Αριθμός 678/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Το άρθρο 528 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, ορίζει ότι «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από την διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της εφέσεως κατά της αποφάσεως, που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, πλην, όμως, ερευνήθηκαν οι λόγοι, σαν αυτός να ήταν παρών, προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να ακουσθεί και να προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που, ενδεχομένως, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της. Μετά την εξαφάνιση της αποφάσεως χωρεί νέα συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την οποίαν ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους είχε δικαίωμα να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ. Αντιθέτως, αν με το εφετήριο προβάλλει ως εναγόμενος μόνον ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξοφλήσεως, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 100 επ.). Για να επέλθει, όμως, το αποτέλεσμα της εξαφανίσεως της αποφάσεως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, αλλά μόνον αν είναι νόμιμος, έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (Α.Π. 394/2011 ΝοΒ 2011. 2.171, Α.Π. 251/2009 Δίκη 2009.996, Α.Π. 1.906/2008 ΝοΒ 2009.927, Α.Π. 1.140/2008 Δίκη 2009.187, Σαμουήλ, ο.π., σελ. 99, Βαθρακοκοίλης, Κ.Πολ.Δ., οι τροποποιήσεις έως το Ν. 2915/2001, έκδ. 2001, άρθρ. 528, σελ. 498, αριθμ. 1, Κεραμέας – Kονδύλης – Nίκας, Κ.Πολ.Δ., Συμπλήρωμα, έκδ. 2003, άρθρ. 528, σελ. 68). Τέλος, η αντιμετώπιση αυτή ισχύει αδιαφόρως αν η ερήμην απόφαση στον πρώτο βαθμό εκδόθηκε κατά την τακτική ή την ειδική διαδικασία (Α.Π. 884/2007 ΧρΙΔ 2008.52, Α.Π. 446/2007 ΝοΒ 2008.138).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία άσκησε κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 10-12-2015 με γενικό αριθμό κατάθεσης ………./2015 αγωγή της κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών.
Το ως άνω Δικαστήριο εκδίκασε την αγωγή εφαρμόζοντας ορθά την προσήκουσα τακτική διαδικασία (κατά το άρθρο 591 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την ισχύ του ν. 4335/ 2015), ερήμην του εναγομένου, αφού αυτός κατά την συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 24-10-2016 εμφανίστηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του …………., ο οποίος παραστάθηκε μόνο για την υποβολή αιτήματος αναβολής της υπόθεσης, μετά δε την απόρριψη τούτου από το δικαστήριο, αποχώρησε (άρθρ.280 παρ.2 ΚΠολΔ).
Επί της ανωτέρω αγωγής, το πρωτοβάθμιο ως άνω Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 5210/2017 οριστική απόφασή του, με την οποία αφού απέρριψε ό,τι έκρινε απορριπτέο, κατόπιν έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή και δέχθηκε αυτήν ως κατ΄ουσίαν βάσιμη (λόγω της ερημοδικίας του εναγομένου κατ΄άρθρο 271 παρ.3 ΚΠολΔ) και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριάντα χιλιάδων εξακοσίων (30.600,00) ευρώ, ως αποζημίωση αποκλειστικής χρήσης κοινού ακινήτου για το αιτούμενο χρονικό διάστημα, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης κήρυξε την απόφαση ως προς την καταψηφιστική της διάταξη προσωρινά εκτελεστή και καταδίκασε τον εναγόμενο στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας τα οποία όρισε στο ποσό των χιλίων εκατόν ογδόντα (1.180 ) ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής ο εναγόμενος ως ηττηθείς διάδικος άσκησε την από 20-12-2017 (γεν.αριθμ.εκθ.καταθ. ……./2017) υπό κρίση έφεσή του νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ.1,2,3, 500,511,513 παρ.1 περ.β΄ εδ.β΄, 516 παρ.1, 517εδ.α, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ).
Εφόσον λοιπόν, ασκήθηκε από διάδικο ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, δικάσθηκε ερήμην, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση, κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής εφέσεως, με την οποία ο εναγόμενος ήδη εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της εναντίον του αγωγής, να εξαφανισθεί μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της, αφού πλήττεται ως προς την εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, δικαιουμένου του εκκαλούντος να προβάλουν όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσαν να προτείνουν πρωτοδίκως, περαιτέρω δε να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να δικασθεί η υπόθεση από την αρχή και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, ως προς το νόμω και κατ’ ουσίαν βάσιμό της κατά την προσήκουσα κατά τα ανωτέρω τακτική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).
Με την από 10-12-2015 (αριθμ.καταθ……../2015) υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει τα ακόλουθα: Ότι δυνάμει του υπ΄αριθμ. …../21-5-2014 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβ/φου Αθηνών ………… που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τομ. …. με αυξ.αριθμ. …..) κατέστη συγκύρια κατά ποσοστό 85% εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου που βρίσκεται στο Νέο Φάληρο Αττικής και επί της οδού ………..,εμβαδού 548,10 τ.μ. στο οποίο έχουν ανεγερθεί δύο οικίες και ειδικότερα: Α. Μία οικία ανεγερθείσα στο έμπροσθεν τμήμα του οικοπέδου αποτελούμενη από: α) ισόγειο όροφο συνολικού εμβαδού 98,65 τ.μ. με κλίμακα ανόδου προς τον πρώτο όροφο, β) Α΄όροφο πάνω από το ισόγειο συνολικού εμβαδού 37,28 τ.μ. και Β. Μία οικία ανεγερθείσα στο πίσω τμήμα του οικοπέδου αποτελούμενη από: α) ισόγειο όροφο συνολικού εμβαδού 122,49 τ.μ. με κλίμακα ανόδου προς τον Α΄όροφο και β) Α΄όροφο πάνω από το ισόγειο συνολικού εμβαδού 25,62 τ.μ.. Ότι η αντικειμενική αξία του ανωτέρω ακινήτου ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 660.000 ευρώ και του ιδανικού μεριδίου της στο ποσό των 499.624,14 ευρώ ενώ η αγοραία αξία του ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 283.000 ευρώ και του ιδανικού της μεριδίου στο ποσό των 235.000 ευρώ. Ότι η απωβιώσασα στις 27-03-2013 ………….. κατέλειπε με διαθήκη της στον εναγόμενο ποσοστό 15% εξ αδιαιρέτου επί του δικαιώματος κυριότητας επί του ως άνω ακινήτου, πλην όμως αυτός αν και έχει καταστεί κληρονόμος της δια της άπρακτης παρόδου της τετράμηνης προθεσμίας περί αποποίησης, δεν έχει ακόμη προβεί σε συμβολαιογραφική αποδοχή της κληρονομίας. Ότι από το υπ΄αριθμ. …………/24-11-2015 πιστοποιητικό μεταγραφής του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά προκύπτει ότι έχει μεταγραφεί πιστοποιητικό περί μη αποποίησης του εναγομένου. Ότι με την από 8-7-2014 εξώδικη δήλωση και πρόσκλησή της ενημέρωσε τον εναγόμενο ότι αμφότεροι είναι συγκύριοι του ακινήτου και τον κάλεσε να της γνωστοποιήσει εάν κατοικεί αυτός σε κάποια από τις ανωτέρω ιδιοκτησίες ή εάν τις έχει εκμισθώσει ή όχι και σε καταφατική περίπτωση να της καταβάλει το 85% του μισθώματος που της αντιστοιχεί όπως και να της παραδώσει τα κλειδιά των ιδιοκτησιών αυτών. Ότι ο εναγόμενος με την από 18-7-2014 εξώδικη απάντησή του την ενημέρωσε ότι κατοικεί σε κάποια από αυτές, ότι κάποιες άλλες τις μισθώνει, χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση, ενώ αρνήθηκε να της παραδώσει τα κλειδιά. Ότι με την από 22-07-2014 εξώδικη δήλωσή της κάλεσε τον εναγόμενο να της γνωστοποιήσει τα υφιστάμενα μισθωτήρια και να της καταβάλει το αναλογούν σε αυτή ποσοστό επί των μισθωμάτων, όπως και να ορίσει ακριβή ημεροχρονολογία επίσκεψης του δικηγόρου της στα ανωτέρω ακίνητα, πλην όμως αυτός με την από 4-8-2014 εξώδικη απάντησή του αρνήθηκε. Ότι ο εναγόμενος εξακολουθεί να κάνει χρήση του ανωτέρω ακινήτου χωρίς να της καταβάλει ουδέν ποσό ως αποζημίωση για τη χρήση αυτή. Ότι η μισθωτική αξία εκάστης από τις ανωτέρω οικίες ανέρχεται μηνιαίως στο ποσό των 1.000 ευρώ με αποτέλεσμα να της αναλογεί ως αποζημίωση χρήσης για εκάστη εξ αυτών το ποσό των 850 ευρώ μηνιαίως. Ότι για το λόγο αυτό για το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του 2014 έως και τον Δεκέμβριο του 2015 ο εναγόμενος της οφείλει ως αποζημίωση χρήσης το συνολικό ποσό των 30.600 ευρώ (850 ευρώ μηνιαίως Χ 2 ακίνητα Χ 18 μήνες).
Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος με απόφαση προσωρινά εκτελεστή : α) να της καταβάλει ως αναλογούσα αποζημίωση χρήσης για το χρονικό διάστημα από Ιούλιο του 2014 έως και Δεκέμβριο του 2015 το συνολικό ποσό των 30.600 ευρώ, β) να της παραδώσει τα κλειδιά των ανωτέρω ιδιοκτησιών και γ) να της αποδώσει ελεύθερη τη χρήση του ποσοστού 85% εξ αδιαιρέτου που της αναλογεί στα ένδικα ακίνητα καθώς και να καταδικασθεί στην εν γένει δικαστική της δαπάνη.
Μ΄αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 346, 785,786, 787, 961, 962, 1113, 1195 ΑΚ, 907, 908 και 176 του ΚΠολΔ, πλην των αγωγικών αιτημάτων για παράδοση των κλειδιών των ένδικων ακινήτων και της ελεύθερης χρήσης του ποσοστού 85% εξ αδιαιρέτου που κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας της αναλογεί στα ένδικα ακίνητα, τα οποία (αιτήματα) στο βαθμό που επιχειρείται να θεμελιωθούν στις περί κοινωνίας διατάξεις απορριπτέα τυγχάνουν ως μη νόμιμα καθόσον έκαστος κοινωνός δικαιούται να κάνει πλήρη χρήση των ακινήτων και όχι στο ποσοστό που αντιστοιχεί στο ιδανικό του μερίδιο. Επομένως η υπό κρίση αγωγή καθό μέρος κρίθηκε νόμιμη πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Σύμφωνα με το άρθρο 249 ΚΠολΔ αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο, ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη. Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες έχουν θεσπιστεί για να προλαμβάνεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων, αλλά και για την εξυπηρέτηση της αρχής της οικονομίας της δίκης, εφαρμόζονται δε και κατά τη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου, ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου (ΑΠ 896/2008 ΤΝΠ Νόμος) σαφώς προκύπτει ότι: α) στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου εναπόκειται να διατάξει την αναβολή (ορθότερα αναστολή) της δίκης ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της υπόθεσης (ΑΠ 215/1999 ΕλλΔνη 40, 635 και ΑΠ 322/1995 ΕλλΔνη 37, 320), όταν για το ίδιο ζήτημα υπάρχει άλλη πολιτική δίκη, η οποία είναι εκκρεμής ενώπιον του ιδίου ή άλλου δικαστηρίου (πολιτικού, διοικητικού, διοικητικής αρχής, ΔΕΚ, ΕΔΔΑ, αλλά και διαιτητικού δικαστηρίου) ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ιδίων ή άλλων προσώπων, για τον σκοπό εναρμονίσεως της δικαστικής κρίσης ως προς το ζήτημα αυτό ή για άλλον λόγο που αφορά την ορθή εκτίμηση της διαφοράς (βλ. Κ. Μπέη, ΠολΔικ άρθρο 249, Σαχπεκίδου, στον τ.μ. «Ευρωπαϊκό Δίκαιο και Πολιτική Δικονομία» 2000. 71-72 και Β. Βαθρακοκοίλη, σε Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας 1994, υπ` αρθρ. 249 αρ. 4), β) η αναβολή αυτή χωρεί ύστερα από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, όταν υφίσταται εκκρεμές προδικαστικό ζήτημα στα πιο πάνω δικαστήρια, το οποίο απασχολεί το δικαστήριο, που εκδικάζει τη συγκεκριμένη υπόθεση, και προβλέπεται ότι η αυτοτελής στην τελευταία αυτή δίκη διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ταχύτερα και ασφαλέστερα λόγω των δυσχερειών του νομικού ζητήματος και έτσι η αναβολή θα συντελέσει στην επιτάχυνση της πορείας της δίκης, που θα αναβληθεί (ΕφΔωδ 363/1994 ΑρχΝ 1996, 312) και γ) όταν ο νόμος απαιτεί την εξάρτηση της αναβολής από άλλες έννομες σχέσεις, προϋποθέτει την ύπαρξη δεσμού νομικής αναγκαιότητας ανάμεσά τους, ώστε να μην είναι δυνατή η διάγνωση της επίδικης διαφοράς χωρίς την κρίση της υποκείμενης και εξαρτώσας έννομης σχέσης (ΕφΑθ 5574/2004 ΕλλΔνη 47, 545, ΕφΑθ 6771/1999 ΕλλΔνη 41, 1389 και Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ άρθρ. 249 σελ. 151 αρ. 2).
Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας αλλά και από τους ισχυρισμούς, προτάσεις και ενστάσεις των διαδίκων προέκυψε ότι η ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη έχει ασκήσει σε βάρος του εναγομένου ήδη εκκαλούντος την από 18-3-2019 με γενικό αριθμό κατάθεσης ……./2019 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (Τμήμα Εμπράγματο) με την οποία ζητεί : α) να αναγνωριστεί η κυριότητά της κατά ποσοστό 85% εξ αδιαιρέτου επί των ίδιων ως άνω περιγραφομένων ακινήτων, β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της αποδώσει τα ως άνω ακίνητα κατά το προαναφερόμενο ποσοστό της, γ) να της παραδώσει ο εναγόμενος τα κλειδιά των ακινήτων που της ανήκουν κατά το ίδιο ως άνω ποσοστό της, γ) να απειληθεί εναντίον του ποινή ποσού δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ για κάθε τυχόν παραβίαση της απόφασης που θα εκδοθεί, εκτελουμένης και με προσωπική του κράτηση λόγω αδικοπραξίας, δ) να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και ε) να καταδικασθεί αυτός στην εν γένει δικαστική της δαπάνη.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η παρούσα δίκη εξαρτάται από την δίκη που εκκρεμεί ήδη δυνάμει της προαναφερόμενης από 18-3-2019 αγωγής, καθόσον η παρούσα δίκη έχει ως προδικαστικό ουσιαστικό ζήτημα την κυριότητα των διαδίκων κατά τα παραπάνω ποσοστά συγκυριότητάς τους, έννομη σχέση που έχει εισαχθεί προς επίλυση με την ως άνω αγωγή που εκκρεμεί στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά, ενόψει δε και του ότι ο εναγόμενος αρνείται την κυριότητα των δικαιοπαρόχων της ενάγουσας επί των επίδικων ακινήτων, τα οποία είναι απαραίτητο να επιλυθούν για τη γένεση του επίδικου εν προκειμένω δικαιώματος της ενάγουσας. Με δεδομένη την εξάρτηση των δύο ως άνω δικών αλλά και για την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, τη διαφύλαξη της ενότητας της νομολογίας και την ασφαλέστερη διάγνωση της διαφοράς, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 249 ΚΠολΔ, να αναβληθεί η συζήτηση της κρινόμενης αγωγής μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η δίκη επί της από 18-3-2019 αγωγής της ενάγουσας, γενομένου δεκτού και του σχετικού αιτήματος που υποβλήθηκε από τον εναγόμενο με τις προτάσεις του, χωρίς να διαφωνεί περί τούτου η ενάγουσα.
Τέλος πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου άσκησης έφεσης, που αυτός κατέθεσε, κατ` άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
Εξαφανίζει την υπ΄αριθμ. 5210/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 10-12-2015 (αριθμ.καταθ. …../2015) αγωγής.
Αναβάλλει τη συζήτηση της ως άνω αγωγής έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της από 18-3-2019 (γεν.αριθμ.καταθ. …../ 2019) αγωγής της ενάγουσας κατά του εναγομένου, που εκκρεμεί ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. ΚΑΙ
Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του e-παραβόλου με κωδικό ………../2017 άσκησης έφεσης που κατέθεσε αυτός, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 16 Νοεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ