Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 555/2020

 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  555/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα E.T..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Την υπ’ αριθμ. 4726/24.10.2018 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων επί των αντιθέτων α] από 21.6.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/27.6.2017 και β] από 26.7.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/28.7.2018 αγωγών εργολάβου διώκοντος την καταβολή υπολοίπου του εργολαβικού ανταλλάγματος (η δεύτερη) και εργοδότιδας εταιρίας επιζητούσας την καταδίκη του αντιδίκου της σε δήλωση παράδοσης του εκτελεσθέντος έργου λόγω εξοφλήσεως της εργολαβικής αμοιβής (η πρώτη) και, αφού τις συνεκδίκασε κατά την τακτική διαδικασία, τις δέχθηκε αμφότερες κατ’ ουσία και την μεν εργοδότρια υποχρέωσε να καταβάλει στον αντίδικό της μέρος της εργολαβικής αμοιβής που επιδιώχθηκε με τη δεύτερη αγωγή και κρίθηκε ότι παρέμεινε ανεξόφλητο στα πλαίσια συμβάσεως έργου με αντικείμενο την εκτέλεση ελασματουργικών και σωληνουργικών εργασιών επί του υπό ναυπήγηση ρυμουλκού πλοίου Χ, που ανήκε στην πλοιοκτησία της ως εργοδότριας εναγόμενης ναυτικής εταιρίας, τον δε εργολάβο καταδίκασε σε δήλωση βουλήσεως, δηλαδή σε υπογραφή πρωτοκόλλου παράδοσης του πλοίου στην πλοιοκτήτρια υπό τον όρο της ταυτόχρονης καταβολής της πιο πάνω εργολαβικής αμοιβής, πλήττουν με έννομο συμφέρον που απορρέει από τη βλάβη εκάστου εκκαλούντος, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως, τόσο ο ενάγων της δεύτερης αγωγής εργολάβος …….. με την από 15.1.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/16.1.2019 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …/18.3.2019 έφεση του [Α έφεση], όσο και η ενάγουσα της πρώτης αγωγής εδρεύουσα στα ….. Σαλαμίνας και νομίμως εκπροσωπούμενη εργοδότρια ναυτική εταιρία με την από 17.1.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/17.1.2019 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./20.3.2019 έφεσή της [Β έφεση]. Οι κρινόμενες αντίθετες εφέσεις, συνοδευόμενες από το νόμιμο παράβολο (βλ. το με αριθμό …. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 16.1.2019 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της Εθνικής Τράπεζας, που έχουν επισυναφθεί στην Α έφεση, καθώς και το υπ’ αριθμ. ….. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 17.1.2019 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της Εθνικής Τράπεζας, που έχουν επισυναφθεί στη Β έφεση), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 499, 500, 511, 513 εδαφ. α, στοιχ. β, 516 § 1, 517, 518 § 2, 520 και 524 § 1 ΚΠολΔ),  δεδομένου ότι κανείς διάδικος δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της μέχρι την κατάθεση εκάστης εφέσεως δεν παρήλθε η νόμιμη προθεσμία προσβολής της. Επομένως, οι ένδικες εφέσεις πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246 και 524 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως τακτική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532 και 533 § 1 ΚΠολΔ. Η ίδια κρίση προσήκει ως προς τους πρόσθετους στη Β έφεση λόγους, που περιλαμβάνονται στο από 8.4.2019 δικόγραφο της εκκαλούσας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό σχετικής εκθέσεως …../8.4.2019 και κοινοποιήθηκε στον καθ’ ου οι λόγοι αυτοί αντίδικό της τριάντα [30] τουλάχιστον ημέρες πριν τη συζήτηση της έφεσης, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ……/8.4.2019 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……, δεδομένου ότι με το δικόγραφο αυτό διατυπώνονται επιχειρήματα που αφορούν σφάλματα της εκκαλουμένης επί κεφαλαίου αυτής που έχει ήδη πληγεί με το εφετήριο. Προς συζήτηση εισάγεται και η από 18.3.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./18.3.2019 αίτηση του εκκαλούντος της Α έφεσης, με την οποία γίνεται επίκληση επείγουσας περίπτωσης και επικειμένου κινδύνου και ζητείται, όπως το αίτημά της διορθώθηκε με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του αιτούντος στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του και επαναλήφθηκε στο από 9.5.2019 έγγραφο σημείωμά του, να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της καθ’ ης ναυτικής εταιρίας και, ειδικώς, του ρυμουλκού πλοίου Χ, νηολογίου Πειραιώς, για την εξασφάλιση της ένδικης απαίτησης του αιτούντος έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ως άνω Α έφεσής του και μέχρι του ποσού των τετρακοσίων τριάντα χιλιάδων ευρώ [430.000 €], αφού πρώτα ανακληθεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 697 ΚΠολΔ, η με αριθμό 387/15.3.2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων μετά τη δημοσίευση της εκκαλουμένης και απέρριψε την από 17.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./2018 αίτησή του με το ίδιο αίτημα, που είχε υποβληθεί προς εξασφάλιση της ήδη τότε δεκτής γενομένης απαιτήσεώς του και απέρριψε αυτήν με την εσφαλμένη, κατά τον τότε και τώρα αιτούντα, παραδοχή της ελλείψεως εννόμου συμφέροντός του, στην οποία κατέληξε ενόψει του γεγονότος ότι αυτός είχε ήδη τότε εξοπλίσει την απαίτησή του με εκτελεστό τίτλο. Ή αίτηση αυτή παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων των άρθρων 686 επομ. ΚΠολΔ, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η κύρια δίκης και είναι ως εκ τούτου καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 684, 686 § 5 και 697 ΚΠολΔ) και πρέπει να συνεκδικαστεί με την κύρια υπόθεση.

ΙΙ. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου οι διάδικοι προέβαλαν αξιώσεις προερχόμενες από την εκτέλεση ελασματουργικών και σωληνουργικών εργασιών επί του υπό ναυπήγηση ρυμουλκού πλοίου Χ, που ο εξ αυτών ……….., που δραστηριοποιείται στα πλαίσια ατομικής επιχείρησης που διατηρεί προς τούτο στο Πέραμα Αττικής με αυτό το αντικείμενο, ανέλαβε την άνοιξη του έτους 2015 με σύμβαση που συνήψε με την πλοιοκτήτρια του πλοίου αυτού, που είχε εγγραφεί στο νηολόγιο του Πειραιώς, ναυτική εταιρία με την επωνυμία «…………..». Οι αντίδικοι ομονοούσαν ως προς την κατάρτιση της συμβάσεως αυτής και την προσήκουσα εκτέλεση των εργασιών στο εν λόγω πλοίο, με υλικά (χαλύβδινα ελάσματα) των οποίων η αξία κτήσης βάρυνε την εργοδότρια, έριζαν όμως ως προς το ύψος του εργολαβικού ανταλλάγματος που συμφωνήθηκε, ως προς την πλήρη ή μερική εξόφλησή του, καθώς και ως προς το δικαιολογημένο ή μη της αρνήσεως του εργολάβου να συμπράξει με την υπογραφή του στην σύνταξη πρωτοκόλλου παράδοσης και παραλαβής του πλοίου, όπως είχε συμφωνηθεί, επικαλούμενοι η μεν εργοδότρια – πλοιοκτήτρια εταιρία ότι η εργολαβική αμοιβή είχε συνομολογηθεί κατ’ αποκοπή στο χρηματικό ποσό των εβδομήντα χιλιάδων ευρώ (70.000 €) για το σύνολο των εργασιών που εκτελέστηκαν με σύμβαση που καταρτίστηκε εγγράφως στις 15.4.2015, ότι η αμοιβή αυτή είχε καταβληθεί στο σύνολό της και ότι ο εναγόμενος εργολάβος αρνούταν αδικαιολόγητα να εκπληρώσει την πρόσθετη υποχρέωση που είχε με τη σύμβαση αυτή αναλάβει και να υπογράψει το πρωτόκολλο παράδοσης του πλοίου αποπερατωμένου στην εργοδότρια, αποστερώντας την από τη δυνατότητα να εκδώσει νομότυπα το έγγραφο εθνικότητας του ρυμουλκού, που ήταν αναγκαίο για την έναρξη της εμπορικής εκμεταλλεύσεώς του, ο δε εργολάβος ότι η αμοιβή του συμφωνήθηκε ατύπως στα πλαίσια δύο [2] συμβάσεων που είχε προηγουμένως καταρτίσει προφορικά με τον εκπρόσωπο της πλοιοκτήτριας εταιρίας . …., τη μεν πρώτη, που αφορούσε την εκτέλεση των ελασματουργικών εργασιών, στις 11.3.2015 και τη δεύτερη, που αφορούσε την εκτέλεση των σωληνουργικών εργασιών στο ναυπηγούμενο πλοίο, στις αρχές του μηνός Απριλίου του ιδίου εκείνου έτους και η οποία (αμοιβή), σύμφωνα με την πρώτη συμφωνία ανερχόταν στο χρηματικό ποσό των δύο ευρώ [2 €] ανά κιλό πλήρως τοποθετημένου σιδηροϋλικού, το οποίο αποτελούσε άλλωστε και το ειθισμένο εργολαβικό αντάλλαγμα για παρόμοιες εργασίες και σύμφωνα με τη δεύτερη προσδιοριζόταν με βάση το μήκος και τη διάμετρο των σωληνώσεων που επρόκειτο να τοποθετηθούν στο ρυμουλκό, επί την τιμή μονάδας που είχε συμφωνηθεί. Η αντιδικία περιστράφηκε γύρω από το ζήτημα της εικονικότητας ή μη του αναγραφέντος στην από 15.4.2015 έγγραφη συμφωνία των διαδίκων εργολαβικού ανταλλάγματος, για το οποίο ο μεν εργολάβος υποστήριξε ότι καθορίστηκε εκεί μόνο φαινομενικά, για φορολογικούς λόγους αναγόμενους στο πρόσωπο της εργοδότριας, η δε τελευταία ότι ήταν σπουδαίο, εύλογο και ανάλογο προς το έργο που ανέθεσε στον αντίδικό της. Στα πλαίσια αυτά, με την από 21.6.2017 αγωγή της η εργοδότρια επικαλέστηκε πλήρη εξόφληση του συμφωνημένου στις 15.4.2015 εργολαβικού ανταλλάγματος με τμηματικές καταβολές που πραγματοποίησε κατά το χρονικό διάστημα από 18.3.2015 έως 27.7.2015 και ζήτησε να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολΔ, η δήλωση βουλήσεως του αντιδίκου της που, παρά ταύτα, αρνήθηκε να προβεί σε υπογραφή του πρωτοκόλλου παράδοσης – παραλαβής του ως άνω πλοίου, όπως είχε υποχρέωση με βάση ρητό όρο της έγγραφης ως άνω εργολαβικής συμβάσεως, ενώ, με την από 26.7.2017 αντίθετη αγωγή του ο εργολάβος επικαλέστηκε ότι η πραγματική αμοιβή του, την οποία υπολόγισε απολογιστικά, ανήλθε για τις μεν ελασματουργικές εργασίες στο χρηματικό ποσό των τετρακοσίων πενήντα μιας χιλιάδων τριακοσίων ευρώ (451.300 €) και για τις σωληνουργικές σε πενήντα εννέα χιλιάδες οκτακόσια ενενήντα ένα ευρώ και οκτώ λεπτά (59.891,08 €) κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή του, συνολικώς δε στο χρηματικό ποσό των πεντακοσίων ένδεκα χιλιάδων εκατόν ενενήντα ενός ευρώ και οκτώ λεπτών (511.191,08 €), έναντι του οποίου συνομολόγησε ότι είχε κατά το χρονικό διάστημα από 3.4.2015 έως 14.7.2016 δεχθεί καταβολές και πέραν των αναφερομένων στην αγωγή της εργοδότριας και, συγκεκριμένα, ότι είχε λάβει το συνολικό χρηματικό ποσό των εκατόν σαράντα τριών χιλιάδων ευρώ (143.000 €), μετ’ αφαίρεση των οποίων ζήτησε να υποχρεωθεί η εργοδότρια εταιρία να του καταβάλει το προκύπτον υπόλοιπο των τριακοσίων εξήντα οκτώ χιλιάδων εκατόν ενενήντα ενός ευρώ και οκτώ λεπτών (368.191,08 €) με το νόμιμο τόκο από τις 6.7.2016, οπότε ολοκλήρωσε τις εργασίες που ανέλαβε να εκτελέσει άλλως είτε από τις 2.3.2017 είτε από τις 2.6.2017, οπότε προσκλήθηκε εξωδίκως να προσέλθει προς υπογραφή του πρωτοκόλλου παράδοσης – παραλαβής του πλοίου Χ, διαφορετικά από την επίδοση της αγωγής του και μέχρι την ολοσχερή του εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέβλεψε στο κόστος του εργολάβου για την καταβολή ημερομισθίων και ασφαλιστικών εισφορών του εργατοτεχνικού προσωπικού που απασχόλησε, το οποίο υπολόγισε σε ογδόντα τέσσερις χιλιάδες πεντακόσια τριάντα πέντε ευρώ (84.535 €), το οποίο υπολειπόταν της φερόμενης ως εγγράφως συνομολογημένης εργολαβικής αμοιβής και εξ αυτού συνήγαγε εικονικότητα της από 15.4.2015 συμβάσεως, για να δεχθεί ακολούθως, πρώτον, ότι η πράγματι συμφωνημένη εργολαβική αμοιβή για τις ελασματουργικές εργασίες ανερχόταν σε δύο ευρώ (2 €) ανά κιλό πλήρως τοποθετημένου στο ναυπηγηθέν πλοίο ελάσματος, από το οποίο, όμως, αφαίρεσε εξήντα λεπτά του ευρώ (0,60 €) ανά κιλό που αντιστοιχούσε στην αξία των υλικών αυτών, που βάρυνε κατά τη συμφωνία την εργοδότρια, και, δεύτερον, ότι η αυτή η τελευταία είχε αξίωση από τον αντίδικό της να εκδώσει μετά την αποπεράτωση της ναυπήγησης του πλοίου Χ και να της παραδώσει σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής του, η οποία απέρρεε όχι μόνο από τη μεταξύ τους σύμβαση αλλά και από το νόμο (άρθρο 7 του ΚΔΝΔ, σε συνδυασμό προς τη με αριθμό πρωτοκόλλου Μ. 1341/11/98 από 8.12.1998 εγκύκλιο με θέμα «Δικαιολογητικά για πράξεις νηολογίου» που έχει εκδώσει η αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας). Με βάση αυτές τις ουσιαστικές παραδοχές το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ακολούθως ότι ο ενάγων εργολάβος δικαιούται, αφενός, το χρηματικό ποσό των τριακοσίων είκοσι έξι χιλιάδων επτακοσίων τεσσάρων ευρώ (326.704 €) ως υπόλοιπο της αμοιβής του για την εκτέλεση των ελασματουργικών εργασιών, μέρος μάλιστα των οποίων, όπως δέχθηκε, δεν είχε περιληφθεί στην αρχική εργολαβική συμφωνία αλλά του ανατέθηκε μετά την κατασκευή του κύτους του εν λόγω ρυμουλκού και, αφετέρου, το χρηματικό ποσό των πενήντα εννέα χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και οκτώ λεπτών (59.891,08 €) για την εκτέλεση των σωληνουργικών εργασιών, συνολικώς δε το χρηματικό ποσό των τριακοσίων ογδόντα έξι χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και οκτώ λεπτών (386.595,08 €), από το οποίο αφαίρεσε τις εκατόν σαράντα τρεις χιλιάδες ευρώ (143.000 €), τη λήψη των οποίων έναντι της συνολικής του αμοιβής είχε καθ’ υποφορά με την αγωγή του συνομολογήσει ο ενάγων εργολάβος, καθώς και ότι έπρεπε αυτός να καταδικαστεί στην υπογραφή του ως άνω πρωτοκόλλου, υπό τον όρο, όμως, της ταυτόχρονης αποπληρωμής του υπολοίπου της ανεξόφλητης αμοιβής του, κατά παραδοχή σχετικής από το άρθρο 374 ΑΚ αναβλητικής ένστασης, που θεώρησε ότι είχε προβληθεί με τις προτάσεις του εναγόμενου εργολάβου σε αντίκρουση της αγωγής της εργοδότριας. Έτσι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατά παραδοχή αμφοτέρων των αγωγών, αφενός, υποχρέωσε την εργοδότρια εταιρία να καταβάλει στον ενάγοντα εργολάβο το χρηματικό ποσό των διακοσίων σαράντα τριών χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και οκτώ λεπτών (386.595,08 € – 143.000 € = 243.595,08 €) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής του και, αφετέρου, καταδίκασε τον ίδιο (εναγόμενο της από 21.6.2017 αγωγής) σε δήλωση βουλήσεως προς υπογραφή του πρωτοκόλλου παράδοσης – παραλαβής του ρυμουλκού πλοίου Χ, υπό τον όρο της ταυτόχρονης καταβολής εκ μέρους της αντιδίκου του του υπολοίπου της εργολαβικής αμοιβής, όπως κατά τα ανωτέρω την προσδιόρισε.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη αμφότεροι οι διάδικοι και με την επίκληση εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, υποβάλλει ο καθένας τους αίτημα καθολικής εξαφανίσεώς της, με σκοπό την αναδίκαση των αγωγών, την παραδοχή της αγωγής του και την απόρριψη της αγωγής του αντιδίκου του.

ΙΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολΔ, που τέθηκε για να εξασφαλίσει την αυτούσια ικανοποίηση της αξίωσης του δανειστή σε δήλωση  βουλήσεως του οφειλέτη του, που δυστροπεί και την αρνείται, χωρίς υλικό καταναγκασμό του τελευταίου και χωρίς τη σύμπραξή του και ορίζει ότι «Όταν κάποιος καταδικάζεται σε δήλωση βούλησης, η δήλωση αυτή θεωρείται ότι έγινε μόλις η απόφαση γίνει τελεσίδικη. Αν η καταδίκη σε δήλωση βούλησης εξαρτήθηκε από αντιπαροχή, η δήλωση βούλησης θεωρείται ότι έγινε από τη στιγμή που εκπληρώθηκε η αντιπαροχή ή επήλθε υπερημερία αποδοχής της», συνάγεται ότι η αγωγή που έχει ως αίτημα την καταδίκη του εναγομένου σε δήλωση βουλήσεως πρέπει να ευρίσκει νόμιμο έρεισμα στις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, να στηρίζεται δηλαδή σε πραγματικά περιστατικά που δημιουργούν ενοχή, δηλαδή αφενός δικαίωμα του δανειστή ενάγοντος να απαιτήσει από τον οφειλέτη την εκπλήρωση παροχής που συνίσταται σε δήλωση βουλήσεως, κατευθυνόμενη συνήθως στην κατάρτιση σύμβασης και, αφετέρου, νόμιμη υποχρέωση του εναγομένου να προβεί στη δήλωση της βουλήσεώς του αυτής. Δικαιοπαραγωγικοί λόγοι της αξιώσεως είναι είτε η δικαιοπραξία, την οποία ο νόμος εξοπλίζει με δεσμευτικότητα (άρθρο 361 ΑΚ) είτε απευθείας ο νόμος (ΑΠ 1919/2017, ΑΠ 335/2016, ΜονΕφΠειρ. 701/2015, πρώτη δημοσίευση όλων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ). Από το γεγονός ότι η δήλωση βουλήσεως στην οποία αρνείται να προβεί ο εναγόμενος πρέπει να αποτελεί στη συγκεκριμένη περίπτωση αντικείμενο αξιώσεως, σε συνδυασμό προς τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 216 § 1 στοιχ. α ΚΠολΔ, κατά την οποία «Η αγωγή … πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου … γ) ορισμένο αίτημα», έπεται ότι για το ορισμένο της αγωγής από το άρθρο 949 ΚΠολΔ απαιτείται (αλλά και αρκεί) να αναφέρονται στο δικόγραφό της με σαφήνεια και πληρότητα τα περιστατικά στα οποία στηρίζεται η αξίωση του ενάγοντος κατά του εναγομένου, να γίνεται επίκληση του ληξιπροθέσμου της αξιώσεως αυτής και της αρνήσεως του οφειλέτη να την ικανοποιήσει και να περιλαμβάνεται συγκεκριμένο αίτημα, υπό την έννοια του επακριβούς καθορισμού του περιεχομένου της επιζητούμενης δήλωσης βουλήσεως, σύμφωνα με το οποίο θα διαμορφωθεί και το διατακτικό της δικαστικής απόφασης, αν η αγωγή γίνει δεκτή (ΑΠ 1396/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, αν η αξίωση του ενάγοντος απορρέει από δικαιοπραξία πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής να γίνεται αναφορά σε έγκυρη κατάρτιση σύμβασης και του ειδικότερου περιεχομένου της, ενώ αν δικαιοπαραγωγικός λόγος της είναι ο νόμος είναι απαραίτητη η μνεία περιστατικών που πληρούν τη νομοτυπική μορφή της συγκεκριμένης διατάξεως που προβλέπει την αξίωση και με την συνδρομή των οποίων αυτή γεννάται (Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ΙΙ, Ειδικό Μέρος, 2018, 38, αρ. 12, σελ. 118 επομ., Β. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση [κατ’ άρθρο], τόμος Ε, 1997, άρθρο 949, αρ. 24 – 25, σελ. 620 – 621, Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος δεύτερος, ανατύπωση δεύτερης έκδοσης, άρθρο 949, 238α, ΙΙΙ, σελ. 658).

Εν προκειμένω, στην από 21.6.2017 αγωγή εκτέθηκε ότι αποπερατώθηκαν οι εργασίες επί του υπό ναυπήγηση πλοίου Χ, της πλοιοκτησίας της ενάγουσας ναυτικής εταιρίας, η εκτέλεση των οποίων είχε ανατεθεί από αυτήν στον εναγόμενο εργολάβο με σύμβαση, με ειδικό όρο της οποίας ο τελευταίος ανέλαβε την πρόσθετη υποχρέωση με την ολοκλήρωση των εργασιών του αυτών να προβεί στην υπογραφή από κοινού με την εργοδότρια σχετικού πρωτοκόλλου παράδοσης – παραλαβής και ζητήθηκε η καταδίκη του σε δήλωση βουλήσεως «ως προς τη συνυπογραφή» του εν λόγω πρωτοκόλλου, το περιεχόμενο του οποίου περιελήφθη στο δικόγραφό της. Για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός της η ενάγουσα διέλαβε σ’ αυτό, αφενός, ότι η σύμπραξη του εναγομένου με την ειδικότερη μορφή που ζητήθηκε, ήταν απαραίτητη για την έκδοση ουσιώδους ναυτιλιακού εγγράφου του πλοίου της και, συγκεκριμένα, του εγγράφου εθνικότητάς του και, αφετέρου, ότι εξαιτίας της αδικαιολόγητης αρνήσεως του αντιδίκου της είχε υποστεί περιουσιακή ζημία δια της απώλειας κερδών που προσδοκούσε από την τακτική εκμετάλλευσή του. Με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή ήταν πλήρως ορισμένη, δεδομένου ότι στο δικόγραφό της γινόταν σαφής, ακριβής και πλήρης αναφορά του δικαιοπαραγωγικού λόγου της αξιώσεως της ενάγουσας έναντι του εναγομένου με την παράθεση της μεταξύ τους καταρτισθείσας συμβάσεως έργου, του ειδικού περιεχομένου αυτής από το οποίο συνάγεται ευθέως η επίδικη υποχρέωση του εναγομένου προς (πρόσθετη προς την εκτέλεση των εργασιών που ανέλαβε) παροχή στην ενάγουσα, συνιστάμενη σε γραπτή δήλωση, καθώς και της άρνησής του να προβεί στη δήλωση αυτή, παρά το ληξιπρόθεσμο της υποχρέωσής του, που επήλθε, κατά τα όσα εκτίθεται ότι συμφωνήθηκαν, μετά την ολοκλήρωση των τεχνικών εργασιών που ως εργολάβος ανέλαβε. Ο επακριβέστερος καθορισμός του χρόνου της αποπερατώσεως των εργασιών αυτών, με αναφορά συγκεκριμένης ημεροχρονολογίας, δεν ήταν αναγκαίος, δεδομένου ότι μπορούσε να προκύψει, όπως και προέκυψε, από την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού, χωρίς η έλλειψη της αναφοράς του να επηρεάζει το κύρος του αγωγικού δικογράφου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που θεώρησε πλήρως ορισμένη την αγωγή αυτή, ορθώς τις διατάξεις των άρθρων 216 § 1 στοιχ. α και 949 ΚΠολΔ εφάρμοσε και οι απορριφθέντες πρωτοδίκως και με το δεύτερο λόγο της Α έφεσης επαναφερόμενοι αντίθετοι ισχυρισμοί του εναγομένου – εκκαλούντος πρέπει να απορριφθούν ως νομικά αβάσιμοι. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας πρέπει να σημειωθεί ότι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς τυγχάνουν και οι ειδικότεροι, προβαλλόμενοι στα πλαίσια του ιδίου λόγου εφέσεως, ισχυρισμοί του εκκαλούντος περί του ότι α] η εργοδότρια είχε ήδη πριν του χορηγήσει το προς συνυπογραφή πρωτόκολλο προβεί στη ναύλωση σε τρίτους του ναυπηγηθέντος πλοίου γυμνού και β] τα στοιχεία των ναυλωτών με τους οποίους συνήψε τη συμφωνία αυτή δεν είχαν διευκρινιστεί επαρκώς, καθόσον αυτοί αναφέρονται στην, κατά τη γνώμη του, αοριστία και ουσιαστική αβασιμότητα (όχι της επίδικης αξιώσεως από το άρθρο 949 ΚΠολΔ αλλά) έτερης απαίτησης της ενάγουσας σχετιζόμενης με την αποκατάσταση των ζημιών που ισχυρίστηκε, στα πλαίσια άλλης δίκης (επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1109/2018 απορριπτική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), ότι υπέστη με τη μορφή των διαφυγόντων κερδών από την υπερημερία του αντιδίκου της να εκπληρώσει την πρόσθετη υποχρέωση που ανέλαβε συμβατικά, να συμπράξει δηλαδή δια της συνυπογραφής του στην κατάρτιση του επίμαχου πρωτοκόλλου παράδοσης – παραλαβής του πλοίου Χ.

IV. Με τη διάταξη του άρθρου 946 § 1 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι «Αν ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει την υποχρέωση του να επιχειρήσει πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση του οφειλέτη, το δικαστήριο τον καταδικάζει να εκτελέσει την πράξη και στην περίπτωση που δεν την εκτελέσει τον καταδικάζει αυτεπαγγέλτως σε χρηματική ποινή έως πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ υπέρ του δανειστή και σε προσωπική κράτηση έως ένα έτος», θεσπίζεται τρόπος έμμεσης εκτέλεσης (ΑΠ 190/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 107/2019, ΠειρΝ 2019/60) της αξίωσης του δανειστή, που δεν αφορά παράδοση ή απόδοση πράγματος, εκπλήρωση χρηματικής απαιτήσεως ή δήλωση βουλήσεως, περί της εκτελέσεως των οποίων πρόβλεψη περιέχεται στις διατάξεις των άρθρων 941, 942, 949 και 951 του ιδίου Κώδικα (ΑΠ 1914/2011, ΕΠολΔ 2012/191) αλλά έχει ως αντικείμενο ορισμένη θετική ενέργεια με τη μορφή της υλικής πράξης, που είναι αναντικατάστατη, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να επιχειρηθεί από άλλον εκτός από αυτόν που υποχρεούται σ’ αυτήν βάσει συμβάσεως ή εκ του νόμου, επειδή η εκτέλεσή της από τρίτον δεν θα έχει το ίδιο νομικό ή οικονομικό αποτέλεσμα για το δανειστή και η διενέργειά της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση του οφειλέτη, η οποία δεν μπορεί να καμφθεί άλλως παρά με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κρατήσεως. Αντιθέτως, επί υποχρεώσεως του οφειλέτη σε νομική πράξη (δήλωση δικαιοπρακτικής βουλήσεως) εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολΔ, που προπαρατέθηκε, στην οποία προβλέπεται ένα ιδιότυπο μέσο εκτέλεσης και εξαναγκασμού του οφειλέτη για την εκπλήρωση υποχρεώσεώς του προς επιχείρηση της οφειλόμενης νομικής πράξης, η οποία και θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου ότι έγινε από της τελεσιδικίας της αποφάσεως που τον καταδικάζει στη σχετική δήλωση βουλήσεως (ΑΠ 1511/2013, ΧρΙΔ 2014/211 = ΕπισκΕΔ 2013/967, ΑΠ 76/2004, ΧρΙΔ 2004/431 = Δ 2004/1043, ΑΠ 732/1993, Δνη 1995/105, ΤριμΕφΑθ. 328/2019, ΤριμΕφΑθ. 224/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με την καθιέρωση του πλάσματος αυτού ο νομοθέτης αποσκοπεί στην υποκατάσταση της (φυσικής) δηλώσεως της βούλησης του οφειλέτη από τη δικαστική απόφαση, με την τελεσιδικία της οποίας επέρχονται οι έννομες συνέπειες της πρώτης, που ελλείπει, ωσάν στη δήλωση να είχε προβεί ο οφειλέτης, χωρίς μάλιστα την παρεμβολή των οργάνων της εκτελέσεως και χωρίς το φυσικό καταναγκασμό του. Για τη λειτουργία του νομικού πλάσματος προϋποτίθεται, πέραν της, όπως ήδη ανωτέρω ειπώθηκε, υποχρεώσεως σε δήλωση βουλήσεως που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αξιώσεως, η εκπλήρωση της οποίας μπορεί να εξαναγκαστεί (ΑΠ 499/2011, ΝοΒ 2011/1577 = Δνη 2011/1052) και η δυνατότητα της πλήρους ικανοποιήσεως της αξιώσεως αυτής δια του νομικού πλάσματος, όπως συμβαίνει όταν η κατά το άρθρο 949 ΚΠολΔ τελεσίδικη απόφαση είναι σε θέση, σύμφωνα με το νόμο και τις αντιλήψεις των συναλλαγών, να επιφέρει αυτή και μόνη αποτελέσματα επακριβώς ισοδύναμα για το δανειστή προς εκείνα της οικειοθελούς δηλώσεως βουλήσεως του οφειλέτη, όταν δηλαδή για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος του πρώτου δεν απαιτείται οποιαδήποτε άλλη, πρόσθετη της δηλώσεως αυτής, (φυσική) σύμπραξη του οφειλέτη, διότι τότε η εκτέλεση της αξιώσεως γίνεται εμμέσως κατά το άρθρο 946 § 1 ΚΠολΔ (Ε. Ποδηματά, Η καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως κατά το άρθρο 949 ΚΠολΔ, 1989, § 3 ΙΙΙ 2 Β, σελ. 102, Ν. Νίκας, ο.π., αρ. 7, σελ. 114). Στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 949 ΚΠολΔ περιλαμβάνονται οι ρητές δικαιοπρακτικές δηλώσεις βουλήσεως, δηλαδή οι δηλώσεις βουλήσεως που αποτελούν πράξεις αυτοκαθορισμού του δηλούντος και κατευθύνονται στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, τα οποία επέρχονται ακριβώς επειδή είναι ηθελημένα (Γ. Μπαλής, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, 1961, § 32, σελ. 106 επομ.), εφόσον, βέβαια, έχουν περιουσιακό χαρακτήρα, για τις οποίες ο οφειλέτης έχει, όπως προαναφέρθηκε, υποχρέωση είτε από δικαιοπραξία είτε απευθείας από το νόμο, υπό την έννοια της ειδικής διάταξης ουσιαστικού νόμου, που έχει τέτοιο περιεχόμενο (λ.χ. από τα άρθρα 734 και 904 § 1 ΑΚ). Όμως, η ίδια διάταξη εφαρμόζεται είτε ευθέως είτε αναλογικά, όπως γίνεται δεκτό κατά την κρατούσα και ορθότερη άποψη (Π. Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ΙΙ/α, 2017, § 50, αρ. 17, σελ. 82, Ι. Καρακατσάνης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 424, αρ. 6, σελ. 491, Ι. Καποδίστριας, ΕρμΑΚ, άρθρο 424, αρ. 20) και στις οιονεί δικαιοπρακτικές δηλώσεις, εκείνες δηλαδή που επισύρουν έννομες συνέπειες ex lege, ανεξάρτητα αν ο δηλών απέβλεψε σ’ αυτές και οι οποίες διακρίνονται από τις απλές υλικές πράξεις, που δεν αποτελούν δηλώσεις επειδή δεν επιχειρούνται με πρόθεση γνωστοποιήσεώς τους σε άλλον (Μ. Καράσης, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ιβ, Γενικές Αρχές, εισαγωγικές Παρατηρήσεις στα άρθρα 127 – 200, αρ. 7, σελ. 4 επομ. και αρ. 9, σελ. 5, Εμμ. Μιχελάκης, ΕρμΑΚ, Εισαγ. Άρθρ. 127 – 200, αρ. 121 – 125). Από τα ανωτέρω έπεται ότι όταν η υποχρέωση του οφειλέτη συνίσταται στην προσυπογραφή εγγράφου δυναμένου να έχει έννομες συνέπειες, όπως του επίμαχου πρωτοκόλλου παραλαβής – παράδοσης στον εργοδότη κατασκευασμένου από αυτόν ως εργολάβο πράγματος, πρόκειται ουσιαστικά για υποχρέωση δηλώσεως σε αποδεικτικό έγγραφο της κατά την παράσταση του δηλούντος πραγματικότητας, περί ανακοινώσεως δηλαδή γεγονότος αναγομένου στο παρόν ή στο μέλλον, που αφορά τις προς τρίτους έννομες σχέσεις του δανειστή και η οποία δεν έχει αυτοτελή υπόσταση έναντι της δηλώσεως βουλήσεως του οφειλέτη (Ε. Ποδηματά, ο.π., σελ. 123), η οποία εξωτερικευόμενη θα συνίσταται στη θέλησή του να διαμορφωθούν οι έννομες σχέσεις του δανειστή του σύμφωνα με την πραγματικότητα, στην αποτύπωση της οποίας σε έγγραφο οφείλει και ο ίδιος να συμπράξει υπέρ αυτού. Πρόκειται συνεπώς για ανακοίνωση, η υποχρέωση προς την οποία έχει συνήθως αιτία το νόμο αλλά κάποτε και δικαιοπρακτική, όπως συμβαίνει όταν η σύμπτωση των ιδιωτικών βουλήσεων ιδρύει αξίωση πέραν της νόμιμης (βλ. σχετ. Αθ. Κρητικό, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 303, αρ. 5, σελ. 116, Αλ. Λιτζερόπουλος, ΕρμΑΚ, άρθρο 303, αρ. 2) και έχει ως περιεχόμενο είτε την παράσταση του υποχρέου ως προς την καταγραφή της πραγματικότητας είτε τη βούλησή του να προσπορίσει το έργο που κατασκεύασε στον εργοδότη (για την οποία καταρχήν δεν απαιτείται άλλη ενέργεια πέραν της αποπερατώσεώς του: ΑΠ 972/1994, ΑρχΝ 1994/498). Αν η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται μόνον από σύμβαση η ανακοίνωση αποτελεί το αντικείμενο οφειλόμενης παροχής του υποχρέου, ο οποίος ως συμβατικά ενεχόμενος μπορεί να εξαναγκαστεί στην εκπλήρωσή της, αφού το αποτέλεσμά της δεν υπάρχει άλλος τρόπος να επέλθει παρά μόνον αν είναι ηθελημένο. Αν απορρέει από το νόμο το ίδιο αποτέλεσμα επέρχεται ακόμα και αν δεν το επιδιώκει ο δηλών, οπότε η ανακοίνωσή του έχει τότε οιονεί δικαιοπρακτικό χαρακτήρα. Βέβαια, ως νόμιμη, κατά την έννοια του άρθρου 949 ΚΠολΔ, δεν νοείται η παρεπόμενη εκείνη υποχρέωση που απορρέει από την αρχή της καλής πίστης (άρθρο 288 ΑΚ), έστω και αν έχει το ίδιο περιεχόμενο, αφού δεν είναι εξαναγκαστή, υπό την έννοια ότι η παραβίασή της παράγει μόνον (δευτερογενή) αξίωση αποζημιώσεως για πλημμελή εκπλήρωση και όχι (πρωτογενή) ευθύνη προς αυτούσια εκπλήρωσή της (Μ. Σταθόπουλος, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 287, αρ. 38 – 40, σελ. 21 – 22, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1999, § 5, αρ. 22, σελ. 78) και, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ούτε εκείνη που απορρέει από έθιμο (μολονότι κατά τη διάταξη του άρθρου 1 ΑΚ αυτό αποτελεί πρωτογενή πηγή δικαίου ισότιμη προς το γραπτό δίκαιο), δεδομένου, επιπλέον, ότι τότε η υποχρέωση δεν μπορεί να έχει σαφές και προκαθορισμένο περιεχόμενο, ώστε η ικανοποίησή της να επιδιωχθεί με σαφή και ορισμένη αγωγή. Υποχρέωση τέτοιας ανακοινώσεως (με οιονεί δικαιοπρακτικό χαρακτήρα) ανακύπτει στην περίπτωση της εγγραφής στο νηολόγιο κατασκευασμένου πλοίου που είχε προηγουμένως εγγραφεί σ’ αυτό ως υπό ναυπήγηση τελούν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 ΚΙΝΔ, που τέθηκε για να διευκολύνει τη χρηματοδότηση της ναυπηγήσεως δια της παροχής δυνατότητας συστάσεως εμπραγμάτων δικαιωμάτων και επί σκάφους που δεν αποτελεί ακόμη πλοίο κατά την έννοιά του (βλ. σχετ. Δ. Καμβύση, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 4, σελ. 47 – 48), όταν η εγγραφή αυτή επιχειρείται από τον πλοιοκτήτη. Για την εγγραφή αυτή απαιτείται η εκ μέρους του προσκομιδή πρωτοκόλλου παράδοσης – παραλαβής του ναυπηγηθέντος πλοίου, προκειμένου να εκδοθεί το έγγραφο της εθνικότητάς του (περί του οποίου βλ. Ι. Ρόκα/Γ. Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 49 επομ., σελ. 28, Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2003, § 14 ΙΙΙ 2, σελ. 73, Ι. Σέργη, Νηολόγια – Ναυτικά Υποθηκολόγια – Βιβλία κατασχέσεων πλοίων – Εγγραφή και Διαγραφή Πλοίων, σε ΕΝαυτΔ 1984/49 επομ.), όρος απαραίτητος για την έναρξη αφενός της εμπορικής του εκμετάλλευσης και αφετέρου της επιβολής φορολογίας επ’ αυτού κατά το άρθρο 14 του Ν. 27/1975. Η προσκομιδή είναι αναγκαία με βάση τη με αριθμό πρωτοκόλλου Μ 1341/11/98 από 8.12.1998 Εγκύκλιο του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας (ΥΕΝ/ΔΠΝΣ 5ο Τμήμα, με θέμα «Δικαιολογητικά για πράξεις νηολογίου»), στην οποία, χωρίς να μνημονεύονται εξουσιοδοτικές, για την έκδοσή της, νομοθετικές διατάξεις και χωρίς να δίδεται εντολή για δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αναφέρονται ομοιόμορφες ρυθμίσεις για τις προϋποθέσεις και τους όρους καταχώρησης πράξεων στα δημόσια βιβλία νηολογίων που τηρούνται από τις λιμενικές αρχές της Χώρας, συμβατές με όσα είχαν ήδη επικρατήσει πριν την έκδοσή της δια της από μακρού χρόνου και επανειλημμένης υποβολής του εν λόγου πρωτοκόλλου για τη νηολόγηση ναυπηγηθέντος στην Ελλάδα πλοίου (βλ. σχετ. Ν. Χαμηλάκη, Εγχειρίδιο νηολογίων, ναυτικών υποθηκολογίων και βιβλίο κατασχέσεως πλοίων, 1994, σελ. 29 και 33). Από τα παραπάνω καθίσταται προφανές το έννομο συμφέρον του πλοιοκτήτη να εξασφαλίσει στην περίπτωση αυτή την υπογραφή του ναυπηγού, που ολοκλήρωσε τη ναυπήγηση του πλοίου στο έγγραφο πρωτόκολλο, το οποίο πρέπει να προσκομίσει στον αρμόδιο νηολόγο. Δεν έχει, όμως, αυτός αντίστοιχη αξίωση, κατά την έννοια του άρθρου 949 ΚΠολΔ, έναντι του ναυπηγού – εργολάβου, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ειδική νομοθετική πρόβλεψη της υποχρεώσεως του τελευταίου να συμπράξει στην έκδοση του εν λόγω εγγράφου, αφού τέτοια δεν υπάρχει ούτε στη διάταξη του άρθρου 7 ΚΔΝΔ, που ορίζει τα στοιχεία που εξειδικεύουν το πλοίο ως προς την ταυτότητά του και πρέπει να αναγράφονται στο έγγραφο εθνικότητας  ούτε σ’ εκείνη του άρθρου μόνου του ΠΔ 11/2000 «Τροποποίηση του άρθρου 5 του Ν.Δ. 187/1973 περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» [ΦΕΚ Α 261/27.1.2000], που ορίζει ότι για την αναγνώριση πλοίου ως ελληνικού απαιτείται αίτηση του πλοιοκτήτη συνοδευόμενη από τον τίτλο κτήσεως της κυριότητάς του. Ως νόμος που επιβάλλει τέτοια υποχρέωση στο ναυπηγό δε μπορεί να νοηθεί ούτε η ως άνω Εγκύκλιος του ΥΕΝ, αφού δεν έχει κανονιστικό περιεχόμενο (περί του ότι η εγκύκλιος, ιδίως η ερμηνευτική, δε θέτει εξ αντικειμένου δίκαιο, το οποίο αντιθέτως προϋποθέτει αλλά εξαντλεί την ισχύ της εντός του πλαισίου της διοικήσεως, στην εναρμόνιση της δράσης της οποίας η έκδοσή της αποσκοπεί βλ. ΟλΣτΕ 3912/2015, ΣτΕ 2257/2014, πρώτη δημοσίευση αμφοτέρων σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ε. Πρεβεδούρου, Το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακύρωσης. Οι λόγοι ακύρωσης, μελέτη προσβάσιμη στην ιστοσελίδα της συγγραφέως στο Διαδίκτυο, Π. Δαγτόγλου, γενικό διοικητικό δίκαιο, 1984, αρ. 166, σελ. 59 και αρ. 967, σελ. 352) ούτε ο προϋφιστάμενος εθιμικός κανόνας, επειδή, πέραν των όσων ανωτέρω εκτέθηκαν, δεν αποδίδει συνείδηση δικαίου των συναλλασσομένων, όπως αποδεικνύει η διακύμανση της νομολογίας επί του θέματος (βλ. σχετ. τις [αδημ.] αποφάσεις του Ναυτικού Τμήματος του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς 1551/2018 και 900/1996, που έκριναν η μεν πρώτη ότι η σύμπραξη του ναυπηγού στην έκδοση πρωτοκόλλου παράδοσης – παραλαβής του ναυπηγηθέντος πλοίου αποτελεί νόμιμη υποχρέωσή του, η δε δεύτερη αντιθέτως). Νόμιμη βάση τέτοιας αξιώσεως του εργοδότη – πλοιοκτήτη θα μπορούσε, βέβαια, να θεωρηθεί η υποχρέωση καλόπιστης συμπεριφοράς του εργολάβου – ναυπηγού, που θεμελιώνεται στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, από τις οποίες απορρέει ως παρεπόμενη της κύριας οφειλής του (της ναυπήγησης του πλοίου) η (πρόσθετη) υποχρέωσή του να εφοδιάσει τον αντισυμβαλλόμενό του με το ως άνω έγγραφο (νομίμως υπογεγραμμένο από τον ίδιο), που του είναι απαραίτητο για την εκμετάλλευση του πλοίου που ναυπηγήθηκε σύμφωνα με το σκοπό του. Η αξίωση όμως αυτή, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν είναι εξαναγκαστή και δε μπορεί να εκτελεστεί σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 949 ΚΠολΔ. Άλλως, βέβαια, έχουν τα πράγματα όταν την υποχρέωση αυτή αναλαμβάνει ο ναυπηγός με τη σύμβαση ναυπήγησης που συνάπτει με τον κύριο του πλοίου. Στην περίπτωση αυτή η υποχρέωση του ναυπηγού, που συνιστά συμβατική παροχή του, συνίσταται σε ανακοίνωση μικτής φύσεως και, ειδικότερα, αφενός, σε ανακοίνωση της παραστάσεώς του για την πραγματικότητα (ότι δηλαδή [και] κατ’ αυτόν ολοκληρώθηκαν οι εργασίες που είχε αναλάβει να εκτελέσει επί του υπό ναυπήγηση πλοίου) και αφετέρου σε ανακοίνωση της βουλήσεώς του (ότι δηλαδή επιθυμεί να προσπορίσει το ναυπηγηθέν πλοίο στον πλοιοκτήτη του για να επιτραπεί σ’ αυτόν η έναρξη της εμπορικής εκμεταλλεύσεώς του). Με δεδομένο λοιπόν ότι στην περίπτωση αυτή η ανακοίνωση του εργολάβου αποτελεί αντικείμενο συμβατικής αξίωσης του εργοδότη είναι καταρχήν εφικτή η ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 949 ΚΠολΔ και η καταδίκη του πρώτου σε ανακοίνωση, που αποτελεί πράξη με οιονεί δικαιοπρακτικό χαρακτήρα. Η εφαρμογή της ίδιας διατάξεως θα είναι και τελικώς δυνατή εφόσον το περιεχόμενο της οφειλόμενης οιονεί δηλώσεως είναι εξ αρχής συγκεκριμένο και αντικειμενικά (διϋποκειμενικά) γνωστό, αφού τότε δε θα εμποδίζεται η λειτουργία του νομικού πλάσματος που αυτή καθιερώνει, υπό την έννοια ότι η τελεσίδικη απόφαση θα δύναται να υποκαταστήσει πλήρως τη (φυσικώς ελλείπουσα) ανακοίνωση του εργολάβου και, επομένως, να ικανοποιήσει πλήρως το έννομο συμφέρον του εργοδότη. Η αναλογική εφαρμογή δεν εμποδίζεται ακόμα και αν η άρνηση του εργολάβου να συνυπογράψει το πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής δεν οφείλεται σε δυστροπία του αλλά δικαιολογείται από το γεγονός ότι δεν έλαβε πλήρη την αμοιβή του για την εκτέλεση του έργου, καθώς τότε το νομικό πλάσμα θα λειτουργήσει, σύμφωνα με το εδαφ. β της διατάξεως του άρθρου 949 ΚΠολΔ, από τη στιγμή που θα εκπληρωθεί η αντιπαροχή του εργοδότη.

Εν προκειμένω, ο εναγόμενος της από 21.6.2017 αγωγής, εργολάβος – εκκαλών της Α έφεσης, προέβαλε πρωτοδίκως τον ισχυρισμό ότι η αξίωση για την εκτέλεση της οποίας ζητήθηκε η καταδίκη του σε δήλωση βουλήσεως κατευθυνόταν στη διενέργεια υλικής και όχι νομικής πράξεως, αφού η οφειλόμενη εκ μέρους του [συν]υπογραφή του επίμαχου πρωτοκόλλου παράδοσης – παραλαβής του ναυπηγηθέντος ρυμουλκού Χ δεν θα είχε ως αποτέλεσμα την κατάρτιση δικαιοπραξίας και ζήτησε την απόρριψη της εναντίον του αγωγής ως νομικά αβάσιμης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν και θεώρησε την αγωγή νομικά βάσιμη, αιτιολογώντας την κρίση του με την παραδοχή ότι η υπογραφή του πρωτοκόλλου παράδοσης – παραλαβής συνιστούσε παρεπόμενη υποχρέωση του εναγομένου επιτασσόμενη τόσο από το νόμο (το άρθρο 7 του ΚΔΝΔ και την ως άνω Εγκύκλιο του ΥΕΝ) όσο και από τη σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων και αποτελούσε «…οιονεί δικαιοπραξία που σκοπό έχει, στην περίπτωση που δε νοείται φυσική, την τυπική περιέλευση του έργου στον εργοδότη…». Η κρίση αυτή της εκκαλουμένης έχει εσφαλμένη αφετηρία αλλά ορθή και νόμιμη κατάληξη. Πράγματι, για όσους λόγους ήδη εκτέθηκαν, η ένδικη αξίωση είχε αμιγώς δικαιοπρακτική [συμβατική] προέλευση και κατευθυνόταν, σύμφωνα με το σχέδιο του προς συνυπογραφή πρωτοκόλλου που επισυνάφθηκε στην αγωγή, σε ανακοίνωση εκ μέρους του εναγομένου προς την αντίδικό του αφενός του γεγονότος ότι οι αναληφθείσες εργασίες επί του υπό ναυπήγηση πλοίου είχαν αποπερατωθεί και αφετέρου της βουλήσεως του εργολάβου να προσπορίσει το ναυπηγηθέν πλοίο στην πλοιοκτήτριά του ενάγουσα. Επρόκειτο δηλαδή για [συμβατική μόνο και όχι (και) νόμιμη] αξίωση προς ανακοίνωση (βουλήσεως και παραστάσεως) με οιονεί δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, η οποία μπορούσε πάντως να εκτελεστεί με ανάλογη [και όχι ευθεία] εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 949 ΚΠολΔ και όχι για αξίωση προς διενέργεια θετικής υλικής πράξεως, δεδομένου μάλιστα και ότι το ουσιαστικό περιεχόμενο της οιονεί αυτής δηλώσεως ήταν εκ των προτέρων γνωστό στους διαδίκους και δεν μπορούσε να διαμορφωθεί υπό μόνου του εναγομένου. Κατά συνέπεια, αφού αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης από αυτές της παρούσας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 534 ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθεί ο ερευνώμενος πρώτος λόγος της Α έφεσης.

V. Από την ενδοτικού δικαίου διάταξη του άρθρου 5 ΚΙΝΔ, που ορίζει ότι «Επί συμβάσεως ναυπηγήσεως, εκτός αντιθέτου συμφωνίας,  εφαρμόζονται αι περί μισθώσεως έργου διατάξεις του Αστικού Κώδικος, πλην των άρθρων 683, 693 και 695», συνάγεται ότι η συμφωνία δυνάμει της οποία ο ναυπηγός αναλαμβάνει έναντι αντιπαροχής την κατασκευή πλοίου για λογαριασμό άλλου, που συμβάλλεται ως κύριος αυτού και χορηγεί τα υλικά που απαιτούνται, αποτελεί υποσχετική και αμφοτεροβαρή σύμβαση, στην οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 681 επομ. ΑΚ, πλην όσων ρητώς αποκλείονται (ΕφΠειρ. 499/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 3367/1998, ΕΕμπΔ 1999/577, Λ. Γεωργακόπουλος, Ναυτικό Δίκαιο, 2006, § 22, σελ. 163 – 165, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρα 4 – 5, αρ. 2, σελ. 51, Ν. Δελούκας, Ναυτικόν Δίκαιον, 1979, § 61, σελ. 108). Τη νομική φύση της μισθώσεως έργου έχει και κάθε συμφωνία με την οποία ο εργολάβος αναλαμβάνει την εκτέλεση μέρους του συνόλου των εργασιών που απαιτούνται για την αποπεράτωση της ναυπηγήσεως του πλοίου. Πάντως, η σύμβαση ναυπήγησης αποτελεί σύμβαση έργου ακόμα και αν τα υλικά κατασκευής χορηγεί ο ναυπηγός, αφενός επειδή κατευθύνεται στην παραγωγή μη αντικαταστατού πράγματος, που κατασκευάζεται σύμφωνα με τις επιθυμίες του αντισυμβαλλόμενου του ναυπηγού (παραγγελέα) και αφετέρου διότι η εργασία του έχει πολύ μεγαλύτερη οικονομική αξία από την ύλη που χρησιμοποιήθηκε (Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, 2020, αρ. 329, σελ. 173, Α. Αντάπασης, Κτήση κυριότητας σε ναυπηγούμενο πλοίο, σε Αφιέρωμα στην Αλίκη Κιάντου – Παμπούκη, Επιστημονική Επετηρίδα της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 1998, σελ. 25 – 55 [37]). Κατά τα γενικώς επί εργολαβικής συμβάσεως ισχύοντα, η αμοιβή του εργολάβου μπορεί να ορίζεται κατά την κατάρτιση της σύμβασης κατ’ αποκοπή, κατά μονάδα, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικώς, χρονικώς, με ποσοστά ή και να καταλείπεται ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού της (ΤριμΕφΠειρ. 457/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, στην εργολαβία με κατ’ αποκοπή καθοριζόμενη αμοιβή το εργολαβικό αντάλλαγμα καθορίζεται εκ των προτέρων σε ένα πάγιο ποσό, το οποίο αντιστοιχεί στο σύνολο του έργου και συναρτάται με την ολοκλήρωσή του. Έτσι, ενδεχόμενες  αποκλίσεις μεταξύ του προϋπολογισθέντος και του πραγματικού κόστους των εργασιών δεν επιδρούν καταρχήν στο ύψος του εργολαβικού ανταλλάγματος. Τούτο σημαίνει ότι, υπό την επιφύλαξη της περί απρόβλεπτης μεταβολής των συνθηκών διατάξεως του άρθρου 388 ΑΚ, η κατ’ αποκοπή καθορισθείσα αμοιβή είναι σταθερή και παραμένει αμετάβλητη, μη δυνάμενη να αυξομειωθεί, ανεξαρτήτως αν, κατά τη διάρκεια της εκτελέσεως του έργου, οι τιμές των αναγκαίων υλικών ή τα ημερομίσθια του εργατοτεχνικού προσωπικού του εργολάβου μεταβλήθηκαν ή αν απαιτήθηκε εργασία περισσότερη ή πιο επίπονη ή ακόμα και αν εκτελέστηκαν τελικά και πρόσθετες εργασίες, πέρα από εκείνες που είχαν προβλεφθεί αρχικά. Υπό την έννοια αυτή τον κίνδυνο (του ορθού καθορισμού της αμοιβής) του έργου αναλαμβάνει ο εργολάβος, ο οποίος δε δικαιούται να ζητήσει αύξηση της αμοιβής του ακόμα και αν αυξηθεί το κόστος της εκτελέσεως του έργου μετά τη συνομολόγηση της σύμβασης (ΤριμΕφΠειρ. 5/2012, ΠειρΝ 2012/168 = ΕΝαυτΔ 2013/12 = Αρμ. 2013/1053, Σ. Σταμόπουλος, Νέες εργασίες και απρόβλεπτες συνθήκες στις εργολαβικές συμβάσεις με κατ’ αποκοπή τίμημα, σε ΔΕΕ 2003/1318 επομ.). Για το λόγο αυτό μετά την αποπεράτωση του έργου δεν ενδιαφέρει ο απολογισμός των εργασιών (Αν. Βαλτούδης, Η σύμβαση έργου κατά τον ΑΚ, 2010, § 2, αρ. 12, σελ. 9). Αυτή η μέθοδος καθορισμού της εργολαβικής αμοιβής προϋποθέτει ειδική και κατά κανόνα ρητή συμφωνία, επιλέγεται δε όταν είναι ήδη κατά το χρόνο σύναψης της εργολαβικής σύμβασης δυνατή η ακριβής εκτίμηση των εργασιών που θα απαιτηθούν, όπως και η συναφής δαπάνη. Από την πλευρά του εργολάβου η συνομολόγηση κατ’ αποκοπή ανταλλάγματος προϋποθέτει ότι το αντικείμενο της παροχής του, δηλαδή το εκτελεστέο έργο, έχει από πριν μελετηθεί και επακριβώς προσδιοριστεί (Κλ. Ρούσσος, Εισαγωγή στο δίκαιο της σύμβασης κατασκευής, σε ΕφΑΔ 2008/873 επομ. [875]), ώστε να είναι σε θέση να υπολογίσει το κόστος της κατασκευής και το περιθώριο του κέρδους του και, στη συνέχεια, πριν την κατάρτιση της συμβάσεως, να προτείνει στον εργοδότη ένα συγκεκριμένο ποσό ως αμοιβή του, το οποίο προδήλως αποτελεί το άθροισμα της οικονομικής αποτιμήσεως όλων των ανωτέρω συντελεστών (εργασία, υλικά, γενικές δαπάνες), επί καθενός των οποίων, όμως, δεν θα απαιτηθεί ξεχωριστή συμφωνία για τη σύναψη της εργολαβικής συμβάσεως, αφού ο εργοδότης ενδιαφέρεται μόνο για το συνολικό ύψος της παροχής του (αμοιβής) που θα συμφωνηθεί και δεν το συναρτά με τους παράγοντες που θα λάβει υπόψη του ο εργολάβος για τη διαμόρφωση της οικονομικής προσφοράς του, επί της οποίας θα επέλθει ακολούθως η συμφωνία, αφού, όπως προαναφέρθηκε, το σχετικό κίνδυνο φέρει ο εργολάβος. Επομένως, με δεδομένο ότι η διαμόρφωση οικονομικής προσφοράς εκ μέρους του τελευταίου, στην οποία προσδιορίζεται συγκεκριμένα το ποσό της προτεινόμενης αμοιβής του, προϋποθέτει τη δυνατότητά του να προβλέψει το τελικό κόστος εκτέλεσης του έργου, η υποβολή της σε συνδυασμό με τη συμφωνία του εργοδότη επί του συγκεκριμένου αυτού ποσού της εργολαβικής αμοιβής αποτελεί σοβαρή ένδειξη περί συμβατικής επιλογής της αποκοπής ως μεθόδου καθορισμού της εργολαβικής αμοιβής. Περαιτέρω, από την έννοια της κατ’ αποκοπή αμοιβής προκύπτει ότι το εργολαβικό αντάλλαγμα αντιστοιχεί στις συμφωνημένες εργασίες και ως τέτοιες νοούνται οι απολύτως αναγκαίες για την άρτια εκτέλεση του συμφωνημένου έργου ή εκείνες στις οποίες απέβλεψαν τα μέρη κατά τις διαπραγματεύσεις, έστω και αν δεν τις κατονόμασαν ρητώς. Όλες αυτές οι εργασίες θεωρούνται συμβατικές, καλυπτόμενες από την υποβληθείσα οικονομική προσφορά και ο εργολάβος δεν δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεσή τους. Αντιθέτως, αν ζητηθούν από τον εργοδότη, σε χρόνο μεταγενέστερο της καταρτίσεως της συμβάσεως και συμφωνηθεί να εκτελεστούν πρόσθετες εργασίες, πέραν εκείνων που αρχικώς συμφωνήθηκαν, ο εργολάβος δικαιούται πρόσθετης αμοιβής, αφού αυτές, ως μη συμπεριλαμβανόμενες στην κατ’ αποκοπή συμφωνία, θα αποτιμηθούν και θα αμειφθούν ξεχωριστά (ΤριμΕφΘεσ. 246/2013, Δνη 2014/144,196). Το ίδιο θα ισχύσει και στην περίπτωση που συμφωνηθεί τροποποίηση των συμβατικών εργασιών, εφόσον αυτές συνεπάγονται αυξημένο κόστος για τον εργολάβο, αφού εκφεύγουν των ορίων της αρχικώς αναληφθείσας από αυτόν συμβατικής υποχρεώσεως (Π. Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, ΙΙ, 2013, § 154, αρ. 22, σελ. 325). Στον αντίποδα της κατ’ αποκοπή συμφωνούμενης αμοιβής βρίσκεται η μέθοδος του απολογιστικού υπολογισμού του εργολαβικού ανταλλάγματος, η οποία ακολουθείται συνήθως όταν δεν είναι δυνατός ή ευχερής ο εκ των προτέρων ακριβής ποσοτικός προσδιορισμός των επιμέρους εργασιών που θα απαιτηθούν για την εκτέλεση του έργου, της ποσότητας και της αξίας των αναγκαίων υλικών, καθώς και του κόστους της αντίστοιχης εργασίας. Η αμοιβή βάσει απολογισμού υπολογίζεται με βάση το πραγματικό κόστος του εργολάβου για την εκτέλεση του έργου (έξοδα προμήθειας υλικών, αν απαιτείται, αξία αμοιβών εργατοτεχνικού προσωπικού, γενικές δαπάνες της εργολαβίας), επί του οποίου προστίθεται το συμφωνημένο καθαρό εργολαβικό κέρδος, το οποίο συνήθως συνίσταται σε ποσοστό επί του αθροίσματος των πραγματικών δαπανών (ΑΠ 682/2010, ΑΠ 346/2010, ΑΠ 257/2009, ΤριμΕφΠειρ. 372/2014, ΤριμΕφΛαμ. 155/2012, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα έξοδα εκτέλεσης του έργου καταβάλει ο εργοδότης είτε εκ των προτέρων είτε τμηματικά με την πρόοδο των εργασιών και ο εργολάβος περιορίζεται στο συντονισμό και στη διεύθυνση των εργασιών αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα και την ευθύνη για το τελικό αποτέλεσμα (Ι. Δεληγιάννης, σε Ι. Δεληγιάννη/Π. Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, ΙΙ, 1992, σελ. 37 επομ., Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ, 2007, § 10, αρ. 16, σελ. 253, Α. Καρδαράς, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙΙΙ, 1997, άρθρο 681, αρ. 12, Β. Τσούμας, Η εργολαβική σύμβαση, 2010, σελ. 32). Ουσιαστικά πρόκειται για εκτέλεση του έργου με χρήματα του εργοδότη (Κ. Καυκάς, Ενοχικόν Δίκαιον [ερμηνεία κατ’ άρθρον], 1955, άρθρο 682, σελ. 591), ο οποίος για το λόγο αυτό φέρει τον οικονομικό κίνδυνο, αφού το συνολικό κόστος του έργου θα εξαρτηθεί από τις δαπάνες που θα του παρουσιάσει τελικά ο συγκεκριμένος εργολήπτης. Πράγματι, κατ’ αντίθεση προς το σύστημα του κατ’ αποκοπή καθορισμού της εργολαβικής αμοιβής, εδώ γνωστό εκ των προτέρων, και συμφωνημένο, είναι καταρχήν μόνον το ποσοστό του καθαρού κέρδους του εργολάβου, ενώ ο τελικός καθορισμός του ύψους του συνολικού εργολαβικού ανταλλάγματος θα γίνει μετά την αποπεράτωση του έργου επί τη βάσει λεπτομερούς απολογισμού των εργασιών και των δαπανών που έγιναν για την εκτέλεσή του. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 138 ΑΚ προκύπτει ότι η σύμβαση που συνομολογήθηκε εικονικά είναι άκυρη, εκτός αν υπό την εικονική δικαιοπραξία καλύπτεται άλλη, οπότε ισχύει αυτή κατά τη βούληση των συμβαλλομένων, εφόσον συντρέχουν οι απαιτούμενοι όροι για τη σύστασή της. Εικονικότητα μπορεί να υπάρχει τόσο επί μονομερούς δικαιοπραξίας, όσο και επί συμβάσεως (όπως είναι και η σύμβαση έργου), στην τελευταία, όμως, περίπτωση για την επέλευση της ακυρότητας της συμβάσεως απαιτείται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο, αρκεί δηλαδή το γεγονός ότι η δήλωση των δικαιοπρακτούντων είναι προσχηματική και δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται (ΑΠ 480/2019, ΑΠ 1024/2018, ΑΠ 1427/2017, ΤριμΕφΑθ. 5415/2019, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 160/2013, ΧρΙΔ 2013/577 = ΕπισκΕΔ 2013/74). Η εικονικότητα αυτή μπορεί να αναφέρεται είτε στο σύνολο της σύμβασης, οπότε η εξ αυτής ακυρότητα είναι απόλυτη (Κ. Καραγιάννης, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ιβ, Γενικές Αρχές, άρθρα 138 – 139, αρ. 74, σελ. 209) είτε στο πρόσωπο υπέρ του οποίου επέρχονται τα δικαιώματα από την εικονική δικαιοπραξία (ΑΠ 298/2016, ΕπισκΕΔ 2017/153) είτε στο εργολαβικό αντάλλαγμα. Στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για εικονικότητα μερική, αφού αφορά σε μέρος μόνον της σύμβασης και σχετική, δεδομένου ότι η φαινομενική δέσμευση των μερών υποκρύπτει άλλη συμφωνία ως προς ένα από τα ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης και αιτία έχει, συνήθως, την πρόθεση των συμβαλλομένων να καταστρατηγήσουν τους κανόνες του φορολογικού δικαίου (Γ. Καρύμπαλη – Τσίπτσιου, Η ακυρότητα λόγω εικονικότητας, 2004, § 6, σελ. 67, Κ. Καραγιάννης, Η προβληματική της εικονικότητας στο ιδιωτικό δίκαιο, 2002, σελ. 587, βλ. και Κ. Παντελίδου, Τίμημα και εικονικότητα, σε ΝοΒ 2001/1272 επομ. [1280]). Πάντως, οι επιδιώξεις των δικαιοπρακτούντων και τα ειδικότερα κίνητρα που τους ώθησαν στην κατάρτιση της εικονικής συμβάσεως δεν αποτελούν στοιχεία που πρέπει να αποδεικνύονται προκειμένου να αποφανθεί το δικαστήριο υπέρ της εικονικότητας, ενδεχομένως όμως να αποτελέσουν επιχειρήματα και να χρησιμοποιηθούν προς υποβοήθηση της συναγωγής του αποδεικτικού του πορίσματος ως προς τη σπουδαιότητα ή την εικονικότητα των δηλώσεων της βουλήσεώς τους (ΑΠ 342/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1247/2003, ΧρΙΔ 2004/146 ΑΠ 342/2014). Η απόδειξη της εικονικότητας επιτρέπεται με όλα τα αποδεικτικά έγγραφα και με μάρτυρες, ανεξάρτητα από την αξία του αντικειμένου της εικονικής συμβάσεως ή το γεγονός της έγγραφης κατάρτισής της, αφού με την απόδειξη δεν αμφισβητείται το περιεχόμενο του εγγράφου, όπως έχει εξωτερικά, ώστε να πρόκειται για ανεπίτρεπτη απόδειξη κατά του περιεχομένου του αλλά πλήττεται η ίδια η σπουδαιότητα των δικαιοπρακτικών δηλώσεων των μερών (ΑΠ 270/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που έγιναν είτε χωρίς πρόθεση παραγωγής εννόμων συνεπειών είτε με πρόθεση επελεύσεως διαφορετικών αποτελεσμάτων από αυτά που επιφέρει η φαινόμενη σύμβαση (ΑΠ 1908/2013, Ε7 2014/716). Το βάρος αποδείξεως της εικονικότητας έχει αυτός που την επικαλείται, ο οποίος συνήθως προσκομίζει ιδιωτικό αντέγγραφο, αποκαλυπτικό της αληθούς βουλήσεως των μερών, για του οποίου, όμως, την κτήση υφίσταται αδυναμία, φυσική ή ηθική, όταν η κατάρτισή του θα είχε ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη της παράνομης ή της ανήθικης δικαιοπραξίας που κρύπτεται κάτω από την εικονική ή όταν οι συμβαλλόμενοι διατηρούν σχέσεις εμπιστοσύνης (ΑΠ 408/2002, ΤριμΕφΔωδ. 75/2019, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η εικονικότητα και η συνακόλουθη ακυρότητα της δικαιοπραξίας, αν δεν αποτελέσει αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής (ΑΠ 500/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), μπορεί να προβληθεί κατ’ ένσταση προς απόκρουση αγωγής με την οποία ασκείται δικαίωμα που απορρέει από την εικονική σύμβαση (ΑΠ 826/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 74/2006, Δνη 2006/1383, ΑΠ 1606/2003, ΧρΙΔ 2004/316) είτε κατ’ αντένσταση (ΑΠ 321/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που μπορεί να προβληθεί και καθ’ υποφοράν με την αγωγή που επιδιώκει την καταβολή του αληθούς ανταλλάγματος και αποσκοπεί στην απόκρουση ένστασης εξοφλήσεώς του στο ύψος που καθορίστηκε με την προσβαλλόμενη ως εικονική σύμβαση.

VI. Εν προκειμένω, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, . …. και ………., που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την απόφαση αυτή πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεώς του, από τις με αριθμούς …/31.7.2017, άνευ αριθμού ομοίως από 31.7.2017, ../6.11.2017. …/6.11.2017, …/30.11.2017, …/30.11.2017, ../26.7.2017, …/3.11.2017, …/6.12.2017, …/6.12.2017 και …/29.6.2017 ένορκες ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεις, που λήφθηκαν μετά από νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου εκάστου εξετάζοντος να παραστεί κατ’ αυτές, η τελευταία από τις οποίες εκτιμάται ως δικαστικό τεκμήριο διότι ελήφθη για να χρησιμοποιηθεί σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων, που προηγήθηκε, χωρίς κλήτευση του αντιδίκου, από τις με αριθμούς …/8.5.2019 και ../8.5.2019 όμοιες ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……, από τις με αριθμούς …./22.2.2019 και …./22.2.2019 όμοιες ενώπιον της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……… και από τη με αριθμό ………………./2017 όμοια ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, για να ληφθούν αυτοτελώς υπόψη ως αποδεικτικά μέσα είτε, επικουρικώς, ως δικαστικά τεκμήρια, μερικών μάλιστα εκ των οποίων (εγγράφων) γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών και μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και α] φωτογραφίες των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται και οι οποίες θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα (ΑΠ 1626/2000, Δνη 2001/711) και β] η από 20.2.2019 τεχνική έκθεση περί της οποίας θα γίνει λόγος παρακάτω, που λαμβάνεται υπόψη κατ’ άρθρο 390 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 524 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, πλήρως κατά την κρίση του Δικαστηρίου αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών της Α έφεσης ……. διατηρεί από το έτος 2012 ατομική επιχείρηση με έδρα στο ….. Αττικής και δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα της εκτέλεσης ελασματουργικών και σωληνουργικών εργασιών σε πλοία. Από το έτος 2014 ο ως άνω και από τριακονταετίας και πλέον ο πατέρας του …. …., ομοίως ελασματουργός στο επάγγελμα, διατηρούσαν σταθερή συνεργασία με τον όμιλο εταιριών ……., που διοικείται από τους αδελφούς .. και …. …. και εδρεύει στη θέση …… στα ……. της Σαλαμίνας, όπου έχει τις εγκαταστάσεις της η κύρια εταιρία του ομίλου και, συγκεκριμένα, η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…. .» και αντικείμενο δραστηριότητας την εκτέλεση ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών. Οι λοιπές εταιρίες του ομίλου έχουν τη μορφή της ναυτικής εταιρίας και είναι πλοιοκτήτριες, ενός συνήθως καθεμία, ρυμουλκών (Ρ/Κ) πλοίων. Περί τις αρχές του έτους 2015 ο όμιλος …. έλαβε την απόφαση ναυπηγήσεως δύο [2] όμοιων κατασκευαστικά («αδελφών») ρυμουλκών, με συγκεκριμένες προδιαγραφές και ικανών να εκτελούν εργασίες εντός και εκτός λιμένος και προς τούτο στις 11.3.2015 συνέστησε δύο [2] ακόμη ναυτικές εταιρίες [του Ν. 959/1979] με τις επωνυμίες «………….», με σκοπό να αποκτήσουν ανά μία την κυριότητα των νεότευκτων ρυμουλκών και, συγκεκριμένα, του Ρ/Κ Χ1 η πρώτη και του Ρ/Κ Χ η δεύτερη, διάδικος στην παρούσα αντιδικία. Το κεφάλαιο της τελευταίας ανήλθε σε τετρακόσιες χιλιάδες ευρώ (400.000 €) και καταβλήθηκε εξ ημισείας από τους ιδρυτές της … και … …., που ορίστηκαν και νόμιμοι εκπρόσωποί της. Τα πλοία επρόκειτο να έχουν κατά προσέγγιση διαστάσεις είκοσι επτά μέτρων [27 μ.] σε μήκος, δέκα μέτρων και είκοσι εκατοστών [10,20 μ.] σε πλάτος και τεσσάρων μέτρων και είκοσι εκατοστών [4,20 μ.] σε βάθος κοίλου, να φέρουν τρεις [3] μηχανές εργοστασίου κατασκευής BAUDOUIN, ιπποδυνάμεως 1.200 ΗΠ εκάστης, τρία [3] ακροφύσια λειτουργίας ελίκων, δύο [2] γεννήτριες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, βοηθήματα ναυσιπλοΐας και τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό και να είναι εφοδιασμένα με όλα τα προβλεπόμενα μέσα αγκυροβολίας και ρυμουλκήσεως (βίντζι, γάντζο κλπ), ενώ εξαρχής σκοπήθηκε να νηολογηθούν υπό την ελληνική σημαία. Τη ναυπήγηση εκάστου ρυμουλκού οι πλοιοκτήτριες ανέθεσαν στην κοινών συμφερόντων εταιρία «………..», η οποία ανέλαβε την κατασκευή των ξυλουργικών εγκαταστάσεων και την εκτέλεση όλων των μηχανολογικών, υδραυλικών και ηλεκτρολογικών εργασιών, καθώς και την εγκατάσταση των ηλεκτρονικών συστημάτων εκάστου σκάφους. Κάθε πλοιοκτήτρια ανέλαβε την υποχρέωση να εφοδιάσει την επιχείρηση του ναυπηγείου με όλα τα απαραίτητα υλικά, εξαρτήματα, όργανα και μηχανήματα, καθώς και το σύστημα πρόωσης εκάστου ρυμουλκού. Όσον αφορά το Ρ/Κ Χ τα ανωτέρω αποτυπώθηκαν στην από 29.4.2015 έγγραφη σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ της εκκαλούσας της Β έφεσης ναυτικής εταιρίας και της «………..», με την οποία, επιπλέον, ορίστηκε ο χρόνος αποπερατώσεως της ναυπηγήσεως και παραδόσεως του πλοίου στην πλοιοκτήτρια σε δεκαοκτώ [18] μήνες από την υπογραφή της και ως εργολαβικό αντάλλαγμα το χρηματικό ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ [100.000 €], το οποίο ορίστηκε κατ’ αποκοπή, με τη ρητή πρόβλεψη ότι, αν συμφωνηθούν ή απαιτηθούν επιπρόσθετες εργασίες, αυτές θα συμφωνηθούν εκ νέου εγγράφως. Με την ίδια συμφωνία ρητά εξαιρέθηκε από το αντικείμενο της εργολαβίας το σύνολο των ελασματουργικών και σωληνουργικών εργασιών, δηλαδή η πλήρης κατασκευή του κύτους του σκάφους (hull) και η δημιουργία βάσεων για την εγκατάσταση των μηχανημάτων, για τις οποίες μνημονεύεται ότι «η πλοιοκτήτρια έχει αποφασίσει να αναθέσει σε εξειδικευμένο εργολαβικό συνεργείο», για το οποίο ομοίως ρητά αναφέρθηκε η υποχρέωση του ναυπηγείου να του παραχωρήσει χώρο εργασίας στις εγκαταστάσεις του, χωρίς όμως «οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση παροχής υλικών, μέσων, εργαλείων, προσωπικού κλπ». Οι εργασίες που εξαιρέθηκαν από το πεδίο της συμβάσεως αυτής ανατέθηκαν στο συνεργείο του …. …., στο όνομα της ατομικής επιχείρησης του οποίου εκδόθηκε στις 22.4.2015 άδεια εκτελέσεως θερμών ή ψυχρών εργασιών από το Γραφείο Λιμενικής Αστυνομίας του Γ΄ Λ/Τ του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς κατ’ αίτηση του εκ των εκπροσώπων της πλοιοκτήτριας ………… Είχε προηγηθεί η κατάρτιση έγγραφης σύμβασης μεταξύ του … και του ………, ενεργούντος υπό την ως άνω ιδιότητά του, στις 15.4.2015, με την οποία ο πρώτος, ανέλαβε να εκτελέσει με το εξειδικευμένο συνεργείο του και με ίδια μέσα και εξοπλισμό, τις ελασματουργικές και σωληνουργικές εργασίες επί του υπό ναυπήγηση πλοίου, δηλαδή «την πλήρη κατασκευή του hull» του Ρ/Κ Χ και τη δημιουργία βάσεων για την εγκατάσταση των μηχανημάτων επ’ αυτού, ενώ άλλη σύμβαση με ταυτόσημους όρους καταρτίστηκε μεταξύ των αυτών προσώπων την ίδια εκείνη ημέρα για τις αντίστοιχες εργασίες στο Ρ/Κ Χ1. Ειδικότερα, συμφωνήθηκε ότι, πρώτον, η κατασκευή θα γίνει στο χώρο του ναυπηγείου της «………» με προκατασκευασμένα ελάσματα, ενώ όλα τα μορφοσίδερα και τα ελάσματα που θα χρησιμοποιηθούν θα πρέπει να είναι αμμοβολισμένα και βαμμένα με ένα χέρι PRIMER, τα δε αναλώσιμα συγκόλλησης θα είναι πιστοποιημένου από αναγνωρισμένο νηογνώμονα τύπου, δεύτερον, ότι τα υλικά κατασκευής (ελάσματα, μορφοσίδερα, αναλώσιμα κοπής και συγκόλλησης) θα τα προμήθευε στον εργολάβο η πλοιοκτήτρια με δικές της δαπάνες, τρίτον, ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυπήγησης η κυριότητα του ρυμουλκού θα παρέμενε στην πλοιοκτήτρια, που με την ολοκλήρωση των εργασιών που αντιστοιχούσαν στον εργολάβο θα μπορούσε να αξιώσει από αυτόν να υπογράψει πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής του και τέταρτον ότι ο εργολάβος επιφορτιζόταν με τις πάσης φύσεως εργατικές αξιώσεις και ασφαλιστικές εισφορές του εργατοτεχνικού προσωπικού που θα χρησιμοποιούσε, ενώ, πέμπτον, ως προς το εργολαβικό αντάλλαγμα έγινε μνεία ότι ορίστηκε κατ’ αποκοπή στο χρηματικό ποσό των εβδομήντα χιλιάδων ευρώ (70.000 €), πλέον του φόρου προστιθέμενης αξίας [ΦΠΑ] σε ποσοστό 23%, εφόσον απαιτείτο τελικώς η καταβολή του, συνομολογήθηκε δε επιπλέον, αφενός ότι η εργολαβική αμοιβή θα ήταν καταβλητέα περιοδικώς και ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών και αφετέρου ότι «η παρούσα σύμβαση υπόκειται και σε παρακράτηση φόρου 3%». Σε καθεμία από τις ως άνω εργολαβικές συμβάσεις ορίστηκε ως κατά προσέγγιση χρόνος αποπερατώσεως των εργασιών που με αυτές αναλήφθησαν ένα [1] τρίμηνο από της [ταυτόχρονης] υπογραφής τους. Τούτο σημαίνει ότι ο εργολάβος ανέλαβε να ολοκληρώσει τις ελασματουργικές και σωληνουργικές εργασίες επί καθενός των εν λόγω ρυμουλκών σε ενάμισι μήνα. Από αυτές τις εργασίες οι ελασματουργικές συνίσταντο στη χάραξη και την κοπή των ελασμάτων, την κύρτωσή τους ώστε να αποκτήσουν την καμπυλότητα που απαιτούσε η κατασκευή ενός κοίλου σκάφους, όπως είναι το ρυμουλκό, στο «μοντάρισμα» των κομμένων ελασμάτων, ώστε να προσαρμόζονται απολύτως οι άκρες του ενός με τις άκρες του άλλου, στη συγκόλληση των τμημάτων τους επί τόπου και στην τοποθέτησή τους στο υπό διαμόρφωση κύτος του ρυμουλκού, τα ελάσματα του οποίου σε κανένα σημείο του δεν πρέπει να είναι σε ευθεία γραμμή αλλά να σχηματίζουν καμπύλη, ώστε να επιτευχθεί η αξιοπλοΐα του. Για την έγκαιρη αποπεράτωση των εργασιών ήταν απαραίτητη η εργασία πολυπρόσωπου συνεργείου απαρτιζόμενου από τεχνίτες διαφόρων ειδικοτήτων (ελασματουργούς, σωληνουργούς και συγκολλητές), για την καταβολή των ημερομισθίων και των ασφαλιστικών εισφορών των οποίων υπόχρεος ήταν αποκλειστικώς ο εργολάβος …………. . Για την κοπή των χαλύβδινων ελασμάτων η εργοδότρια υποστηρίζει ότι χρησιμοποιήθηκε το μηχάνημα βαρέος τύπου «παντογράφος», το οποίο διέθετε η επιχείρηση του ναυπηγείου και όχι η ατομική επιχείρηση του εργολάβου, όμως, από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του εργολάβου προκύπτει ότι αυτό χρησιμοποιήθηκε για την κοπή μόνο του 35% της συνολικής ποσότητας των ελασμάτων που η εργοδότρια παρέδωσε στο εργολαβικό συνεργείο, επειδή παρατηρήθηκαν σφάλματα στις διαστάσεις των παραδοθέντων και για το λόγο αυτό στο υπόλοιπο 65% των ελασμάτων η κοπή έγινε από τον ελασματουργό – χαράκτη ……., υπάλληλο του εργολάβου. Να σημειωθεί ότι η σχετική αντίθετη τεχνική έκθεση του ……….., ναυπηγού, μηχανολόγου – μηχανικού, τεχνικού ασφαλείας του έργου της ναυπήγησης του Ρ/Κ Χ και εργαζομένου στην «……..», στην οποία αναφέρεται ότι η κοπή των χαλύβδινων ελασμάτων έγινε στον παντογράφο, δεν είναι πειστική όχι μόνο διότι τέτοια υποχρέωση της επιχείρησης του ναυπηγείου δεν ανέκυπτε από την ως άνω από 29.4.2015 σύμβαση μεταξύ της πλοιοκτήτριας και της «…………» αλλά και επειδή, κατ’ αντίθεση προς το περιεχόμενό της και τη συμβατικώς αναληφθείσα υποχρέωση της πλοιοκτήτριας να προμηθεύσει τα ελάσματα στον εργολάβο εκείνη και όχι η επιχείρηση του ναυπηγείου, ο συντάκτης της εν λόγω τεχνικής έκθεσης περιλαμβάνει μεταξύ των υπηρεσιών που έπρεπε να παράσχει το ναυπηγείο και την «παροχή του υλικού χάλυβα και σωλήνων». Εξάλλου, στις ίδιες ως άνω από 15.4.2015 εργολαβικές συμβάσεις σημειώνεται ότι «το ρυμουλκό θα πρέπει να έχει τις προδιαγραφές που αναφέρονται στην Τεχνική Περιγραφή του έργου και οι οποίες έχουν γνωστοποιηθεί στον «ΕΡΓΟΛΑΒΟ» και επισυνάπτονται στο παρόν Συμφωνητικό ως Παράρτημα 1», όμως, το εν λόγω παράρτημα δεν προσκομίζεται και από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι στον εργολάβο, πριν την κατάρτιση της εργολαβικής συμβάσεως, υποβλήθηκε οποιοδήποτε ολοκληρωμένο σχέδιο ελασματουργικών και σωληνουργικών εργασιών, ώστε να προϋπολογίσει αυτός με ακρίβεια [τουλάχιστον] τον αριθμό των ημερομισθίων που θα απαιτούνταν για την αποπεράτωση των εργασιών που ανέλαβε και το συνακόλουθο εργατικό του κόστος και μόνο στην ως άνω τεχνική έκθεση περιλαμβάνεται ένα σκαρίφημα (προσδιοριζόμενο ως «η αρχική σχεδίαση») του Ρ/Κ Χ, στο οποίο απεικονίζεται η κάτοψη και η πλευρική όψη του χωρίς μνεία οποιασδήποτε τεχνικής/ κατασκευαστικής λεπτομέρειας. Πάντως, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι σε γνώση αμφοτέρων των διαδίκων, έμπειρων περί τα ρυμουλκά πλοία λόγω της επαγγελματικής δραστηριότητας εκάστου, τελούσε εξαρχής το μέγεθος που θα αποκτούσε το αποπερατωμένο κέλυφος του υπό ναυπήγηση πλοίου και η κατά προσέγγιση ποσότητα των χαλύβδινων ελασμάτων που θα αναγκαιούσαν, αφού ήταν γνωστές και προσυμφωνημένες οι κατά προσέγγιση διαστάσεις του. Από αυτές, σε συνδυασμό προς το υλικό της κατασκευής του ήταν ευχερής ο προσδιορισμός του βάρους του αποπερατωμένου ρυμουλκού, που θα προσέγγιζε τους διακόσιους [200] τόνους. Με αυτά τα δεδομένα και ενόψει της αξίας αγοράς, που βάρυνε την εργοδότρια, πρώτον, των χαλύβδινων ελασμάτων του κύτους του πλοίου, που ανερχόταν, όπως δεν αμφισβητείται σε εξήντα λεπτά του ευρώ [0,60 €] ανά χιλιόγραμμο και, δεύτερον, των μηχανών του ρυμουλκού, που, όπως προκύπτει από την ένορκη κατάθεση του ………….. στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, ανερχόταν σε εκατό χιλιάδες ευρώ [100.000 €] για καθεμία, ήταν εκ των προτέρων γνωστό στη μεν εργοδότρια ότι η δαπάνη ναυπηγήσεως του πλοίου θα υπερέβαινε κατά πολύ το μετοχικό της κεφάλαιο, αφού θα χρειαζόταν εκατόν είκοσι χιλιάδες ευρώ (200.000 κιλά Χ 0.60 €/χιλιόγραμμο = 120.000 €) για τα ελάσματα, τριακόσιες χιλιάδες ευρώ (3 Χ 100.000 € = 300.000 €) για τις μηχανές και εκατό χιλιάδες ευρώ [100.000 €] για την αμοιβή του ναυπηγείου και συνολικά, τουλάχιστον πεντακόσιες είκοσι χιλιάδες ευρώ [520.000 €], τουλάχιστον, πλέον του κόστους προμήθειας των λοιπών ειδών εξοπλισμού του πλοίου και του εργολαβικού ανταλλάγματος για τις ελασματουργικές και σωληνουργικές εργασίες, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί, λόγω της επιλογής της να ορίσει το μετοχικό της κεφάλαιο στις τετρακόσιες χιλιάδες ευρώ [400.000 €], να καταφύγει σε δανεισμό, τραπεζικό ή ιδιωτικό, για δε τον εργολάβο ότι η αξία των ημερομισθίων του δεκαεπταμελούς τουλάχιστον εργατοτεχνικού προσωπικού του συνεργείου του για απασχόληση εξήντα [60] τουλάχιστον (εργασίμων) ημερών θα υπερέβαινε τις πενήντα έξι χιλιάδες ευρώ [17 εργατοτεχνίτες Χ 60 ημέρες Χ 55 € μέσο ημερομίσθιο εκάστου κατά τα πιο κάτω διαλαμβανόμενα = 56.100 €] και με συνυπολογισμό των ασφαλιστικών τους εισφορών, που βάρυναν τον ίδιο, θα υπερέβαινε κατά τι τις εβδομήντα χιλιάδες ευρώ [56.100 € (μικτές αμοιβές προσωπικού συμπεριλαμβανομένης δηλαδή και της εργατικής εισφοράς που βαρύνει τον εργαζόμενο και παρακρατείται από το ημερομίσθιό του) + 15.545,31 € (ασφαλιστική εισφορά υπολογιζόμενη ως ποσοστό 27,71% επί του μικτού ημερομισθίου) = 71.645,31 €]. Σε κάθε περίπτωση, οι εργασίες ξεκίνησαν και υπό την επίβλεψη του ναυπηγού – μηχανολόγου …….., που ορίστηκε προς τούτο από την εργοδότρια, ολοκληρώθηκαν προσηκόντως μέχρι τις αρχές του μηνός Ιουλίου του επομένου έτους 2016, οπότε αποπερατώθηκε το κέλυφος του Ρ/Κ Χ, το βάρος του οποίου, όπως καταμετρήθηκε και όπως δεν αμφισβητείται, ανήλθε σε διακόσιες επτά χιλιάδες εξακόσια εξήντα κιλά (207.660 kgr). Στο μεταξύ, στις 9.6.2015, η πλοιοκτήτρια νηολόγησε το υπό ναυπήγηση σκάφος στο νηολόγιο του Πειραιώς όπου έλαβε αριθμό εγγραφής ……. Ειδικότερα, όσον αφορά τις ελασματουργικές εργασίες εκτελέστηκαν οι ακόλουθες, προσδιοριζόμενες ανά τύπο/κατηγορία εργασίας και βάρος χρησιμοποιηθέντος υλικού, εργασίες, που δεν αμφισβητούνται από την εργοδότρια: 1) Νομείς (frames) 61.094 κιλά, 2) κεντρικό κατάστρωμα (main deck) 10 mm, 23.100 κιλά, 3) διπύθμενο (Τ.ΤΟΡ) νομέας 34-49 10mm, 3.642 κιλά 4) διπύθμενο (Τ.ΤΟΡ) νομέας 24-34 10mm, 870 κιλά, 5) διπύθμενο (Τ.ΤΟΡ) νομέας 19-24 10mm, 1.899 κιλά, 6) διαμήκη κεντρικά και πλευρικά ενισχυτικά (C.GIRDER & S.GIRDER), 9.492 κιλά, 7) διαμήκης φρακτή (LONG BHD) 7.350 κιλά, 8) λάμες εξωτερικές για την τοποθέτηση προστατευτικών ελαστικών  (FENDER FLAT BAR) 3.752 κιλά, 9) οριζόντιο πλευρικό ενισχυτικό  (STRINGER) 1.822 κιλά, 10) διαμήκη ενισχυτικά καταστρώματος (LONG.STIFF, DECK BP) 160 χ 8 , 4.708 κιλά, 11) ενισχυμένοι νομείς (DECK GIRDER) T 350 x 10 + FB 120 x12, 2.648 κιλά, 12) καρίνα πλοίου (KEΕL PLATE) 16 mm, 2.420 κιλά, 13) ζωνάρι (STRAP) 16 mm, 4.979 κιλά, 14) πρυμναίος κύλινδρος (PLATE) 20 mm (roller), 1008 κιλά, 15) ενισχυτικά κυλίνδρου (STIFF.PL) 20 mm, 248 κιλά, 16) παραπέτο (BULWARK) 10 mm, 5.552 κιλά, 17) εξωτερικά ελάσματα πλοίου (SHELL PLATING) 10 mm, 30.864 κιλά, 18) παρατροπίδιο (BILGE PLATE BAR) 25 mm + RB 50 mm, 2.308 κιλά, 19)  βασικές εμπρόσθιες  μπίντες-δέστρες (BASE FWD BOLLARD), 1.483 κιλά, 20) δέστρες εμπρόσθιες αριστερές και δεξιές (BOLLARDS FWD P&S), 930 κιλά, 21) δέστρες πρύμνιες αριστερές και δεξιές (BOLLARDS ΑFΤ P&S), 402 κιλά, 22)  σωλήνα παραπέτου (PIPE BULWARK) 4’’ SCH 80 8,1 mm, 1.717 κιλά, 23) όκια (ROPE FAIR LEADER) 50 kg/pcs, 242 κιλά, 24) οχετοί εξαγωγής καυσαερίων (FUNNEL) 3120 kg/pcs, 6.240 κιλά, 25) αγωγός εισαγωγής αέρος (VENTILATION BHD) 2PCS 8mm, 692 κιλά, 26) αποθήκη καδενών (NEW CHAIN LOCKER), 2.891 κιλά, 27) ελάσματα υπερκατασκευής (SUPERSTRUCTURE PLATE/STIFF), 18.922 κιλά, 28) στηρίγματα (STIFF) L 100 x75x 8 (MAIN DECK), 2.923 κιλά, 29) γωνιές γέφυρας L80 x 8 (upper BRIDGE DECK), 366 κιλά, 30) ανθρωποθυρίδες (MAN HOLE) 600 x 400  12-10 mm/22pcs, 1015 κιλά, 31) καπάκι μηχανοστασίου (ΗACHT COMING) 2 τεμ, 425 κιλά, 32) σκάλα κεντρικού καταστρώματος (SCALE) 2 τεμ (M.DECK-L.DECK), 492 κιλά, 33) σκάλα μηχανοστασίου (SCALE) 2 τεμ. EM/CY, 187 κιλά, 34)σκαλιά (STEP) 35kg/pcs, 280 κιλά, 35) διάφορα άλλα, 696,32 κιλά. Για τις εργασίες αυτές και όσες άλλες εκτελέστηκαν παράλληλα με αυτές ή επακολούθησαν και περί των οποίων θα γίνει λόγος παρακάτω, ο εργολάβος εξέδωσε τα ακόλουθα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών προς την εργοδότρια: 1] το με αριθμό …/27.7.2015 για ποσό δέκα χιλιάδων ευρώ [10.000 €], 2] το με αριθμό …/18.3.2016 για ποσό δέκα χιλιάδων ευρώ [10.000 €], 3] το με αριθμό ../4.4.2016 για ποσό δέκα χιλιάδων ευρώ [10.000 €], 4] το με αριθμό το με αριθμό ../13.5.2016 για ποσό πέντε χιλιάδων ευρώ [5.000 €], 5] το με αριθμό ../6.6.2016 για ποσό δύο χιλιάδων ευρώ [2.000 €], 6] το με αριθμό ../27.6.2016 για ποσό δύο χιλιάδων ευρώ [2.000 €], 7] το με αριθμό ../1.7.2016 για ποσό ένδεκα χιλιάδων ευρώ [11.000 €], 8] το με αριθμό ../4.7.2016 για ποσό δέκα χιλιάδων ευρώ [10.000 €] και 9] το με αριθμό ../5.7.2016 για ποσό δέκα χιλιάδων ευρώ [10.000 €]. Τιμολόγησε, δηλαδή, συνολικό ποσό εβδομήντα χιλιάδων ευρώ [70.000 €]. Τα τιμολόγια αυτά εξοφλήθηκαν από την εργοδότρια, όπως αποδεικνύεται από τις από 31.7.2015, 18.3.2016, 5.4.2016, 16.5.2016, 7.6.2016 και 27.6.2016 έξι [6] αποδείξεις ηλεκτρονικής πληρωμής για ποσά δέκα χιλιάδων ευρώ [10.000 €] οι τρεις [3] πρώτες, πέντε χιλιάδων ευρώ [5.000 €] η τέταρτη και δύο χιλιάδων ευρώ [2.000 €] καθεμία από τις λοιπές δύο [2], αντιστοίχως, από τηρούμενο στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…..» λογαριασμό της εργοδότριας σε λογαριασμό της ατομικής επιχείρησης του εργολάβου στην ίδια τραπεζική εταιρία, από το με αριθμό ………… ένταλμα πληρωμής στον εργολάβο ποσού ένδεκα χιλιάδων ευρώ [11.000 €], σε συνδυασμό προς την υπ’ αριθμ. …/1.7.2016 ισόποση απόδειξη εισπράξεως που αυτός εξέδωσε, το με αριθμό ……. ένταλμα πληρωμής στον εργολάβο ποσού δέκα χιλιάδων ευρώ [10.000 €], σε συνδυασμό προς την υπ’ αριθμ. …./4.7.2016 ισόποση απόδειξη εισπράξεως που αυτός εξέδωσε και το με αριθμό ……. ένταλμα πληρωμής στον εργολάβο ποσού δέκα χιλιάδων ευρώ [10.000 €], σε συνδυασμό προς τη με αριθμό …/5.7.2016 απόδειξη εισπράξεως που αυτός εξέδωσε. Πέραν των χρημάτων αυτών ο εργολάβος έλαβε επιπλέον δύο χιλιάδες ευρώ [2.000 €], όπως προκύπτει από την από 14.7.2016 απόδειξη ηλεκτρονικής πληρωμής του ως άνω πιστωτικού ιδρύματος, που προσκομίζει και επικαλείται η εργοδότρια. Συνολικώς, επομένως, ο εργολάβος έλαβε από αυτήν το χρηματικό ποσό των εβδομήντα δύο χιλιάδων ευρώ (72.000 €). Με τις καταβολές αυτές έχει υπερκαλυφθεί το εργολαβικό αντάλλαγμα που αναγράφηκε στην από 15.4.2015 σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων. Όμως, ο …….. υποστηρίζει ότι δεν έχει εξοφληθεί, επειδή το αντάλλαγμα αυτό δε συμφωνήθηκε στα σοβαρά αλλά ήταν φαινομενικό, ενώ στην πραγματικότητα η συμφωνία του με τον . …. ήταν να αμειφθεί για τις ελασματουργικές εργασίες στο Ρ/Κ Χ (όπως και για το αδελφό Ρ/Κ Χ1) με το ποσό των δύο ευρώ [2 €] ανά κιλό τοποθετημένου σιδηροϋλικού. Υποστηρίζει δηλαδή ότι η αναγραφόμενη στην ως άνω σύμβαση κατ’ αποκοπή εργολαβική αμοιβή ήταν εικονική και η στην πραγματικότητα συμφωνημένη ήταν απολογιστική, με βάση υπολογισμού το χιλιόγραμμο χάλυβα που τοποθετήθηκε στο κύτος εκάστου ρυμουλκού. Αντιθέτως, η εργοδότρια υποστηρίζει ότι η αναγραφείσα στη γραπτή σύμβαση εργολαβική αμοιβή υπήρξε σπουδαία, ανταποκρινόταν στην αληθή βούληση των συμβληθέντων και ήταν εύλογη, με βάση το γεγονός ότι ο εργολάβος α] ανέλαβε μέρος μόνον των ελασματουργικών εργασιών που απαιτούνταν για τη ναυπήγηση του πλοίου, β] θα εργαζόταν στο χώρο του ναυπηγείου της «………..», μη επιβαρυνόμενος με δαπάνες για τη χρήση του χώρου των εργασιών, γ] θα χρησιμοποιούσε τις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου [γερανούς, παντογράφο] και τις παροχές που θα του προσφέρονταν από αυτό [ηλεκτρόδια, νερό, ηλεκτρικό ρεύμα, πεπιεσμένο αέρα, ανυψωτικά μηχανήματα κλπ) και δ] θα παραλάμβανε χαλύβδινα ελάσματα αγορασμένα με δαπάνες της εργοδότριας και διαμορφωμένα (αμμοβολισμένα, βαμμένα και κομμένα) από το ναυπηγείο. Προσθέτως, η εργοδότρια επικαλείται και ότι η κατ’ αποκοπή αμοιβή συμφωνήθηκε μετά από προσφορά του εργολάβου, που επιθυμούσε τη διεύρυνση της επαγγελματικής συνεργασίας του με αυτήν και προσδοκούσε στην ανάθεση εκ μέρους της σ’ αυτόν περισσότερων έργων στο μέλλον, όπως άλλωστε συνέβη όταν ανέλαβε την εκτέλεση εργασιών στη φορτηγίδα Ι., της πλοιοκτησίας εταιρίας του ομίλου ……….. Οι ισχυρισμοί της αυτοί, πέραν του ότι αντικρούονται πλήρως από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του εργολάβου, δεν επιβεβαιώνονται από τα πράγματα. Καταρχάς, με την από 15.4.2015 σύμβαση ανατέθηκε το σύνολο των ελασματουργικών εργασιών για τη ναυπήγηση του ως άνω Ρ/Κ στην ατομική επιχείρηση του ……….., επειδή το εργατοτεχνικό προσωπικό του ναυπηγείου δε διέθετε την απαραίτητη εξειδίκευση. Καμία ελασματουργική εργασία δεν εξαιρέθηκε από την ανάθεση στον εργολάβο, αντιθέτως, ρητά ορίστηκε ότι το σύνολό τους θα πραγματοποιηθεί από το συνεργείο του που είναι εξειδικευμένο και διαθέτει ίδια μέσα και εξοπλισμό, χωρίς μάλιστα το ναυπηγείο να υποχρεούται σε οποιαδήποτε παροχή, πέραν του χώρου της εργασίας, προς αυτόν. Επιπλέον, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι το ναυπηγείο προέβη στην αμμοβολή και τη βαφή με ένα χέρι PRIMER των ελασμάτων που χρησιμοποιήθηκαν, όπως και ο εργολάβος επικαλείται, υποστηρίζοντας ειδικότερα ότι οι προπαρασκευή αυτών έγινε στο εργοστάσιο από το οποίο τα προμηθεύτηκε η εργοδότρια. Εξάλλου, ο αναγραφόμενος στην από 15.4.2015 εργολαβική σύμβαση, ιδιαίτερα βραχύς, χρόνος αποπερατώσεως των εργασιών σε συνάρτηση με την έλλειψη οποιασδήποτε διαμαρτυρίας της εργοδότριας για την επί ένα [1] περίπου έτος υπέρβασή του, παρέχει την εντύπωση ότι δεν τέθηκε με πρόθεση σοβαρής δεσμεύσεως των μερών, όπως συνάγεται ιδίως από το γεγονός ότι οι περισσότερες, σημαντικού ύψους, καταβολές της εργοδότριας πραγματοποιήθηκαν κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο του έτους 2016, χωρίς να συνοδεύονται από οποιαδήποτε επιφύλαξή της προς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την καθυστέρηση της αποπεράτωσης των εργασιών εκ μέρους του εργολάβου, για την οποία, σημειωτέον, αυτός επικαλείται, χωρίς να αντικρούεται, ότι οφείλεται στην καθυστερημένη παράδοση σ’ αυτόν των υλικών κατασκευής με υπαιτιότητα της εργοδότριας και στα σφάλματα που παρατηρήθηκαν στις διαστάσεις των κομμένων από τον παντογράφο ελασμάτων και τον υποχρέωσαν στην επαναχάραξη και επανακοπή των ελαττωματικών. Προσθέτως, η αξία των εργασιών που ανέλαβε ο εργολάβος αποτελεί το 70% της αξίας του συνόλου των υπολοίπων εργασιών ναυπήγησης που ανατέθηκαν στη «…………», γεγονός που υποδηλώνει με σαφήνεια ότι δεν επρόκειτο καθόλου για περιορισμένες κατ’ έκταση και σημασία εργασίες, όπως η εργοδότρια ανεπιτυχώς επιχειρεί να πείσει. Αλλά και πέραν αυτών το γεγονός της αναλήθειας του αναγραφέντος κατ’ αποκοπή εργολαβικού ανταλλάγματος συνάγεται και από την εξέλιξη των εργασιών που ανέλαβε ο εργολάβος. Ειδικότερα, μετά την ολοκλήρωση και της υπερκατασκευής στο κατάστρωμα του Ρ/Κ Χ ανατέθηκαν στον εργολάβο πρόσθετες ελασματουργικές εργασίες, συνεπεία μεταβολής των αρχικών σχεδίων, οι οποίες και εκτελέστηκαν από αυτόν, χωρίς την παρεμβολή νέας συμφωνίας που θα καθόριζε το ύψος της αμοιβής του γι’ αυτές, όπως, σύμφωνα με όσα ανωτέρω υπό στοιχ. V της παρούσας αναφέρθηκαν, θα ήταν αναμενόμενο, αν αλήθευε ο ισχυρισμός της εργοδότριας ότι η αρχική αμοιβή του συμφωνήθηκε κατ’ αποκοπή. Οι εργασίες αυτές, εξειδικευόμενες με βάση το είδος τους και την αξία τους ανά τεμάχιο ελάσματος ή με βάση την ειθισμένη τιμή, αφορούσαν: 1) τη δημιουργία ανοιγμάτων (φουρούσια) και την τοποθέτηση προστατευτικών ελασμάτων προκειμένου να διέρχονται καλωδιώσεις: i) στον ιστό του πλοίου, διαστάσεων 100 Χ 60 Χ 8 mm, τεμάχια 10 Χ 60 €/τεμάχιο = 600 €, ii) στο χώρο της γέφυρας περιμετρικά, διαστάσεων 100 Χ 60 Χ 8 mm, τεμάχια 17 Χ 60 €/τεμάxιο = 1.020 €, iii) στο χώρο κάτω από την γέφυρα (καμπίνες, διάδρομοι), διαστάσεων 200 Χ 70 Χ 8 mm, τεμάχια 26 Χ 60 €/τεμάχιο = 1.560 €, iv) στο χώρο της πλώρης (αποθηκευτικοί χώροι), διαστάσεων 200 Χ 70 Χ 8 mm, τεμάχια 25 Χ 60 €/τεμάχιο = 1.500 €, v) στο χώρο του μηχανοστασίου, διαστάσεων 200 Χ 70 Χ 8 mm, τεμάχια 22 Χ 60 €/τεμάχιο = 1.320 €, vi) στο χώρο της πρύμνης, διαστάσεων 100 Χ 60 Χ 8 mm, τεμάχια 16 Χ 60 €/τεμάχιο = 960 € και vii) στο χώρο του διαδρόμου, διαστάσεων 50 Χ 50 Χ 8 mm, τεμάχια 18 Χ 60 €/τεμάχιο = 1,080 €, συνολικά δε η αξία των εργασιών για την μέτρηση, χάραξη, κοπή και τοποθέτηση των ελασμάτων αυτών ανήλθε στο ποσό των οκτώ χιλιάδων σαράντα ευρώ [8.040 €], 2) ελασματουργικές εργασίες για ολοκληρωτικές αλλαγές και μετατροπές, ήτοι κλείσιμο ανθρωποθυρίδων και άνοιγμα νέων σε σημεία που υπέδειξε ο ναυπηγός. Η χρέωση έγινε ανά τεμάχιο ελάσματος και περιελάμβανε τη μέτρηση, χάραξη, κοπή, τοποθέτηση και συγκόλληση των ελασμάτων: i) στο χώρο του μηχανοστασίου για το κλείσιμο παλαιών και εκ νέου άνοιγμα και τοποθέτηση τεσσάρων (4) ανθρωποθυρίδων διαστάσεων 800 Χ 400 cm, τεμάχια 4 Χ 350 €/τεμάχιο = 1.400 €, ii) στο χώρο της πλώρης για το κλείσιμο παλαιών και εκ νέου άνοιγμα και τοποθέτηση δέκα πέντε (15) ανθρωποθυρίδων διαστάσεων 800 Χ 400 cm, τεμάχια 15 Χ 350 €/τεμάχιο = 5.250 €, iii) στο χώρο των διαδρόμων και των καμπινών για το κλείσιμο και εκ νέου άνοιγμα και τοποθέτηση δώδεκα (12) ανθρωποθυρίδων διαστάσεων 800 Χ 400 cm, τεμάχια 12 Χ 350 €/τεμάχιο = 4.200 €, iv) στο χώρο της πρύμνης κλείσιμο παλαιών και εκ νέου άνοιγμα δέκα (10) ανθρωποθυρίδων διαστάσεων 800 Χ 400 cm, τεμάχια 10 Χ 350 €/τεμάxιο = 3.500 €, συνολικής αξίας δεκατεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων πενήντα ευρώ [14.350 €], 3) το κλείσιμο κεντρικής πόρτας της γέφυρας και άνοιγμα καινούργιας σε νέο σημείο, που υποδείχθηκε. Στις παρακάτω εργασίες η χρέωση έγινε απολογιστικώς, διότι το βάρος των ελασμάτων δεν ανταπεξέρχεται στη τιμή των ημερομίσθιων και ανήλθε συνολικά στο ποσό των χιλίων εκατόν οκτώ ευρώ [1.108 €], ως ακολούθως: i) κλείσιμο κεντρικής πόρτας εισόδου στο χώρο ενδιαίτησης από το κεντρικό κατάστρωμα διαστάσεων 2,000 Χ 1,000 Χ 8 mm, τεμάχιο (1) κιλά 64, ηλεκτροσυγκόλληση ελάσματος μέτρα 12, ημερομίσθια 3 Χ 1 = 3 Χ 165 € = 495 €, ii) άνοιγμα και τοποθέτηση κεντρικής πόρτας εισόδου στο χώρο ενδιαίτησης από το κεντρικό κατάστρωμα διαστάσεων 2,000 Χ 1,000 Χ 8 mm, τεμάχιο (1) κιλά 64, ηλεκτροσυγκόλληση ελάσματος μέτρα 12 Χ 8 €/μέτρο = 96 €, ημερομίσθια: 3 Χ 1= 3 Χ 165 € = 495 € ευρώ, ήτοι σύνολο ημερομισθίων 6 Χ 165 € = 990 €, πλέον 20% εργολαβικού κέρδους ύψους 198 €, 4) την κατασκευή αποθηκευτικού χώρου στο κεντρικό κατάστρωμα (ΜΑΙΝ DECK) στο πρυμναίο σημείο της γέφυρας. Σύμφωνα με τον απολογισμό που πραγματοποίησε ο ενάγων έλαβε χώρα κοπή και τοποθέτηση ελασμάτων στο πρυμναίο μέρος της γέφυρας δεξιά και αριστερά διαστάσεων 2,000 Χ 1,000 Χ 8 mm, τεμάχια (4), πραγματοποιήθηκαν ημερομίσθια: 6 Χ 2 = 12 Χ 165 € = 1.980 €, πλέον του εργολαβικού κέρδους 396 € (σε ποσοστό 20%), ήτοι συνολικά η επιμέτρηση των εν λόγω εργασιών ανήλθε στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ [2.376 €] και 5) την καινούργια κατασκευή στο χώρο της πλώρης νέου αποθηκευτικού μπροστά από το παλιό «στρίτσο». Η χρέωση έγινε ανά τεμάχιο ελάσματος και περιελάμβανε τη μέτρηση, χάραξη, κοπή, τοποθέτηση, συγκόλληση αυτών και δη ελάσματος διαστάσεων 4.000 m Χ 2.000 m Χ 10 mm, τεμάχια (2), κιλά 1.280 Χ 2 €/κιλό = 2.560 €, ελάσματος διαστάσεων 3.000 Χ 2.000 Χ10 mm, τεμάχια (2), κιλά 960 Χ 2 €/κιλό = 1.920 €, ελάσματος διαστάσεων 4.000 Χ 3.000 Χ 10 mm, τεμάχια (1), κιλά 960 Χ 2 €/ κιλό = 1.920 €, διαχωριστικού διάτρητου ελάσματος διαστάσεων 4.000 Χ 2.000 Χ 10 mm, τεμάχιο 1, κιλά 640 Χ 2 €/κιλό = 1.280 €, ενισχυτικά βολβολάμες 160 Χ 8, μέτρα 60, κιλά 455 Χ 1,80 €/κιλό = 819 € και μέτρα συγκόλλησης 190 Χ 8 €/κιλό = 1520 € και εν συνόλω δέκα χιλιάδες δεκαεννέα ευρώ [10.019 €]. Το συνολικό κόστος των εργασιών αυτών ανέρχεται, κατά τους υπολογισμούς του εργολάβου και κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλεται ως προς τους επιμέρους υπολογισμούς της, σε τριάντα πέντε χιλιάδες οκτακόσια ενενήντα ευρώ (35.890 €). Κατ’ αντίθεση προς την από 29.4.2015 σύμβαση της πλοιοκτήτριας του Ρ/Κ Χ με την «………….», στην από 15.4.2015 σύμβαση της πρώτης με το …. …. δεν περιελήφθη όρος σχετικός με τον τρόπο υπολογισμού της αμοιβής του τελευταίου για επιπρόσθετες εργασίες που θα έπρεπε ενδεχομένως να εκτελεστούν πέραν των αναφερομένων σ’ αυτήν. Μάλιστα, τις εργασίες αυτές η εργοδότρια αποτιμά σε δύο χιλιάδες ευρώ [2.000 €] και ισχυρίζεται ότι εξοφλήθηκαν με την ισόποση και υπερβαίνουσα τις εβδομήντα χιλιάδες ευρώ [70.000 €] καταβολή της προς τον εργολάβο που πραγματοποιήθηκε στις 14.7.2016. Για τον υπολογισμό της αυτό όμως δεν επικαλείται συγκεκριμένη, μεταγενέστερη της αρχικής, συμφωνία της με τον αντίδικό της, με αποτέλεσμα να παρίσταται αυτός αναμφίβολα μονομερής και αυθαίρετος. Αν μάλιστα εκληφθεί ως αληθής ο βασικός ισχυρισμός της ότι ο εργολάβος συμφώνησε εν γνώσει του στην ιδιαίτερα χαμηλή αμοιβή του για τις κύριες ελασματουργικές εργασίες, προκειμένου να εξασφαλίσει μελλοντικές αναθέσεις, δεν εξηγείται γιατί θα έπρεπε να αποδεχθεί και νέα χαμηλή αμοιβή χωρίς ταυτόχρονη διεύρυνση ήδη από τότε της επαγγελματικής συνεργασίας των διαδίκων, η οποία πραγματοποιήθηκε πολύ αργότερα [στις 5.12.2015, όταν του ανατέθηκε με σύμβαση η μετασκευή της φορτηγίδας Ι., όπως και πιο κάτω θα αναφερθεί]. Αντιθέτως, η έλλειψη νέας συμφωνίας επί της εργολαβικής αμοιβής για τις ως άνω πρόσθετες εργασίες δικαιολογείται πλήρως αν γίνει δεκτό ότι τέτοια [πραγματική] συμφωνία υπήρχε ήδη και συνίστατο στην καταβολή αμοιβής ύψους δύο ευρώ [2 €] ανά κιλό τοποθετημένου υλικού ή, επί εργασιών στις οποίες το βάρος του υλικού δεν ανταποκρίνεται στην τιμή των ημερομισθίων, απολογιστικώς καθοριζόμενης κατά τα ειθισμένα στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Πειραιώς. Πράγματι, το αναμενόμενο θα ήταν ο εργολάβος να αρνηθεί την εκτέλεση των πρόσθετων εργασιών χωρίς νεότερη συμφωνία και να εξαναγκάσει την εργοδότρια, που δεν καλυπτόταν από την αρχική εργολαβική σύμβαση ως προς αυτές, είτε σε τέτοια συμφωνία είτε σε αναζήτηση άλλου συνεργείου, αφού η επιχείρηση της «………..» δε διέθετε το εξειδικευμένο προσωπικό για την εκτέλεσή τους. Από το ότι δεν το έπραξε συνάγεται ότι ο εργολάβος θεωρούσε ήδη την από 15.4.2015 σύμβαση εικονική ως προς το ύψος του ανταλλάγματος της εργασίας του και απέβλεπε στην πραγματική συμφωνία των διαδίκων περί απολογιστικού υπολογισμού της. Άλλωστε, για τη ναυπήγηση του εν λόγω Ρ/Κ ο εργολάβος εκτέλεσε και τις ακόλουθες σωληνουργικές εργασίες, οι οποίες αναλύονται ως εξής διακρινόμενες ανάλογα με το είδος τους (κοπή, συγκόλληση και τοποθέτηση σωλήνων στο κύτος) και με βάση το μήκος και τις διαστάσεις των σωληνώσεων που αφορούν: 1] ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΔΙΚΤΥΟΥ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑ ΑΠΟ ΔΥΟ ΣΗΜΕΙΑ ΔΕΞΙΑ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΜΗ ΣΕ ΕΠΤΑ [7] ΔΕΞΑΜΕΝΕΣ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ: ΣΩΛΗΝΑ Φ 4″ ΜΕΤΡΑ 23 X 60,01 = 1.380,23, ΣΩΛΗΝΑ Φ 3″ 28X47,77= 1.337,56, ΣΩΛΗΝΑ Φ 2.5″ ΜΕΤΡΑ 3X41,17=123,51, ΚΑΜΠΥΛΕΣ Φ 3″ ΤΕΜ 12Χ 47,77=573,24, ΦΛΑΤΖΕΣ  Φ 4″ ΤΕΜ 8X20,90= 167,20, ΦΛΑΤΖΕΣ Φ 3″ ΤΕΜ 28Χ 15,50= 434,00, ΦΛΑΤΖΕΣ Φ 2.5″ ΤΕΜ 8Χ 14,17 = 113,36, ΚΑΜΠΥΛΕΣ Φ 4″ ΤΕΜ 10 X 60,01=600,01, ΚΑΜΠΥΛΕΣ Φ 2.5″ ΤΕΜ5Χ41,17=205,86 , ΤΑΦ Φ 4″ ΤΕΜ 5Χ 60,01=300,05, ΤΑΦ Φ 3″ ΤΕΜ 5X47,77=238,85, ΤΑΦ Φ 3″ ΤΕΜ 2 X 47,77= 95,94, ΤΑΦ Φ 2,5″ ΤΕΜ 2 X 41,17=83,54, ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΑ Φ 4” ΤΕΜ 8 X 20,00 = 160,00, ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΑ Φ 3” ΤΕΜ 10 X 15,00 = 150,00, ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΑ Φ 2.5″ ΤΕΜ 4 X 12,50 = 50,00, ΒΑΝΕΣ Φ 4″ ΤΕΜ 2 X 41,80 = 83,60, ΠΑΤΕΡ ΦΛΑΪ Φ 2.5″ ΤΕΜ 2 X 41,17 = 82,34, ΠΑΤΕΡ ΦΛΑΪ Φ 3″ ΤΕΜ 5 X 47,77 = 238,85, ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΣΤΙΣ ΔΙΑΠΕΡΑΣΕΙΣ ΣΤΕΓΑΝΩΝ ΦΡΑΚΤΩΝ 300 X 300 Χ12 mm ΤΕΜ 11 X 50,00 = 550,00 ΣΥΝΟΛΟ 6.967,83 ΕΥΡΩ. 2] ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΔΙΚΤΥΟΥ ΕΞΑΕΡΙΣΜΟΥ ΔΕΞΑΜΕΝΩΝ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ [7 ] ΕΠΤΑ ΔΕΞΑΜΕΝΕΣ: ΣΩΛΗΝΑ Φ 3″ ΜΕΤΡΑ 13 X 47,77 = 621,01, ΚΑΜΠΥΛΕΣ Φ 3″ ΤΕΜ 5 X 47,77 = 238,85, ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΑ Φ 3″ ΤΕΜ 4 X 15,00 = 60,00, ΦΛΑΤΖΕΣ Φ 3″ ΤΕΜ 13 X 15,50 = 201,50, ΜΑΣΟΝ Φ 4″ ΤΕΜ 8 X 60,01 = 480,08, ΣΥΝΟΛΟ  601,44 ΕΥΡΩ. 3] ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΚΑΤΑΜΕΤΡΗΤΩΝ ΔΕΞΑΜΕΝΩΝ  ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ [7] ΕΠΤΑ ΔΕΞΑΜΕΝΕΣ: ΣΩΛΗΝΑ Φ 1.5″ ΜΕΤΡΑ 26 X 23,33 = 606,58, ΜΟΥΦΕΣ Φ 1.5″ ΤΕΜ 7 X 23,33 = 163,31, ΜΑΣΟΝ Φ 2” ΤΕΜ 6 X 32,90 = 197,40, ΦΛΑΤΖΕΣ Φ 1.5″ ΤΕΜ 1 X 11,84 = 11,84, ΕΝΙΣΧΥΤΙΚΑ ΛΑΜΑΡΙΝΑΣ [ ΠΙΑΤΑΚΙΑ ] 120 X 50 X 12mm ΤΕΜ 7 Χ 50,00 = 350,00, ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΑ ΛΑΜΑΚΙΑ 50 X 50 X 14 ΤΕΜ 14 X 50,00=700,00, ΣΥΝΟΛΟ 2.029,13 ΕΥΡΩ. 4] ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΓΙΑ ΤΡΑΝΣΦΕΡ ΤΩΝ ΔΕΞΑΜΕΝΩΝ ΕΩΣ ΤΟ ΜΗΧΑΝΟΣΤΑΣΙΟ ΜΕ ΚΟΛΕΚΤΕΡ ΜΕ ΤΙΣ ΑΝΑΛΟΓΕΣ ΒΑΝΕΣ ΣΩΛΗΝΑ Φ 1.5″ ΜΕΤΡΑ 28 X 23,33 = 653,24, ΚΑΜΠΥΛΕΣ Φ 1.5″ ΤΕΜ 25 X 23,33 = 583,25, ΦΛΑΤΖΕΣ Φ 1.5″ ΤΕΜ 48 X 11,84= 568,32, ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΑ Φ 1.5″ ΤΕΜ 15 X 7,50=112,50, ΚΟΛΕΚΤΕΡ ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ Φ 2.5″ X 1.200 ΜΕΤΡΑ ΤΕΜ 1 X 82,34 =82,34, ΒΑΝΕΣ Φ 1,5″ ΤΕΜ 7 X 23,68 = 165,76, ΒΑΝΕΣ ΟΡΕΙΧΑΛΚΙΝΕΣ Φ1.5″ ΤΕΜ 5 X 23,68=118,40, ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΔΙΑΠΕΡΑΣΗΣ ΣΤΕΓΑΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΕΛΑΣΜΑ ΔΙΑΣΤΑΣΕΩΝ 1.200 X 300 X 12 mm κιλά 35 X 2,0 = 70,00, ΕΛΑΣΜΑ ΔΙΑΣΤΑΣΕΩΝ 450 X 300 X 12 X 7 mm κιλά 13 Χ 2,00 = 26,00. ΣΥΝΟΛΟ 2.379,81 ΕΥΡΩ. 5] ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΗΜΕΡΗΣΙΑΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΥΟ ΔΕΞΑΜΕΝΕΣ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ ΕΩΣ ΤΟ ΜΗΧΑΝΟΣΤΑΣΙΟ ΜΕ ΤΟ ΑΝΑΛΟΓΟ ΚΟΛΕΚΤΕΡ ΜΕ ΤΙΣ ΑΝΑΛΟΓΕΣ ΒΑΝΕΣ: ΣΩΛΗΝΑ Φ 1.5″ ΜΕΤΡΑ 18 X 23,33 = 419,94, ΚΑΜΠΥΛΕΣ Φ 1.5″ ΤΕΜ 12 X 23,33 = 279,96, ΦΛΑΤΖΕΣ Φ 1.5″ ΤΕΜ 15 X 11,84 = 177,60, ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΑ Φ 1.5″ ΤΕΜ 8 X 7,50 = 60,00, ΒΑΝΕΣ ΠΑΤΕΡ ΦΛΑΪ Φ 1.5 ΤΕΜ 2 X 23,33 = 46,66, ΣΩΛΗΝΑ Φ 1.5″ ΜΕΤΡΑ 3 X 23,33 = 69,99, ΜΟΥΦΕΣ Φ 1.5″ ΤΕΜ 2 X 23,33 = 46,66, ΚΟΛΕΚΤΕΡ Φ2.5″ X 1 ΜΕΤΡΟ ΤΕΜ 1 X 41,17 = 41,17 Φ 1,5″ X ΜΕΤΡΑ 3 X 23,33 = 69,99, ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΔΙΑΠΕΡΑΣΗΣ ΣΤΕΓΑΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΕΛΑΣΜΑ ΔΙΑΣΤΑΣΕΩΝ 450 X 300 X 12 mm ΤΕΜ 2 X 50,00 = 100,00, ΕΝΙΣΧΥΤΙΚΑ ΛΑΜΑΡΙΝΑΣ [ΠΙΑΤΑΚΙΑ] Φ 120 ΤΕΜ. 2 X 50,00 = 100,00, ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΔΥΟ ΣΕΤ ΥΑΛΟΔΕΙΚΤΩΝ. ΣΥΝΟΛΟ 1.411,97 ΕΥΡΩ. 6] ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ FW ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΥΟ ΔΕΞΑΜΕΝΕΣ ΕΩΣ ΤΟ ΜΗΧΑΝΟΣΤΑΣΙΟ ΜΕ ΑΝΑΜΟΝΕΣ ΣΕ ΚΟΛΕΚΤΕΡ ΜΕ ΤΙΣ ΑΝΑΛΟΓΕΣ ΒΑΝΕΣ ΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΔΥΟ ΔΕΞΑΜΕΝΕΣ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗΣ ΔΙΑΜΕΤΡΟΥ ΣΩΛΗΝΕΣ ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ: ΣΩΛΗΝΑ Φ 2.5″ ΜΕΤΡΑ 14Χ 41,17 = 576,38 [ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΣΩΛΗΝΑ] ΣΩΛΗΝΑ Φ2″ ΜΕΤΡΑ 18X32,90 = 592,20, ΦΛΑΤΖΕΣ Φ2″ ΤΕΜ 20Χ 9,36 = 187,20, ΚΑΜΠΥΛΕΣ Φ2″ ΤΕΜ 12Χ 32,90 = 394,80, ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΑ Φ2″ ΤΕΜ 8Χ 10,00 = 80,00, ΣΩΛΗΝΟΜΑΣΤΟΙ Φ2″ ΤΕΜ 2X32,90 = 65,80, ΒΑΝΕΣ ΟΡΕΙΧΑΛΚΙΝΕΣ Φ 2″ ΤΕΜ 2Χ 32,90 = 65,80, ΣΩΛΗΝΑ Φ 1.5″ ΜΕΤΡΑ 3,5Χ 23,33 = 81,65, ΦΛΑΤΖΕΣ Φ 1.5″ ΤΕΜ 2Χ 11,84 = 23,68, ΑΥΤ/ΣΤΟΙ ΜΕΤΡΗΤΕΣ Φ1.5″ Χ ΤΕΜ ΜΑΣΟΝ2Χ 23,33=46,66, ΣΩΛΗΝΑ Φ2” ΜΕΤΡΑ 8X32,90 = 263,20, ΦΛΑΤΖΕΣ Φ2″ ΤΕΜ 18Χ 9,36 = 168,48, ΚΑΜΠΥΛΕΣ Φ2″ ΤΕΜ 2X32,90=65,80, ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΑ Φ2″ ΤΕΜ 4Χ 10,0 = 40,00, ΣΩΛΗΝΟΜΑΣΤΟΙ Φ2” ΤΕΜ 2Χ 32,90 = 65,80, ΜΑΣΟΝ Φ2.5″ ΤΕΜ 2Χ 41,17 = 82,34, ΚΟΛΕΚΤΕΡ Φ 2.5″ X ΜΕΤΡΟ 1 ΤΕΜ 1 X 41,17 = 41,17, Φ 2″ ΜΕΤΡΑ 3 X 32,90 = 98,70, ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΔΙΑΠΕΡΑΣΗΣ ΣΤΕΓΑΝΩΝ ΕΛΑΣΜΑ Φ350 X 12 ΤΕΜ 7 X 50,00 =350,0. ΣΥΝΟΛΟ 3.289,66 ΕΥΡΩ. 7] ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΜΠΑΛΑΣΤ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΛΩΡΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΥΜΝΙΕΣ ΔΕΞΑΜΕΝΕΣ ΕΩΣ ΤΟ ΜΗΧΑΝΟΣΤΑΣΙΟ ΜΕ ΚΟΛΕΚΤΕΡ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΝΑΛΟΓΕΣ ΒΑΝΕΣ ΠΕΝΤΕ ΔΕΞΑΜΕΝΕΣ ΟΙ ΠΛΩΡΙΕΣ [3] ΔΕΞΑΜΕΝΕΣ ΠΕΡΝΟΥΝ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΔΥΟ ΔΕΞΑΜΕΝΕΣ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗΣ ΔΙΑΜΕΤΡΟΥ ΣΩΛΗΝΑ ΜΕ ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ. Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΥΤΗ ΕΓΙΝΕ ΕΙΣ ΔΙΠΛΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ [3] ΠΛΩΡΙΕΣ ΔΕΞΑΜΕΝΕΣ ΚΑΘΩΣ ΕΓΙΝΕ, ΑΛΛΑΓΗ ΔΙΕΛΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ ΝΑ ΤΙΣ ΠΕΡΑΣΟΥΝ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΕΞΑΜΕΝΕΣ ΠΕΤΡΕΛΑΙΩΝ ΚΑΘΩΣ ΕΠΙΣΗΣ ΕΓΙΝΑΝ ΜΕΤΑΤΡΟΠΕΣ ΚΑΙ ΣΕ ΤΜΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΔΙΚΤΥΟ ΤΩΝ ΠΡΥΜΝΙΩΝ ΔΕΞΑΜΕΝΩΝ ΛΟΓΩ ΤΩΝ ΑΞΟΝΩΝ: ΣΩΛΗΝΑ Φ2.5” ΜΕΤΡΑ 21 X 41,17= 864,57 [ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ]  ΣΩΛΗΝΑ Φ3” 29 X 47,77 = 1.385,33, ΣΩΛΗΝΑ Φ 2.5″ ΜΕΤΡΑ 27 X 41,17=1.111,59, ΣΩΛΗΝΑ Φ2″ ΜΕΤΡΑ 38 X 32,90=1.250,20, ΦΛΑΤΖΕΣ Φ3″ ΤΕΜ 10 X 15,50= 155,00, ΦΛΑΤΖΕΣ Φ2.5″ ΤΕΜ 18 X 14,17 = 255,06, ΦΛΑΤΖΕΣ Φ2″ ΤΕΜ 37 X 9,36 = 346,32, ΚΑΜΠΥΛΕΣ Φ3″ ΤΕΜ 3 X 47,77= 143,31, ΚΑΜΠΥΛΕΣ Φ2.5″ ΤΕΜ 12 X 41,17= 494,04, ΚΑΜΠΥΛΕΣ Φ2″ ΤΕΜ 19 X 32,90= 625,10, ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΑ Φ3″ ΤΕΜ 6 X 15,00 = 90,00, ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΑ Φ2.5″ ΤΕΜ 12 X 12,50 = 150,00, ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΑ Φ2″ ΤΕΜ 12 X 10,00 =120,00, ΠΑΤΕΡ ΦΛΑΙ Φ2.5″ ΤΕΜ 3 X 41,17 = 125,31, ΒΑΝΕΣ ΟΡΕΙΧΑΛΚΙΝΕΣ Φ2″ ΤΕΜ 4 X 32,90 = 131.60, ΣΩΛΗΝΑ Φ2.5″ ΜΕΤΡΑ 9 X 41,17 = 370,53, ΦΛΑΤΖΕΣ Φ2.5″ ΤΕΜ 13 X 14,17 = 184,21, ΚΑΜΠΥΛΕΣ Φ2.5″ ΤΕΜ 5 X 41,17 = 205,85, ΜΑΣΟΝ Φ 3″ ΤΕΜ 7 X 47,77 = 334,39, ΚΑΤΑΜΕΤΡΙΚΑ ΙΔΙΩΝ ΔΕΞΑΜΕΝΩΝ ΣΩΛΗΝΑ Φ1.5” ΜΕΤΡΑ 15 X 23,33 = 349,95, ΜΟΥΦΕΣ Φ1.5″ ΤΕΜ 5 X 23,33 = 116,65, ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΔΙΑΠΕΡΑΣΗΣ ΣΤΕΓΑΝΩΝ ΕΛΑΣΜΑ ΔΙΑΣΤΑΣΕΩΝ 350 X 300 Χ12 mm, κιλά 10,00 X 15 ΤΕΜ = κιλά 150 X 2,00= 300,00, ΕΝΙΣΧΥΤΙΚΑ ΕΛΑΣΜΑΤΟΣ [ΠΑΤΑΚΙΑ] Φ100 X 12ΤΕΜ 5 X 50,00 = 250,00,  ΣΥΝΟΛΟ 9.429,01 ΕΥΡΩ. Επειδή οι παραπάνω εργασίες, κατά 80% έγιναν, στο χώρο του διπύθμενου, υπάρχει επιβάρυνση 15% επί του συνόλου που ανήλθε σε 10.843,40 ευρώ. 8] ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΣΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΚΥΡΙΕΣ ΜΗΧΑΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΔΥΟ ΗΛΕΚΤΡΟΜΗΧΑΝΕΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΙΛΤΡΩΝ ΛΟΓΩ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΟΥ ΛΑΘΟΥΣ [ΕΥΘΥΝΗ ΝΑΥΠΗΓΕΙΟΥ] [ 2 ] ΤΕΜΑΧΙΑ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΛΑΙΜΩΝ: ΣΩΛΗΝΑ Φ6″ ΜΕΤΡΑ 2 X 76,39=152,78, ΣΩΛΗΝΑ Φ6″ ΜΕΤΡΑ 1 X 76,39=76,39, ΣΩΛΗΝΑ Φ6″ ΜΕΤΡΑ 1 X 76,39=76,39. ΣΥΝΟΛΟ 305,56 ΕΥΡΩ. 9] ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΤΩΝ ΚΑΥΣΑΕΡΙΩΝ [3] ΚΥΡΙΩΝ ΜΗΧΑΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ 2 ΗΛΕΚΤΡΟΜΗΧΑΝΩΝ ΕΩΣ ΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΟΡΟΦΗ ΤΩΝ ΤΖΗΜΙΝΕΡΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΣΙΛΑΝΣΙΕ ΜΕ ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΩΝ [6 ΤΕΜ] Φ 20” ΚΥΡΙΩΝ ΜΗΧΑΝΩΝ ΚΑΙ 4 ΤΕΜ. Φ 10” ΗΛΕΚΤΡΟΜΗΧΑΝΩΝ. Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΥΤΗ ΕΓΙΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΜΕ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΜΗΧΑΝΟΣΤΑΣΙΟΥ ΛΟΓΩ ΤΩΝ ΑΕΡΑΓΩΓΩΝ. ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΑ Φ 20” ΤΕΜ 6 X 100,00 = 600,00, ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΑ Φ 10″ ΤΕΜ 4 Χ 50,00 =200,0, ΣΩΛΗΝΑ Φ 12″ ΜΕΤΡΑ 12 X 234,70 = 2816,00, ΣΩΛΗΝΑ Φ 4″ ΜΕΤΡΑ 10 Χ 60,01 : 600,10, ΦΛΑΤΖΕΣ Φ 12″ ΤΕΜ 6 X 38,71 = 232,26, ΦΛΑΤΖΕΣ Φ 4″ ΤΕΜ 4 X 20,90 = 83,60, ΣΩΛΗΝΑ Φ 12″ ΜΕΤΡΑ 26 X 234,70 = 6102,20, ΚΑΜΠΥΛΕΣ Φ 12″ ΤΕΜ 7 X 234,70 = 1642,90, ΦΛΑΤΖΕΣ Φ 12″ ΤΕΜ 11 X 38,71 = 425,81, ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΑ Φ 12” ΤΕΜ 10 X 60,00 = 600,00, ΣΩΛΗΝΑ Φ 4 ” ΜΕΤΡΑ 24 X 60,01 = 1440,24, ΚΑΜΠΥΛΕΣ Φ 4 ” ΤΕΜ 8 X 60,01 = 480,08, ΦΛΑΤΖΕΣ Φ 4 ” ΤΕΜ 12 X 20,90 = 250,80, ΜΑΣΟΝ Φ 6 ” ΤΕΜ 2 X 76,39 = 152,78, ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΜΕ ΚΑΠΕΛΟ, ΜΑΣΟΝ Φ 14″ ΤΕΜ 3 X 230,00 = 690,00, ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΜΕ ΚΑΠΕΛΟ. ΣΥΝΟΛΟ 16.316,77 ΕΥΡΩ. [10] ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΠΑΡΟΧΗΣ ΛΑΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ ΤΟΥ ΠΛΩΡΙΟΥ ΕΡΓΑΤΗ ΒΙΝΤΖΙ 3 ΓΡΑΜΜΕΣ ΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΔΥΟ ΔΕΞΑΜΕΝΕΣ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΟΠΩΣ ΥΠΟΔΕΙΧΘΗΚΕ: ΣΩΛΗΝΑ ΠΙΕΣΕΩΣ Φ 42 ΜΕΤΡΑ 32 X 20,71 = 672,72, ΓΩΝΙΕΣ ΠΙΕΣΕΩΣ Φ 42 ΤΕΜ 14 X 20,71 = 289,94, ΜΑΣΟΝ ΠΙΕΣΕΩΣ ΓΙΑ Φ 42 ΤΕΜ 8 X 20,71 = 165,68 , ΣΤΗΡ/ΤΑ ΠΙΕΣΕΩΣ Φ 42 ΤΕΜ 14 X 20,71 = 289,94 , ΜΟΥΦΕΣ ΠΙΕΣΕΩΣ Φ 42 X 1/1.4 ΤΕΜ 4 X 20,71=82,84, ΣΩΛΗΝΑ ΠΙΕΣΕΩΣ 16 X 18,00 = 288,00, ΓΩΝΙΕΣ ΠΙΕΣΕΩΣ Φ 3/4 ΜΕΤΡΑ 7 X 18,00 = 126,00, ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΑ ΠΙΕΣΕΩΝ Φ 3/4 ΤΕΜ 7 X 18 00 =126,00 , ΜΟΥΦΕΣ ΠΙΕΣΕΩΣ Φ 3/4 ΤΕΜ 2 X 18,00=36,00, ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΣΤΙΣ ΔΙΑΠΕΡΑΣΕΙΣ ΣΤΕΓΑΝΩΝ ΕΛΑΣΜΑ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ 350 X 200 X 12 mm ΤΕΜ 3 Χ 50 =150,00. ΣΥΝΟΛΟ 2.227,12 ΕΥΡΩ. Για την κατασκευή σωλήνων υδραυλικών (λαδιού) προσαυξήθηκε η τιμή κατά 20% και ανήλθε σε 2.672,55 ΕΥΡΩ. [11] ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗΣ ΤΩΝ WC: ΣΩΛΗΝΑ Φ 4″ ΜΕΤΡΑ 8X60,01=480,08, ΚΑΜΠΥΛΕΣ Φ 4″ΤΕΜ 6X60,01=360,06, ΦΛΑΤΖΕΣ Φ 4″ ΤΕΜ 7X20,90=146,30, ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΑ Φ 4″ ΤΕΜ 3X20,00=60,00, ΜΑΣΟΝ Φ 5″ ΤΕΜ 1X77,90=77,90, ΒΑΝΕΣ Φ 4″ ΤΕΜ 2X 60,01 = 120,02, ΚΛΑΠΕ Φ 4″ ΤΕΜ 1X60,01=60,01, ΜΠΩΖΟΝΑΤΕΣ ΦΛΑΤΖΕΣ Φ 4″ ΤΕΜ 2X20,90=41,80 ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ. ΣΥΝΟΛΟ 1.346,24 ΕΥΡΩ. [12] ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗΣ ΝΙΠΤΙΡΩΝ ΚΑΙ ΠΑΤΟΣΙΦΩΝΩΝ ΚΟΥΖΙΝΑΣ ΚΑΙ WC: ΣΩΛΗΝΑ Φ 2.5″ ΜΕΤΡΑ 3X41,17=123,51, ΚΑΜΠΥΛΕΣ Φ 2.5″ ΤΕΜ 4X41,17=164,68, ΦΛΑΤΖΕΣ Φ2″ ΤΕΜ 4X9,36=37,44, ΜΑΣΟΝ Φ2,5″ ΤΕΜ 4X41,17=164,68, ΣΩΛΗΝΟΜΑΣΤΟΙ Φ 2″ ΤΕΜ 2X32,90=65,80, ΚΛΑΠΕ Φ 2″ ΤΕΜ 2X32,90=65,80. ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ & ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΥΛΙΚΩΝ: ΣΩΛΗΝΑ PVC Φ 50 ΜΕΤΡΑ 6, ΤΑΦ PVC Φ 50 ΤΕΜ 4, ΓΩΝΙΕΣ PVC Φ 50 ΤΕΜ 8, ΤΑΠΕΣ PVC Φ 50 ΤΕΜ 2, ΣΙΦΩΝΙΑ PVC ΤΕΜ 3, ΣΥΣΤΟΛΕΣ PVC Φ60ΧΦ50 ΤΕΜ 2, ΜΑΣΤΟΙ PVC Φ60ΧΦ2″ ΤΕΜ 2 συνολικό κόστος 1620,00. Η τιμή της παραπάνω εργασίας χρεώθηκε συνολικά για όλα τα τεμάχια, λόγω υλικού (Πλαστικού PVC) ΣΥΝΟΛΟ 2.241,91 ΕΥΡΩ. [13] ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΖΕΣΤΩΝ ΚΑΙ ΚΡΥΩΝ ΝΕΡΩΝ ΚΟΥΖΙΝΑΣ ΚΑΙ WC ΕΩΣ ΤΟ ΜΗΧΑΝΟΣΤΑΣΙΟ ΑΝΑΜΟΝΕΣ ΔΙΠΛΑ ΑΠΟ ΤΗΝ FW PUMP: ΣΩΛΗΝΑ Φ 1/2″ ΜΕΤΡΑ 18X16,00=288,00, ΣΩΛΗΝΟΜΑΣΤΟΙ Φ 1/2″ ΤΕΜ 10X16,00=160,00 ΜΑΣΟΝ Φ 1″ ΤΕΜ 10X20,73=207,30, ΡΑΚΟΡ 6X16=96,00. ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΤΑΚΕΥΗΣ ΚΑΙ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΚΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ: ΠΟΛΥΣΤΡΩΜΑΤΙΚΗ ΣΩΛΗΝΑ Φ16 ΜΕΤΡΑ 5, ΕΞΑΡΤΗΜΑΤΑ ΠΟΛΥΣΤΡΩΜΑΤΙΚΗΣ Φ16 ΤΕΜ 30, ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΑ ΠΟΛΥΣΤΡΩΜΑΤΙΚΗΣ Φ16 ΤΕΜ 12, με κόστος 2.376,00. Η τιμή της παραπάνω εργασίας χρεώθηκε συνολικά για όλα τα τεμάχια λόγω του υλικού (Πλαστικού PVC) και ανήλθε σε 3.127,30 ευρώ. [14] ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΟΛΛΗΣΗ ΚΟΛΕΚΤΕΡ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΛΙΜΑΤΙΣΤΙΚΗ ΜΟΝΑΔΑ: ΚΟΛΕΚΤΕΡ Φ5″ ΜΕΤΡΑ 2 X 77,90 = 155,80, ΑΝΑΜΟΝΕΣ Φ 1.1/2 ΜΕΤΡΑ 6 X 23,33 = 139,98, ΜΑΣΟΝ Φ2″ ΤΕΜ 4 Χ 32,90 = 131,60. ΣΥΝΟΛΟ 427,38. [15] ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΔΙΚΤΥΟΥ ΥΔΡΟΡΟΩΝ ΣΤΟ ΑΝΩ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΖΙΜΙΝΙΕΡΩΝ: ΣΩΛΗΝΑ Φ1.1/5″ ΜΕΤΡΑ 5 X 23,33=116,65, ΣΩΛΗΝΑ Φ 1″ ΜΕΤΡΑ 13 X 20,73 = 269,49. ΣΥΝΟΛΟ 386,14 ΕΥΡΩ. [16] ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΟΛΛΗΣΗ ΣΩΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΒΥΘΟΜΕΤΡΑ: ΣΩΛΗΝΑ Φ 1″ ΜΕΤΡΑ 6 X 20,73 = 126,32, ΜΑΣΟΝ Φ 1.1/4″ ΤΕΜ 2 X 18,00 = 36,00, ΜΟΥΦΕΣ Φ 1″ ΤΕΜ 2 X 20,73 = 41,46. ΣΥΝΟΛΟ 203,78 ΕΥΡΩ. [17] ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΟΥΠΑΣΤΗΣ ΡΕΛΙΩΝ ΣΤΑ ΚΑΝΟΝΑΚΙΑ: ΣΩΛΗΝΑ Φ 1.1/2″ ΜΕΤΡΑ 1.5 X 23,33=35,00, ΚΑΜΠΥΛΕΣ Φ 1.1/2 ΤΕΜ 4 X 23,33=93,32. ΣΥΝΟΛΟ 128,32 ΕΥΡΩ. [18] ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ ΤΗΣ ΑΝΤΛΙΑΣ ΤΟΥ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΟΥ [ΚΑΝΟΝΑΚΙΑ] : ΣΩΛΗΝΑ Φ 10″ ΜΕΤΡΑ 3 X 158,10 = 474,30, ΚΑΜΠΥΛΕΣ Φ 10″ ΤΕΜ 1 X 158,10 = 158,10, ΤΑΦ Φ10″ ΤΕΜ 1 X 157,90 = 157,90, ΦΛΑΤΖΕΣ Φ 10″ ΤΕΜ 4 X 35,44 = 141,76, ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΑ Φ 10″ ΤΕΜ 1 X 50,00 = 50,00, ΤΑΦ Φ6″ ΤΕΜ 1 X 76,39 = 76,39, ΣΩΛΗΝΑ Φ 6″ ΜΕΤΡΑ 20 X 76,39 = 1527,80, ΚΑΜΠΥΛΕΣ Φ 6″ ΤΕΜ 12 X 76,39 = 916,68, ΤΑΦ Φ6″ ΤΕΜ 1 X 76,39 = 76,39, ΦΛΑΤΖΕΣ Φ 6″ ΤΕΜ 20 X 27,19 = 543,80, ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΑ Φ 6″ ΤΕΜ 10 X 30,00 = 300,00, ΤΑΦ Φ10″ ΤΕΜ 1 X 157,90 = 157,90, ΒΑΝΕΣ Φ6″ ΤΕΜ 2 X 76,39 = 152,78. ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΔΙΑΠΕΡΑΣΗΣ ΣΤΕΓΑΝΩΝ. ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΔΥΟ ΒΑΣΕΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΓΙΑ ΤΑ ΚΑΝΟΝΑΚΙΑ ΑΡΜΩΣΗΣ ΑΥΤΩΝ ΕΛΑΣΜΑ Φ 400 X 10 ΤΕΜ 2 X 50,00 = 100,00. ΣΥΝΟΛΟ 4.833,80 ΕΥΡΩ. Για τις εργασίες αυτές, των οποίων η συνολική αξία ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των πενήντα εννέα χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και οκτώ λεπτών [59.891,08 €], ο μεν εργολάβος υποστηρίζει ότι η εκτέλεσή τους συμφωνήθηκε με άτυπη σύμβαση καταρτισθείσα μεταξύ αυτού και του ……………, περί τις αρχές του μηνός Απριλίου του έτους 2015, μετά δηλαδή τη συμφωνία για τις ελασματουργικές εργασίες, η δε εργοδότρια διατείνεται ότι περιλαμβάνονται στην ενιαία γραπτή σύμβαση της 15ης.4.2015, στην οποία, όμως, δε γίνεται διάκριση του τμήματος του εργολαβικού ανταλλάγματος που αντιστοιχεί σ’ αυτές και σ’ εκείνου που αντιστοιχεί στις ελασματουργιές και μόνον στο δεύτερο βαθμό για πρώτη φορά προβάλλεται εκ μέρους της ο ισχυρισμός ότι από τις κατ’ αποκοπή συμφωνημένες εβδομήντα χιλιάδες [70.000] οι δέκα χιλιάδες [10.000] αντιστοιχούσαν στις εν λόγω σωληνουργικές εργασίες. Ομοίως για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ισχυρίζεται η εργοδότρια ότι ο αντίδικός της περιλαμβάνει στις φερόμενες ως από αυτόν εκτελεσθείσες εργασίες το σύνολο των σωληνουργικών εργασιών που πραγματοποιήθηκαν στο υπό ναυπήγηση Ρ/Κ Χ, ενώ στην πραγματικότητα περιορίστηκε στις «βασικές» σωληνουργικές εργασίες. Ο ισχυρισμός αυτός δε μπορεί να γίνει δεκτός διότι εκτός της αοριστίας που ενέχει η παράλειψη εξειδικεύσεως των «μη βασικών» σωληνουργικών εργασιών που απαιτήθηκαν για τη συνολική ναυπήγηση και του προσώπου που τις εκτέλεσε, προσκρούει στο περιεχόμενο της από 29.4.2015 συμβάσεως, δυνάμει της οποίας η «………….» δεν ανέλαβε την εκτέλεση καμίας σωληνουργικής εργασίας. Εξάλλου, η αλήθεια του ισχυρισμού της εργοδότριας περί της σπουδαιότητας της από 15.4.2015 εργολαβικής συμβάσεως ως προς την αμοιβή των εργασιών που με αυτήν ανατέθηκαν στον αντίδικό της προϋποθέτει ότι στην πραγματικότητα αυτός αποδέχθηκε να εκτελέσει τις ελασματουργικές εργασίες αντί αμοιβής προϋπολογισθείσας να ανέλθει σε τριάντα λεπτά του ευρώ ανά κιλό ελάσματος που προβλεπόταν να τοποθετηθεί στο υπό ναυπήγηση πλοίου (60.000 €/200.000 κιλά χάλυβα = 0,30 €) και υπολειπόμενης (συνολικά μαζί με τις πρόσθετες εργασίες) ακόμα και του εργατικού κόστους του, που κατά τα ανωτέρω θα υπερέβαινε τις εβδομήντα χιλιάδες, ακόμα και αν δεν συνυπολόγιζε τα ημερομίσθια του προσωπικού που θα απασχολούσε για την εκτέλεση των σωληνουργικών εργασιών που ανέλαβε, μολονότι την καταβολή τους είχε αναλάβει αποκλειστικά αυτός. Και τούτο παρότι η ειθισμένη αμοιβή για τις ελασματουργικές εργασίες υπολογίζεται με βάση το κιλό του τοποθετημένου στο υπό ναυπήγηση πλοίο, όπως δεν αμφισβητείται. Αλλά και αν υποτεθεί ότι ο εργολάβος ενήργησε με σκοπό ανάληψης και νέων εργασιών από τον όμιλο ……. δεν εξηγείται γιατί στην από 5.12.2015 σύμβαση με την οποία του ανατέθηκαν οι εργασίες μετασκευής της φορτηγίδας Ι. συμφώνησε να λάβει ως αμοιβή του το ποσό των πενήντα λεπτών ανά κιλό (0,50 €/kgr), που υπολείπεται και αυτό της ειθισμένης αμοιβής, με αποτέλεσμα να ανακύπτει το ερώτημα πότε υπολόγιζε να αποσβέσει τις απώλειες που η επιχείρησή του κατέγραψε με την προσφορά της χαμηλής τιμής για την κατάρτιση των συμβάσεων της 15ης.4.2015, που αφορούσαν τις εργασίες στα Ρ/Κ Χ και Χ1. Το γεγονός ότι είχε απώλειες δεν αμφισβητείται δεδομένου ότι και αυτή η εργοδότρια, που για πρώτη φορά στο δεύτερο βαθμό επικαλείται ότι ο αντίδικός της επιχειρεί να μετακυλήσει στο επίδικο έργο το κόστος της αμοιβής και των εισφορών του προσωπικού που χρησιμοποίησε σε όλα τα έργα που ανέλαβε, υποστηρίζει ότι το συνολικό εργατικό κόστος του εργολάβου για το σύνολο των εργασιών που ανέλαβε και εκτέλεσε για λογαριασμό των εταιριών του ομίλου ………. κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Απρίλιο του έτους 2015 έως και το μήνα Απρίλιο του έτους 2016 και αφορούν στις εργασίες στα ως άνω δύο [2] Ρ/Κ και στη φορτηγίδα Ι., ανέρχεται σε διακόσιες ογδόντα χιλιάδες εκατόν ενενήντα ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτά (280.190,77 €) ή κατ’ άλλους υπολογισμούς της σε διακόσιες τριάντα μία χιλιάδες εννιακόσια σαράντα έξι ευρώ και τριάντα εννέα λεπτά (231.946,39 €). Αν, όμως, ληφθεί υπόψη ότι η έναρξη των εργασιών στη φορτηγίδα Ι. πραγματοποιήθηκε στις 4.3.2016, όταν εκδόθηκε η σχετική άδεια εκτέλεσης θερμών εργασιών επ’ αυτής από την αρμόδια λιμενική Αρχή, δηλαδή σε χρόνο κατά τον οποίο είχε ολοκληρωθεί το κύριο μέρος των εργασιών στα ρυμουλκά και απέμεναν μόνον οι πρόσθετες ελασματουργικές εργασίες, το επιχείρημά της αποδεικνύεται αβάσιμο, καθόσον, επιμεριζόμενο το παραπάνω (μετριοπαθέστερο των επικαλούμενων) εργατικό κόστος του εργολάβου στους μήνες που το συνεργείο του απασχολήθηκε αποκλειστικά στις εργασίες επί των υπό ναυπήγηση δύο [2] ρυμουλκών, ανέρχεται σε συνολικά εκατόν ενενήντα έξι χιλιάδες διακόσια εξήντα δύο ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (231.946,39 €/13 μήνες = 17.842,02 €/μήνα Χ 11 μήνες, όσοι αυτοί που δεν πραγματοποιούνταν ακόμα εργασίες στη φορτηγίδα = 196.262,22 €) για τα δύο [2] Ρ/Κ και για καθένα από αυτά, αναλογικά, σε ενενήντα οκτώ χιλιάδες εκατόν τριάντα ένα ευρώ και ένδεκα λεπτά [98.131,11 €], που υπερβαίνει το σύνολο της αμοιβής για τις εργασίες που αναλήφθηκαν με την επίμαχη από 15.4.2015 εργολαβική σύμβαση και όχι μόνο δεν επιτρέπει την απόληψη εργολαβικού κέρδους αλλά παράγει και ζημία για τον εργολάβο. Αλλά και στην πραγματικότητα, η κατάσταση για τα συμφέροντά του δεν ήταν πολύ διαφορετική. Από τα προσκομιζόμενα αντίγραφα των σελίδων 201 έως 300, 412 έως 500 και 707 έως 737 του βιβλίου ημερήσιας παρουσίας απασχολούμενου προσωπικού στο συγκεκριμένο έργο κατά το χρονικό διάστημα από 23.4.2015 έως 8.4.2016, όπου αναγράφονται λεπτομερώς τα ονοματεπώνυμα των απασχοληθέντων σ’ αυτό εργατοτεχνιτών του εργολαβικού συνεργείου, η ημερομηνία πρόσληψης εκάστου, η ειδικότητά του και το ωράριο της εργασίας του και τα οποία φέρουν την υπογραφή κάθε εργαζομένου, προκύπτει ότι στη ναυπήγηση του Ρ/Κ Χ απασχολήθηκαν οι ………., ελασματουργός, …….., βοηθός ελασματουργού, …….., ηλεκτροσυγκολλητής, …….., ηλεκτροσυγκολλητής, . …., ελασματουργός, ……, βοηθός ελασματουργού, …….., βοηθός ελασματουργού, …….., ελασματουργός, ………., βοηθός σωληνουργού, …….., ηλεκτροσυγκολλητής, ………, σωληνουργός, …….., σωληνουργός, ………, βοηθός σωληνουργού, ………, βοηθός ελασματουργού, .. …., ελασματουργός, ……., ηλεκτροσυγκολλητής, ……., ηλεκτροσυγκολλητής και ………., σωληνουργός, οι οποίοι πραγματοποίησαν συνολικά χίλια σαράντα οκτώ [1.048] ημερομίσθια, ενώ από τις υποβληθείσες στο ΙΚΑ από τον εργολάβο αντίστοιχες αναλυτικές περιοδικές δηλώσεις (ΑΠΔ) προκύπτει αφενός ότι το ημερομίσθιο εκάστου, διαφοροποιημένο ανά ειδικότητα, ανερχόταν σε εξήντα ευρώ [60 €] για τον ελασματουργό/σωληνουργό και σε πενήντα ευρώ [50 €] για τον βοηθό του και, αφετέρου, ότι το συνολικό ποσό που έχει καταβάλει ο εργολάβος για τα ημερομίσθια του προσωπικού του ανέρχεται σε πενήντα επτά χιλιάδες εξακόσια σαράντα ευρώ (1.048 ημερομίσθια Χ 55 € κατά μέσο όρο έκαστο = 57.640 €) και για τις ασφαλιστικές εισφορές που βάρυναν τον ίδιο άλλες δεκαπέντε χιλιάδες εννιακόσια εβδομήντα δύο ευρώ (57.640 € Χ 27,21% = 15.972 €). Επομένως, το συνολικό εργατικό κόστος του εργολάβου για την εκτέλεση των επίμαχων εργασιών ανήλθε σε εβδομήντα τρεις χιλιάδες εξακόσια δώδεκα ευρώ (73.612 €), δηλαδή σε χρηματικό ποσό που (επ’ ελάχιστον έστω, πάντως) υπερβαίνει τη συμφωνημένη με την από 15.4.2015 συνολική αμοιβή του και δεν του καταλείπει περιθώριο εργολαβικού κέρδους, παρέχει δε την εντύπωση ότι με την επ’ αυτού συμφωνία ο εργολάβος χρηματοδοτεί το έργο και όχι ο εργοδότης. Από όλα όσα προαναφέρθηκαν ασφαλές συνάγεται το συμπέρασμα ότι η αναγραφείσα στην από 15.4.2015 εργολαβική σύμβαση αμοιβή του ….υ …. δεν ανταποκρινόταν στην αληθινή βούληση των μερών και ήταν εικονική. Στην εικονικότητα μετείχαν αμφότεροι οι συμβληθέντες που προσδοκούσαν οικονομικό όφελος από αυτήν συνιστάμενο, για μεν τον εργολάβο στην απομείωση του ποσού της αμοιβής του επί της οποίας η αρμόδια φορολογική Αρχή θα υπολόγιζε το φόρο εισοδήματος που θα του αναλογούσε και για δε την εργοδότρια στην ελάττωση του ποσού που θα έπρεπε να παρακρατήσει από τη εργολαβική αμοιβή, ώστε να το καταβάλει εξ ιδίων στην ΔΟΥ του εργολάβου για λογαριασμό του. Επιπλέον, η εργοδότρια εμφάνιζε με τον τρόπο αυτό μειωμένες τις δαπάνες της για τη ναυπήγηση του πλοίου της κυριότητάς της και απέφευγε τον τραπεζικό δανεισμό που θα ήταν αναγκαίος ενόψει της ανεπάρκειας του μετοχικού της κεφαλαίου. Να σημειωθεί εδώ ότι η ……….. στην από 22.2.2019 ένορκη υπέρ της εργοδότριας, της οποίας είναι υπεύθυνη λογιστηρίου, βεβαίωσή της αναφέρει ότι το συνολικό κόστος της ναυπήγησης του Ρ/Κ Χ ανήλθε σε ένα εκατομμύριο οκτακόσιες χιλιάδες ευρώ (1.800.000 €) περίπου, το οποίο, όπως κατανοεί το Δικαστήριο, αφού η βεβαιούσα δεν παρέχει πρόσθετες διευκρινίσεις, καλύφθηκε από ιδιωτικό δανεισμό ή μεταφορά χρημάτων εκτός του τραπεζικού συστήματος, με δεδομένο, αφενός, ότι στη μερίδα του υπό ναυπήγηση πλοίου δεν εμφανίζονται εμπράγματα δικαιώματα τρίτων και, αφετέρου, ότι ο όμιλος …….. είχε την οικονομική επιφάνεια να χρηματοδοτήσει την αποπεράτωσή του. Να σημειωθεί ακόμα, πρώτον, ότι η διαπιστούμενη εικονικότητα δεν αποσκοπούσε στην αποφυγή καταβολής του ΦΠΑ, αφού από αυτήν η εργοδότρια γνώριζε εξαρχής ότι είχε τη δυνατότητα απαλλαγής της, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, αφού επρόκειτο για δαπάνες αγοράς υλικών και κατασκευής πλοίου και, δεύτερον, ότι η φαινόμενη κατ’ αποκοπή αμοιβή προσεγγίζει το πραγματικό εργατικό κόστος του εργολάβου, κατά τρόπον ώστε να καλύπτονται οι σχετικές δαπάνες του στο μεγαλύτερο μέρος τους και να μην απομένει καθαρό εισόδημα υποκείμενο σε φορολόγηση. Βέβαια, η φορολογική συμπεριφορά των διαδίκων, που συνδέεται με τις υποχρεώσεις τους έναντι του Δημοσίου δεν επηρεάζει το βάσιμο της απαιτήσεως του εργολάβου κατά της εργοδότριας, που υποχρεούται στην καταβολή της αμοιβής του, σύμφωνα με τη σύμβαση που κατάρτισε με αυτόν (ΜονΕφΠειρ. 616/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ούτε ανάγκη ανακοινώσεως της συμπεριφοράς τους αυτής, που εμφανίζεται ως επιλήψιμη, στην αρμόδια εισαγγελική αρχή κατά το άρθρο 38 ΚΠΔ ανακύπτει, δεδομένου ότι στην ενέργεια αυτή έχει ήδη προβεί το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ’ αριθμ. 1109/2018 οριστική απόφασή του, με την οποία απορρίφθηκε αγωγή της εργοδότριας ναυτικής εταιρίας επιδιώκουσα την αποκατάσταση του διαφυγόντος κέρδους της από την αδυναμία εκμεταλλεύσεως του Ρ/Κ Χ εξαιτίας της αρνήσεως του εργολάβου να συμπράξει στην υπογραφή εγγράφου πρωτοκόλλου για την παράδοσή του σ’ αυτήν. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται εξαιτίας της ανυπαρξίας εν προκειμένω ιδιωτικού αντεγγράφου, αποδεικνύοντος την αληθή βούληση των συμβαλλομένων ως προς το ύψος του εργολαβικού ανταλλάγματος, όπως αβασίμως υποστηρίζει η εργοδότρια, καθόσον η σύνταξη αυτού είναι δυνητική σε κάθε περίπτωση και συναρτάται αφενός με την εμπιστοσύνη στις σχέσεις των μερών, η οποία στην υπόθεση που κρίνεται θεωρείται δεδομένη ενόψει αφενός της μακροχρόνιας συνεργασίας του πατρός του εργολάβου με τις εταιρίες του ομίλου …….. και της απασχολήσεώς του σ’ αυτόν με σχέση εργασίας μέχρι την 5η.6.2017 και αφετέρου της δυνατότητας αποκαλύψεως της φορολογικά αθέμιτης επίμαχης συναλλαγής αν τέτοιο αντέγγραφο είχε συνταχθεί. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που διέγνωσε και αυτό την εικονικότητα της από 15.4.2015 συμβάσεως, έστω και με συνοπτικότερες και μερικώς διάφορες αιτιολογίες, που πάντως συμπληρώνονται και αντικαθίστανται από αυτές της παρούσας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 534 ΚΠολΔ, ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο εφάρμοσε και, συνεπώς, οι πρώτος, δεύτερος, τέταρτος, έκτος και όγδοος λόγοι της ένδικης Β έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, καθώς και οι σχετικώς διαλαμβανόμενοι στους πρόσθετους αυτής λόγους ισχυρισμοί της εκκαλούσας, με τους οποίους διατυπώνονται απλά επιχειρήματα κατά της περί εικονικότητας της ως άνω συμβάσεως κρίσης της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Απορριπτέος για την ίδια αιτία τυγχάνει και ο έβδομος λόγος της Β έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα επαναφέρει την και πρωτοδίκως ανεπιτυχώς υποβληθείσα ένστασή της περί εξοφλήσεως της εργολαβικής αμοιβής δυνάμει των καταβολών της που προαναφέρθηκαν. Επομένως, η επίμαχη, αληθής, εργολαβική αμοιβή των ελασματουργικών εργασιών, που συμφωνήθηκε να υπολογιστεί απολογιστικά με βάση το βάρος των χαλύβδινων ελασμάτων που επρόκειτο να τοποθετηθούν στο κύτος του Ρ/Κ Χ, ανέρχεται στο συνολικό χρηματικό ποσό των τετρακοσίων πενήντα μιας χιλιάδων διακοσίων δέκα ευρώ (415.320 € η αξία των αρχικών εργασιών + 35.890 € η αξία των προσθέτων ελασματουργικών εργασιών = 451.210 €), υπολογιζόμενη προς δύο ευρώ ανά χιλιόγραμμο χάλυβα (2 €/kgr). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε, όμως, ότι η πραγματική αμοιβή του εργολάβου, που είχε συμφωνηθεί για τις ελασματουργικές εργασίες, ανερχόταν καταρχάς στο ποσό αυτό, αλλά στη συνέχεια αφαίρεσε από αυτό την αξία των χαλύβδινων ελασμάτων, που προσδιόρισε σε εξήντα λεπτά του ευρώ [0,60 €] ανά κιλό και επιδίκασε για την αιτία αυτή στον εργολάβο το χρηματικό ποσόν των διακοσίων ενενήντα χιλιάδων επτακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ (1,40 €/kgr Χ 207.660 Kgr = 290.724 €). Η κρίση του αυτή είναι εσφαλμένη δεδομένου ότι ήταν εξαρχής γνωστό ότι η αξία των υλικών θα βάρυνε την εργοδότρια, με αποτέλεσμα να στερείται εμπορικού νοήματος η συνομολόγηση αξίας εργασιών εμπεριέχουσας και το ποσό αυτό. Το σφάλμα αυτό κατά νομική αναγκαιότητα επεκτάθηκε και στο ποσό της αντιπαροχής της εργοδότριας υπό τον όρο καταβολής του οποίου υποχρεώθηκε ο εργολάβος σε δήλωση βουλήσεως, δηλαδή στην υπογραφή του πρωτοκόλλου παράδοσης – παραλαβής του Ρ/Κ Χ σ’ αυτήν. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτοί οι συναφείς τρίτος και τέταρτος κατά το οικείο σκέλος του λόγοι της Α έφεσης ως και ουσιαστικά βάσιμοι. Μετά ταύτα, το σύνολο της συμφωνημένης αμοιβής του εργολάβου ανέρχεται σε πεντακόσιες ένδεκα χιλιάδες εκατόν ένα ευρώ και οκτώ λεπτά (451.210 € για τις ελασματουργικές εργασίες + 59.891,08 € για τις σωληνουργικές εργασίες = 511.101,08 €). Από το ποσό αυτό το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να αφαιρέσει εκατόν σαράντα τρεις χιλιάδες ευρώ (143.000 €), για τις οποίες ο εργολάβος ισχυρίζεται ότι του καταβλήθηκαν κατά την διάρκεια των επίδικων εργασιών έναντι του πραγματικά οφειλομένου εργολαβικού ανταλλάγματός του τμηματικά σε μετρητά, χωρίς την έκδοση παραστατικών στοιχείων. Από τις καταβολές αυτές το Δικαστήριο δε συνάγει τεκμήριο περί της εικονικότητας της από 15.4.2015 εργολαβικής συμβάσεως αλλά προβαίνει σε αξιολόγηση του αποδεικτικού μέσου της συναφούς ομολογίας που προέρχεται από τον αντίδικο της εργοδότριας και αποδεικνύει τη μερική εξόφλησή του. Να σημειωθεί ότι η άρνηση της τελευταίας ότι έχει καταβάλει το ποσόν αυτό απορρέει από την εκ μέρους της άρνηση της εικονικότητας της ως άνω συμβάσεως άλλως θα σήμαινε την παραδοχή του από τον αντίδικό της επικαλούμενου ως αληθούς εργολαβικού ανταλλάγματος, η δε έλλειψη έγγραφης απόδειξης για το πέραν του εικονικού τιμήματος καταβληθέντος εν λόγω ποσού, δεν το καθιστά αναπόδεικτο ούτε η ομολογία αυτή λειτουργεί σε βάρος της αλλά υπέρ της, αφού το βάρος απόδειξης για την εξόφληση της αμοιβής του εργολάβου φέρει η ίδια που ωφελείται από τη συγκεκριμένη ομολογία, απορριπτομένου, συνεπώς, του τρίτου λόγου της Β έφεσής της, που αποδίδει στην εκκαλουμένη την πλημμέλεια ότι εσφαλμένα δέχθηκε σαν αποδεικτικό μέσο την σε βάρος της ομολογία του αντιδίκου της, ως αβασίμου. Επομένως, μετά την αφαίρεση των ως άνω καταβληθέντων η αξίωση του εργολάβου ανέρχεται σε τριακόσιες εξήντα οκτώ χιλιάδες εκατόν ένα ευρώ και οκτώ λεπτά (511.101,08 € – 143.000 € = 368.101,08 €), που πρέπει να του καταβληθεί με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της από 26.7.2017, όπως το εναρκτήριο σημείο της νόμιμης τοκοφορίας της ορθά προσδιόρισε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον δεν προκύπτει δήλη ημέρα πληρωμής της ούτε όχληση της εργοδότριας για την καταβολή του, πέραν του εικονικού, οφειλομένου εργολαβικού ανταλλάγματος και, συνεπώς, υπερημερία της σε προγενέστερο χρόνο, ως αβασίμως υποστηρίζει ο εργολάβος με τον πέμπτο λόγο της Α έφεσής του, που πλήττει την εκκαλουμένη για την παραδοχή της αυτή και κρίνεται, ως εκ τούτου, απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.

VII. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει, αφού απορριφθεί στο σύνολό της η Β έφεση, καθώς και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι και γίνει εν μέρει δεκτή η Α έφεση κατά τους ευδοκιμήσαντες ως άνω λόγους της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς όλα τα κεφάλαια της, για την ενότητα του τίτλου της εκτέλεσής της, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία να περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στη  δευτεροβάθμια δίκη και, ακολούθως, να κρατηθεί προς κατ’ ουσία εκδίκασή της η υπόθεση και να γίνει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη, η από 26.7.2017 αγωγή, να καταδικαστεί η εναγόμενη αυτής στην καταβολή του χρηματικού ποσού των τριακοσίων εξήντα οκτώ χιλιάδων εκατόν ενός ευρώ και οκτώ λεπτών (368.101,08 €) στον ενάγοντα με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επιδόσεώς της και να υποχρεωθεί αυτός κατά παραδοχή της από 21.6.2017 αγωγής σε δήλωση βουλήσεως προς υπογραφή του πρωτοκόλλου παράδοσης – παραλαβής του Ρ/Κ πλοίου Χ, νηολογίου Πειραιώς με αριθμό εγγραφής ………., υπό τον όρο της ταυτόχρονης καταβολής της αμοιβής του, που ανέρχεται στο ως άνω χρηματικό ποσό (των 368.101,08 €). Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ως προς την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, που απορρίφθηκαν, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (176 ΚΠολΔ) και, όσον αφορά την έφεση που έγινε εν μέρει δεκτή, πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματος του, να επιβληθούν και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας υπέρ του εκκαλούντος και σε βάρος της εφεσίβλητης, που ηττάται (άρθρα 106, 176 § 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Επιπλέον, πρέπει να διαταχθεί αφενός η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της απορριφθείσης Β έφεσης παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και αφετέρου η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της γενομένης εν μέρει δεκτής Α έφεσης παραβόλου στον εκκαλούντα (άρθρα 495 § 3 εδαφ. ε΄ ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του άρθρου τρίτου του Ν.4335/2015).

VIII. Παρέπεται, τέλος, ότι μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης που την επιδικάζει και δύναται να εκτελεστεί και δια της επιβολής κατασχέσεως σε οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο της υπόχρεης για την ικανοποίησή της εργοδότριας, δεν συντρέχει λόγος εξετάσεως ούτε της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, προς εξασφάλιση της ανωτέρω απαίτησης του εργολάβου ούτε του αιτήματός του στην παρούσα δίκη για την ανάκληση της απόφασης, που απέρριψε το αιτηθέν μετά τη δημοσίευση της εκκαλουμένης ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατάσχεσης του ως άνω Ρ/Κ πλοίου, το οποίο πλέον παρέλκει.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία διαδίκων τις ένδικες εφέσεις, τους πρόσθετους λόγους και την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις και τους πρόσθετους λόγους.

Απορρίπτει την Β έφεση και τους πρόσθετους αυτής λόγους.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του καταβληθέντος παραβόλου.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας – προσθέτως εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου – προσθέτως εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εξακοσίων ευρώ (1.600 €).

Δέχεται εν μέρει την Α έφεση.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον εκκαλούντα.

Εξαφανίζει, την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 4726/2018 οριστική απόφαση του Ναυτικού Τμήματος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και συνεκδικάζει τις από 21.6.2017 και 26.7.2017 αγωγές.

Δέχεται αυτές κατ’ ουσίαν.

Υποχρεώνει την εναγόμενη της από 26.7.2017 αγωγής να καταβάλει στον ενάγοντα αυτής το χρηματικό ποσό των τριακοσίων εξήντα οκτώ χιλιάδων εκατόν ενός ευρώ και οκτώ λεπτών (368.101,08), με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη επίδοσης της αγωγής.

Επιβάλλει στην εναγομένη της ιδίας αγωγής τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος αυτής και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δώδεκα χιλιάδων ευρώ (12.000 €).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 4 Ιουνίου 2020 και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, από έτερη σύνθεση, λόγω αποχωρήσεως από την Υπηρεσία της Προέδρου Εφετών Δήμητρας Τσουτσάνη και προαγωγής και αναχώρησης του Εφέτη Αθανάσιου Θεοφάνη, αποτελούμενη από τους Μαρία Κωττάκη, Προεδρεύουσα Εφέτη του Ναυτικού Τμήματος, Μαρία Δανιήλ και Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτες, στις 3 Σεπτεμβρίου 2020.

             Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ