Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 682/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης   682/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 13.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …………/14.12.2018 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ……./3.5.2019 έφεση των εκκαλούντων, ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «……..», που εδρεύει στο Κερατσίνι, όπως νόμιμα εκπροσωπείται και ……., που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.4285/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών, κατόπιν παραπομπής της υπόθεσης στο εν λόγω Τμήμα προς εκδίκαση κατά την ειδική αυτή διαδικασία, δυνάμει της υπ’αριθμ.1221/2017 απόφασης τακτικής διαδικασίας του ιδίου Δικαστηρίου και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την εναντίον τους από 20.7.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/1.8.2016 αγωγή του εφεσιβλήτου, …………, ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία του ενάγοντος, στις 7.12.2018, στους εναγομένους, συντασσομένων των υπ’αριθμ. ……..΄ και ……΄/ 7.12.2018 εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών, ………., που προσκομίζονται με επίκληση από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 14.12.2018, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου του άρθρου 495 § 4 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Ο ενάγων, …….., στην από 20.7.2016 αγωγή του, εκτιμωμένης κατά το δοκούν, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίστηκε στις 25.3.2012 στον Πειραιά, μεταξύ αυτού και της πρώτης εναγομένης ναυτικής εταιρίας, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος τυγχάνει ο δεύτερος εναγόμενος, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο με ελληνική σημαία, αλιευτικό σκάφος «Ν.», με αριθμό νηολογίου Πειραιώς ….., κ.ο.χ. 40, πλοιοκτησίας της, με την ειδικότητα του Κυβερνήτη, αντί «κλειστού» μηνιαίου μισθού 6.000 ευρώ και ότι κατά την εκτέλεση της εργασίας αλιείας, που του είχε ανατεθεί στα ύδατα της Λιβύης με την χορήγηση σ’αυτόν από τον δεύτερο εναγόμενο φωτοαντιγράφου σχετικής αδείας, στις 31.3.2012 καταλήφθηκε το εν λόγω σκάφος και το πλήρωμα από ενόπλους, που εκτελούσαν χρέη Λιμενικής Αρχής, οδηγήθηκαν στο Λιμεναρχείο της Βεγγάζης και απαγγέλθηκε σε βάρος τους από τις Λιβυκές Αρχές η κατηγορία για παράνομη αλιεία στα εθνικά ύδατα της Λιβύης, καθώς κρίθηκε ότι η άδεια που έφεραν δεν ήταν γνήσια, με συνέπεια να κρατηθεί για χρονικό διάστημα 2 μηνών και 19 ημερών υπό καθεστώς τρομοκρατίας και ψυχολογικής βίας εκ μέρους των προσώπων, που ήταν επιφορτισμένα με τη φύλαξη τους, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, μέχρι τις 19.6.2012, που κατάφερε να επιστρέψει στην Ελλάδα και αποναυτολογήθηκε από το σκάφος, η δε στέρηση της ελευθερίας του υπό συνθήκες εκφοβισμού και απειλών για τη ζωή και την σωματική του ακεραιότητα, οφείλεται αποκλειστικά στην υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων, που παρέλειψαν να ελέγξουν την γνησιότητα της άδειας, που του χορήγησαν και την φερεγγυότητα του προσώπου, που τους την προμήθευσε, με αποτέλεσμα να υποστεί σημαντική ηθική βλάβη και θετική ζημία, που συνίσταται στις δαπάνες τηλεπικοινωνίας, που κατέβαλε στην πάροχο κινητής τηλεφωνίας εταιρεία Cosmote, ως συνδρομητής προγράμματος οικογενειακού πακέτου, για τις κλήσεις προς την εναγομένη εταιρεία, τις Ελληνικές Αρχές, αλλά και από και προς την οικογένεια του, εξαιτίας της σύλληψης και κράτησης του, με χρέωση του λογαριασμού του επιπλέον του παγίου, για την περίοδο από 27.3.2012 έως 26.6.2012, αφαιρουμένων των παγίων χρεώσεων των μηνών αυτών, κατά το ποσό των 3.133,11 ευρώ. Ακολούθως ζήτησε, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον να του καταβάλουν για την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, το ποσό των 50.000 ευρώ και ως αποζημίωση της θετικής του ζημίας, το ποσό των 3.133,11 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να απαγγελθεί κατά του δεύτερου εναγομένου, λόγω της αδικοπραξίας, προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης και να καταδικασθούν στη δικαστική του δαπάνη.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού ορθά έκρινε την αγωγή αυτή ορισμένη, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού, που διαλαμβάνεται στον τέταρτο λόγο της έφεσης, ως προς τις δαπάνες τηλεπικοινωνίας, ως αβασίμου και νόμιμη, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, εναγομένης της πρώτης των εναγομένων ναυτικής εταιρείας, κατ’ορθό νομικό χαρακτηρισμό των εκτιθέμενων στην αγωγή, ως πλοιοκτήτριας και του δεύτερου τούτων με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της και υπαιτίου προσώπου και όχι ως κυρίας και εφοπλιστή αντίστοιχα, κατά τα επιγραφόμενα αβασίμως στο δικόγραφο, την έκανε εν μέρει δεκτή, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν, υποχρεώνοντας τους εναγομένους εις ολόκληρον να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 28.133,11 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και με απαγγελία προσωπικής κράτησης εναντίον του δεύτερου εναγομένου διαρκείας ενός (1) μηνός, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με την ένδικη έφεση τους οι ηττηθέντες εναγόμενοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως και την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο, ώστε να απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν.

ΙΙΙ. Δεδομένου ότι η υπαιτιότητα, η οποία ορίζεται ως «η επιλήψιμη ψυχική στάση ενός προσώπου απέναντι στην παράνομη εξωτερική συμπεριφορά του», προσήκει μόνο σε φυσικά πρόσωπα, το νομικό πρόσωπο δεν αδικοπρακτεί, αλλά ευθύνεται για την αδικοπραξία είτε των οργάνων του  είτε των προστηθέντων από αυτό προσώπων (υπαλλήλων, εργατών κ.λπ.). Συνεπώς, όταν ενάγεται νομικό πρόσωπο με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, τούτο θα ευθύνεται είτε κατά τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ, είτε κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ. Ειδικότερα, σύμφωνα με την πρώτη από τις παραπάνω διατάξεις, το νομικό πρόσωπο έχει αδικοπρακτική ευθύνη στην περίπτωση πράξης ή παράλειψης των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, που έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Ως όργανα του νομικού προσώπου νοούνται όχι μόνον τα πρόσωπα που το διοικούν κατά τους ορισμούς των άρθρων 65 έως 70 ΑΚ (καταστατικά όργανα), αλλά και εκείνα των οποίων οι εξουσίες συναλλαγής με τρίτους προσδιορίζονται στο καταστατικό, τη συστατική πράξη ή τον κανονισμό λειτουργίας του νομικού προσώπου, ακόμη και αν τα πρόσωπα αυτά δεν μετέχουν στη διοίκηση του τελευταίου, όπως λ.χ. είναι ο διευθυντής υποκαταστήματος (ΑΠ 1615/1999 ΕλλΔ/νη 41.429). Επίσης, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων παρέπεται ότι οι νόμιμες υποχρεώσεις γενικώς των νομικών προσώπων για πράξη ή παράλειψη ουσιαστικώς αφορούν τα διοικούντα και εκπροσωπούντα αυτά όργανα, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα δια των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις τους και ενσαρκώνεται η βούληση τους, β) ότι, σε περίπτωση αδικοπρακτικής ευθύνης του νομικού προσώπου, δεν απαιτείται εξειδίκευση των επιμέρους αρμοδιοτήτων και της προσωπικής στάσης εκάστου μέλους της διοικήσεως για την κατ` αρχήν θεμελίωση της δικής του υποχρέωσης προς αποζημίωση του βλαβέντος εκ του αδικήματος και γ) ότι δύναται το μέλος της διοικήσεως να επικαλεσθεί με ένσταση (την οποία και βαρύνεται να αποδείξει) ότι για ειδικούς λόγους δεν είναι προσωπικώς υπαίτιο για την διάπραξη του αδικήματος και την εντεύθεν ζημία του παθόντος, για την οποία ευθύνεται το νομικό πρόσωπο (ΑΠ 641/2011, ΕφΠειρ 5/2015, ΕφΠειρ 1761/2014, δημ.ΤΝΠ «Νόμος»). Ως υπαίτιο πρόσωπο ευθυνόμενο εις ολόκληρο νοείται το όργανο εκείνο, το οποίο με τη συμπεριφορά του, δηλαδή με πράξη ή παράλειψη που μπορεί να καταλογισθεί στο ίδιο, δημιούργησε για το νομικό πρόσωπο την υποχρέωση αποζημιώσεως (ΑΠ 370/2018, ΑΠ 472/2018, δημ.ΤΝΠ «Νόμος»).

Σημειωτέον ότι αν με το δικόγραφο της αγωγής γίνεται επίκληση της αμέλειας του εναγομένου, που είναι μια ορισμένη νομική έννοια, είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίηση αυτής βάσει των ειδικότερων περιστατικών, που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν την αμέλεια τούτου, έστω και αν τα τελευταία δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, τούτο δε διότι η κατά το άρθρο 224 του ΚΠολΔ απαγόρευση της μεταβολής της βάσεως της αγωγής αναφέρεται στα ουσιώδη στοιχεία της ιστορικής και όχι της νομικής βάσης της αγωγής (ΑΠ 483/2001 ΕλΔνη 43.382).

IV. Από την υπ’ αριθ. …/21.11.2016 ένορκη βεβαίωση της ………, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Χαλκίδας, που συντάχθηκε με την επιμέλεια του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, κλήτευσης των εναγομένων – εκκαλούντων (υπ’αριθ….. και …./15.11.2016 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……) και τις υπ’ αριθμ…… και …./9.11.2016 ένορκες βεβαιώσεις των …….. και ………. αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που προσκομίζουν, με επίκληση, οι εναγόμενοι-εκκαλούντες και δόθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’ αριθ. …………../2.11.2016 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Χαλκίδας ……….), που εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκε προφορικά στις 25.3.2012 στο Κερατσίνι, μεταξύ του ενάγοντος, ήδη εφεσιβλήτου, ………., Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού και της πρώτης εναγομένης ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος τυγχάνει ο δεύτερος εναγόμενος, ………, ήδη εκκαλούντων, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον λιμένα Λαυρίου στο με ελληνική σημαία, αλιευτικό σκάφος «Ν», με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …., κ.ο.χ. 40, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, με την ειδικότητα του Κυβερνήτη, αντί «κλειστού» μηνιαίου μισθού 6.000 ευρώ, προκειμένου να διενεργήσει αλίευση στα ύδατα της Λιβύης. Για τον σκοπό αυτό ο δεύτερος εναγόμενος τον διαβεβαίωσε ότι είχε προβεί σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες προς τις αρμόδιες αρχές, τόσο τις ελληνικές, όσο και τις λιβυκές και χορήγησε σ’αυτόν φωτοαντίγραφο αδείας αλιείας στα ύδατα της Λιβύης, επισημαίνοντας ότι θα λάμβανε το πρωτότυπο αυτής από συνεργάτη της πλοιοκτήτριας εταιρείας στο λιμάνι της Βεγγάζης. Την ίδια ημέρα το εν λόγω σκάφος απέπλευσε με το πλήρωμα του από τον λιμένα του Λαυρίου προς αλιεία και κατευθύνθηκε, κατόπιν εντολών του δεύτερου εναγομένου, ως νομίμου εκπροσώπου της πλοιοκτήτριας εναγομένης, νοτίως της νήσου Κρήτης αναμένοντας εντολές για πλεύση προς την Λιβύη για αλιεία, που δόθηκαν την επόμενη ημέρα 26.3.2012. Συμμορφούμενοι προς τις εντολές του οργάνου της εναγομένης πλοιοκτήτριας εταιρείας, έπλευσαν προς Λιβύη και από τις 27.3.2012 έως και 30.3.2012 διενεργούσαν αλιεία στην θαλάσσια περιοχή πλησίον της Βεγγάζης της Λιβύης, σύμφωνα με το τελευταίο στίγμα του ληφθέν από Κ.Π.Λ., ενώ ανέμεναν εντολές κατάπλου στον λιμένα Βεγγάζης για την παραλαβή των πρωτοτύπων αδειών αλιείας και παραμονής. Στις 31.3.2012 και ενώ το σκάφος έπλεε στην θαλάσσια περιοχή της Λιβύης, τους προσέγγισε ταχύπλοο σκάφος, στο οποίο επέβαιναν ένοπλοι Λίβυοι, οι οποίοι τους έδωσαν εντολή να τους ακολουθήσουν στο Λιμεναρχείο της Βεγγάζης. Ο ενάγων, ως Κυβερνήτης του σκάφους, οδηγήθηκε ενώπιον του Λιμενάρχη της Βεγγάζης, στον οποίο επέδειξε το φωτοαντίγραφο της άδειας αλιείας, που έφερε, η οποία ωστόσο, σύμφωνα με τις Λιβυκές Αρχές δεν ήταν γνήσια, για τον λόγο δε αυτό τους απαγγέλθηκε η κατηγορία της παραβίασης των Λιβυκών χωρικών υδάτων και της αλιείας στα εθνικά ύδατα της Λιβύης, χωρίς άδεια των αρμόδιων αρχών και διατάχθηκε η κράτηση τους, τους ζητήθηκε δε να παραδώσουν τα έγγραφα του σκάφους, τα προσωπικά τους έγγραφα και τα κινητά τους τηλέφωνα. Σημειωτέον, ότι στη Λιβύη, κατά την επίδικη περίοδο, ήτοι μετά την ανατροπή του καθεστώτος του Καντάφι και τον θάνατο αυτού, στις 20.10.2011, επικρατούσε μεταβατικό καθεστώς, λειτουργούσης Προσωρινής Κυβέρνησης, με ανύπαρκτους ή υποτυπώδεις κρατικούς θεσμούς, ενώ άτομα που είχαν λάβει μέρος στην εξέγερση κατά του Καντάφι ανήκαν σε ένοπλες δυνάμεις, που λειτουργούσαν εν είδει σωμάτων ασφαλείας. Υπό το καθεστώς αυτό ο ενάγων κρατήθηκε από τις Λιβυκές Αρχές, φρουρούμενος από ένοπλους άνδρες, οι οποίοι λειτουργούσαν άναρχα και ανεξέλεγκτα, ασκώντας σε βάρος του, καθ’ όλο το διάστημα της κράτησης του, σωματική και ψυχολογική βία και θέτοντας κατ’ επανάληψη σε κίνδυνο τη σωματική του ακεραιότητα. Ειδικότερα, ο ενάγων τις πρώτες ημέρες κρατήθηκε ξεχωριστά από το υπόλοιπο πλήρωμα, σε κρατητήρια πολεμικού πλοίου, που ήταν ελλιμενισμένο στο λιμάνι της Βεγγάζης, όπου υπεβλήθη σε πολύωρες ανακρίσεις και υπέστη σωματική και ψυχολογική βία, ακολούθως δε αποφασίσθηκε η προσωρινή αποδέσμευση αυτού και των λοιπών μελών του πληρώματος, υπό τον όρο της διαμονής τους εντός του αλιευτικού σκάφους της εναγομένης. Συγκεκριμένα, επί της από 6.4.2012 αίτησης του δικηγόρου ……….., ο οποίος διορίσθηκε από την πλοιοκτήτρια, προκειμένου να προβεί σε ενέργειες για την αποδέσμευση του σκάφους και του πληρώματος αυτού, προς τον Στρατιωτικό Εισαγγελέα Βεγγάζης, για την άρση της κράτησης του πληρώματος του ένδικου σκάφους, εκδόθηκε η από 6.4.2012 απόφαση του τελευταίου, η οποία όριζε τα ακόλουθα: «Προσωρινή αποδέσμευση των μελών του πληρώματος του αλιευτικού σκάφους, παρέχοντας τους όλα τα ταξιδιωτικά έγγραφα και δυνατότητα διαμονής μέσα στο αλιευτικό. Θα πρέπει να παρευρίσκονται στον οδοστρωτήρα πριν τις 8.00 μετά μεσημβρίας. Ο δικηγόρος πρέπει να υποβάλλει έγγραφο υλοποίησης όλων των προϋποθέσεων του δεύτερου όρου αναγράφοντας σε αυτή την ευθύνη του σε περίπτωση παραβίασης». Η ανωτέρω απόφαση του Στρατιωτικού Εισαγγελέα εφαρμόσθηκε στις 18.4.2012, όταν ο ως άνω πληρεξούσιος Δικηγόρος υπέβαλε το σχετικό έγγραφο υλοποίησης, έκτοτε δε ο ενάγων και το πλήρωμα διέμεναν εντός του αλιευτικού σκάφους, όχι όμως οικειοθελώς, όπως ισχυριζόταν η εναγομένη εταιρεία σε επιστολές της προς το Υπουργείο Ανάπτυξης, αλλά σε καθεστώς κράτησης και περιοριστικών όρων, αφού μέχρι την εκτέλεση της ως άνω απόφασης ήταν υποχρεωμένος να παραμένει εντός του αλιευτικού σκάφους χωρίς να έχει δικαίωμα εξόδου από αυτό, ενώ από τις 18.4.2012 και εντεύθεν, επετράπη μεν στο πλήρωμα η έξοδος από το σκάφος, πλην όμως άπαντες είχαν την υποχρέωση, σύμφωνα με τον ρητό περιοριστικό όρο της απόφασης, να παρουσιάζονται καθημερινά στις 8 μ.μ., σε συγκεκριμένο σημείο του λιμένος της Βεγγάζης μη έχοντας συνεπώς το δικαίωμα να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 18.4.2012 επεστράφησαν στα μέλη του πληρώματος τα κινητά τους τηλέφωνα και τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα παρεδόθησαν στον συνήγορο τους, ο οποίος είχε αναλάβει τη δέσμευση να τα κρατά, ως εγγύηση ότι το πλήρωμα δεν θα εγκατέλειπε τη Λιβύη. Καθ’ όλη τη διάρκεια του περιορισμού του πληρώματος στο αλιευτικό σκάφος, τα μέλη αυτού, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, δέχονταν συνεχείς απειλές και εκφοβισμούς από τους ένοπλους άνδρες, που είχαν αναλάβει τη φύλαξη του σκάφους, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν είχαν στρατιωτική εκπαίδευση και πειθαρχία, βρίσκονταν συνήθως υπό την επήρεια αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών και έκαναν χρήση των όπλων τους προς εκφοβισμό, πυροβολώντας στον αέρα με αυτά, αλλά και πετώντας δυναμίτιδα δίπλα στο σκάφος κατά τις βραδινές ώρες, όταν τα μέλη του πληρώματος αναπαύονταν, θέτοντας σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα, αλλά και διαταράσσοντας την ψυχική υγεία αυτών. Επίσης, κατά τη διάρκεια της κράτησης του στη Λιβύη, ο ενάγων αντιμετώπιζε δυσμενείς συνθήκες ενδιαίτησης επί του πλοίου, ήτοι στερήσεις στα είδη διατροφής και σε λοιπά εφόδια του πλοίου, ενώ από τις αρχές Ιουνίου 2012 ανελλιπώς εξέφραζε την επιθυμία του για άμεσο επαναπατρισμό του, ενόψει των δυσμενών και επικίνδυνων συνθηκών κράτησης του αφενός, αλλά και του γεγονότος ότι το διάστημα εκείνο είχε ανακύψει σοβαρό ιατρικό ζήτημα του γιου του, ………., όπως προκύπτει ιδίως από τα προσκομιζόμενα σχετικά ιατρικά έγγραφα, αναφορικά δε με όλα τα παραπάνω είχε ενημερωθεί και το Υπουργείο Ανάπτυξης Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και το Υπουργείο Εξωτερικών, που επιχειρούσαν μέσω των Ελληνικών Προξενικών Αρχών στην Λιβύη να διευθετήσουν το ζήτημα, όπως προκύπτει ιδίως από το με ημερομηνία και ώρα έκδοσης ……./06-2012 έντυπο σήμα του ΥΠΑΑΝ/ΓΓΝ/ΔΝΕΡ 2Ο προς το ΥΠΕΞ με θέμα «Α/Κ “Ν.” Ν.Π. …..», σε συνδυασμό με λοιπή προσκομιζόμενη σχετική αλληλογραφία. Ακολούθως, στις 2.6.2012 αποφασίσθηκε η απελευθέρωση του πληρώματος, ο ενάγων δε κρατήθηκε λίγες ημέρες ακόμη, καθώς κλήθηκε να καταθέσει ξανά στον Εισαγγελέα, έλαβε δε θεώρηση (visa) εξόδου από τη Λιβύη στις 18.6.2012 και έληξε η κράτηση του στις 19.6.2012, οπότε και αποναυτολογήθηκε από το πλοίο, στον λιμένα της Βεγγάζης, «λόγω κινδύνου σωματικής ακεραιότητας και ζωής», επαναπατρίσθηκε δε στις 20.6.2012.

Οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν με τις πρωτόδικες προτάσεις τους και επαναλαμβάνουν με την έφεση τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ότι είχαν επιμεληθεί την έκδοση νόμιμης άδειας αλιείας στα χωρικά ύδατα της Λιβύης και ότι το γεγονός της κράτησης του ενάγοντος οφείλεται στην ανέλεγκτη δράση ένοπλων Λίβυων ανταρτών και όχι σε δική τους υπαιτιότητα, επικαλούνται δε και προσκομίζουν, προς επίρρωση του ισχυρισμού τους, το από 29.2.2012, ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της πρώτης εξ αυτών και της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στο Πέραμα Αττικής, εκπροσωπούμενη από τον διαχειριστή της, …………, με το οποίο συμφωνείται η μετάβαση στη Λιβύη έξι αλιευτικών σκαφών ιδιοκτησίας της εναγόμενης εταιρείας, μεταξύ των οποίων και το επίδικο, για τα οποία, όπως αναγράφεται, είχε εξασφαλισθεί από τις αρχές της Λιβύης άδεια να αλιεύουν στα χωρικά της ύδατα, χωρίς τούτο να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, όπως θα καταδειχθεί κατωτέρω, καθώς επίσης, αφενός το με ημερομηνία 27.3.2012 έγγραφο του Διευθυντή της Υπηρεσίας Θαλασσίων Πόρων στο Green Mountain, του Υπουργείου Γεωργίας, Κτηνοτροφίας και Ναυτιλίας της Λιβυκής Μεταβατικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με το οποίο η εν λόγω Υπηρεσία, ως προς το από 27.3.2012 αίτημα περί άδειας εισόδου ελληνικών πλοίων, που υποβλήθηκε σε αυτή από τον Συνταγματάρχη …………, Πρόεδρο του Στρατιωτικού Συμβουλίου του Γενικού Επιτελείου του Eθνικού Απελευθερωτικού Στρατού της Λιβύης, δεν προβάλλει αντίρρηση  να εισπλεύσουν έξι αλιευτικά σκάφη σχετιζόμενα με την Λιβυκή – Ελληνική Αλιευτική Εταιρεία (χωρίς να προσδιορίζονται ειδικότερα τα σκάφη αυτά) στους αλιευτικούς λιμένες στην περιοχή Green Mountain, εφόσον δεν υφίστανται άλλοι περιορισμοί ή νομικά κωλύματα και ότι στα εν λόγω σκάφη θα χορηγηθεί η αναγκαία άδεια προς εργασία μετά από έλεγχο και επιθεώρηση που θα διενεργηθεί στους ανωτέρω λιμένες και αφετέρου την, άνευ ημερομηνίας, επακολουθήσασα επιστολή από το ως άνω Στρατιωτικό Συμβούλιο προς τη Λιβυκή – Ελληνική Εταιρεία Αλιείας, με την οποία γνωστοποιείται ότι δόθηκε η ως άνω  έγκριση για επτά πλοία, μεταξύ των οποίων και το επίδικο, που αναγράφεται δύο φορές και θα επιτρέπεται στα συγκεκριμένα αυτά πλοία να εισπλεύσουν στους λιμένες Sosa και Ras Al- Hilal, υπό την προϋπόθεση ότι όλα τα μέλη του πληρώματος θα εξασφαλίσουν βίζες στα ελληνικά διαβατήρια τους, ενώ εκείνοι, εννοείται το Στρατιωτικό Συμβούλιο, αναλαμβάνει τα υπόλοιπα και ειδικότερα ό,τι είναι απαραίτητο για την άδεια εργασίας, την άδεια ναυτολόγησης και την άδεια παραμονής κάθε ναυτικού για ένα έτος. Από την επισκόπηση του ανωτέρω περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων, ουδόλως αποδεικνύεται η ύπαρξη νόμιμης αδείας αλιείας στα χωρικά ύδατα της Λιβύης, ως αβασίμως διατείνονται οι εναγόμενοι-εκκαλούντες, αντίθετα προκύπτει εναργώς ότι τέτοια άδεια δεν είχε εκδοθεί κατά τον κρίσιμο χρόνο και σε κάθε περίπτωση  ρητά συνάγεται ότι αυτή αποτελούσε προϋπόθεση για την επικείμενη αλιεία και δεν δόθηκε συγκατάθεση για την διενέργεια αλιείας πριν ή χωρίς την έκδοση της. Ενόψει τούτων, αποδεικνύεται ότι η εναγομένη εταιρεία δια του νομίμου εκπροσώπου της, δευτέρου των εναγομένων, τελούσε σε γνώση της μη ύπαρξης της απαιτούμενης αδείας αλιείας, κατά τον κρίσιμο χρόνο, που χορήγησε στον ενάγοντα φωτοτυπικό αντίγραφο της, που παραδόξως όμοιο του δεν φρόντισε να κρατήσει, δεδομένου ότι η ανωτέρω αλληλογραφία των αρμόδιων λιβυκών υπηρεσιών επακολούθησε της ναυτολόγησης του και του απόπλου του από την Ελλάδα, η δε ανωτέρω επιστολή του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου προς την «…………», για την ανάληψη της υποχρέωσης έκδοσης της αναγκαίας αδείας και όχι περί γνωστοποίησης της έκδοσης της, όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι, τοποθετείται χρονικά, κατά την λογική αλληλουχία των συμβάντων, μετά τις 27.3.2012 και ενώ είχαν δώσει εντολή στον προστηθέντα κυβερνήτη του επίδικου σκάφους, ενάγοντα, να διενεργεί αλιευτικές εργασίες στα χωρικά ύδατα της Λιβύης και αυτός διενεργούσε τέτοιες μέχρι που καταλήφθηκε.  Εξάλλου, όπως αποδεικνύεται, η εναγομένη πλοιοκτήτρια εταιρεία παρέλειψε να τηρήσει την προβλεπόμενη, κατά τον επίδικο χρόνο, νόμιμη διαδικασία έκδοσης ειδικής αδείας απόπλου για ενέργεια αλιείας έξω της περιοχής των Ελληνικών θαλασσών, σε ύδατα ξένων Επικρατειών ρητώς κατονομαζομένων στην σχετική άδεια ή διεθνή ύδατα, κατόπιν εγκρίσεως της αρμόδιας Υπηρεσίας Αλιείας του Υπουργείου Βιομηχανίας (άρθρο 14 του β.δ.666/1966 -ΦΕΚ Α΄ 160, που ήταν σε ισχύ), εφόσον δεν επιμελήθηκε για την χορήγηση αδείας απόπλου στο επίδικο σκάφος για διενέργεια αλιείας στα χωρικά ύδατα της Λιβύης, όπως προκύπτει ιδίως από το με ημερομηνία και ώρα 012000/04-12 έντυπο σήμα του ΥΠ.τ.Π/Α.Λ.Σ. – ΕΛ. ΑΚΤ/ΚΕΠΙΧ /Α/Φ προς το ΥΠΑΑΝ/ΓΔΑ/Δ/ΝΣΗ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΑΛΙΕΙΑΣ, σύμφωνα με το οποίο «το εν λόγω Α/Κ σκάφος δεν έχει εφοδιασθεί μέχρι σήμερα με άδεια απόπλου για αλιεία στα χωρικά ύδατα της Λιβύης, ενώ εκκρεμεί αντίστοιχη αίτησή του στην Περιφέρεια Αττικής……Συναφώς αναφέρεται ότι στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή πλησίον Λιβύης έχουν δραστηριοποιηθεί μέχρι σήμερα άνευ σχετικής αδείας και τα Α/Κ σκάφη «Π» Ν.Π. …. και «Λ.Σ.» Ν.Π. ….. ιδιοκτησίας επίσης ………». Άλλωστε, η προσκομιζόμενη μετ’επικλήσεως υπ’αριθμ.πρωτ……../13.6.2012 έγκριση χορήγησης αδείας απόπλου στο επίδικο αλιευτικό σκάφος της εναγομένης εταιρείας, του Τμήματος Αλιείας ΠΕ Πειραιώς, της Δ/νσης Αλιείας της Περιφέρειας Αττικής, αφορά ενέργεια αλιείας σε άλλα διεθνή ύδατα, όπως ρητά κατονομάζονται σ’αυτήν, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται εκείνα της Λιβύης. Περαιτέρω, ο δεύτερος εναγόμενος με την ιδιότητα του εκπροσώπου της εναγομένης πλοιοκτήτριας, στην από 6.6.2012 επιστολή του προς το Υπουργείο Εξωτερικών και το  Υπουργείο Ανάπτυξης Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, προς απόσειση των ευθυνών του για την διακινδύνευση της ασφάλειας του σκάφους και του πληρώματος και περιαγωγής τους στην δυσμενή εκτιθέμενη κατάσταση, δεν αναφέρεται σε χορηγηθέν φωτοαντίγραφο στον Κυβερνήτη ενάγοντα αδείας αλιείας και ουσιαστικά παραδέχεται ότι έστειλε το σκάφος για αλιεία στην Λιβύη, χωρίς την κατοχή της αναγκαίας αδείας, ισχυριζόμενος ότι ενήργησε έτσι, κατόπιν πιέσεως του συνεταίρου του, ως άνω, εκπροσώπου της «………..» και του συνεργάτη τούτου, Ανώτατου Αξιωματικού του Στρατού, …………., προκειμένου να παραλάβει στον λιμένα της Βεγγάζης την πρωτότυπη άδεια και επιπλέον αποδίδει στον τελευταίο, καθ’ομολογία του, ότι είχε υπογράψει και εκτελέσει ψευδείς άδειες και το πλοίο ουδεμία ευθύνη είχε. Κατόπιν τούτων, οι ισχυρισμοί των εναγομένων, που προβλήθηκαν πρωτοδίκως και επαναφέρονται με την έφεση τους, ότι χορήγησαν στον ενάγοντα νομότυπη άδεια αλιείας στα χωρικά ύδατα της Λιβύης, ενώ δεν τελούσαν σε γνώση της πλαστότητας της, κρίνονται απορριπτέοι, ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, η σύλληψη και η κράτηση του ενάγοντος από τις 31.3.2012 έως και τις 19.6.2012 στην Λιβύη, υπό τις δυσμενείς συνθήκες, που αναπτύχθηκαν ανωτέρω και που είχαν ως αποτέλεσμα τη σοβαρή διακινδύνευση της σωματικής και ψυχικής του υγείας και την βαρεία προσβολή της τιμής και της υπόληψης του, οφείλεται σε υπαιτιότητα του δεύτερου εναγομένου, υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, πλοιοκτήτριας του αλιευτικού σκάφους «Ν.», ο οποίος, αν και ήταν ιδιαίτερα νομικά υπόχρεος για την τήρηση των κανόνων ασφαλείας και προστασίας της ζωής και της υγείας των εργαζομένων στο επίδικο αλιευτικό, κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν επέδειξε την απαιτούμενη από τις περιστάσεις προσοχή και επιμέλεια, που όφειλε και μπορούσε να καταβάλλει εκτελώντας πλημμελώς τα καθήκοντα του και παρέλειψε να εφοδιάσει τον προστηθέντα στην διακυβέρνηση του επίδικου σκάφους ενάγοντα με την αναγκαία άδεια για την ασφαλή εκτέλεση της ανατιθεμένης σ’αυτόν εργασίας αλιείας στα χωρικά ύδατα της Λιβύης και ειδικότερα, δεν τήρησε την απαιτούμενη διαδικασία παροχής αδείας απόπλου από τις Ελληνικές Αρχές για την ενέργεια αλιείας στην θαλάσσια περιοχή του παράκτιου αυτού ξένου κράτους, μήτε ακολούθησε την απαιτούμενη διαδικασία για την έκδοση της σχετικής αδείας από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Λιβύης, ούτως ώστε να μη δημιουργήσει κινδύνους για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων στο επίδικο αλιευτικό και δη στον ενάγοντα κυβερνήτη του, ενόψει και της επισφαλούς πολιτικής κατάστασης, που επικρατούσε εκεί, καθώς επίσης παρέλειψε, ως όφειλε, να εφιστήσει την προσοχή τούτου στην επικινδυνότητα του επίμαχου εγχειρήματος και εν γένει να ενημερώσει τον ενάγοντα για τις ειδικότερες συνθήκες και τις προβλεπτέες επικίνδυνες καταστάσεις, κατά παράβαση των οικείων κανόνων για τους όρους ασφαλείας και προστασίας των εργαζομένων ναυτικών και εν γένει της υποχρέωσης πρόνοιας και επιμέλειας, με αποτέλεσμα να προκληθεί η σύλληψη και η κράτηση του ενάγοντος, που συνδέεται αιτιωδώς με τη μη τήρηση τους.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε στην εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων των συναφών πρώτου, δεύτερου και τρίτου λόγων της κρινόμενης έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο ενάγων παρέμενε στο ένδικο αλιευτικό σκάφος, στον λιμένα της Βεγγάζης, χωρίς δυνατότητα επαναπατρισμού, έκανε χρήση του κινητού του τηλεφώνου, από την ημέρα που του παραδόθηκε, ήτοι στις 18.4.2012 έως και την απελευθέρωση του, στις 19.6.2012, προκειμένου να επικοινωνεί τόσο με πρόσωπα της οικογενείας του, που αγωνιούσαν για την δυσμενή κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει και να τον εμψυχώνουν, όσο και με τον εναγόμενο νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης πλοιοκτήτριας εταιρείας, αλλά και με τις Ελληνικές Αρχές, ώστε να τους κρατά ενήμερους για την κατάσταση, που επικρατούσε στον τόπο κράτησης του και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, αλλά και να ενημερώνεται για την εξέλιξη της υπόθεσης του και εν γένει να δύναται να συνεννοείται προκειμένου να καταστεί εφικτή η απελευθέρωση του. Ειδικότερα, ο ενάγων ήταν κατά το επίδικο διάστημα συνδρομητής στην εταιρεία Cosmote με το πρόγραμμα «οικογενειακό πακέτο COSMOTE», που περιλάμβανε τρεις αριθμούς συνδέσεως και συγκεκριμένα τους: ……….., ……… και ………, των οποίων έκανε χρήση ο ίδιος, η σύζυγος του και ο γιος του, αντίστοιχα. Η χρέωση του για τη χρήση, κατά τις επίμαχες περιόδους, από 27.3.2012 έως 26.4.2012 ανήλθε στο ποσό των 1.260,85 €, από 27.4.2012 έως 26.5.2012 στο ποσό των 1.225,50 € και από 27.5.2012 έως 26.6.2012 στο ποσό των 1.001,60 €, ήτοι συνολικά στο ποσό των 3.487,95 ευρώ. Η ως άνω οφειλή, κατά το μέρος που υπερέβαινε τις πάγιες χρεώσεις του πακέτου, μετά ΦΠΑ 23%, ήτοι κατά το ποσό των 3.199,43 ευρώ [3.487,95 € –  90,8535 € (για τη χρήση από 27.3.2012 έως 26.4.2012) – 100,5149 € (για τη χρήση από 27.4.2012 έως 26.5.2012) – 97,1544 € (για τη χρήση από 27.5.2012 έως 26.6.2012], ήταν απόρροια της κράτησης του ενάγοντος και αφορούσε τα έξοδα περιαγωγής, που επιβαρύνθηκε, από τις κλήσεις εισερχόμενες και εξερχόμενες των εν λόγω κινητών τηλεφώνων, εκτός δικτύου της Cosmote, που πραγματοποίησε και δέχθηκε ο ίδιος και τα ανωτέρω μέλη της οικογενείας του, προκειμένου να διατηρούν κατά το διάστημα αυτό την απαραίτητη, ενόψει της αιτίας και των συνθηκών κράτησης του, επικοινωνία, τόσο μεταξύ τους, όσο και με τις αρμόδιες Ελληνικές Αρχές, αλλά και με τον εκπρόσωπο της εναγομένης και τον ανωτέρω αλλοδαπό δικηγόρο. Επομένως, το ανωτέρω ποσό, που ο ενάγων υποχρεώθηκε να καταβάλει προς την εταιρεία COSMOTE, για τις πέραν του παγίου χρεώσεις, αποτελεί περιουσιακή θετική ζημία του συνδεόμενη αμέσως και αιτιωδώς με την αδικοπρακτική συμπεριφορά του δεύτερου εναγομένου, ως εκπροσώπου της πρώτης και συνεπώς, πρέπει αυτοί να υποχρεωθούν εις ολοκληρον στην καταβολή του ελάσσονος όμως αιτούμενου με την αγωγή ποσού των 3.133,11 ευρώ (106 ΚΠολΔ) για την κρινόμενη αιτία. Σημειωτέον δε ότι η επικοινωνία του ενάγοντος με το VHF του σκάφους δεν ήταν δυνατή, καθώς το VHF χρησιμοποιείται για ναυτική συνεργασία με παράκτιο σταθερό σημείο και σε απόσταση μέχρι 60 μιλίων, ενώ το κινητό τηλέφωνο που είχε χορηγήσει η εναγομένη στον ενάγοντα λειτουργούσε με κάρτα, με περιορισμένο αριθμό μονάδων, μετά την εξάντληση των οποίων δεν εδύνατο να χρησιμοποιηθεί πλέον από αυτόν, απορριπτομένων των συναφών ισχυρισμών των εναγομένων, που προβλήθηκαν πρωτοδίκως και επαναφέρονται με την έφεση τους, περί δυνατότητας επικοινωνίας του ενάγοντος με το σύστημα VHF και με το καρτοτηλέφωνο, που τον είχαν εφοδιάσει, ως ουσιαστικά αβασίμων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε τους εναγομένους αλληλεγγύως υπόχρεους καταβολής στον ενάγοντα του ποσού των 3.133,11 ευρώ, για την αποκατάσταση της θετικής του ζημίας, συνεπεία της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς τους, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, ο συναφής πέμπτος λόγος της έφεσης, πρέπει να απορριφθεί κατ’ουσίαν.

V. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας στους εκκαλούντες, κατόπιν σχετικού αιτήματος του, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση κατά της υπ’αριθμ. 4285/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται την έφεση τυπικά.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Επιβάλλει στους εκκαλούντες τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 17 Νοεμβρίου 2020.

 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ