ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ (ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΚΩΝ) ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
683/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και από τη Γραμματέα, E.T..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 235 του ν. 4364/2016: “1. Η Εποπτική Αρχή είναι η μόνη αρμόδια να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης του άρθρου 220 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή ακολουθεί το στάδιο ασφαλιστικής εκκαθάρισης, εκτός αν άλλως ορίζεται στην απόφαση… 2… 3. Στην περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, και επί ζητημάτων που δεν ρυθμίζονται από τον Πτωχευτικό Κώδικα, οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 και του ΚΠολΔ. Παράβαση των διατάξεων αυτών επιφέρει τις ίδιες κυρώσεις και πρόστιμα στο πρόσωπο του ασφαλιστικού εκκαθαριστή όπως στην περίπτωση του Διοικητικού Συμβουλίου.” Η διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης είναι μία συλλογική διαδικασία που ανοίγει με πράξη της εποπτικής αρχής και όχι των πιστωτών, και αποβλέπει στη σύμμετρη ικανοποίηση των δικαιούχων από ασφάλιση από το προϊόν της εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων από τον εκκαθαριστή (άρθρο 242 § 4 Ν. 4364/2016). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 239 παρ. 3 του ίδιου νόμου: “Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση, αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης”. Σύμφωνα με τις αμέσως παραπάνω διατάξεις κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση : α) σε βάρος της επιχείρησης και β) σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση (εννοείται για τις αξιώσεις των ζημιωθέντων τρίτων), έτσι ώστε να προστατεύονται και οι δύο από τις αξιώσεις τρίτων. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης (ΑΠ 1413/2019, ΑΠ 1254/2019, ΑΠ 1218/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 672/2019, ΧΡΙΔ 2019.697). Τόσο οι ζημιωθέντες τρίτοι όσο και οι ασφαλισμένοι, υπαίτιοι συνήθως του ατυχήματος δεν έχουν δικαίωμα να ασκήσουν ούτε αναγνωριστική ούτε καταψηφιστική αγωγή κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης (ΑΠ 1413/2019, ΑΠ 672/2019 ό.π). Κι αν έχει αρχίσει η διαδικασία ή είναι εκκρεμής αυτή αναστέλλεται αυτοδίκαια (άρθρο 239 § 3 Ν. 4364/16). Επί της διαδικασίας ασφαλιστικής εκκαθάρισης που ομοιάζει πολύ και κυρίως ως προς τις δεσμεύσεις με την πτωχευτική διαδικασία, εφαρμόζονται συμπληρωματικά, με ευθεία και όχι αναλογική εφαρμογή εκείνες οι διατάξεις του ΠτΚ, οι οποίες δεν αντίκεινται στον σκοπό που επιδιώκεται με την εκκαθάριση (άρθρ. 235 § 3 Ν. 4364/2016), τέτοια δε, είναι η διάταξη του άρθρου 25 του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3788/2007) για την αυτοδίκαιη αναστολή των ατομικών διώξεων των πτωχευτικών πιστωτών, με την οποία ορίζεται: “1. Με επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ` αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, ή η εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. 2. Πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες”. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι αν ανακληθεί η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης (με απόφαση της αρμόδιας Εποπτικής Αρχής), ακολουθεί, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στην απόφαση, το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η οποία, αντιθέτως με ότι συμβαίνει στην πτώχευση, συνιστά συλλογική διαδικασία διοικητικής φύσεως, που κινείται από την Εποπτική Αρχή (και όχι με πρωτοβουλία των πιστωτών), οδηγεί δε στη ρευστοποίηση της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης με σκοπό την ικανοποίηση, αποκλειστικά με τη ρευστοποίηση της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, των πιστωτών ανάλογα με το ύψος των κατά της τελευταίας υφισταμένων απαιτήσεών τους. Επί της εκκαθαρίσεως αυτής είναι δυνατή η συμπληρωματική, ευθεία και όχι αναλογική, εφαρμογή εκείνων των διατάξεων του Πτωχευτικού Κώδικα, οι οποίες δεν αντίκειται στον επιδιωκόμενο με την ως άνω εκκαθάριση σκοπό. Μεταξύ των εφαρμοστέων διατάξεων περιλαμβάνεται και εκείνη του άρθρου 25 του Πτωχευτικού Κώδικα, η οποία, κατά τα προαναφερόμενα, απαγορεύει από την κήρυξη της πτώχευσης, μεταξύ άλλων, την άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων. Κατ’ ακολουθίαν αυτών, πρέπει -αναφορικά με τα κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης ένδικα βοηθήματα και ένδικα μέσα- να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, επέρχονται ειδικότερα οι ακόλουθες έννομες συνέπειες : Η συζήτηση κάθε είδους, αναγνωριστικού ή καταψηφιστικού χαρακτήρα, αγωγών που ασκήθηκαν από πιστωτές της εκκαθάρισης κηρύσσεται ως απαράδεκτη. Η συνέχιση εκκρεμών δικών επί αγωγών αντίστοιχου χαρακτήρα αναστέλλεται αυτοδικαίως. Η έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης με την επίδοση επιταγής προς πληρωμή θεωρείται ως άκυρη. Η διενέργεια πράξεων συντηρητικής ή αναγκαστικής εκτέλεσης και η συνέχιση αντίστοιχων διαδικασιών κατά της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, ακόμη κι αν έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, αναστέλλονται. Η άσκηση και η εκδίκαση ενδίκων μέσων επί αποφάσεων, που εκδόθηκαν κατόπιν αγωγής ή άλλου ενδίκου βοηθήματος από πιστωτές της εκκαθάρισης, απαγορεύεται. Η έναρξη ή συνέχιση διαδικασιών εκτέλεσης εκ μέρους του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. σε βάρος της ασφαλιστικής επιχείρησης αναστέλλονται ομοίως. Σε περίπτωση δε που, παρά την ανωτέρω απαγόρευση, ασκηθούν αγωγές, ένδικα μέσα ή άλλου είδους έννομα βοηθήματα, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται αυτών οφείλει και αυτεπαγγέλτως να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτησή τους, κατ` άρθρο 239 παρ. 3 εδαφ. τελ. του ν. 4364/2016 (ΑΠ 1413/2019, ΑΠ 1254/2019, ΑΠ 1218/2019, ΑΠ 672/2019, ό.π).
Η κατά τα ανωτέρω απαγόρευση άσκησης και εκδίκασης ενδίκων μέσων επί αποφάσεων, που εκδόθηκαν κατόπιν αγωγής ή άλλου ενδίκου βοηθήματος από πιστωτές της εκκαθάρισης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αφορά τόσο αυτά που στρέφονται κατά της επιχείρησης, όσο και αυτά που στρέφονται σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση (εννοείται για τις αξιώσεις των ζημιωθέντων τρίτων), έτσι ώστε να προστατεύονται και οι δύο από τις αξιώσεις τρίτων. Πρέπει να αναφερθεί εδώ, αναφορικά με την ασφάλιση αστικής ευθύνης από αυτοκίνητο, ότι, υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς του άρθρου 12α παρ. 5 του ν.δ/τος 400/1970, γινόταν δεκτό ότι επί ασφαλιστικής εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης, από την αναστολή των ατομικών διώξεων κατά της εταιρίας, εξαιρούνταν οι τρίτοι ζημιωθέντες σε τροχαίο ατύχημα που είχαν ευθέως εκ του νόμου δικαίωμα να στραφούν κατά αυτής, λόγω ασφάλισης από την τελευταία της αστικής ευθύνης του ζημιογόνου οχήματος κατά τον χρόνο του ατυχήματος, οπότε οι σχετικές δίκες διεξάγονταν κανονικά και κατά τον χρόνο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Τούτο, γιατί η σχετική διάταξη όριζε ότι “κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος [και όχι των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση] κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης”. Όπως προκύπτει δε από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 2496/1997 “Ασφαλιστική Σύμβαση, τροποποιήσεις ιδιωτικής ασφάλισης κ.λπ.”, ως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από 1.1.2016 με το άρθρο 278 παρ. 7 του Ν. 4364/2016, “ασφάλισμα” είναι η παροχή σε χρήμα ή σε είδος, η οποία καταβάλλεται όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση του ασφαλιστή, ήτοι η λεγόμενη “ασφαλιστική περίπτωση”. Από τα παραπάνω συνάγεται σαφώς ότι στην έννοια της ασφαλιστικής περίπτωσης, κατά την οποία καταβάλλεται το ασφάλισμα, εμπίπτει ο θάνατος, η συνταξιοδότηση, η ιατρική πάθηση σε ασφαλίσεις υγείας, η λήξη του συμφωνηθέντος χρόνου ισχύος του συμβολαίου, η αίτηση εξαγοράς συμβολαίου κ.λπ., σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους του εκάστοτε συμβολαίου. Η απαίτηση για καταβολή ασφαλίσματος αφορά περιοριστικά στη γεννημένη απαίτηση ασφαλισμένου, ήτοι την απαίτηση για καταβολή της συμφωνημένης παροχής που καλείται να καταβάλει η ασφαλιστική εταιρία, εφόσον φυσικά είναι σε λειτουργία, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν επέλθει οι συγκεκριμένες περιστάσεις, από τις οποίες έχει εξαρτηθεί στην ασφαλιστική σύμβαση η καταβολή της παροχής αυτής. Επομένως, ο όρος “ασφάλισμα” δεν περιλαμβάνει και τις απαιτήσεις τρίτων ζημιωθέντων από τροχαίο ατύχημα κατά της ασφαλιστικής εταιρίας που ασφάλιζε κατά τον κρίσιμο χρόνο του ατυχήματος το ζημιογόνο όχημα. Ήδη, όμως, με την κατάργηση του ν.δ/τος 400/1970 με το άρθρο 278 του ν. 4364/2016, η αντίστοιχη διάταξη με αυτή του άρθρου 12α παρ. 5 του ν.δ/τος 400/1970 για την αναστολή των ατομικών διώξεων κατά της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρίας είναι αυτή του άρθρου 239 παρ. 3 του ν. 4364/2016 που ορίζει ότι “κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης”. Ο όρος “απαίτηση από ασφάλιση” με τον οποίο αντικαταστάθηκε ο όρος ασφάλισμα έχει ευρύτερο περιεχόμενο από τον όρο “ασφάλισμα” και η έννοιά του προκύπτει από το άρθρο 2α περ. λδ` του προϊσχύσαντος ν.δ. 400/1970. Ειδικότερα, κατά την αμέσως προηγούμενη διάταξη “Απαίτηση από ασφάλιση” για τις ανάγκες των διαδικασιών εκκαθάρισης, θεωρείται κάθε ποσό που οφείλει η ασφαλιστική επιχείρηση σε ασφαλισμένους, κατόχους ασφαλιστηρίων συμβολαίων, δικαιούχους, ή σε κάθε ζημιωθέντα, οι οποίοι έχουν δικαίωμα άσκησης ευθείας αγωγής κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης που απορρέει από την ασφαλιστική σύμβαση, περιλαμβανομένων των ποσών που αποθεματοποιούνται για τα προαναφερόμενα πρόσωπα, όταν δεν έχουν ακόμη καταστεί γνωστά ορισμένα στοιχεία της οφειλής. Τα ασφάλιστρα που οφείλονται από ασφαλιστική επιχείρηση λόγω μη κατάρτισης ή ακύρωσης ασφαλιστικών συμβάσεων θεωρούνται επίσης απαιτήσεις από ασφάλιση για τις ανάγκες των διαδικασιών εκκαθάρισης”. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η έννοια της “απαίτησης από ασφάλιση” είναι ευρύτερη από την έννοια του “ασφαλίσματος”, καθόσον περιλαμβάνει όλα τα είδη των απαιτήσεων από ασφάλιση, είτε έχει επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος (οπότε γίνεται λόγος για απαίτηση ασφαλίσματος) είτε όχι.
Επομένως, υπό το καθεστώς του νέου νόμου 4364/2016, για εκκαθαρίσεις που έλαβαν χώρα από 1.1.2016 και μετά, όταν μία ασφαλιστική εταιρία τίθεται υπό ασφαλιστική εκκαθάριση και για όσο διάστημα διαρκεί αυτή, αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις κατά της εταιρίας, όλων όσων έχουν απαίτηση από ασφάλιση κατά αυτής, δηλαδή και των τρίτων ζημιωθέντων από τροχαίο ατύχημα που έχουν ευθεία εκ του νόμου αξίωση κατά της ασφαλιστικής εταιρίας, επειδή αυτή ασφάλιζε κατά τον χρόνο του ατυχήματος το ζημιογόνο όχημα για την προς τρίτους αστική του ευθύνη. Η αναστολή των ατομικών διώξεων περιλαμβάνει και την άσκηση ενδίκων μέσων κατά οριστικών αποφάσεων για τις παραπάνω διαφορές, είτε από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή, είτε από τον τρίτο ζημιωθέντα. Με την παραπάνω διαδικασία, που ομοιάζει με την πτωχευτική διαδικασία, κατά τον χρόνο της πτωχευτικής απαλλοτρίωσης, προστατεύεται και η ασφαλιστική εταιρία από τη διατήρηση των ενεργητικών στοιχείων της περιουσίας της, αλλά και οι ασφαλισμένοι από τις ατομικές διώξεις των ζημιωθέντων τρίτων, εφόσον η ασφαλιστική τους εταιρία προέκυψε αφερέγγυα, όλα δε αυτά ισχύουν για τις νέες ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις που άρχισαν μετά την 1/1/2016 (ΑΠ 1413/2019, ΑΠ 1254/2019, ΑΠ 672/2019 .οπ).
Εν προκειμένω, κατόπιν υποβολής σχετικής έκθεσης περί αφερεγγυότητας του κ. ……….. προσωρινού εκκαθαριστή της δεύτερης εναγόμενης-εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρίας, το Ανώτατο Δικαστήριο του Γιβραλτάρ εξέδωσε στις 26- 10-2016 απόφαση με την οποία έθεσε αυθημερόν τη δεύτερη εναγομένη σε οριστική ασφαλιστική εκκαθάριση υπό την εποπτεία της Επιτροπής Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών του Γιβραλτάρ (Gibraltar Financial Services Commission – GFSC), η οποία ενημέρωσε σχετικά την Τράπεζα της Ελλάδος (βλ. από 26-10-2016 δελτίο τύπου της Τράπεζας της Ελλάδος αναρτημένο στον επίσημο ιστότοπό της), η ως άνω δε απόφαση περί θέσης της δεύτερης εναγομένης σε ασφαλιστική εκκαθάριση αναγνωρίζεται χωρίς άλλες διατυπώσεις και παράγει τα έννομα αποτελέσματά της ταυτόχρονα σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και επομένως και στην Ελληνική Επικράτεια.
Σύμφωνα, επομένως, με τα προαναφερόμενα, από 26-10-2016 έχει επέλθει ως προς τη δεύτερη εναγομένη αυτοδίκαιη αναστολή των σε βάρος της ατομικών καταδιωκτικών μέτρων των πιστωτών της, λόγω ασφαλιστικής εκκαθάρισης, και άρα και της ενάγουσας, από τις ένδικες απαιτήσεις της από τη σύμβαση ασφάλισης της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία του ζημιογόνου …………. Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου, αλλά και ως προς την πρώτη, οδηγό και ιδιοκτήτρια αυτού, κατά τον χρόνο του επίδικου ατυχήματος, και πρέπει η συζήτηση της υπό κρίση έφεσης, κατά το μέρος που ασκείται για λογαριασμό του ανηλίκου υιού της ……. και επαναφέρεται για να συζητηθεί με την από 6-12-2019 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …………/9-12-2019) κλήση της, μετά την έκδοση διαδοχικά των υπ’αριθμ. 375/2015 και 774/2017 οριστικών αποφάσεων του παρόντος Δικαστηρίου, κατά της υπ’αριθμ. 5346/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της από 17-6-2013 (με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ…………./18-6-2013) αγωγής της, την οποία άσκησε ατομικά αλλά και ως ασκούσα την επιμέλεια του παραπάνω ανηλίκου τέκνου της, με αντικείμενο αξιώσεις αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, να κηρυχθεί και αυτεπαγγέλτως απαράδεκτη, ως προς αμφότερες τις εφεσίβλητες, κατόπιν και σχετικού αιτήματος αυτών.
Τέλος, διάταξη περί δικαστικών εξόδων σε βάρος της εκκαλούσας και υπέρ των εφεσιβλήτων δεν πρέπει να περιληφθεί στην παρούσα απόφαση, διότι αυτή δεν είναι οριστική, εφόσον δεν τέμνει ολοκληρωτικά τη διαφορά της δίκης μεταξύ αυτών (άρθρο 191 § του ΚΠολΔ) (ΟλΑΠ 4/2013 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της από 10-3-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. …………./15-4-2014) έφεση της ενάγουσας κατά της υπ’αριθμ. 5346/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 17-11-2020.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ