνομιούχων απαιτήσεων επί πλοίου και ζ) η απαίτηση του επισπεύδοντος δικηγόρου για τη δικαστική δαπάνη προηγείται, α) του θεσμικού προνομίου σχετικά με την προμήθεια αγαθών και υλικών στο πλοίο, εφόσον η τελευταία έλαβε χώρα μετά τη γέννηση της απαίτησης του δικηγόρου και β) του ναυτικού προνομίου σχετικά με τους μισθούς και τα έξοδα του πλοιάρχου, εφόσον ο τελευταίος είναι συγκύριος του πλοίου και εντολέας του δικηγόρου (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 131/2012 ό.π., ΕφΠειρ 519/2009 ό.π.). Εξάλλου, οι δανειστές, μαχόμενοι κατά ή υπέρ του κύρους του πίνακα της κατάταξης, στο πλαίσιο της διεξαγόμενης, κατόπιν ανακοπής του άρθρου 979 παρ. 2 ΚΠολΔ, δίκης, είναι τρίτοι έναντι του καθ` ου η εκτέλεση οφειλέτη και δεν δεσμεύονται ούτε ωφελούνται από το μεταξύ αυτού και οποιουδήποτε δανειστή δεδικασμένο. Έτσι, ο καθ` ου η ανακοπή δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο απόφασης μεταξύ του ανακόπτοντος και του καθ` ου η εκτέλεση και μπορεί να προτείνει, ακωλύτως, όλους τους νομίμους, σχετικούς, ισχυρισμούς που τον ωφελούν (ΑΠ 1229/2008, ΑΠ 679/2007, ΕφΠειρ 131/2012 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, οι απαιτήσεις της ανακόπτουσας της ως άνω υπό στοιχ. Β’ ανακοπής απορρέουν από διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, δυνάμει των οποίων προμήθευσε, κατά το χρονικό διάστημα από 26-6-2013 έως 12­-11-2013, το εκπλειστηριασθέν πλοίο με ναυτικούς χάρτες. Οι απαιτήσεις αυτές, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη και κατά τους ισχυρισμούς αμφοτέρων των διαδίκων μερών, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι απολαύουν προνομίου κατά το δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως «πληρωμές και υποχρεώσεις» αναφορικά με τη λειτουργία και τη συντήρηση του πλοίου (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 131/2012 ό.π.), προκειμένου να καταταγούν στον ανακοπτόμενο πίνακα, έναντι της ενυπόθηκης απαίτησης της τέταρτης καθ’ ης η υπό στοιχ. Β’ ανακοπή, απαιτείται να εξοπλίζονται και κατά το ελληνικό δίκαιο με προνόμιο και δη ισχυρότερο αυτού της απαίτησης της τελευταίας (πρώτη προτιμώμενη ναυτική υποθήκη), περίπτωση, όμως, που δεν συντρέχει, εν προκειμένω, όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη. Ειδικότερα, και αν ακόμα υποτεθεί ότι οι συγκεκριμένες απαιτήσεις της ανακόπτουσας συνιστούν δαπάνες συντήρησης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, οι δαπάνες αυτές δεν προέκυψε, ούτε η ίδια (ανακόπτουσα) επικαλείται, ότι διενεργήθηκαν, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 205 περ. β’ του ΚΙΝΔ, όπως αυτή προσδιορίζεται στην ίδια ως άνω μείζονα σκέψη, μετά τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα (Πειραιά), στις 22/11/2013, δηλ. μετά την είσοδό του στο λιμάνι αυτό, όπου κατασχέθηκε αναγκαστικώς, δυνάμει της με αριθμό …./26-11-2013 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, …………, προερχόμενο από την Πορτ Σάιντ (Port Said) της Αιγύπτου (βλ. σχετ. το προσκομιζόμενο νόμιμα μ’ επίκληση από την εφεσίβλητη με αριθμ. πρωτ. …/…/22.01.2016 έγγραφο του Τομέα Ναυτολογίας του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά -Αρχηγείου Λιμενικού Σώματος Ελληνικής Ακτοφυλακής-, σε συνδυασμό με το δελτίο κατάπλου του πλοίου), έως το χρόνο του πλειστηριασμού του (βλ. σχετ. Α. Αντάπαση+/Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 309). Συνακόλουθα, εφόσον οι ένδικες απαιτήσεις της ανακόπτουσας δεν εξοπλίζονται με προνόμιο κατά το ελληνικό δίκαιο, δεν δύναται να καταταγούν στον ανακοπτόμενο πίνακα στη θέση της ενυπόθηκης απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εκκαλούσας και ο σχετικός (τέταρτος) λόγος της ανωτέρω υπό στοιχ. Β’ ανακοπής ορθώς απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ως αβάσιμος. Ορθώς, επομένως, δεν εχώρησε κατάταξη της ένδικης απαίτησης της ανακόπτουσας πριν την εξοπλισμένη με πρώτη προτιμώμενη ναυτική υποθήκη απαίτηση της τετάρτης των καθ’ ων η ανακοπή (εφεσίβλητης) ενυπόθηκης δανείστριας στον προσβαλλόμενο πίνακα, αφού δεν πληρούνται οι νομικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή των άνω περί προνομίου διατάξεων. Περαιτέρω, κρίθηκε με την εκκαλουμένη, κατά το μη μεταβιβασθέν, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κεφάλαιό της, καθ’ ο μέρος η ανακοπή αφορά τα έξοδα της δεύτερης των καθ’ ων δικηγορικής εταιρείας, αλλά και ως προς τους λόγους, με τους οποίους η ανακόπτουσα παραπονείται επειδή ο υπάλληλος του πλειστηριασμού προέβη σε προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, καθώς και των εξόδων φυλάξεως και συντηρήσεως του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, αντί να τα κατατάξει προνομιακά στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης, ότι καθίσταται απορριπτέα ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος, ενόψει του ότι, αφενός για τα έξοδα της δεύτερης των καθ’ ων δικηγορικής εταιρείας έγινε δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της η υπό στοιχ. Α’ ανακοπή της τραπεζικής εταιρείας «…………», με αποτέλεσμα να καταταγεί οριστικά στο απελευθερούμενο αντίστοιχο ποσό του πλειστηριάσματος, ύψους 10.180 ευρώ ή 13.850,90 δολ. ΗΠΑ η τελευταία, η ενυπόθηκη απαίτηση της οποίας, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, προηγείται της απαίτησης της έτερης ανακόπτουσας εταιρείας με την επωνυμία «………………» στη σειρά κατάταξης, αφετέρου, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω και κατά τους ισχυρισμούς της ίδιας της ανακόπτουσας στην υπό στοιχ. Β’ ανακοπή, τα έξοδα εκτέλεσης, καθώς και αυτά για τη φύλαξη και συντήρηση του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, απολαύουν ναυτικού προνομίου και κατά το δίκαιο της σημαίας του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, ήτοι το δίκαιο της Κύπρου, και επομένως η απαίτηση της τελευταίας (ανακόπτουσας) κατατάσσεται μετά απ’ αυτά. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στ’ ανωτέρω και έκανε δεκτή εν μέρει την από 11/04/2014 υπό στοιχ. Β’ ανακοπή, ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, μεταρρύθμισε δε τον υπ’ αριθ. …/2014 πίνακα κατάταξης δανειστών του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, Συμβολαιογράφου Πειραιώς, . ……, ώστε, μετά την ακύρωση της αφαίρεσης α) των εξόδων και δικαιωμάτων του τελευταίου (υπαλλήλου του πλειστηριασμού) στο σύνολό τους και β) των εξόδων και δικαιωμάτων του δικαστικού επιμελητή ………. κατά ένα μέρος και, ακολούθως, τη διαγραφή του ποσού των εξόδων αυτών [α) 229,82 ευρώ ή 312,69 δολ. ΗΠΑ και β) 385,83 ευρώ ή 524,96 δολ. ΗΠΑ αντιστοίχως], κατέταξε οριστικά την ανακόπτουσα εταιρεία «……………..» σε μέρος των ως άνω απαιτήσεών της μόνο στο απελευθερούμενο ποσό του πλειστηριάσματος, συνολικού ύψους 615,65 ευρώ (229,82 + 385,83=) ή 837,65 δολ. ΗΠΑ (312,69 + 524,96=) και δεν κατέταξε την ένδικη απαίτηση της ανακόπτουσας πριν την εξοπλισμένη με πρώτη προτιμώμενη ναυτική υποθήκη απαίτηση της τετάρτης των καθ’ ων η ανακοπή (εφεσίβλητης) ενυπόθηκης δανείστριας στον προσβαλλόμενο πίνακα, ορθά ερμήνευσε τις ως άνω εφαρμοσθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς εάν εκπλειστηριασθεί πλοίο, με ξένη σημαία στην Ελλάδα, (Κύπρου, στην κρινόμενη υπόθεση), δεν προηγείται των απαιτήσεων των λοιπών δανειστών ενυπόθηκων ή όχι, οποιοδήποτε προνόμιο επί του πλοίου αναγνωρίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο της Κύπρου, αλλά προηγούνται μόνο εκείνα που όμοια τους, κατά τη φύση και το χαρακτήρα, προβλέπει το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, ανεξάρτητα από τη σειρά κατάταξης τους, κατά το δίκαιο αυτής της χώρας (Κύπρου) (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 131/2012 ό.π.), αλλά ούτε και προσέδωσε στις ως άνω διατάξεις έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων), ότι, δηλαδή, οι ένδικες εργασίες συντήρησης δεν απολαύουν των προνομίων των προαναφερόμενων διατάξεων, για το λόγο ότι εκτελέστηκαν πολύ πριν τον κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο πριν τον πλειστηριασμό λιμένα, όπου επιβλήθηκε η κατάσχεση, όχι για τη διατήρηση της αξίας του, αλλά για λόγο και σε χρόνο μη συνδεόμενο με την κατάσχεση. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης, περαιτέρω δε περιλαμβάνει πλήρη ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος, που έχει εξαχθεί από τις αποδείξεις, χωρίς να περιέχει αντιφατικές αιτιολογίες. Συνεπώς, πρέπει ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι οι δύο πρώτοι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Περαιτέρω, όσον αφορά στον τρίτο λόγο της έφεσης, σχετικά με το συμψηφισμό με την εκκαλουμένη της δικαστικής δαπάνης μεταξύ των διαδίκων, ως προς την υπό στοιχείο Β΄ ανακοπή, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 179 εδ. τελ. ΚΠολΔ, σημειώνεται ότι, από τη διάταξη του άρθρου 193 Κ.Πολ.Δ προκύπτει, ότι, δεν επιτρέπεται, προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης. Η προαναφερόμενη διάταξη δεν καθιστά απρόσβλητη από τα ένδικα μέσα της διάταξης της απόφασης περί δικαστικών εξόδων, αλλά απλώς ορίζει ότι, δεν είναι παραδεκτή αυτοτελής προσβολή αυτής με ένδικο μέσο μόνον ως προς τα έξοδα, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή και ως προς την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 555/2017 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 83/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 46/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 2375/2016 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 176 του ΚΠολΔ, ο διάδικος που νικήθηκε καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα, κατά δε το άρθρο 178 του ίδιου κώδικα σε περίπτωση μερικής νίκης ή μερικής ήττας κάθε διαδίκου το δικαστήριο επιβάλει τα δικαστικά έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης ή ήττας, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 179 του ΚΠολΔικ, το Δικαστήριο μπορεί να συμψηφίζει όλα τα δικαστικά έξοδα ή ένα μέρος τους, όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (βλ. σχετ. ΑΠ 85/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 46/2019 ό.π.). Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου, που νικήθηκε, και η επιδίκαση δικηγορικής αμοιβής πάνω από τα καθοριζόμενα από τον Κώδικα περί δικηγόρων κατώτατα όρια δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, αλλά είναι συνέπεια της αρχής της ήττας και ανάγεται σε εκτίμηση πραγμάτων, ενώ ο συμψηφισμός εν όλω ή εν μέρει της δικαστικής δαπάνης λόγω μερικής ήττας ή λόγω ιδιαίτερης δυσχέρειας της διάταξης που εφαρμόστηκε κατά τα άρθρα 178 παρ. 1 και 179 ΚΠολΔ, απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΑΠ 85/2019 ό.π., ΑΠ 97/2018 ό.π., ΑΠ 1668/2014, ΑΠ 19/2014, ΑΠ 613/2010). Στην προκείμενη περίπτωση η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλούμενη απόφαση δεν επέβαλε υπέρ της ιδίας και σε βάρος της εφεσίβλητης δικαστική δαπάνη, λόγω της ήττας της. Ο λόγος αυτός της έφεσης, ο οποίος προβλήθηκε παραδεκτά, αφού η εκκαλούσα προσέβαλε την ουσία της υπόθεσης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, εν προκειμένω, ενόψει των διαλαμβανομένων ανωτέρω, πρόκειται περί δυσχερούς νομικού ζητήματος (ΟλΑΠ 469/1974 ΝοΒ 1974.1192), επιπροσθέτως δε εφαρμόστηκαν δυσερμήνευτες διατάξεις (βλ. σχετ. ΜονΕφΑθ 46/2019 ό.π.), οπότε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, πέραν του γεγονότος ότι ο συμψηφισμός των δικαστικών εξόδων απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, συνέτρεχε λόγος συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων, που αφορούσαν την ανακόπτουσα και την τετάρτη των καθ’ ων η ανακοπή, κατά το άρθρο 179 του ΚΠολΔικ, ενόψει των προαναφερθεισών περιστάσεων, το πρωτοβάθμιο δε Δικαστήριο δεν έσφαλε με το συμψηφισμό στο σύνολό τους μεταξύ αυτών των δικαστικών εξόδων. Συνεπώς, πρέπει ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος και ο τρίτος λόγος της υπό κρίση έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η από 06-03-2019 έφεση, κατά της με αριθμ. 2558/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από την εκκαλούσα για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το Ν. 4335/2015, «το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφασή του, επιβάλλει στο διάδικο ή στο νόμιμο αντιπρόσωπο του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από χίλια (1.000) ευρώ έως δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ, που περιέρχονται στο δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, αν προκύψει από τη δίκη, που έγινε, ότι αν και το γνώριζαν 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αλήθειας. Αντίγραφο της απόφασης αυτής γνωστοποιείται αμέσως στο Υπουργείο Οικονομικών με επιμέλεια της γραμματείας». Με τη διάταξη αυτή, η οποία εναρμονίζεται με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, καθιερώνεται αποκλειστικά για την εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξης, χωρίς καμία επίδραση στο περιεχόμενο της απόφασης, η υποχρέωση του δικαστηρίου και όχι η διακριτική ευχέρεια αυτού, για την επιβολή χρηματικής ποινής, που περιέρχεται στο Ελληνικό Δημόσιο, εφόσον διαπιστωθεί δικονομική συμπεριφορά, η οποία έχει αρνητική επενέργεια στην απονομή δικαιοσύνης. Η απαρίθμηση περί προφανώς αβάσιμης αγωγής, ανταγωγής ή παρέμβασης ή προφανώς αβάσιμου ενδίκου μέσου είναι ενδεικτική και πρέπει να γίνει δεκτό ότι από το όλο πνεύμα και το σκοπό της διάταξης, καταλαμβάνει κάθε μορφής αίτηση παροχής έννομης προστασίας. Ως προφανώς αβάσιμο, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται το μέσο προστασίας που ασκήθηκε ενώ ήταν απαράδεκτο ή νομικώς ή ουσιαστικώς αβάσιμο ή ο ισχυρισμός, που προτάθηκε, ήταν αναληθής. Η απόρριψη της αίτησης παροχής προστασίας ως νόμω ή κατ’ ουσίαν αβάσιμης δεν υποδηλώνει και παράβαση της διάταξης αυτής. Πρέπει η αίτηση να μην έχει κανένα νομικό έρεισμα, τα θεμελιωτικά αυτής περιστατικά να είναι αναληθή και τα ως άνω πρόσωπα να τελούν εν γνώσει της αναλήθειας (ΕφΑθ 2103/2019 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 3978/2018 Δημ. Νόμος). Κύρια προϋπόθεση για την επιβολή της ποινής τάξης του άρθρου 205 ΚΠολΔ, αποτελεί το στοιχείο της υπαιτιότητας με την μορφή άμεσου δόλου, χωρίς να αρκεί ενδεχόμενος δόλος ή βαριά αμέλεια (ΑΠ 602/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1443/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 738/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 2103/2019 ό.π., Γ, Διαμαντόπουλος Οι ποινές τάξης των άρθρων 205-207 του ΚΠολΔ, ΕλλΔνη 2007,σελ. 16-28). Στην προκείμενη περίπτωση μόνη η απόρριψη της από 06-03-2019 έφεσης ως αβάσιμης κατ’ ουσίαν, δεν υποδηλώνει και πρόθεση της ανακόπτουσας, όπως ασκήσει προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο, ενόψει ιδίως και της δυσχερούς ερμηνείας των εφαρμοσθεισών διατάξεων, ώστε να δικαιολογείται επιβολή χρηματικής ποινής σε βάρος της, γι` αυτό και το σχετικό αίτημα της εφεσίβλητης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των εφαρμοσθεισών διατάξεων (άρθρα 106, 179, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 664/2013 Δημ. Νόμος), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 06-03-2019 έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε η εκκαλούσα για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 28/09/2020, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ