Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 681/2020

Αριθμός  681/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ιωάννη Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη (κωλυομένων των υπηρετούντων Προέδρων Εφετών και των αρχαιοτέρων Εφετών), Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη-Εισηγήτρια και Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, κατά δε το άρθρο 581 παρ. παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Η έκταση της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής (ΑΠ 336/2013, ΑΠ 738/2012), και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν ως ολικής (ΑΠ 251/2016, ΕφΠειρ 339/2015), θεωρείται δε ότι αναιρείται στο σύνολό της, όταν η αναιρετική απόφαση, κατά το διατακτικό της, δεν περιορίζει με σχετική διάταξη αυτού την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς μόνον από τους διαδίκους (ΟλΑΠ27/2007, ΝοΒ 2007.1830). Αν αναιρεθεί, δε, στο σύνολό της, αποβάλλει την ισχύ της και οι διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση (ΑΠ 1123/2017, ΕφΑθ 3428/2015), και αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή) (ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 336/2013, ΕφΠειρ 294/2015). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 272 παρ. 1 και 524 παρ. 1-3 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 30 και 44 παρ. 1 του Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ 165/25-7-2011) αντίστοιχα (και ίσχυαν κατά τον χρόνο άσκησης αμφοτέρων των ένδικων εφέσεων, κατ΄ άρθρο 72 παρ. 4 εδ. β΄ σε συνδυασμό με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου του άνω νόμου, εφόσον η υπόθεση αφορά εφέσεις που είχαν ασκηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου και η συζήτησή τους ήταν εκκρεμής κατά τη δημοσίευση αυτού στις 25-7-2011), συνάγεται ότι επί ερημοδικίας του εκκαλούντος στην κατ΄ έφεση δίκη, εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις που ισχύουν για την ερημοδικία του ενάγοντος κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και συνεπώς το Δικαστήριο ερευνά, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών ή ο εφεσίβλητος. Έτσι, επί ερημοδικίας του εκκαλούντος, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εφεσίβλητος ερευνάται εάν ο απολιπόμενος εκκαλών κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και στη μεν αποφατική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και διατάσσεται νέα κλήτευση (άρθρα 524 παρ. 1,  3, 272 παρ. παρ. 1 και 2, 271 του ΚΠολΔ), στην καταφατική δε περίπτωση [ή αν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών (ΕφΠατρ 192/2018)] απορρίπτεται η έφεση ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ερευνηθεί η ουσία της υπόθεσης (ΕφΘεσ 276/2017). Στην περίπτωση αυτή, η απόρριψη της έφεσης δεν είναι τυπική αλλά γίνεται κατ΄ ουσίαν (ΑΠ 268/2016, ΑΠ 11/2016), διότι, κατά πλάσμα του νόμου, ο εκκαλών θεωρείται ότι παραιτήθηκε από το ασκηθέν ένδικο μέσο της εφέσεως (ΑΠ 11/2016, ΑΠ 314/2011). Αντίστοιχα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1-4 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 271 παρ. 1-2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι όταν η συζήτηση επισπεύδεται από τον εκκαλούντα και απουσιάζει ο εφεσίβλητος, μολονότι έχει νομότυπα και εμπρόθεσμα κλητευθεί, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και ο εφεσίβλητος παρών (ΕφΠατρ 217/2018). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524  παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 παρ. 1 Ν. 3994/2011 σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου, οπότε η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, τις προτάσεις που υποβλήθηκαν από το διάδικο που δεν εμφανίσθηκε κατά την πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ΄ αυτήν, αντίγραφα των οποίων είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση ο παριστάμενος διάδικος, διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση. Έτσι, σε περίπτωση που ο παριστάμενος εκκαλών δεν προσκομίζει τις προτάσεις, που υποβλήθηκαν στον πρώτο βαθμό από τον μη εμφανισθέντα εφεσίβλητο, καθώς και τα προαναφερθέντα διαδικαστικά έγγραφα (πρακτικά, εκθέσεις κλπ.) που τηρήθηκαν πρωτοδίκως, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση, λόγω της αδυναμίας του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου να κρίνει επί της διαφοράς λόγω της έλλειψης αυτής, δηλαδή να εκφέρει κρίση επί της ορθότητας της πρωτόδικης αποφάσεως λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρισμούς αμφοτέρων των διαδίκων μερών (ΑΠ 122/2003, ΕφΔωδ 288/2017, ΕφΠειρ 804/2014, ΕφΠειρ 371/2014, ΕφΠειρ 368/2014, ΕφΛαρ 139/2012). Στην κρινόμενη περίπτωση, οι ενάγοντες, ήδη εκκαλούντες- εφεσίβλητοι, με την από 11-12-2006 (αρ. καταθ. ………./2006) αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθεσαν ότι προσλήφθηκαν ως λιμενεργάτες, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, την 21-8-1971 ο πρώτος από αυτούς και την 14-6-1977 ο δεύτερος από αυτούς, από την εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.», η οποία μέχρι την 2-5-1999 αποτελούσε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς» και έκτοτε μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία, υποκατασταθείσα σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ΟΛΠ. Ότι οι όροι εργασίας, οι αμοιβές, οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών τους ρυθμίζονται από τον Κανονισμό Εργασίας του Ο.Λ.Π. (από την 1-3-2004 ισχύει ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της Ο.Λ.Π. Α.Ε.) και οι ειδικότεροι όροι εργασίας τους ρυθμίζονται με ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας (Ε.Σ.Σ.Ε.), υπογραφομένων μεταξύ των εκπροσώπων της εναγομένης και της Ένωσης Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών Ο.Λ.Π.. Ότι, ως λιμενεργάτες, εκτελούσαν στο λιμάνι του Πειραιά κάθε λιμενεργατική δραστηριότητα, που σχετίζεται με τη φορτοεκφόρτωση και διακίνηση φορτίων (όπως επίσης και άλλες εργασίες εντός του λιμανιού), στις εργασίες δε αυτές, που παρουσιάζουν ιδιομορφίες, απασχολούνταν εκ περιτροπής όλοι οι λιμενεργάτες, δηλαδή ορισμένες ημέρες στα χύδην φορτία, άλλες στις γερανογέφυρες, άλλες στην απόδοση και άλλες χωρίς απόδοση, η κύρια δε απασχόλησή τους ήταν στις γερανογέφυρες κατά ποσοστό 75-80%. Επιπροσθέτως, ιστορούσαν ότι για να προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο, που προκύπτει από την απόδοσή τους, αθροίζονται όλοι οι τόνοι που εκφορτώθηκαν από τον καθένα, πολλαπλασιάζονται επί το ημερομίσθιο το προβλεπόμενο από τις εκάστοτε ισχύουσες Ε.Σ.Σ.Ε., που προσδιορίζεται από το κατώτερο φορτίο που οφείλει να εκφορτώσει κάθε λιμενεργάτης επί το ποσό της αμοιβής του ανά τόνο και διαιρείται δια του αριθμού ημερών εργασίας τους και έτσι ο τρόπος αμοιβής τους ποικίλλει, αφού αμείβονταν είτε με απόδοση (όταν εργάζονταν στις φορτοεκφορτώσεις χύδην φορτίων και λοιπών εν γένει εμπορευμάτων), είτε με συγκεκριμένο ποσό (τρία βασικά ημερομίσθια λιμενεργάτη και επί πλέον διορθωτικό ποσό από 1-12-2005, όταν εργάζονταν στις γερανογέφυρες), είτε με το ασφαλιστικό ημερομίσθιο, όταν βρίσκονταν σε εργασιακή ετοιμότητα. Ότι, αφού προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο που είναι κυμαινόμενο, υπολογίζονται επ΄ αυτού όλα τα επιδόματα, πλην όμως η εναγομένη, ενώ υπολόγιζε επί του διαμορφωμένου βασικού ημερομισθίου με την απόδοση όλα τα επιδόματα, εσφαλμένα τις αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας υπολόγισε μόνο επί του ημερομισθίου βάσης των Ε.Σ.Σ.Ε., κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του κανονισμού, των Ε.Σ.Σ.Ε. και της εργατικής νομοθεσίας. Ακολούθως, παραθέτουν αυτούσιο το άρθρο 35 παρ. 1β΄, δ΄ του Κανονισμού και τον καθοριζόμενο με αυτό τρόπο υπολογισμού των αποδοχών άδειας και του επιδόματος άδειας, που δικαιούται κάθε μόνιμος εργάτης (ήτοι επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, ως τέτοιο λογιζόμενο εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης, κατά το τελευταίο τρίμηνο προ της χορήγησης της άδειας) και εκθέτουν ότι ο Κανονισμός, για τον υπολογισμό αποδοχών άδειας και επιδόματος άδειας, δεν θεωρεί ως βασικό ημερομίσθιο το εκάστοτε προβλεπόμενο από τις Ε.Σ.Σ.Ε., αλλά εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης. Ότι, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 539/1945, όπως ισχύει, και του Ν. 4504/1966, οι αποδοχές και το επίδομα άδειας υπολογίζονται με βάση τις τακτικές αποδοχές του μισθωτού, δηλαδή με το ημερομίσθιο και κάθε άλλη παροχή που καταβάλλεται τακτικά και σταθερά από τον εργοδότη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του. Με βάση τα ανωτέρω, παραθέτοντας αριθμητικά τις καταβληθείσες στον καθένα από αυτούς (ενάγοντες) μηνιαίες αποδοχές, κατά τα αναφερόμενα επιμέρους χρονικά διαστήματα, διαιρούν αυτές (άθροισμα αποδοχών προηγουμένου τριμήνου) δια του αντιστοιχούντος σε μήνες αριθμού που προκύπτει από τις ημέρες απασχόλησης του μισθωτού κατά το τελευταίο τρίμηνο (ο οποίος είναι 3 ή δεκαδικός μικρότερος του 3) και το προκύπτον πηλίκο δια του αριθμού 25 και εξευρίσκουν έτσι το μέσο όρο ημερησίων αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, καθόσον δε αφορά το επίδομα άδειας του τελευταίου δωδεκαμήνου, διαιρούν αυτές (άθροισμα αποδοχών δωδεκαμήνου) δια του αντιστοιχούντος σε μήνες αριθμού που προκύπτει από τις ημέρες απασχόλησης του μισθωτού κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο και το προκύπτον πηλίκο δια του αριθμού 25 και εξευρίσκουν έτσι το μέσο όρο ημερησίων αποδοχών του τελευταίου δωδεκαμήνου. Με βάση δε το πηλίκο αυτό, πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμό των ημερών άδειας μετ΄ αποδοχών που δικαιούταν καθένας από αυτούς (ενάγοντες) κατά τις οικείες Ε.Σ.Σ.Ε. για την εύρεση των αποδοχών άδειας και επί 13 για την εύρεση του επιδόματος άδειας και μετά από αφαίρεση των ποσών που έλαβαν για τις αιτίες αυτές, ζήτησαν (οι ενάγοντες) την επιδίκαση διαφορών αποδοχών άδειας και επιδόματος άδειας του χρονικού διαστήματος από 2001 έως και 2005, ανερχομένων στα συνολικά ποσά των 31.538,90 ευρώ και 35.975,03 ευρώ, αντίστοιχα, με το νόμιμο τόκο κατά τις αναφερόμενες σ΄ αυτήν (αγωγή) διακρίσεις. Επικουρικώς, οι ενάγοντες ζήτησαν τα ανωτέρω ποσά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 5864/2008 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία αφού έγινε δεκτή η αγωγή, κατά την κύρια βάση της, ως ορισμένη και νόμιμη, χωρίς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να προχωρήσει στην έρευνα της επικουρικής βάσης αυτής, ακολούθως απορρίφθηκε η ένσταση παραγραφής της εναγομένης, κατόπιν παραδοχής της προταθείσας αντένστασης περί διακοπής αυτής, απορρίφθηκαν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμες οι αξιώσεις του έτους 2003, κατόπιν παραδοχής της προβληθείσας από την εναγομένη καταλυτικής του αγωγικού αιτήματος ενστάσεως συμβιβασμού, έγινε δεκτή η αγωγή κατά τα λοιπά και υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο των εναγόντων το ποσό των 24.038,19 ευρώ και στον δεύτερο από αυτούς (ενάγοντες) το ποσό των 27.119,75 ευρώ, αμφότερα με το νόμιμο τόκο από την ημέρα κατά την οποία κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό. Κατά της αποφάσεως αυτής: α) οι ενάγοντες με την από 14-4-2009 (αρ. καταθ. …../2009) έφεσή τους και β) η εναγομένη με την από 30-4-2009 (αρ. καταθ. ……/2009) έφεσή της παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν οι μεν ενάγοντες τη μεταρρύθμισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή τους στο σύνολό της, η δε εναγομένη, την εξαφάνισή της, με σκοπό να απορριφθεί αυτή στο σύνολό της. Επί των εφέσεων αυτών εκδόθηκε αρχικά η υπ΄ αρ. 215/2010 μη οριστική απόφαση και στη συνέχεια η υπ΄ αρ. 351/2014 οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν αυτές (εφέσεις), κρίθηκαν τυπικά παραδεκτές αμφότερες οι εφέσεις και, η μεν από 14-4-2009 έφεση απορρίφθηκε κατ΄ ουσίαν, η δε από 30-4-2009 έγινε δεκτή και κατ΄ ουσίαν, και ακολούθως, εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη και, αφού απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το αίτημα περί καταβολής διαφορών αποδοχών αδείας του ένδικου χρονικού διαστήματος, έγινε εν μέρει κατ΄ ουσίαν δεκτή η αγωγή, κατά το αίτημα των διαφορών του επιδόματος αδείας του ίδιου χρονικού διαστήματος και υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει α)στον πρώτο των εναγόντων το ποσό των 4.943,18 ευρώ και β) στον δεύτερο των εναγόντων το ποσό των 5.744,32 ευρώ, και τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο από την ημέρα, που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, μέχρι την εξόφλησή τους, συμψηφίσθηκαν δε τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων. Κατά της αποφάσεως αυτής η εναγομένη άσκησε την από 24-7-2015 αίτηση αναιρέσεως. Επ΄ αυτής εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 225/2019 απόφαση του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η παραπάνω απόφαση κατά το μέρος που αναφέρεται στην επιδίκαση διαφορών επιδόματος άδειας, για παραβίαση εκ μέρους του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, ήτοι για παράβαση των μνημονευόμενων διατάξεων που εφάρμοσε, καθώς, εφόσον εφάρμοσε, κατά τις διαλαμβανόμενες στην ως άνω υπ΄ αρ. 351/2014 απόφαση παραδοχές, την αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών και για τον υπολογισμό των αιτούμενων διαφορών του επιδόματος άδειας των εναγόντων έλαβε υπόψη το σύνολο των αποδοχών με βάση την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου «αμοιβή απόδοσης» και της «επικρατέστερης απασχόλησής» τους, όπως τα ποσά αυτά διαλαμβάνονταν στην αγωγή, ως μιας ενότητας αποδοχών, καθοριζομένης από τον κανονισμό, στις ρυθμίσεις του οποίου, με το αγωγικό δικόγραφο γινόταν σαφής αναφορά, όφειλε, προκειμένου να οδηγηθεί στην εφαρμοστέα ως ευνοϊκότερη για τους ενάγοντες ρύθμιση, ενόψει του περιεχομένου της αγωγής και προκειμένου για μισθωτούς αμειβόμενους με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, κατά τις ίδιες παραδοχές, να συγκρίνει το ρυθμιζόμενο από τις δύο αυτές πηγές επίδομα άδειας για να καταλήξει στην ευνοϊκότερη για τους μισθωτούς ρύθμιση. Ακολούθως, παραπέμφθηκε η υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρεθέν μέρος της που αναφέρεται στην επιδίκαση διαφορών επιδόματος αδείας, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο παρόν Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές. Με την από 5-4-2019 (αρ. καταθ. …../2019) κλήση της εναγομένης νόμιμα επαναφέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αμφότερες οι προαναφερθείσες εφέσεις. Επομένως, σύμφωνα και με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, παρ΄ ότι η αναίρεση ασκήθηκε μόνον από την εναγομένη, με την παραδοχή της, αναβιώνουν αμφότερες οι, δια των εκατέρωθεν εφέσεων των διαδίκων πλευρών, αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας, ως προς ολόκληρο το κεφάλαιο της διαφοράς του επιδόματος αδείας των εναγόντων. Από τις υπ΄ αρ. …/19-4-2019 και …./Γ/19-4-2019 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ……….., που επικαλείται και προσκομίζει η εφεσίβλητη – εκκαλούσα, η οποία επισπεύδει τη συζήτηση των ένδικων εφέσεων, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ως άνω κλήσεως, με έκθεση καταθέσεως, πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση να παραστούν οι εκκαλούντες -εφεσίβλητοι κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα σ΄ αυτούς (εκκαλούντες- εφεσίβλητους). Οι τελευταίοι, όμως, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου, δεν εμφανίσθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο Δικηγόρο, ούτε κατέθεσαν προτάσεις με έγγραφη δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ότι επιθυμούν να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή τους στο ακροατήριο. Συνεπώς, αυτοί πρέπει, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη σχετική νομική σκέψη που προεκτέθηκε, να δικαστούν ερήμην, και η έφεσή τους να απορριφθεί. Ωστόσο, το Δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της αντίθετης, συνεκδικαζόμενης, έφεσης της εναγομένης εταιρείας σαν να ήταν και οι ίδιοι απολιπόμενοι εφεσίβλητοι παρόντες, αφού σημειωθεί ότι η μη προσκόμιση των πρωτόδικων προτάσεων των εφεσίβλητων εκ μέρους της εκκαλούσας δεν συνεπάγεται το απαράδεκτο της συζήτησης, κατά τα προεκτεθέντα, καθώς, σύμφωνα με την υπ΄αρ. …/9-1-2020 βεβαίωση του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι προτάσεις και τα σχετικά των δικογραφιών για το έτος 2008, με ειδική μάλιστα αναφορά σε εκείνα που αφορούν την εκκαλουμένη, πολτοποιήθηκαν με το από 21-9-2016 πρακτικό της Επιτροπής του άρθρου 13 του Ν. 4290/1963 και άρθρ. 1 του Β.Δ. 120/1966 «Περί τρόπου καταστροφής αχρήστων αρχείων των δικαστικών υπηρεσιών», με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η χορήγηση αντιγράφων των προτάσεων που κατατέθηκαν στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω πρωτόδικη και ήδη εκκαλουμένη απόφαση. Η από 30-4-2009 (αρ. καταθ. ……/2009) έφεση της εναγομένης, το παραδεκτό της οποίας δεν συνιστά χωριστό αντικείμενο δίκης και συνέχεται αναγκαίως με το μέρος της αποφάσεως που αναιρέθηκε, μεταβιβάζεται δε η υπόθεση ως προς αυτό μετά την αναίρεση στο Εφετείο (ΕφΘεσ 1667/2015, ΕφΠειρ 85/2014, ΕφΛαρ 20/2013), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 496, 511, 513, 516, 517 και 518 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι η παράγραφος 4 προστέθηκε στο άρθρο 495 του ΚΠολΔ με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α 51/12-3-2012) με έναρξη ισχύος από 2-4-2012, ήτοι μεταγενέστερα της ασκήσεως της ένδικης έφεσης, και συνεπώς δεν τίθεται θέμα έρευνας εάν για το παραδεκτό αυτής έπρεπε να κατατεθεί παράβολο. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω με την ίδια, όπως και πρωτοδίκως, διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται, επίσης, ότι δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής των νέων διατάξεων του Ν.4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 του ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 αυτού, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από την 1-1-2016 και εφεξής, ενώ, στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε πριν την 1-1-2016.

Με την παρ. 1 του άρθρου πρώτου του Ν. 2688/1999, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς», που ιδρύθηκε με το Ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον Α.Ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το Ν. 1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε» και το διακριτικό τίτλο «Ο.Λ.Π. Α.Ε.», η οποία είναι ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφέλειας, με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από το νόμο αυτό και τον Κ.Ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Ν. 2414/1996, καθώς και του Α.Ν. 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν. Περαιτέρω, από τη διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το άρθρο 680 παρ. 3 του ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 1876/1990, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στη σχέση περισσότερων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 26/2007). Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, κατά τη συσχέτιση Σ.Σ.Ε. ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντα της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά τη συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους, οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς τη συσχέτιση περισσοτέρων Σ.Σ.Ε. αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 1876/1990). Κατά τη συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει τη σχέση νόμου και Σ.Σ.Ε.), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιότερων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς τη ρύθμιση των παλαιοτέρων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 του ΑΚ). Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα για τη συσχέτιση διαφόρων πηγών, ως προς τους Κανονισμούς Εργασίας, που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και με τη διαδικασία του Ν.Δ. 3789/1957, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους, ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου διατάξεων Κανονισμών Εργασίας, που καταρτίστηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία του Ν.Δ. 3789/1957. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντίστοιχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας (ΟλΑΠ 5/2011). Ειδικότερα, σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζόμενους, ρυθμιστικό καθεστώς του θεσμού των αδειών αποτελεί ο Α.Ν. 539/1945 «Περί χορηγήσεως κατ΄ έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ΄ αποδοχών», όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και, κατά συνέπεια, απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών. Με το άρθρο 3 παρ. 1 του ως άνω Α.Ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια της αδείας ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι για τον κατ΄ αποκοπή ή κατ άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών αμειβόμενο μισθωτό, οι αποδοχές που δικαιούται κατά τη διάρκεια της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζομένων των κατά μέσο όρο από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους … μέχρι της ενάρξεως της αδείας, ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμό των εργασίμων ημερών οι οποίες περιλαμβάνονται στη χορηγηθείσα άδεια και, τέλος, κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές. Εξάλλου, ο νομοθέτης, με πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζόμενου που επιδιώκεται με το θεσμό της άδειας, θέσπισε, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, ένα πρόσθετο ποσό, το επίδομα αδείας, το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, με το διαλαμβανόμενο σ΄ αυτήν χρονικό περιορισμό, κατά την οποία «Οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ΄οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ΄ έτος “επιδόματος αδείας” ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ΄ αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους, των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθιω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ΄ άλλον τρόπον αμειβομένους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού…». Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 666, 679 του ΑΚ, της κυρωθείσας με το Ν. 3248/1955 με αρ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης «περί προστασίας του ημερομισθίου», 2 της κυρωθείσας με το Ν. 133/1975 από 26-2-1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., 1 παρ.1 του Ν. 435/1976, 1 παρ. 2 του Ν. 1082/1980 και 3 της υπ΄ αρ. 19040/1981 Υπουργικής Απόφασης «Περί χορήγησης επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β΄ 742), προκύπτει ότι ως «συνήθεις αποδοχές», με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα αδείας, ταυτίζονται δε προς τις «τακτικές αποδοχές», που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, και είναι ίσες με τις αποδοχές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του και όμοιες με τις αποδοχές των αμειβομένων με το σύστημα των κυμαινόμενων, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση -καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας τη νύκτα, τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή του ημερομισθίου (ΑΠ 191/2011)- εφόσον η εργασία αυτή παρέχεται σταθερά και μόνιμα (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019). Δεν περιλαμβάνονται, όμως, στις ανωτέρω αποδοχές, μεταξύ άλλων, όσες οφείλονται σε έκτακτες διακυμάνσεις του χρόνου εργασίας (έκτακτες υπερωρίες, έκτακτη απασχόληση), αφού αυτές δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως τακτικές (ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019), όπως και η αμοιβή για τη μη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, την αμοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, έστω και αν παρέχεται σταθερά και μόνιμα (ΑΠ 662/2019, ΑΠ 227/2018). Αν οι εν λόγω τακτικές εργοδοτικές παροχές δεν είναι σταθερές κατά ποσό, αλλά διαφέρουν από μήνα σε μήνα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του προηγούμενου χρονικού διαστήματος, το οποίο μεσολάβησε από τη λήξη της προηγούμενης αδείας του μέχρι την έναρξη της νέας άδειας (ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019 ό.π). Εξάλλου, με την 45058/7/1971 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β΄ 579), εγκρίθηκε ο Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (με τον προσαρτημένο σ΄ αυτόν πίνακα συνθέσεων εργατικών ομάδων και αποδόσεων αυτών σε τόνους ή m3), με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι εργασίας και αμοιβής του εργατικού προσωπικού (μόνιμου και έκτακτου), που συνδέεται με τον ΟΛΠ (ήδη ΟΛΠ ΑΕ) πάντοτε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (άρθρα 1 και 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του Λιμένος Πειραιώς (άρθρο 1 παρ. 1). Ο Κανονισμός αυτός, που καταρτίσθηκε και εγκρίθηκε υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία των άρθρων 1 και 2 του ως άνω Ν.Δ. 3789/1957, όπως και στο προοίμιό του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, με αυτόν δε ορίζονται ειδικότερα τα εξής σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας του ως άνω προσωπικού σε συνάρτηση και με το είδος και τις κατηγορίες των εργασιών αυτών, ενώ το εκάστοτε ύψος του βασικού ημερομισθίου των διαφόρων κατηγοριών (ειδών) φορτοεκφορτωτικών εργασιών ορίζεται με τις οικείες ΣΣΕ: Α) Σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ. 1 εδ. β΄ οι αποδοχές αδείας ισούνται προς το γινόμενο των ημερών αδείας που δικαιούται κάθε μισθωτός επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, όπως δε διευκρινίζεται με την παρ. δ΄ του ίδιου άρθρου ως «βασικό ημερομίσθιο» για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας των μονίμων εργατών λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από τη χορήγηση της αδείας τρίμηνο και προκειμένου για εργάτες που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες δημητριακών και γαιανθράκων το βασικό ημερομίσθιο που καθορίζεται για τις εργασίες αυτές (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019). Κατά δε τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 35 του ως άνω Κανονισμού, «Μετά των αποδοχών κανονικής αδείας του εργατικού προσωπικού καταβάλλεται και το ιδιαίτερον επίδομα αδείας…» (παρ. 3) και «Εις άπαντας τους εργάτας (μονίμους, δοκίμους και ελευθέρους), τους καθ΄ οιονδήποτε τρόπον απασχολουμένους κατά το μικτόν σύστημα ή επί ημερομισθίω εις φορτοεκφορτωτικάς και λοιπάς εργασίας του λιμένος, αι καταβαλλόμεναι αυτοίς αποδοχαί αδείας προσαυξάνονται κατά ποσοστόν 25%» (παρ. 4) (ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019). Ως «επικρατέστερη απασχόληση» νοείται, κατά τη διάταξη αυτή, η επικρατέστερη κατά χρόνο, δηλαδή εκείνη η οποία είχε συνολικά τη μεγαλύτερη διάρκεια και στην οποία ο εργαζόμενος πραγματοποίησε τα περισσότερα ημερομίσθια κατά το τελευταίο πριν από την λήψη της άδειας τρίμηνο. Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών αδείας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω αποδόσεως (για τους εργαζόμενους «επί αποδόσει») ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους απασχολούμενους στις γερανογέφυρες) ή λόγω άλλων προβλεπομένων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες δε και καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτό αποδοχές αδείας προσαυξάνονται για όλους τους εργάτες κατά ποσοστό 25%. Β) Το ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κλπ.) εργατών του ΟΛΠ, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, ορίζεται ειδικά στο άρθρο 23 παρ. 1 του Κανονισμού (αναπροσαρμοζόμενο εκάστοτε με τις οικείες ΕΣΣΕ) ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησής τους κατά τις διακρίσεις του άρθρου 12 παρ. 1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 23 παρ. 1), είναι δε αυτές: α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κλπ., β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσής τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαιθρίων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με την φορτοεκφόρτωση. Στις κατηγορίες αυτές απασχόλησης, ειδικότερα, δεν προβλέπεται και δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο, ως είδος απασχόλησης η «επί αποδόσει», αφού αυτή, κατά το άρθρο 20 του Κανονισμού, που έχει ακριβώς τον τίτλο «τρόπος διεξαγωγής της εργασίας», προβλέπεται ως τρόπος εργασίας και όχι ως κατηγορία (διάκριση) απασχόλησης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 20 του Κανονισμού: 1) Η εργασία στον λιμένα διεξάγεται «επί αποδόσει» στις περιπτώσεις εκφόρτωσης ή φόρτωσης και ειδικότερα στις περιπτώσεις της, από το κύτος ή τις φορτηγίδες μέχρι τον τόπο οριστικής απόθεσης, μεταφοράς α) γαιανθράκων, ορυκτών, μεταλλευμάτων, πορσελάνης και χωμάτων (χύμα) χωρίς τη χρήση αρπάγης, β) σιτηρών και λοιπών δημητριακών «εις χύμα», χωρίς τη χρήση αρπάγης, γ) ξυλείας, δ) φορτίων σε σάκους γενικά, ε) σιδήρων, σιδηροφύλλων κλπ, στ) ειδών γενικού εμπορίου και ζ) φορτίων πλοίων ψυγείων, κατ΄ εξαίρεση, όμως, εφόσον οι συνθήκες διεξαγωγής των εργασιών για τα παραπάνω φορτία (υπό στοιχεία α-ζ) παρεμποδίζουν την «επί αποδόσει» εργασία με τον ως άνω τρόπο, αυτός μπορεί με απόφαση των αρμοδίων οργάνων να μεταβληθεί (επειδή ακριβώς η «επί αποδόσει» εργασία δεν αποτελεί είδος απασχόλησης, αλλά τρόπο εκτέλεσης της εργασίας) σε εργασία «επί ημερομισθίω». 2) Η εργασία «επί ημερομισθίω» εκτελείται για α) την από την αποθήκη ή ύπαιθρο μεταφορά όλων των ανωτέρω ειδών (πλην της ξυλείας) μέχρι το μεταφορικό μέσο του παραλήπτη και αντίστροφα, β) φορτοεκφορτώσεις αποσκευών των επιβατών, γ) φορτοεκφορτώσεις νωπών ιχθύων, φρούτων και λαχανικών, δ) φορτοεκφορτώσεις φορτίων κάθε είδους «εις χύμα» (δι΄ αρπάγης ή μηχανημάτων αναρροφήσεως) και ε) εργασίες εκφόρτωσης βαγονιών και αυτοκινήτων που μεταφέρουν εμπορεύματα εξωτερικού και 3) οι εργασίες πλήρωσης και εκκένωσης εμπορευματοκιβωτίων, ρυμουλκούμενων οχημάτων και αυτοκινήτων μεταφερόμενων με οχηματαγωγά πλοία εξωτερικού, καθώς και οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης στρατιωτικών εφοδίων επί αυτοκινήτων κ.λπ. μπορούν να εκτελούνται «επί αποδόσει» με βάση τους 6 τόνους κατά εργάτη κ.λπ. Η αμοιβή για την «επί αποδόσει» εργασία έχει προβλεφθεί στο άρθρο 27 και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του άρθρου 12 παρ. 1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομισθίου του άρθρου 23 παρ. 1 (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019 ό.π), και Γ) Με το άρθρο 26 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς προβλέπονται οι καθοριζόμενες σ΄ αυτό έκτακτες αμοιβές για την «επί ημερομισθίω εργασίαν», ενώ με το άρθρο 28 αυτού προβλέπονται οι καθοριζόμενες εκεί πρόσθετες και έκτακτες αμοιβές για την «επί αποδόσει εργασίαν», όπως για πρόσθετες εργασίες ανοίγματος και κλεισίματος των κυτών του πλοίου, εξαρμώσεις διαφραγμάτων (μπουλμέδων) ή υποστηριγμάτων και περισυλλογή της ξυλείας κ.λ.π., για καθυστέρηση ενάρξεως εργασίας ή διακοπή αυτής εντός των κανονικών χρονικών ορίων απασχολήσεως, για καθυστερήσεις σημειούμενες σε έκτακτα χρονικά όρια εργασίας τακτικών και εκτάκτων φυλάκων κ.λ.π. (ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019). Τέλος, κατά το άρθρο 30 παρ. 1 το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο», που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες για όσες εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος λόγω έλλειψης εργασίας, είναι ίσο προς αυτό που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες που απασχολούνται σε κομιστικές εργασίες του άρθρου 23 παρ. 1 εδ. γ΄, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών και γάμου, δεν αποτελεί, δηλαδή, το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο» το κατώτερο ημερομίσθιο, αλλά αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις κομιστικές εργασίες, ενώ κατά το άρθρο 31 παρ. 1 σε περιπτώσεις ματαίωσης προγραμματισμένης εργασίας καταβάλλεται το βασικό ημερομίσθιο. Περαιτέρω, με τα άρθρα τέταρτο παρ. 3 και πέμπτο εδ. τελευταίο του Ν. 2688/1999, ο ως άνω Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς διατηρήθηκε, καταρχήν, σε ισχύ και μετά την μετατροπή του ΟΛΠ, από ΝΠΔΔ σε ανώνυμη εταιρεία, ενώ με την 5115.01/02/2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών-Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β΄ 390/26-2-2004) εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς στο πλαίσιο και κατ΄ εξουσιοδότηση των άρθρων τέταρτου, δωδέκατου και δέκατου τρίτου του ως άνω Ν. 2688/1999 Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ΟΛΠ Α.Ε (που άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην ΕτΚ, κατά το άρθρο 83 αυτού) για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σ΄ αυτήν. Σύμφωνα δε με αυτόν το προσωπικό της ΟΛΠ ΑΕ (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (άρθρο 5 παρ. 1α, 2 και 4α), δικαιούται ετήσιας άδειας με αποδοχές, καθώς και επιδόματος αδείας, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (γίνεται, δηλαδή, παραπομπή στον Α.Ν. 539/1945) σε συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας Ε.Γ.Σ.Σ.Ε, τις ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται στην ΟΛΠ Α.Ε. και τις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού (άρθρο 55 παρ.1) (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 225/2019, ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που μεταβιβάζεται στο παρόν Δικαστήριο με την από 30-4-2009 έφεση, με το ιστορούμενο περιεχόμενο και αίτημά της, κατά την κύρια βάση της, είναι μη νόμιμη στο σύνολό της. Ειδικότερα, εκτός από το αίτημα επιδίκασης διαφοράς αποδοχών αδείας, που απορρίφθηκε ήδη τελεσίδικα με την υπ΄ αρ. 351/2014 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η αγωγή τυγχάνει μη νόμιμη και ως προς το δεύτερο αίτημα περί επιδικάσεως διαφορών επιδόματος αδείας,  γιατί, ναι μεν οι ενάγοντες ζητούν τούτο να υπολογισθεί αυτό μόνο με βάση τις διατάξεις τις γενικής εργατικής νομοθεσίας  (άρθρα 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, 3 του Α.Ν. 539/1945 και 1 παρ. 3 του Ν. 4547/1966), όμως τα ποσά που αναφέρονται στην αγωγή, ως μηνιαίες αποδοχές του τελευταίου δωδεκαμήνου πριν τη λήψη της ετήσιας άδειας και με βάση τα οποία γίνεται ο υπολογισμός του εν λόγω επιδόματος, δεν εμπίπτουν, στο σύνολό τους, στην εκτεθείσα στην ανωτέρω νομική σκέψη έννοια των «τακτικών – συνήθων» αποδοχών, καθόσον περιέχουν, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, και έκτακτες αποδοχές, ενόψει του ότι πρόκειται για μισθωτούς αμειβόμενους με κυμαινόμενο ημερομίσθιο αφενός και αφετέρου ο προαναφερθείς Κανονισμός, τον οποίο επικαλούνται, προβλέπει για μεν την «επί αποδόσει» και «επί ημερομισθίω» αμοιβή και έκτακτες αμοιβές, για δε το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο» προβλέπει επίσης και βασικό ημερομίσθιο (για τις περιπτώσεις ματαίωσης προγραμματισμένης εργασίας), οι οποίες, κατά τα προεκτεθέντα, για να αποτελέσουν βάση υπολογισμού θα πρέπει να εμπίπτουν, κατά το ένδικο διάστημα, στην έννοια των «τακτικών αποδοχών». Εξάλλου, ουδόλως διευκρινίζουν οι ενάγοντες εάν οι αναφερόμενες στην αγωγή αμοιβές τους, επί των οποίων υπολογίζουν το ένδικο επίδομα, είναι «τακτικές – συνήθεις» υπό την ανωτέρω έννοια, δηλαδή ότι καταβάλλονται σταθερά κάθε μήνα. Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα, εάν, προκειμένου περί τακτικών-συνήθων αποδοχών, αυτές διαφέρουν μόνο κατά ποσό από μήνα σε μήνα, ώστε τότε να χωρήσει επ΄αυτών η εξεύρεση του μέσου όρου από τη λήξη της άδειας του προηγούμενου έτους μέχρι την έναρξη της νέας άδειας. Έτσι, δηλαδή, οι αιτούμενες από τους ενάγοντες αξιώσεις των διαφορών επιδόματος αδείας είναι υπολογισμένες μεν σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία, αλλά με βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προκύπτει «από την απόδοση» και την «επικρατέστερη απασχόληση» κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό, δηλαδή οι ενάγοντες προβαίνουν σε σύγχρονη επιλεκτική επίκληση όλων των πηγών (και του Κανονισμού και της εργατικής νομοθεσίας), το οποίο είναι ανεπίτρεπτο, όπως προεκτέθηκε. Επιπροσθέτως, η αγωγή, κατά την κύρια βάση της, είναι απορριπτέα ως προς το ως άνω αίτημα και για τον λόγο ότι οι ενάγοντες δεν παραθέτουν στην αγωγή τους τα ποσά που  προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 35 του εν λόγω Κανονισμού, ήτοι δεν παραθέτουν τις αξιώσεις τους με βάση το «βασικό ημερομίσθιο», λογιζομένου ως τοιούτου εκείνου της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο, προ της χορήγησης της άδειας, τρίμηνο κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό και τις ισχύουσες κατά το ένδικο διάστημα Ε.Σ.Σ.Ε. (στοιχεία τα οποία ουδόλως παραθέτουν), ούτε και τα ποσά που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας (υπολογιζόμενα με βάση τις τακτικές αποδοχές τους υπό την έννοια που εκτέθηκε  παραπάνω), ούτως ώστε το Δικαστήριο να μπορέσει να ανεύρει την εφαρμοστέα ως ευνοϊκότερη για τους ενάγοντες ρύθμιση, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, πρόκειται περί μισθωτών αμειβομένων με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών (βλ. ΕφΠειρ 326/2020, ΕφΠειρ 308/2020, ΕφΠειρ 188/2020, ΕφΠειρ715/2019, ΕφΠειρ 667/2019). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε εν μέρει την ως άνω αγωγή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και επιδίκασε στους ενάγοντες τις αναφερόμενες διαφορές επιδόματος αδείας, προβαίνοντας, κατά τη σύγκριση αυτών ως μίας ενότητας, σε επιλεκτική εφαρμογή και της ρύθμισης του άρθρου 3 του Α.Ν. 539/1945 και 3 παρ. 16 του Ν. 4054/1966 και των διατάξεων του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και δη του άρθρου 35 αυτού, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού λόγου της έφεσης της εναγόμενης εταιρείας, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων αυτής (ΕφΑθ 224/2016, ΕφΔωδ  70/2015, ΕφΠειρ 225/2014). Τέλος, ως προς την, δικονομικά επικουρικά σωρευόμενη, αγωγική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία δεν ερευνήθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αυτή πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως αόριστη, αφού δεν γίνεται από τους ως άνω ενάγοντες ούτε απλή επίκληση της ακυρότητας της επίδικης σύμβασης εργασίας τους, δεδομένου ότι, αν η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 του ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από την σύμβαση εργασίας, πρέπει, για την πληρότητα της επικουρικής αυτής βάσης, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας (ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 43/2017, ΑΠ 438/2017, ΑΠ 1414/2015). Σημειώνεται, ότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 2 του ΚΠολΔ, το Εφετείο, όταν, μετά την παραδοχή βάσιμου λόγου έφεσης, κρατεί την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση, υποκαθιστά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και καθίσταται αρμόδιο να εξετάσει όλα τα ζητήματα, που είχαν υποβληθεί πρωτοδίκως και είναι αναγκαία για την οριστική διάγνωση της διαφοράς. Συνεπώς, αν η αγωγή έχει και επικουρική βάση (όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση), το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης του εναγομένου δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της πρωτόδικης απόφασης, οι οποίες είχαν προσβληθεί με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στην επικουρική βάση της αγωγής που δεν είχε εξεταστεί πρωτοδίκως, χωρίς μάλιστα να απαιτείται έφεση ή αντέφεση ή έστω υποβολή ειδικού αιτήματος εκ μέρους του ενάγοντος, γιατί δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η αγωγή (ΑΠ 2039/2014, ΑΠ 1372/2010,ΑΠ 1316/2008). Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή, ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη, η από 30-4-2009 (αρ. καταθ. …../2009) έφεση της εναγόμενης εταιρείας «Ο.Λ.Π.. ΑΕ.» και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της ως προς τη διάταξή της που αφορά το αίτημα για την επιδίκαση διαφορών επιδόματος αδείας κατά το μέρος που προσβλήθηκε με την ως άνω από 30-4-2009 έφεση, αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της  που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑθ 1404/2014, ΕφΑνατΚρ 79/2014). Ακολούθως δε, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), ως προς τη διάταξη που εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, που αφορά το αίτημα της αγωγής για την επιδίκαση διαφορών επιδόματος αδείας κατά το μέρος που προσβλήθηκε με την ως άνω από 30-4-2009 έφεση, να δικασθεί η από 11-12-2006 (αρ. καταθ. …../2006) αγωγή και να απορριφθεί αυτή, ως προς το ως άνω αίτημα(ως προς την κύρια και την επικουρική της βάση), για τους προαναφερόμενους λόγους. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των απολιπόμενων εκκαλούντων – εφεσίβλητων (εναγόντων) (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ.2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας, και να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, γιατί η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις α) από 14-4-2009 (αρ. καταθ. …../2009) και β) από 30-4-2009 (αρ. καταθ. …../2009) εφέσεις, ερήμην των εκκαλούντων της υπό στοιχείο α΄ (αρ. καταθ. …../2009) έφεσης.

Ορίζει παράβολο, για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας, το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, για έκαστο των απολιπομένων εκκαλούντων – εφεσίβλητων.

Απορρίπτει την από 14-4-2009 (αρ. καταθ. …./2009) έφεση.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 30-4-2009 (αρ. καταθ. ……/2009) έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 5864/2008 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αποκλειστικώς, ως προς τη διάταξή της που αφορά το αίτημα για την επιδίκαση διαφορών επιδόματος αδείας, κατά το μέρος που προσβλήθηκε με την ως άνω από 30-4-2009 έφεση και τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 11-12-2006 (αρ. καταθ. …../2006) αγωγή κατά το μέρος της ως προς το οποίο εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση.

Απορρίπτει αυτήν (αγωγή) κατά το ως άνω μέρος της.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 8η Οκτωβρίου 2020  και δημοσιεύθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της καλούσας-εφεσίβλητης-εκκαλούσας.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ